Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

H ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων

Ιωάννη Φουντούλη

Mποροῦμε νά ὀνομάσουμε χωρίς ὑπερβολή τή Λειτουργία αὐτή, μαζί μέ τά λειτουργικά χειρόγραφα, «Λειτουργία τῆς Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς», γιατί πραγματικά ἀποτελεῖ τήν πιό χαρακτηριστική ἀκολουθία τῆς ἱερᾶς αὐτῆς περιόδου. Εἶναι δυστυχῶς ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἀπό τούς χριστιανούς ἀγνοοῦν τελείως τήν ὕπαρξί της, ἤ τήν ξεύρουν μόνο ἀπό τό ὄνομα, ἤ καί ἐλάχιστες φορές τήν ἔχουν παρακολουθήσει. Δέν πρόκειται νά τούς μεμφθοῦμε γι᾿ αὐτό.

Η Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων τελεῖται σήμερα στούς ναούς μας τό πρωί τῶν καθημερινῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡμερῶν δηλαδή ἐργασίμων, καί γι᾿ αὐτό λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν δεσμεύονται κατά τίς ὧρες αὐτές ἀπό τά ἐπαγγέλματα ἤ τήν ὑπηρεσία των. Τά τελευταῖα χρόνια γίνεται μιά πολύ ἐπαινετή προσπάθεια ἀξιοποιήσεώς της. Σέ πολλούς ναούς τελεῖται κάθε Τετάρτη ἀπόγευμα, σέ ὧρες πού πολλοί, ἄν ὄχι ὅλοι οἱ πιστοί, ἔχουν τή δυνατότητα νά παρευρεθοῦν στήν τέλεσί της.

Τό ὄνομά της ἡ Λειτουργία αὐτή τό πῆρε ἀπό τήν ἴδια τή φύση της. Εἶναι στήν κυριολεξία Λειτουργία «προηγιασμένων δώρων». Δέν εἶναι δηλαδή λειτουργία ὅπως οἱ ἄλλες γνωστές λειτουργίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στίς ὁποῖες ἔχομε προσφορά καί καθαγιασμό Τιμίων Δώρων. Τά Δῶρα εἶναι καθαγιασμένα, προηγιασμένα, ἀπό ἄλλη Λειτουργία, πού ἐτελέσθη σέ ἄλλη ἡμέρα. Τά προηγιασμένα δῶρα προτίθενται κατά τήν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων γιά νά κοινωνήσουν ἀπ᾿ αὐτά καί νά ἁγιασθοῦν οἱ πιστοί. Μέ ἄλλα λόγια ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων εἶναι μετάληψις, κοινωνία.

Γιά νά κατανοήσουμε τήν γενεσιουργό αἰτία τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων πρέπει νά ἀνατρέξωμε στήν ἱστορία της. Οἱ ρίζες της βρίσκονται στήν ἀρχαιοτάτη πράξη τῆς ‘Εκκλησίας μας. Σήμερα ἔχομε τή συνήθεια νά κοινωνοῦμε κατά ἀραιά χρονικά διαστήματα. Στούς πρώτους ὅμως αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς ‘Εκκλησίας οἱ πιστοί κοινωνοῦσαν σέ κάθε Λειτουργία, καί μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν ὑποπέσει σέ διάφορα σοβαρά ἁμαρτήματα ἀπεκλείοντο γιά ἕνα ὡρισμένο χρονικό διάστημα ἀπό τήν μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Κοινωνοῦσαν δηλαδή οἱ πιστοί ἀπαραιτήτως κάθε Κυριακή καί κάθε Σάββατο καί ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ὅσες φορές ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία, τακτικῶς ἤ ἐκτάκτως στίς ἑορτές πού ἐτύχαινε νά συμπέσουν ἐντός τῆς ἑβδομάδος. Ὁ Μέγας Βασίλειος μαρτυρεῖ ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς ἐποχῆς του κοινωνοῦσαν τακτικῶς τέσσερες φορές τήν ἑβδομάδα, δηλαδή τήν Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή (ἐπιστολή 93). Ἄν πάλι δέν ἦτο δυνατόν νά τελεσθῇ ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ἡ Θεία Λειτουργία, τότε οἰ πιστοί κρατοῦσαν μερίδες ἀπό τήν θεία κοινωνία τῆς Κυριακῆς καί κοινωνοῦσαν μόνοι τους ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος. Τό ἔθιμο αὐτό τό ἐπιδοκιμάζει καί ὁ Μέγας Βασίλειος.

Στά Μοναστήρια καί ἰδιαίτερα στά ἐρημικά μέρη, ὅπου οἱ μοναχοί δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά παρευρεθοῦν σέ ἄλλες λειτουργίες ἐκτός τῆς Κυριακῆς, ἔκαμαν ὅ,τι καί οἱ κοσμικοί. Κρατοῦσαν δηλαδή ἁγιασμένες μερίδες ἀπό τήν Κυριακή ἤ τό Σάββατο καί κοινωνοῦσαν κατ᾿ ἰδίαν. Οἱ μοναχοί ὅμως ἀποτελοῦσαν μικρές ἤ μεγάλες ὁμάδες καί ὅλοι ἔπρεπε νά προσέλθουν καί νά κοινωνήσουν κατά τίς ἰδιωτικές αὐτές κοινωνίες. Ἔτσι ἀρχίζει νά διαμορφώνεται μία μικρά ἀκολουθία. Ὅλοι μαζί προσηύχοντο πρό τῆς κοινωνίας καί ὅλοι μαζί εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό, πού τούς ἀξίωσε νά κοινωνήσουν. Ἄν ὑπῆρχε καί ἱερεύς, αὐτός τούς προσέφερε τήν θεία κοινωνία. Αὐτό ἐγίνετο μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ ἤ τῆς Θ’ ὥρας (3 μ.μ.), γιατί οἱ μοναχοί ἔτρωγαν συνήθως μιά φορά τήν ἡμέρα, μετά τόν ἑσπερινό. Σιγά -σιγά θέλησαν νά ἐντάξουν τήν κοινωνία τους αὐτή στά πλαίσια μιᾶς ἀκολουθίας, πού νά ὑπενθυμίζει τήν θεία λειτουργία.

Κατά τόν τρόπο αὐτόν διεμορφώθη ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν (δηλαδή κατά τόν τύπον τῆς Θείας Λειτουργίας), πρός τό τέλος τῆς ὁποίας κοινωνοῦσαν. Αὐτή εἶναι ἡ μητρική μορφή τῆς Προηγιασμένης.

Ας ἔλθωμε τώρα στήν Τεσσαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία κατά τήν περίοδο αὐτή ἐτελεῖτο μόνον κατά τά Σάββατα καί τίς Κυριακές. Παλαιό ἔθιμο ἐπικυρωμένο ἀπό ἐκκλησιαστικούς κανόνες ἀπηγόρευε τήν τέλεσι τῆς θείας λειτουργίας κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, γιατί αὐτές ἦσαν ἡμέρες νηστείας καί πένθους. Ἡ τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας ἦταν κάτι τό ἀσυμβίβαστο πρός τόν χαρακτῆρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Ἡ Λειτουργία εἶναι πασχάλιο μυστήριο, πού ἔχει ἔντονο τόν πανηγυρικό, τόν χαρμόσυνο, τόν ἐπινίκο χαρακτῆρα. Αὐτό ὅμως γεννοῦσε ἕνα πρόβλημα. Οἱ χριστιανοί ἔπρεπε νά κοινωνήσουν δύο φορές τοὐλάχιστον ἀκόμη κατά τήν ἑβδομάδα, τό ὀλιγώτερο δηλαδή κατά τίς ἐνδιάμεσες ἡμέρες, τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, πού μνημονεύει καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἡ λύσις ἤδη ὑπῆρχε: Οἱ πιστοί θά κοινωνοῦσαν ἀπό Προηγιασμένα Ἅγια. Οἱ ἡμέρες αὐτές ἦσαν ἡμέρες νηστείας. Νηστεία τήν ἐποχή ἐκείνη ἐσήμαινε πλήρη ἀποχή τροφῆς μέχρι τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Ἡ κοινωνία λοιπόν θά ἔπρεπε νά κατακλείσῃ τήν νηστεία, νά γίνῃ δηλαδή μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.

Στό σημεῖο αὐτό συνδέεται ἡ ἱστορία μέ τήν σημερινή πρᾶξι. Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι σήμερα ἀκολουθία ἑσπερινοῦ, στήν ὁποία προστίθεται ἡ παράθεσις τῶν δώρων, οἱ προπαρασκευαστικές εὐχές, ἡ θεία κοινωνία καί ἡ εὐχαριστία ὕστερα ἀπό αὐτήν. Ἡ διαμόρφωσίς της μέσα στό ὅλο πλαίσιο τῆς Τεσσαρακοστῆς τῆς ἔδωσε ἕνα ἔντονο «πενθηρό»,, κατά τόν Θεόδωρο Στουδίτη, χαρακτῆρα (Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων). Μέ τόν ἑσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οἱ ἱερεῖς φέρουν πένθιμα ἄμφια, ἡ ἁγία τράπεζα καί τά τίμια δῶρα εἶναι σκεπασμένα μέ μαῦρα καλύμματα, οἱ εὐχές εἶναι γεμᾶτες ταπείνωσι καί συντριβή. «Μυστικώτερα εἰς πᾶν ἡ τελετή γίνεται», κατά τόν ἴδιο Πατέρα. 

Καιρός νά ρίξουμε μιά ματιά σ᾿ αὐτήν τήν ἴδια τήν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, στή μορφή πού ὕστερα ἀπό μακρά ἐξέλιξη ἀποκρυσταλώθηκε καί κατά τήν ὁποία τελεῖται σήμερα στούς ναούς μας. Ἤδη ἐπισημάναμε τά δύο λειτουργικά στοιχεῖα πού τήν συνθέτουν: τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τήν Θεία Κοινωνία. Τό πρῶτο μέρος της ἀποτελεῖ ὁ συνήθης ἑσπερινός τῆς Τεσσαρακοστῆς μέ μικρές μόνο τροποποιήσεις.

Ο ἱερεύς κατά τήν ψαλμωδία τῆς Θ’ ὥρας ἐνδύεται τήν ἱερατική του στολή καί θυμιᾷ. Ἡ ἔναρξις γίνεται μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» κατά τόν τύπο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀναγινώσκεται ὁ προοιμιακός, ὁ 103ος δηλαδή ψαλμός, πού περιγράφει τό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ· «Eὐλόγει, ἡ ψυχή μου τόν Κύριον Κύριε ὁ Θεός μου ἐμεγαλύνθης σφόδρα…». Εἶναι τό προοίμιο τοῦ ἑσπερινοῦ, ἀλλά καί ὅλης τῆς ἀκολουθίας τοῦ νυχθημέρου, πού ἀρχίζει, ὡς γνωστό, κατά τόν ἑβραϊκό τρόπο, ἀπό τήν ἑσπέρα· πρῶτο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου θεωρεῖται ἡ νύκτα. Ὕστερα ὁ διάκονος, ἤ ἐν ἀπουσίᾳ του ὁ ἱερεύς, θέτει στό στόμα τῶν πιστῶν τά αἰτήματα τῆς προσευχῆς· «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»,, τά εἰρηνικά. Ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ ΙΗ’ καθίσματος τοῦ Ψαλτηρίου· «Πρός Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καί εἰσήκουσέ μου…» (Ψαλμοί 119-133). Εἶναι τό τμῆμα τοῦ Ψαλτηρίου πού ἔχει καθορισθῇ νά ἀναγινώσκεται κατά τούς ἑσπερινούς τῆς Τεσσαρακοστῆς.

 Ο ιερεύς ἐν τῷ μεταξύ ἑτοιμάζει στήν Πρόθεσι τά Προηγιασμένα -ἀπό τήν Λειτουργία τοῦ προηγουμένου Σαββάτου ἤ τῆς Κυριακῆς- Τίμια Δῶρα. Ἀποθέτει τόν Ἅγιο Ἄρτο στό Δισκάριο, κάμνει τήν ἕνωσι τοῦ οἴνου καί τοῦ ὕδατος στό Ἅγιο Ποτήριο καί τά καλύπτει. Ὁ ἑσπερινός συνεχίζεται μέ τήν ψαλμῳδία τῶν ψαλμῶν τοῦ λυχνικοῦ καί τῶν κατανυκτικῶν τροπαρίων τῶν ἑκάστοτε ἡμερῶν, πού περιλαμβάνονται στούς τελευταίους στίχους τῶν ψαλμῶν αὐτῶν καί γίνεται ἡ εἴσοδος. Διαβάζονται δύο ἀναγνώσματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἕνα ἀπό τήν Γένεσι καί ἕνα ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Θά σταθοῦμε γιά λίγο στήν κατανυκτική ψαλμῳδία τοῦ «Κατευθυνθήτω», τοῦ δευτέρου στίχου τοῦ 140οῦ ψαλμοῦ. Ψάλλεται μετά ἀπό τά ἀναγνώσματα ἕξ φορές, ἀπό τόν ἱερέα καί τούς χορούς, ἐνῶ ὁ ἱερεύς θυμιᾷ τήν Ἁγία Τράπεζα.

«Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου

ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»..

 Κατόπιν γίνεται ἡ ἐκτενής δέησις ὑπέρ τῶν τάξεων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Κατηχουμένων, τῶν ἑτοιμαζομένων διά τό ἅγιον Βάπτισμα, «τῶν πρός τό φώτισμα εὐτρεπιζομένων»,, καί τῶν πιστῶν. Καί μετά τήν ἀπόλυσι τῶν Κατηχουμένων ἔρχεται τό δεύτερο μέρος, ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων.

Τήν μεταφορά τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν Πρόθεσι στό Θυσιαστήριο, πού γίνεται μέ ἄκρα κατάνυξι, ἐνῷ οἱ πιστοί προσπίπτουν «μέχρις ἐδάφους» συνοδεύει ἡ ψαλμῳδία τοῦ ἀρχαίου ὕμνου «Νῦν αἱ δυνάμεις»:

«Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν

σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν

ἰδού γάρ εἰσπορεύεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης.

Ιδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορεῖται.

Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν,

ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενόμεθα.

Ἀλληλούϊα».

Η προπαρασκευή γιά τήν Θεία Κοινωνία περιλαμβάνει κυρίως τήν Κυριακή προσευχή (Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς… τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον…», ἀκολουθεῖ ἡ Κοινωνία καί μετ᾿ αὐτήν ἡ εὐχαριστία. Καί ἡ Λειτουργία κλείνει μέ τήν κατανυκτική ὀπισθάμβωνο εὐχή. Εἶναι δέησις πού συνδέει τήν τέλεσι τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς Λειτουργίας πρός τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν. Ὁ πνευματικός ἀγών τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι σκληρός, ἀλλά καί ἡ νίκη κατἀ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν εἶναι βεβαία γιά τούς ἀγωνιζομένους τόν καλόν ἀγῶνα. Ἡ Ἀνάστασις δέν εἶναι μακράν. Ἄς τήν διαβάσωμε προσεκτικά. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα ἐκκλησιαστικά κείμενα:

«Δέσποτα παντοκράτορ, ὁ πᾶσαν τήν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας, ὁ διά τήν ἄφατόν σου πρόνοιαν καί πολλήν ἀγαθότητα ἀγαγών ἡμᾶς εἰς τά πανσέπτους ἡμέρας ταύτας, πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων, πρός ἐγκράτειαν παθῶν, πρός ἐλπίδα ἀναστάσεως· ὁ διά τεσσαράκοντα ἡμερῶν πλάκας χειρίσας τά θεοχάρακτα γράμματα τῷ θεράποντί σου Μωσεῖ, παράσχου καί ἡμῖν, ἀγαθέ, τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνίσασθαι, τόν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τήν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι, τάς κεφαλάς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι καί ἀκατακρίτως φθάσαι προσκυνῆσαι καί τήν ἁγίαν ἀνάστασιν».

Η Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι μία ἀπό τίς ὡραιότερες καί κατανυκτικότερες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά συγχρόνως καί μία διαρκής πρόσκλησις γιά τήν συχνή κοινωνία τῶν θείων μυστηρίων. Μιά φωνή ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, ἀπό τήν ἀρχαία ζωντανή παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Φωνή πού λέγει ὅτι ὁ πιστός δέν μπορεῖ νά ζῇ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἄν δέν ἀνανεώνῃ διαρκῶς τήν ἕνωσί του μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ἡ ζωή ἡμῶν» (Κολοσ. 3, 4).

Απο το βιβλίο, ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, εκδ. Ἀ. Δ

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΉΝ Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ


«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34). Αἴροντες τόν σταυρό, εὐαρεστοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Τόν ἀκολουθοῦμε. Ἄν ἀκολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον. Ὅποιος δέν ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά Μέ ἀκολουθήσῃ (Ματθ. ι΄ 38).

Αν ἀκολουθήσῃς τόν δικό σου νοῦ καί ὄχι τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἄν ἀκολουθήσῃς τό θέλημά σου καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ ψυχή σου δέν εἶναι καθαρή, δέν εἶναι ἁγιασμένη, εἶναι χαμένη στήν ζούγκλα τῶν ψυχοφθόρων καί φρικτῶν πλανῶν. Διότι ἡ ἁμαρτία, τό κακό, κατόρθωσε νά χτίσῃ μέσα μας, δίπλα σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή πού ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό, τήν δική της ψυχή.

Αν ἡ ἁμαρτία μᾶς γίνῃ ἕξις, δημιουργεῖ μέσα μας τήν δική της ψυχή. Ἄν πράττομε τήν ἁμαρτία, ἐκείνη σταδιακά μορφώνεται στήν ψυχή μας. Κοντά σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε, ἐσύ φέρνεις ἕναν ξένο, ὁ ὁποῖος σέ αἰχμαλωτίζει. Αὐτός διαφεντεύει, ἐνῶ ὅ,τι θεϊκό εἶναι μέσα σου εἶναι σάν κοιμισμένο, σάν μουδιασμένο. Τό ἀπέρριψες, καί ἐκεῖνο δέν ζῆ μέσα σου, πεθαίνει.

Η ἁμαρτία δημιουργεῖ μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεῖ μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της ἀντίληψι γιά τόν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία ἐπιδιώκει νά καταλάβῃ τήν θέσι τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου, τήν θέσι τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θέλει νά κάνῃ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία στήν πραγματικότητα θέλει νά στερήσῃ τόν ἄνθρωπο ἀπό ἐκεῖνες τίς θεϊκές ὡραιότητες πού ἔχει στήν ψυχή του. Ναί, αὐτός ὁ διάβολος ἀγωνίζεται διά μέσου τῆς ἁμαρτίας νά δημιουργήσῃ μέσα σου καί μέσα μου τήν δική του εἰκόνα. Διότι ἡ ἁμαρτία πάντοτε ὁμοιάζει στόν διάβολο. Πάντοτε, ὅταν τήν ἐναγκαλιζώμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στήν ψυχή μας τήν δική του σκοτισμένη μορφή.

Ετσι, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τήν ἕξι στήν ἁμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ἕνα ἄλλο ἐγώ, μία ἄλλη ψυχή, ἕνας ἄλλος ἑαυτός, ἐκεῖνος ὁ ἑαυτός, τόν ὁποῖο ζητεῖ ὁ Κύριος νά ἀπαρνηθοῦμε: «οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19). Τό κακό τό δημιουργήσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐνῶ τό καλό εἶναι ἀπό τόν Θεό, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. δ΄ 4). Ἐγώ θέλω νά ζῶ σωστά, ἀλλά τήν δύναμι νά τό κάνω δέν τήν ἔχω. Δέν βρίσκω τήν δύναμι γι’ αὐτό, δέν βρίσκω τήν δύναμι μέσα μου.

Νά, τό σημερινό Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει τόν τρόπο, γιά νά πραγματοποιήσουμε στήν ζωή μας τό καλό πού ἐπιθυμοῦμε. Αὐτός εἶναι ἡ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ σου, τῆς ἁμαρτίας σου, αὐτῆς τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς πού δημιουργήθηκε, χτίστηκε, μορφώθηκε μέσα σου.

Μέ τήν νηστεία στήν πραγματικότητα ἀπωθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα πού εἶναι μέσα μας. Ἀντικαθιστοῦμε σταδιακά τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, μέχρις ὅτου φθάσουμε στήν τελειότητα πού ἔφθασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγῶ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20).

Νά τί σημαίνει «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»: Σημαίνει νά ἀπαλείψουμε ὅλες τίς (κακές) μας ἐπιθυμίες, κάθετι ἀνθρώπινο, ἐφάμαρτο, καί νά τά ἀντικαταστήσουμε μέ τόν Χριστό. Νά ἀλλάξουν, νά γίνουν ὅλα Χριστός! «Ὅς γάρ ἐάν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾽ ἄν ἀπολέσει τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, σώσει αὐτήν» (Μάρκ. η΄ 35). Ἐάν, βεβαίως, ἀπαρνηθοῦμε κάθε ἁμαρτία μας, κάθε πάθος μας· καί ἄν ξέρουμε, ἄν αἰσθανόμαστε καί ἄν θέλουμε νά γίνῃ ὁ Χριστός ψυχή μέσα στήν ψυχή μας, καρδιά μέσα στήν καρδιά μας, νά ἀντικαταστήσῃ τόν ἑαυτό μας, τό ἐγώ μας μέ τόν Ἑαυτό Του.

Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά νά φυλάξουμε ἐγώ καί ἐσύ καί κάθε ἄνθρωπος τήν ψυχή μας ἀπό τήν κόλαση, ἀπό τήν καταστροφή, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό κάθε κακό, ἀπό τά αἰώνια βάσανα, νά βροῦμε μέσα μας ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, ἐκείνη τήν θεϊκή ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε. Θεοειδής ψυχή! –Ποῦ εἶναι ἄραγε; –Στόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς εἰπῇ: Νά, ἔτσι πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔδειξε στόν ἑαυτό Του τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.

Εμεῖς εἴμαστε πλασμένοι κατ’ Εἰκόνα Θεοῦ. Ὀφείλουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ αὐτήν. Τί εἶναι ὁ νοῦς μας; Εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας ὑποχρέωσις εἶναι νά κάνουμε τόν νοῦ μας ὅμοιο μέ τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή νά χριστοποιήσουμε ὅλο τόν νοῦ μας καί νά μποροῦμε νά ποῦμε μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α΄ Κορ. β΄ 16).

Αλλά μέχρι νά ταυτίσουμε τό θέλημά μας μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ, τό δικό μας θέλημα πάντα περιπλανιέται, εἶναι πάντα ἀδύνατο, πάντα σκοντάφτει καί βυθίζεται στήν ἁμαρτία. Ἐάν ἔχουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς τό αἰώνιο πρότυπό μας, τό αἰώνιο ὅραμά μας, τότε ταυτίζουμε τόν ἑαυτό μας μέ τό δικό Του θέλημα. Τότε λέμε: δέν θέλω νά γίνῃ τό θέλημά μου, ἀλλά τό δικό Σου (Κύριε).

Πάτερ ἡμῶν, γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς. Ὅταν ἐμεῖς, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θέλουμε νά θεραπεύσουμε τό θέλημά μας ἀπό ὅλες τίς ἀδυναμίες, ἀπό ὅλες τίς ἀρρώστειες του, ἀπό ὅλο τόν θάνατό του, στήν πραγματικότητα θεραπεύουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἐξορίζουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας κάθε τι ἐφάμαρτο. Ναί!

Οσο ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἐπιποθεῖ τόν Θεό, ὅσο στ’ ἀλήθεια ἀγωνίζεται νά ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του καί νά ἀκολουθῇ τόν Χριστό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀληθινά λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό τήν θεία δύναμι. Διότι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, ὁ Σταυρός «ἡμῖν τοῖς σῳζομένοις δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κορ. α΄ 18). Ἡμῖν, γιά μένα καί γιά σένα καί γιά κάθε ἄνθρωπο.

Οταν ἀποφασίσῃς νά βιάσῃς τόν ἑαυτό σου νά σηκώσῃς τόν σταυρό σου, νά! ἐσύ τήν ἴδια στιγμή λαμβάνεις θεία δύναμι. Αὐτή τήν δύναμι τήν δίνει ὁ Κύριος, γιά νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε ἁμαρτία μέσα σου, νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε κακό, κάθε κακή συνήθεια, νά μπορέσῃς νά παιδαγωγήσῃς τήν γλῶσσα σου νά μή λέγῃ ἄπρεπα λόγια, νά παιδαγωγήσῃς τό μάτι σου νά μή βλέπῃ ἐκεῖνα πού δέν πρέπει νά βλέπῃ. Ὅλη ἡ ζωή σου νά γίνῃ χριστοειδής. Χάριν τίνος; Χάριν τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά ἐγκατοικίσῃς τόν Χριστό μέσα σου!

Νά, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, αὐτό εἶναι τό ὅραμά μας, αὐτό εἶναι ἡ ἀνάπαυσις καί ἡ εἰρήνη καί ὁ αἰώνιος παράδεισος τῆς ψυχῆς μας, κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Χωρίς τόν Χριστό ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν εἰρηνεύει… Ἡ δική μας ὁδός, ἡ ὁδός τῶν Ἁγίων καί τῆς νηστείας, εἶναι βία στόν ἑαυτό μας νά πράττωμε κάθε ἀγαθό, διηνεκής βία τοῦ ἑαυτοῦ μας πρός κάθε καλό. Διότι ἡ φύσις μας δέν θέλει τό καλό. Ἐκείνη κλίνει στό κακό. Ἐσύ ὅμως βίασε τόν ἑαυτό σου νά πνίγῃς κάθε κακό πού ὑπάρχει μέσα σου.

Ο Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, γιά νά κάνῃς πραγματικά κάθε καλό. Νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας, νά χριστοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά προσέχουμε ὅτι νηστεία δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό νά ἀντικαταστήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, τόν Θεό μας. Μέσῳ κάθε ἀρετῆς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀντικαθιστᾷ τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Διότι, «θεός ἡ ἀρετή», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Καί αὐτή ἡ θεία δύναμις εἶναι πιό δυνατή ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, αὐτή ἡ δύναμις μᾶς χαρίσθηκε γιά νά ὑπερνικοῦμε κάθε κακό, νά ὑπερνικοῦμε κάθε ἁμαρτία, κάθε διαβολική δύναμι.

Βίασε τόν ἑαυτό σου σέ κάθε καλό καί ὁ Ἀγαθός Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, ὥστε νά πορεύσεσαι ἀπό τήν μεγαλύτερη θλίψι στήν μικρότερη καί ἀπό τήν μικρότερη χαρά στήν μεγαλύτερη χαρά. Νά βαδίζουμε ὅλοι πρός τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕως ὅτου μπορέσουμε νά ποῦμε μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέν ζῶ πλέον ἐγώ· ἐσύ ζῆς μέσα μου διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Σέ Ἐσένα ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ εὐχαριστία, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή:

www.imaik.gr