Η αρχική ταραχή της πάναγνης Θεοτόκου Μαρίας συνυφαίνεται με την καχυποψία για τον παράδοξο χαιρετισμό που της απευθύνει ο αδόκητος επισκέπτης. Και στη συνέχεια, στο άκουσμα του θείου σχεδίου, αντί να παραξενευτεί για το περιεχόμενό του, μοιάζει να προβληματίζεται για το ρεαλιστικό πως της επίτευξής του, πράγμα που αναγκάζει τον άγγελο να τη βεβαιώσει πως η σύλληψη θα συντελεστεί με τη δύναμη του Θεού και δίχως τη συνδρομή άνδρα. Εξάλλου, – σπεύδει να υπερθεματίσει – η όψιμη γονιμότητα της Ελισάβετ αποδεικνύει πως η θεία δύναμη υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα της δυσκολίας και του ανέφικτου.
Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να σκοντάψει στον λογικό κόμπο μιας πρόδηλης αντίφασης: Ενώ από τη μια πλευρά, μια δεκατετράχρονη κοπέλα έχει το θάρρος να αναλάβει ερήμην και έν αγνοία του μέλλοντα συζύγου της την ευθύνη και το ρίσκο να κυοφορήσει το παιδί ενός Άλλου, και επίσης το ρεαλισμό να σταθμίσει τα δεδομένα που της κομίζει ο άγγελος, από την άλλη πλευρά μοιάζει εξοικειωμένη με ένα ανήκουστο εγχείρημα: μια θνητή να νυμφευθεί τον Θεό, προκειμένου να φέρει στον κόσμο τον Υιό του. Κοντολογίς, ένα λογικό πλην χωμάτινο κτίσμα να γεννήσει τον ίδιο τον δημιουργό του.
Η λύση του κόμπου, ή η υπέρβαση της φαινομενικής αντίφασης, προϋποθέτει τη γνώση του πολιτισμικού και πνευματικού λειμώνα, εντός του οποίου βλάστησε η Πάναγνη Μαρία, με αποτέλεσμα να καταστεί ο πιο πολύτιμος ανθός του. Ως πιστή θυγατέρα της Σιών, η Παρθένος Μαρία κατανοούσε τον εαυτό της ως μέλος μιας πιστεύουσας κοινότητος και αντιλαμβανόταν η ιστορία του λαού της πάντα σε σχέση με τον προσωπικό Θεό των προγώνων. Η Παναγία μας ανήκε σε εκείνο το «λείμμα» του εκλεκτού λαού, που παρέμενε πιστό στις δεσμεύσεις του απέναντι στον Θεό. Η δέσμευση αυτή ήταν η πιστότητα στον Γιαχβέ και η ευθύνη της μαρτυρίας γι’ Αυτόν στον κόσμο. Ταυτόχρονα, το «λείμμα» του παλαιού Ισραήλ στο όνομα αυτής της ζωντανής σχέσης του με τον ζωντανό Θεό, ανέμενε με αδημονία την εκπλήρωση των δεσμεύσεων του Θεού απέναντι στον λαό και την ιστορία. Δηλαδή, την αποστολή του Μεσσία, τη γέννηση του Υιού του Θεού. Παρενθετικά, θυμίζουμε πως η αποστολή του Ισραήλ να δίνει ζωντανή μαρτυρία για τον ζωντανό Θεό στον κόσμο είχε εκτραπεί με την πάροδο του χρόνου σε ένα αίσθημα εθνικιστικής υπεροχής έναντι των άλλων ειδωλολατρικών λαών. Γι’ αυτό και στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, η πλειονότητα των Ισραηλιτών περίμενε τον Μεσσία ως έναν κοσμικό ηγέτη που θα αναδείκνυε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ισραήλ μεταξύ των άλλων λαών με όρους εξουσίας, στρατιωτικής δύναμης και κοσμικής ισχύος.
Η απάντηση της ταπεινής Μαρίας στον άγγελο καθώς και ο δοξολογικός ύμνος της στο σπίτι της Ελισάβετ (Λουκ. 1, 46 -55), δείχνουν πως η ίδια δεν συμμεριζόταν αυτές τις εθνικιστικές παραμορφώσεις της πνευματικής ταυτότητας και αποστολής του Μεσσία, που δέχονταν οι σύγχρονοί της Ισραηλίτες. Έτσι, δεν την ξενίζει που ο Θεός απευθύνθηκε σ’ αυτήν, μια ταπεινή δούλη, για να εκπληρώσει το σχέδιό του. Αντίθετα, αναφέρεται στους ισχυρούς που καθαιρούνται και στους πλουσίους που απομένουν με τα χέρια αδειανά μπροστά στον πνευματικό πλούτο των φτωχών και των ταπεινών. Συνοψίζοντας αυτή τη ρεαλιστική ανάγνωση του γεγονότος, κατανοούμε ότι η θετική ανταπόκριση της Παρθένου Μαρίας στο μήνυμα του αγγέλου δεν ήταν μια απλή αστόχαστη συναίνεση ούτε μια βεβιασμένη συγκατάθεση υπό το κράτος του φόβου. Ήταν καρπός μιας συνειδητής και ώριμης επιλογής, φαινομενικά ασύμμετρης για τους ώμους μιας έφηβης παρθένου, αλλά στέρεα θεμελιωμένης στην ελευθερία, την αγάπη και την εμπιστοσύνη στο θείο θέλημα.

Αυτή η συνειδητή συνεργασία με τον Θεό, ως θετική ανταπόκριση στην πιστότητά Του, υποστασιάζει τη θεομητορική αγιότητα, η οποία, παρενθετικά αναγνωρίστηκε σχεδόν καθολικά και αυθόρμητα εκ μέρους της πιστεύουσας κοινότητας, προτού αποκρυσταλλωθεί ο «μηχανισμός» των αγιοκατατάξεων της θεσμικής και θεσμοποιημένης Εκκλησίας. Σε αντίθεση με τις διάφορες ηθικολογικές ή άλλες παραμορφώσεις και καταχρήσεις της χοϊκότητος, η αγιότητα είναι μια ποιότητα που συνδέεται πάντα με τη μοναδική και απόλυτη οντολογική πηγή του αγιασμού, που είναι ο Θεός. Η Μαρία ως Θεοτόκος είναι και αποκαλείται Παναγία, γιατί ακούμπησε, διέθεσε και αφιέρωσε ολόκληρη την ψυχοσωματική της ύπαρξη στο θείο θέλημα, χτίζοντας με τα ταπεινά υλικά της φύσης της και την πλούσια χάρη που τη σκέπασε, έναν ζωντανό σωτηριολογικό «τόπο». Γι’ αυτό και η αγιότητά της ενσαρκώνει το έμψυχο μεθόριο που ενώνει την προϊστορία με την ιστορία της σωτηρίας. Η θεληματική μεταμόρφωση της Μαρίας σε Θεοτόκο συνδυάζει την προσδοκία με την εκπλήρωση, την πρόσκληση με την ανταπόκριση, την προσφορά με την αποδοχή, την απόλυτη υπακοή με την τέλεια ελευθερία, την πιστότητα του Νόμου με την πονεμένη Αγάπη (Λουκ. 2, 35). Γι’ αυτό, στο τρυφερό, γαλήνιο και καρτερικό της πρόσωπο ψηλαφίζει κανείς τα ακριβέστερα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας, που αντλεί τη βιολογική, ιστορική και πνευματική της ύπαρξη, από την παρθένο και θυγατέρα της Σιών, για να μεταμορφωθεί μυστηριακά σε Μητέρα του σύμπαντος κόσμου.
Πηγή: Εκ του περιοδικού "ΒΗΜΟΘΥΡΟ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου