Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

         ΓΕΡΩΝ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ ΣΟΒΡΕ Η ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ




Ο γέροντας(Λαυρέντιος) επιθυμούσε την ταπεινοφροσύνη με όλη του την ψυχή και επιθυμούσε να τη δει ανθίζοντας και στις καρδιές των υποτακτικών του. Θυμάμαι μια φορά που πήγα στο κελί του και χτύπησα την πόρτα:

• Ποιος είναι;

• Ο π. Μύρων

• Ποιος Μύρων;

Έαν δεν πρόσθετες και τη λέξη ο ¨αμαρτωλός¨ δύσκολα ανοίγε. Το έκανε για να καταλάβω την πραγματική κατάσταση της ψυχής μου.


Αφού έμπαινα πρώτα ταπεινωνόταν ο γέροντας ζητώντας μου να τον ευλογήσω.

• Ευλογείτε π Μύρωνα. Είμαι γεμάτος τεμπελιά. Εσύ είσαι τεμπέλης;

• Είμαι γέροντα

• Δε νομίζω. Εγώ πιστεύω ότι είσαι λίγο.

• Όχι γέροντα, είμαι πολύ τεμπέλης.

• Παιδί μου, να θυμάσαι ότι αυτός που ταπεινώνεται βρίσκει παντού ανάπαυση.


Αυτή η συνήθεια του να θεωρεί τον εαυτό του τεμπέλη, αμαρτωλό κ.α. και να μου ζητάει να τον ευλογήσω, πράγμα που δεν μου ανήκει, μου έδινε να καταλάβω ότι ο γέροντας έψαχνε με οποιοδήποτε τρόπο να μάθουμε ότι ο μόνος δρόμος να γνωρίσουμε πραγματικά τον εαυτό μας είναι να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια τις αδυναμίες μας.

Έλεγε ο γέροντας: ¨ Η ταπεινοφροσύνη καίει το διάβολο¨.

Όταν εμείς μαλώναμε με κάποιον μας έλεγε:¨ Πείτε μόνο: Συγχώρεσέ με. Τίποτα περισσότερο. Μη προσπαθείτε να αθωωθείτε.Να λέτε μόνο: ¨ Έκανα λάθος,συγχώρεσέ με¨.Ότι περισσότερο ειπωθεί είναι από το διάβολο. Ο γέροντας είχε καταλάβει ότι το να προσπαθείς ν’ αυτοδικαιωθείς προδίδει ότι έχεις στην ψυχή σου κάποιους λογισμούς καλής γνώμης για το εαυτό σου, τους οποίους ονόμαζε υψώσεις του νου και έτσι προσπαθούσε να μας κάνει να καταλάβουμε ότι πρέπει να επωμισθούμε όλες τις κατηγορίες, για να έχουμε ειρήνη στην ψυχή μας, αλλά και να υπάρχει ειρήνη μεταξύ ημών και εκείνου που μας κατηγόρησε. Ο γέροντας όχι μόνο μας έδινε συμβουλές πώς να γίνουμε ταπεινοί, αλλά έψαχνε να βρει σε κάθε συζήτηση εάν εμείς αφομοιώσαμε τις συμβουλές του. Θυμάμαι μια φορά με ρώτησε.

• Είσαι άξιος να κοινωνήσεις;

• Όχι και πολύ.

• Δε λέμε όχι και πολύ, αλλά δεν είμαι άξιος ότι και να κάνω.



Ο γέροντας ήταν πολύ προσεχτικός στο τι λέγαμε. Ζύγιζε τα λόγια μας για να δει προς τα πού κλίνει ο λόγος μας προς τον αυτοεγκωμιασμό ή προς το να μέμφουμε τον εαυτό μας. Μια άλλη φορά που ήταν στην εκκλησία με άκουσε να ψάλω δυνατά και μου είπε: ¨Παιδί μου, παρά να ψάλλεις με υπερηφάνεια, καλύτερα να μη ψάλεις καθόλου».
Αλλά και τους λαϊκούς που ερχόταν στο μοναστήρι τους δοκίμαζε για να δει εάν έχουν ταπεινό λογισμό, ο οποίος είναι η αρχή της μετάνοιας. Όταν ερχόταν κάποιος εγκωμίαζε: « Θα θέλατε να γίνετε δήμαρχος; Έχετε και το παρουσιαστικό και την πείρα» Ο γέροντας ήξερε ότι μια από τις επιθυμίες του σύγχρονου ανθρώπου είναι τα υψηλά αξιώματα, για να έχει δύναμη και χρήματα. Θυμάμαι είχε έρθει κάποιος και ο γέροντας του είπε.


• Α, ο κύριος Δήμαρχος

• Δεν είμαι δήμαρχος πάτερ …

• Αλλά θα ήθελες να είσαι. Ξέρεις έχεις το παρουσιαστικό και την πείρα.

• Θα ήθελα…

• Βρε, δε σε σώζει το αξίωμα. Όσο πιο μεγάλο αξίωμα τόσο πιο μεγάλος κίνδυνος μπροστά στο Θεό να κάνεις λάθος. Ευχαρίστησε το Θεό για ότι έχεις και λέγε: «Γεννηθήτω το θέλημά Σου»

Πράγματι, πολλοί από υπερηφάνεια έβλεπαν τον εαυτό τους άξιο για μεγάλα αξιώματα και ο γέροντας Λαυρέντιος τους μάθαινε την ταπείνωση.

Άλλες φορές δοκίμαζε εμάς τους μοναχούς, λέγοντάς μας:

«Ο π. Μύρων όταν προσεύχεται βλέπω από εδώ να βγαίνει από το κελί του μια στήλη φωτιάς προς τον ουρανό και λέω μέσα μου: Ω προσεύχεται ο π. Μύρων. Πάτερ είστε γεμάτος αρετές, δώστε μου κι εμένα».

Εμείς, εάν δε γνωρίζαμε το σκοπό του θα λέγαμε ότι είναι κάποιες κοινοτοπίες, αλλά ο γέροντας το έκανε για να δει εάν θεωρούμε την επιτίμηση ως έπαινο και τον έπαινο ως επιτίμηση.

Στη μοναχική μου κουρά μου είπε:

«Κάποτε ένας αδελφός διάβασε στις Πράξεις των Αποστόλων ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι νεκρός για τον κόσμο και δεν το καταλάβαινε. Τότε πήγε στο Μ. Αντώνιο και τον ρώτησε. Ο Άγιος έστειλε τον αδελφό σ’ ένα κοιμητήριο για να εγκωμιάζει τους νεκρούς από το πρωί έως το βράδυ και έπειτα του είπε να γυρίσει στο κελί του. Ο αδελφός το έκανε. Τη δεύτερη ημέρα ο Μ. Αντώνιος τον έστειλε να επιπλήξει τους νεκρούς. Κάνοντας το κι αυτό ο δόκιμος επέστρεψε στο κελί του και ο Άγιος του είπε: «Όταν εγκωμίασες τους νεκρούς σου απάντησαν; Όχι. Κι όταν τους επέπληξες;

Ο αδελφός του απάντησε πάλι όχι. Έτσι να είσαι κι εσύ σαν τους νεκρούς. Όταν σ’ εγκωμιάζει κάποιος να μην περηφανεύεσαι και όταν σ’ επιπλήττει να μην ταράσσεσαι. Τότε θα είσαι νεκρός για τον κόσμο.

Πηγή:www.proskynitis.blogspot.com

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

   Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

Οι θλίψεις καί οι διωγμοί αρχίζουν από την ώρα πού δέχεται το Άγιο Βάπτισμα.

Πρώτα τον καταδιώκουν έως θανάτου οι ομοεθνείς του, οι Ιουδαίοι, άλλοτε αυτοπροσώπως οι ίδιοι, άλλοτε υποκινώντας τους εθνικούς, άλλοτε σε συνεργασία μαζί τους, άλλοτε προσφεύγοντας στην κρατική εξουσία. Μνημονεύαμε ενδεικτικά το σχέδιο δολοφονίας του στη Δαμασκό, όταν για να τον σώσουν οι πιστοί τον φυγάδευσαν μέσα σε καλάθι νύχτα από τα τείχη, το σχέδιο θανατώσεως του στα Ιεροσόλυμα, όταν έφυγαδεύθη στην Καισαρεία, το διωγμό στην "Αντιόχεια της Πισιδίας καί στα Λύστρα, το λιθοβολισμό στο Ικόνιο, τις διώξεις στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια, στην Κόρινθο, πάλι στα Ιεροσόλυμα καί στην Καισαρεία.
"Από τους διωγμούς εκ μέρους των εθνικών, μνημονεύουμε εκείνους των Φιλίππων καί της Εφέσου, τη μακροχρόνια φυλάκιση του στην Καισαρεία καί στη Ρώμη, το μαρτυρικό του θάνατο στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Συγκινητική είναι ή εικόνα, όταν με αλυσίδες στα χέρια, υψώνοντας τα όσο του επέτρεπαν τα δεσμά, απολογείται στον βασιλιά Αγρίππα στην Καισαρεία: «Εύξαίμην αν τω ου μόνον σε, αλλά καί πάντας τους άκούντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους οποίος κάγώ ειμί, παρεκτός των δεσμών τούτων».

Οι θλίψεις όμως του Παύλου προήλθαν καί από «ψευδαδέλφους», πού τον στενοχώρησαν τόσο, «ώστε έξαπορηθήναι καί του ζην». Χαρακτηριστική του πόνου πού αισθάνθηκε ό "Απόστολος είναι ή λεγόμενη «επιστολή των δακρύων», πού έστειλε στους Κορινθίους και την οποία έγραψε «εκ πολλής θλίψεως καί συνοχής καρδίας... δια πολλών δακρύων». "Αλλά και ή εγκατάλειψη εκ μέρους στενών συνεργατών του, του προξένησε θλίψη πολλή. "Έγραψε με καταφανη πόνο στον Τιμόθεο: «Σπούδασον ελθείν προς με ταχέως.Δήμας γαρ με εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα...». Γενικά, σε στιγμές ψυχικής κοπώσεως,σκληρής προκλητικότητας εκ μέρους ψευδαδέλφων. αλλά καί προσωπικής άξιοπρέπειας, αναγκάσθηκε ό ίδιος να γράψει: Παραφρονών λαλώ, υπέρ εγώ, εν κόποις περισσοτέρως, εν πληγαίς ϋπερβαλλόντος.εν φυλακαΐς περισσοτέρως, εν θανάτοις πολλάκις• υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν ελαβον. τρίς έρραβδίσθην, άπαξ έλισθάσθην, τρίς έναυάγησα, νυχθημερόν εν τω βυθώ πεποίηκα,όδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλασσή, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις,εν κοπώ καί μοχθώ, εν άγρυπνίοις πολλάκις, εν λιμώ καί δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει καί γυμνότητι- χωρίς των παρεκτός ή έπισύστασίς μου ή καθ' ήμέραν, ή μέριμνα πασών των εκκλησιών. Τίς ασθενεί, καί ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται, καί ουκ εγώ πυρούμαι;».


Όλες αυτές τις θλίψεις, τα δάκρυα, τους κινδύνους, καί τους διωγμούς, τον μαρτυρικό θάνατο, ό Παύλος, τα αντιμετώπισε:

• Με πίστη βαθύτατη, έχοντας προ οφθαλμών τον Σταυρό του Κυρίου: "Εγραφε στους Γαλάτες: «Χριστώ συνεσταυρωμαι, ζω δέ ούκέτι εγώ, ζή δέ εν έμοί Χριστός».


• Με ακλόνητη βεβαιότητα στην αιωνιότητα. "Έγραφε στους Φιλιππησίους:«Έμοί το ζην Χριστός καί το άποθανείν κέρδος». Προς τον Τιμόθεο: «Ει γαρ συναποθάνομεν, καί συζήσομεν, ει υπομέ-
νομεν, καί συμβασιλεύσομεν».


• Με την πεποίθηση ότι ήταν χρεώστης προς όλους τους συναθρώπους,Έλληνες καί βαρβάρους, μορφωμένους καί αμόρφωτους, για τη σωτηρία τους.
Γράφει στους Ρωμαίους: «Έλλησι τε καί βαρβάροις, σοφοίς τε καί άνοήτοις, οφειλέτης ειμί».


• Με προσευχή αδιάλειπτη. Ικέτευε τον Κύριόν του «νυκτός καί ημέρας ύπερεκπερισσοϋ εις το ιδείν το πρόσωπον» των χριστιανών του καί να «καταρτίσει τα υστερήματα της πίστεως τους».

• Με σκληρή άσκηση. Εξομολογείται στους Κορινθίους: «Πυκτεύω (πυγμαχώ)... υπωπιάζω μου το σώμα καί δουλαγωγώ (σκληραγωγώ το σώμα μου καί το μεταχειρίζομαι ως δούλο), μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι».


• Με χαρά. Έγραφε στους Κολοσσαείς: «Χαίρω εν τοίς παθήμασί μου υπέρ υμών».


• Με ευγνωμοσύνη για τη δωρεά αυτή του Θεοΰ, "Έγραφε στους Ρωμαίους:«Δια την χάριν την δοθείσάν μοι υπό του Θεοϋ εις το είναι με λειτουργόν Ίησοϋ Χρίστου εις τα έθνη, ίερουργοϋντα το Ευαγγέλιον του Θεοϋ».

• Με καύχηση εν Κυρίω. "Εγραφε στους Φιλιππησίους: «Μεγαλυνθήσεται Χριστός εν τω σώματι μου είτε δια ζωής είτε δια θανάτου».


Έχοντας κάνει πράξη όλα αυτά στη ζωή του, δίκαια ό μακάριος Παύλος διακήρυσσε στο τέλος του βίου του: «Εγώ γαρ ήδη σπένδομαι» (Εγώ είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου σαν σπονδή) καί ό καιρός της έμής αναλύσεως έφέστηκε (καί ό καιρός της αναχωρήσεως μου έφθασε). Τον αγώνα τον καλόν ήγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα,λοιπόν απόκειται μοι ό της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσει μοι ό Κύριος εν εκείνη τη ήμερα, ό δίκαιος κριτής».

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

ΛΟΓΟΣ ΨΥΧΩΦΕΛΗΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΙΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ



Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους.
Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις, είναι νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία, και αίσθηση. Οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες. Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή. Για αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες.

Ώστε αναγκαίο είναι να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά πάθη. Ψυχικές αρετές είναι πρώτα οι τέσσερις γενικότερες αρετές, οι οποίες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη, και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η αφιλαργυρία, η συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.

Σωματικές αρετές ή μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής. Εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση, στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσιά, χρήση ενός μόνου ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, αφιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μην βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή, το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη είναι αναγκαιότητα και ωφελιμότατα. Όταν το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με την βοήθεια του θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.

Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη.
Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια.

Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα οποια είναι.
Ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής, και συνεχή μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών η φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.

Σωματικά πάθη είναι. Γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασελγεία, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη. Κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα.
Μαντείες, οιωνισμοί, κλυδωνισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου, και τον κάνει γήινο και κτηνώδης, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς τις εργασίες των αρετών.

Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό.

Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία, και η άγνοια.

Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση, και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρώτη αιτία όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος κι εμπαθείς προσκόλληση σ` αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης η θρασύτητα και το γέλιο.

Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νίψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς τον Χριστό. Γιατι είναι παρά πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής. Είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, της απολαύσεις, της ραθυμίας, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας.

Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται, για όλα αυτά, και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση, με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σε αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστησης` αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας του, εκείνος που στερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στην μνησικακία.

Αν τώρα μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλίμονο! Κάνει τότε εκείνο που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ` αυτή.

Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε.
Δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά ζητεί και τα λοιπά πάθη.
Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνο η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, αλλά να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές.
Γι` αυτό εκείνος που αγαπά την φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος.
Γιατι όπως ο ακόλαστος έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα.
Ή μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόσο βία από την φύση να τον σπρώχνει σ` αυτά.
Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο.
Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατι δεν βιάζεται σ` αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά από την κακή του προαίρεση.
Για αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικάτε εκούσια από την φιλοχρηματία.
Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνο στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του.
Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής, προσθέτουμε και τα παρακάτω με συντομία.

Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό, και το επιθυμητικό.
Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά. Απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών, είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό.
Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής.
Η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη.
Η ίαση και θεραπεία είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη.
Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής.
Η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασελγεία, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας, και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών απολαύσεων.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θειας υιοθεσίας.

Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο για την διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία.
Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας.
1. ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
2. ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
3. ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ
4. ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
5. ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
6. ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ
7. ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
8. ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ.
Το να μας παρενοχλούν ή να μην μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας.
Το να επιμένουμε όμως σε αυτούς ή να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε αυτό είναι στην εξουσία μας.

Στους λογισμούς αυτούς διακρίνουμε τα εξής.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, ΠΑΛΗ, ΠΑΘΟΣ, ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ.
Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου.
«Κάνε τούτο ή εκείνο» όπως συνέβη στο Κύριο και Θεό μας.
«Πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» Ματθαίος 4,3.
Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας.
Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και με ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας.
Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από τον συνδυασμό του λογισμού που υποβάλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής μελέτη και φαντασία.
Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει – δηλαδή του εμπαθούς λογισμού – ή προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος.
« Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός, και αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους».(Γαλ. 5,17.)
Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια.
Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός.
Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε.
Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μια και όλα τα επόμενα.

Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο.
Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.
Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείτε η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείτε η φιλαργυρία.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείτε η οργή.
Με την πνευματική χαρά καταργείτε η κοσμική λύπη.
Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον θεό καταργείτε η ακηδία.
Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.
Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.

Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινοί γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.

Η ψυχή λοιπόν όπως προαναφέραμε, έχει τρία μέρη.
1. λογισμός
2. θυμός.
3. επιθυμία.
Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος.
Όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία, τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος.
Ο λογισμός τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθει υποταγμένα, και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια Αγία Τριάδα.
Ο θυμός τότε κινείτε κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία.
Η δε επιθυμία όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σαρκός, και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα.
Γιατι η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα. Είτε προς την σαρκική ηδονή, είτε προς την μάταιη δόξα, ή προς απόκτηση χρημάτων.
Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί τον Θεό και τις άγιες εντολές του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει τον λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια.
Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ την βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν τον θεό. Αυτής είθε ν` αξιωθούμε κι εμείς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.

Πρέπει να γνωρίζουμε και αυτό.
Ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο κάποιας αρετής, παρά με κοπιαστική φιλοπονία για την απόκτηση της και προσπαθώντας με όση δύναμη έχουμε σε όλη μας την ζωή, όπως λόγου χάρη για την ελεημοσύνη, την εγκρατεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές.
Από αυτές, μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή. Λ.χ. ασκεί κανείς ποτέ – ποτέ την ελεημοσύνη, αλλά επειδή την ασκεί λίγο, δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, κι ακόμα περισσότερο όταν δεν το κάνει αυτό καλά και θεάρεστα.
Γιατι το καλό δεν είναι καλό όταν δεν γίνεται καλά.
Αλλά καλό είναι πράγματι όταν δεν απολαμβάνει εδώ το μισθό του από οποιαδήποτε αιτία, για παράδειγμα από ανθρωπαρέσκεια λόγο καλής φήμης, ή επιδίωξη δόξας, ή από πλεονεξία, και αδικία.
Επειδή ο θεός δεν ζητεί εκείνα που γίνονται και νομίζονται καλά, αλλά εξετάζει το σκοπό για τον οποίο γίνεται.
Όπως λένε και οι θεοφόροι Πατέρες, όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε και το έργο που είναι φανερά ενάρετο, γίνεται ανώφελο.
Και εκείνα που γίνονται χωρίς διάκριση και σκοπό, όχι μόνο δεν ωφελούν και αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν.

Το αντίθετο συμβαίνει με εκείνα που νομίζονται κακά, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό. Όπως εκείνος που μπήκε στο πορνείο, και τράβηξε από Εκει την πόρνη.
Από αυτό γίνεται φανερό, ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που έκανε λίγες φορές την ελεημοσύνη, ούτε είναι εγκρατής εκείνος που εγκρατεύθηκε λίγο, αλλά εκείνος που παρά πολλές φορές και σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ολικά την αρετή με ασφαλή διάκριση.
Γιατι η διάκριση είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, Επειδή είναι βασίλισσα και αρετή των αρετών.
Όπως πάλι και για τα αντίθετα.
Δεν λέμε πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη εκείνον που μια φορά γλίστρησε σε αυτά, αλλά εκείνον που πέφτει συχνά σ` αυτά και μένει αδιόρθωτος.
Κοντά σε όσα είπαμε πρέπει να γνωρίσουμε και τούτο, που είναι και αναγκαιότατο σ` όλους εκείνους που έχουν ζήλο να κατορθώσουν την αρετή και επιμελούνται να αποφύγουν την κακία.
Ότι δηλαδή, όσο η ψυχή είναι ασυγκρίτως καλύτερη από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα σημεία είναι σπουδαιότερη και πιο πολύτιμη, τόσο οι ψυχικές αρετές ( και μάλιστα εκείνες που μιμούνται το Θεό και έχουν το Όνομα του), είναι ανώτερες από τις σωματικές. Αρετές.

Αντίθετα πρέπει να νοούμε για τις ψυχικές κακίες, ότι διαφέρουν από τα σωματικά πάθη και ως προς τις ενέργειες τους και ως προς την έκτιση των τιμωριών που επιβάλλονται σ` αυτές, αν και στους πολλούς, δεν ξέρω πως, αυτό τους διαφεύγει.
Γιατι τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή και τα παραπλήσια με αυτά, τα προσέχουν και τα αποφεύγουν, ή τα τιμωρούν, επειδή φαίνονται στους πολλούς βδελυρά.
Απέναντι όμως στα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα από αυτά και που οδηγούν στην κατάσταση των δαιμόνων και στην αιώνια κόλαση που τους περιμένει όσους τα ακολουθούν χωρίς διόρθωση, μένουν αδιάφοροι.
Εννοώ δηλαδή το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησια, την φιλαργυρία που ο Απόστολος την θεωρεί ρίζα όλων των κακών, και τα όμοιά της.

Μιλήσαμε γι` αυτά με όλη την αμάθεια και την αφέλεια μας, κάνοντας μια ευσύνοπτη και σαφή έκθεση του λόγου περί των αρετών και παθών, για να μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και να εξακριβώνει τη διαίρεση και τη διαφορά τους με ακρίβεια και σαφήνεια.
Γι` αυτό και μιλήσαμε για το καθένα με τρόπους και από πολλές απόψεις, ώστε, αν είναι δυνατόν, καμία πλευρά της αρετής ή της κακίας να μην αγνοείται.
Ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές και μάλιστα τις ψυχικές που προσεγγίζουμε στο Θεό, και για να αποφύγουμε τις κακίες με όλη μας την δύναμη.
Γιατι είναι αληθινά μακάριος εκείνος που ζητά την αρετή και την ασκεί και εξετάζει με επιμέλεια τι είναι αρετή, επειδή με αυτήν πλησιάζει τον θεό και ενώνεται νοερά μ` Αυτόν.
Φρόνηση, ανδρεία, σοφία, αληθινοί γνώση, και πλούτος αναφαίρετος είναι κυρίως το να ανυψώνεται ο άνθρωπος με την πρακτική αρετή στην θεωρία του Δημιουργού.
Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αίρείσθαι», γιατι είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνουμε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλουμε και αναγκαστικά.
Η φρόνηση πάλι λέγεται έτσι, γιατι φέρνει στο νου τα ωφέλιμα.

Αν θέλεις, ας προσθέσουμε στον αφελή αυτό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα, και λίγα περί του « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του πιο τιμημένου από όλα τα κτίσματα του Θεού, δηλαδή τον άνθρωπο.
Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο από όλα τα κτίσματα είναι « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού.
Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ` εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο.
Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί.
«Καθ` ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού.
Δηλαδή, το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους του, να οικτίρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια.
« Να γίνεται, λέει ο Χριστός και Θεός, σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος Πατέρας σας». Λουκάς 6,36

Το «κατ` εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατι ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του.
Το «καθ` ομοίωσιν», όμως το έχουν σπάνιοι και μόνο οι ενάρετοι και άγιοι, οι οποίοι μιμούνται – κατά το δυνατό σε ανθρώπους – την αγαθότητα του Θεού.
Είθε κι εμείς να αξιωθούμε την υπεράγαθη φιλανθρωπία του Θεού, αφού Του φανούμε ευάρεστοι με την αγαθοεργία και γίνουμε μιμητές εκείνων που έχουν ευαρεστήσει από αιώνων τον Χριστό.

Γιατι σε Αυτόν ανήκει το έλεος και σε Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του, και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Βιβλιογραφία: ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ.

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

                     ΠΕΡΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ


1. ΜΕΡΙΚΟΙ συνηθίζουν, όταν ομιλούν περί των παθών και των λογισμών, να κατατάσσουν την κενοδοξία σε ιδιαίτερη τάξι, χωριστά από την υπερηφάνεια. Γι΄ αυτό και λέγουν ότι είναι οκτώ οι πρώτοι και κυρίαρχοι πονηροί λογισμοί. Αντιθέτως ο Θεολόγος Γρηγόριος και άλλοι από τους διδασκάλους τους εμέτρησαν επτά. Σ΄ αυτούς περισσότερο πείθομαι και εγώ∙ διότι ποιος μπορεί να έχη υπερηφάνεια, αφού ενίκησε την κενοδοξία; Τόση δε μόνο διαφορά έχουν μεταξύ τους, όση έχει έκ φύσεως το παιδί από τον άνδρα και το σιτάρι από τον άρτο. Το πρώτο δηλαδή είναι η αρχή και το δεύτερο το τέλος. Τώρα λοιπόν πού το καλεί η περίστασις ας ομιλήσωμε με συντομία για την αρχή και την ολοκλήρωσι των παθών, δηλαδή την ανόσιο οίησι. Λέγω με συντομία, διότι όποιος επιχειρεί να φιλοσοφήση γι΄αυτήν είς μήκος, ομοιάζει με εκείνον που ματαιοπονεί προσπαθώντας να ζυγίση τους ανέμους.

2. Η κενοδοξία είναι ως προς μέν την μορφή, μεταβολή της φυσικής τάξεως και διαστροφή των καλών ηθών και παρατήρησις παντός αξιομέμπτου πράγματος. Ως προς δε την ποιότητα, σκορπισμός των καμάτων, απώλεια των ιδρώτων, δόλιος κλέπτης του θησαυρού, απόγονος της απιστίας, πρόδρομος της υπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στο λιμάνι, μυρμήγκι στο αλώνι, πού είναι μέν μικρό, αλλά απειλεί να κλέψη αθόρυβα όλον τον καρπό και τον κόπο του γεωργού.

3. Το μυρμήγκι περιμένει να γίνη το σιτάρι, και η κενοδοξία να συναχθή ο πνευματικός πλούτος. Και το μέν μυρμήγκι τρέχει για να κλέψη∙ η δε κενοδοξία χαίρεται γιατί θα διασκορπίση. Το πνεύμα της απογνώσεως χαίρεται, όταν βλέπη να πληθύνεται η κακία, ενώ το πνεύμα της κενοδοξίας χαίρεται, όταν βλέπη να πληθύνεται η αρετή. Είσοδος για το πρώτο είναι τα πλήθη των τραυμάτων, ενώ για το δεύτερο ο πλούτος των καμάτων.

4. Παρατήρησε και θα ιδής ότι αυτή η ανόσιος, δηλαδή η κενοδοξία, είναι ακμαία και μέχρι του τάφου. Θα την ιδής στα ρούχα και στα μύρα και στην νεκρική πομπή και στα αρώματα και σε πολλά άλλα.

5. Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε έργο χαίρεται η κενοδοξία. Π.χ. όταν νηστεύω, κενοδοξώ, αλλά και όταν καταλύω για να μη φανή η αρετή μου, πάλι κενοδοξώ με την ιδέα ότι είμαι συνετός. Όταν φορώ λαμπρά ρούχα νικώμαι απ΄αυτήν, αλλά και όταν τα αντικαταστήσω με ταπεινά πάλι κενοδοξώ. Όταν ομιλώ νικώμαι, αλλά και όταν σιωπώ πάλι νικώμαι. Όπως και αν την ρίξεις αυτή την τρίβολο άκανθα, ίσταται όρθιο το κεντρί της.

6. Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης. Φαινομενικά μέν σέβεται τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέση στους ανθρώπους και όχι στον Θεόν. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος. Του κενοδόξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο κενόδοξος ασκητής είναι διπλά αδικημένος, αφού και το σώμα του το τυραννεί, και μισθό δεν παίρνει.

7. Ποιος δεν θα γελάση με τον εργάτη της κενοδοξίας πού παρίσταται στην ψαλμωδία και επηρεαζόμενος από αυτήν, άλλοτε γελά και άλλοτε κλαίει ενώπιον όλων;

8. Αποκρύπτει πολλές φορές ο Θεός από τα μάτια μας και τα καλά που έχομε αποκτήσει. Ήλθε όμως αυτός που συνηθίζει να επαινή, ή μάλλον να πλανά, και με τους επαίνους μας άνοιξε τα μάτια. Και μόλις αυτά άνοιξαν, εξαφανίσθηκε από μέσα μας ο πνευματικός πλούτος.

9. Εκείνος πού κολακεύει είναι υπηρέτης των δαιμόνων, οδηγός προς την υπερηφάνεια, εξολοθρευτής της κατανύξεως, αφανιστής των καλών έργων, αποπλανητής από το σωστό δρόμο. «Οι μακαρίζοντες υμάς, λέγει ο προφήτης, πλανώσιν υμάς» (Ησ. γ΄ 12).

10. Ίδιον των προχωρημένων στην αρετή είναι να υπομένουν γενναία και ευχάριστα τις ύβρεις. Ίδιον όμως των αγίων και των οσίων είναι να παρέρχωνται αβλαβώς τους επαίνους.

11. Είδα πενθούντας να τους επαινούν και να εξοργίζωνται γι΄αυτό. Έτσι σαν σοφοί έμποροι σε πανήγυρι αντάλλαξαν το πάθος της κενοδοξίας με το πάθος της οργής.

12. «Ουδείς γινώσκει τά του ανθρώπου, εί μη το πνεύμα του ανθρώπου το έν αυτώ» (Α΄ Κορ. β΄ 11). Γι΄ αυτό ας αισχυνθούν και άς κλείσουν το στόμα τους όσοι εγκωμιάζουν τους άλλους κατά πρόσωπον.

13. Όταν ακούσης ότι ο πλησίον σου ή ο φίλος σου σε περιεγέλασε πίσω σου ή εμπρός σου, εσύ να του δείξης αγάπη και να τον επαινέσης.

14. Είναι μεγάλο πράγμα το να αποδιώξης από την ψυχή σου τον έπαινο των ανθρώπων. Μεγαλύτερο όμως είναι το να αποδιώξης τον έπαινο των δαιμόνων.

15. Δεν έδειξε ταπεινοφροσύνη αυτός ο οποίος εξευτέλισε τον εαυτό του∙ γιατί πώς δεν θα σηκώση κανείς τα ιδικά του λόγια; αλλά εκείνος ο οποίος εξυβρίσθη από άλλον και παρά ταύτα δεν ελάττωσε απέναντί του την αγάπη του.

16. Επεσήμανα τον δαίμονα της κενοδοξίας να σπείρη λογισμούς σε κάποιον αδελφό, και συγχρόνως να τους φανερώνη αυτούς και σ΄ έναν άλλο. Και έν συνεχεία να κάνη τον δεύτερο να αποκαλύψη στον πρώτο τα μυστικά της καρδιάς του, ώστε αυτός να τον μακαρίζη ως προορατικό. Μερικές φορές ο ανόσιος δαίμων της κενοδοξίας εγγίζει και στα μέλη του σώματος και προξενεί διάφορες κινήσεις και παλμούς.

Μην τον παραδεχθής τον δαίμονα αυτόν, όταν σου ομιλή για επισκοπές ή ηγουμενίες ή διδασκαλικά αξιώματα. Πρόσεξε γιατί είναι δύσκολο να απομακρύνης τον σκύλο από το τραπέζι του κρεοπωλείου. Μόλις αυτός αντιληφθή ότι έχομε κάποια ειρηνική κατάστασι, μας προτρέπει αμέσως να εγκαταλείψωμε την έρημο και να αναχωρήσωμε για τον κόσμο. «Πήγαινε, μας λέγει, να σώσης ψυχές οι οποίες χάνονται»!

17. Άλλη είναι η μορφή των Αιθιόπων και άλλη η μορφή των ανδριάντων. Κατά παρόμοιο τρόπο άλλη είναι η μορφή της κενοδοξίας των κοινοβιατών και άλλη των ερημιτών.

18. Τις επισκέψεις των κοσμικών στην Μονή τις αντιλαμβάνεται πρώτη η κενοδοξία και προτρέπει τους πιο ελαφρούς μοναχούς να εξέλθουν να υποδεχθούν τους ερχομένους. Τους κάνει να πέφτουν στα πόδια τους, και έτσι φορεί το προσωπείο της ταπεινοφροσύνης αυτή που ξεχειλίζει από υπερηφάνεια. Κάνει συνεσταλμένο και ταπεινό τον τρόπο της συμπεριφοράς και τον τόνο της φωνής και κοιτάζει στα χέρια των επισκεπτών για να λάβη τα δώρα τους. Επί πλέον τους αποκαλεί κυρίους και προστάτας και ότι σ΄αυτούς χρωστούν μετά τον Θεόν την ζωή τους οι μοναχοί.

Εν συνεχεία ενώ εκάθισαν στην τράπεζα, τους προτρέπει να εγκρατεύωνται και να επιπλήττουν αυστηρά τους κατωτέρους, διότι δήθεν αυτοί δεν εγκρατεύονται. Ενώ ήλθε η ώρα της ψαλμωδίας, τους ραθύμους τους έκανε προθύμους, τους αφώνους καλλιφώνους και τους νυσταλέους αγρύπνους. Τους προτρέπει ακόμη να καλοπιάνουν τον κανονάρχη και να τον εκλιπαρούν να τους παραχωρήση τα πρωτεία στην ψαλμωδία. Τους κάνει να τον αποκαλούν πατέρα και διδάσκαλο. Και όλα αυτά έως ότου αναχωρήσουν οι ξένοι!

Όσους τιμώνται και προτιμώνται τους ωδήγησε στην υπερηφάνεια και όσους καταφρονούνται στην μνησικακία.

19. Η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή προξένησε ατιμία. Διότι συνέβη να οργισθούν (εξ αιτίας της) οι μαθηταί της, και έτσι τους εντρόπιασε αφάνταστα (εμπρός στους άλλους). Η κενοδοξία τους οξύθυμους επί παρουσία ανθρώπων τους μετέβαλε σε πράους. Κάνει μεγάλη έφοδο σε όσους έχουν φυσικά χαρίσματα, και εκμεταλλευομένη αυτά ωδήγησε πολλές φορές τους αθλίους στην πτώσι.

20. Είδα έναν δαίμονα πού ελύπησε και εδίωξε τον αδελφό του! Ενώ δηλαδή ένας μοναχός ήταν ωργισμένος, έφθασαν κοσμικοί επισκέπτες, οπότε μετεπωλήθη ο άθλιος από την οργή στην κενοδοξία, δηλαδή εμφανίσθηκε ως πράος στα μάτια των επισκεπτών. Δεν μπορούσε βεβαίως να δουλεύη συγχρόνως και στα δύο πάθη, και στην οργή και στην κενοδοξία.

21. Αυτός που πουλήθηκε στην κενοδοξία ζη διπλή ζωή. Εξωτερικά και με το σχήμα του ζή ως μοναχός, με τις εσωτερικές του όμως σκέψεις και διαθέσεις ως κοσμικός.

22. Εάν σπεύδωμε γρήγορα να επιτύχωμε την ευαρέστησι την άνω, ας φροντίζωμε πολύ να γευθούμε και την άνω δόξα. Διότι αυτός πού εγεύθηκε εκείνη την δόξα, θα καταφρονήση κάθε επίγειο δόξα. Απορώ δε πώς θα μπορούσε κάποιος να καταφρονήση την δεύτερη, χωρίς να γευθή την πρώτη.

23. Πολλές φορές, ενώ μας είχε κλέψει η κενοδοξία, γυρίσαμε και την εκλέψαμε εμείς με πιο έξυπνο τρόπο. Είδα μερικούς πού άρχισαν κάποια πνευματική προσπάθεια από κενοδοξία και, μολονότι η αρχή ήταν αξιόμεμπτη, το τέλος υπήρξε καλό και επαινετό, διότι εν τω μεταξύ μετέστρεψαν την κακή σκέψι.

24. Όποιος υπερηφανεύεται για φυσικά χαρίσματα, δηλαδή οξύνοια, ευκολία στην μάθησι, στην ανάγνωσι και στην προφορά, ευφυΐα και άλλα παρόμοια, αυτός ουδέποτε θα αποκτήση τα υπερφυσικά αγαθά. Διότι ο άπιστος στα ολίγα θα φανή και στα πολλά άπιστος και κενόδοξος.

25. Για την απόκτησι της τελείας αγάπης και πλουσίων χαρισμάτων και θαυματουργικής και προορατικής δυνάμεως, πολλοί βασανίζουν και καταπονούν αδίκως το σώμα τους. Ελησμόνησαν οι ταλαίπωροι ότι όχι οι κόποι, αλλά κυρίως η ταπείνωσις είναι η μητέρα όλων αυτών. Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα αντί των κόπων του, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτόν του χρεώστη δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβη από τον Θεόν ανέλπιστο πνευματικό πλούτο.

26. Μη πείθεσαι στον λικμήτορα, στον δαίμονα δηλ. πού λιχνίζει και καταστρέφει, όταν σου προτείνη να παρουσιάζης τις αρετές σου, για να ωφεληθούν δήθεν όσοι σε ακούουν. «Τι γάρ ωφεληθήσεται άνθρωπος, εάν όλον τον κόσμο κερδήση ή ωφελήση, εαυτόν δε ζημιώση»; (Ματθ. ις΄ 26). Τίποτε δεν ωφελεί περισσότερο αυτούς πού μας βλέπουν από την ταπεινή και ειλικρινή συμπεριφορά και τον ανεπιτήδευτο λόγο. Έτσι δίδεται και στους άλλους παράδειγμα να μην υπερηφανεύωνται ποτέ, πράγμα από το οποίο τι υπάρχει περισσότερο ωφέλιμο;

27. Κάποιος από τους προορατικούς Πατέρας επρόσεξε τα εξής τα οποία και διηγείτο: «Ενώ καθόμουν σε σύναξι μοναχών, ήλθαν οι δαίμονες της κενοδοξίας και της υπερηφανείας και κάθησαν δεξιά και αριστερά μου. Και ο πρώτος μου εκεντούσε την πλευρά με τον δάκτυλο της κενοδοξίας και με προέτρεπε να ειπώ σε κάποιο όραμα ή κάτι πού επετέλεσα στην έρημο.

Μόλις όμως τον απέκρουσα, λέγοντας, «αποστραφείησαν είς τα οπίσω και καταισχυθείησαν οι λογιζόμενοί μοι κακά» (Ψαλ. ξθ΄ 3), αμέσως ο δεύτερο ο εξ αριστερών μου ψιθύριζε στο αυτί: «Εύγε! Πολύ καλά έκανες! Έγινες μέγας, αφού ενίκησες την αναιδέστατη μητέρα μου».

Τότε εγώ, χρησιμοποιώντας εύστοχα τον επόμενο στίχο του Ψαλμού, απήντησα: «Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι∙ εύγε, εύγε πεποίηκας»! (πρβλ. Ψαλμ. ξθ΄ 4).

Όταν ερώτησα τον προορατικόν αυτόν, «πως η κενοδοξία συμβαίνει να είναι μητέρα της υπερηφανείας», μου απήντησε:

«Οι μέν έπαινοι εξυψώνουν και δημιουργούν φυσίωσι∙ όταν δε εξυψωθή η ψυχή, την παραλαμβάνει τότε η υπερηφάνεια και «αναφέρει αυτήν έως των ουρανών και καταφέρει έως των αβύσσων» (πρβλ. Ψαλμ. ρς΄ 26).

28. Υπάρχει δόξα πού μας έρχεται από τον Κύριον. «Τους γάρ δοξάζοντάς με, λέγει, δοξάσω» (Α΄ Βασ. β΄ 30). Και υπάρχει δόξα πού είναι συνέπεια διαβολικής εργασίας και απάτης. «Ουαί γάρ, λέγει, όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι» (Λουκ. ς΄ 26).

29. Θα αντιληφθής σαφώς την πρώτη δόξα, όταν την θεωρής επικίνδυνη, όταν την αποφεύγης παντοιοτρόπως και όταν αποκρύπτης την καλή σου ζωή όπου και αν ευρίσκεσαι. Την Δευτέρα δόξα αντιθέτως θα την αντιληφθής, όταν και το παραμικρό το κάνης «προς το θεαθήναι τοίς ανθρώποις» (Ματθ. κγ΄ 5).

Μας υποβάλλει η μιαρά κενοδοξία να κάνουμε πώς έχομε αρετές πού δε έχομε, παραπλανώντας μας με το ρητό: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα» (Ματθ. ε΄ 16).

Πολλές φορές ο Κύριος ωδήγησε τους κενοδόξους σε ακενοδοξία με κάποιο ατιμωτικό γεγονός πού επέτρεψε να συμβή.

30. Αρχή της ακενοδοξίας είναι η προφύλαξις του στόματος και η αγάπη της ατιμίας. Μέσον, η απόρριψις κάθε έργου πού μας προτείνουν οι λογισμοί της κενοδοξίας. Και τέλος, εάν βεβαίως υπάρχει τέλος στην άβυσσο, το να πράττωμε ασυναίσθητα ενώπιον πλήθους κάθε τι πού μας εκθέτει.

31. Μη αποκρύπτης την αισχύνη σου, με την σκέψι να μη γίνης αιτία σκανδάλου. Όμως δεν πρέπει ίσως να χρησιμοποιήται πάντοτε το ίδιο φαρμακευτικό έμπλαστρο, αλλά να λαμβάνεται υπ΄ όψιν και το είδος του σφάλματος.

32. Όταν εμείς επιδιώκωμε την δόξα και όταν μόνη της μας στέλλεται από άλλους και όταν επιχειρήσωμε κάτι χάριν κενοδοξίας, τότε ας ενθυμηθούμε το πένθος μας και την μετά συντριβής και φόβου προσευχή μας, και τότε οπωσδήποτε θα την εκδιώξωμε την αναίσχυντη κενοδοξία, εάν βεβαίως καλλιεργούμε πραγματικά την προσευχή. Διαφορετικά, ας φέρωμε αμέσως στην σκέψι μας την ώρα του θανάτου μας. Και αν επιμένη ακόμη, ας φοβηθούμε τουλάχιστον την καταισχύνη πού ακολουθεί στην δόξα αυτή, εφ΄ όσον «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. ιη΄ 14). «Ταπεινωθήσεται» όχι μόνο στην άλλη ζωή, αλλά οπωσδήποτε και εδώ.

33. Όταν οι επαινούντες ή μάλλον οι αποπλανώντες αρχίσουν να μας επαινούν, ας ενθυμηθούμε αμέσως το πλήθος των ανομιών μας, και ασφαλώς θα ιδούμε ότι είμαστε ανάξιοι των επαίνων και των τιμών.

34. Υπάρχουν και μερικοί κενόδοξοι πού θεωρούν υποχρεωμένο τον Θεόν να τους εισακούση σε ωρισμένα αιτήματά τους. Ο δε Κύριος συνηθίζει να τους προλαμβάνη και να πραγματοποιή ό,τι θα του ζητούσαν στις προσευχές τους∙ και τούτο, για να μη τα λάβουν με την προσευχή και αυξήσουν την οίησί τους.

35. Ως επί το πλείστον οι απλοί και απονήρευτοι δεν περιπίπτουν στο φαρμακερό αυτό πάθος, αφού άλλωστε η κενοδοξία είναι διώκτης της απλότητος και επίπλαστη συμπεριφορά.

36. Υπάρχει κάποιο σκουλήκι πού, αφού αυξηθή, βγάζει πτερά και πετά στα ύψη. Ομοίως και η κενοδοξία σαν αυξηθή, γεννά την υπερηφάνεια, πού είναι ο αρχηγός και η τελείωσις, (η αρχή και το τέλος), όλων των κακών.

Βαθμίς εικοστή πρώτη!

Όποιος από αυτήν, την κενοδοξία, δεν αιχμαλωτίσθηκε, δεν θα περιπέση στην εχθράν του Θεού ακέφαλο υπερηφάνεια.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

                   ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΠΑΘΕΙΑ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


Η εισήγηση αυτή έχει αντικείμενο ένα σπουδαίο για τη ζωή των Χριστιανών θέμα, το θέμα που άφορα τα πάθη και την απάθεια, που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διεξοδικά αναφέρεται σ' όλους σχεδόν τους λόγους και τις ομιλίες του.

Ευθύς εξ αρχής πρέπει να αναφέρω ότι ή πλούσια αποστολικό πατερική του πείρα δεν αφήνει περιθώρια να θεωρήσουμε ότι ή διδασκαλία του για τα πάθη του ανθρώπου και την απεγκλωβίσει απ' αυτά είναι προϊόν κάποιας ψυχολογικής γνώσεως ή καρπός στοχαστικών και φανταστικών επινοήσεων, αλλά μιάς βαθιάς Αγιοπνευματικής εσωτερικής εμπειρίας που αποκτήθηκε από την πολυχρόνια ασκητική βίωση και μοναχική παράδοση κυρίως στο Άγιο Όρος. Έτσι είναι έξω από την ηθικιστική εκείνη θεώρηση της πνευματικής ζωής που προσπάθησαν στην εποχή του, αλλά και μεταγενέστερα μερικοί να παρουσιάσουν στο χώρο της Ορθοδοξίας. Από τις προσωπικές του μάχες κατά των παθών και των δαιμόνων που τα υποκινούν, αλλά και από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καθαρή του ψυχή, μάς παρέδωσε την μαρτυρική πληροφορία ότι "μαρτυρίου στέφανον λήψεται ό τα πάθη δι' αρετής τροπωσάμενος".

Μέσα από τα κείμενα του λοιπόν θα παρακολουθήσουμε την φθοροποιό και θανατηφόρο ενέργεια των παθών που δι' αυτών "τυπουται σκότος νοερόν" στην ψυχή, την απομακρύνει από τη ζωή, που είναι το θείο φως της, και τής επιφέρει τον θάνατο της, που είναι και ο πραγματικός θάνατος, που τον ονομάζει ό άγιος "σκότος πονηρόν" και προκαλεί λύπη αφόρητη.

Επίσης στα κείμενα του διδάσκει πώς να υπερβαίνει κανείς τα πάθη και τα θανατηφόρα αποτελέσματα τους και πώς να αποκτά με την συνεχή στροφή του λογισμού γύρω από τα θεία τις αρετές και εν συνεχεία πώς ή ενάρετη ψυχή παραλαμβάνεται από τη Χάρη του Αγίου πνεύματος και οδηγείται στα απόρρητα εκείνα αγαθά "α οφθαλμός εμπαθούς και αμελούς ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν άνθρωπου τοιούτου ουκ ανέβει".

Για να ανάλυση κανείς την διδασκαλία του Αγίου για το θέμα αυτό διεξοδικότερα θα έπρεπε να γράψει ολόκληρη διατριβή. Τόσο πλούσιο υλικό βγαίνει μέσα από τα κείμενα του. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο, στο λίγο χρόνο που διατίθεται, να παρουσιάσουμε τα κεντρικότερα σημεία τής πνευματικής του εμπειρίας ώστε να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν τον τρόπο με τον όποιο διαδίδονται τα πάθη στον άνθρωπο και τις βασικές προϋποθέσεις που χρειάζεται κανείς να φθάσει στη μακαριά απάθεια.

1. Πάθη

α) Προσδιορισμός και εμφάνιση παθών

Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας την συμφωνία της παραδόσεως των Πατέρων ότι τα πάθη δεν είναι μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και δεν αποτελούν απ' αρχής φυσικά στοιχεία της, αναφέρει ότι είναι κινήσεις και πράξεις ξένες προς την κατά φύσιν ζωή του άνθρωπου. "Διεστραμμέναι δε", λέγει, "οδοί πάντως και σκολιαί, το μίσος, το ψευδός, ό δόλος, ό φθόνος, ή πλεονεξία, ή υπερηφάνεια και τα παραπλήσια τούτοις", τα οποία όχι μόνο πραττόμενα, αλλά και "'αγαπώμενα" και "μελετώμενα κατά νουν" αξιώνουν τον άνθρωπο "της θείας αποστροφής". Οι αιτίες δε που τα δημιουργούν, αναφέρει στον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγο του, είναι ή "αμετρία" και ή "παράχρηση". Π.χ. των πονηρών παθών που σχετίζονται με τη γεύση δεν είναι ή τροφή αίτια, "αλλά η αμετρία ταύτης ό εστίν ή τρυφή". Δηλαδή ή γαστριμαργία, η λαιμαργία, η πολυποσία, η μέθη. Όταν ό άνθρωπος αρνείται την κατά φύσιν ζωή και την φυσική αναφορά του και σχέση του με τον Θεό και δια των αισθήσεων του εκπίπτει στην εμπαθή προσκόλληση του κόσμου, κάνει "παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής του" απ' όπου αναπόφευκτα φύονται τα μυσαρά και βδελυκτά πάθη.

Επομένως ή "αμετρία" και ή "παράχρηση" έχουν αρχή πρώτον στην απάτη του πονηρού και δεύτερον στη σύμπραξη τής βουλήσεως του άνθρωπου μ' αυτόν. Αυτή λοιπόν ή απατηλή και φθονερή ενέργεια του διαβόλου και ή εκούσια άγνοια του Θεού δημιουργούν την υπερβολική προσήλωση στον αισθητό κόσμο που εν συνεχεία γεννά την εμπαθή αγάπη σ' αυτόν και γεμίζει τη ζωή του πεπτωκότος άνθρωπου από εμπαθείς ενέργειες δημιουργώντας το νόμο τής αμαρτίας, τον όποιο ό Απόστολος ονομάζει "φρόνημα της σαρκός".

Την αρχή της εμφανίσεως των παθών ό άγιος Γρηγόριος την ανάγει στο γεγονός της πτώσεως, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες τής Εκκλησίας .Ή απάτη των πρωτοπλάστων ήταν αυτή που αναφέρει ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: ήθελαν "προ Θεού, δίχα Θεού και ου κατά Θεόν" να γευθούν τον καρπό τής ζωής, δηλαδή τη θέωση, αδιαφορώντας για την εντολή που τούς έδωσε ό Θεός. Η εσφαλμένη αυτή κατεύθυνση τής ψυχής τους επέφερε πολλά και θλιβερά αποτελέσματα σε όλο τον ψυχοσωματικό εαυτό τους, αλλά και σε όλους τούς απογόνους τους. Δημιούργησε την διαστροφή και τη σύγχυση των δυνάμεων τής ψυχής και γέννησε τις παρά φύσιν και πονηρές επιθυμίες του σώματος. Επήλθε ή σύζευξη του σωματικού και κοσμικού φρονήματος και "μυριοπαθείς ημάς ποιήσασα, πολυτρόπως δίιστησι του απαθούς". Αυτός λοιπόν ό κόσμος έκτοτε "εν τω πονηρω κείται", "δια της ημετέρας παραχρήσεως και σφαλεράς διοικήσεως". Αυτός ό κόσμος "ου κοσμοκράτωρ εστίν ό σατανάς", αυτός ό κόσμος που αποτελείται από πολυάριθμο "όχλο παθών", ό οποίος "κτίζεται εκ της φιλαμαρτήμονος ημών γνώμης συνεργεία του πονηρού", είναι ό απατηλός κόσμος, που προξενεί την οδύνη στη φύση μας και συσσωρεύει μύριες δυσχέρειες κατά καιρούς, στην εσωτερική και εξωτερική ζωή του ανθρώπου.

Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας τη διαίρεση της ψυχής του Πλάτωνα διακρίνει σ' αυτή τρεις δυνάμεις: το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Νοσεί ό άνθρωπος και στα τρία αυτά λέγει. Ή αρχή της νόσου προέρχεται από το επιθυμητικό, ανεβαίνει στο θυμικό και καταλήγει στο λογιστικό, όπου δια του εθισμού παγιώνεται και συντηρείται η νόσος. Οι επιθυμίες που δόθηκαν από τον Θεό να ζουν οι άνθρωποι δεν είναι ασφαλώς υπαίτιες. Γι αυτό είναι σύμφυτες με εμάς εξ απαλών ονύχων. Ή φιλαργυρία όμως που φυτρώνει λίγο αργότερα φαίνεται ότι είναι ή αρχή όλων των κακών όχι από τη φύση αλλά από την προαίρεση. Ό Απόστολος Παύλος δε, την ονομάζει ρίζα όλων των κακών. Δημιουργεί δε μετατόπιση της λατρευτικής αναφοράς του ανθρώπου από τον Θεό στα ποιήματα του Θεού οπότε ό Απόστολος "δεύτερον ειδωλολατρίαν προσηγόρευσε".

Τα πάθη που γεννώνται από την "φιλουλίαν" δεν έχουν καμιά δυνατότητα "προς αγαθοεργίαν". Ή αδυναμία προσκτήσεώς τους ξεσηκώνουν το θυμικό και προκαλούν την οργή και το θυμό, οπότε θηριοποιούν τον άνθρωπο, ή δε συγκέντρωση υλικών αγαθών τον καθιστά άφρονα, επειδή δεν μπορούν να τον βοηθήσουν σε τίποτε ούτε να του εξασφαλίσουν τη ζωή. Του επιτείνουν την επιθυμία προς πλουτισμό προφασιζόμενος συνεχώς την "πτωχείαν" και παραχώνουν σε χρυσωμένο χώμα, πριν από το φυσικό θάνατο, τον νουν του ζωντανού ανθρώπου, όπου του αλλάξουν τα φρονήματα και τον καθιστούν αντί για φιλόθεον και φιλάνθρωπον, φίλαυτον. Και στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, λέγει ό άγιος, το πρώτο όργανο που άνοιξε τη θύρα των παθών στην ανθρώπινη υπόσταση είναι το επιθυμητικό της ψυχής.

Μετά λοιπόν την φιλοϋλία που είναι το πρώτο γέννημα της πονηράς επιθυμίας εμφανίζεται και το δεύτερον. Αυτό είναι ή φιλοδοξία. Τη χωρίζει σε δυο κατηγορίες: την πρώτη, την κοσμική κενοδοξία, που προσβλέπει "εις καλλωπισμούς σωμάτων και πολυτελείας ενδυμάτων", και τη δεύτερη, τη θρησκευτική κενοδοξία, που επιτίθεται σ' αυτούς που διακρίνονται στην αρετή. Δι' αυτής συνεπάγεται "οιησίς τε και υπόκρισις δι' ων συλήσαι και διασκεδάσαι τον πνευματικόν πλούτον ό εχθρός μηχανάται".

Υπάρχει και τρίτο γέννημα της "κακώς εχούσης επιθυμίας" που είναι ή γαστριμαργία απ' την οποία προέρχεται η σαρκική ακαθαρσία.

Οι προεκτάσεις λοιπόν της νοσηρότητας του επιθυμητικού τής ψυχής επιδρούν στο θυμικό και εν συνεχεία στο λογιστικό και επειδή ή ψυχή είναι ενιαία στη διαδικασία της θεραπείας πρέπει όλα να τύχουν θεραπευτικής αγωγής, αρχής γεννώμενης από του επιθυμητικού.

Ή κατ' ενέργεια διάπραξη των πολυειδών παθών και ή εξωτερίκευση αυτών στηρίζεται στη νοσηρότητα του τρίμερους της ψυχής, οπότε μετά την ένσαρκη παρουσία του Χριστού και τη θεραπεία του όλου άνθρωπου μπορεί ό άνθρωπος να κρατήσει σε ισόρροπη θέση τις τρεις λειτουργίες της ψυχής προσφέροντας την εγκράτεια στο επιθυμητικό, την αγάπη στο θυμικό και τη διαρκή στροφή προς τον Θεό στο λογιστικό. Έτσι θα δειχθεί περίτρανα ή πείρα και διδασκαλία των Πατέρων ότι ή παρουσία των παθών σ' ολόκληρη την ψυχή ή στις επιμέρους λειτουργίες της είναι μια συνάντηση με κάποιον ξένο που έρχεται προς αυτή προς αλλοτρίωση και κατεξουσιασμό της και δεν έχει καμιά σχέση ή δημιουργική ενέργεια του Θεού στην παραγωγή τους.

Β' ΕΙΔΗ ΠΑΘΩΝ

Τα πάθη κατά την διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά αν και είναι ποικίλα και πολύμορφα ωστόσο έχουν μεταξύ τους μια αλληλουχία. Εξαρτώνται και συνδέονται και μεταβιβάζουν την ενεργητικότητα τους γεννώντας άλλα. Επί παραδείγματι το πάθος της κενοδοξίας γεννά το φθόνο και πολλές φορές καταλήγει και στο φόνο. Από τον εγωισμό γεννιέται ή οίηση, ή υπερηφάνεια και ή υποκρισία, ακόμη και ή φιληδονία.

Στα έργα του Αγίου ή πρώτη διάκριση γίνεται με βάση την προέλευση των παθών. Έχουμε λοιπόν πάθη που προέρχονται από τα "σωματικά αισθητήρια" που γεννούν όπως είδαμε "την φιλοκτημοσύνην και φιλαργυρίαν". Οι σωματικές αισθήσεις υποκινούνται από "άλλην περιεκτικωτάτην αίσθησιν ένδοθεν, την φαντασία", όπου γεννώνται άλλες ηδονές και πάθη, όπως ή φυσίωσι και ή αλαζονεία. Υπάρχουν δε και μικτά πάθη που είναι γεννήματα από την αίσθηση και τη φαντασία, όπως είναι ή ανθρωπαρέσκεια, ή κενοδοξία και ή υπερηφάνεια.

Από όλες τις σωματικές αισθήσεις στέκεται ό άγιος στη γεύση.
Αυτή, όταν δεν περιορίζεται στην κάλυψη της αναγκαίας για το σώμα τροφής, καταλήγει, όπως είδαμε, στην γαστριμαργία ή πολυποσία. Από τη γαστριμαργία σαν από βορβορώδη δεξαμενή αναδίδονται βδελυροί κρουνοί που αρδεύουν με πλούσιο υλικό τα σαρκικά και υπογάστρια πάθη, όπως είναι ή πορνεία, ή μοιχεία, ή ακολασία, ή ασέλγεια και "πάσα ή της σαρκός ακαθαρσία". Αυτά αφού υποδουλώσουν και την ακοή και την δράση και την όσφρηση, καθιστούν ποθεινά τα μυσαρά πράγματα, τα αισχρά λόγια, τα πορνικά άσματα, τα σατανικά χορεύματα, τα μυραλείματα, που υποβοηθούν τις αισχρότητες, τα βδελυρά φτιασιδώματα, τους στολισμούς δια πολυτελών ενδυμάτων και αναδημάτων. Έτσι χάνει τη σοφία ο νους που χορηγεί το άγιο Πνεύμα και κυριεύεται από άνοια. Εγκαταλείπει τον Θεό και γίνεται πλέον κτηνώδης ή δαιμονιώδης. "Νους γαρ αποστάς από του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης. Ταις σαρκικαις έπιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί και μέτρον ηδονής ου γινώσκει".

Τα πάθη της φαντασίας είναι εκείνα που υποδαυλίζονται από το διάβολο. Τις περισσότερες φορές δεν υποκινούνται από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά κατ' ευθείαν ο διάβολος ενεργεί δια των οκτώ γνωστών πειρασμών στο χώρο της φαντασίας, χωρίς πολλές φορές να τα συνειδητοποιεί.

Σε μια άλλη κατηγορία ο άγιος εντάσσει τα λεγόμενα ελάχιστα και ασήμαντα πάθη που οδηγούν όμως σε άλλα σοβαρότερα. Π.χ. η ευτραπελία, ή μωρολογία, ή βωμολοχία είναι δυνατόν όχι μόνο να οδηγήσουν την ψυχή σε πιο σοβαρά ολισθήματα, επειδή είναι «υπέκαυμα και προτροπή προς πορνεία», αλλά και τα ίδια, όπως και τα μεγάλα, εμποδίζουν την πνευματική ανάπτυξη της ψυχής και την πορεία της προς την τεθλιμμένη οδό της σωτηρίας.

γ) Συνέπειες των παθών.

Μια οδυνηρή συνέπεια των παθών, που παρατηρείται στη ζωή του ανθρώπου, είναι ή στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό. Ή παράβαση της εντολής του Θεού που διέπραξε τον παλαιό καιρό έγινε πρόξενος παντός θανάτου, της ψυχής και του σώματος, "του κατά τον νυν αιώνα και του κατά την ατελεύτητων εκείνη κόλασιν".

Και ο κυρίως θάνατος είναι το "διαζευχθήναι την ψυχήν της θείας Χάριτος και τη, αμαρτία συζηγήναι". Αυτός δε ο θάνατος, ο θάνατος της ψυχής, είναι ή εγκατάλειψη του Θεού. Το αίτιο δε της θείας εγκαταλείψεως δεν έχει τη γένεσή του στον Θεό, αλλά στην αμαρτία. Δηλαδή στην αυτεξουσιότητα του ανθρώπου που ο Θεός ουδέποτε παραβιάζει. "Ημείς ούν έσμέν, φευ, οι του οικείου θανάτου γεννήτορες", λέει χαρακτηριστικά. Έτσι τονίζεται στα κείμενα του Αγίου, όπως και σ' όλους τους ανατολικούς Πατέρες, ότι ο θάνατος, ή αμαρτία και οι συνέπειες της δεν έχουν οντολογικό περιεχόμενο, ούτε είναι μία φύση έστω κακή φύση, αλλά ή λανθασμένη προαίρεση του ανθρώπου που έχει φθοροποιές και νεκροποιές συνέπειες στη φύση του, αφού αλόγως αυτονομείται από την αρμονία της καθολικής φύσεως, που διοικείται από τον Δημιουργό. Αλλά και ο σωματικός θάνατος σαν έσχατο καταγώγιο της τραχείας οδού "εις ην εισήγαγεν των ανθρώπων το γένος ή αμαρτία", αφού προηγουμένως έκανε το σώμα πολύμοχθο, πολύπαθες και φθαρτό, είναι προέκταση της παραβάσεως και επακόλουθο της αμαρτίας. Και αυτόν δεν τον δημιούργησε ο Θεός, αλλά ως συνέπεια και αυτός της θείας ακοινωνησίας παραχωρήθηκε συντηρώντας ή πρόνοια του Θεού το αυτεξούσιο και καταργώντας ταυτοχρόνως την παγίωση και αθανασία του κάκου. Προανήγγειλε όμως αυτόν με το "γη ει και εις γήν απελεύση" και επέτρεψε να συμβεί μη εμποδίζοντας "το εκβησόμενον συν δίκη".

Όχι μόνον ο θάνατος είναι συνέπεια της παραβάσεως και των απ' αυτήν εκφυομένων παθών, αλλά και ή επίγειος ζωή. Λέγει χαρακτηριστικά: εξ αιτίας της αμαρτίας "ενεδύθημεν τους δερμάτινους χιτώνας, το νοσηρόν τούτο και θνητό και πολυώδυνο σώμα" και μετοικήσαμε στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο και καταδικαστήκαμε να ζούμε "πολύπαθη και πολυσύμφορον βίον". Και όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αφού γυμνωθήκαμε από τα λαμπρά εκείνα ενδύματα "των θείων περιβολών", ενδυθήκαμε τις εφήμερες τρυφές, τιμές και δόξες της σαρκός.

δ) Ο ρόλος του Σατανά
Κατά τον άγιο ο διάβολος, ο νοητός αρχέκακος όφις, όπως τον ονομάζει, έχοντας αυτομολήσει στην κακία, στερείται της αληθινής ζωής και αφού δικαιως απωθήθηκε απ ' αυτήν, γίνεται νεκρό πνεύμα όχι κατ ' ουσία, επειδή ή νεκρότης δεν έχει ουσία, αλλά "κατ ' αποβολή της όντως ζωής". Και επειδή "ου κόρον λαμβάνει" την προς την κακία ορμή, καθίστα τον εαυτό του "νεκροποιόν πνεύμα". Και έτσι απ αρχής είλκυσε με δόλο τον άνθρωπο προς την "οικείαν νέκρωσιν". Ό ρόλος λοιπόν του διαβόλου έκτοτε είναι να προσεγγίζει τον άνθρωπο και με απατηλές υποσχέσεις να τον απομακρύνει από την αγαθότητα του Θεού και στο μέτρο που τον πείθει να του μεταδίδει στο σώμα και στην ψυχή του τα στοιχεία της νεκροποιού ενεργείας του, που είναι τα πάθη, και δι' αυτών να οδηγεί τη φύση του στη πολυσύμφορη και νεκροποιό κατάληξη.

Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς από τις προσωπικές του εμπειρίες που έχει για την πολεμική του διαβόλου λέγει, ότι ό σατανάς δεν υπαγορεύει απ ' ευθείας την αμαρτία, μάλιστα όταν ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με την Εκκλησία και τα μυστήρια, αλλά υποκλέπτει "πανούργος" την διάθεση του λέγοντας του ψιθυριστά: Και συ ζώντας μόνος σου χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού, ούτε να προσεχής τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς να αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μην απομακρύνεσαι από το αγαθό. Έτσι ,σιγά- σιγά τον αποσπά από την θεία επίβλεψη παραδίδοντας τον στα πονηρά έργα και στις πονηρές συνήθειες του κόσμου, όπου οι δαίμονες είναι "κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου". Αυτό το κάνει με μεγαλύτερη βία και μανία στους αγωνιζόμενους, ακόμη και στους υψηλά πνευματικός ισταμένους. Μόνον όταν ασφάλιση κανείς την ψυχή του με ύμνους και προσευχές προς τον Θεό, διδάσκει στον 51ο λόγο του ό άγιος, ό αντίπαλος δεν θα έχει θέση μέσα του. Θα απομακρυνθεί μαζί μ ' αυτόν " και πάσα ή περί αυτόν φατρία των κακών". Θα κοσμηθεί ή ψυχή από τη συμμετρία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την πραότητα και την ταπείνωση και θα συνδέεται δια της αγάπης με τον Χριστό τον βασιλέα της ειρήνης και τους ανθρώπους, ζώντας ειρηνική και αστασίαστη ζωή.

2. ΑΠΑΘΕΙΑ
α) Μετάνοια και πένθος: προϋποθέσεις της απάθειας.

Για να εξέλθει κανείς από τη δουλεία των παθών και να επιστρέψει στην περιοχή της "ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού", χρειάζονται στην αρχή απαραιτήτως ή μετάνοια και το πένθος. Ή μετάνοια είναι ή δυνατότητα που έδωσε ό Θεός στον άνθρωπο σ ' αυτή τη ζωή να συνειδητοποίηση την εγκληματική πράξη του, το να εγκατάλειψη δηλαδή τον Δημιουργό του, και να επιστρέψει κοντά του. Εξ άλλου ή προτροπή του Προδρόμου και αυτού του Χριστού στην αρχή κι όλας της δημοσίας δράσεως τους είναι το "Μετανοείτε, ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών".

Γι` αυτό και σε όλη την πατερική παράδοση ή μετάνοια θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και μόνιμο όπλο της ζωής του Χριστιανού, έως θανάτου για την θεραπεία, την πνευματική κατεύθυνση προς τον Θεό και την τελική άφιξη του σ ' Αυτόν. Λέγει σ ' ένα λόγο του ο άγιος Γρηγόριος: Ό άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προαιρέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό". Απέχει όμως από την τελική σωτηρία "τυραννούμενος υπό της κακής συνήθειας και των προλήψεων". Γι` αυτό χρειάζεται ισόβια μετάνοια δια της οποίας αποσπά "την άνωθεν ευσπλαγχνίαν". Από πουθενά άλλου δεν εξασφαλίζεται ή ελπίδα της σωτηρίας και απαλλαγής από τα πάθη τόσο, όσο από την διαρκή μετάνοια. Σε πολλούς λόγους του ό άγιος είναι προτρεπτικός στα έργα της μετανοίας. Υποστηρίζει δε, ότι μαζί με το πνευματικό πένθος, μπορεί να φτάσει κανείς στα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα, που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Αγίων.

Το κατά Θεόν πένθος είναι ή μήτρα μέσα στην οποία κυοφορείται και μεταλλάσσεται ή ζωή τής μετανοίας Έχει δυο καταστάσεις: Μια οδυνηρή και μια ευφρόσυνη, απ ' τις οποίες χρειάζεται να περάσει ο Χριστιανός για να ζήση την αληθινή ζωή. Ή οδύνη είναι ή επίγνωση του ότι "πολλά πταίομεν" και ή αναγνώριση, κατά την κατόπτευση του εσωτερικοί μας ανθρώπου "του ειδεχθούς προσωπείου". Αυτό γίνεται αισθητό περισσότερο κατά την ώρα της προσευχής που με κατάνυξη επικαλούμαστε το έλεος του Θεού. Η δε ευφροσύνη που εν συνεχεία αισθανόμαστε είναι ή γνώση τις "θεοφιλούς ενεργείας" που αναδημιουργεί την πεπτωκυία ψυχή και φέρνει τα καρποφόρα δάκρυα τής μετανοίας. Το κατά Θεόν πένθος είναι ή λύπη που αισθάνονται οι γνήσιοι μαθηταί του Χριστού α) για την έκπτωση από το χώρο της απάθειας του παραδείσου στο χώρο του πόνου των παθών, β) για την είσοδο της ψυχής στη γέεννα του πυρός, σε περίπτωση που δεν αξιωθεί της σωτηρίας και γ) για τη στέρηση του όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού εξ αιτίας της οικείας γυμνώσεως. Ένδειξη του κατά Θεόν πένθους και της ειλικρινούς μετανοίας είναι ή αυτομεμψία, ή αληθινή ταπείνωση, ή συνεχής κατανυκτική επίκληση του ελέους του Θεού και ή σταθεροποίηση στην αρετή.

β) Κάθαρση των παθών και ή συμβολή του άνθρωπου.

Αν ή μετάνοια και το πένθος οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, αυτή ή απάθεια είναι έργο της Χάριτος του Θεού. Είναι απαραίτητη όμως και ή συμβολή του ανθρώπου. Είναι αναγκαίος ο αγώνας της ανθρωπινής θελήσεως, ο οποίος ενισχύεται πλουσιοπάροχα από τη θεία Χάρη.
Όταν μια ψυχή ασκείται και αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις αρχίζει σταδιακά να ζει την κάθαρση. Παρατηρεί ο άγιος τρία στάδια καθάρσεως: του αρχαρίου, του μέσου και του τελείου. Στα δύο πρώτα φαίνεται περισσότερο ή αγωνιστικότητα του ανθρώπου και ή έμμεση παρουσία του Θεού. Στο τρίτο γίνεται εμφανής ή παρουσία του Θεού ως επιβράβευση των προτέρων αγώνων του ανθρώπου. "εις μεν τους αρχαρίους", λέγει, "επιβεβαιώσεις ότι τα διαβήματα των είναι κατά Θεόν, είναι ή απόκτησης της ταπεινώσεως, εις δε τους μέσους ή απομάκρυνσης των πολέμων, εις δε τους τελείους ή μετά περίσσειας απόκτησης του θείου φωτός".

Πρακτικά ή κάθαρση επιτυγχάνεται με την προσπάθεια να προσέγγιση ο άνθρωπος τον Θεό με την προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία Ευχαριστία. Πριν απ ' αυτά χρειάζεται αγώνας επίπονος για να εξέλθει κανείς από το εγώ με διάφορες ταπεινωτικές πράξεις, να εγκατάλειψη τις αισθησιακές απολαύσεις και να καθαρίσει τους λογισμούς που κατακλύζουν και κατακυριεύουν τον νουν. Αυτή ή προσπάθεια ονομάζεται από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο "πρώτη απάθεια", ενώ ή μυστική ένωση με το θείον που είναι ή προσέγγιση του Θεού με τον "κεκαθαρμένον" άνθρωπο ονομάζεται "δευτέρα απάθεια . Για να επέλθει δε ή δεύτερη απάθεια είναι ανάγκη να συντελεστεί ή πρώτη. Οί ασκήσεις νηστεία, κακοπάθεια, αγρυπνία και όλες γενικά οι στερήσεις στη ζωή του Χριστιανού γίνονται επ ' ελπίδι της ελεύσεως της ημέρας της απολυτρώσεως και της υποδοχής της αφθαρσίας, "όπου το φθαρτό τούτο ενδύσασθαι δει αφθαρσίαν και το θνητό αθανασίαν", κατά τον Απόστολο Παύλο. Αυτές ο άγιος τις ονομάζει σωματικές ή εξωτερικές ασκήσεις, όπου σκοπό έχουν να οδηγήσουν την ψυχή στο πένθος και την μετάνοια. Αν όμως παραμείνουν μόνον αυτές χωρίς την εγρήγορση του νοός δεν θα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική κάθαρση και ο αγώνας δεν καταξιώνεται και δεν θα μπορεί ο άνθρωπος να απεγκλωβίζεται από τον αισθητό κόσμο, όσο και ενάρετος και αν γίνεται. Είναι απαραίτητη ή εξάσκηση του νοός, που την ονομάζει ο άγιος εσωτερική άσκηση. Αυτή την εσωτερική άσκηση τη θεωρεί πιο αξιόλογη γιατί είναι ή προσπάθεια να μεταστρέψει ό άνθρωπος τον νου του πιέζοντας με ισχυρή βία "το πολυπόρευτον τής διανοίας", όπως χαρακτηριστικά λέγει, να πλησιάζει νοερά τον Θεό, όπου επιτυγχάνει τα άρρητα, γεύεται τον μέλλοντα αιώνα και γνωρίζει με νοερά αίσθηση ότι χρηστός ό Κύριος. Οπότε επιτυγχάνει τη μακαριά εκείνη κατάσταση που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από κάθε επίγειο και κτιστό πράγμα και απελευθερώνοντας τον να πηγάσει εντός του ή μακαριά απάθεια. Όταν μηδέ ειπείς, μηδέ πράξης αισχρό κατά διάνοια και όταν τω ζημιώσαντι ή κακολογήσαντι μη μνησικακήσης και όταν εν τω καιρώ τής προσευχής άυλον και ανείδεον αεί έχεις τον νουν, τότε γνώθι, ότι έφθασες εις το μέτρον της απάθειας και τής τελείας αγάπης".

Ξεχωρίζει ό άγιος εδώ την αντίληψη των στωικών για την απάθεια που τη βλέπει ενσαρκωμένη στις φιλοσοφικές απόψεις του Βαρλαάμ. Ό Βαρλαάμ δεν έχει ασκητική εμπειρία και πατερική γνώση για την απάθεια, αλλά σαν ψυχρός φιλόσοφος εξάγει την έννοια της απαθείας από την ετυμολογική της σημασία. Απάθεια θεωρεί τη νέκρωση του παθητικού, οπότε προβαίνει σε φυσιολογικό ευνουχισμό των φυσικών δυνάμεων της ψυχής. Ό άγιος Γρηγόριος όμως αναιρώντας την αντίληψη αυτή απαντά ως έξης: "ό φιλόσοφος δια μεν την απάθεια ήκουσε και εφαντάσθη δια δε την αναλγησία (νέκρωσιν) του επιθυμητικού δεν ήκουσε ότι τείνει προς το κακόν και ότι κακίζετε από τούς Πατέρας". Και αφού αποδεικνύει το γεγονός με πλήθος γραφικών και πατερικών χωρίων προσδιορίζει την ορθόδοξη απάθεια με το εξής απαράμιλλων χωρίον: "Εμείς, φιλόσοφε, δεν διδαχθήκαμε την απάθεια κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή την νέκρωσιν του παθητικού, αλλά την από χειρόνων επί τα κρείττω μετάθεσιν αυτού και την επί τα θεία καθ' έξιν ενέργεια, αποστρεφομένου (του παθητικού) τελείως τα πονηρά και εστραμμένου προς τα καλά. Και αυτός είναι δι' ημάς απαθής, ό απομακρύνας τάς πονηράς εξείς και πλουτήσας με τας αγαθάς".

Δεν μπορούμε επομένως όταν μιλάμε για απάθεια να μιλάμε για καταστροφή των παθών ή κάποια αποβολή ουσιαστικών πραγματικοτήτων, αλλά για μεταστροφή και μετασκευή λειτουργιών των δυνάμεων της ψυχής και αισθήσεων του σώματος του ανθρώπου.

Την απάθεια ό άγιος την ονομάζει "μακάριον πάθος". "Υπάρχουν", λέγει, "και πάθη μακάρια και κοιναί ενέργειαι τής ψυχής και σώματος, αι οποίαι δεν προσηλώνουν το πνεύμα εις την σάρκα, αλλά ανυψώνουν την σάρκα πλησίον τής αξίας του πνεύματος και πείθουν και αυτήν να κοιτάξει προς τα άνω. Ποίαι είναι αύταί; Αί πνευματικαί αι οποίαι δεν προχωρούν από το σώμα εις τον νουν, αλλά διαβαίνουν από τον νουν εις το σώμα και δια των ενεργημάτων και παθημάτων τούτων το μετασχηματίζουν προς το καλύτερον και το θεουργούν". Έχουμε εδώ τη γνωστή έκφραση του Αγίου ότι πραγματικός γνώστης του Θεού είναι εκείνος που "πάσχει τα θεία" και οπωσδήποτε έχει επιθυμητικών "επαινετόν και θείον".

Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω ότι ή απάθεια δεν είναι εύκολο έργο του καθενός. Κυρίως όταν δεν υπάρχει ένταση και επιμονή στην άσκηση και την προσευχή. Επειδή ό Θεός είναι το "άκρως εφετόν" του καθενός άνθρωπου χρειάζεται ο καθένας μας με μια σοβαρότερη και πιο ενσυνείδητη πνευματική ζωή να αποκτά σταδιακά τις καλές έξεις οδηγούμενος προς την ευαγγελική αγάπη. Ή δε επιμονή των Πατέρων της Εκκλησίας αυτή είναι: το να εργάζεται κανείς έντονα την πρακτική και θεωρητική ζωή που τη μια τη λένε "πρακτική φιλοσοφία" και την άλλη "θεία θεωρία". Και στο μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός και της εργασίας που θα καταβάλει θα ελκυστεί ή Χάρις του Πανάγαθου Θεού για να μεταμόρφωση το εσωτερικό του καθενός και να χαρίσει την μακαριά απάθεια, που ως γνωστόν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να καταστήσει τον άνθρωπο δεκτικών της τελείας αγάπης και χωρητικών δοχείων της θεώσεως


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΓΙΟΛΟΓΙO 2004
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΆΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

                     Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ



Στην καρδιά είναι η θέληση, στην καρδιά είναι η αγάπη, στην καρδιά είναι η κατανόηση, στην καρδιά είναι, το πρόσωπο της Παναγίας και Θείας Τριάδος.
Η καρδιά είναι ο οίκος του Πατρός, τό ιερό του Υιού και το εργαστήριο του Αγίου Πνεύματος.
Ο Θεός θέλει την καρδιά: «Υιέ μου, δός μοι σήν καρδίαν» (Παρ. κγ' 26).
Ας αναποδογυρίσουν τα βουνά, ας στεγνώσουν οι θάλασσες, ας σε εγκαταλείψουν οι φίλοι σου, ας χαθεί ο πλούτος σου, ας φαγωθεί το σώμα σου από σκουλήκια, ας σε περιλούσει ο κόσμος με όλες τις κοροϊδίες πού έχει, μη φοβάσαι, μόνον φύλαξε την καρδιά σου, φύλαξε και ένωσε την με τον Κύριο και δώσε την στον Κύριο.
Από την καρδιά προέρχεται η ζωή΄ από που η ζωή στην καρδιά θα προέλθει, αν η πνοή του Κυρίου και η πηγή της ζωής, ο Θεός, δεν κατοικεί σε αυτήν;

«Ο αγαθός άνθρωπος εκ τον αγαθού θησαυρού εκβάλλει αγαθά, και ο πονηρός άνθρωπος εκ ιού πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά» (Ματθ. ιβ' 35).
Αυτοί είναι οι λόγοι του Κυρίου, ο οποίος γεμίζει τον θησαυρό της καρδιάς σου με τα πλούτη του.
Τι είναι αυτός «ο αγαθός άνθρωπος»;
Είναι ο αγαθός θησαυρός της καρδιάς. Και τι είναι «ο πονηρός άνθρωπος»; Είναι ο πονηρός θησαυρός της καρδιάς. «Εκ γαρ της καρδίας [του πονηρού ανθρώπου] εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ιε' 19)' και από την αγαθή καρδιά εκπορεύονται «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλάτ. ε' 22-23). Βλέπεις τι μεγάλος αποθηκευτικός χώρος είναι η καρδιά του ανθρώπου; Βλέπεις πόσα μπορούν να προσαρμοσθούν στην καρδιά του ανθρώπου;...

Ω αδελφέ, ο Θεός, το Άγιον Πνεύμα το ίδιο, όταν το παρακαλείς, μπορεί να χωρέσει στην καρδιά του ανθρώπου. Όχι μόνο μπορεί, αλλά και θέλει. Περιμένει μόνο εσένα να προετοιμάσεις την καρδιά σου γι' Αυτό. Να την μετατρέψεις σε ναό, διότι ο Θεός, το Άγιο Πνεύμα μόνο σε ναό κατοικεί!...

Όπως ο όφις προστατεύει την κεφαλή του, έτσι και συ επίσης, υιέ, φύλαξε την καρδιά σου. Πάνω απ' όλα πού φυλάσσονται, υιέ, φύλαξε την καρδιά σου! Διότι στην καρδιά εισέρχεται ζωή και από αυτήν εξέρχεται ζωή, ζωή πού προέρχεται από τον Ζώντα Θεό.

Ω Ζωοδότα Κύριε, βοήθησε μας να φυλάξουμε τις καρδιές μας για Σένα, για Σένα τον Κύριο! Σοι πρέπει δόξα και ευχαριστία εις τους αιώνας.
Αμήν.

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

          ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

ΟΣΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ


ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε ουρανού και γης που με προώρισες προ καταβολής κόσμου να έλθω από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Σ' ευχαριστώ γιατί, πριν φθάσει η μέρα και η ώρα, που πρόσταξες να γεννηθώ, εσύ ο μόνος αθάνατος, ο μόνος παντοδύναμος, ο μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, κατέβηκες από το ύψος του αγίου κατοικητηρίου σου, χωρίς να απομακρυνθείς από τους πατρικούς κόλπους, σαρκώθηκες και γεννήθηκες από την Αγία Παρθένο Μαρία. Έτσι με ανέπλασες, με ζωοποίησες, μ' ελευθέρωσες από την προπατορική πτώση και μου προετοίμασες την άνοδο στους ουρανούς. Έπειτα σαν γεννήθηκα και μεγάλωσα λίγο, με ανακαίνισες με το άγιο της αναπλάσεως βάπτισμα, με στόλισες με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, μου χάρισες φύλακα Άγγελο φωτεινό και με διαφύλαξες άτρωτο από τα έργα και τις παγίδες του πονηρού, μέχρι που ενηλικώθηκα.

Έκρινες όμως δίκαιο να σωζόμαστε όχι με την βία αλλά με την δική μας προαίρεση, γιατί θέλησες να τιμηθώ κι'εγώ με το αυτεξούσιο και να σου φανερώνω αυτοπροαίρετη την αγάπη μου με την τήρηση των εντολών σου. Αλλά εγώ ο αχάριστος και καταφρονητής, επειδή λογίστηκα την τιμή της αυτεξουσιότητος σαν το άλογο που λύθηκε από τα δεσμά, αποσκίρτησα από την πατρική σου εξουσία και ρίχτηκα στο γκρεμό. Κι ενώ κοιτόμουν και κυλιόμουν εκεί ο αναίσθητος και συντριβόμουν όλο και περισσότερο, δεν με αποστράφηκες και δεν μ' άφησες να κοίτομαι και να μολύνομαι από το βόρβορο. Με σπλαχνίστηκες, έστειλες και μ' έβγαλες από κει, με τίμησες λαμπρότερα και με λύτρωσες με τα άρρητα κρίματά σου από βασιλείς και άρχοντες, που ήθελαν να με χρησιμοποιήσουν σαν ευτελές σκεύος στην υπηρεσία των θελημάτων τους. Δώρα χρυσά και αργυρά, αν και ήμουν φιλάργυρος, δεν μ' άφησες να δεχθώ. Τις δόξες και τις τιμές του κόσμου, που μου πρόσφεραν για να προδώσω τον αγιασμό σου, μ' αξίωσες να τις καταφρονήσω.

Όμως όλες αυτές τις ευεργεσίες --σου εξομολογούμαι, Κύριε και Θεέ του ουρανού και της γης-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ο άθλιος σε λασπερό λάκκο αισχρών εννοιών και πράξεων. Κι όταν εκεί κατρακύλισα, αιχμαλωτίστηκα απ' αυτούς που στο σκοτάδι είναι κρυμμένοι. Από κει ούτε εγώ μόνος, αλλ' ούτε ο κόσμος ολόκληρος, αν μαζευόταν, μπορούσε να με βγάλει και να με γλυτώσει από τα χέρια τους. 

Ήμουν λοιπόν φυλακισμένος ελεεινά κει κάτω. Μ' έσερναν άθλια εδώ και κει, με σύμπνιγαν και με περιγελούσαν. Αλλά συ, ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν μ' εγκατέλειψες, δεν μνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου και δεν μ' άφησες για πολύ να τυραννιέμαι εκούσια από τους νοητούς ληστές. Εγώ αιχμάλωτος σ' αυτούς χαιρόμουν από την πολλή μου αναισθησία. Εσύ όμως Κύριε δεν υπέφερες να με βλέπεις περίγελο των δαιμόνων, αλλά με σπλαγχνίστηκες και μ' ελέησες. Και δεν έστειλες σε μένα τον αμαρτωλό και άθλιο ούτε Άγγελο ούτε άνθρωπο. Εσκυψες εσύ ο ίδιος, κινούμενος από τα σπλάγχνα της αγαθότητός σου, στο βαθύτατο λάκκο του βορβόρου που ήμουν βυθισμένος. Άπλωσες το άχραντό σου χέρι, χωρίς εγώ να σε βλέπω -άλλωστε πώς θα μπορούσα να σε δω έτσι που ήμουν βουτηγμένος και πνιγμένος στο βόρβορο; μ' άρπαξες από τα μαλλιά και με τράβηξες από εκεί με βία. Εγώ ένιωθα τον πόνο και την ορμητική κίνηση προς τα πάνω, αγνοούσα όμως ολότελα ποιος με τραβάει και μ' ανεβάζει. 

ΟΤΑΝ με ανέσυρες και μ' έστησες στη γη, μ' εμπιστεύθηκες στον δούλο και μαθητή σου. Ήμουν όλος ρυπαρός, με τα μάτια, τα αυτιά και το στόμα φραγμένα από τον βόρβορο, γι' αυτό ούτε τώρα σ' έβλεπα, ποιος είσαι. Ενιωθα μόνο ότι είσαι αγαθός και φιλάνθρωπος, αφού με λύτρωσες από εκείνο τον βαθύτατο λάκκο και τον βόρβορο. Μου είπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου και ακολούθησε τον άνθρωπο τούτον. Αυτός θα σε πλύνει και θα σε καθαρίσει». Μου χάρισες ακλόνητη εμπιστοσύνη σ' αυτόν και χάθηκες χωρίς να ξέρω πού πήγες. 
Κατά την προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ακολούθησα σταθερά αυτόν που μου υπέδειξες. Με οδηγούσε στις βρύσες και τις πηγές με πολύ κόπο, γιατί ήμουν τυφλός. Τον κρατούσα γερά με το χέρι της πίστεως που μου έδωσες, αναγκαζόμενος ν' ακολουθώ πίσω του. Εκείνος, που έβλεπε καλά, υπερπηδούσε όλες τις πέτρες, τους λάκκους και τις παγίδες, ενώ εγώ σκόνταφτα κι'έπεφτα υποφέροντας πολλούς πόνους, κακώσεις και θλίψεις. Εκείνος σε κάθε πηγή και βρύση νιβόταν και λουζόταν, ενώ εγώ που δεν έβλεπα, τις πιο πολλές φορές τις προσπερνούσα. Αν δεν μ' έπιανε από το χέρι να με στήσει δίπλα στην πηγή, δεν θα μπορούσα ποτέ να βρω την βρύση με το νερό. Μα κι όταν με καθοδηγούσε και πολλές φορές μ' άφηνε για να νιφτώ, μαζί με το καθαρό νερό έπαιρνα στις παλάμες μου λάσπη και βόρβορο, που υπήρχαν κοντά στην πηγή, μολύνοντας έτσι το πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας να βρώ την πηγή, συμπαρέσυρα τα χώματα και ανατάραζα τον βόρβορο, και ολότελα τυφλός, μολύνοντας το πρόσωπο με τον βόρβορο, νόμιζα πως πλένομαι με καθαρό νερό. 

Πώς πάλι να περιγράψω τον κόπο και την βία που μου προξενούσαν όλα αυτά; Κι όχι μόνο αυτά, αλλά και όσοι καθημερινά αντιδρούσαν και με συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τι ματαιοπονείς σαν ανόητος και ακολουθείς αυτόν τον εμπαίκτη και πλάνο, προσδοκώντας ματαίως και ανώφελα ν' αναβλέψεις; Τώρα πιά είναι αδύνατο! Τι τον ακολουθείς σκοντάφτοντας και ματώνοντας τα πόδια σου; Γιατί δεν ακολουθείς καλύτερα ανθρώπους ελεήμονες, που παρακαλούν να σε αναπαύσουν και να σε θρέψουν και να σε περιποιηθούν; Αποκλείεται πια να θεραπευθείς από την ψυχική λέπρα και να δεις το φως σου. Πού βρέθηκε τώρα θαυματουργός αυτός ο εμπαίκτης να σου τάζει πράγματα ακατόρθωτα σε όλους τους ανθρώπους της παρούσης γενεάς; Αλοίμονο! Θα χάσεις και αυτή την θεραπεία που σου προσφέρουν οι φιλόχριστοι και φιλάδελφοι και συμπονετικοί άνθρωποι και τις κακουχίες και θλίψεις θα υπομείνεις για μάταιες ελπίδες και όσα σου υπόσχεται ο απατεώνας αυτός και πλάνος, αναμφίβολα, δεν πρόκειται να τα αποκτήσεις. Τι μπορεί να κάνει αυτός; Δεν το συλλογίζεσαι και μόνος σου, χωρίς να σου το πούμε εμείς; Τι φαντάζεσαι; Εμείς όλοι δεν βλέπομε; Ή είμαστε τυφλοί, όπως σου λέει αυτός ο πλανεμένος; Όλοι μας βλέπομε καλά και δεν υπάρχει άλλη όραση ανώτερη απο τη δική μας. μην απατάσαι». 
Αλλά σύ ο ελεήμων και εύσπλαγχνος μ' έσωσες από αυτούς τους πραγματικά απατεώνες και πλάνους με την πίστη και την ελπίδα που μου χάρισες, ενισχύοντάς με να υπομείνω κι όσα προανέφερα κι άλλα πολλά. 

ΕΤΣΙ, καρτερικά και σταθερά υπομένοντας όλα αυτά κάθε μέρα ψηλαφητά με θολό νερό κατά δύναμη πλενόμουν και λουζόμουν, όπως μ' εδίδασκε ο Απόστολος εκείνος και μαθητής σου. Ώσπου κάποτε που κατευθυνόμουν τρέχοντας προς την πηγή, μου φανερώθηκες στον δρόμο πάλι εσύ ο ίδιος, εσύ που προ καιρού από τον βόρβορο με είχες ανασύρει. Και τότε για πρώτη φορά με την άχραντη αίγλη του προσώπου σου άστραψες στα ασθενικά μου μάτια, ώστε το λίγο φως που νόμιζα πως έχω, το έχασα κι αυτό, κι έτσι δεν μπόρεσα να σε αναγνωρίσω. Και πώς θα μπορούσα να σε δω ή να σε γνωρίσω ποιός ήσουν, αφού ούτε την αίγλη του προσώπου σου δεν μπόρεσα ν' ατενίσω, ούτε να γνωρίσω και να κατανοήσω; Από τότε λοιπόν δεν απαξίωνες ο ανυπερήφανος να κατεβαίνεις συχνότερα προς εμένα, καθώς βρισκόμουν σ' αυτήν την πηγήν. Αλλά ερχόσουν και κρατώντας μου το κεφάλι, το βύθιζες στα νερά και μ' έκανες να βλέπω καθαρώτερα το φως του προσώπου σου. Ευθύς όμως χανόσουν, χωρίς να μ' αφήνεις να καταλάβω ποιος ήσουν εσύ που τα έκανες αυτά ή από πού ήρθες και πού πηγαίνεις. Αλλά ούτε και τώρα ακόμη μου δίνεις να το καταλάβω. Έτσι, ερχόμενος και φεύγοντας για αρκετό χρόνο, λίγο λίγο μου φανερωνόσουν όλο και καλύτερα, μ' έλουζες στα νερά και μου χάριζες να βλέπω περισσότερο και καθαρώτερο φως. 

Αφού το έκανες αυτό για πολύ χρόνο, με αξίωσες κάποτε να δω ένα φοβερό μυστήριο: Καθώς ερχόσουν και μ' έπλενες με τα νερά, όπως μου φαινόταν, και μ' έλουζες και με βύθιζες πολλές φορές μέσα σ' αυτά, είδα τις αστραπές που με περιέλαμπαν και τις ακτίνες του προσώπου σου που αναμίχθηκαν με τα νερά, και βλέποντας να λούζομαι με φωτόμορφο νερό έμεινα εκστατικός. Δεν ήξερα όμως από πού ερχόταν ούτε ποιος μου το πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν να λούζομαι αυξάνοντας στην πίστη, πετώντας με τα φτερά της ελπίδος και ανεβαίνοντας μέχρι τον ουρανό. Κι εκείνους τους πλάνους, που μου ψιθύριζαν τα λόγια της απάτης και του ψεύδους, τους μισούσα πολύ και τους λυπόμουν για την πλάνη τους και δεν συναναστρεφόμουν ούτε συνομιλούσα καθόλου μ' αυτούς, αλλά απέφευγα ακόμα και να τους βλέπω, για να μη βλαφθώ. Τον συνεργό και βοηθό μου όμως, δηλαδή τον άγιο μαθητήν και απόστολό σου, τον τιμούσα και τον σεβόμουν, όπως εσένα, τον πλάστη μου. Τον αγαπούσα ολόψυχα, έπεφτα στα πόδια του νύχτα και μέρα και τον παρακαλούσα «ό,τι μπορείς βοήθησέ με», με την βεβαιότητα ότι κοντά σου όσα θέλει τα μπορεί. 

Έτσι περνούσα με την χάρη σου για αρκετό καιρό, όταν είδα πάλι ένα φοβερό μυστήριο: Με πήρες και με ανέβασες μαζί σου στους ουρανούς (δεν ξέρω αν ήμουν με το σώμα ή χωρίς το σώμα, εσύ μόνο ξέρεις, που το έκανες). Έμεινα αρκετή ώρα μαζί σου. Θαύμασα το μεγαλείο της δόξης -αγνοώ όμως ποιά και τίνος ήταν αυτή η δόξα- θαμπώθηκα από το ύψος κι έμεινα εκστατικός. Αλλά και πάλι μ' άφησες μόνον στην γη, όπου στεκόμουν προτύτερα και βρέθηκα να θρηνώ και να οδύρομαι για την αναξιότητά μου. Μα σε λίγο, ενώ ήμουν στη γη, άνοιξαν πάνω ψηλά οι ουρανοί και μ' αξίωσες να μου αποκαλύψεις το πρόσωπό σου σαν ήλιο ασχημάτιστο. Αλλ' ούτε τότε μ' άφησες να καταλάβω ποιός ήσουν (γιατί πώς θα μπορούσα να σε γνωρίσω, αφού δεν μου μίλησες; ) Κρύφτηκες αμέσως κι εγώ τριγυρνούσα αναζητώντας σε, αν και δεν σε γνώριζα, και ποθούσα να δω την μορφή σου και να γνωρίσω καλά ποιος ήσουν. Γι' αυτό από τον πολύ πόθο και της αγάπης σου την φλόγα έκλαιγα ασταμάτητα, μη γνωρίζοντας ποιός είσαι εσύ που μ' έφερες από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, με λύτρωσες από τον βόρβορο κι' έγινες για χάρη μου όλα όσα προείπα. 

Έτσι λοιπόν, πολλές φορές μου φανερώθηκες και πολλές φορές πάλι χωρίς να μιλήσεις, μου κρύφθηκες και δεν σ' έβλεπα καθόλου. Έβλεπα τις αστραπές και την αίγλη του προσώπου σου να με περικυκλώνουν συνεχώς, όπως κάποτε μέσα στα νερά, αλλ' αδυνατούσα ολότελα να τις συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλά σε είδα κάποτε. Και νομίζοντας ο ανόητος ότι είσαι άλλος, ζητούσα με δάκρυα πάλι να σε δώ. 

Καταπίεζα λοιπόν τον εαυτό μου με πολύ λύπη και θλίψη και στενοχώρια και λησμόνησα ολότελα όλο τον κόσμο και τα εγκόσμια, μα και τον ίδιο τον εαυτό μου, μη βάζοντας στο νού μου ότι υπάρχει τίποτε ορατό ή σκιά ή οτιδήποτε άλλο. Τότε ήταν που εσύ ο ίδιος, ο αόρατος, ο αψηλάφητος και άπιαστος μου φανερώθηκες. Ένιωσα να μου καθάρεις τον νου, να μου πλαταίνεις το οπτικό της ψυχής και να μ' αξιώνεις να βλέπω όλο και πιο πολύ την δόξα σου. Έβλεπα πως και συ ο ίδιος όλο και περισσότερο μεγαλώνεις και λάμποντας πλαταίνεις πιο πολύ. Αισθανόμουν σιγά-σιγά να έρχεσαι και να με πλησιάζεις, καθώς υποχωρούσε το σκοτάδι, όπως μας συμβαίνει πολλές φορές και με τα αισθητά: όταν π.χ. η σελήνη φέγγει στον ουρανό και τα σύννεφα μοιάζουν να περπατούν, τότε μας φαίνεται πως η σελήνη τρέχει πολύ γρήγορα, ενώ στην πραγματικότητα δεν αυξάνει καθόλου την συνηθισμένη της ταχύτητα, ούτε αλλάζει την αρχική της πορεία. Έτσι και συ Δέσποτα, φαινόσουν να έρχεσαι ο ακίνητος και να μεγαλώνεις ο αναλλοίωτος και να παίρνεις μορφή ο ασχημάτιστος. 
Όταν ένας τυφλός αρχίζει σταδιακά να βρίσκει το φως του και να διακρίνει την μορφή του ανθρώπου και να περιγράφει λίγο-λίγο πώς είναι, δεν μεταποιείται ούτε μεταβάλλεται η ίδια η μορφή. αλλά όσο καθαρίζεται η οπτική δύναμη των οφθαλμών του, τόσο βλέπει την μορφή του ανθρώπου όπως είναι, γιατί ολόκληρη τυπώνεται στην οπτική αίσθηση και μέσω αυτής εισχωρεί, αποτυπώνεται και χαράζεται σαν σε πίνακα στη νοερή και μνημονευτική δύναμη της ψυχής. Έτσι ακριβώς και συ μου φανερώθηκες, αφού τέλεια καθάρισες το νου μου με το λαμπρό φως του Αγίου Πνεύματος. Βλέποντας πια ο νους μου διαυγέστερα και καθαρώτερα, νόμιζα ότι από κάπου βγαίνεις και φαίνεσαι λαμπρότερος. Μου αποκάλυψες τότε χαρακτήρα ασχημάτιστης μορφής και μ' έβγαλες έξω από τον κόσμο (μπορώ να πω και από το σώμα, γιατί δεν μου έδωσες να το κατανοήσω ακριβώς). Άστραψες λοιπόν και μου φάνηκε πως φανερώθηκες όλος σε όλον εμένα, που έβλεπα πια καλά. Σου είπα. 
-Ώ Δέσποτα, ποιός να είσαι; 
Τότε μ' αξίωσες για πρώτη φορά, τον άσωτο, ν΄ακούσω την φωνή σου. Μου μίλησες με πολλή προσήνεια και μου είπες: 
-Εγώ είμαι ο Θεός, που έγινα άνθρωπος για σένα. Με αναζήτησες μ' όλη σου την ψυχή. γι' αυτό από τώρα και στο εξής θα είσαι αδελφός και φίλος και συγκληρονόμος μου! 
'Εκπληκτος, έκθαμβος κι έντρομος εγώ, λίγο καταλάβαινα και μονολογούσα: 
-Τι θέλει άραγε η δόξα αυτή κι λαμπρότητα η μεγάλη; Και πώς και από πού εγώ αξιώθηκα τέτοια αγαθά;
Κατάπληκτος, με την ψυχή φοβισμένη και την δύναμη παραλυμένη αναρωτιόμουν: 
-Ποιός είμαι εγώ Δέσποτα ή τι καλό έπραξα ο άθλιος και ταλαίπωρος, για να με καταστήσεις άξιον τέτοιων αγαθών και συμμέτοχο και συγκληρονόμο τέτοιας δόξης; 
Κι ενώ σκεφτόμουν ότι αυτή η δόξα και χαρά ξεπερνάει το νου, εσύ ο Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ' εμένα σαν φίλος με φίλο, μου είπες με το πνεύμα που μιλούσε εντός μου: 
-Αυτά σου τα δώρησα μόνο για την πρόθεση, την προαίρεση και την πίστη σου. Κι άλλα ακόμη θα σου δωρήσω. Γιατί τι άλλο έχεις ή είχες ποτέ δικό σου, αφού πλάστηκες από μένα γυμνός, ώστε να το λάβω και να σου δώσω αντί για εκείνο αυτά; Αν βέβαια δεν ελευθερωθείς από την σάρκα, δεν θα δεις το τέλειο ούτε θα μπορέσεις να το απολαύσεις ολόκληρο. 
Εγώ ρώτησα τότε: 
-Αλλά τι μεγαλύτερο ή λαμπρότερο απ' αυτό μπορεί να υπάρχει; Εμένα μου αρκεί να είμαι έτσι και μετά τον θάνατο. 
Πόσο μικρόψυχος είσαι, μου είπες, που αρκείσαι σ' αυτά! Αυτά, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα, είναι το ίδιο σαν ένα ουρανό που τον ζωγράφισες στο χαρτί και τον κρατάς στα χέρια σου. Οσο αυτός υστερεί από τον αληθινό ουρανό, τόσο ασύγκριτα περισσότερο θα σου αποκαλυφθεί η μέλλουσα δόξα απ' αυτήν που βλέπεις τώρα. 

Λέγοντας αυτά σώπασες και λίγο-λίγο ο καλός και γλυκός δεσπότης κρύφτηκες από τα μάτια μου, είτε επειδή εγώ απομακρύνθηκα από σένα, είτε επειδή συ έφυγες από κοντά μου, δεν ξέρω. Τότε ήρθα πάλι στον εαυτό μου, νομίζοντας ότι από κάπου επέστρεψα, και μπήκα στο πρώτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπόν το κάλλος της δόξης και των λόγων σου, καθώς περπατούσα, καθόμουν, έτρωγα, έπινα, προσευχόμουν κι έκλαιγα ζώντας μέσα σε ανέκφραστη χαρά που σε γνώρισα, τον Ποιητή των απάντων. Και πώς να μη χαιρόμουν; όμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθούσα έτσι να σε ξαναδώ. Κάποτε λοιπόν που πήγα να ασπασθώ την εικόνα εκείνης που σε γέννησε κι' έπεσα να την προσκυνήσω, πριν σηκωθώ, μου φανερώθηκες μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, που την μετέβαλες σε φως. Τότε κατάλαβα ότι σ' έχω μέσα μου συνειδητά. Από τότε λοιπόν δεν σε αγαπούσα αναπολώντας στην μνήμη μου εσένα και τα σχετικά με σένα, αλλά πίστεψα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσένα, την ενυπόστατη αγάπη, γιατί η αληθινή αγάπη είσαι σύ, ο Θεός. 

Σ' αυτή την πίστη φυτεύθηκε η ελπίδα, ποτίστηκε με την μετάνοια και τα δάκρυα, λαμπρύνθηκε με τις ελλάμψεις του φωτός σου κι έτσι ριζώθηκε κι αυξήθηκε πολύ. Έπειτα, συ ο ίδιος, ο καλός τεχνίτης και δημιουργός ήλθες με την μάχαιρα των πειρασμών, δηλαδή με την ταπείνωση και κόβοντας τα κλωνάρια των λογισμών που είχαν ανέβει πολύ ψηλά, μπόλιασες στην ελπίδα μόνη την αγία σου αγάπη σαν σε μια ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπόν μέρα με τη μέρα ν' αυξάνει και να μου μιλάει συνεχώς,-ή μάλλον συ δι' αυτής να με διδάσκεις και να με περιλάμπεις- ζω με τόση χαρά, σαν να είμαι ήδη πάνω από κάθε πίστη και ελπίδα, καθώς φωνάζει ο Παύλος 
"Αυτό που ηδη βλέπει κανείς, 
Ποιος λόγος υπάρχει να το ελπίζει;" 
Αν λοιπόν εγώ σε έχω, τι περισσότερο να ελπίζω; 
Μου είπες πάλι Δέσποτα: 
-Άκουσέ με. καθώς βλέπεις τον ήλιο μέσα στα νερά, τον ίδιον όμως τότε καθόλου δεν τον βλέπεις, αφού είσαι σκυμμένος κάτω, έτσι να σκέφτεσαι και γι' αυτό που σου συμβαίνει. Ασφάλιζε τον εαυτό σου και φρόντιζε συνεχώς να με βλέπεις εντός σου καθαρά και ζωηρά, όπως τον ήλιο στα καθαρά νερά. Κι' έπειτα θ' αξιωθείς, καθώς σου είπα, να με δείς έτσι μετά τον θάνατον. Ει δε μη, όλος ο κύκλος αυτών των έργων και κόπων και λόγων σου δεν θα σε ωφελήσουν καθόλου. Μάλλον θα σε καταδικάσουν περισσότερο και θα σου προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, επειδή καθώς ξέρεις, 
"οι δυνατοί θα εξετασθούν δυνατά". 
Γιατί η φτώχεια δεν είναι αιτία ντροπής τόσο γι' αυτόν που γεννήθηκε φτωχός ούτε η λύπη που προξενεί τον λυπεί αυτόν τόσο, όσο εκείνον που, αφού πλούτησε και δοξάσθηκε και υψώθηκε κι έγινε φίλος με τον επίγειο βασιλέα, έπειτα εξέπεσε απ' όλα αυτά και κατάντησε σε παντελή φτώχεια. Αν και οι αναλογίες δεν είναι ίδιες ανάμεσα στα επίγεια και ορατά και στα πνευματικά και αόρατα. Σ' αυτούς δηλ. που για κάποια αιτία ξέπεσαν από τη φιλία και την δουλεία του επιγείου βασιλέως, επιτρέπεται να είναι κύριοι των υπαρχόντων τους και να τ' απολαμβάνουν και να ζουν. Αν όμως εκπέσει κανείς από τη δική μου αγάπη και φιλία, δε μπορεί καθόλου να ζήσει -γιατί η ζωή του είμαι εγώ -αλλά ευθύς γυμνώνεται απ' όλα και παραδίνεται αιχμάλωτος στους δικούς μου και δικούς του εχθρούς. Εκείνοι τον παραλαμβάνουν και λόγω της προηγουμένης αγάπης ευνοίας και αγάπης που είχε προς εμένα, του επιτίθενται με μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας και περιπαίζοντάς τον. 

ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιά μου, πιστεύω κι'εγώ σε σένα τον Θεό μου, πως πράγματι έτσι είναι και προσπέφτοντας σε θερμοπαρακαλώ. 

Φύλαξέ με τον αμαρτωλό κι ανάξιο που ελέησες, και το βλαστάρι της αγάπης σου που μπόλιασες στο δένδρο της ελπίδας μου στήριξέ το με τη δύναμή σου, να μην το σαλέψουν οι άνεμοι, να μην το συντρίψει η καταιγίδα, να μην το σπάσει κανένας εχθρός, να μην το κάψει ο καύσωνας της αμελείας, να μην ξεραθεί από τη ραθυμία και τους μετεωρισμούς, να μην εξαφανισθεί ολοκληρωτικά από την κενοδοξία. Ξέρεις εσύ που μου το χάρισες και μου το φύτεψες αυτό, πως εξαιτίας του είμαι αβοήθητος από κάθε άνθρωπο, αφού τον συνεργό και βοηθό μου και δικό σου απόστολο, καθώς εσύ θέλησες, τον χώρισες σωματικά από μένα. 
Ξέρεις εσύ την ασθένειά μου, ξέρεις καλά την ταλαιπωρία και την μεγάλη αδυναμία μου. Γι' αυτό λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιο πολύ από δω και μπρος, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ' όλη μου την καρδιά πέφτω στα πόδια σου ικετεύοντας εσένα, που μου φανέρωσες τόσες ωραιότητες. Στερέωσε στην αγάπη σου την ψυχή μου και δώσε να ριζώσει βαθιά στην ψυχή μου η αγάπη σου, για να είσαι, σύμφωνα με την άχραντη κι' άγια κι' αψευδή σου επαγγελία, εσύ μέσα σε μένα κι εγώ να υπάρχω μέσα σε σένα. Η αγάπη σου θα με σκεπάζει κι εγώ θα την σκεπάζω και θα την φυλάω εντός μου, θα με βλέπεις Δέσποτα μέσα σ' αυτήν κι εγώ θ' αξιώνομαι να σε βλέπω μέσα απ' αυτήν, τώρα μεν σαν σε καθρέπτη και αμυδρά, καθώς είπες, ενώ τότε, σ' όλη την αγάπη όλον εσένα που είσαι αγάπη κι έτσι μας αξίωσες να σε ονομάζουμε, γιατί σε σένα πρέπει κάθε ευχαριστία, κράτος, τιμή και προσκύνηση, στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

Έκδοση:  Ιεράς Μονής Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Κάλαμου.