Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

O Άγιος Μηνάς, ο άρχοντας του Μεγάλου Κάστρου

Η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτη Προικοννήσου Ιωσήφ για τη σχέση του Αγίου με την πόλη, στον εορτασμό.

Το ημερολόγιο σημειώνει 11 Νοεμβρίου και εύλαλος ήχος πανηγυρικής κωδωνοκρουσίας συνεγείρει τα πλήθη των πιστών να προστρέξουν στον εορτάζοντα περικαλλή του Αγίου Μηνά ναό, για νʼ αποδώσουν τιμή στον καλλιστέφανο Μεγαλομάρτυρα του Χριστού επί τη μνήμη της μακαρίας αθλήσεώς του!

Ετσι, συνήλθαμε σήμερα, αγαλλομένω ποδί, άλλοι από κοντά και άλλοι από μακριά, και ιδού, “ήχος καθαρός εορταζόντων” υπό τους ιερούς θόλους του πολιούχου του Μεγάλου Κάστρου, και ύμνοι αναξιφόρμιγγες, και αγγελοευφραντική μελωδία, και άσματα θεολογίας πλήρη, και θυμίαμα εύοσμον, και λυχνοκαΐα πολύφωτος, και άνθη ευλαβείας, και ωραϊσμός εν πάσι ευπρεπής, και θυσία αινέσεως καθαρά και αναίμακτος, και λογική λατρεία θεοπρεπεστάτη, και θίασος Αρχιερέων και πρεσβυτέρων και διακόνων περίσεμνος, και χορός των ψαλλόντων ηδύμολπος, και παρρησία αρχόντων ευλαβών, και συναγωγή λαού ευσεβόφρονος και φιλαγίου μεγάλη! “Η χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε”! Ευλογητός ο Θεός!

Μεγαλομάρτυς ο Μηνάς! Μέγας στην αρετή και στην κατά Θεόν ανδρεία! Μέγας στην Πίστι, στην Ελπίδα και στην Αγάπη, στις βασιλικές εκείνες και κορυφαίες αρετές, στις οποίες μας καλεί μόνιμα με το μαρμάρινο επίγραμμα της προμετωπίδος του οίκου του! Μέγας στην ομολογία, μέγας στο μαρτύριο, μέγας στη θυσία! Μέγας στην παρά Θεού δόξα, μέγας στα χαρίσματα και στα θαύματα! Σε όλα Μέγας! “Αίγυπτος όντως, ει τέκοι, τίκτει μέγα”!

Αυτός ο Μέγας, λοιπόν, που σαν άλλος χρυσορρόας Νείλος καταρδεύει όλη την Εκκλησία με νάματα ευσεβείας, με χάριτες και δωρεές, με θαύματα υπερθαύμαστα, με “σημεία και τέρατα” λαοσωτήρια, εκτός από την κατʼ άνθρωπο πατρίδα του, την Αίγυπτο, εκτός από τη Μικρασιατική Κιουτάχεια-το πολύκλαυστο Κοτύαιον των πατέρων μας όπου υπέρ Χριστού ηνδραγάθησε και έχυσε το αίμα του, εκτός από τα Ψωμαθειά της Βασιλευούσης Πόλεως των ονείρων και των στεναγμών μας, εκτός από τη θεοσκέπαστη ελληνοπρεπέστατη Θεσσαλονίκη, τη μυροβόλο και πολύπαθη Χίο, τη βυζαντινούπολη της Καστοριάς, την αγιοτρόφο Αίγινα, και εί τινα άλλη πόλη, νήσο ή χώρα, τη θεοφρούρητη ταύτη και ιστορική πόλη του Ηρακλείου επέλεξε να θέση υπό την άμεση και κραταιά προστασία του!

“Ο άρχοντας του τόπου σου, ο Αγιος του χωριού σου”!... Οχι του χωριού, εν προκειμένω, αλλά της μεγάλης και περιάκουστης χώρας του Χάνδακος, του Μεγάλου Κάστρου, άρχοντας και πατέρας και αρχινοικοκύρης και διαφεντευτής και βιγλάτορας και παραστάτης και πρόμαχος και προστάτης ανύστακτος, ο Αγιος Μηνάς, “ο Καπετάν Μηνάς”, ο γενναίος αριστεύς και δαφνοστεφής στρατιώτης του Χριστού, ο μεγάλαθλος, ο πανένδοξος! Παρών και σωματικώς με το τεμαχίδιο του ιερού λειψάνου του που από το 1733 θησαυρίζεται εδώ, έδειξε έμπρακτα και κατ΄επανάληψι την αγάπη του στα παιδιά του! Την έγνοια του, τη φιλόστοργη μέριμνα και προστασία του!

Ηράκλειο και Αγιος Μηνάς έγιναν έτσι μέσα στην ιστορία έννοιες αξεχώριστες! Δεν μπορούμε οι Κρήτες να πούμε Αγιος Μηνάς και να μην πάη ο νους μας στο Ηράκλειο! Ούτε το Ηράκλειο μπορούμε να διανοηθούμε χωρίς τον πολιούχο του Μισιρλή Μεγαλομάρτυρα και τον καλλιμάρμαρο τούτο ναό του! Οσοι έχουν τα μέσα μάτια ανοιχτά και αβλαβή, τα μάτια της καρδιάς, τα μάτια της ψυχής, τα μάτια της πίστεως, βλέπουν τον σγουροψαρογένη Αγιο καβαλλάρη επιβλητικό, να γυρίζη αδιάκοπα με το φαρί του στα ηρακλειώτικα μπεντένια, στο Μαρτινέγκο, στη Φορτέτζα, στο Μεϊντάνι, στη Λότζια, στη Ρούγα Μαΐστρα, στα Λιοντάρια, στις Πατέλλες, στου Μπεντεβή, στον Πόρο, στο λιμάνι, στα προάστεια των ξερριζωμένων από την άλλη μεριά του Αιγαίου αδελφών μας, στα σπιτάλια, στα τσαρσιά και στα σοκάκια, παντού, να παραστέκεται στους αδικούμενους, να νοιάζεται τους άρρωστους και τους αναγκεμένους, να ξεμιστεύη τους κινδυνεύοντες, να συγκρατή τους επιπόλαιους, να ειρηνεύη τους αναψοαίματους, να νουθετή τους άτακτους κι ατάσθαλους, να παρηγορή τους παραπονεμένους, να στερεώνη τους ολιγοψύχους, να νυκτοφυλακή τους καθεύδοντες, μη ξεχωρίζοντας ποτέ απλοϊκούς από σοφούς, ούτε φτωχολογιά από αρχοντολόϊ! Τον βλέπουν νʼ ακούη τις προσευχές των δεομένων, να τις παίρνη και να τις ανεβάζη στʼ άχραντα πόδια του Κυρίου Παντοκράτορος, θερμός συνήγορος στα ιερά αιτήματά τους. Τον βλέπουν να σπογγίζη τον τίμιο ιδρώτα των κοπιώντων εν φόβω Θεού στα ειρηνικά έργα τους και να δέεται να τον ευλογήση ο Ουράνιος Πατήρ. Τον βλέπουν να προστατεύη παιδιά, να εγκαρδιώνη γέροντες, να συντροφεύη μοναχικούς και ξεχασμένους. Τον βλέπουν να μετρά σταγόνα-σταγόνα το αίμα των συμμαρτύρων του Αρχιερέων που σφαγιάστηκαν εδώ, στην αυλή του, και όλων των Μαρτύρων της Κρήτης το αίμα, όσων μαρτύρησαν είτε για την Πίστι, όπως ο ίδιος, είτε για το Γένος, είτε και για τα δυό μαζί, όπως συνέβη με τους περισσότερους, και να το προσφέρη γονατιστός στο Αρνίον το Εσφαγμένον που ενίκησε δια θανάτου τον θάνατο και ζη εις τους αιώνες, μεσʼ σε χρυσό και αργυρό, σε αχτινοδεμένο δισκοπότηρο, ατίμητο αντίδωρο αγάπης “κραταιάς ως θάνατος”! Βλέπουν!... Βλέπουν!... Βλέπουμε!...

Πώς να μην κάμη, λοιπόν, “νόμο-τρόπο” τούτος ο φιλότιμος λαός, ο ευεργετημένος, μέσα σε χρόνια δύσεχτα και στείρα και φουρτουνιασμένα να υψώση προς τιμήν του Αγίου του έναν τέτοιο καλλιμάρμαρο και λαμπρεπίλαμπρο Ναό, που τον θαυμάζουν οι Αγγελοι; Βλέπω τον αξιόθεο Μητροπολίτη Διονύσιο, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, που έμεινε στην ιστορία με τον ανυποχώρητο αγώνα του για τα Προνόμια της Εκκλησίας και του Γένους, να κουβαλά με τʼ άγια χέρια του τις πρώτες πέτρες απʼ το λατομείο και να θέτη αργότερα τον θεμέλιο λίθο του Ναού συμβολικώς ανήμερα της διπλής γιορτής του Ευαγγελισμού! Βλέπω το μπαρμπα-Τζουανάκη μʼ ένα Σταυρό κι ένα ξίφος στο χέρι, να ηγήται ειρηνικής φάλαγγος λαού ενθουσιώντος, που κουβαλά στους ώμους και στα χέρια πέτρες από το λατομείο κι αγκωνάρια, με την αγιωτική μαντινάδα στο στόμα. Βλέπω φερέλπιδα γυμνασιόπαιδα με γέλια και τραγούδια να κάνουν ανθρώπινη αλυσίδα από το λιμάνι μέχρι τον άγιο τόπο ετούτο, για να φέρουν από το πλοίο λίθους λαξευτούς, νʼ ανεγερθή το σπίτι του παππού τους του Αγιο-Μηνά. Βλέπω τις φιλογενείς συντεχνίες (τα ισνάφια) των κτιστάδων, των ραφτάδων, των μαραγκών, των μπογιατζήδων, των τσαγκάρηδων, των σαπουντζήδων και των πρισμιτζήδων, να συναγωνίζωνται σε δωρεές κι αφιερώματα.

Βλέπω Μητροπολίτες, Επισκόπους, σιόρ-γιατρούς, το αρχοντολόϊ, τη φτωχολογιά, τους πάντες να εισφέρουν! Ακόμη κι ο Σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ Χάν έδωσε γενναία εισφορά 40.000 γρόσια από τον προσωπικό του χατζηνέ, για να χτιστή ο Αγιος Μηνάς, πράγμα πρωτάκουστο! “Μωσής επήγνυτο την σκηνήν την κάτω, την των ουρανίων αντίτυπον, και πάντες εισέφερον το κηρυχθέν αυτοίς, οι δε και αυτεπάγγελτοι, οι μεν χρυσόν, οι δε άργυρον, οι δε... ό,τι έκαστος ή εκάστη τύχειεν έχοντες. Πάντες δε έφερον και ουδείς ήν ασυντελής, ουδέ των πενεστάτων”, όπως θα έλεγε Εις τους Λόγους και εις τον Εξισωτήν Ιουλιανόν ο φωστήρ της Θεολογίας Γρηγόριος. Αυτό ακριβώς έκαμε και το Ηράκλειο για τον Αγιο Μηνά του! Αξιον και δίκαιον! Ετσι Επρεπε, κι έτσι έγινε!...Βλέπω την λαμπρή τελετή των εγκαινίων του Ναού με μια λαοθάλασσα κατανυγμένη, να κλαίη από συγκίνησι κι από χαρά, όπως με ραγισμένη φωνή εσημείωνε ο Μητροπολίτης Τιμόθεος: “Και πολλοί, οί είδοσαν τον οίκον τον πρώτον και τούτον τον οίκον εν οφθαλμοίς αυτών, έκλαιον μετά φωνής μεγάλης” (Εσδρας 3: 13). Βλέπω αργότερα μεγάλους Πατριάρχες να ιερουργούν εδώ, βλέπω μεγάλες ώρες ιστορικές του Γένους και της Εκκλησίας να εορτάζωνται, βλέπω μεγαλεία και δόξες Ναού όντως Μητροπολιτικού, μα και κατάνυξι πολλή βλέπω, και ευλάβεια, και παράκλησι εν κινδύνοις, και ταπεινούς προσκυνητές εν πνεύματι και αληθεία, κι αναγεννήσεις ψυχών πολλές, και θαύματα, και εξαίσια ποικίλα και πολυάριθμα! Και μέσα σʼ όλα παρών πάντοτε, προεξάρχων της πανηγύρεως, ηγούμενος της προσευχής, προγυμναστής της ευσεβείας, υπηρέτης του θαύματος, ο Αγιος Μηνάς! Ο πολύς τα θεία Μηνάς! Ο Αιγύπτιος Μηνάς! Ο Κρητικός Μηνάς! Ο Καστρινός Μηνάς! Ο δικός μας Μηνάς! Ο πατέρας μας Μηνάς! Ο αδελφός μας Μηνάς! Ο φίλος μας Μηνάς! Ο φίλος του Θεού Μηνάς! Ο αξιόθεος Μηνάς! Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!

Στη μαρτυρική Μικρασία ο Αγιος Μηνάς, δοξάζω τʼ όνομά του και την χάρι του, για να το πω όπως το λένε στην Κύπρο, είνʼ ο προστάτης των ξενητεμένων! Ξενητεμένος ήταν ο ίδιος από την Αίγυπτο στη Φρυγία, λόγω των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Ξενητεμένος και ο ομιλών για τρεις δεκαετίες από την σεβαστή και πολυαγάπητη μητρίδα Κρήτη, και πολλά χρόνια ζήσας με άλλα αλαργοξενητεμένα παιδιά της στους Αντίποδες, θεώρησα χρέος μου ιερό νʼ ανάψω ένα κερί ευγνωμοσύνης στον Αγιο των ξενητεμένων! Ευχαριστώ τον πολυσέβαστο Αδελφό μου άγιο Κρήτης, τον άνθρωπο της αγάπης και της ειρήνης κ. Ειρηναίο, που μου έδωσε την ευκαιρία. Και πριν πω το Αμήν της κατακλείδος, θέλω, αδελφοί μου, να σας μεταφέρω από την Μάννα Κωνσταντινούπολι, από την Εσταυρωμένη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας, τη στοργή Της, την ευχή Της, τον ολόθερμο χαιρετισμό Της, το άσβεστο ιλαρό φως του Φαναρίου! Και της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος, του Πρώτου της Ορθοδοξίας και υπάτου του Γένους μας κ.κ. Βαρθολομαίου, την ολοκάρδια πατρική ευχή και ευλογία!

“Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλείσθε, το αυτό φρονείτε, ερμηνεύετε, και ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης {δια των ευχών του Αγίου Μεγαλομάρτυρός Του Μηνά} έσται μεθʼ υμών” (Βʼ Κορ. 13:11). Xρόνια σας πολλά, υγιεινά, ευλογημένα, άγια και σωτήρια! Αμην!

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΟΝ ΑΟΙΔΙΜΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΜΕΛΕΤΙΟ ΜΕΤΑΞΑΚΗ.

Ακολουθεί η ομιλία της Α.Σ. του Μητροπολίτη Προικονήσου κ.κ. Ιωσήφ, εκπροσώπου της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ στην εκδήλωση:

Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοὶ Ἀρχιερεῖς,
Ἀξιότιμε κ. Πρόεδρε τῆς «Παγκρητίου Ἑνώσεως»,
Φιλόμουσος ὁμήγυρις!

Τοῦ Θεοῦ ἐπιτάσσοντος «Τίμα τὸν πατέρα σου» καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διδάσκοντος: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἀναστροφὴν μιμεῖσθε τὴν πίστιν», ἄριστα πράττει ἡ «Παγκρήτιος Ἕνωσις» πραγματοποιοῦσα τὴν σημερινὴν πανηγυρικὴν ἐκδήλωσιν πρὸς τιμὴν μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ Πατρὸς καὶ Ἡγουμένου, τοῦ ἀειμνήστου καὶ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μελετίου Δ΄ τοῦ Μεταξάκη, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχω τὴν μεγάλην τιμὴν νὰ ἐκπροσωπῶ τὸν διάδοχόν του, τὴν Αὐτοῦ Θειοτάτην Παναγιότητα τὸν πρῶτον τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὕπατον τοῦ Γένους, Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην κ. κ. Βαρθολομαῖον.

Ὁ τιμώμενος σήμερον μεγαλόπνους ἐκεῖνος Κρής, ὁ δεύτερος μεγάλος Κρὴς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μετὰ τὸν περικλεῆ ἐκεῖνον καὶ πολύτλα Ἱερομάρτυρα Ἅγιον Κύριλλον τὸν Λούκαριν, ἐκ πρωΐμου νεότητος ἀφιερώσας ἑαυτὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐγαλουχήθη πνευματικῶς εἰς Κρήτην καὶ Ἱεροσόλυμα, διηκόνισεν εἰς Ἀντιόχειαν καὶ Ἱερουσαλήμ, ἐσέμνυνε τοὺς Μητροπολιτικοὺς Θρόνους Κιτίου τῆς Κύπρου καὶ Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ἔθεσε τὰ θεμέλια τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς, πρὶν ἀνέλθῃ εἰς τὰ ὕπατα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ κλεΐσῃ τὸν ἅγιον Ἀποστολικὸν καὶ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχικὸν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸν Παπικὸν καὶ Πατριαρχικὸν Θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας. Μεγαλοφυής, δυναμικός, ἀποφασιστικός, μεγαλοπράγμων, φιλοπονώτατος, ρηξικέλευθος, ἀνοικτῶν ὁριζόντων, ὅπου εἰργάσθη ἄφησε ἀνεξίτηλον τὴν σφραγῖδα τῆς θερμουργοῦ δράσεώς του. Ἐκεῖνος συνέταξε τὰ θέσμια διοικήσεως τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς καὶ τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Ἐκεῖνος ἤνοιξε τὰς πύλας τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τοὺς Δυτικοὺς Χριστιανούς, καὶ μάλιστα τοὺς Ἀγγλικανούς, λέγων εἰς αὐτοὺς τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε», ἀκολουθῶν τὰ βήματα τοῦ μεγάλου προκατόχου του Ἰωακείμ Γ΄. Ἐκεῖνος ἔθεσε τὰ θεμέλια τῆς Ἱεραποστολῆς εἰς τὴν Ἀφρικήν. Ἐκεῖνος εἰργάσθη ὅσον ἐλάχιστοι διὰ τὴν ἐξύψωσιν τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἠθικοῦ ἐπιπέδου κλήρου καὶ λαοῦ. Ἐκεῖνος ἠγωνίσθη διὰ τὴν διασφάλισιν τῶν ἀπειλουμένων ὑπὸ τῆς μισαδέλφου ρωσικῆς προπαγάνδας δικαίων τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μὲ τὸ τεχνητῶς δημιουργηθὲν τότε θέμα τῶν ἀραβοφώνων, ἐπιτυχὼν τὴν ὑπὸ τοῦ Σουλτάνου ὁριστικὴν ρύθμισιν τοῦ θέματος ὑπὲρ τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου. Ἐκεῖνος εἶδε καὶ κατενόησε τὰ καταχθόνια σχέδια τοῦ κινήματος τοῦ πανσλαβισμοῦ διὰ πλήρη ἐκσλαβισμὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἠγωνίσθη διὰ τὴν ματαίωσίν των, ὅπερ καὶ ἐπέτυχε. Χωρὶς αὐτὸν τὸ Ἅγιον Ὄρος σήμερον δὲν θὰ ἦτο ἴσως ἑλληνικόν! Ἐκεῖνος ἐτακτοποίησε τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς μὲ βάσιν τὸν 28ον Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἱδρύσας τὴν Ἀρχιεπισκοπὴν Ἀμερικῆς, τὴν Μητρόπολιν Αὐστραλίας, τὴν Μητρόπολιν Θυατείρων καὶ Δυτικῆς καὶ Κεντρώας Εὐρώπης! Ἐκεῖνος ἵδρυσε τὰς Μητροπόλεις Ἀλεξανδρουπόλεως, Βρυούλων, Περγάμου, Μοσχονησίων, Ἑρμουπόλεως, Ἰωαννουπόλεως καὶ Καρθαγένης. Ἐκεῖνος ἐχειραφέτησε τὰς Ἐκκλησίας Φινλανδίας, Λατβίας, Ἐσθονίας καὶ Τσεχοσλοβακίας, ἐρύθμισε τὸ ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα τῆς Ἀλβανίας, ἔδωσε τὴν Πατριαρχικὴν ἀξίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σερβίας, ἐκεῖνος ἐτακτοποίησε τὰς σχέσεις τοῦ Θρόνου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου μὲ τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Σινᾶ καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα «ἐπιλείψει με διηγούμενον ὁ χρόνος». Ἐκεῖνος!...

Ἀλάνθαστος, ἀσφαλῶς, δὲν ὑπῆρξε! Ἔκαμε καὶ λάθη καὶ δὴ καθόλου εὐκαταφρόνητα! Ἀλλὰ τὰ «ψηλὰ βουνὰ ἔχουν τὶς βαθειὲς χαράδρες», λέγει ὁ λαός. Καὶ ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ἦτο ὄρος ὑψηλὸν λίαν! Παλληκαρόβουνο ὡσὰν τὴν Δίκτη, εἰς τὰς ὑπωρείας τὴς ὁποίας ἐγεννήθη! Ἡμεῖς, οἱ Κρήτες, οἱ Πανέλληνες, οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλοι, ἕνα καθῆκον ἔχομεν: Νὰ ἱστάμεθα εὐλαβῶς ἐνώπιον τοῦ Πατριαρχικοῦ ὄρους τοῦ Μελετίου, νὰ εἴμεθα εὐγνώμονες διὰ τὰ πλεῖστα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἰργάσθη ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους, νὰ δεώμεθα ὑπὲρ μακαρίας μνήμης καὶ ἀναπαύσεώς του μετὰ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Ποιμένα καὶ Ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ δίδῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του ἄνδρας τοῦ ἀναστήματος, τοῦ διαμετρήματος, τοῦ βεληνεκοῦς καὶ τοῦ ἐνθέου ζήλου τοῦ μακαριστοῦ Πρωθιεράρχου.

Ἀγαπητοί μου,

Ἀπὸ μέρους τῆς μαρτυρικῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχου μας κ.κ. Βαρθολομαῖου, τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Σύνοδου καὶ ἀπὸ μέρους μου, τόσον ὡς μέλους Αὐτῆς, ὅσον καὶ ὡς συμπατριώτου τοῦ τιμωμένου, συγχαίρω θερμότατα τὴν Παγκρήτιον Ἕνωσιν διὰ τὴν φιλοπάτορα πρωτοβουλίαν της, καταθέτω τὴν εὐλάβειαν καὶ τὴν εὐγνωμοσύνην ἡμῶν πρὸ τῆς σεπτῆς μορφῆς τοῦ μακαρίας καὶ ἁγίας μνήμης Πατριάρχου Μελετίου καὶ ἐπικαλοῦμαι τὴν τιμαλφῆ εὐχήν του ὑπὲρ πάντων ἡμῶν καὶ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου

Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, πού νά ἀντηχῆ δυνατώτερα ἀπό ἀνθρώπινη φωνή καί νά συγκλονίζη τά πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος πρός τιμήν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου· γι᾿ αὐτό καί κινδυνεύει ν᾿ ἀποτύχη τώρα, καθώς ἀκούγεται προερχόμενος ἀπό τό ἀσθενές φωνητικό μου ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καί Βασίλισσα τοῦ παντός, ἔτσι καθώς εἶναι ἀφιλόδοξη, θά δεχτῆ νομίζω κι αὐτόν ἐδῶ τόν σύντομο καί πενιχρό λόγο πού τῆς προσφέρουμε οἱ δοῦλοι της, ὅμοια μέ ἐκείνους τούς διεξοδικούς καί ἀστραφτερούς τῶν σπουδαίων ὁμιλητῶν, μέ τό νά παρακινεῖται σέ συμπάθεια ἀπό τίς προσευχές αὐτοῦ πού μέ προστάζει νά ὁμιλήσω· ἐπειδή ἀκριβῶς καί ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη: τήν πρόθεσι.

Ἐμπρός λοιπόν, συνάξου ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ἱεράρχες καί ἱερεῖς, μοναχοί καί κοσμικοί, βασιλεῖς καί ἄρχοντες, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀγόρια καί κορίτσια, φυλές καί γλῶσσες, μέ ὅλο μαζί τό ἔθνος καί τό πλῆθος, καί ἀφοῦ ἀλλάξης τά φορέματα τῶν ἀρετῶν σου, «ντυμένη» κι ἐσύ «στά κρόσσια τά χρυσά καί στολισμένη» (Ψαλμ. μδ´ 14), πρόβαλε μέ πρόσωπο φαιδρό καί ὅλο χαρά γιόρτασε τῆς Κυριοτόκου Μαρίας τήν ἑορτή, τήν ἐπικήδεια συγχρόνως καί διαβατήρια· διότι φεύγει ἀπό ἐδῶ κάτω καί πηγαίνει κοντά στά ὄρη τά αἰώνια, τό ὄρος ὄντως τό Σιών, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατοικῆ, ὅπως ψάλλει ἡ λύρα τοῦ ψαλμωδοῦ. Σήμερα λοιπόν ὁ ἐπίγειος οὐρανός περιβαλλόμενος τήν στολή τῆς ἀφθαρσίας ἀποκτᾶ νέα διαμονή, τήν καλύτερη καί αἰώνια. Σήμερα ἡ νοητή καί θεοφώτιστη σελήνη μέ τό νά συμβάλλη στόν δίσκο τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐκλείπει μέν ἀπό τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως ὅμως ἀνατέλλει καί λάμπει μέ τήν τιμή τῆς ἀθανασίας. Σήμερα ἡ ὁλόχρυση καί θεοκατασκεύαστη κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος ἀναχωρεῖ ἀπό τά ἐπίγεια σκηνώματα καί μετακομίζεται στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἀναπαυθῆ αἰώνια. Καί ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ μᾶς τά τραγουδάει αὐτά μέ τήν κιθάρα του καί ἀναφωνεῖ: «Θά προσαχθοῦν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στόν βασιλέα, ἀκολουθώντας πίσω ἀπό αὐτήν θά προσαχθοῦν σέ Σένα» (πρβλ. Ψαλμ. μδ´ 15).

Τώρα λοιπόν, ἐνῶ ἔκλεισε τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς ἡ Θεοτόκος, ὑψώνει γιά χάρι μας τούς νοητούς, σάν λαμπρούς καί μεγάλους φωστῆρες πού ποτέ ὡς τώρα δέν βασίλεψαν, γιά νά ἀγρυπνοῦν καί νά ἐξιλεώνουν τόν Θεό ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῶ στά θεοκίνητα χείλη της ἐσίγησε ὁ ἔναρθρος λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τό πρεσβευτικό της στόμα ὑπέρ ὅλου τοῦ γένους. Τώρα, ἐνῶ συνέστειλε τίς σωματικές καί θεοφόρες της παλάμες, τίς ὑψώνει ἄφθαρτες πρός τόν Δεσπότη ὑπέρ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Τώρα, ἐνῶ μᾶς ἀπέκρυψε τά ἡλιοειδῆ καί φυσικά χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ διά μέσου τῆς σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας της καί τήν παρέχει στόν λαό πρός ἀσπασμό εὐεργετικό καί σχετική προσκύνησι, εἴτε τό θέλουν οἱ αἱρετικοί εἴτε ὄχι. Ἐνῶ λοιπόν πέταξε ἐπάνω ἡ πάναγνος περιστερά, δέν παύει νά φυλάττη τά κάτω. Ἐνῶ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μέ τό πνεῦμα της εἶναι μαζί μας. Ἐνῶ ὁδηγήθηκε στούς οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπό ἀνάμεσά μας τούς δαίμονες μεσιτεύοντας πρός τόν Κύριο.

Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὔας ὁ θάνατος εἰσῆλθε καί κυρίευσε τόν κόσμο· τώρα ὅμως συναντώντας τήν μακαρία θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε καί κατανικήθηκε ἀπό τό ἴδιο ἀντί ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἄς χαρῆ καί ἡ Εὔα, διότι δέν εἶναι πιά κατηραμένη, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξη ἀπόγονό της εὐλογημένο τήν Μαρία. Ἄς σκιρτήση ἡ κτίσις ὁλόκληρη, καθώς ἀντλεῖ μυστικά τά νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπό τήν παρθενική πηγή καί ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπό τήν θανατηφόρα δίψα.

Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτή πού ἔχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα εἶναι τά γεγονότα πού ὑμνολογοῦμε. Αὐτά μᾶς χαρίζει ἡ χριστοανθής ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἡ ἱερόβλαστη ράβδος τοῦ Ἀαρών, ὁ νοητός παράδεισος τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος λειμώνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, ἡ ἀνθισμένη θεογεώργητη ἄμπελος τοῦ ὡρίμου καί ζωογόνου βότρυος, ὁ ὑψηλός καί ἐπηρμένος χερουβικός θρόνος τοῦ Παμβασιλέως, ὁ οἶκος ὁ γεμάτος ἀπό τήν δόξα Κυρίου, τό ἅγιο καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτά μᾶς χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα ἐν εἰρήνῃ καί δικαιοσύνῃ. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καί πέθανε. Πέρασε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τήν ὑπεράσπισι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Μέ ποιά λόγια λοιπόν νά παραστήσουμε τό μυστήριό σου; Ἀδυνατοῦμε νά τό σκεφθοῦμε· εἴμαστε ἀσθενεῖς γιά νά τό ἐκφράσουμε· ἰλλιγγιοῦμε νά τό περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καί ὑψηλό καί ἀνώτερο γιά κάθε διάνοια. Δέν σχετίζεται καί δέν ταιριάζει μέ κάτι ἄλλο, ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑπόλοιπα πράγματα, ἔτσι ὥστε νά εἴμαστε σέ θέσι νά δώσουμε πρόχειρα τίς ἀποδείξεις ἀπό τά γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπό τά ὑπερβατικά καί ἀνώτερά μας κατανοοῦμε μέ εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σέ σένα, καί σέ σένα μόνη παραδίδουμε τά ὑπέρ ἄνθρωπον. Διότι ἄλλαξες τήν φύσι κατά τήν ἄρρητη γέννησι. Ποῦ ἀλλοῦ ἄκουσε κανείς παρθένο νά συλλαμβάνη ἀσπόρως! Ὤ θαῦμα! Τήν μητέρα καί λεχώνα τήν βλέπουμε ἄφθορη παρθένο, ἐπειδή Θεός ἦταν αὐτό πού γέννησε. Τό ἴδιο λοιπόν καί στή ζωηφόρο κοίμησί σου: μέ τό εἶσαι διαφορετική ἀπό τούς ὑπολοίπους, μόνη ἐσύ κατέχεις δικαιολογημένα τήν ἀφθαρσία καί τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καί σώματος).

Ἄς μᾶς ἀφηγηθῆ ὅμως ἡ Σιών τά παράδοξα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε λοιπόν συμπληρωθῆ τό ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Προγνώρισε σάν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τόν καιρό τῆς μεταστάσεως. (Καί πόσα περισσότερα ἀπό τόν καθένα πού σάν ἁπλός δοῦλος προφητεύει δέν θά ἔδινε κανείς, ἀδελφοί μου φιλόχριστοι, πρός τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἀνώτερη ἀπό ὅλους τούς προφῆτες;) Ὅταν λοιπόν τά αἰσθάνθηκε αὐτά καί τά κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοσις πῶς προσευχόταν καί παρακαλοῦσε;

«Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου μου· ἔφθασε ὁ χρόνος τῆς ἐκδημίας μου πρός ἐσένα. Ἄς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοί πού θά ὑπηρετήσουν στόν ἐνταφιασμό μου, Δέσποτα· εἴθε νά σταθοῦν στό προσκέφαλό μου οἱ λειτουργοί πού θά τελέσουν τήν κηδεία μου. Καί στά μέν χέρια σου νά ἀφήσω τό πνεῦμα μου, στά δέ χέρια τῶν μαθητῶν σου, γιά νά τό ἐνταφιάσουν, τό ἄψαυστο καί θεοδόχο σῶμα μου, ἀπό ὅπου ἀνέτειλες ἐσύ ἡ ἀθανασία. Ἄς παρασταθοῦν κοντά μου νά μοῦ δώσουν χαρά αὐτοί πού βρίσκονται διεσπαρμένοι στά πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καί ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου σου. Κι ἄν ἐσύ εὐδόκησες νά μετατεθῆ ζωντανός ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνώχ στόν οὐρανό, γιατί ἔτσι ἔπρεπε, καί ὁ Θεσβίτης Ἠλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς νά ἀνυψωθῆ μέ πύρινο ἅρμα πρός ἄγνωστες χῶρες, γιά νά ἀναμένουν καί οἱ δύο τόν χρόνο τῆς φρικτῆς καί παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καί ἄν πάλι γιά μιά ἀνάγκη τοῦ Δανιήλ ἐθαυματούργησες, ὥστε μέσα σέ μιά στιγμή ὁ προφήτης Ἀββακούμ νά μεταφερθῆ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Βαβυλώνα καί πάλι νά ἐπιστρέψη, τότε τί σοῦ εἶναι ἀδύνατο καί μόνο ἄν τό θελήσης;»

Αὐτά μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νά πού κατέφθασε καί ἡ δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπό διαφορετική κατεύθυνσι ὁ καθένας, σάν σύννεφα σπρωγμένα ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, πού ἦλθαν καί στάθηκαν κοντά στή νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπόν ἐκείνη πού ἔχει τά θεϊκά, τά πολλά, τά μεγάλα ὀνόματα, φέρνοντας, καθώς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γύρο τό βλέμμα της καί ἀντικρύζοντας αὐτούς πού ζητοῦσε;

«Ἄς ἀγαλλιάση ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο καί αὐτό θά γίνη γιά μένα εὐφροσύνη καί αἴνεσις καί μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Διότι μοῦ συγκέντρωσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ συνάθροισε τούς ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τούς θαυμαστούς ὑπηρέτες τῆς κηδείας μου. (Ὤ μεγαλοφυές θαῦμα! Ὤ ἔργο μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρός τόν υἱό! Ὤ δῶρο υἱϊκῆς σχέσεως πρός τήν μητέρα!). Σάν ἄλλος οὐρανός μοῦ φάνηκε τό δωμάτιο, μέ τό περικλείη μέσα του τούς φωστῆρες τοῦ κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή, πού ἔφερε κοντά μου τούς θείους μύστες καί ἱερουργούς. Δέν θά μελετήσει πιά ἡ συμμορία τῶν Ἰουδαίων νά πραγματοποιήση τόν ἐναντίον μου παραλογισμό. Δέν θά ὁπλίση πιά ἐναντίον μου τό θρασύ του χέρι, γιά νά μέ φονεύση τό συνέδριο τῶν ἱερέων. (Διότι κάποτε τό εἶχαν σχεδιάσει καί , μαζί μέ τόν Υἱό, θά φόνευαν οἱ αἱμοχαρεῖς καί τήν Μητέρα, ἀλλά ἀπέτυχαν στό σκοπό τους, γιατί τούς ἐμπόδισε ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σέ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους, ὅπου δέν μπορεῖ ὁ ἐχθρός νά εἰσαγάγη τίς παγίδες τῆς κακίας· ὅπου θά μπορῶ νά ἀντικρύσω τήν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καί νά ἐπισκεφθῶ τόν Ναόν, ἐγώ ὁ παμφώτεινος ναός Του».

Καί τί εἶπαν τότε πρός αὐτήν οἱ μακάριοι ἀπόστολοι μέ λόγια εἴτε δικά τους εἴτε διαλεγμένα ἀπό τά στόματα τῶν προφητῶν;

«Χαῖρε κλίμαξ πού στηρίζεσαι στή γῆ καί φτάνεις στόν οὐρανό, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος πρός ἡμᾶς καί ἡ ἄνοδος πρός τούς οὐρανούς τοῦ Κυρίου, κατά τόν μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ» (βλ. Γεν. κη´ 12).

Χαῖρε βάτε μέ τήν τόσο παράδοξη μορφή, ἀπό τήν ὁποία ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σέ μορφή πύρινης φλόγας καί τήν ὁποία ἐνῶ ἡ φωτιά ἔκαιγε, δέν τήν κατέκαιε, κατά τόν μεγάλο θεόπτη Μωϋσῆ (βλ. Ἔξ. γ´ 2-3).

Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπό τόν ὁποῖο στράγγισε ἡ οὐράνια δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τόν θαυμασιώτατο Γεδεών (βλ. Κριταί ς´ 38).

Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου (βλ. Ψαλμ. μζ´ 3), τήν ὁποία θαυμάζουν καί μεγαλύνουν οἱ βασιλεῖς (βλ. Ψαλμ. μζ´ 5-6) μαζί μέ τόν ᾀσματογράφο Δαυίδ.

Χαῖρε ἡ νοητή Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ἀπ᾿ ὅπου ἐξῆλθε ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, γιά νά καταστῆ ἄρχοντας στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου «αἱ ἔξοδοι ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. ε´ 1), ὅπως λέει ὁ Μιχαίας ὁ θειότατος.

Χαῖρε τό κατάσκιο παρθενικό ὅρος, ἀπό τό ὁποῖο ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, κατά τόν θεόφωνο Ἀββακούμ (βλ. Ἀββακ. γ´ 3).

Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καί φωτοφόρε, ἀπό τήν ὁποία ἔλαμψε στούς «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» (Ψαλμ. ρς´ 10) τό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θεότητος, κατά τήν ρῆσι τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία (βλ. Ζαχ. δ´ 2).

Χαῖρε τό παγκόσμιο ἱλαστήριο τῶν ἀνθρώπων , διά τοῦ ὁποίου σέ ἀνατολή καί δύσι δοξάζεται στά ἔθνη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί παντοῦ προσφέρεται θυμίαμα στό ὄνομά Του κατά τόν ἁγιώτατο Μαλαχία (βλ. Μαλαχ. α´ 11).

Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στήν ὁποία κάθησε ὁ Κύριος κατά τόν ἱεροφωνότατο Ἠσαία (βλ. Ἠσ. ιθ´ 1).

Χαῖρε ἡ ἱερά βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καί ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν γνωστά ὅσα ἀρέσουν στόν Θεό, κατά τόν πολυθρήνητο Ἱερεμία (πρβλ.. Ἱερ. κε´ 13).

Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διά τῆς ὁποίας ὁ Κύριος καί Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε κατά τόν μεγάλο θεόπτη Ἰεζεκιήλ (βλ. Ἰεζ. μδ´ 2 κ. ἑξ).

Χαῖρε τό ἀλατόμητο ἀπό χέρι ἀνθρώπου καί ὑψηλότατο ὄρος, ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατά τόν θεολογικώτατο Δανιήλ (βλ. Δαν. β´ 34, 45).

Καί ποιός νοῦς νά χωρέση ἤ ποιός λόγος νά ἀφηγηθῆ ὅσα ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα ἐμακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν λοιπόν ἱερούργησαν ἱερῶς ὅσα ταίριαζε καί ἐπετέλεσαν τά ἅγια ἁγίως, νά πού ἔφθασε καί ὁ Κύριος μέ τήν δόξα τῆς δυνάμεώς του καί ὅλη τήν στρατιά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ἀοράτως μέν λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικῶς δέ γίνονταν ὑμνῳδοί τῆς θείας μεγαλειότητος οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ πανήγυρις καί ὁ χορός οὐράνιος μαζί καί ἐπίγειος—κι ἄς μή ξενίση ὁ λόγος μου καθώς σκιαγραφεῖ τά θεοπρεπῆ γεγονότα—ἀποτελούμενος ἀπό Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τίς Χερουβικές καί Σεραφικές, ἀποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νά προτρέχουν, ἄλλους νά προϋπαντοῦν, ἄλλους νά ἡγοῦνται, ἄλλους νά προηγοῦνται, ἄλλους νά ἀκολουθοῦν καί ἄλλους νά παρακολουθοῦν, καί ὅλους νά φωνάζουν χαρμόσυνα μέ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ» (Ἱερ. κ´ 13) «αἰνέσατε τόν Κύριον» (ἔνθ᾿ ἀνωτ.) «εὐλογημένος Κύριος ἐπί δίκαιον ὄρος τό ἅγιον αὐτοῦ» (Ἱερ. λη´ 23) καί «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανός εἰς τό μετέωρον» (πρβλ. Ἱερ. λη´ 35). Ποιός λοιπόν ἄκουσε ποτέ εἰς τόν αἰῶνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλόχριστοι ἀδελφοί; Ποιός γνώρισε τήν προπομπή μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβασι, σάν κι αὐτή πού ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καί δέν εἶναι παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καί κανένας δέν φάνηκε ποτέ ὑπέρτερος ἀπό αὐτήν, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.

Φρίττει τό πνεῦμα μου, ὦ Παρθένε, καθώς βάζω στό μυαλό μου τό μεγαλεῖο τῆς μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς μου, καθώς ἀναλογίζομαι τό θαῦμα τῆς κοιμήσεώς σου. Δένεται ἡ γλῶσσα μου, καθώς πάει νά διηγηθῆ τό μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε ἐπάξια «νά κάνη γνωστούς ὅλους τούς ὕμνους σου» (Ψαλμ. ρε´9 2) ἤ «νά ἐξιστορήση ὅλα τά θαυμάσιά σου (Ψαλμ. οδ´ 1)»; Ποιός νοῦς ὑψηγόρος θά ρητορεύση, ποιά γλῶσσα μεγαλόστομη θά ὁμιλήση, θά ἐξαγγείλη καί θά παραστήση τά κατά σέ, θά ἀποδώση τά λόγια σου ἤ θά σταθῆ ἀντάξια τῶν δικῶν σου θαυμασίων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν, διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι᾿ αὐτό καί ἐπί τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλῶσσα μας ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις, ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σέ ὕψος καί μέγεθος ἀπό τόν ἀνώτατο οὐρανό· σέ λαμπρότητα ἁγνείας, ἀπό τό ἡλιακό φῶς· σέ ἀπόκτησι παρρησίας, ἀπό τό ἀγγελικό ἀξίωμα κάθε ἄυλης καί λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καί νοερῶν δυνάμεων.

Ἀλλά τί ἐπίσημη καί λαμπρή― μέ ἀγαλλίασι τό λέω―ἡ πανήγυρις σου! Πόσο σημειοφόρος καί θαυματουργική ἡ μετάστασίς σου! Πόσο ζωοπάροχος καί ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως πού πέρασες τά σύννεφα καί ἀνέβηκες στόν οὐρανό καί μπῆκες στά ἅγια τῶν ἁγίων «ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καί ἐξομολογήσεως» (Ψαλμ. μα´ 5), ἀξίωσε, Θεοτόκε, νά εὐλογήσης πλούσια τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μέ τίς πρεσβεῖες σου κάνε εὔκρατους τούς καιρούς· χάριζε τήν βροχή στήν ὥρα της· κατεύθυνε σωστά τούς ἀνέμους· κάνε τήν γῆ νά καρποφορῆ· δώρισε τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία· κράτυνε τήν Ὀρθοδοξία· φύλαγε τήν βασιλεία· ἀπόκρουε τίς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων· σκέπαζε ὁλόκληρο τό γένος τῶν Χριστιανῶν· τέλος δέ συγχώρησε καί τήν δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτός ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καί σύ προφήτευσες μελῳδικά ἐκεῖνο πού θά γινόταν: «Διότι νά πού ἀπό τώρα, εἶπες, θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές» (Λουκ. α´ 48). Ἐπειδή λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδειχθῆ ψευδής ὁ θεῖος σου λόγος, δέξου κι ἀπό μένα τόν ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτή τήν κατά δύναμιν προσφώνησι καί «δός μου πάλι τήν ἀγαλλίασι πού μοῦ χαρίζει ἡ σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. ν´ 14). Μέ τήν δύναμι τῶν πρεσβειῶν σου στήριξέ με μαζί μέ τόν συγγενῆ μου καί πνευματικό πατέρα μου καί μέ τό ποίμνιο πού μοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῆ· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή καί τό κράτος μαζί μέ τόν παντοκράτορα Πατέρα καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Χριστός γεννήθηκε στο στάβλο της Βηθλεέμ,έφαγε το κρίθινο ψωμί και τα πικρά χόρτα της Ναζαρέτ,ήπιε το κρασί της Κανά,περπάτησε στα μαγευτικά ακρογιάλια της Λίμνης,μίλησε με τους ψαράδες και τους Φαρισαίους,μπήκε στα σπίτια των αμαρτωλών,δέχτηκε φιλιά και φτυσίματα,αγαπήθηκε και μισήθηκε,σταυρώθηκε και θάφτηκε μέσα βαθιά στη γη σ’ ένα μνήμα.Μα ύστερα αναστήθηκε.Ο Άχραντος λόγος των Ουρανών κατέβηκε χαμηλά κι άγγιξε παντού τη βαριά σάρκα της γης μα δε λερώθηκε καθόλου και δεν έχασε τίποτα από το υπερκόσμιο μεγαλείο Του.Γύρισε το ίδιο πάναγνος στους καθαρούς Του κόσμους για να μας δείχνει αιώνια την άνοδο και την πορεία προς τα Ε π ά ν ω .
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
(Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου)

Είναι ωραίο πράγμα να κτίζει κανείς τον τέλειο άνθρωπο και να νοιώθει τη γοητεία του, κι αυτή τη σημασία έχουνε τα λόγια του Μενάνδρου : «Ως χαρίεν εσθ’ άνθρωπος αν άνθρωπος ή». (Πόσο όμορφο πράγμα είναι ο άνθρωπος όταν είναι άνθρωπος).
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
(Μητροπολίτης πρ. Κισάμου και Σελίνου)

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΡΟΣΕΥΧΗ
(Του Αγίου Επισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς)


Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Οι εχθροί με έχουν οδηγήσει μέσα στην αγκάλη Σου περισσότερο, από ό,τι οι φίλοι μου. Οι φίλοι με έχουν προσδέσει στην γη, ενώ οι εχθροί με έχουν λύσει από την γη και έχουν συντρίψει όλες τις φιλοδοξίες μου στον κόσμο.
Οι εχθροί με αποξένωσαν από τις εγκόσμιες πραγματικότητες και με έκαναν έναν ξένο και άσχετο κάτοικο του κόσμου. Όπως ακριβώς ένα κυνηγημένο ζώο βρίσκει ασφαλέστερο καταφύγιο από ένα μη κυνηγημένο, έτσι και εγώ, καταδιωγμένος από τους εχθρούς, έχω εύρει το ασφαλέστερο καταφύγιο, προφυλασσόμενος υπό το σκήνωμά Σου, όπου ούτε φίλοι ούτε εχθροί μπορούν να απωλέσουν την ψυχή μου.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Αυτοί μάλλον, παρά εγώ, έχουν ομολογήσει τις αμαρτίες μου ενώπιον του κόσμου.
Αυτοί με έχουν μαστιγώσει, κάθε φορά που εγώ είχα διστάσει να μαστιγωθώ.
Με έχουν βασανίσει, κάθε φορά που εγώ είχα προσπαθήσει να αποφύγω τα βάσανα.
Αυτοί με έχουν επιπλήξει, κάθε φορά που εγώ είχα κολακεύσει τον εαυτό μου.
Αυτοί με έχουν κτυπήσει, κάθε φορά που εγώ είχα παραφουσκώσει με αλαζονεία.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου σοφό, αυτοί με αποκάλεσαν ανόητο.
Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου δυνατό, αυτοί με περιγέλασαν σαν να ήμουν νάνος.
Κάθε φορά που θέλησα να καθοδηγήσω άλλους, αυτοί με έσπρωξαν στο περιθώριο.
Κάθε φορά που έσπευδα να πλουτίσω, αυτοί με εμπόδισαν με σιδηρά χείρα.
Κάθε φορά που είχα σκεφθεί ότι θα κοιμόμουν ειρηνικά, αυτοί με ξύπνησαν από τον ύπνο.
Κάθε φορά που προσπάθησα να κτίσω σπίτι για μία μακρά και ήρεμη ζωή, αυτοί το κατεδάφισαν και με έβγαλαν έξω.
Στ' αλήθεια, οι εχθροί με έχουν αποσυνδέσει από τον κόσμο και άπλωσαν τα χέρια μου στο κράσπεδο του ιματίου Σου.
Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.
Ευλόγησέ τους και πλήθυνέ τους! Πλήθυνέ τους και κάνε τους ακόμη πιο σκληρούς εναντίον μου!
Ώστε η καταφυγή μου σε Σένα να μην έχει επιστροφή.
ώστε κάθε ελπίδα μου στους ανθρώπους να διαλυθεί ως ιστός αράχνης.
ώστε απόλυτη γαλήνη να αρχίσει να βασιλεύει στην ψυχή μου.
ώστε η καρδιά μου να γίνει ο τάφος των δύο κακών διδύμων μου αδελφών: της αλαζονείας και του θυμού.
ώστε να μπορέσω να αποθηκεύσω όλους τους θησαυρούς μου εν ουρανοίς.
α! ώστε να μπορέσω για πάντα να ελευθερωθώ από την αυταπάτη, η οποία με περιέπλεξε στο θανατηφόρο δίχτυ της απατηλής ζωής.
Οι εχθροί με δίδαξαν να μάθω -αυτό που δύσκολα μαθαίνει κανείς- ότι ο άνθρωπος δεν έχει εχθρούς στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του.
Μισεί κάποιος τους εχθρούς του μόνον όταν αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι δεν είναι εχθροί, αλλά σκληροί και άσπλαχνοι φίλοι
Είναι πράγματι δύσκολο για μένα να πω ποιος μου έκανε περισσότερο καλό και ποιος μου έκανε περισσότερο κακό στον κόσμο: οι εχθροί ή οι φίλοι.
Γι' αυτό, ευλόγησε, ω Κύριε, και τους φίλους μου και τους εχθρούς μου.

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ

(Του Αγιου Γρηγορίου Νύσσης)

«…Η προσευχή είναι φύλακας της σωφροσύνης, χαλιναγωγεί τον θυμό, καταστέλλει την υπερηφάνεια, προσευχή καθαρίζει από τη μνησικακία, διώχνει το φθόνο, καταργεί την αδικία, επανορθώνει την ασέβεια.

Η προσευχή είναι δύναμη των σωμάτων, φέρνει χαρά στο σπίτι, χορηγεί ευνομία στην πόλη, παρέχει ισχύ στην εξουσία, δίνει νίκη κατά την διάρκεια του πολέμου, εξασφαλίζει την ειρήνη, ξαναενώνει τους χωρισμένους, διατηρεί στη θέση τους ενωμένους.

Η προσευχή είναι το επισφράγισμα της παρθενίας, η πιστότητα του γάμου, όπλο στους οδοιπόρους, φύλακας όσων κοιμούνται, θάρρος των ξύπνιων, στους γεωργούς φέρνει την ευφορία, στους ναυτιλλόμενους χαρίζει τη σωτηρία.

Η προσευχή γίνεται συνήγορος των δικαζομένων, ελευθερία των φυλακισμένων, παρηγοριά των λυπημένων, χαρά για τους χαρούμενους, παρηγοριά στους πενθούντες, δόξα γι’ αυτούς που έρχονται σε γάμο, γιορτή στα γενέθλια, σάβανο σ’ αυτούς που πεθαίνουν.

Η προσευχή είναι συνομιλία με τον Θεό, θεωρία των αοράτων, πληροφόρηση για όσα επιθυμούμε, ομοτιμία με τους αγγέλους, προκοπή στα καλά έργα, αποτροπή από τα κακά, διόρθωση για κείνους που αμαρτάνουν, απόλαυση των παρόντων αγαθών, υπόσταση των αγαθών του μέλλοντος.

Η προσευχή μετέβαλε για τον Ιωνά σε σπίτι το κήτος, επανέφερε στη ζωή τον Εζεκία από αυτές τις πύλες του θανάτου. Για χάρη των τριών νέων μετέστρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δροσερή αύρα και για τους Ισραηλίτες κέρδισε νίκη κατά των Αμαληκιτών.

Και κοντά σ’ αυτά μπορείς να βρεις αμέτρητα παραδείγματα από εκείνα που έχουν γίνει κι από τα οποία φαίνεται καθαρά πως κανένα από όσα θεωρούνται πολύτιμα στη ζωή δεν είναι ανώτερο από την προσευχή.

Επειδή είναι πολλά και κάθε είδους τα αγαθά που μας έδωκε η θεία χάρη, αυτό το ένα έχουμε να ανταποδώσουμε για όσα λάβαμε, δηλαδή να πληρώνουμε τον Ευεργέτη με την προσευχή και με την ευχαριστία…».

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

(ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΝ)


Πάτερ, Υιέ και άγιο Πνεύμα, ομόθρονη Τριάς, ομοούσιε και αχώριστε. Σε παρακαλούμε εμείς οι φτωχοί, οι ξένοι, οι γυμνοί και ταλαίπωροι, που για την αγάπη Σου δεν έχουμε σ’αυτή τη ζωή «που την κεφαλήν κλίναι» κάμπτουμε τα γόνατα της ψυχής και του σώματος, της καρδιάς και του πνεύματος, και δεόμεθα και σε παρακαλούμε και σε ικετεύουμε ύψιστε Θεέ, το μέγα όνομα Σαβαώθ. «Κλίνον το ούς σου» αγαθέ και άγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτορ, και δέξου με ευμένεια την ικετέρια προσευχή και ταπεινή δέησή μας και καταξίωσέ μας ν’ αγιασθούμε με τη δύναμή Σου και τ’ονομά Σου οικτίρμον, ελεήμον, μακρόθυμε και πολυέλεε Κύριε. Δείξε συμπάθεια στα παραπτώματά που κάναμε είτε με λόγο είτε με έργο είτε με τη διάνοια. Σε παρακαλούμε εύσπλαγχνε, μη μας καταισχύνεις και μη μας απορρίψεις απο το προσωπό Σου εσύ, που απ’την υπερβολική Σου αγάπη κάμπτεσαι στις προσευχές όσων σε αγαπούν.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

(Του Αγίου Ιωάννη Χρυσόστομου)

"Εγώ πατήρ, εγώ νυμφίος, εγώ οικία,
εγώ τροφεύς εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος.
Πάν όπερ άν θέλης εγώ.
Μηδενός έν χρεία καταστής. Εγώ δουλεύσω.
Ήλθον γάρ διακονήσαι, ού διακονηθήναι.
Εγώ καί φίλος καί ξένος καί κεφαλή καί αδελφός,
καί αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.
Μόνον οικείως έχε πρός εμέ!
Εγώ πένης διά σέ καί αλήτης διά σέ,
επί σταυρού διά σέ, επί τάφου διά σέ.
άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί,
Κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα
παρά του Πατρός.
Πάντα μοι σύ καί αδελφός καί
συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος.
Τί πλέον θέλεις;


ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦν πρό τόκου παρθένος, καί ἐν τόκῳ παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν παρθένος διέμεινε, φυλάξασα ἀλώβητον τήν ἑαυτῆς παρθενίαν. (Ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν ἐρωταποκρίσει λθ´).

Ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφητεύσας τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, παρθένον τήν μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ ὠνόμασεν· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσει τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». (Ἡσ. ζ´. 14). Τοῦτο δέ δηλοῖ οὐ μόνον τήν πρό τόκου παρθένον, ἀλλά καί τήν ἐν τόκῳ καί τήν μετά τόκον παρθένον, διότι ἡ παρθένος ἔμελλε νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅν θά ἐκυοφόρει, θά ἐγαλακτοτρόφει καί θά ἀνέτρεφε κατά τήν βρεφικήν καί παιδικήν αὐτοῦ ἡλικίαν. Ἡ παρθένος ἀνεδείχθη μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ οὐχί μόνον διά τόν χρόνον τῆς κυήσεως, ἀλλά διά τό διηνεκές. Κατά τόν προφήτην ὁ Θεός παρθένον, ἤτοι ἐλευθέραν παντός συζυγικοῦ δεσμοῦ ἐξελέξατο, καί πρός οὐδένα ὑποχρεωμένην. Τοῦτο δηλοῖ καί ἡ λέξις ἁελμάχ, ὡς μαρτυρεῖται καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσ. κεφ. κδ´, 43, ἔνθα ἡ παρθένος Ρεβέκκα καλεῖται ἁελμάχ, καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῶν ψαλμῶν (ἐν ψαλμῷ ξζ´. ἑβδμ. ἤ ξη´. Ἑβραϊκ.), ἔνθ᾿ αἱ τυμπανίστριαι νεάνιδες καλοῦνται ἁελμόθ, ἤτοι αἱ παρθένοι. Ἐπίσης καί εἰς τό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων κεφ. Α´. στίχ. 3 φέρεται κατά τούς ἑβδομήκοντα «διά τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε»· τό δέ ἑβραϊκόν ἔχει ἁελμόθ, ἤτοι παρθένοι ἠγάπησάν σε. Βεβαίως ἐνταῦθα οὐ περί ἐγγάμων ἤ μεμνηστευμένων πρόκειται· ὅτι δέ περί παρθένων πρόκειται, τοῦτο εἶναι εὔδηλον καί οὐδείς δύναται νά τό ἀρνηθῇ. Ὥστε ὁ προφήτης προλέγων τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, θεωρεῖ τήν παρθενίαν ἀπηλλαγμένην πάσης πρός τινας ὑποχρεώσεως. Ἐκ τῆς προφητείας δηλοῦται ὅτι ἡ παρθένος αὕτη ἦν προορισμένη πρό αἰώνων καί ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ὅπως γίνῃ μήτηρ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ἡ παρθένος ἡ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ ὡς ἐκλελεγμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ, μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνῆκε καί οὐδενί ἑτέρῳ· ἐάν δέ ὁ Θεός πρός ἐξυπηρέτησιν τῆς θείας βουλῆς ἔδωκεν αὐτῇ τόν Ἰωσήφ ὡς μνηστῆρα, ὁ δεσμός οὗτος ἦν ὅλως πνευματικοῦ χαρακτῆρος καί οὐδέν παρεῖχε δικαίωμα συζυγίας τῷ Ἰωσήφ. Τοῦτο ἐδηλώθη σαφῶς ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου τῷ Ἰωσήφ, ὅστις ἐπιγνούς τῆς θείας οἰκονομίας τό μυστήριον, ἐδείχθη πρόθυμος ὑπηρέτης τῆς θείας βουλῆς. Οὐκ ἄρα ὁ Θεός τήν μνηστήν τοῦ Ἰωσήφ ἐξελέξατο ὡς μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ, ἀλλά τήν προεκλελεγμένην ἤδη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ἐνεπιστεύθη τῷ Ἰωσήφ πρός ἀμοιβήν τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς· διότι πάντως ὁ Ἰωσήφ ἦτον ἐκλελεγμένος μεταξύ ἁπάντων τῶν Ἰουδαίων.

Κατά ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος προωρίσθη νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Ὡς τοιαύτη δέ ἔδει νά ᾖ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ εἰς τό διηνεκές· διότι ἀφοῦ πρός τοῦτο προωρίσθη, χρεών ἦν νά ἀφοσιωθῇ ὅλῃ ψυχῇ καί καρδίᾳ τῷ ὑψηλῷ αὑτῆς προορισμῷ, καί οὗτος μόνος νά ᾖ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτῆς μέριμνα καί φροντίς, τό μόνον μέλημα, καί ἡ ἄπαυτος μελέτη· διότι ἀληθῶς πᾶσα ἑτέρα φροντίς ἤ μέριμνα, ἤ πᾶν ἕτερον μέλημα καί ἑτέρα μελέτη καί ἀπασχόλησις, ὡς ἀποσπῶσα αὐτήν τοῦ ὑψηλοῦ αὐτῆς προορισμοῦ καί τῆς ἁγίας αὐτῆς ἀποστολῆς θά ἐδείκνυον αὐτήν ἐστερημένην τῆς πρωτίστης ἀρετῆς τῆς συναισθήσεως τοῦ ὑψίστου αὐτῆς καθήκοντος καί τῆς μετ᾿ αὐταπαρνήσεως τελείας πληρώσεως αὐτοῦ. Ἡ ἁγία παρθένος ὡς μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ δέν ἠδύνατο νά ἀναλάβῃ τήν ὑποχρέωσιν νά γίνῃ μήτηρ ἄλλων τέκνων. Πρῶτον διότι ἡ μητρική στοργή πρός τό θεῖον τέκνον, ἡ εὐλάβεια πρός αὐτό, ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ λατρεία πρός αὐτό, τό θεῖον πῦρ τό διαφλέξαν τήν καρδίαν αὐτῆς καί ἐκπυρακτῶσαν αὐτήν, τό πληρῶσαν αὐτήν τοῦ τελείου ἀγαθοῦ, τό μηδεμίαν θέσιν καταλιπόν ταῖς γηΐναις ἀπολαύσεσι καί ἐπιθυμίαις, οὐδόλως ἐπέτρεπον αὐτῇ νά ἀναλάβῃ ἑτέραν ὑποχρέωσιν πρός ἕτερα τέκνα. Δεύτερον διότι ἡ πτερωθεῖσα αὐτῆς διάνοια, ἡ τό θεῖον διερευνῶσα βρέφος καί πρός αὐτό μόνον τήν ἀνύψωσιν ἔχουσα, καί περί αὐτοῦ μόνον ἀσχολουμένη, καθίστα ἀδύνατον τήν περί ἄλλας σκέψεις καί φροντίδας τροπήν. Τρίτον διότι τό θεῖόν ἐστι ζηλότυπον, ζητεῖ δέ ἀπόλυτον ἀγάπην· ἀγάπην ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης καρδίας, καί ἐξ ὅλης διανοίας· ἐάν δέ ὁ Ἰησοῦς ἀπῄτησε τοιαύτην ἀγάπην παρά τῶν ἑαυτοῦ ὀπαδῶν, πολλῷ μᾶλλον τοῦτο ἀπῄτει παρά τῆς μητρός αὐτοῦ. Ἐπειδή δέ πᾶν τό ὑπό τοῦ Σωτῆρος ἀπαιτούμενον εἶναι δώρημα παρ᾿ αὐτοῦ διδόμενον, παρά δέ τῶν λαμβανόντων διαθέσεως μόνον δεόμενον, ἕπεται ὅτι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου, ἡ τοιαύτης ἀξιωθεῖσα χάριτος καί δωρεᾶς, ἠγάπησε τόν Υἱόν αὑτῆς ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί ἐκολλήθη ἡ ψυχή αὐτῆς ὀπίσω τοῦ υἱοῦ αὐτῆς, καί οὐδεμία δύναμις ἠδύνατο νά ἀποσπάσῃ αὐτήν ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ θείου αὐτῆς τέκνου. Τέταρτον διότι ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις καί ἡ μοναδική γέννησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ οὐ μόνον ἀνέδειξαν τήν Παρθένον Μαρίαν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλά καί ναόν Ἅγιον καί κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἀπέδειξαν. Τά δέ ἅπαξ τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα καί ὑπό τοῦ Θεοῦ ἁγιασθέντα οὐ γίνονται κοινά, ἀλλ᾿ εἰς τό παντελές διαμένουσι ἱερά καί ἅγια τῷ Θεῷ καί μόνῳ αὐτῷ ἀνήκουσι. Δέν ἠδύνατο ἄρα ἡ Θεοτόκος νά τέκῃ ἄλλα τέκνα. Ἐάν δέ παρθένοι τῷ Θεῷ ἀφιερωθεῖσαι καί ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ τρωθεῖσαι βασιλείων γάμων καταφρονῶσι, τί περί τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐροῦμεν;

Τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεκήρυξαν ἤδη πρό αἰώνων καί οἱ προφῆται. Καί ἐν πρώτοις, μετά τούς λόγους τοῦ Ἡσαΐου, οἱ λόγοι τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ περί τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς, ἥν ὁ Θεός ἐπέδειξεν αὐτῷ ἐν ὁράσει τινί ἔσται κεκλεισμένη, τήν Παρθένον ἐδήλουν. Ἰδού δέ οἱ λόγοι οὗτοι τοῦ προφήτου· «Καί ἐπέστρεψέ με κατά τήν ὁδόν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας, τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς· καί αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καί εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καί οὐδείς μή διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς· ὅτι Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὑτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη. Δότι ὁ ἡγούμενος οὗτος καθήσεται ἐν αὐτῇ τοῦ φαγεῖν ἄρτον ἐναντίον Κυρίου» (Ἰεζεκιήλ μδ´ 1-3).

Διά τῶν λόγων τούτων τῆς ὁράσεως ὁ προφήτης προαναγγέλει μυστικῶς τήν μέλλουσαν ἐκ παρθένου σάρκωσιν καί γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ καί τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου.

Πάντες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων καί ἐξ ἀποστολικῆς παραδόσεως οὕτως ἡρμήνευσαν τήν ὅρασιν ταύτην τοῦ Προφήτου. Ἀλλά πλήν τούτου, ἐάν ἡ προφητεία αὕτη, ἡ δι᾿ ὁράσεως γενομένη, δέν ἔλαβε τήν ἔκβασιν ἐν τῇ γεννήσει τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἰσραήλ, ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας, τότε οὐδέποτε πλέον ἔκβασιν λήψεται διά τήν ἔλευσιν τοῦ Σωτῆρος. Διότι διά τῆς ὁράσεως ἀπεκαλύφθη τῷ προφήτῃ ἡ εἴσοδος τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου εἰς τόν κόσμον τοῦτον ὡς υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἥτις ἐγένετο διά τῆς παρθένου Μαρίας· ἀπεκαλύφθη ὅτι μόνος ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἰσραήλ ὁ μέλλων φαγεῖν ἄρτον ἐν αὐτῇ τῇ πύλῃ, τῇ παρθένῳ, ἤτοι ἐνσαρκωθῆναι ἐν αὐτῇ, διελεύσεται δι᾿ αὐτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη. Ὥστε ἡ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου ἦν προωρισμένη ὑπό τῆς θείας βουλῆς ὡς καί αὕτη ἡ παρθένος ἦν προωρισμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ὑπό τῆς θείας βουλῆς, ὅπως γίνῃ καί μείνῃ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἑρμηνεύων τήν ὅρασιν ταύτην τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ λέγει: «Τίς ἐστιν αὕτη ἡ πύλη, εἰμή ἡ Μαρία κεκλεισμένη διά τοῦτο, διότι παρθένος; Πύλη λοιπόν ἡ Μαρία, δι᾿ ἧς ὁ Χριστός εἰσῆλθεν εἰς τοῦτον τόν κόσμον, ὅτε ἐκ παρθενικοῦ τόκου προῆλθε, τά τῆς παρθενίας κλεῖθρα μή λύσας». (Ambros. De instit. Virgin).

Τήν Ἁγίαν Παρθένον θείᾳ εὐδοκίᾳ κυοφοροῦσαν, τίκτουσαν καί μετά τόκον ὡς πρό τόκου διαμένουσαν, προδιετύπωσαν ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ἐξαίσια προσέτι γεγονότα. Ἡ βάτος ἡ φλεγόμενη καί μή κατακαιομένη, ἡ ἄφλεκτος διαμείνασα μετά τήν τοῦ θείου πυρός ἐπιφοίτησιν, τήν Παρθένον προδιετύπωσεν. Ἡ θάλασσα ἡ μετά τήν πάροδον τοῦ Ἰσραήλ μείνασα ἄβατος, τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεσήμηνεν. Ἡ πέτρα ἡ ἐκβλύσασα τό ὕδωρ τό ζῶν τήν Παρθένον προεικόνισεν. Ἡ πύρινος στήλη ἡ τόν Ἰσραήλ φωταγωγήσασα καί ἡ ὁλόφωτος νεφέλη ἐν αἷς ἐγένετο Κύριος ὁ Θεός, τήν Παρθένον προενέφηναν. Ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου τήν Παρθένον προεδήλωσεν. Ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης τήν Παρθένον ὑπέδειξεν. Ἡ ῥάβδος τοῦ Ἀαρών ἡ βλαστήσασα τήν Παρθένον προεμήνυσεν. Ἡ στάμνος ἡ τό οὐράνιον μάννα χωρήσασα τήν Παρθένον διετύπωσεν. Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός, τήν Παρθένον προεσήμηνεν. Ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος τήν Παρθένον προϋπέγραψεν. Αὐτός ὁ Ναός τῆς Ἱερουσαλήμ τόν Ναόν τόν ἔμψυχον τοῦ Παμβασιλέως ὑπετύπωσεν. Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἥν εἶδεν ὁ Ἡσαΐας, ἡ λαβοῦσα τόν ἄνθρακα ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, τήν Παρθένον ὑπέδειξε, τήν συλλαβοῦσαν ἐν γαστρί τον θεῖον ἄνθρακα Χριστόν. Τό ὄρος τό ἀλατόμητον ἐξ οὗ ἐτμήθη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος Χριστός τήν Παρθένον προδιετύπωσεν.

Πῶς ἤδη ἡ Παρθένος ἡ προωρισμένη γενέσθαι μήτηρ Θεοῦ, ἡ ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ἡ προδιατυπωθεῖσα διά τοιούτων μυστικῶν συμβολικῶν παραστάσεων, ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ, ἠδύνατο νά ἀποβῇ σύζυγος τοῦ Ἰωσήφ; Οὐδέποτε! Οὐδέποτε! Ἡ Παρθένος ἦν πρό τόκου Παρθένος, καί ἐν τόκῳ Παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν Παρθένος διέμεινε. Τά ἅγια οὐδέποτε γίνονται κοινά· τά ἀφιερωθέντα τῷ Θεῷ μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνήκουσι· διό καί ἱερόσυλοι οἱ συλῶντες τά ἱερά καί ἀσεβεῖς θεωροῦνται καί ἄξιοι κατακρίσεως, ὅτι τά τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα ἐσύλησαν.

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου ἱστορεῖ τά ἑξῆς· «Τῷ ἕκτω μηνί ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαβΐδ καί τό ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν. Ἡ δέ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπί τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καί διελογίζετο, ποταμός εἴη ὁ ἀσπασμός οὗτος. Καί εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· Μή φοβοῦ, Μαριάμ εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῷ. Καί ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί, καί τέξῃ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καί υἱός ὑψίστου κληθήσεται. Καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυΐδ τοῦ Πατρός αὐτοῦ· καί βασιλεύσει ἐπί τόν οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Εἶπε δέ Μαριάμ πρός τόν ἄγγελον· Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καί ἀποκριθείς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ, καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται Υἱός Θεοῦ…Εἶπε δέ Μαριάμ· «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμά σου. Καί ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος».

Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ δηλοῦται α´) ὅτι ἡ μεμνηστευμένη τῷ Ἰωσήφ Μαριάμ, οὖσα ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ἰωσήφ διετέλει παρθένος. β´) ὅτι θαυμάζει περί τοῦ τρόπου τῆς πληρώσεως τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου ὡς μή γνοῦσα ἄνδρα καί ὡς μή γνωσομένη τοιοῦτον· διότι ἐάν προὔκειτο νά ἔλθῃ εἰς γάμου κοινωνίαν τῷ Ἰωσήφ, ἦν λίαν φυσικόν, μεμνηστευμένη οὖσα, νά ὑποθέσῃ ὅτι ὁ ἄγγελος διαλέγεται αὐτῇ περί τοῦ συλληφθησομένου ἐκ τοῦ γάμου· ἀλλ᾿ οὐχ ὑπέθεσε, διότι ἀφιερωμένη ἦν τῷ Θεῷ· γ´) ἡ τοῦ Ἀγγέλου ἀναγγελία, ὅτι εὗρε χάριν παρά τῷ Θεῷ, δηλοῖ ὅτι αὕτη ἐξελέγη, ἵνα γίνῃ καί διατελῇ μήτηρ τοῦ Θεοῦ· διό καί ἔστιν εὐλογημένη ἐν γυναιξί. Πῶς εἶναι ἤδη δυνατόν νά ὑποθέσῃ τις ὅτι ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ Παρθένος, ἡ εὑροῦσα χάριν παρά τῷ Θεῷ, ὅπως γίνῃ Μήτηρ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογημένη ἐν γυναιξίν, ἡ γενομένη ἔμψυχος ναός τοῦ Σωτῆρος, αὕτη ἐγκαταλείπει τό θεῖον κλέος καί αὐτόν τόν θεῖον Υἱόν ἵνα γίνῃ μήτηρ υἱῶν ἀνθρώπου καί μερίζει τήν ἀγάπην καί τήν φροντίδα τήν ὀφειλομένην πρός τό θεῖον τέκνον καί πρός ἄλλα τέκνα; Οἱ τοιαῦτα ὑποτιθέντες ἀγνοοῦσι τί ἐστιν ἀγάπη τρωθείσης καρδίας ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ θείου, καί μάλιστα κόρης Θεομήτορος.

Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἱστορῶν τήν γέννησιν τοῦ Σωτῆρος λέγει ὅτι ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐφανερώθη τῷ Ἰωσήφ καί ἐγνώρισεν αὐτῷ τήν σύλληψιν τῆς παρθένου Μαρίας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου· καί ὅτι τοῦτο ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τό ῥηθέν ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου λέγοντος· «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἐνταῦθα παρατηροῦμεν ὅτι ὁ Ἄγγελος, ἐν ᾧ, καλεῖ τήν Μαριάμ γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ, ἐν τούτοις βεβαιοῖ αὐτήν παρθένον.

Ἀλλά, καί τοι οὕτω σαφῶς εἰσιν εἰρημένα τά περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, τινές παρεξηγοῦντες τούς λόγους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τούς ῥηθέντας ἐπί τούτῳ ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ μονογενής υἱός τῆς Παρθένου ἐκ τῆς Παρθένου ἐγεννήθη ὡς καί συνελήφθη ὑπό τῆς Παρθένου, ὑποθέτουσιν ὅτι μετά τόν θεῖον τοκετόν ἔτεκεν αὕτη καί ἄλλα τέκνα, συνάγοντες τό συμπέρασμα ἐκ τῆς ἑξῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου· «Καί παρέλαβε τήν γυναῖκα αὑτοῦ καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον». Ἀλλ᾿ ἀγνοοῦσι φαίνεται οἱ τό τοιοῦτον συμπέρασμα συνάγοντες, ὅτι τό «ἕως οὗ» καί τό «πρωτότοκος» ἐν τῇ Γραφῇ εἰσι δηλωτικά ἐννοίας πολύ διαφόρου τῆς κοινῆς ἐννοίας.

Τό «ἕως οὗ», ὁσάκις ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἁγία Γραφῇ, δηλοῖ τό διηνεκές, καθώς καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Τοῦτο ἀκούοντες μή ὑποπτεύσωμεν διά τοῦ ἕως ὅτι μετά αὐτήν ἔγνω· τό γάρ ἕως ἔθος ἐστί τῇ Γραφῇ πολλάκις τιθέναι εἰς τό διηνεκές· οἷον «οὐχ ὑπέστρεψεν ὁ κόραξ εἰς τήν κιβωτόν, ἕως οὗ ἐξηράνθη ἡ γῆ»· καί τοι γε οὐδέ μετά ταῦτα ἐπέστρεψε». Καί ὁ Ἰσίδωρος· «Τό ἕως ὡς τό «ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» καί τό «ἕως ἄν κατηγηράσητε ἐγώ εἰμι», καί τό «οὐκ ἐπέστρεψε ἡ περιστερά πρός τόν Νῶε ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ», ἅπερ εἰσί διηνεκῶς εἰρημένα. Νοητέον δέ καί οὕτως· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν πόθεν συνέλαβεν «ἕως οὗ ἔτεκε» καί εἶδε τά γενόμενα σημεῖα.»

Ἐπίσης καί τό «πρωτότοκος» ἔχει ἐν τῇ Γραφῇ ἄλλην σημασίαν. Ὁ Ζυγαδηνός λέγει «Πρωτότοκον δέ λέγει νῦν οὐ τόν πρῶτον ἐν ἀδελφοῖς, ἀλλά τόν καί πρῶτον καί μόνον· ἔστι γάρ τι καί τοιοῦτον εἶδος ἐν ταῖς σημασίαις τοῦ πρωτοτόκου. Καί γάρ πρῶτον ἔστιν ὅτε τόν μόνον ἡ Γραφή καλεῖ. Ὡς τό «ἐγώ εἰμι Θεός πρῶτος καί μετ᾿ ἐμέ οὐκ ἔσται ἕτερος» (Ἡσ. μδ´, 6). Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἐν τῇ ὁμιλίᾳ εἰς τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λέγει· «Οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρός τούς ἐπιγινομένους ἔχει τήν σύγκρισιν, ἀλλ᾿ ὁ πρῶτον διαγοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Καί ὁ Θεοφύλακτος ἐν κεφ. ΙΙ τοῦ Λουκᾶ (σελ. 315) λέγει· «Πρωτότοκον υἱόν ὠνόμασε τῆς Παρθένου τόν Κύριον, καί τοι μή δευτέρου τινός τεχθέντος, εἰκότως· πρωτότοκος γάρ λέγεται καί ὁ πρῶτος τεχθείς, κἄν μή δεύτερος ἐπετέχθη». Καί ὁ αὐτός πάλιν ἐν κεφ. Ι πρός Κολοσσαεῖς (σελ. 635) λέγει· «Ὁ πρωτότοκος οὐ πάντως πρός τούς ἑξῆς λέγεται παρά τῇ Γραφῇ, ἀλλ᾿ ἀπολύτως οὕτως, ὁ πρῶτος τεχθείς. Οὕτως οὖν καί ἡ Θεοτόκος Μαριάμ ἔτεκεν αὐτόν τόν κατά σάρκα πρωτότοκον οὐκ ἔχοντα πάντως ἀδελφούς ἐφεξῆς αὐτῷ· μονογενής γάρ καί ἐκ ταύτης».

Ὁ Παῦλος ἐν τῇ πρός Ρωμαίους ἐπιστολῇ (η´ 29) καλεῖ τόν Χριστόν «πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»· καί ἐν Κολοσσαεῖς (α´ 15) καλεῖ τόν Χριστόν πρωτότοκον πάσης κτίσεως, λέγων· «Ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα»· καί ἐν στίχῳ 18 λέγει· «καί αὐτός ἐστι κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν». Καί ἐν τῇ πρός Ἑβραίους (α´ 5-6) λέγει· «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε· καί πάλιν· ἐγώ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καί αὐτός ἔσται μοι εἰς Υἱόν· ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην λέγει· Καί προσκυνησάτωσιν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ»· καί ἐν κεφ. ιβ´ 23 τήν Ἐκκλησίαν καλεῖ «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων».

Ἐκ τῶν χωρίων τούτων δηλοῦται ὅτι τό πρωτότοκος ἐν τῇ Γραφῇ, ὁσάκις λέγεται περί τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκφράζει τήν ἔννοιαν τοῦ μονογενής· ὥστε τό πρωτότοκος εἶναι ἴσον τῷ μονογενής.

Ὁ Θεοφύλακτος σαφηνίζων τοῦτο λαμπρῶς λέγει· «Ἐκ πατρός πρωτότοκος, οὐχ ὡς πρός τά λοιπά κτίσματα, ἀλλ᾿ ἀπολύτως· μονογενής γάρ καί κατά τήν ἄνω γέννησιν» (ἐν τῷ μέρει Ἀπόστολοι σελ. 346). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος· «Εἰ δέ πρωτότοκος νεκρῶν εἴρηται διά τό αἴτιος εἶναι τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, οὕτω καί πρωτότοκος κτίσεως διά τό αἴτιος εἶναι τοῦ ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγεῖν τήν κτίσιν» (κατά Εὐνομιανῶν). Οἱ αἱρετικοί Εὐνομιανοί, οἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου, καί οἱ σημερινοί ὀπαδοί αὐτῶν ὡς δευτέραν ἔνστασιν προσάγουσι τά ἐν τοῖς εὐαγγελισταῖς ἀπαντῶντα χωρία, ἐν οἷς ἀναφέρονται ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. ιβ´ 46-48, 49, Μαρκ. ς´. 3, Ἰωάν. β´. 17, ζ´. 3), ἀλλ᾿ ἐκ τούτων δέν ἕπεται ποσῶς, ὅτι οἱ ἀδελφοί οὗτοί εἰσι τέκνα τῆς Παναγίας Παρθένου Μαρίας. Ἐν ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς καλοῦνται ἀδελφοί καί οἱ συγγενεῖς. Ἐπί παραδείγματι ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Λώτ ὠνομάσθησαν ἀδελφοί (Γεν. ιγ´. 8). ἐν ᾧ ὁ Λώτ ἦτο ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ (Γεν. ιβ´ 4, 5, ιδ´ 14-16). Ὁ Ἰακώβ καί ὁ Λάβαν ὠνομάσθησαν ἐπίσης ἀδελφοί, ἐν ὧ ὁ Ἰακώβ ἦτο ἀνεψιός τοῦ Λάβαν ὡς υἱός τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ Ρεβέκκας, συζύγου τοῦ Ἰσαάκ (Γεν. κη´ καί κθ´ καί λς´ καί λζ´). Ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ ἐπίσης δέον νά ληφθῇ καί ἡ ἐπωνυμία ἀδελφοί τοῦ Κυρίου, ἤτοι οἱ πλησίον συγγενεῖς καί οὐχί ἀδελφοί ὁμομήτριοι. Διότι οἱ καλούμενοι ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἰσί τέκνα τοῦ Ἰωσήφ ἐκ τῆς πρώτης αὐτοῦ γυναικός. Ὅτι δέ ἡ Θεοτόκος μόνον τόν Ἰησοῦν ἀφράστως ἔτεκε μαρτυροῦσι α´) οἱ λόγοι τοῦ Σωτῆρος οἱ ἀπό τοῦ Σταυροῦ πρός τήν Μητέρα ἑαυτοῦ καί πρός τόν Ἰωάννην, δι᾿ ὧν συνίστα πρός μέν τόν Ἰωάννην τήν Μητέρα ἑαυτοῦ ὡς Μητέρα τοῦ Ἰωάννου, πρός δέ τήν Μητέρα τόν Ἰωάννην ὡς Υἱόν αὐτῆς (Ἰωάν. ιθ´. 26). Ἐάν ἡ Μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ εἶχε καί ἕτερα τέκνα, ἡ σύστασις αὕτη ἦν ὅλως περιττή· τά τέκνα αὐτῆς θά ἐφρόντιζον περί αὐτῆς. β´) Ἡ ἀρχαιοτάτη παράδοσις περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, ἥτις ἐπιβεβαιοῖ τοῦτο. γ´) Ἡ καταδίκη τῶν Εὐνομιανῶν καί ὅλων ἐκείνων τῶν αἱρετικῶν τῶν ἀρνουμένων τήν ἀειπαρθενίαν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ὑπό τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἥτις μαρτυρεῖ ἐπίσης τό ἑνιαῖον φρόνημα τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου.

Τό περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου δόγμα στηρίζεται ἐπί ἀκραδάντου βάσεως, τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος καί ὁμολογεῖται ὑπό τῶν ἀρχαιοτάτων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων. Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ἀποστολικός Πατήρ, μαθητής Ἰωάννου τοῦ Ἀποστόλου καί θέμεθλος τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας ἐν τῇ πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῇ καλεῖ τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον. Προστίθησι δέ τάδε· «Τρία τινά ἔλαθον τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου, τουτέστι τόν Διάβολον· ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετός Αὐτῆς καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». «Οὗτος ἐκυοφορήθη ἐκ Μαρίας κατ᾿ οἰκονομίαν ἐκ σπέρματος μέν Δαυΐδ, πνεύματος δέ Ἁγίου…Καί ἔλαθε τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετός Αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». Ἄρα ὑπερφυσικῶς ἔτεκεν ἡ Θεοτόκος Μαρία, καί Παρθένος, ὡς ἦν, μετά τόκον διέμεινεν. Ἐντεῦθεν ὁ θεῖος οὗτος πατήρ τόν τοκετόν τοῦτον ὀνομάζει Μυστήριον, ἐπισυνάπτων τοῖς εἰρημένοις· «Τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχία ἐπράχθη, ἡμῖν δέ ἐφανερώθη».

Κατά τάς ἀρχάς δέ τοῦ Β´ αἰῶνος καί ὁ Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνων, ἀντιπολεμῶν πρός τούς τήν παρθενίαν τῆς Θεοτόκου πολεμοῦντας Θεοδοτίωνα, Ἀκύλαν κτλ. κηρύττει ἀπολύτως τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον, λέγων· «Καθώς ἐκείνη (ἡ Εὔα) ἔχουσα μέν τόν Ἀδάμ, παρθένος δέ εἰσέτι ὑπάρχουσα… παρακούσασα, καί ἑαυτῇ καί παντί τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο θανάτου, οὕτω καί ἡ Μαρία προωρισμένον μέν ἔχουσα ἄνδρα, παρθένος δέ οὖσα ὑπακούσασα, καί ἑαυτῇ καί παντί τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο σωτηρίας». Καί πάλιν· «ὅ ἔδησεν ἡ Εὔα παρθένος δι᾿ ἀπιστίαν, τοῦτο ἔλυσεν ἡ Παρθένος Μαρία διά τήν πίστιν». Καί πάλιν· «Ὥσπερ ἐκείνη (ἡ Εὔα) διά λόγου ἀγγέλου ἀπεχωρίσθη, ὥστε ἐκφεύγειν τόν Θεόν, ὡς παραβᾶσα τό ρῆμα αὐτοῦ, οὕτω καί αὕτη (ἡ Μαρία) δι᾿ ἀγγελικοῦ λόγου εὐηγγελίσθη, ὥστε βαστάζειν τόν Θεόν, ὡς ὑπακούσασα τῷ ῥήματι Αὐτοῦ. Ἐκείνη μέν παρήκουσε τοῦ Θεοῦ, αὕτη δέ ἐπείσθη ὑπακοῦσαι τῷ Θεῷ, ὥστε τῆς παρθένου Εὔας ἡ Παρθένος Μαρία ἐγένετο συνήγορος». (Adνer. Haeres III, c. 21 § 4 καί V, c, 19).

Ὁ δέ Ὡριγένης ὡσαύτως λέγει: «Αὕτη ἡ παρθένος Θεόν ἐγέννησε καί μήτηρ ἐγένετο, ἀλλά τήν παρθενίαν οὐκ ἀπέβαλεν». (ὁμιλ. Α´. εἰς Ματθ.). Καί ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος (ἐν Αἱρέσ. οη´) διακηρύττει τά ἑξῆς· «Τίς ποτε Μαρίαν εἰπών καί διερωτηθείς οὐχί τήν παρθένον προσέθετο;» Ὁ δέ Ἱερώνυμος, ἀκμάσας περί τά μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, κατά τοῦ αἱρετικοῦ Πελαγίου γράφων, λέγει· «Μόνος ὁ Χριστός τάς πύλας τῆς παρθενικῆς μήτρας ᾐνέωξεν, αἵ καί ἑξῆς κεκλεισμέναι διέμειναν» (διάλογ. β´). Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ὡσαύτως περί τά μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, ἐδίδασκε τάδε· «Ἡ Μαρία τόν τύπον ἐν ἑαυτῇ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἐνέδειξεν· ὥσπερ τόν Υἱόν γεννῶσα παρθένος διέμεινεν, οὕτως αὕτη ἐν παντί καιρῷ τά μέλη ἑαυτῆς γεννᾷ καί τῆς παρθενίας οὐ στέρεται». (De symbol. Ad Catech. Libr. IV, 1). Καί ἐν τῷ περί παρθενίας (κεφ. 4) ὁ αὐτός τά ἑξῆς· «Ἡ Παρθενία τῆς Μαρίας εἶναι τοσούτῳ μᾶλλον πολύτιμος καί κεχαριτωμένη, ὅσω εἶναι ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ παρ᾿ αὐτῆς τῆς Παρθένου πρό τῆς συλλήψεως αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο δέ δείκνυται ἐκ τῶν λόγων αὐτῆς πρός τόν Ἄγγελον τόν εὐαγγελισάμενον αὐτῇ τήν σύλληψιν· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Βεβαίως ἡ παρθένος δέν θά ὡμίλει οὕτως ἐάν αὕτη δέν εἶχε ὁριστικῶς ὑποσχεθῇ τῷ Θεῷ νά μείνῃ Παρθένος. Ἀλλ᾿ ὡς τοῦτο ἦτο ἐναντίον τοῖς Ἰουδαϊκοῖς ἤθεσιν αὕτη ἐμνηστεύθη μετά ἀνδρός δικαίου, ὅστις ὤφειλεν οὐ μόνον νά σέβηται αὐτήν, ἀλλ᾿ ἔτι νά καθιστᾶ καί τοῖς ἄλλοις σεβαστόν ὅ,τι αὕτη ἀφιέρωσε τῷ Θεῷ».

Ὁ δέ Τερτυλλιανός λέγει· «Εἰς παρθένον ἔτι τήν Εὔαν εἶχεν εἰσέλθῃ ὁ λόγος ὁ τῆς ζωῆς ποιητικός, ὥστε τό ἀπολεσθέν διά τοιούτου φύλου (τῆς γυναικός), διά τοῦ αὐτοῦ πάλιν φύλου νά ἀποκαταστηθῇ». De carne Christi cap. 17). Ὁ Μέγας δέ καί Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, ὄχι μόνον Παρθένον, ἀλλά καί ἀειπάρθενον κηρύττει τήν Θεοτόκον, λέγων ἐν τῷ εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λόγῳ ὅτι «οὐκ ἐπαύσατό ποτε παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος», καί διατρανῶν ὅτι οὐδέ εἶναι δυνατόν τά ὦτα τῶν φιλοχρίστων νά καταδεχθῶσαι νἀκούσωσι τό ἐναντίον· «Διά τό μή καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τήν ἀκοήν, ὅτι ποτέ ἐπαύσατο εἶναι παρθένος ἡ Θεοτόκος, ἐκείνας ἡγοῦμαι τάς μαρτυρίας αὐτάρκεις».Καί ὁ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ἐν τῷ εἰς τόν Εὐαγγελισμόν λόγῳ (πθ´), πρός τήν Παρθένον ἀποτεινόμενος, λέγει· «Εὗρες νυμφίον φυλάσσοντά σου τήν παρθενίαν». Καί ἀλλαχοῦ «Δέσποιναν ἁγίαν καί ἀειπαρθένον» τήν Θεοτόκον καλεῖ (ὁμιλ. LXII tομ. VI). Καί πάλιν· «Θεοτόκον καί ἀειπαρθένον Μαρίαν» (ὁμιλ. CXI τόμ.V).Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας «ἀπειρόζυγον δάμαλιν» καλεῖ τήν Παρθένον. Καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ μέγας, περί τῆς Παναγίας Παρθένου λαλῶν, λέγει· «Διό καί Παρθενομήτωρ, ὡς Θεοτόκος, ἡ ἁγία Παρθένος» (τόμ. ΙΙ σελ. 34).

Καί αὐτός δέ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἐν τῷ περί οὐρανίου Ἱεραρχίας (IV σελ. 49) «Θεομήτορα τήν Παναγίαν Παρθένον» καλεῖ. Ὁ δέ Γρηγέντιος (ἐν ταῖς συζητήσεσι πρός Ἰουδαῖον) «ἀείπαιδα καί Θεοτόκον» τήν Μαρίαν ὀνομάζει. Καί ὁ Καισάριος ἐν διαλόγῳ (ἐρωτήσει ΧΧ) λέγει· «ἡ θεανδρική τοῦ λόγου ἐκ τῆς ἀείπαιδος Μαρίας προέλευσις». Καί Τίτος ὁ Βόστρων «πανάμωμον» τήν ὄντως πανάμωμον ἀποκαλεῖ.

Αὐτή ἡ Ἐκκλησία τέλος εἰς ἀρχαιοτάτας αὑτῆς ᾠδάς ὑμνεῖ τήν Παναγίαν Παρθένον Μαρίαν, ὡς θεοτόκον, θεογεννήτριαν, ἀειπαρθένον, θεομήτορα, παρθενομήτορα, ἀπειρόγαμον μητέρα, ἄγαμον νύμφην, μητροπάρθενον, φαεσφόρον, ναόν ἔμψυχον, ἀνύμφευτον νύμφην, ἁγνείας θησαύρισμα, χώραν ἀνήροτον, σκηνήν ἐπουράνιον. Συνελέξαμεν δέ πλέον τῶν ἑκατόν τιμητικῶν ἐπιθέτων τῆς Θεοτόκου ἐκφραστικῶν τοῦ περί τῆς ἀειπαρθενίας Αὐτῆς φρονήματος τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας. Πολλά δέ τούτων εὑρίσκονται καί ἐν τοῖς συγγράμμασι ἀρχαίων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων. Ἡ ὑμνῳδία ἄλλως τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας ἐκφράζει τό στερρόν τῆς καθόλου ἐκκλησίας φρόνημα τό ἐπικρατῆσαν ἐν αὐτῇ ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων καί μέχρις ἡμῶν διασωθέν. Ἐκεῖ δέ ὅπου λαλεῖ ἡ οἰκουμενική ἐκκλησία σιγησάτω πᾶσα γλῶσσα βροτεία· διότι ὅταν ὁμιλῇ ἡ ἐκκλησία, ὁμιλεῖ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἅγιον· ὁ δέ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀντιλέγων τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιλέγει. Ἀντιλέγουσι δέ τῷ ὄντι τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ οἱ τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου ἀρνούμενοι, ὡς ἀρνούμενοι, αὐτήν τήν ἀλήθειαν, ἥν καί διά τῶν κατά τόπους καί καιρούς θεοφόρων Πατέρων καί διά αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία ἐκύρωσεν ὡς παράδοσιν ἁγίαν καί ἀποστολικήν πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων παραδεδεγμένην.

Αὐτή ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθεῖσα, διακηρύττει φαεινῶς τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν αὐτῷ τῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως, λέγουσα περί τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θείας ἐναναθρωπήσεως, ὅτι ἐγένετο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἡ ἐπίσημος δέ αὕτη ἀνακήρυξις τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου ὑπό Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἀπό τῶν ἀποστολικῶν χρόνων. Οὐχ ἧττον τό δόγμα τοῦτο καί οἰκουμενικαί καί τοπικαί καί ἐπαρχιακοί Σύνοδοι ὡς δόγμα πίστεως ἀπαράβατον ἐπεκύρωσαν. Ἡ ΣΤ´ μάλιστα οἰκουμενική Σύνοδος μακρόν ποιεῖται λόγον περί τῆς παρθενίας καί ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου (ἐν πράξει ια´) καί κηρύττει τήν Θεοτόκον παρθένον πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον. Ὁμοίως καί ἐν τῷ Α´ κανόνι ἡ Σύνοδος αὕτη ἀνομολογεῖ τήν Θεοτόκον ἀειπάρθενον, κηρύττουσα ἕνα Χριστόν, τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ σαρκωθέντα καί τήν αὐτόν τεκοῦσαν ἀσπόρως ἀειπάρθενον, κυρίως καί κατ᾿ ἀλήθειαν Θεοτόκον. Ἡ δέ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος καλεῖ τήν παρθένον «ἄχραντον παρθενομήτορα» (ἐν Κανόνι LXXIX). Πᾶσαι αὗται αἱ μαρτυρίαι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν διατηρησασῶν ἀναλοίωτον τήν ἱεράν ἀποστολικήν παράδοσιν, εἰσίν ἱκαναί ὅπως πείσωσι καί πληροφορήσωσι πάντας τούς πιστεύοντας ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ εἰς τάς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας. Οὐχ ἧττον τήν ἀλήθειαν καί τό κῦρος τῆς ἀληθείας τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων δέχεται οὐ μόνον ἡ Δυτική ἐκκλησία ἀλλά καί αὐτή ἡ Ἀγγλικανική. Ἐπί τοῦ κύρους δέ τούτου στηριζόμενοι καί μεγάλοι ἄνδρες τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας ἀποδέχονται τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου. Οὕτως ὀ Νέλσων λέγει· «Τό ἰδίως ἔξοχον καί ἀσύγκριτον προνόμιον ἐκείνης τῆς μητρός, ἡ ὀφειλομένη ἐξαίρετος τιμή καί προσκύνησις εἰς ἐκεῖνον τόν υἱόν, ἥτις παρ᾿ αὐτῆς πάντοτε προσηνέχθη αὐτῷ, τό σέβας πρός ἐκεῖνο τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ἐπισκιάσαν αὐτήν, ἡ υἱϊκή ἀγαθότης καί εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ, ᾧτινι ἐδόθη ὡς νύμφη, ἐπληροφόρησαν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὅλους τούς αἰῶνας, ὥστε νά πιστεύσῃ ὅτι αὕτη (ἡ Θεοτόκος) εἰσέτι ἐξακολουθεῖ οὖσα εἰς τήν ἰδίαν Παρθενίαν. Καί λοιπόν ἡμεῖς ἔχομεν χρέος νά ὁμολογῶμεν Αὐτήν Παρθένον Μαρίαν» (Nelsons Fest. London 1732 pag. 172).

Καί ὁ John Pearson λέγει: «Ὅταν λέγηται· «ἐγώ πιστεύω εἰς τόν Ἰησοῦ Χριστόν τόν γεννηθέντα ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας», διά τούτου πρέπει νά ἐννοῶμεν τόσον· «ἐγώ συνομολογῶ τοῦτο, ὡς ἀληθεστάτην καί ἀλανθαστοτάτην ἀλήθειαν, ἤγουν ὅτι ὑπῆρξε γυνή τις ὀνόματι Μαρία, νύμφη τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἐκ Ναζαρέτ, ἥτις πρό καί μετά τά νυμφεῖα ὑπῆρξε καθαρά καί ἄμωμος Παρθένος, καί ἐνῷ ἦτο καί ἠκολούθει νά εἶναι εἰς τοιαύτην παρθενίαν, συνέλαβε, διά τῆς ἀμέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείας, ἐν τῇ μήτρᾳ αὑτῆς τόν μονογενῃ Υἱόν τοῦ Θεοῦ· καί μετά τόν φυσικόν τῶν ἄλλων γυναικῶν καιρόν, ἐγέννησεν αὐτόν, ὡς πρωτότοκον αὑτῆς Υἱόν, ἀκολουθοῦσα εἰσέτι νά εἶναι ὁποία καθαρωτάτη καί μόνη ἄμωμος παρθένος». (Παράβλ. Καί Ἐπιστολμ. Διατριβή ἤτοι ἀνασκευή τῆς ὑπό τοῦ Κ. Ἀλβέρτου ἀπαντήσεως ὑπέρ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου Μαρίας ὑπό Ἀρσένη Παύδη. Κέρκυρα 1850). Οὕτω λοιπόν καί διά τῶν Ἁγίων Συνόδων καί διά τῶν Θεοφόρων Πατέρων καί διά τῆς ἐν γένει ἀποστολικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, καθώς καί διά τῆς μαρτυρίας αὐθεντικοῦ κύρους ἀνδρῶν ἀλλοδόξων, ἐπικυροῦται καί ἐπιστηρίζεται τό ἑδραῖον καί ἀκλόνητον τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας δόγμα περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναχράντου καί Παναμώμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Μητρός.

Εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ὅσων περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου εἴπομεν, παραθέτομεν ἐνταῦθα καί τά θαυμάσια ταῦτα ρήματα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἅτινα ἔγραψε «Γρηγορίῳ τῷ παρακανδιδάτῳ, αἰτησαμένῳ λύσιν ἀπορίας», «Ὁ ἀσπασμός ἄνωθεν· ἡ σύλληψις ἄσπορος, κύησις ἄφραστος, ὠδῖνες ἀλόχευτοι· σφραγίς τῆς παρθενίας, ἡ τῶν ὠδίνων διάλυσις, (ὁ γάρ τόκος ἄφθορος καί ἡ τεκοῦσα παρθένος καί μετά γέννησιν). Ὁ Θεός ἐν σαρκί τό τικτόμενον· χορός ἀγγέλων ᾆσμα τό θαῦμα ποιούμενοι· ἔνθα τοσούτων καί τηλικούτων συνδρομήν, πῶς ἄν τις διαμφισβητήσειε, κἄν πάντα ἀσεβεῖν ἔθετο μελέτην, ὅτι μή οὐχί παρθένος ἡ παρθένος καί μέχρι τέλους διέμεινεν; Εἰ δέ τό «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον», ὑπόθεσιν βλασφημίας ἑαυτοῖς τινες ἀνευρίσκουσιν, ἴστωσαν, ὡς ἡ τῶν ἀχράντων λογίων ἀλήθεια τό μέν παράδοξον καί ὑπερφυές καί ὑπέρ κατάληψιν ἠβουλήθη παραστῆσαι, ὅπερ ἐστί τόκος ἄνευ ἀνδρός ἐπιγνώσεως· τό δέ μετά ταῦτα νοεῖν κατέλιπεν ὡς ἀκόλουθον. Τό γάρ τήν ἐν τόκῳ παρθενεύουσαν καί τό λοιπόν διά βίου παρθενεύειν, οὔτε καινόν ὅλως ἤ παράδοξον, ἀλλά καί τοῖς προηγιασμένοις ἐξ ἀναγκαίου μᾶλλον ἑπόμενον. Ἄλλως τε δέ καί τῶν Ἰουδαίων τέως ἐπιστομίζειν ἔγνω τό βλάσφημον, οἵ ἐκ πορνείας τόν ἄσπορον τόκον διέσυρον· διό καί πρός τήν ἐκείνων ἵσταται κακόνοιαν, δι᾿ ᾧν τρανοῖ καί ἀνακηρύττει τῆς τεκούσης τό ἀνέπαφον. Κἀκεῖνο δέ συνιέτωσαν, ὅτι μηδ᾿ αὐτάς τάς λέξεις, ἐξ ὧν οἱ θεῖοι χρησμοί, συνιέναι ἠβουλήθησαν· εἰ γάρ ἄν τό «Ἕως» κατέμαθον ἐνίοτε μέν πρός ἀντιδιαστολήν τοῦ ἐφεξῆς χρόνου παραλαμβανόμενον, ἐνίοτε δέ ἐπί δηλώσει μεγάλων μέν ἔργων καί θεοπρεπῶν· καθάπερ καί νῦν, οὐ τήν πρός ἀντιδιαστολήν ἑτέρου χρόνου τινός, ἀλλά καί τοὐναντίον εἰς ὑποδήλωσιν ἀπεράντου διαστήματος. Καί ἀνά χεῖρα τά παραδείγματα· «Ἀνατελεῖ γάρ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καί πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη·» καί, «Κάθου ἐκ δεξιῶν μου (ἀνάγραπτός ἐστιν ὁ Πατήρ λέγων τῷ Υἱῷ) ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου·» καί, «Ἰδού, ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι (πάλιν ὁ Σωτήρ τοῖς μαθηταῖς φησιν) ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Καί δῆλον ὡς ἐνταῦθα τό ἕως οὗ χρονικόν τι μεθόριον καί πέρας παρεισάγει, μέγεθος δέ θείων πραγμάτων ἡ λέξις συμπαραδηλοῦσα εἰς ἀπεριόριστον παράτασιν τόν νοῦν τῶν ἐντυγχανόντων ἀναπέμπει. Οὐ μόνο δέ, ἀλλά καί τρίτον ἐστίν ἰδεῖν αὐτοῦ σημαινόμενον, δι᾿ οὗ μέγα μέν καί ὑπέρογκον οὐδέν ὑποδηλοῦται, ἁπλῶς δέ τό ἐναντίον τοῦ προτέρου ἕως διασημαίνεται· ὡς τό, «Οὐκ ἀνέστρεψε πρός τόν Νῶε ἡ περιστερά, ἕως τοῦ καταξηρανθῆναι τήν γῆν·» καί, «Ἕως ἄν καταγηράσητε, (ἀλλαχοῦ φησιν) ἐγώ εἰμι ὁ Θεός»· καί ἄλλα μυρία, δι᾿ ὧν εὔδηλον καί τοῖς λίαν ἐθελοκωφοῦσι καθίσταται, ὡς ἀντί τοῦ διηνεκῶς καί εἰς τόν αἰῶνα ἡ λέξις παραλαμβάνεται. Ὅταν οὖν δείξωσιν οἱ πάντα θρασεῖς, μετά τήν τῆς σελήνης ἀναίρεσιν, τήν τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν δικαιοσύνην εἰς τό μή ὄν καταδύουσαν, καί τό πλῆθος αὐτοῦ τῆς εἰρήνης μειούμενον, καί εἰς ἔχθραν διαχεόμενον· καί μετά γε τό ὑποτεθεικένει τούς ἐχθρούς αὑτοῦ ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, τῆς δεξιῶν καθέδρας τοῦ Πατρός παρακινούμενον· (τόδε τό βλάσφημον εἰς τάς τῶν ἀναισχυντούντων κεφαλάς·) εἶτα δέ καί μετά τήν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος, ὅτε μᾶλλον τοῖς μαθηταῖς ἡ οἰκείωσις, αὐτῶν ἀφιστάμενον· καί ἐπειδαν καταγηράσωσιν οἱ τότε ἄνθρωποι, μηκέτι ὄντα τόν Θεόν· εἰ βούλει δέ, καί τήν περιστεράν μετά τό ξηρανθῆναι τήν γῆν πρός τόν Νῶε ἀναστρέψασαν, τότε διαπορείτωσαν, καί εἰ μετά τόν ἄρρητον καί παρθένιον τόκον, ἀνδρός ὁμιλίαν ἡ παρθένος ἐμελέτησεν. Εἰδέ μή κατ᾿ ἐντολήν ἔγραφον, πλείους ἄν, Θεοῦ διδόντος, τάς ἀποδείξεις σοι παρεθέμεθα· ἀλλ᾿ ἱκανά καί ταῦτα οἷς μή μετά τῆς ἀγνοίας καί ἡ διάνοια προσαπώλετο.»

ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Ἔχεις καί ἄλλον τρόπον, ἀγαπητέ, νά μελετᾷς καί νά προσεύχεσαι μέ τό μέσον τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, στρέφοντας τόν νοῦν σου

α) εἰς τόν Οὐράνιον Πατέρα·

β) εἰς τόν Γλυκύτατον Ἰησοῦν,

γ) εἰς αὐτήν ταύτην τήν ἐνδοξοτάτην Αὐτοῦ Μητέρα.

Στρέφοντας εἰς τόν Θεόν, συλλογίσου πρῶτον τήν μεγάλην χαράν, πού ἀπό αἰῶνος ἐλάμβανεν ὁ Θεός στοχαζόμενος τό ὑποκείμενον τῆς Θεοτόκου Μαρίας· τάς ἀρετάς καί πράξεις Αὐτῆς, ἀφοῦ ἐγεννήθη εἰς τόν κόσμον, ἕως οὗ ἐκοιμήθη.

Τό πρῶτον μελέτησέ το οὕτως· ὕψωσε τόν λογισμόν σου ὑπεράνω ἀπό κάθε καιρόν καί χρόνον καί ὑπεράνω ἀπό κάθε κτίσμα νοητόν καί αἰσθητόν. Καί ἐμβαίνοντας (διά νά εἰπῶ ἔτσι) μέσα εἰς τήν ἰδίαν αἰωνιότητα καί τόν νοῦν τοῦ Θεοῦ, συλλογίσου τάς τρυφάς καί ἀρρήτους ἀγαλλιάσεις, πού ἐλάμβανεν ἐν ἑαυτῷ ὁ Θεός διά τήν Ἀειπαρθένον Μαρίαν1. Ἀναμεταξύ δέ αὐτῶν τῶν τρυφῶν εὑρίσκοντας τόν Θεόν, ζήτησέ Του διά τάς ἀφράστους ταύτας ἀγαλλιάσεις Του νά σοῦ δώσῃ χάριν καί δύναμιν, διά νά ἠμπορῇς νά κατατροπώσῃς καί νά συντρίψῃς τούς ἐχθρούς σου· καί μάλιστα ἐκεῖνον, πού τότε σέ πολεμεῖ· ἔπειτα συλλογιζόμενος τάς τόσας καί οὕτως ἐξαιρέτους ἀρετάς καί πράξεις αὐτῆς τῆς Θεοτόκου καί παρασταίνοντας αὐτάς, πότε ὅλας μαζί καί πότε καμμίαν ἀπό αὐτάς εἰς τόν Θεόν, διά τήν ἐκείνων δύναμιν, ζήτησε ἀπό τήν ἄπειρόν Του ἀγαθότητα ὅλον ἐκεῖνο, πού χρειάζεσαι καί ποθεῖς.

Μετά ταύτα στρέφοντας δεύτερον τόν νοῦν σου εἰς τόν Κύριόν μας, τόν Υἱόν Της, ἐνθύμισέ Του τήν Παναγίαν κοιλίαν, πού Τόν ἐβάστασεν εἰς ἐννέα μῆνας· τήν εὐλάβειαν, μέ τήν ὁποίαν Τόν ἐπροσκύνησεν ὅταν ἐγεννήθη καί Τόν ἐγνώρισε Θεόν ἀληθινόν καί ἄνθρωπον τέλειον, υἱόν καί Ποιητήν Της· τούς φιλοστόργους ὀφθαλμούς Της, πού Τόν εἶδαν τόσον πτωχόν· τάς ἀγκάλας πού Τόν ἐδέχθησαν· τό γάλα πού Τόν ἐβύζασε, τούς κόπους καί τά βάσανα, πού εἰς τήν ζωήν Του καί εἰς τόν θάνατόν Του ὑπέφερε διÕ Αὐτόν. Καί σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι, διά μέσου αὐτῶν, θέλεις κάμει εἰς τό θεῖον Της τέκνον εὐχάριστον διάθεσιν, διά νά σοῦ ὑπακούσῃ.

Τελευταῖον στρέψε τόν νοῦν σου καί εἰς αὐτήν ταύτην τήν Παναγίαν Θεοτόκον καί ἐνθύμισέ Της, πώς ἐστάθη ἐκλελεγμένη ἀπό τήν αΐδιον πρόνοιαν καί ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὡς Μήτηρ τῆς χάριτος καί εὐσπλαγχνίας καί ὡς ἰδική μας μήτηρ καί συνήγορος καί πώς ὕστερον ἀπό τόν Υἱόν Της δέν ἔχομεν ἀσφαλέστερον καί δυνατώτερον καταφύγιον νά προσδράμωμεν, παρά εἰς Αὐτήν· ἐνθύμισέ Της, πώς ὅλοι ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί καθώς δέν ὀνομάζομεν κυρίως πατέρα ἐπί τῆς γῆς, ὡς μᾶς παρήγγειλεν ὁ Υἱός Της - ἐπειδή κυρίως ἕνα μοναχόν Πατέρα ἔχομεν, Τόν ἐν Οὐρανοῖς: Καί πατέρα μή καλέσητε ὐμῶν ἐπί τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Ματθ. κγ 9)' ἔτσι παρομοίως οὔτε μητέρα ἄλλην κυρίως ὀνομάζομεν εἰς τήν γῆν, ἐπειδή κυρίως Αὐτήν μόνην ἔχομεν Μητέρα ἐν Οὐρανοῖς καί ἡμεῖς ὅλοι καυχώμεθα νά ὀνομαζώμεθα τέκνα Της. Διό καί ἀποβλέπομεν εἰς Αὐτήν ὅλως διόλου διά νά μᾶς ἐλεήσῃ, καθώς ἀποβλέπει ἀκλινῶς εἰς τήν μητέρα του καί τό ἀπογεγαλακτισμένον νήπιον, ὡς γέγραπται· ὕψωσα τήν ψυχήν μου ὡς τό ἀπογεγαλακτισμένον ἐπί τήν μητέρα αὐτοῦ (Ψαλμ. ρλ' 4).

Πρός τούτοις ἀνάμνησέ Της τάς ἀληθείας, πού γράφουν δι’ Αὐτήν τόσα βιβλία, πώς ὅλοι οἱ πιστοί πιστεύουν τά τόσα ὑψηλά καί οὕτω θαυμαστά καί μεγάλα κατορθώματα καί χαρίσματα, πού ἐπροξένησεν εἰς ὅλον τό ἀνθρώπινον γένος, ἐπειδή Αὐτή μοναχή σταθεῖσα ἀναμέσον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, τόν μέν Θεόν υἱόν ἀνθρώπου ἐποίησε, τούς δέ ἀνθρώπους υἱούς Θεοῦ. Πώς χωρίς τήν μεσιτείαν Αὐτῆς κανένας, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, δέν δύναται νά πλησιάσῃ εἰς τόν Θεόν· ἐπειδή καί Αὐτή μοναχή εὑρίσκεται μεθόριον ἀναμεταξύ τῆς ἀκτίστου καί κτιστῆς φύσεως· Αὐτή μόνη εἶναι Θεός ἄμεσος μετά τόν Θεόν καί ἔχει τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς οὖσα Μήτηρ ἀληθῶς τοῦ Θεοῦ· καί Αὐτή μοναχή εἶναι, ὄχι μόνον ὁ θησαυροφύλαξ ὅλου τοῦ πλούτου τῆς Θεότητος, ἀλλά καί ὁ διαμοιραστής εἰς ὅλους, καί Ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ὅλων τῶν ἀπό Θεοῦ διδομένων εἰς τήν κτίσιν ὑπερφυσικῶν ἐλλάμψεων καί θείων καί πνευματικῶν χαρισμάτων. Καί πώς δέν ὑπάρχει κανείς, πού νά Τήν ἐπικαλέσθῃ μέ πίστιν καί νά μή τοῦ ὑπήκουσε μέ εὐσπλαγχνίαν. Τέλος πάντων παράστησέ Της τά πάθη καί τά βάσανα τοῦ μονογενοῦς Αὐτῆς υἱοῦ, πού ὑπέφερε διά τήν σωτηρίαν μας καί παρακάλεσέ Την νά ζητήσει διά σέ χάριν ἀπό Αὐτόν, διά νά λάβουν καί εἰς σέ τά πάθη αὐτά τό ἀποτέλεσμα ἐκεῖνο, διά τό ὁποῖον τά ὑπέφερεν ὁ υἱός Της· πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι ἡ ἰδική σου σωτηρία καί τοῦτο, ὄχι δι’ ἄλλο, ἀλλά διά δόξαν ἰδικήν Του καί εὐαρέστησιν.

Σημειώση τοῦ Αγ. Νικοδήμου

1) Μέ κάθε δίκαιο ἄνθρωπο ἔχαιρε καί ὑπερέχαιρε πρό τοῦ αἰῶνος ἡ Ἁγία Τριάς προγινώσκουσα κατά τήν θεαρχικήν της ἰδέαν τήν ἀειπαρθένον Μαριάμ. Διότι εἶναι γνώμη τινῶν θεολόγων, ὅτι ἄν καθ’ ὑπόθεσιν ὅλα τά ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων ἤθελαν κρημνισθῆ ἀπό τούς Οὐρανούς καί γίνει δαίμονες, ἄν ὅλοι οἱ ἀπό τοῦ αἰῶνος ἄνθρωποι ἤθελαν γίνει κακοί καί ὅλοι νά ὑπάγουν εἰς τήν κόλασιν χωρίς νά γλυτώσῃ τις, ἄν ὅλα τά κτίσματα, οὐρανός, φωστῆρες, ἄστρα, στοιχεῖα, φυτά, ζῶα, ἤθελαν ἀποστατήσει κατά Θεοῦ, νά βγοῦν ἀπό τήν τάξιν των καί νά ὑπάγουν εἰς τό μή ὄν, μ’ ὅλον τοῦτο, ὅλες αὐτές οἱ κακίες τῶν κτισμάτων, συγκρινόμεναι μέ τό πλήρωμα τῆς ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου, δέν ἐδύναντο νά λυπήσουν τόν Θεόν· διότι μόνη ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦτο ἱκανή νά Τόν εὐχαριστήσῃ κατά πάντα καί διά πάντα, καί τῶν τόσων καί τόσων κτισμάτων Του, ὅσον ἤθελε Τόν κάμει νά χαίρῃ ὑπερβαλλόντως διά λόγου Της μόνον διότι Αὐτή μόνη ἀσυγκρίτως Τόν ἠγάπησεν ὑπέρ πάντα, διότι Αὐτή μόνη ἐστάθη χωρητική καί δεκτική ὅλων ἐκείνων τῶν φυσικῶν, τῶν προαιρετικῶν, καί τῶν ὑπερφυσικῶν χαρισμάτων, πού ὁ Θεός διεμοίρασεν εἰς ὅλην τήν κτίσιν· ἐν συντομίᾳ διότι Αὐτή ἔγινεν ἕνας ἄλλος δεύτερος Κόσμος, ἀσυγκρίτως καλλίτερος ἀπό ὅλον τόν νοητόν καί αἰσθητόν Κόσμον καί ἀρκετός μόνος, νά δοξάζῃ αἰωνίως τόν Ποιητήν ἐκ τῆς καλλονῆς καί ποικιλίας τῶν χαρισμάτων Του, περισσότερον ἀπό ὅλην τοῦ παντός τήν δημιουργίαν.

Συνάγεται λοιπόν ἐκ τῶν εἰρημένων, ὅτι ἐπειδή καί ὁ Θεός προώρισε τήν Θεοτόκον κατά τήν προαιώνιον αὐτοῦ εὐδοκίαν, ἥτις εἶναι οὐχί τό ἑπόμενον καί κατ’ ἐπακολούθησιν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό προηγούμενον καί κύριον αὐτοῦ θέλημα, ὡς τό ἑρμηνεύει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (Λόγος Α' Εἰς τά Φῶτα καί Λόγος εἰς τήν Χριστοῦ Γέννησιν). Συνάγεται λέγω ἐκ τούτων, ὅτι καθώς τό περιβόλι γίνεται διά νά φυτευθῇ τό δένδρον καί πάλιν τό δένδρον φυτεύεται διά τόν καρπόν, τοιουτοτρόπως ὅλος ὁ νοητός καί αἰσθητός Κόσμος ἔγινε διά τόν σκοπόν τοῦτον, ἤτοι διά τήν Κυρίαν Θεοτόκον· καί πάλιν ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε διά τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· καί οὕτως ἐτελειώθη ἡ ἀρχαία βουλή, καί ὁ σκοπός ὁ πρῶτος τοῦ Θεοῦ· μέ τό ὅτι ἀνεκεφαλαιώθησαν τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ καί ἡνώθη ἡ Κτίσις μέ τόν Κτίστην, οὐχί φυσικῶς, οὐχί προαιρετικῶς καί κατά χάριν, ἀλλά κατ’ αὐτήν τήν ὑπόστασιν· οὗτος εἶναι ὁ ἀνώτατος βαθμός τῆς ἑνώσεως, ὕστερα ἀπό τόν ὁποῖον ἄλλος ἀνώτερος οὔτε εὑρέθη, οὔτε εὑρεθήσεται.

Περί τινων σκέψεων,διά νά προστρέχωμεν εἰς τήν Θεοτόκον μέ πίστιν καί θάρρος

Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Θέλοντας νά προστρέξῃς εἰς τήν Θεοτόκον μέ πίστιν καί θάρρος εἰς κάθε σου ἀνάγκην, ἠμπορεῖς νά τό ἐπιτύχῃς, ὅταν συλλογισθῇς:

Α) Ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά ἀγγεῖα ( καθώς ἐκ πείρας τό ἠξεύρομεν), εἰς τά ὁποῖα εἶχε τοποθετηθῆ μόσχος ἤ ἄλλο τι πολύτιμον μύρον, καί παρ’ ὅλον ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον τό μύρον μέσα εἰς αὐτά, κρατοῦν ὅμως τά ἀγγεῖα ταῦτα τήν εὐωδίαν ἐκείνην· καί ὅσον περισσότερον διάστημα καιροῦ ἐστάθη μέσα τό μύρον, τόσον περισσότερον βαστοῦν καί τά ἀγγεῖα τήν εὐωδίαν· καί μάλιστα πώς, ἄν ὁ μόσχος μείνῃ κατά κάποιον τρόπον εἰς τά ἀγγεῖα, τόσον πολύ περισσότερον ταῦτα εὐωδιάζουν καί μ’ ὅλον ὅτι ὁ μόσχος ἐκεῖνος ἤ τό πολύτιμον ἐκεῖνο μύρον εἶναι μιᾶς δυνάμεως περιωρισμένης καί πεπερασμένης.

Ὁμοίως συλλογίσου, πώς ἕνας πού στέκει κοντά εἰς μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, κρατεῖ πολύν καιρόν τήν θερμότητα καί ὅταν μακρύνῃ ἀπό τό πῦρ. Καί ἐπειδή ταῦτα εἶναι ἀληθινά, ἆρα γε ἀπό ποίαν ἄρρητον εὐωδίαν φιλανθρωπίας, ἀπό ποίαν φλόγα ἀγάπης, καί ἀπό ποίους λογισμούς ἐλέους καί εὐσπλαγχνίας, ἠμποροῦμεν ἡμεῖς νά εἰποῦμεν, πώς εἶναι πλήρη τά σπλάγχνα τῆς Θεοτόκου πού ἐβάστασεν ἐννέα μῆνας εἰς τήν παρθενικήν Της γαστέρα τόν Χριστόν, τό ἀκένωτον μῦρον, πού κρατεῖ πάντοτε εἰς τό στῆθος Της καί εἰς τήν ἀγάπην Της, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὅστις εἶναι ἡ ἰδία αὐτοαγάπη καί τό ἴδιον αὐτοέλεος καί ἡ αὐτοευσπλαγχνία· καί ὄχι πεπερασμένης καί περιωρισμένης δυνάμεως, ἀλλÕ ἀπείρου καί ἀπεριορίστου;

Ὅθεν καθώς ὅποιος ἐγγίζει εἰς τά ἀγγεῖα, πού ἔχουν τό μύρον, παίρνει εἰς τόν ἑαυτόν του τήν εὐωδίαν, καί ὅποιος πλησιάζει εἰς μίαν μεγάλην πυρκαϊάν δέν μπορεῖ παρά νά λαμβάνῃ ἀπό τήν θερμότητά της, ἔτσι καί πολύ περισσότερον κάθε ἐνδεής, πού ἔχει χρείαν καί πλησιάζει μέ ταπείνωσιν καί πίστιν εἰς τό Οὐράνιον μύρον καί εἰς τό πῦρ τῆς ἀγάπης, τοῦ ἐλέους καί τῆς εὐσπλαγχνίας, πού πάντοτε εὐωδιάζει καί πάντοτε ἀνάπτει εἰς τό στῆθος τῆς Παρθένου, ἐξάπαντος θέλει λάβει βοηθείας, εὐεργεσίας καί χάριτας, τόσον περισσοτέρας, ὅσον περισσότερον συνεχῶς καί ὅσον μέ μεγαλυτέραν πίστιν καί θάρρος πλησιάσῃ.

Β) Ὅτι κανένα κτίσμα δέν ἠγάπησέ ποτε τόσον τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἐσυμμορφώθη τόσον εἰς τό θέλημά Του, ὡσάν ἡ Παναγία Του Μητέρα· ἀφ’ ἑνός μέν διότι μοναχή χωρίς ἄνδρα Τόν ἐγέννησε, καί ἀφ’ ἑτέρου δέ διότι αὐτόν ἕνα καί μοναχόν υἱόν ἐγέννησε καί ὄχι ἄλλον· ὅθεν δέν ἐμοιράσθη τελείως εἰς ἄλλον ἡ πρός Αὐτόν ἀγάπη Της.

Ἄν λοιπόν αὐτός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπητός υἱός τῆς Παρθένου, ἐξώδευσεν ὅλην του τήν ζωήν καί ὅλον τόν ἑαυτόν του διά τάς χρείας ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἔδωκε τήν Μητέρα του, ὡς μητέρα μας καί συνήγορον, εἰς τό νά μᾶς βοηθῇ καί εἶναι ὕστερα ἀπό Αὐτόν μέσον τῆς σωτηρίας μας, πῶς καί μέ ποῖον τρόπον θέλει δυνηθῆ ποτέ ἡ ἀγαπημένη του αὕτη μήτηρ καί συνήγορός μας νά γίνῃ ἀποστάτης τῆς θελήσεως τοῦ τόσον ἠγαπημένου υἱοῦ Της καί νά μή μᾶς βοηθήσῃ; Ὅθεν πρόστρεχε, ἀγαπητέ, πρόστρεχε μέ θάρρος εἰς κάθε σου χρείαν εἰς τήν Παναγίαν Θεοτόκον. Διότι ἐκείνη ἡ πεποίθησις καί τό θάρρος, πού δείχνεις εἰς Αὐτήν, εἶναι πλουσία καί μακαρία καί ἀσφαλές καταφύγιον καί πάντοτε γεννᾷ εἰς σέ χάριτας καί ἐλεημοσύνας.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Η αξιοποίηση από την Εκκλησία του συνεδριακού και του περιπατητικού τουρισμού σε συνάρτηση με τον Θρησκευτικό τουρισμό.

Πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία χρόνια για μια ειδική μορφή τουρισμού τον Θρησκευτικό τουρισμό καθότι τα μνημεία της ελληνικής ορθοδοξίας είναι αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής κληρονομιάς και αποτελούν αξιόλογο πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Οι βυζαντινές και οι μεταβυζαντινές εκκλησίες με την αξιόλογη εικονογράφησή τους, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τις σπάνιες εικόνες τους, οι επιβλητικοί καθεδρικοί ναοί, τα εξωκλήσια και τα προσκυνήματα της υπαίθρου, τα μοναστήρια τα μετόχια και οι σκήτες, η μοναδική μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους και τα μοναστήρια των Μετεώρων, μαρτυρούν την επίμονη προσήλωση στις παραδόσεις και τη στενή και μακραίωνη διασύνδεση της τέχνης με τη θρησκευτική λατρεία. Επίσης σε πολλές περιοχές της Ελλάδος, ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να συναντήσει, κτίσματα και μνημεία λατρείας διαφορετικών δογμάτων και θρησκειών, που συνυπάρχουν σε ένα διαρκή διάλογο, αναδεικνύοντας το σπάνιο ιστορικό και πολιτισμικό παλίμψηστο του ελληνικού χώρου. Οι συνθήκες όμως της ζωής αυτής , όπως βιώνονται σήμερα, έχουν αμβλύνει τις αισθήσεις μας, ώστε να χρειάζονται ερεθίσματα τέτοια, μέχρι να υπάρξει αληθινή ανταπόκριση στην ομορφιά που τις τριγυρίζει. Ερεθίσματα που δεν θα οδηγήσουν τον προσκυνητή σε ναυάγιο ούτε στον εκφυλισμό του σε τουρίστα, αλλά θα τον οδηγήσουν στη βίωση της κάθε προσκυνηματικής προσπάθειας για την ανεύρεση της ρίζας της ταυτότητας και της αυθεντικότητας .
Η ιστορική πορεία της Χριστιανικής Εκκλησίας μας αποδεικνύει ότι προσλαμβάνει και εξαγιάζει τα στοιχεία αυτού του κόσμου. Τα μέλη Της, που δημιουργούν και κατοικούν σε πόλεις, σε χώρες, στην Ενωμένη Ευρώπη του σήμερα και του αύριο, στον κόσμο όλο, δεν εγκαταλείπουν τον κόσμο, αλλά ζουν σ' αυτόν, και έχουν κληθεί να ενεργούν και να βιώνουν την εν Χριστώ ζωή μέσα στον κόσμο. Ο κάθε πιστός είναι εν μέρει προϊόν και ταυτόχρονα γίνεται δημιουργός ενός πολιτισμού, με όλον τον πλούτο και την ποικιλία του.
Ο πλούτος και η ποικιλομορφία του τοπικού πολιτισμού κάθε χριστιανικής χώρας, η ιστορία και τα χριστιανικά πολυδιάσπαρτα προσκυνήματα στην Ευρώπη και στην χώρα που μας φιλοξενεί, αποτελούν μια παγκόσμια κληρονομιά, και υπαγορεύουν την υλοποίηση εναλλακτικής προτάσεως αξιοποιήσεώς των, κατά την περιήγηση τόσο των ενδιαφερομένων και των εντοπίων, όσο και των πολλών και ποικίλων φίλων που τις επισκέπτονται καθημερινά. Οι πολυποίκιλοι ιστορικοί και λοιποί θησαυροί των χριστιανικών προσκυνημάτων μας , που συναντά κανείς σε κάθε βήμα, καταδεικνύουν την προσφορά του Χριστιανισμού παγκοσμίως στην Ιστορία, την Τέχνη, τον Πολιτισμό και την πνευματικότητα της ανθρωπότητας.
Ὁσκοπός άλλωστε των προσκυνηματικών περιηγήσεων, όπως κατανοείται από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, περικλείει τις περισσότερες φορές συνειδητά η ασυνείδητα, την υπέρβαση της καθημερινότητας, την ψυχική ανάταση και την κατάνυξη, την συνάντηση με μια άλλη πραγματικότητα, την προσδοκία της παρακλήσεως, την αναζήτηση του προσώπου και των αξιών αυτού. Αυτοί οι ευλογημένοι τόποι συνιστούν «σημεία» που εντάσσονται σε μία «πνευματική γεωγραφία», τα οποία όταν ενωθούν μεταξύ τους, χαρτογραφούν οδοιπορικά του προσκυνηματικού τουρισμού, υποβάλλουν σχέδια για ευσεβείς, ιερές αποδημίες και οδοιπορίες. Προϋπόθεση όμως της επιτυχίας του σκοπού της ύπαρξής των και της αποστολής των, αποτελεί ἡ «ν πνεύματι καί ληθεί» προσκύνηση.
Οι Χριστιανικές χώρες της γηραιάς Ηπείρου μας έχουν το προνόμιο της αδιάλειπτης παρουσίας και λειτουργίας της Εκκλησίας και των ιδρυμάτων Της. Τα διάφορα Χριστιανικά Καθιδρύματα και Προσκυνήματα δίπλα και σε συνάφεια με τα άλλα ιστορικά μνημεία, συνεχίζουν να υφίστανται. Επομένως τα χριστιανικά προσκυνήματα μας αλλά και οι ιεροί τόποι μπορούν και οφείλουν να αποτελέσουν, και ήδη αποτελούν σήμερα, τους ιδανικούς χώρους επίσκεψης όχι με τη μορφή και το σκοπό της θέασης όμορφων τοπίων μόνο, ούτε κάποιων υπολειμμάτων του ενδόξου ιστορικού μουσειακού παρελθόντος κάθε χώρας, αλλά της ανακαλύψεως μίας ζωντανής και ανθηρής χριστιανικής κοινότητας, και της βίωσης ενός αυθεντικού τρόπου χριστιανικής ζωής και μαρτυρίας. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε μια τέτοια προοπτική είναι αναγκαία, καθώς εκατομμύρια εκατομμυρίων χριστιανών σε όλο τον κόσμο κουρασμένοι από τους εξοντωτικούς βιορυθμούς της σύγχρονης ζωής, στρέφουν τα μάτια τους προς την Χριστιανική Εκκλησία και επιθυμούν να αποκαταστήσουν μια πρώτη επαφή με αυτή και να βρούν και δι Αυτής την αληθινή ταυτότητα και την ύπαρξή τους.

Ένα μεγάλο κεφάλαιο της Ελλάδος έχει πλέον καταστεί ο Θρησκευτικός τουρισμός μήπως όπως θα πρέπει όμως οι αρμόδιοι να σκεφτούν και την δυνατότητα της Εκκλησιάς να αναπτύξει συνεργασία ώστε να υπάρξει αξιοποίηση εκ μέρους της Εκκλησίας του συνεδριακού τουρισμού και του περιπατητικού. Σημαντικό βήμα φαίνεται ότι είναι η τελειοποίηση της καταγραφής της καταστάσεως όλων των προσκυνημάτων της Ελλάδος και η έκδοση προσκυνηματικών οδηγών, βιβλίων και multimedia. Επίσης η ανάδειξη και η χάραξη νέων προσκυνηματικών δρόμων, όπως οι θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας ανά γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας η ανάδειξή της εκκλησιαστικής μοναστηριακής κουζίνας και η δρόμοι των μοναστηριακών κρασιών. Η ανάδειξη, πιλοτικά, προσκυνηματικών χώρων, ικανών για την υποδοχή όλων των χριστιανών και με δυνατότητα φιλοξενίας και παραμονής τους στους χώρους, πέραν της μιας ημέρας και η συμμετοχή τους στην ζωή του προσκυνήματος και η χρησιμοποίηση αυτών των χώρων για την οργάνωση ποικίλων πολιτιστικών συνεδρίων. Και επειδη μπορει να φανουν οι σκεψεις αυτές φανταστικές οι ουτοπικές μπορώ να σας φέρω παραδείγματα που εχουν αξιοποιηθει ο συνεδριακος τουρισμός εδώ και χρονια όπως είναι η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης όπου πραγματοποιούνται συνέδρια επί τοπικού, εθνικού και διεθνούς επιπέδου με πρωτοβουλία και ευθύνη της σε συνεργασία με Εκκλησίες, Πανεπιστήμια και άλλους φορείς. Όπως και άλλο παραδείγμα οπου εχει αξιοποιηθει ο περιπατητικός τουρισμός οπου είναι η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Ζωοδοχου Πηγης-Χρυσοπηγής Χανίων οπου χάραξαν προσκυνηματικο δρόμο στην νέα μοναστική εγκατάσταση της Ιεράς Μονης Χρυσοπηγής στην περιοχή της Αγίας Κυριακής.

Ο Θρησκευτικός Τουρισμός αποτελεί ένα στοιχείο ενότητας Η Εκκλησία ζώντας καθημερινά τα νέα προβλήματα στην Ευρωπαϊκή κοινωνία προσπαθούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις προσέγγισης των χριστιανών στους Ιερούς τόπους των. Δημιουργούν δηλαδή και δια του τρόπου αυτού ήθος και σεβασμό ανάμεσα στον άνθρωπο και στον Θεό, στον άνθρωπο και στη φύση, στον άνθρωπο με το συνάνθρωπο του.

Με την ανάπτυξη λοιπόν αυτή, δημιουργούν συμπεριφορές όχι εξουσιαστικές αλλά αγαπητικές. Όχι προβληματικούς εθνικισμούς ή θρησκευτικούς φονταμεταλισμούς, αλλά ανοικτές και βιώσιμες χριστιανικές κοινωνίες. Οι χριστιανοί οφείλουμε να δίνουμε «λόγον περί της εν ημίν ελπίδος».

Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία μας βλέπει τον κόσμο μας και κυρίως τον άνθρωπο να περιέρχεται σε κατάσταση πτώσης. Ταυτόχρονα βλέπει όμως τον άνθρωπο, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο μας λουσμένο μέσα στην Ανάσταση του Χριστού. Αυτό το φως του Αναστημένου Κυρίου μας παρέχουν και προσφέρουν και τα ιερά χριστιανικά Προσκυνήματα. Προέκταση αυτής της Ανάστασης του Χριστού-Ανάστασης και του ανθρώπου πρέπει να αποτελέσουν οι ιεροαποδημίες και τα ιερά προσκυνήματα στις αρχές της τρίτης χιλιετίας μας στην Ενωμένη Ευρώπη, στις ορθόδοξες χώρες και στον κόσμο μας ολόκληρο.

Άγγελος Ασημινάκης

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Η "ΔΟΥΛΗ" ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΑΜΠΡΟΤΕΡΟΥΣ ΤΙΤΛΟΥΣ


Πανάγια και Ορθόδοξος εκκλησία, Ορθοδοξία και Θεοτόκος συνυφαίνονται τόσο στενά, ώστε να μη μπορεί να υπάρξει η μια χωρίς την άλλης. Η ορθόδοξη ψυχή στέκεται με μυστικό δέος, άφατη στοργή και ιερότατη συγκίνηση μπροστά στο άχραντο θεοχώρητο παλάτιο και θησαύρισμα της χάρητος. Στην κάθε γιορτή της οι ιεροί υμνογράφοι αφήνουν να χυθεί Από τις θεοκίνητες ψυχές τους ο,τι ωραιότερο και αγιώτερο για την πανύμνητον Θεοτόκον. Ενώ κάθε γιορτή της είναι ευφρόσυνο πανηγύρι για τους πιστούς. Είναι σημαντικότατο, ότι ο Άγγελος της ευαγγελίστηκε τη μεγάλη και απρόσμενη είδηση ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει τον Ιησούν, ο οποίος θα είναι ο"μέγας" και θα αναγνωρισθεί "υιός Υψίστου" η απάντηση της ήταν "ιδού ηδούλη του Κυρίου" είθε να γίνει σε εμένα αυτό, που είπες (Λουκ. α΄ 26-38) .Ωστόσο αυτή που έχει για τον εαυτό της το φρόνημα ότι είναι "δούλη Κυρίου", δηλαδή ολότελα πρόθυμη να διακονήσει το άγιο θέλημα του Κυρίου,που όμως δεν μπορούσε να εννοήσει, είναι το πρόσωπο με τους μεγαλύτερουςκαι μοναδικούς τίτλους. Το λαμπρότερο πρόσωπο στην ιστορία του κόσμου, από την αρχή της δημιουργίας ως το τέλος της! Απαριθμώ ελάχιστους από τους τίτλους που έδωσε η εκκλησία του Χριστού διαμέσου των αιώνων στη "δούλη Κυρίου". Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κομίζοντας τηςτο μήνυμα του ουρανού την ονόμασε "Κεχαριτωμένη". Δηλαδή, γεμάτη από υπερφυσική θεια χάρη θυγατέρα της χάριτος πρόσωπο που έλαβε από τον Θεόν πολλές και μεγάλες χάριτες. Προπαντός δε την κατ΄ εξοχήν χάρη να γίνει μητέρα του Κυρίου. Ο μοναδικός αυτός τίτλος δόθηκε πρώτη φορά στη Θεοτόκο. Και από τότε κανένας δε βρέθηκε ούτε θα βρεθεί να τον διεκδικήσει. "Κεχαριτωμένη" λοιπόν για το θεομητορικό θαύμα της οποίας χαίρει ολόκληρη η δημιουργία, το σύστημα των υπεράριθμων Αγγέλων και τογένος των ανθρώπων. Η εκκλησία της έδωσε ακόμη τον τίτλο "βασίλισσα των αγγέλων" και την ονόμασε "παγκόσμιον δόξαν". Μια βασίλισσα που γεννήθηκεαπό θνητούς ανθρώπους. Μια δόξα που βλάστησε από άσημους ανθρώπους καιγέννησε τον Δεσπότην του κόσμου. Γι΄ αυτό και δεν την αποκαλούμε απλώςευλογημένη αλλά "Υπερευλογημένη". Ευλογημένη περισσότερο από κάθε τι που υπάρχει. Διότι από εκείνον, ο Οποίος δανείστηκε σάρκα απ΄αυτήν, αιχμαλωτίστηκε ο Άδης, ο Αδάμ ανακλήθηκε από την πτώση του, η παλαιάκατάρα της παραβιάσεως νεκρώθηκε, η Εύα ελευθερώθηκε από τα δεσμά της παρακοής, ο θάνατος νεκρώθηκε και όλοι εμείς δεχθήκαμε ζωή αληθινή. Για όλα αυτά οι χοροστασίες των αγγέλων κατεπλάγησαν . Διότι δεν μπόρεσαν νακατανοήσουν, πως Αυτός, που συνέχει τα πάντα με ένα του νεύμα, κρατιέταιστην αγκαλιά της ως άνθρωπος που λαμβάνει αρχή Αυτός, που υπάρχει προπάντων των αιώνων πως γαλουχείται Αυτός, ο Οποίος τρέφει με την άφατηχρηστότητα του, κάθε τι που αναπνέει και ζει. Γι΄ αυτό δίκαια η εκκλησίατην αποκαλεί "Τιμιοτέραν των χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως τωνΣεραφείμ". Δηλαδή πολύ πιο σεβάσμια, πολύ πιο άξια τιμής από τα Χερουβείμ, που κυκλώνουν θρόνο του Τριαδικού Θεού. Πρόσωπο, το οποίονέχει ασύγκριτα πιο μεγάλη δόξα, τιμή και υπόληψη από τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, που ψάλλουν ασίγητα γύρω από το θρόνο του θεού το τρισάγιον ύμνον "άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ...". Άλλωστε η Παρθένος είναι κατά ένα εκκλησιαστικό εγκώμιο πολυ ταιριαστό στο πρόσωπο της "καθέδρα του βασιλέως" και "παλάτιον έμψυχον" του "Κτίστου" της, που την δημιούργησε. Είναι το "θεοπρεπές ενδιαίτημα", το κατοικητήριον που ταιριάζει στο Δημιουργό. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της εκκλησίας μας, εγκωμιάζοντας την Παναγία κατά την εορτή της κοιμήσεως της είπε, απευθυνόμενος στο άχραντο πρόσωπο της: Συ είσαι ο βασιλικός θρόνος πλάι από τον οποίο παραστέκουν οι "θρόνοι", δηλαδή οι άγγελοι, ατενίζοντας τον Δεσπότην και Δημιουργόν ο θρόνος, πάνω στον οποίον κάθεται ωσάν σε όχημα ο Δεσπότης Χρίστος. Παράλληλο εγκώμιο -τίτλος προς την "δούλη Κυρίου" είναι και το "Κιβωτός του αγιάσματος". Η κιβωτός, που είναι από παντού καλυμμένη με χρυσάφι, το οποίον διαλάμπεικαι φωτίζεται από το Άγιον Πνεύμα. Η Παναγία είναι "η χρυσήλατος στάμνος"η στάμνα η δουλεμένη με το σφυρί και από χρυσάφι, η οποία φέρει τον Χριστόν, που είναι "το μάννα το ουράνιον" και η καθαρή και άδολη "τροφήτου παντός κόσμου"(Άγιος Ανδρέας Κρήτης). Ο ίδιος υμνογράφος την ονομάζεικαι "νέαν μυροθήκην του ακένωτου μύρου" μύρον δε ακένωτον και "πολύτιμον" είναι ο Σωτήρας Κύριος που ευφραίνει μυστικά τις καρδίες εκείνων, οι οποίοι τον πιστεύουν και έχουν κλείσει μέσα τους το θαύμα της Θεοτόκου. Να, και ένας ακόμη τίτλος της Παρθένου. Οι υμνογράφοι την αποκαλούν όχι λίγες φορές "γλυκασμόν των αγγέλων". Δηλαδή πρόσωπο, που γλυκαίνειπερισσότερο από κάθε άλλο κτιστό και λογικό πλάσμα τις ουράνιες αγγελικέςδυνάμεις και τις γεμίζει με άφατη ευφροσύνη. Δίκαια ο ιερός υμνογράφος ατενίζοντας το άσπιλο και αμόλυντο πρόσωπο της αναφωνεί γεμάτος έκσταση: Πώς να σε καλέσουμε Κεχαριτωμένη ; Να σε καλέσουμε ουρανό, διότι ανέτειλες τον ήλιο της δικαιοσύνης. Παράδεισο, διότι, εβλάστησες το άνθος της αφθαρσίας. Παρθένο, διότι, αν και γέννησες, δεν έχασες την παρθενία σου. Μητέρα αγνή, διότι στη μητρική σου αγκαλιά κράτησες Υιόν, τον Θεόν, που κυβερνά τα πάντα. Ο δε Άγιος Ανδρέας Κρήτης σ΄ ένα ξέσπασμα της οσίας ψυχής του, πλέκει ένα σπάνιο εγκώμιο προς την Κυρίαν Θεοτόκον, στο οποίο λέγει τα ακόλουθα: "Χαίρεις το σκήπτρον του Δαβίδ το βασιλικόν ένδυμα τωνχαρίτων ο στέφανος της παρθενίας ο τύπος ο άγραφος(...) η απαρχή της ημών αναπλάσεως(...) η απροσδόκητος των εθνών σωτηρία(...) το κιαπνιζόμενον όρος...". Με τέτοιους και πολλούς άλλους παρόμοιους τίτλους και εγκώμια υμνούμε οι ορθόδοξοι την παρθένον. Αυτήν που από βαθειά ταπείνωση και υποδειγματική υπακοή της ονόμασε τον εαυτό της "δούλη Κυρίου". Το ταπεινότης φρόνημα, που δεν έχει άλλο προηγούμενο σε λογικό δημιούργημα του Θεού, της προσεκόμισε ένα ατελεύτητο εγκώμιο από τους ανθρώπους και την ανέβασε ασύγκριτα πιο πάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Κάτι που δεν έγινε ούτε θα γίνει ποτέ σε κτιστή ύπαρξη.

Ασημινάκης Άγγελος