Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡΡΟΝΗΟΣΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Πρός τίς ἐκπαιδευτικές κοινότητες, τούς ἐκπαιδευτικούς λειτουργούς, τούς γονεῖς καί κηδεμόνες, τούς μαθητές καί τό πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί μου,
Ἡ ἑορτή τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού εἶναι οἱ προστάτες τῶν Γραμμάτων καί τῆς Παιδείας τοῦ Γένους, μᾶς παρέχει τήν εὐκαιρία νά ἐκφράσου με τίς καλύτερες εὐχές μας, τήν ἀγάπη μας πρός τούς ἐκπαιδευτικούς λειτουργούς, τούς γονεῖς καί κηδεμόνες, τούς μαθητές καί σπουδαστές ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς Παιδείας τοῦ τόπου μας.
Στίς ἡμέρες μας πού πολλά πρότυπα διαψεύδονται, ἰδανικά καί ἀξίες καταρρέουν, ἡ σημερινή ἑορτή καθίσταται περισσότερο ἐπίκαιρη καί σημαντική. Προβάλλει σέ ὅλους μας τούς Ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς ἀδιάψευστα παραδείγματα καί πρότυπα ζωῆς. Ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες, μέ εὐρύτητα πνεύματος καί κριτική σκέψη, ἔζησαν μέ συνέπεια λόγων καί πράξεων. Μόχθησαν γιά νά μορφωθοῦν. Πάλεψαν γιά νά πραγματοποιήσουν τά ὄνειρά τους. Ἀρνήθηκαν τήν ἐξουσία καί τή δόξα τοῦ κόσμου. Μαρτύρησαν τήν πίστη τους στό Θεό καί τήν ἀγάπη τους γιά τόν ἄνθρωπο.
Μέ τά κριτήρια τοῦ κόσμου μποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν ὡς ὑπερβολικοί καί ἀπόλυτοι στίς ἐπιλογές τους. Ὅμως ἐκεῖνοι παρέμειναν ἡγέτες, ὁδηγοί στό χρέος, παρηγορητές τοῦ λαοῦ, πρότυπα Παιδείας καί πνευματικῆς ἐλευθερίας. Τό στεφάνι τῆς ἀγιότητος πού πῆραν ἀπό τό Θεό, ἡ ἀγάπη καί ἡ τιμή πού ἀπολαμβάνουν χιλιάδες χρόνια τῶρα ἀπό τούς ἀνθρώπους σέ ὅλο τόν κόσμο, μαρτυροῦν γιά τήν ὀρθότητα τῆς στάσης ζωῆς τους.
Παράλληλα, ἡ σημερινή ἑορτή μᾶς ὑπενθυμίζει πώς οἱ πνευματικές ἀξίες, οἱ ἀρετές παραμένουν αἰώνιες, ἀναλλοίωτες καί μποροῦν μέ ἀσφάλεια νά μᾶς ὁδηγήσουν στή χαρά, στήν εὐτυχία καί στήν ἁγιότητα. Ἡ ζωή τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι ἕνα κάλεσμα νά θυμηθοῦμε τήν ἰδέα τῆς λιτότητας, τῆς ἄσκησης, τῆς ἁπλῆς ζωῆς, τῆς προσευχῆς, τῆς πίστης πρός τόν Θεό, τῆς κοινωνικῆς διακονίας καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο.
Σήμερα ἄς ἀναλογιστοῦμε τήν ζωή καί τό ἔργο τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν καί ἀς προβληματιστοῦμε ἐάν ἀκολουθοῦμε τό παράδειγμά τους στήν προσωπική καί οἰκογενειακή μας ζωή, στό λειτούργημά μας, στήν μαθητική μας ζωή. Θά μποροῦσε νά ἀναγνωρίσει ὁ σημερινός ἄνθρωπος ὅτι μέχρι τῶρα ἡ ζωή του εὐτελίστηκε ἐξαιτίας τῶν χρεοκοπημένων ὑλικῶν ἀξιῶν. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες τόν καλοῦν νά ἀνακαλύψει ἄλλες γνήσιες, ἀληθινές ἀξίες καί νά καλλιεργήσει τά πνευματικά του χαρίσματα βρίσκοντας στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους θησαυρούς ἀσύλληπτους.

Ἀγαπητοί μου,
Τό μήνυμα τῶν Τριῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, πάντα ἐπίκαιρο καί ἐπαναστατικό, ἔρχεται νά μᾶς θυμίσει τή χριστια¬νική αὐθεντικότητα, νά προτείνει λύσεις καί νά δώσει κατευθύνσεις, πού γεμίζουν ἐλπίδα καί ἀπελευθερώνουν. Ἐάν στραφοῦμε σέ Ἐκείνους θά βροῦμε τήν ἔμπνευση γιά ἰδανικά πού ἔχουμε ἀνάγκη. Θά ἀντλήσουμε θάρρος νά πᾶμε ἀντίθετα στό ρεῦμα, τή δύναμη νά σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα.
Νά ἔχουμε ὅλοι μας τήν εὐχή τους, τήν προστασία τους καί μακάρι μέ τίς πρεσβεῖες τους νά ἀνατείλουν καλύτερες ἡμέρες γιά τήν πνευματική ζωή καί τήν Παιδεία μας, τούς νέους καί τήν Πατρίδα μας.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

†Ο Πέτρας και Χερρονήσου

ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΕΙΑ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΟΝΓΚ - ΚΟΝΓΚ ΚΑΙ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΣΙΑΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
Τον ενδέκατο αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, καθιερώθηκε ο κοινός εορτασμός τριών μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, και του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, για να τιμηθεί η υπέρτατη προσφορά τους στην παιδεία, η ακλόνητη και θερμουργός πίστη πρός τον Θεό και η απαράμιλλη ποιμαντορική και φιλανθρωπική τους δράση.
Από τότε επικράτησε εθιμοτυπικά η εορτή των Τριών Ιεραρχών να σχετίζεται με την παιδεία και τα ελληνικά γράμματα, έθος που συνεχίστηκε και κατά τη περίοδο της Τουρκοκρατίας, οπότε και πήρε εθνικό χαρακτήρα. Στους Τούρκους εμφανιζόταν ως θρησκευτική εορτή και ημέρα εξέτασης της προόδου των μαθητών, αλλά ουσιαστικά οι παπάδες-δάσκαλοι καλλιεργούσαν στα Ελληνόπουλα τον πόθο για ελευθερία.
Μετά την απελευθέρωση αναγνωρίστηκε επίσημα ως η πιό λαμπρή εορτή των ελληνικών σχολείων και της εκπαίδευσης γενικότερα, πρώτα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με απόφαση της Συγκλήτου το σχολικό έτος 1843-44, και αργότερα πια νομοθετικά από την ελληνική πολιτεία.
Στα στενά όρια ενός άρθρου δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσουμε με πληρότητα το πολυσχιδές έργο καί την τεράστια προσφορά των Τριών Ιεραρχών, γι’ αυτό και θα παρουσιάσουμε μόνο μερικά και κυρίως πρακτικά σημεία από τη σχέση τους με την παιδεία και την παιδαγωγία των νέων.
Και οι τρείς μεγάλοι Πατέρες από την παιδική τους ηλικία αγάπησαν ολόψυχα την παιδεία, αναζήτησαν τη γνώση και αφιερώθηκαν με ζήλο στην επιστήμη.
Ο Μέγας Βασίλειος μετά τα εγκύκλια μαθήματα που έλαβε από τον πατέρα του, σπούδασε στις περίφημες σχολές της Καισάρειας και αργότερα έκανε ανώτερες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη. Το 351 μ.Χ. μετέβη στην Αθήνα, όπου σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική.
Στα έργα του αργότερα και κυρίως στην Εξαήμερό του, φανερώνει την αριστοτεχνική χρήση του ελληνικού λόγου και την εκπληκτική γνώση των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και των επιστημονικών δεδομένων της εποχής του.
Ο Άγιος Γρηγόριος διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα μάλλον στη Ναζιανζό και συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Στην Αθήνα υπήρξε συμφοιτητής με τον Μέγα Βασίλειο και σπούδασε με ξεχωριστό ζήλο φιλοσοφία, ρητορική, μουσική, αστρονομία και γεωμετρία. Εντυπωσίασε τόσο πολύ τους καθηγητές του, ώστε, μετά το πέρας των σπουδών του, τον εξανάγκασαν να παραμείνει στην Αθήνα και να διδάξει φιλοσοφία και ρητορική. Αναδείχθηκε απαράμιλλος χειριστής της αττικής διαλέκτου, μεγάλος ποιητής και συγγραφέας και σαγηνευτικός ομιλητής.
Ο Άγιος Ιωάννης σπούδασε στην Αντιόχεια κοντά στους φημισμένους φιλοσόφους Ανδραγάθιο και Λιβάνιο. Αμέσως μετά τις σπουδές του άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα και αναδείχθηκε «δεινός εις το λέγειν και πείθειν». Θεωρείται ο μεγαλύτερος ρήτορας όλων των εποχών. Έλαβε το προσωνύμιο «Χρυσόστομος» για την ευγλωττία του και την καλλιέπεια των λόγων του. 
Και οι τρεις, παρ’ ότι αφιέρωσαν τα χαρίσματα και τις ικανότητές τους στην διακονία του Ευαγγελίου του Χριστού, δεν απαξίωσαν την κοσμική σοφία. Συνιστούσαν τη σοβαρή σπουδή των επιστημών και μάλιστα τόνιζαν την αξία της ελληνικής σοφίας. Όχι μόνο δεν αντιτάχθηκαν στο αρχαιοελληνικό πνεύμα, αλλά, όπως άλλωστε και όλοι οι εκκλησιαστικοί Πατέρες, προσέλαβαν όλα τα θετικά στοιχεία του Ελληνισμού. Αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο πολλές απόψεις και θεωρίες της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, χωρίς βέβαια να αλλοιώσουν την ορθόδοξη χριστιανική αποκαλυπτική αλήθεια. Οι Πατέρες έγραφαν και εδίδασκαν κατά της ειδωλολατρικής πλάνης κι όχι εναντίον της ελληνικής παιδείας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εξαίρει την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας, συμβουλεύοντας τους νέους της εποχής του να διαβάζουν τα πάντα, αλλά να απορρίπτουν όλα τα της ειδωλολατρίας και μάλιστα ορίζει και τον τρόπο αγωγής, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ο χριστιανός θα έχει την αρχαία γραμματεία ως διδάσκαλο, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου, τον Καισάριο. Ο Καισάριος επεζήτησε κάθε αρετή και μάθηση και σπούδασε ρητορική, ιατρική, γεωμετρία και αστρονομία, χωρίς όμως να αφήσει τον εαυτό του να επηρεαστεί από την επικίνδυνη πλάνη της αστρολογίας, που οδηγεί στην ειδωλολατρία.
Ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο σύγγραμά του, Προς τους νέους, για την επωφελή μελέτη των ελληνικών κειμένων, συνιστά τη με διάκριση χρήση της ελληνικής φιλοσοφίας, την οποία ονομάζει και «προθάλαμο της χριστιανικής αγωγής», και θεωρεί απαίδευτους όσους δεν έχουν σπουδάσει την κληρονομιά της ελληνικής σκέψης και διανόησης. Στα έργα του μεγάλου Πατρός παρελαύνουν όλοι οι μεγάλοι στοχαστές της αρχαιότητος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι Στωικοί, ο Πλούταρχος, ο Πλωτίνος κ.ά.
Οι τρεις Ιεράρχες αναδείχθηκαν και απαράμιλλοι παιδαγωγοί. Οι συμβουλές και οι παραινέσεις τους προς τους γονείς, τους νέους και τους δασκάλους παραμένουν επίκαιρες μέχρι και σήμερα.
Ο ιερός Χρυσόστομος τόνιζε ότι η παιδαγωγική είναι ανώτερη από κάθε άλλη τέχνη, γιατί διαπλάθει ψυχές. Παρότρυνε τους παιδαγωγούς παράλληλα με τη μετάδοση των γνώσεων να δείχνουν αγάπη στους μαθητές τους και να σέβονται και να αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Επιμένει στον χαρακτήρα του δασκάλου και συνιστά σε όποιον θέλει να αναλάβει έργο παιδαγωγού να έχει φιλοστοργία, αυταπάρνηση και διάθεση θυσίας και να είναι απαλλαγμένος από την υπερηφάνεια και την αλαζονεία. Και πάντοτε να επιβεβαιώνει όσα διδάσκει με το προσωπικό του παράδειγμα.
Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται ακόμα πιό πρακτικός στις παιδαγωγικές του παραινέσεις. Συνιστά τα σχολεία να κατασκευάζονται σε μέρη ήσυχα και οι δάσκαλοι να προσπαθούν να ελκύσουν την εμπιστοσύνη των μαθητών τους. Κατά την ώρα της διδασκαλίας ο παιδαγωγός πρέπει να είναι σαφής και σύντομος, όχι όμως τόσο ώστε να μην προλάβουν να συγκρατήσουν οι μαθητές αυτά που λέγει. Υποδεικνύει στους παιδαγωγούς να μην ομιλούν συγχρόνως για πολλά θέματα, να επαναλαμβάνουν αυτά που λέγουν, να μην προσπαθούν να αποδείξουν τα απλά και αυταπόδεικτα, να χρησιμοποιούν πολλά παραδείγματα και γενικώς να διδάσκουν με τρόπο εποπτικό.
Ο ιερός Πατήρ είναι και πρόδρομος του επαγγελματικού προσανατολισμού. Παρακινεί τους γονείς και παιδαγωγούς στη μόρφωση των παιδιών να λαμβάνουν υπόψη τους την κλίση που έχουν στις διάφορες τέχνες. Με σοβαρότητα να δοκιμάζουν τις ικανότητες των παιδιών και ύστερα να επιλέγουν τον κατάλληλο διδάσκαλο ή τεχνίτη για να μαθητεύσουν. 
Ο Μέγας Βασίλειος, παρ’ ότι καταδικάζει την υπέρμετρη και φιλάρεσκη απασχόληση με το σώμα, δεν απαγορεύει τη σωματική άσκηση. Μάλιστα στην 74η Επιστολή του εκφράζει την έντονη λύπη του, διότι στην πατρίδα του έκλεισαν τα γυμναστήρια και οι νέοι προτιμούν τη μαλθακή ζωή και τις απολαύσεις. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Βασίλειος μεταξύ των μαθημάτων που συνιστά να διδάσκονται οπωσδήποτε οι νέοι συμπεριλαμβάνει την ιστορία, τη φυσική, τη γεωμετρία, την αριθμητική και την αστρονομία, την οποία διαχωρίζει από την αστρολογία. Μάλιστα στην 135η Επιστολή του, προς τον πρεσβύτερο Διόδωρο, τονίζει ότι το διδακτικό βιβλίο πρέπει να είναι ευχάριστο και συγχρόνως «απλούν και ακατάσκευον… έχον την δύναμιν εν τοις πράγμασι».
Ο ιερός Βασίλειος, όπως και οι άλλοι δύο Ιεράρχες, τονίζει προς τους γονείς την υποχρέωση που έχουν για την ορθή ανατροφή των παιδιών τους. Καλεί τους γονείς να εκτρέφουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τα όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος «μετά πραότητος και μακροθυμίας, μηδεμίαν πρόφασιν το όσον επ’ αυτοίς διδόναι οργής και λύπης». Και βέβαια να διδάσκουν κι αυτοί με το παράδειγμά τους και να μην ξεχνούν πως αυτοί είναι και οι πρώτοι που θα πρέπει να δώσουν στα παιδιά τους θρησκευτική αγωγή και να εμφυτεύσουν στις εύπλαστες παιδικές ψυχές την ευσέβεια και την αγάπη προς τον Θεό.
Τέλος, και οι τρείς μεγάλοι Ιεράρχες, αν συνοψίσουμε τις παραινέσεις τους σε λίγες φράσεις, συμβουλεύουν τους νέους όλων των εποχών: «Προχωρείτε, παιδιά, προχωρείτε πάντοτε μπροστά και όλο ψηλά. Ποθήστε τη μόρφωση. Δοθείτε με επιμονή και πνεύμα μαθητείας στις σπουδές σας. Λαχταράτε να κάνετε κάτι μεγάλο και ηρωικό; Μάθετε να παραμερίζετε τον εαυτό σας και να τον θέτετε στην υπηρεσία των άλλων. Οραματίζεσθε μια κοινωνία πιό καλή; Δουλέψτε. Οπλισθείτε με δραστηριότητα κι επιμονή και ζήστε την αγάπη του Χριστού δυνατά, φλογερά, μέχρι τέλους».

Πηγή:www.pemptousia.gr

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΕΝΑΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΥΠΕΡΤΕΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΡΗΤΟΡΩΝ- ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

ΜΕΓΑΛΟΣ ιεράρχης, θεοφώτιστος θεολόγος, χαρισματικός ερμηνευτής των θείων δογμάτων της πίστεως καί πρόμαχος της "Ορθοδοξίας είναι ό "Αγιος Γρηγόριος, ό Ναζιανζηνός, που ή Εκκλησία μας τιμάει στίς 25 Ιανουαρίου.

Είναι «αστέρι της "Ορθοδοξίας»,πού υμνήθηκε καί τιμήθηκε στο πέρασμα των αιώνων όσο ελάχιστοι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Ή Γ' Οικουμενική Σύνοδος τον χαρακτήρισε «Μέγα».Ό Άγιος Βασίλειος έγραψε γι' αυτόν ότι ήταν ποιμένας καί επίσκοπος άξιος, «ίνα κυβερνά την καθ' άπασαν την Οίκουμένην Έκκληοίαν».

Επαίνεσαν επίσης τον Γρηγόριο, ό Θεόδωρος ό Στουδίτης, ως μύστης της Θεολογίας, ό Ιωάννης ό Σικελιώτης καί άλλοι μελετητές των λόγων του, πού αποφάνθηκαν ότι ό ιεράρχης «είναι όχι εφάμιλλος, αλλά υπέρτερος των Ελλήνων ρητόρων». Ό εκκλησιαστικός συγγραφέας Ρουφίνος πού μετέφρασε τους λόγους του στα Λατινικά έγραψε επιγραμματικά: «Δεν υπάρχει ορθόδοξος πού να μη συμφωνεί στην πίστη με τον Γρηγόριο».

Γεννήθηκε το 329 στην Άριανζό, προάστιο της Ναζιανζού καί γι αυτό λέγεται καί Ναζιανζηνός. Ήταν από πλούσια οικογένεια. Ό πατέρας του ονομαζόταν καί αυτός Γρηγόριος καί έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό. Ή μητέρα του, ή Νόννα, ήταν γυναίκα με φλογερή πίστη καί τον ανέθρεψε χριστιανικά. Τον διαπαιδαγώγησε με αξιοζήλευτη φροντίδα. Του καλλιέργησε αισθήματα αγάπης για τους φτωχούς, τους πονεμένους καί τους διωκόμενους από τυράννους.

Σπούδασε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Καισαρεία της Παλαιστίνης καί στην Αθήνα. Εδώ, στο «κλεινόν άστυ» έμεινε έξι χρόνια καί παρακολούθησε κυρίως ρητορική καί φιλοσοφία,
Στήν Αθήνα σπούδαζε εκείνο τον καιρό καί ένας άλλος λαμπρός νέος πού ξεχαιριζε στα γράμματα καί στον χαρακτήρα. Ήταν ό Βασίλειος, αυτός πού αργότερα θα γινόταν ό φωτισμένος ιεράρχης της Καισαρείας.

Το 357 ό Γρηγόριος επιστρέφει στην πατρίδα του τη Ναζιανζό καί οϊ γονείς του τον υποδέχονται τρισευτυχισμένοι. Τότε χωρίς αναβολή βαφτίζεται. Επικρατούσε ακόμα συνήθεια σε πολλούς να βαφτίζονται σε μεγάλη ηλικία. Αφού έμεινε για λίγο κοντά στους δικούς του, πήγε στον Πόντο να άσκητέψει, εκεί πού άσκήτευε ήδη ό Βασίλειος, ό αδελφικός του φίλος.

Επιστρέφοντας από τον Πόντο χειροτονείται από τον επίσκοπο πατέρα του, ιερέας.
Το έργο του ιερέα, τονίζει ό Γρηγόριος, είναι να βάζει φτερά στην ψυχή, να τη σηκώνει από τον κόσμο καί να την παραδίδει στον Θεό... Εκείνος πού πρόκειται να γίνει ιερέας, πρέπει, αυτός να γίνει καθαρός για να μπορέσει να καθαρίσει άλλους.

Το μήνυμα του νέου κληρικού της Ναζιανζού είναι να προσφέρουν όλοι, για όσους έχουν ανάγκη. Γι' αυτό παραγγέλλει:
«Βοήθησε, χάρισε τροφή, ρούχο, πρόσφερε φάρμακο, δέσε τραύμα». Ειδική ευχή για τους φτωχούς είχε συντάξει ό άγιος Γρηγόριος πού τη όιαβάζανε οί ιερείς στους ναούς παρακαλώντας τον Θεό γι" αυτούς. «Υπέρ τοις πενομένοις την έπικουρίαν, τοις πτωχοίς την βοήθειαν», δεόταν ό ιερέας καί το εκκλησίασμα αντιφωνούσε τη δική του παράκληση: «Κύριε ελέησον».

Αργότερα, το 372 χειροτονείται επίσκοπος από τον ιεράρχη της Καισαρείας Μέγα Βασίλειο. Τόπος επισκοπής είναι ένα μικρό χωριό τα Σάσιμα. Δεν αναλαμβάνει όμως την επισκοπή αύτη ό Γρηγόριος διότι διαπιστώνει ένα πολύ εχθρικό κλίμα. Φαίνεται όμως δτι για αλλού τον προόριζε ή θεία βουλή.
Ή Κωνσταντινούπολη, ή πρωτεύουσα του Βυζαντίου ήταν εκείνον τον καιρό από εκκλησιαστική άποψη σε δραματική κατάσταση. Οί αιρετικοί κυριαρχούσαν εκεί καί δυνάστευαν τους ορθόδοξους. Όλοι οι ναοί της Βασιλεύουσας ελέγχονταν από αιρετικούς, οπαδούς του Αρείου. Τότε συνήλθε στην Αντιόχεια της Συρίας, Σύνοδος, από 146 ορθόδοξους επισκόπους, ή οποία εκτός των άλλων αποφάσισε να καλέσει τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, να κατέβει στην Κωνσταντιούπολη για να ενισχύσει την πίστη του ορθόδοξου λάου πού την πολεμούσαν οί αιρέσεις των Άρειανοφρόνων καί Πνευματομάχων.

Είχε σημάνει λοιπόν ή ώρα του ιεράρχη Γρηγορίου ως υπερασπιστή της διωκόμενης "Εκκλησίας, ως προμάχου της "Ορθοδοξίας.
Ένας, μάλλον ιδιωτικός, ναός που χτίστηκε από εισφορές ορθοδόξων καί ονομάζεται Ναός της Αναστασίας, γίνεται κιβωτός "Ορθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη. Ακούγονται εκεί βαρυσήμαντα κηρύγματα καί λόγοι του Γρηγορίου πού ερμηνεύουν τα θεία δόγματα.

Οί ομιλίες του ιεράρχη Γρηγορίου, μέ τα γόνιμα αποτελέσματα τους, φέρουν σε δύσκολη θέση τους αιρετικούς.. Τον θεωρούν επικίνδυνο ανατροπέα των σχεδίων τους καί αποφασίζουν να δράσουν δυναμικά. Μεθοδεύουν εγκληματικές ενέργειες.

"Αποφασίζουν να δράσουν σε ώρα κατανυκτική, τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή της Άναστάσεως του έτους 379 μ.Χ. Τότε, καθώς ό ιεράρχης βάφτιζε κατηχουμένους στο Ναό της Αναστασίας, ένοπλοι αιρετικοί όρμοΰν κατά του πλήθους των πιστών ορθοδόξων με φοβερές κραυγές καί βρισιές. Σπρώχουν, κλωτσούν, λιθοβολούν καί βιαιοπραγούν με ασυγκράτητη μανία. Μπαίνουν στο ιερό καί με απερίραπτη, φρικτή ασέβεια ανατρέπουν τα ιερά σκεύη της Αγίας Τράπεζας. Οί φανατικοί αιρετικοί, υπέρμαχοι του Αρείου, όρμησαν κατά του ιεράρχη σαν άγρια γουρούνια, «ώσπερ σΰες άγριοι», γράφει ό πρώτος βιογράφος του αγίου.

Στή λυσσαλέα αύιή επίθεση των αιρετικών ό άγιος με ψυχραιμία προβάλλει τη σιωπηλή διαμαρτυρία, το ειρηνικό κλίμα. Μένει ατάραχος καί το πλήθος των πιοτών τον μιμείται. Ή στάση των ορθοδόξων αφοπλίζει τη μανία των αιρετικών πού τελικά υποχωρούν νικημένοι.

Μετά το άγριο ξέσπασμα των αιρετικών ό άγιος Γρηγόριος εκφωνεί τους δύο πρώτους λόγους του «περί ειρήνης».«Ειρήνη φίλη, το γλυκύ καί πράγμα καί όνομα, ώ νυν έδωκα τω λαώ καί άντέλαβον... Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν έπαινούμενον αγαθόν, ύπ' ολίγων δε φυλασσόμενον...».
Μετά το θάνατο του άρειανόφιλου αυτοκράτορα Ούάλη, πού είχε βοηθήσει τους οπαδούς της χριστομάχου αίρεσης, ή Όρθοδοξία άρχίζει'νά ανασαίνει. Διακόπτεται ή εξορία πολλών επισκόπων καί λοιπών αγωνιστών της πίστεως. Ό νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος ό Α' υπογράφει, στίς 28 Φεβρουαρίου 380 στη Θεσσαλονίκη, πριν φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζει ως επίσημη την πίστη των ορθοδόξων, σύμφωνα με τίς αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Είναι ή ώρα της νίκης της Όρθοόοξίας.

Στίς 14 Νοεμβρίου του 380 πηγαίνει ό Θεοδόσιος στην Κωνσταντινούπολη καί αποφασίζει να τερματίσει τίς ραδιουργίες των οπαδών του Αρείου. Για το σκοπό αυτό διατάζει:να δοθούν στους ορθοδόξους όλοι οίναοί πού είχαν καταλάβει οί οπαδοί του Αρείου.

Να κατέβει από τον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ό φίλος των αιρετικών Δημόφιλος.
Αναγνωρίζει ως κανονικό αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως τον Γρηγόριο τον Θεολόγο καί αποφασίζει την είσοδο του σεπτού Ιεράρχη στο ναό των Αγίων Αποστόλων, στίς 27 Νοεμβρίου του 380.

Κατά την ήμερα της θριαμβευτικής εισόδου του Ιεράρχη Γρηγορίου στο ναό, ό αυτοκράτορας τον προσφωνεί λέγοντας:
«...Ιδού δίδωμί οοι τον οΐκον τον ιερόν καί τον θρόνον».
Ή ανύψωση του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται επίσημα καί επικυρώνεται από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο, το Μά'ίο του 381.

Μετά την ιστορική εκείνη είσοδο καί λειτουργία στο Ναό των Αγίων Αποστόλων επιστρέφει ό Ιεράρχης ατό πενιχρό δωμάτιο του να αναπαυθεί. Τον ακολουθεί πλήθος συνεργατών καί πιστών από το ανώνυμο πλήθος για να τον συγχαρεί."Ανάμεσα τους είναι καί ένας υποψήφιος δολοφόνος του, πληρωμένος από τους αιρετικούς να κλείσει για πάντα το στόμα του φλογερού θεολόγου. Μένει τελευταίος με τον άγιο γέροντα αλλά κάποια δύναμη τον εμποδίζει να προχωρήσει στο σχέδιο του. Πέφτει κάτω καί ξεσπάει σε κλάματα. Ό άγιος τον ρωτάει στοργικά να μάθει τί του συμβαίνει. Εκείνος τότε του αποκαλύπτει το συγκλονιστικά μυστικό. Του φέρνεται έπειτα μεγαλόψυχα καί τον καλεί να αποδιώξει από τη ζιωή του την αίρεση καί να συστρατευθεϊ στην Όρθοδοξία.

Σάν αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ό Γρηγόριος έζησε με υποδειγματική λιτότητα. Περιόρισε τα έξοδα της επισκοπής καί δεν δέχτηκε να λάβει το μισθό του αρχιεπισκόπου. Δε συμμετείχε σε δημόσιες έκδηλιίισεις κοσμικού χαρακτήρα. Καί όταν διαπίστωσε δτι υπήρχαν ιεράρχες πού τον φθονούσαν, για χάρη της ειρήνης της Εκκλησίας παραιτήθηκε από το θρόνο του αρχιεπισκόπου. Ή παραίτηση του υποβλήθηκε τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου του 381.

Επέστρεψε τέλος πάλι στην Ναζιανζό, όπου καί τελείωσε ή επίγεια ζωή του στίς 25 Ιανουαρίου του 391. Με τη διαθήκη του άφησε την περιουσία στην Εκκλησία της Ναζιανζού, για τίς ανάγκες των φτωχών.

Έγραψε 243 Επιστολές, 407 ποιήματα πού αριθμούν 20.000 στίχους καί ωραιότατα Επιγράμματα.

του Μιχαήλ Τσώλη-περιοδικό''Νεανικοί Προβληματισμοι''
-Λόγος περί ιερωσύνης Αγ.Γρηγορίου Θεολόγου
-Από την ποιήση του Αγ.Γρηγορίου του Θεολόγου

 Πηγή: wwwproskynitis.blogspot.com

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

ΘYΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΓΗ


ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Ο θυμός διαφέρει από την οργή. Θυμός μεν είναι η οργή σε κατάσταση εκρηκτική, ενώ η οργή είναι η διάθεση να προκαλέσεις λύπη σε εκείνον που σε λύπησε. (Μέγας Αθανάσιος)

Ο θυμός (όταν σωστά τον χειρίζεται ο άνθρωπος) είναι το νεύρο της ψυχής, διότι τονώνει στην προσπάθεια των καλών έργων.
Ο θυμός που εκδηλώνεται όταν πρέπει και όπως πρέπει, ισχυροποιεί την υπομονή και την εγκράτεια. Όταν όμως ενεργεί αντίθετα προς τον ορθό λόγο, γίνεται τρέλα.
Θυμός είναι έξαψη και απότομο ξέσπασμα του πάθους, ενώ οργή είναι μόνιμη λύπη και διαρκή ορμή για την ανταπόδοση αυτών που προκάλεσαν τη λύπη (δηλαδή εν θερμό εκδίκηση).
Κανείς να μη επιτιμά με εμπάθεια τους αμαρτάνοντες. Διότι το να ελέγχει κανείς με θυμό και οργή τον συνάνθρωπό του δεν σημαίνει ότι τον ελευθερώνει από την αμαρτία, αλλ’ ότι πέφτει ο ίδιος σε σφάλματα.
Μπορεί να κατορθώσει κάποιος να μη οργίζεται, όταν πιστεύει ότι βλέπει πάντοτε με τη σκέψη του τον Θεό και τον πάντοτε παρόντα Κύριο. Διότι ποιος υπήκοος μπροστά στον άρχοντα τολμά ποτέ να κάνει κάτι που τον δυσαρεστεί;

 Πηγή: www.imverias.blogspot.com

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

Μέγας Αντώνιος, πρότυπο μοναχίκου βίου, πρότυπο στάσης έναντι των αιρετικών.

Χωρίς Σχόλια .Ο Μέγας Αντώνιος, ο αρχηγός του μοναχικού βίου, γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 251 μ.Χ. Σαν παιδί ο Αντώνιος παρουσίασε πλούσια εσωτερικά χαρίσματα. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι χριστιανοί. Δυστυχώς, όταν ο Αντώνιος ήταν 20 περίπου ετών, οι γονείς του πέθαναν, αφήνοντας ορφανούς αυτόν και την αδερφή του. Ο Άγιος Αντώνιος ανέλαβε έτσι την επιμέλεια της αδερφής του χωρίς όμως να σταματήσει στιγμή να ασχολείται με την Αγία Γραφή και τον Θεό.
Όταν άκουσε την ευαγγελίκη φωνή << Eι θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι>>, την έκανε αμέσως πράξη. Μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα και την γονική του περιουσία στους φτωχούς, εγκατέλειψε την τύρβη του κόσμου και αναχώρησε στην έρημοέχοντας αφήσεο την αδερφή του στις φροντίδες ενός παρθεναγωγείου με ενάρετες γυναίκες. Επί είκοσι χρόνια αντιμετώπισε απίστευτους πειρασμούς. Νύχτα και ημέρα έκανε ασκητικούς αγώνες με τους οποίους νέκρωσε τα σκιρτήματα των παθών, έφτασε στον βαθμό της απάθειας, υπερβαίνοντας τα όρια της ανθρώπινης φύσης. Οι ενάρετες πράξεις του έγιναν γνωστές και έφεραν πλήθος μιμητών, ώστε η έρημος μεταμορφώθηκε σε πόλη. Σ' αυτην την << πόλη>> ο Μέγας Αθανάσιος ήταν ο νομοθέτης και ιδρυτής του μοναχικού βίου.
Όταν ο Μαξιμίνος το 312 έκανε διωγμο κατά των Χριστιανών και θανάτωσε πολλούς, ο Μέγας Αντώνιος πήγε και βοήθησε και παρηγόρησε τους πιστούς. Όταν η Εκκλησία ταρασσόταν από τους Αρειανούς, ο Μέγας Αντώνιος κατέβηκε με ζήλο στην Αλεξάνδρεια το 335 μ.Χ. και αγωνίστηκε για την Ορθοδοξία. Κατάφερε μάλιστα με την χάρη που είχαν οι λόγοι του να επαναφέρει πολλούς άπιστους στην Ορθοδοξία.
Ζώντας έτσι, έγινε πρότυπο αρετής και κανόνας μοναζόντων. Παρέδωσε ην ψυχη του στον Κύριο στις 17 Ιανουαρίου 356 μ.Χ σε ηλικία 105 ετών. Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του Αγίου Αντωνίου στις 17 Ιανουαρίου.
Η στάση του Αγίου Αντωνίου έναντι των αιρετικών, πρότυπο μίμησης για όλους σήμερα.
Αυτό που επιθυμούμε τώρα να κάνουμε εδώ είναι να παρουσιάσουμε πως αντιμετώπισε ο Άγιος Αντώνιος την αίρεση του Αρείου, η οποία απειλούσε εσωτερικά την Εκκλησία, έχουσα την υποστήριξη αυτοκρατόρων, ηγεμόνων, πατριαρχών και επισκόπων, όπως συμβαίνει και σήμερα με τις παναιρέσεις του Παπισμού και του Οικουμενισμού, που είναι πολύ πιο επικίνδυνες, γιατί αναιρούν το σύνολο των δογμάτων της πίστεως και μεταβάλουν την θεϊκή διδασκαλία του Ευαγγελίου σε συνήθη ανθρώπινη διδασκαλία, αποσύρουν τον Θεάνθρωπο Χριστό, τους Αγίους και τους Πατέρας, και εγκαθιστούν τον αλάθητο πάπα της Ρώμης και την πανσπερμία των αιρέσεων του Παγκοσμίου Συμβουλίου των δήθεν Εκκλησιών. Η παρουσίαση αυτή είναι πολύ διδακτική και για όσους καμώνονται πως δεν βλέπουν τον κίνδυνο, για σοβαρούς' πνευματικούς που παρασύρουν ή φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση τα πνευματικά τους παιδιά, που βλέπουν καλύτερα με τα μάτια των Αγίων και αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία της πνευματικής καθοδήγησης. Και ασφαλώς οι Άγιοι είναι πιο αξιόπιστοι από τους οποιουσδήποτε Γέροντες και πνευματικούς, όταν δεν οργίζονται για την αίρεση και δεν αγωνίζονται να την φανερώσουν και να την αποδιώξουν.
Άφησε λοιπόν για δεύτερη φορά ο Μέγας Αντώνιος την έρημο και κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια, της οποίας ο ορθόδοξος επίσκοπος και πατριάρχης, ο Μ. Αθανάσιος, βρισκόταν υπό συνεχή διωγμό και διαδοχικές εξορίες και το ορθόδοξο ποίμνιο υπό την διαποίμανση Αρειανών αιρετικών, όπως τώρα υπό την διαποίμανση οικουμενιστών ή φιλοοικουμενιστών πατριαρχών και επισκόπων. Ο Μ. Αντώνιος, όπως μας παραδίδει ο «Βίος» του, και στα θέματα της πίστεως «πάνυ θαυμαστός ην και ευσεβής». Δεν είχε καμμία κοινωνία με τους σχισματικούς Μελιτιανούς, γιατί γνώριζε από την αρχή την πονηρία και την αποστασία τους. Αλλά και με τους Μανιχαίους και άλλους αιρετικούς δεν μίλησε ποτέ φιλικά, παρά μόνο για να τους νουθετήσει και να τους μεταβάλει σε ευσεβείς και ορθοδόξους. Πίστευε και εδίδασκε ότι η φιλία και η συναναστροφή μαζί τους είναι βλάβη και απώλεια της ψυχής. Εσιχαίνετο και την αίρεση των Αρειανών και παρήγγελε σε όλους ούτε να τους πλησιάζουν ούτε να δέχονται την κακή τους πίστη. Όταν τον επισκέφθηκαν κάποτε κάτι φανατικοί Αρειανοί, αφού συζήτησε μαζί τους και κατάλαβε πως είναι ασεβείς, τους έδιωξε από το όρος που ασκήτευε, λέγοντας ότι τα λόγια τους είναι χειρότερα και από το δηλητήριο των φιδιών. Το κείμενο αυτό αποτελεί θα λέγαμε κανόνα, ο οποίος ολοκάθαρα μας παρουσιάζει, αψευδέστατα και απλανέστατα, πως πρέπει να γίνονται οι διάλογοι με τους αιρετικούς, και πως πρέπει ανθρώπινα και κοινωνικά να ρυθμίζουμε τη σχέση μας μαζί τους, αλλά συγχρόνως δείχνει πως σήμερα γκρεμίζονται όλα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες από τους Οικουμενιστάς, οι οποίοι αγκαλιάζουν τους αιρετικούς και τους ασπάζονται ως ευσεβείς και ομοπίστους και ούτε διανοούνται όχι να τους διώξουν και να τους απομακρύνουν, αλλά ούτε να τους νουθετήσουν να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία. Οι διάλογοι γίνονται επί ίσοις όροις. Εξίσωση του ψεύδους και της αλήθειας, της αιρέσεως και της πλάνης. Όταν διαλέγεσαι επί «ίσοις όροις», αυτό σημαίνει ότι δίνεις τις ίδιες πιθανότητες να επικρατήσει το ψεύδος επί της αλήθειας, ότι αμφιβάλλεις για την αλήθεια και ψάχνεις να την βρεις. Ο διάλογος όμως των Αγίων και των Πατέρων, είναι όπως ο διάλογος του Χριστού προς την Σαμαρείτιδα, των Αποστόλων προς τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς, των Πατέρων προς τους αιρετικούς, πρόσκληση και νουθεσία να επανέλθουν στην αλήθεια, να συναχθούν μέσα στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αυτή είναι η αληθινή ένωση και ειρήνη, τα άλλα είναι ψευδοενώσεις, ψευδοειρήνες και ψευδοδιάλογοι.
Επειδή, λοιπόν, το κείμενο αυτό υποδεικνύει τον δρόμο της αληθινής ενώσεως από το στόμα ενός μεγάλου Αγίου, και πραγματοποιεί το «ίνα πάντες εν ώσι», για το οποίο κόπτονται και πολυπραγμονούν οι Οικουμενισταί, το παραθέτουμε επί λέξει: «Και τα πίστει Δε πάνυ θαυμαστός ην και ευσεβής. Ούτε γαρ Μελιτιανοίς τοις σχισματικοίς ποτε κεκοινώνηκεν, ειδώς αυτών την εξ αρχής πονηρίαν και αποστασίαν, ούτε Μανιχαίοις ή άλλοις τισίν αιρετικοίς ωμίλησε φιλικά, ή μόνον άχρι νουθεσίας της εις ευσέβιαν μεταβολής, ηγούμενος και παραγγέλλων την τούτων φιλίαν και ομιλίαν βλάβηνκαι απώλειαν είναι ψυχής. Ούτω γουν και την των Αρειανών αίρεσιν εβδελύσσετο, παρήγγελε Τε πάσι μήτε εγγίζειν αυτοίς μητε την κακοπιστίαν αυτών έχειν. Απελθόντας γουν ποτέ τινας προς αυτόν των Αρειομανιτών, ανακρίνας και μαθών ασεβούντας, εδίωξεν από του όρους λέγων όφεων ιού χείρονας είναι τους λόγους αυτών».
Φοβερή η οπτασία του Αγίου Αντωνίου για τους αιρετικούς: Άλογα κτήνη γύρω απο την Αγία Τράπεζα.
Είναι όντως φοβερό το όραμα που είδε ο Άγιος Αντώνιος σχετικά με την παρουσία αιρετικών μέσα σε ορθόδοξους ναούς. Το όραμα αυτό αιτιολογεί, εξηγεί παραστατικά για ποιο λόγο οι Άγιοι Πατέρες απαγορεύουν με συνοδικούς κανόνες την είσοδο αιρετικών σε καθαγιασμένους χώρους, την συμμετοχή τους σε ακολουθίες και λειτουργίες, τις συμπροσευχές και τα συλλείτουργα. Οι αιρετικοί μη δεχόμενοι την διδασκαλία της Εκκλησίας, των Αποστόλων και των Αγίων, επηρεάζονται από τους δαίμονες και τον πατέρα τους τον διάβολο, στην προβολή πλανεμένων απόψεων. Γι' αυτό και η διδασκαλία τους «μάλλον άγονος και άλογος και διανοίας εστίν ουκ ορθής, ως η των ημιόνων αλογία».
Συγκλονίσθηκε λοιπόν, και ετρόμαξε ο Άγιος Αντώνιος, όταν επέτρεψε ο Θεός να δει στο όραμά του τους Αρειανούς να περικυκλώνουν το Άγιο Θυσιαστήριο ως ημίονοι (= μουλάρια), να το λακτίζουν και να το μιαίνουν. Τόση ήταν η λύπη και η στεναχώρια του, ώστε έβαλε τα κλάμματα, όπως πικράθηκαν και έκλαυσαν πολλοί ευσεβείς, όταν είδαν τον αιρεσιάρχη πάπα να εισάγεται μέσα στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, τον οποίο μάλιστα Άγιο κατήργησε το Βατικανό, και να τον μολύνει. Είμαστε βέβαιοι πως, αν διαβάσουν και μάθουν αυτό το όραμα του Αγίου οι πατριάρχες,οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποι, αν βέβαια εξακολουθούν ως Ορθόδοξοι να σέβονται και να ακολουθούν την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων, θα διακόψουν τις λειτουργικές αμοιβαίες φιλοξενίες και επισκέψεις, τις εβδομάδες συμπροσευχής και τις αποστολές αντιπροσωπειών στις θρονικές εορτές. Γιατί διαφορετικά θα συμπεριλαμβάνονται και αυτοί ως συνεργοί στο φρικτό όραμα του Μ. Αντωνίου.
Κατά την διήγηση του Μ. Αθανασίου στο «Βίο», ενώ ησχολείτο με το εργόχειρό του καθιστός ο Μ. Αντώνιος, περιήλθε σε ένα είδος εκστάσεως και αναστέναζε πολύ βλέποντας την οπτασία. Μετά από αρκετή ώρα στράφηκε προς τους παρισταμένους μοναχούς, εξακολούθησε να στενάζει και να τρέμει. Έπεσε στα γόνατα για να προσευχηθεί και έμεινε γονατιστός επί πολύ ώρα. Όταν σηκώθηκε έκλαιγε ο Γέροντας. Ετρόμαξαν οι παριστάμενοι και εφοβήθηκαν πολύ, γι' αυτό τον παρακάλεσαν να τους εξηγήσει. Και αφού τον επίεσαν πολύ και τον εξεβίασαν αναστέναξε πάλι και είπε: «Παιδιάμου είναι καλύτερα να πεθάνω, πριν να συμβούν όσα είδα στην οπτασία. Θα πέσει στην Εκκλησία η οργή του Θεού, και θα παραδοθεί σε ανθρώπους που είναι άλογα κτήνη. Είδα την Αγία Τράπεζα του ναού, στο Κυριακό της σκήτης να περικυκλώνεται σ' όλες της πλευρέςαπό μουλάρια, τα οποία κλωτσούσαν και χοροπηδούσαν, όπως συνηθίζουν να κάνουν αυτά τα άλογα κτήνη. Είδατε και αντιληφθήκατε πως εστέναζα προηγουμένως; Το έκανα γιατί άκουσα φωνή που έλεγε: «Θα μιανθεί το θυσιαστήριό μου». Αυτά είδε ο Γέροντας. Και μετά από δύο ακριβώς έτη έγινε επίθεση των Αρειανών και η αρπαγή των Εκκλησιών. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη με τη βία, τα έδωσαν σε ειδωλολάτρες να τα κρατούν, τους εξανάγκασαν να μετέχουν στις συνάξεις τους και παρόντων αυτών έκαναν στην Αγία Τράπεζα ό,τι ήθελαν. Τότε καταλάβαμε όλοι μας, λέγει ο Μ. Αθανάσιος, ότι τα λακτίσματα εκείνα των ημιόνων προεμήνυαν στον Αντώνιο όσα πράττουν τώρα οι Αρειανοί ως κτήνη. Μετά την οπτασία ένιωσε την ανάγκη ο Γέροντας να ενθαρρύνει και να παρηγορήσει τους γύρω του λέγοντας: «Μη λυπάσθε, παιδιά μου, γιατί όπως οργίσθηκε ο Κύριος, έτσι πάλι και θα θεραπεύσει το κακό. Σύντομα η Εκκλησία θα επαναποκτήσει την ομορφιά της και θα λάμψει. Θα δείτε αυτούς που εξορίστηκαν να επιστρέφουν, την ασέβεια να υποχωρεί και να κρύβεται, και την ευσεβή πίστη να εμφανίζεται και να κυριαρχςί παντού, αρκεί σεις να μην μιανθήτε από την αίρεση των Αρειανών, γιατί δεν είναι η διδασκαλία των Αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και του πατρός αυτών του διαβόλου, άλογη και άκαρπη, σαν την αλογία των ημιόνων».
Ο Παπισμός και ο Οικουμενισμός θριαμβεύουν. Τότε ο Μ. Αθανάσιος και οι άλλοι Πατέρες κατενόησαν τον κίνδυνο, που περιέγραφε το όραμα του Μ. Αντωνίου. Τώρα βλέπουμε να μολύνονται οι ναοί και τα θυσιαστήρια απο συμπροσευχές και συλλείτουργα με τους «αλόγους» αιρετικούς και ενισχύουμε την μόλυνση και την επαινούμε, συλλακτίζοντες κι εμείς μέσα εις τα Άγια των Αγίων. Αν παρακολουθήσει κανείς οικουμενίστικα συλλείτουργα και συμπροσευχές, σαν αυτό που έγινε στην Καμπέρα, στην Ζ' Γενική Συνέλευση του Παγκόσμιου Συμβουλίου των δήθεν Εκκλησιών, και σαν αυτά που γίνονται συχνά με τη συμμετοχή ιερέων ομοφυλοφίλων που τολμούν και κρατούν το Άγιο Δισκοπότηρο και γυναικών επισκόπων και ιερειών, η εικόνα υπερβαίνει και το όραμα του Μ. Αντωνίου. Μόνη ελπίδα για να επανεύρει η Εκκλησία την ομορφιά της είναι η σύσταση και συμβουλή του Μ. Αντωνίου: «Μόνον μη μιάνετε εαυτούς μετά των Αρειανών». Μόνο να μη μιανθούμε από την κοινωνία μας με τον Παπισμό και Οικουμενισμό, με τους φιλοπαπικούς και οικουμενιστάς Ορθοδόξους. Μέχρι πότε επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί θα επιτρέπουμε τα άλογα κτήνη, τους αιρετικούς, να λακτίζουν και να μιαίνουν τα Ιερά και τα Άγια της Ορθοδοξίας; Όσο απρακτούμε και βρίσκουμε διάφορες προφάσεις πνευματικοφανείς, το βδέλυγμα της ερημώσεως θα ίσταται εν τόπω αγίω.

Πηγή:www.paterikiorthodoxia.pblogs.gr

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Τα ΦΩΤΑ ΣΤ' ΑΪΒΑΛΙ


ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ' ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.

Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό, Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ' αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ' αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ένα κοντάρι, λες κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ' άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ' έκανε και κάμποσα θεατρικά.

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ' οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ' έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ' οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ' έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ' άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ' ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ' ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ' έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ' υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

Εκ του βιβλίου του συγγραφέα «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»

Πηγή:www.vatopaidi.wordpress.com

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: ΚΕΙΜΕΝΟ «ΕΙΣ ΑΝΤΙΠΕΛΑΡΓΩΣΙΝ»

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΝΑΤΣΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ, ΚΙΛΚΙΣ

Πριν ακόμη κλείσει τα πενήντα του χρόνια, ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του. Άρρωστος βαριά ο Άγιος, ετοιμάζεται για το ταξίδι, το τελευταίο, που ο ίδιος το ονομάζει «τρυφή μάλλον ή κατάπληξις» (χαρά παρά τρόμο», όταν τον απειλεί ένας τυχάρπαστος έπαρχος ονόματι Μόδεστος. Κόσμος πολύς μαζεύεται γύρω απ' την Επισκοπή, αγρυπνεί και προσεύχεται. Αγωνιά. Η λειτουργία του όμως στη γη τελείωσε, και κλείνοντας τα μάτια του σώματος, αφήνει αυτή την λειτουργική φράση να ξεφύγει από τ΄αγιασμένα χείλη του: «Πάτερ, εις χείρας Σου παραθήσομαι το πνεύμα μου»! Ήταν τόση η θλίψη του λαού και τόσο γενικό το πένθος και η συρροή πλήθους στην κηδεία του, που, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, πολλοί άνθρωποι πέθαναν «εκ της του ωθισμού» (=συνωστισμού) βίας και συγκλονήσεως»! έτσι, με τα δάκρυα όλων των λογικών προβάτων, που με τόση στοργή και αγάπη εποίμανε ο Μέγας Βασίλειος έφυγε την 1η Ιανουαρίου του 379, για την άνω Ιερουσαλήμ.

Αν είχαμε όντως υπουργείο Εθνικής
Παιδείας και όχι διά βίου αμάθειας και απαιδευσίας- όπως θα πρέπει να ονομάζεται ορθότερον- θα αναλάμβαναν τα σχολεία, να καταστρέψουν αυτό το βλακώδες και γελοίο είδωλο που το «τιμήσαμε» με το όνομα ενός από τους μεγαλυτέρους αγίους της Εκκλησίας και του Γένους μας. Πέραν του σεβασμού που θα επιδεικνύαμε στον άγιο Ιεράρχη, θα ήταν και μια μορφή αντίστασης στην πανούκλα της αμερικανοποίησης-εξαθλίωσης των πάντων. Ως γνωστόν, τα εργοστάσια παραγωγής του «Αη Βασίλη» και όλων των συμπαρομαρτούντων εορταστικών γυαλικών, μπιχλιμπιδιών και λοιπών «πυγολαμπίδων», εδρεύουν σε χώρες Τρίτου και Τετάρτου Κόσμου. Άρα έχουμε το εξής φαρισαϊκόν: τα λιμοκτονούντα παιδάκια της Ασίας, εργάζονται (το αρχαίο ρήμα ειλωτεύουν, εκ του είλωτος, είναι ικανότερο να αποδώσει το πραγματικό νόημα της «εργασίας» αυτής), εργάζονται, λοιπόν, νυχθημερόν με μισό ή ένα δολάριο ημερομίσθιο, υπό τρισάθλιες συνθήκες, για να χαίρονται τα μοσχοαναθρεμμένα βουτυρόπαιδα της Δύσης. Τέλος πάντων, θα αντιτείνει κάποιος «προοδευμένος» ότι η ορθόδοξη απεικόνιση του αγίου Βασιλείου δεν είναι και «πολύ παιδική», τρομάζει τα παιδιά, ενώ ο ευτραφής και προγάστωρ «κοκκακόλειος» (νεολογισμός) διαφημιστής είναι πιο κοντά, πιο συναφής, πιο προσιτός στην παιδική ηλικία.

Αυτά βεβαία τα κρανιοκενή είναι σημεία (και ευρήματα) των καιρών μας. Ζούμε σε κοινωνίες που προσπαθούν να αποκρύψουν, να εξαφανίσουν ενοχλητικά σύμβολα. Παράδειγμα. Το ράσο.(Παραπέμπει στο θάνατο). Τις εικόνες με τα βλοσυρά και στιβαρά πρόσωπα των ηρώων από τα σχολεία. Το ίδιο και με τους αγίους. Να μην μιλήσουμε και για τον «διωγμό» των γηρατειών. Ό,τι τα θυμίζει είναι εξοβελιστέο (Ερώτηση: παρουσιάζεται ποτέ σε κάποια εκπομπή ενός σαχλοβοθροκάναλου γέρος ή γερόντισα όπως πραγματικά είναι; Άπαντες ψιμυθιωμένοι και πασαλειμμένοι, ενίοτε χαζοχαρούμενοι παλίμπαιδες).

Θα ήταν ευχής έργο, λοιπόν, να αποκαθάρουμε τον μέγα άγιο της Ρωμησύνης απ΄όλες τις ακαθαρσίες και τις καταναλωτικές αηδίες με τις οποίες συνέδεσε το όνομά του. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω το του Δημήτρη Καμπούρογλου λεχθέν ότι: «όλα τα έθνη πρέπει να βαδίσουν εμπρός, πλην του ελληνικού που πρέπει να στραφεί πίσω». Και μια και αναφέρθηκα στα γηρατειά, μεγάλο σήμερα υπαρξιακό και κοινωνικό πρόβλημα, θα παραπέμψω σ' ένα εξαίσιο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου. Γράφει στο έργο του «Εις εξαήμερον»: «Η φροντίδα των πελαργών για τους γέροντες γονείς τους είναι αρκετή να κάνει τα παιδιά μας, να αγαπούν τους πατέρες τους (γονείς), αν ήθελαν να προσέξουν. Αλλά όπωσδήποτε κανείς δεν είναι τόσο λειψός στο μυαλό, ώστε να μην καταλαβαίνει ότι είναι άξιο ντροπής να φαίνεται στην αρετή κατώτερος από τα εντελώς άλογα πτηνά. Οι πελαργοί, όταν οι γέροι γονιοί τους γυμνωθούν τελείως από το πέσιμο των φτερών που γίνεται στα γεράματα, τους περικυκλώνουν και τους ζεσταίνουν με τα φτερά τους, τους ετοιμάζουν άφθονη τροφή και τους βοηθούν, όσο είναι δυνατόν, στην πτήση, σηκώνοντάς τους απαλά με το φτερό και από τις δύο μεριές. Και αυτό είναι τόσο πολύ γνωστό, ώστε μερικοί και την ανταπόδοση των ευεργεσιών να την ονομάζουν αντιπελάργωσιν». (ΕΠΕ 4, 318). Για να αντιληφθούμε την λεπταισθησία και ευγένεια του αγίου, παραθέτω και τον σπαραγμό του, όταν χάνει την αγαπημένη του μητέρα, την αγία Εμμέλεια: «Νυν δε και η μόνην είχον του βίου παραμυθίαν, την μητέρα, και ταύτην αφηρέθην. Και μη καταγελάσης μου ως εν τούτω της ηλικίας ορφανίαν αποδυρομένου, αλλά συγγνωθί με ψυχής χωρισμόν ανεκτόν μη φέροντι». Δηλαδή, γράφει στον φίλο του Ευσέβιο, «τώρα και την μοναδική παρηγοριά που είχα στη ζωή μου, την μητέρα μου, την έχασα κι αυτή. Και μη με κοροϊδέψεις, που σε τέτοια ηλικία θρηνώ για ορφάνια, αλλά συμπάθησέ με, που δεν μπορώ να υποφέρω έναν τέτοιο πόνο ψυχής σε μια τόσο προχωρημένη ηλικία». Είναι αυτός ο άγιος, ο ευαίσθητος και ταπεινός, που κλαίει και οδύρεται σαν παιδί, αποκρουστικός στην όψη ασυμπαθής στα παιδιά; «Άπαγε της βλασφημίας». Τα περισσότερα τάχα και παιδικά παιχνίδια, με τα οποία μπουκώνουμε τα βλαστάρια μας αυτές τις μέρες, περιέχουν δολοφονικά τερατουργήματα, υπερήρωες εγκληματίες, σκυλόφατσες και αγριόφατσες του αμερικανικού υπόκοσμου. Αυτά δεν είναι επικίνδυνα για παιδιά; Δεν ενοφθαλμίζουν απάνθρωπη συμπεριφορά, το «ουαί τοις ηττημένοις», με το οποίο λειαίνει τα μυαλά και την κρίση της δυτικής αγέλης η προτεσταντική και λοιπή θρησκοληπτική μπουρδολογία;

Στο εξαιρετικό «το βλογημένο το μαντρί» του Κόντογλου, ο άγιος Βασίλειος βρίσκει κατάλυμα, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στο ταπεινό μαντρί του Γιάννη- που δεν τον αναγνώρισε- ανθρώπου αθώου σαν τα πρόβατα που βόσκαε, αγράμματος εντελώς. Αφού όλα έγιναν τα της εορτής «ευσχημόνως και κατά τάξιν», ετοιμάζονται να πλαγιάσουν. Ρωτά ο Γιάννης: «Εσύ, γέροντα, που ξέρεις γράμματα πες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αη Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να ‘χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδή η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε». Ο Άγιος δάκρυσε. (Αυτή είναι η Ορθοδοξία αντάμα και ο Ελληνισμός, το συναμφότερον). Είπε αλλιώς την ευχή που έπρεπε να διαβάσει: «Κύριε ο Θεός μου οίδας ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς έστιν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».Να! δικό μας, ο Ρωμιός Αη -Βασίλης, ο απλούς και ταπεινός και όχι το αχώνευτο ξωτικό, που μας πλάσαραν τα «περικαθάρματα του κόσμου», οι έμποροι των εθνών, που, κατά τον Παπαδιαμάντη, «πωλούν τον Χριστόν και αγοράζουν τον Μωάμεθ».

Και μία που σήμερα η κρίση μουχλιάζει τις ψυχές μας, οφείλουμε, εμείς οι δάσκαλοι «μη μικρόψυχοι περί τους παίδας γενώμεθα», αλλά «δει τους προεστώτας του λόγου ελεήμονας και εύσπλαγχνους είναι και μάλιστα επί των κεκακωμένων τας ψυχάς» (εθνικά, ο ΒΕΠ, 53). Πολλοί μαθητές μας, έρχονται στο σχολείο κεκακωμένοι και ταλαιπωρημένοι. Ας τους περιμένουμε στην τάξη «εν πολλή φιλοποργία και αγάπην οίαν ο Κύριος έδειξε και εδίδαξεν».

Πηγή:www.olympia.gr

ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ

ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ
......... Όταν λειτουργάς, νά 'χεις υπόψη σου ότι είσαι μεσίτης. Παραλαμβάνεις από τον κόσμο πόνο, δάκρυα, ασθένειες, παρακλήσεις και τ' αναφέρεις επάνω εις το θρόνο της θεότητος. Και μεταφέρεις κατόπιν στον κόσμο παρηγοριά, θεραπεία, ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας. Μεγάλο αξίωμα σ' έχει αξιώσει, παιδί μου, ο Θεός. Να το καλλιεργήσεις. Το αυτί του Θεού είναι στο στόμα του ιερέως.
......... Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι. Το πετραχήλι είναι ο διαλλάκτης του πεπτωκότος ανθρώπου με τον Πατέρα, με τον Δημιουργό του. Γι' αυτό όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις. ΄΄Οσο μπορείς περισσότερα.
......... Στον καιρό της Τουρκοκρατίας γύριζαν πολλοί παπάδες, άλλά ένας παπάς γύριζε και μάζευε ονόματα και τα μνημόνευε στη Λειτουργία. Και είπε ο καϊμακάκης, ο Τούρκος αστυνομικός: «Βρε, αυτός εγείρει τον κόσμο σε επανάσταση». Τον πιάνει και τον βάζει μέσα. Και στον ύπνο του φανερώνονται όλοι αυτοί που μνημόνευε και λένε: «Άκουσε, ή βγάζεις τον παπά έξω, διότι αυτός μας μνημονεύει και μας παρηγορεί, ή θα σου πάρουμε το πρώτο παιδί». ......... Κι ο Τούρκος φοβήθηκε. Επί Τουρκοκρατίας. «Άντε, παπά, πάνε στο καλό», λέει, «πάνε, εγώ θα χάσω το παιδί μου;»
......... Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι, παιδί μου, μεγάλη δύναμη. Όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.
......... Ναι, εμένα παλιά μού 'δωσε ο π, Αρσένιος, ο παραδερφός του γερο-Ιωσήφ, κάτι ονόματα απ' 'οταν ήταν μετανάστης απ' τη Ρωσία και ήρθε στην Ελλάδα. Κι εγώ τα μνημόνευα. Κι έπειτα μου λέει: «Ξέρεις, Γέροντα, τι είδα; Είδα στον ύπνο μου ότι αυτά τα ονόματα που σού 'δωσα, πήγα στο ένα σπίτι. Λέω, πώς τα περνάς εδώ; Ε, λέει, λιγάκι, καλά, αλλά έρχεται ο παπα-Εφραίμ και μας παρηγορεί». Είναι που του μνημόνευα τα ονόματα. Ναι. Έπειτα ο άλλος: «Εσύ πώς τα περνάς;» «Ναί, έτσι κι έτσι, αλλά πέφτει λιγάκι βροχή και κρυώνω, αλλά έρχεται ο παπα-Εφραίμ, λέει, και μας παρηγορεί». Λέω: «Είναι, αδερφέ μου, τα όνόματα που μνημονεύω».
......... Ο παπα-Πλανάς γιατί αγίασε; Εμνημόνευε ολόκληρα χαρτιά, εμνημόνευε. Κι εγώ θυμήθηκα κάτι ονόματα και τα τοιχοκόλλησα στην Προσκομιδή. Εκεί εκ του προχείρου. Και στον ύπνο μου βλέπω, λοιπόν, ότι ήρθαν κάτι γέροι παλαιοί, με παλαιϊκά ρούχα, όπως άκουγα εγώ από την μητέρα του πατέρα μου. Λένε: «Εσύ, παιδί μου, μας έγραψες, αλλά ο Γέροντας, παιδί μου, δεν μας μνημονεύει».
......... -Έλα, λέω του Γέροντα, γιατί δεν τα μνημονεύεις;
......... -Δεν τα έβλεπα καθαρά, λέει.
......... -Γέροντα, αυτό κι αυτό είδα: ότι ο Γέροντας δεν μας μνημονεύει, λέει.
......... Κι από τότες έλαβα προθυμία να μνημονεύω όσα ονόματα περισσότερα. Όσα ονόματα περισσότερα, περισσότερο μισθό λαμβάνεις. Αλλά αυτή είναι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη: να ενώσεις τον άνθρωπο με τον Θεό. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη. Και μπορείς να το κάνεις. Όσα, παιδί μου, περισσότερα ονόματα μνημονεύεις, τόσο περισσότερο μισθό λαμβάνεις. Ναι.

......... Ένας ιερομόναχος: Και για τα δάκρυα που είπατε; Πώς μπορεί κανείς, έτσι, νά 'χει δάκρυα στην ώρα της Θ. Λειτουργίας;
......... Γέροντας: Να σου πω, εγώ τώρα έχω κάναν χρόνο που σταμάτησα, διότι δεν βλέπω, αλλά όλην την ημέρα προπαρασκευαζόμουνα για τη Θ.Λειτουργία. Να μην περιορισθείς, παιδί μου, στις ευχές της Μεταλήψεως. Διότι τη Μετάληψη τη διαβάζει και ο λαϊκός, κι ο παπάς, κι ο δεσπότης, κι ο πατριάρχης. Αλλά δεν είναι όλοι ένα. Ο κόσμος τα παραλαμβάνει έτοιμα τα Δώρα. Ενώ ο παπάς είναι χασάπης. Θυσιάζει τον Χριστό και Τον μεταδίδει κατόπιν στο πλήρωμα του λαού. Έχει μεγάλη διαφορά, δεν είναι το ίδιο. Γι' αυτό, παιδί μου, αν θέλεις νά 'χεις κατάσταση, μην περιορίζεσαι στις ευχές της Μεταλήψεως. Γιατί εσύ είσαι χασάπης. Σφάζεις και θυσιάζεις. Ενώ ο άλλος τον παίρνει έτοιμο τον άγιο Άρτο. Γι' αυτό όλη την ημέρα να παρακαλάς την Παναγία, που έχεις κοντά: «Παναγία μου, αξίωσέ με να δω τι θυσιάζω, τι υπούργημα μού 'δωσε ο Θεός. Να το αισθανθώ». Και θα σου το δώσει η Παναγία. Ναι. Άμα λειτούργησες και δεν δάκρυσες, είσαι λιγάκι... υπό μέμψιν, είσαι υπό κατάκρισιν.
......... Ιερομόναχος: Στενοχωριέμαι κι εγώ.
......... Γέροντας: Ναι. Άμα, όμως, κλάψεις στη Λειτουργία, θα καταλάβεις ότι λειτούργησες, ότι έφαγες κρέας πνευματικό, να πούμε. Αν, όμως, δεν έκλαψες είτε στην προσευχή σου, είτε στη Λειτουργία, είναι σαν να έφαγες νερόβραστο. Αν, όμως, κλάψεις, θα καταλάβεις ότι έφαγες πνευματικό κρέας.

......... Ιερομόναχος: Γέροντα, κανείς προσπαθεί να προετοιμάζεται όσο μπορεί, όμως βλέπει ότι ο εχθρός δεν κάθεται, δηλαδή φέρνει λογισμούς πολλές φορές αισχρούς, βλασφήμους, ρυπαρούς, Τότε τι κάνει, ας πούμε, τι πρέπει, πώς να τους αντιμετωπίσει;
......... Γέροντας: Άκουσε να δεις, άνθρωποι είμεθα. Ε, άνθρωποι είμεθα, δεν είμεθα άγγελοι. Φέρνει και λογισμούς αισχρούς, φέρνει και λογισμούς υπερηφανείας, φέρνει και λογισμούς κατακρίσεως, όλα. Εμείς θ'αγωνιζόμαστε.

......... Άλλη φορά ήρθε κάποιος εδώ πέρα και με την ομιλία προβήκαμε σε κατάκριση. Έπειτα πάω να λειτουργήσω και δεν μπορώ να πω τις ευχές. Βρε, τι έκανα; λέω. Μπρος! Ήρθε ο τάδε γείτονας και κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες και το αυτό. Απάνω στη Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Έσφαλα, Θεέ μου. Για ποιον είναι το "έσφαλα", Θεέ μου; Υπάρχει και για μένα συγχωρητική ευχή», λέω. «Ε, καλά, Θεέ μου, ευλόγησον». Και στο τέλος ειρήνευσα και λέω: «Αμα θέλεις άλλη φορά, κατάκρινε!»
Μεγάλο πράγμα είναι, μεγάλο κακό είναι η κατάκρισις. Ε, ως άνθρωποι θα σφάλλουμε, παιδί μου. Αλλά τι; Και η εξομολόγησις είναι μυστήριο, παιδί μου.

......... Εγώ μόνο το Γυμνάσιο έβγαλα, δεν πήγα παραπάνω. Κι έγραψα όλους τους συμμαθητάς μου, όλους τους καθηγητάς μου, τους δασκάλους από την πρώτη Δημοτικού μέχρι την τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Και όταν τα μνημονεύω, πόση χαρά λαμβάνω! Ξέρεις πόση χαρά λαμβάνω; Διότι μνημονεύω εκείνους, οι οποίοι με έκαναν άνθρωπο καλό. Τώρα, επειδή έχω ένα χρόνο που δεν πάω στη Λειτουργία, γιατί δεν ακούω, και θέλω να μνημονεύσω πάλι εκείνα τα ονόματα, και λίγο-λίγο πάλι τα θυμάμαι, αυτοί οι άνθρωποι ωφελούνται. Γι' αυτό, παιδάκι μου, θέλεις να σωθεί η ψυχή σου δωρεάν; Όσα μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.

......... Μεγάλη παρρησία έχει το πετραχήλι, μεγάλη παρρησία. Γι' αυτό, παιδάκι μου, θες ν' αποκτήσεις κατάσταση; Άμα λειτουργήσεις και δεν κλάψεις, κάπου έπταισες, κάπου έκανες λάθος. Εγώ όλη την ημέρα προπαρασκεύαζα τον εαυτό μου για την ώρα της Λειτουργίας. Κι όταν έμπαινα στη Λειτουργία, δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα. Ναι! Πολλές φορές δηλαδή είδα και απάνω στην αγία Τράπεζα σώμα νεκρό, να πούμε, σαν σε έκσταση, σώμα νεκρό.

......... Ιερομόναχος: Εγώ, Γέροντα, ήμουνα είκοσι χρόνια απλός μοναχός. Και είναι αλήθεια, όταν έγινα παπάς, μετά δυσκολεύτηκα, δεν μπορούσα να συνηθίσω ότι ήμουνα ιερεύς. Και από την άλλη μέρα που έγινα παπάς με πολέμησε ο διάβολος με λογισμούς, με αγωνία, με φόβο, με αυτά, με πάλεψε πολύ με αυτά.
......... Γέροντας: Ε, τη δουλειά του κάνει αυτός. Τη δουλειά του, αλλά κι εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας. Εκεί εις την Παναγία, να παρακαλάς την Παναγία, παιδί μου, διότι όλοι οι Άγιοι παρακάλεσαν την Παναγία. Δεν δίνεται ένα χάρισμα από τον Θεό εις τον άνθρωπο, ει μη διά μέσου της Παναγίας. Η Παναγία μοιράζει τα χαρίσματα στον κόσμο, η Παναγία τα μοιράζει.
......... Ιερομόναχος: Κι έτσι εθαύμασα. Λέω, πως ο διάβολος ούτε τη Θ. Λειτουργία δεν φοβάται, με τους λογισμούς του, με αισχρά, με το ένα, με το άλλο.
......... Γέροντας: Δεν λείπουν, παιδί μου, αυτά τα πράγματα. Δεν λείπουν.
......... Ιερομόναχος: Περιφρόνηση χρειάζεται...
......... Γέροντας: Περιφρόνηση. Ε, τη δουλειά του κάνει αυτός, παιδί μου, τη δουλειά του κάνει. Αλλά εμείς τη δουλειά μας, τη δουλειά μας.

Πηγή:www.myriobiblos.g

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

Ο Μέγας Βασίλειος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστει πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.

Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη στὴν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου.

Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδὶ τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τὴν πρώτη χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ γιαγιά του καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴν πατρίδα του. Σπούδασε στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοὶς τελειοτάτοις», καὶ τέλος «εἰς τᾶς χρυσᾶς Ἀθήνας», ποὺ τότε ἦταν τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι καὶ ὅπου συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τὸν ὁποῖον ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρὸς τὴν ἐθνικὴ σοφία παρέσυρε στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετὰ τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸν ἱερό του σύνδεσμο μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο : «Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου, φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».

Ὁ Βασίλειος διδάχθηκε στὴν Ἀθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. Ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, περὶ τὸ 356 μ.Χ., καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Διανίου.

Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Συρία, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ἀσκητὲς καὶ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καὶ αὐτὸς τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχούς, μόνασε στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, ἀσκούμενος στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή.

Ἀργότερα τὸ 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ φύγει στὸν Πόντο, λόγω τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τὰ πράγματα μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τὸ 365 μ.Χ., γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».

Τὸ ἔτος 370 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Καισαρείας, παρὰ τὶς σφοδρὲς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σὲ καιρὸ λιμοῦ προσέφερε στοὺς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τοὺς γέροντες, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φρόντιζε καθημερινὰ γιὰ τὴν τροφή τους. Οἰκοδόμησε κοντὰ στὴν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτωχοκομείου καὶ νοσοκομείου, τὴ Βασιλειάδα, ποὺ ἔγινε τὸ ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης.

Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει κατὰ πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐαποφάσισε νὰ εἰσάγει μὲ τὴν βία στὴν Καππαδοκία τὸν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τὸ 372 μ.Χ., ἔστειλε τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, γιὰ νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ δεχθεῖ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σὲ ἀπάντηση δήλωσε, ὅτι δὲν φοβᾶται ἀφοῦ περιουσία δὲν εἶχε, παρὰ μόνο λίγα παλαιὰ ἐνδύματα καὶ λίγα βιβλία, ἐξορία δὲν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ ποὺ κατοικεῖ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πάροικος καὶ παρεπίδημος, τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν, διότι τὸ ἀσθενικό του σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτά, τὸ δὲ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὅταν ᾖλθε στὴν Καισάρεια καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τὸν ἄφησε ἀνενόχλητο στὸν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν διάνοια, «ἐστλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι». Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».

Μὲ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμημένος μὲ αὐτὲς ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, τὸ 378 μ.Χ., λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.

Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, προσῆλθαν στὴν κλίνη του ὅλοι σχεδὸν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Ἐκεῖνος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στὸν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ κοιμήθηκε. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καὶ τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοὶ πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως». Ἡ Σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στὸ παλάτι τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὸν ἐκκλησιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τὴν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παραβάλλει αὐτὸν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν Σαμυήλ, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.

Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποία, εὐτυχῶς, τὰ περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ, ποὺ τελεῖται καὶ σήμερα σὲ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς παραμονὲς τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Κατὰ παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὸ πρῶτο δογματικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος, ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου». Περίφημα εἶναι καὶ τὰ ἀσκητικά, τὰ δογματικά, τὰ παιδαγωγικὰ συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καὶ τὰ κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ καταδεικνύεται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στὴν πραγματικότητα ὀργανωτὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τὴν ἠθικὴ δεοντολογία του, κυρίως στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἦταν τὸ ὑπέρτατο δογματικὸ κριτήριο καὶ ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτὴν μυστήριο θείας οἰκονομίας καὶ ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δὲ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴ σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγὸς στὴν ἑρμηνεία καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ ΜΑΡΚΟΥ

Στή χαρά τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ νέου ἔτους, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας ψηλαφεῖ τήν παρέμβαση τοῦ ἄχρονου Θεοῦ στήν δική μας μετρούμενη ροή καί διαδοχή τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία εἶναι συνυφασμένη μέ τήν φθορά καί τήν ματαιότητα. Ὁ Χριστός ἔρχεται νά ἀνακαινίσει τήν διάσταση τοῦ χρόνου, ἐλευθερώνοντάς τήν ἀπό τήν περατότητα καί τήν φθοροποιό φορά. Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου μας, ὁ χρόνος φθάνει στό «πλήρωμά» του, ἀποκτώντας μίαν ἐντελῶς νέα προοπτική. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, παύει νά ἀποτελεῖ πιά ἐμπόδιο, τό ὁποῖο ὁριοθετεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο ὡς πρός τόν Θεό. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται ἐν χρόνῳ καί ὁ «ἀεί Ὤν» ἐνοικεῖ στό «νῦν». «Αἰώνια» ζωή δέν εἶναι, ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια καί μέ συμβατικούς ὅρους, ἡ χρονικά ἀτελεύτητη, ἀλλά ἡ «πλήρωση» τοῦ μετρητοῦ χρόνου μέ τήν βίωσή του ὡς διαρκοῦς καί ἀδιάστατου παρόντος κοινωνίας μέ τόν Θεό.

Ὁ χρόνος, τόν ὁποῖο βιώνουμε, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀρχή, δηλαδή αἰτιώδη ἔναρξη, καί δέν εἶναι «ἄναρχος». Ἐπίσης εἶναι πεπερασμένος καί ἔχει ὅρια, δέν εἶναι οὔτε ἄπειρος οὔτε αἰώνιος («οὐκ ἀΐδιος»). Ὁ χρόνος ξεκινᾶ μέ τή Δημιουργία καί πορεύεται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρη τήν κτίση σέ ἕνα σκοπό, στή «συντέλεια τῶν αἰώνων», δηλαδή στήν ὁλοκλήρωσή τους στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ καινή κτίση, πού ἀποτελεῖ τήν προσμονή τῶν πιστῶν καί εἶναι ἑτοιμασμένη «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34), βρίσκεται ἤδη παροῦσα «ἐν μυστηρίῳ» στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι σωστό νά τήν νιώθουμε ἀπομακρυσμένη σ’ ἔνα ἀπροσδιόριστο τέλος τοῦ κόσμου, γιατί ἔτσι ἡ πίστη μας καί ἡ προσδοκία της «ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ἀτονοῦν καί δέν νιώθουμε τήν πληρότητα τῶν λέξεων «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου».

Ὅσον ἀφορᾶ στήν φύση τοῦ χρό­νου, οἱ φω­τι­σμέ­νοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας προ­η­γή­θη­καν κατά αἰῶνες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στή­μης, ὅταν δίδασκαν ὅτι ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συμ­φυ­εῖς, συ­νι­στών­τας μίαν ἑνι­αία πρα­γμα­τι­κό­τητα. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λειος ση­μει­ώ­νει ὅτι ὁ χρό­νος εἶ­ναι «τό συμ­πα­ρε­κτει­νό­με­νον τῇ συ­στά­σει τοῦ κό­σμου δι­ά­στημα» (Κατά Εὐ­νο­μίου, PG 29, στ. 560): Δέν θά μποροῦσε νά βρεῖ κανείς τελειότερη διατύπωση γιά τήν διαστολή τοῦ κοσμικοῦ χωροχρόνου, σύμφωνα μέ τίς πιστοποιήσεις τῆς σύγχρονης φυσικῆς.

Ἀντιστοίχως, ὁ ἐκκλησιαστικός χρόνος δέν βιώνεται ἐκτός τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου πού ζοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία, στήν ἐπίγεια διάστασή της, ἀποδέχεται καί ἀγκαλιάζει τή ροή τοῦ χρόνου, παρά τή φθαρτότητα καί τή συμβατικότητα, οἱ ὁποῖες τήν συνοδεύουν. Ἔτσι ἀκολουθεῖ, στήν ἐτήσια κυκλική ὀργάνωση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, τά χρονικά μέτρα, τά ὁποῖα ὁρίζονται μέ βάση τά ἀστρονομικά στοιχεῖα καί ἄλλες ἀνθρωποκεντρικές ἡμερολογιακές συμβάσεις. Ὅμως, ταυτοχρόνως ὑπερβαίνει αὐτή τήν κατάτμηση τοῦ χρόνου, ὅπως καί τήν διάκρισή του σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Στήν Ἐκκλησία μας οἱ ἡμέρες συναντοῦν τά ἱερά γεγονότα, καθιστώντας δυνατή τήν μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτά. Μέ αὐτό τόν τρόπο, τό παρελθόν γίνεται συγχρόνως ἑορταστικό, ἀλλά καί συμμετοχικό παρόν, γεγονός πού δηλώνεται μέ τήν διαρκή ὑμνολογική χρήση τοῦ ἐνεστωτικοῦ «Σήμερον» στίς λειτουργικές συναθροίσεις (ὅπως, «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει», «Σήμερον ὁ Δεσπότης τέμνεται τήν σάρκα ὡς βρέφος, πληρῶν τόν Νόμον», «Σήμερον ὁ Δεσπότης σαρκί περιετμήθη, καί Ἰησοῦς ἐκλήθη», «Σήμερον ὁ Δεσπότης τό βάπτισμα λαμβάνει»). Ὁ Θεός γίνεται σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου σέ κάθε ὥρα, ἡμέρα καί ἑορτή, ὥστε κάθε στιγμή τοῦ χρόνου μας νά εἶναι γεμάτη μέ τό πλήρωμα τῆς ζωῆς καί ὁ χρόνος «τοῦ παρόντος βίου» νά γίνεται «ἐνιαυτός Κυρίου δεκτός».

Στήν Ἐκκλησία καί τήν Θεολογία μας ὁ χρόνος αὐτός δέν εἶναι κάτι τελείως διακριτό ἀπό ἐκεῖνον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἀλλά περικλείει τήν προτύπωση καί τήν πρόγευσή του. Μέ τόν Χριστό ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἐντός τῆς ἱστορίας καί τό ἔσχατον προσφέρεται στό παρόν, μέ τήν προοπτική τῆς «αἰωνιότητος». Αὐτό φανερώνει καί ἡ δοξολογική ἀναφορά μέ τήν ὁποία ἀρχίζει κάθε Θεία Λειτουργία: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Τό χρονικό κορυφώνεται στό αἰώνιο ἤδη ἐδῶ καί τώρα, μέ τήν Ἐκκλησία μας νά γίνεται ὁ μαζί μέ ἐμᾶς καί «ὅλῳ τῷ κόσμῳ συμπαρεκτεινόμενος» Χριστός στόν χρόνο καί τήν ἱστορία. Ὁ χρόνος, πού ἔλαβε τήν ἀρχή ἀπό τόν Δημιουργό Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζεται, καί βρίσκει τό τέλος καί τό πλήρωμά του στόν ἴδιο ὡς σαρκωθέντα Χριστό, τόν «Ἐμμανουήλ» «Θεόν μεθ’ ἡμῶν» καί «πάλιν ἐρχόμενον». Στό Πρόσωπό Του, ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν» γίνεται «νέος τῶν ἐσχάτων χρόνων», καί ὁ προαιώνιος καί ὑπεράχρονος Θεός Λόγος, ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσεως.

Στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ χρονικές συναρτήσεις, τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, χωρίς νά καταλύονται, συναιροῦνται σέ διαρκές παρόν τῆς σωτηρίας. Ἡ πίστη τοῦ παρελθόντος καί ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος συνδέονται καί βιώνονται μέ τήν ἀγάπη στό παρόν. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ ἄχρονος χρόνος τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης ἐν Χριστῷ. Ἄν ὁ ἐπίγειος χρόνος γίνεται παλαιός, γερνᾶ καί φθείρει, ἡ βαθύτερη ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀνεπηρέαστη κατά τήν δυναμική ἀνταπόκρισης στήν σχέση του μέ τόν Θεό. Γιατί «ἄν ὁ ἐξωτερικός σ’ ἐμᾶς ἄνθρωπος φθείρεται, ὁ ἐσωτερικός ἀνανεώνεται ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα» (ἀλλ’ εἰ καί ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ' ὁ ἔσω ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ»), μᾶς διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Κορ. Β΄, 4, 16). Μέ τήν ἐνσάρκωσή Του ὁ Κύριός μας καινοτομεῖ τόν χρόνο, γιά νά χορηγήσει «ζωήν τήν ἄχρονον τοῖς ἐν γῇ καί λῆξιν αἰώνιον καί δόξαν τήν ἀκήρατον».

Πηγή: www.imchiou.gr