Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

ΑΠΟ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΡΧΕΣΘΑΙ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Το Άγιον Όρος είναι γνωστό ως το «περιβόλι της Παναγίας». Ως ο κατ’ εξοχήν τόπος που τιμάται, που εμφανίζεται, που ενεργεί και αναπαύεται το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως «ο νοητός της Θεοτόκου και ωραίος Παράδεισος». Σύμφωνα με την παράδοση, το Άγιον Όρος δόθηκε ως κλήρος στην Παναγία από τον ίδιο τον Κύριο: «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σος και περιβόλαιον σον και Παράδεισος, έτι δε λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι»..Ενώ η πρώτη Εύα έπεσε στον αρχέγονο παράδεισο, η δεύτερη Εύα, ως Μητέρα του δεύτερου Αδάμ, ξεδιπλώνει, τη χάρη των ονομάτων της μέσα στο νέο παράδεισο του Αγίου Όρους. Η Κυρία των αγγέλων εμφανίζεται ως Κυρία του αγγελικού τάγματος των μοναχών. Η Κεχαριτωμένη φανερώνει τις χάριτες που απορρέουν από τη χάρη της, μέσα από εικόνες, προσκυνήματα, ευλογημένες αθωνικές γωνιές, γεγονότα της ζωής, προσδοκώμενες ανταποκρίσεις σε αιτήματα, ανέλπιστες απαντήσεις σε δοξολογικά ξεσπάσματα, εμφανίσεις σε εξαγιασμένους ασκητές, μέσα στη κατάνυξη του κελιού ή στην λαμπρότητα του ναού. Παντού και πάντοτε, σε κάθε τόπο και σε κάθε σημείο, ελλοχεύει μια ανεπανάληπτη αφορμή, μια μοναδική ευκαιρία να ζήσει κανείς το αγκάλιασμα της Θεοτόκου.Δεν υπάρχει ίσως αγιορείτης μοναχός που να μη ζει την Παναγία ως Παναγία του, ως κύρια και πρώτη προσφυγή του, ως αμετάθετο ελπίδα, ασφάλεια και προστασία του, ως πρέσβειρα και μητέρα του, ως πλησίον και μόνιμο σύντροφο του, ως εναγκαλιστή των πληγών και ανάδοχο των δοκιμασιών του. Κάθε ψάλτης από το «Άξιον έστι» θα αρχίσει τα μαθήματά του και με αυτό θα αποδώσει την καλύτερη τέχνη του. Κάθε αγιογράφος ή ξυλο­γλύπτης, τα πρώτα και καλύτερα έργα που θα φιλοτεχνήσει θα απεικονίζουν το θεομητορικό πρόσωπο. Κάθε ησυχαστής σε αυτή θα καταθέσει τη θερμότερη προσευχή του. Κάθε μοναστήρι μια δική της εικόνα θα περιβάλλει με το απαύγασμα της ευλάβειας του. Γεγονότα ιστορικά, ανάγκες καθημερινές, ζωντανά θαύματα, περιστατικά και συγκυρίες, ιδιώματα θεομητορικά αποτυπώνονται σε κάθε εικόνα που κοσμεί με την καλλιτεχνική ομορφιά της και παρηγορεί με την παρουσία της κάθε μονή του Αγίου Ορούς. Έτσι, εκτός από την Παναγία του «Άξιον έστι» στο Πρωτάτο ή την Πορταΐτισσα στη Μονή Ιβήρων, έχουμε την Παναγία του Ακάθιστου στη Μονή Διονυσίου, τη Μυροβλύτισσα στη Μονή Αγίου Παύλου, την Τριχερούσα στο Χιλανδάρι, τη Γοργοϋπήκοο στη Δοχειαρίου, την Οδηγήτρια στην Ξενοφώντος, την Παραμυθία στο Βατοπαίδι, τη Γλυκοφιλούσα στη Φιλόθεου και πλήθος άλλων. Επίσης, όπως ο προφήτης Ηλίας άφησε τη μηλωτή του στον Ελισαίο, κατά ανάλογο τρόπο η αγία Ζώνη της Θεοτόκου που ευλαβώς διαφυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, αποτελεί βαρύτιμη κληρονομιά, ανεκτίμητη ευλογία και μοναδικό θησαυρό που καταξιώνει το Άγιον Όρος ως περιβόλι και τόπο της. «Χαίρε, άγιον όρος και θεοβάδιστον» ψάλλει ο υμνωδός, ταυτίζοντας ποιητικά τη Παναγία με το θεοβάδιστο και άγιο Όρος. Η Παναγία δεν βρίσκεται στο Άγιον Όρος! η Παναγία είναι το πραγματικό άγιον όρος. Όλο το κενό της γυναικείας παρουσίας το καλύπτει η Θεομητορική παρουσία. Γι’ αυτό και έργα μοναδικής αξίας και θεολογικής και πνευματικής βαρύτητας που είδαν το φως ως καρποί μεγάλων αγιορειτών αγίων αναφέρονται στο δικό της πρόσωπο. Έτσι οι περίφημες ομιλίες του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στα Είσόδια της Θεοτόκου, ο κανόνας του αγίου Νικόδημου στην Παναγία τη Γοργοϋπήκοο, το Θεοτοκάριον και όλες οι αναφορές του στο πρόσωπό της ξεχειλίζουν από θεολογικό βάθος και γλυκύτητα αγάπης και θείων αισθημάτων. Αλλά και οι σύγχρονοι άγιοι πατέρες, γνωστοί και άγνωστοι, επώνυμοι και μη, μέσα από την Παναγία περνούν και διατυπώνουν τον καλύτερο κόσμο τους και τις ποιοτικότερες εκφράσεις της πίστης τους. Ο αείμνηστος ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, γράφοντας στον οσιολογιώτατο μοναχό Θεόκλητο Διονυσιάτη, αναφέρει: «Από Παναγίας άρχεσθαι· Πρόσεξε την σκέψιν ταύτην, που μου επήλθεν εν στιγμή αναγνώσεως του Θεοτοκαρίου. Οι Χαιρετισμοί και το Θεοτοκάριον. Ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, αυτά όμως να μη λείψουν καμμίαν ημέραν του έτους. Και εις ποίαν οι ύμνοι ούτοι; Εις την ταμίαν όλων των χαρίτων του Θεού.

ΜΗΝ ΚΡΙΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ

Την ημέρα της Κρίσεως, όταν ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους, δε θα κοιτάξει ούτε τα βασιλικά στέμματα, ούτε τα υψηλά αξιώματα.Θα ζητήσει να εξετάσει τις καρδιές μας. Και τότε, οι πιο ταπεινοί άνθρωποι, ο φτωχός χωριάτης, ο «καραβοτσακισμένος» από τα βάσανα της ζωής άνθρωπος, ο αγράμματος τσοπάνης, ο φυλακισμένος, ο ξενιτεμένος, ο ασθενής, η δυστυχισμένη χήρα, που κάθεται μαζί με τα παιδιά της μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία, γιατί κανείς δεν τους ανοίγει την πόρτα, όλοι αυτοί, αν σήμερα προσεύχονται με δάκρυα στο Θεό, κατά την ημέρα της Κρίσεως θα είναι ανώτεροι από όλους τους ηγεμόνες του κόσμου, τους σημερινούς και τους αυριανούς. Κάποια μέρα λοιπόν ένας μεγάλος και ένδοξος βασιλιάς έτρεχε στο δρόμο μέσα στη χρυσή του άμαξα, περιστοιχισμένος από τους αυλικούς του. Κι εκεί που πήγαιναν όλοι μαζί, συνάντησαν σε μια γωνιά του δρόμου δύο άνδρες με σκισμένα, βρόμικα ρούχα και πρόσωπα μαραμένα από την άσκηση. Ο βασιλιάς κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για αγίους ανθρώπους του Θεού, που το σώμα τους είχε λιώσει από τη νηστεία, τους ασκητικούς αγώνες και την αϋπνία, ενώ η ψυχή τους έλαμπε από το φως του Θεού. Σταμάτησε λοιπόν αμέσως, κατέβηκε από την άμαξα και έπεσε γονατιστός στα πόδια τους, κάνοντας μετάνοιες. Στη συνέχεια σηκώθηκε και ασπάστηκε το χέρι τους με σεβασμό. Οι αυλικοί του όμως, δε χάρηκαν καθόλου με αυτό που είδαν. Όλη την ώρα μουρμούριζαν:-Δες εδώ… Είναι σωστό τώρα αυτό; Ένας ολόκληρος βασιλιάς, και τόσο ένδοξος μάλιστα, να φέρεται έτσι; -Άκουσον, άκουσον. Να πέσει στα πόδια των ζητιάνων! Πώ πώ ντροπή… Δεν τολμούσαν όμως να πουν τίποτα στον ίδιο, αλλά πήγαν στον αδελφό του: -Θα σε παρακαλέσουμε να πεις στο βασιλιά μας, άλλη φορά να μην εξευτελίσει έτσι τη φήμη και το βασιλικό του στέμμα! Αυτό κι αυτό έκανε στο δρόμο που πηγαίναμε… Κι εκείνος ο καημένος κάποια στιγμή το μετέφερε στον αδελφό του, ο οποίος όμως τον κατσάδιασε για την απερισκεψία και την ανοησία του και τον έδιωξε κακήν κακώς από κοντά του. Ξέχασα να σας πω ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τη συνήθεια, όταν επρόκειτο να τιμωρήσει κάποιον με θάνατο, να στέλνει έξω από το σπίτι του έναν αγγελιαφόρο, για να τον ειδοποιεί με τη σάλπιγγα. Έτσι όποιος άκουγε τον ήχο της σάλπιγγας έξω από την πόρτα του γνώριζε ότι την επόμενη μέρα δε θα ζούσε. Όταν λοιπόν βράδιασε, ο βασιλιάς έστειλε τον αγγελιαφόρο με τη σάλπιγγα να σαλπίσει έξω από την πόρτα του αδελφού του. Μόλις εκείνος άκουσε τη σάλπιγγα του θανάτου, τρομοκρατήθηκε. Όλη τη νύχτα την πέρασε ξάγρυπνος, μέσα στην αγωνία και την απελπισία! Και ταυτόχρονα, προσπάθησε όπως όπως να τακτοποιήσει όλα τα θέματα του σπιτιού του, ώστε να είναι έτοιμος για ό,τι θα ακολουθούσε. Όταν ξημέρωσε, φόρεσε όπως και όλα τα μέλη της οικογένειάς του – η γυναίκα και τα παιδιά του – μαύρα, πένθιμα ρούχα κι αμέσως μετά πήγε στον αδελφό του το βασιλιά, κλαίγοντας και στενάζοντας για το τρομερό κακό που τον περίμενε. Μόλις τον είδε ο βασιλιάς να κλαίει έτσι, τον κάλεσε ιδιαιτέρως, σε κάποιο δωμάτιο. - Βρε άνθρωπε ανόητε και απερίσκεπτε! του είπε. Εάν εσύ φοβήθηκες τόσο πολύ από τη σάλπιγγα του θανάτου και τον αδελφό σου, που είναι άνθρωπος σαν και σένα και που απέναντί του σε τίποτα δεν έσφαλες ούτε είσαι ένοχος για κάτι, πώς μπόρεσες να κατηγορήσεις εμένα, που ασπάστηκα με ταπείνωση τους αγγελιαφόρους του Θεού μου; Εκείνοι, βρε, μου υπενθυμίζουν τον θάνατο και τη φοβερή κρίση του Θεού, πολύ περισσότερο από όσο η σάλπιγγα αυτή! Διότι άνθρωπος είμαι κι εγώ κι έχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου και μεγάλες αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Ησύχασε λοιπόν. Μόνο την ανοησία σου ήθελα να σου δείξω και γι’ αυτό σε τρόμαξα με τη σάλπιγγα. - Συγχώρεσε σε με, αδελφέ μου, που τόσο απερίσκεπτα σε κατέκρινα, του απάντησε ανακουφισμένος εκείνος. -Εντάξει, αδελφέ μου, σε συγχωρώ. Αλλά σε λίγο θα διαπιστώσεις και μόνος σου την ανοησία εκείνων που σε παρακίνησαν να έρθεις και να μου πεις αυτά τα πράγματα. Και αφού με τον τρόπο αυτό τον καθησύχασε και τον συνέτισε, τον άφησε να πάει στο σπίτι του. Κατόπιν πρόσταξε τους τεχνίτες του να φτιάξουν τέσσερα ξύλινα κιβώτια. Τα δύο από αυτά τους είπε και τα κάλυψαν ολόκληρα με φύλλα χρυσού, τα γέμισαν με δυσώδη οστά και τα σκέπασαν με επίχρυσο καπάκι. Τα άλλα δύο τα άλειψαν εξωτερικά με πίσσα, τα γέμισαν με πολύτιμες πέτρες, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και αρώματα και τα τύλιξαν με ένα τρίχινο πλεκτό από μαλλί γίδας. Ύστερα κάλεσε τους άρχοντες και τους φίλους τους, εκείνους δηλαδή που τον είχαν κατακρίνει, επειδή γονάτισε μπροστά στους ανθρώπους του Θεού. Έβαλε λοιπόν μπροστά τους όλα τα κιβώτια και τους ζήτησε να εκτιμήσουν την αξία αυτών που ήταν επικαλυμμένα με φύλλα χρυσού και των άλλων, που είχαν την επίστρωση πίσσας. Εκείνοι βέβαια του απάντησαν ότι τη μεγαλύτερη αξία την έχουν τα κιβώτια που ήταν επενδυμένα εξωτερικά με φύλλα χρυσού, πιστεύοντας ότι μέσα τους κρύβονταν θησαυροί, πολύτιμα πράγματα και πολυτελή υφάσματα, ενώ για τα άλλα, που ήταν αλειμμένα με πίσσα, είπαν ότι δεν είχαν καμμία αξία. - Ήξερα πολύ καλά τι θα λέγατε! τους απάντησε ο βασιλιάς. Μόνο που κάνατε λάθος… Διότι ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε ένα πράγμα ή άνθρωπο από αυτό που εκ πρώτης όψεως βλέπουμε, αλλά πρέπει προηγουμένως να εξετάζουμε το εσωτερικό του, εάν είναι άξιο τιμής ή περιφρόνησης. Οι άρχοντες τον άκουγαν με απορία: «Τί να εννοούσε, άραγε;». - Ανοίξτε τα χρυσά κιβώτια! πρόσταξε τους υπηρέτες του. Και μόλις εκείνοι άνοιξαν τα κιβώτια, ξεχύθηκε από μέσα τους μια ανυπόφορη δυσωδία. Παραξενεμένοι οι αυλικοί πλησίασαν κοντά και διαπίστωσαν πως το περιεχόμενο ήταν πράγματι απωθητικό και αξιοκαταφρόνητο. - Έτσι ακριβώς μοιάζουν κι εκείνοι που είναι ντυμένοι με ωραία και ακριβά ρούχα και υπερηφανεύονται για τη μεγάλη τους περιουσία και για τη δόξα τους, ενώ η καρδιά τους είναι γεμάτη από έργα πονηρά, αμαρτωλά και βρόμικα, είπε με νόημα ο βασιλιάς. Αμέσως μετά πρόσταξε ν’ ανοίξουν και τα κιβώτια που ήταν αλειμμένα με πίσσα. Όταν τα άνοιξαν, μία εξαίσια ευωδία πλημμύρισε το δωμάτιο και, πλησιάζοντας οι αυλικοί του, διαπίστωσαν ότι περιείχαν πολύτιμα πράγματα, ακριβά και σπάνια. - Ξέρετε με τι μοιάζουν αυτά τα κιβώτια; συνέχισε ο βασιλιάς. Με εκείνους τους δύο ταπεινούς ανθρώπους, που ήταν ντυμένοι προχθές με σκισμένα ρούχα, που τα μάγουλά τους ήταν ζαρωμένα και τα πρόσωπά τους χλωμά από την άσκηση και τους κόπους. Κι εσείς τους είδατε και αμέσως με κατακρίνατε, επειδή τους έβαλα μετάνοια. Όμως εγώ, αντιλαμβανόμενος με τα μάτια της ψυχής την καθαρότητα και τη λαμπρότητα των ψυχών τους, που ήταν άγιες και γι’ αυτό πολυτιμότερες και από το στέμμα μου και από τη βασιλική μου δόξα, ώστε όλα μου τα μεγαλεία να είναι μπροστά τους ένα μηδενικό, τους πλησίασα ταπεινά ζητώντας την ευλογία τους. Μ’ αυτό τον τρόπο τους δίδαξε ο σοφός βασιλιάς ότι δεν πρέπει ποτέ να κρίνουν την αξία του κάθε πράγματος και του κάθε ανθρώπου από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, αλλά μονάχα από τα εσωτερικά του γνωρίσματα. Παρόμοια να κάνουμε λοιπόν κι εμείς και να τιμούμε τους δούλους του Θεού, διότι όλοι είναι αδελφοί Του. Και να μην ξεχνάμε ποτέ πως ο Θεός την Ημέρα της Κρίσεως δεν θα εξετάσει κανενός την όψη, όπως είπε και ο προφήτης Σαμουήλ, όταν εξέλεξε για βασιλιά τον Δαβίδ. Ο Θεός, όπως και τώρα, έτσι και τότε θα ερευνήσει την καρδιά του ανθρώπου. Και τότε θα δοξασθούν οι ταπεινοί, οι περιφρονημένοι, οι περιγελόμενοι, οι διωγμένοι για τη θεία δικαιοσύνη, οι πτωχοί στο πνεύμα, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν ότι τα έργα τους είναι ελεεινά και άχρηστα, εκείνοι που επιθυμούν να εφαρμόζεται στον κόσμο η θεία δικαιοσύνη καθώς και όλοι όσους εμακάρισε ο Κύριος. Τότε θα λάμψουν όλοι οι περιφρονημένοι, αυτοί για τους οποίους πίστευαν πως ήταν το σκουπίδι της κοινωνίας. Τα ανόητα και περιφρονημένα του κόσμου θα ντροπιάσουν τα σοφά. Τα μικρά και αδύνατα θα ντροπιάσουν τα δήθεν ισχυρά. Γι’ αυτό λέει ο Σωτήρας μας πως οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι. Εκείνοι οι οποίοι θεωρούνται από εμάς ασήμαντοι και αποτυχημένοι, εάν σ’ αυτή τη ζωή προσεύχονται στον Θεό με όλη την καρδιά τους, στη βασιλεία των ουρανών θα λάμπουν περισσότερο και από τον ήλιο! Ενώ οι βασιλείς του κόσμου και οι δυνατοί της γης, εάν δεν πιστέψουν στο Θεό, θα παρουσιαστούν ενώπιόν Του γυμνοί από αρετές και τελευταίοι απ’ όλους. Και αυτή την αντιστροφή των πραγμάτων μαζί με όλα αυτά τα εκπληκτικά γεγονότα θα τα δούμε όλοι μας να συμβαίνουν, διότι ο Θεός είναι δίκαιος και η δικαιοσύνη Του μένει στον αιώνα.

Πηγή: Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα σελ. 76-82, Εκδόσεις Άθως

Αναδημοσίευση από: Ομοθυμαδόν

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Χαιρετισμός στην παιπαλόεσσα Ίμβρο

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΡΟΚΟΝΝΗΣΟΥ ΙΩΣΗΦ
Στην παιπαλόεσσα Ίμβρο οι ένδεκα μήνες του χρόνου περιμένουν τον Ένα. Τον Αύγουστο! «Αύγουστε καλέ μου μήνα, νάσουν δυό φορές το χρόνο»! Ο Αύγουστος, ο ωραίος μήνας της παγκάλου Παναγίας, είναι ο μήνας της πάντοτε ωραίας Ίμβρου! Από τότε που άρχισαν τα μεγάλα βάσανα του νησιού κι ο βαθμιαίος πλήρης εκτουρκισμός του, παρά τις προβλέψεις της δυσπότμου Συνθήκης της Λωζάνης, η Ρωμηοσύνη της Ίμβρου αναγκάσθηκε να ξερριζωθή, τα χωριά άδειασαν, τα σχολειά ρήμαξαν, ορφάνια και πένθος απαραμύθητο εκάλυψε την «Γκιοκτσέ-αντά» (πλέον). Μόνη παρηγοριά η Παναγία! Σ’ αυτήν κατέφευγαν οι Ιμβριώτες. Κι έκαμε κάποτε η Μεγαλόχαρη το μεγάλο θαύμα Της κι ανέδειξε στον Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ένα αγαπημένο Της παιδί, ένα Ιμβριωτάκι, τον Αηθοδωρίτη Βαρθολομαίο Αρχοντώνη! Το σκηνικό του νησιού από τότε άρχισε σιγά-σιγά ν’ αλλάζει. Η αποσταμένη ελπίδα αναζωπυρώθηκε. Ο μεγαλοφτέρουγος Αετός της Πόλης δε θα ξεχνούσε τα βράχια όπου πρωτοείδε το φως του ήλιου. Και δεν τα ξέχασε! Η Ίμβρος άρχισε να δέχεται τακτικές Πατριαρχικές επισκέψεις. Ιδιαίτερα σε μέρες γιορτής της Παναγιάς, τον Αύγουστο! Μεγαλεία! «Τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια»! Ο γλυκός ο λόγος, το χαμόγελο, οι αποφασιστικές παρεμβάσεις, οι ποικίλες ενισχύσεις του μεγάλου Τέκνου του νησιού, άρχισαν να δίνουν όχι απλώς κουράγιο και δύναμη, μα, κυριολεκτικά, καινούργια ζωή. Ώσπου σκέφθηκε να στείλει καινούργιο Ποιμενάρχη στην Ίμβρο, νεώτερο στην ηλικία, με περισσότερα αποθέματα δυνάμεων και ενθουσιασμού, να συνεχίσει το έργο του Μελίτωνος, του Νικολάου, του Δημητρίου, του Φωτίου. Επέλεξε σοφά και εύστοχα Ιμβριώτη, τον μέχρι τότε Μητροπολίτη Σελευκείας Κύριλλο Δραγούνη από τ’ Αγρίδια, που όχι μόνο να ξέρει από πρώτο χέρι τα του νησιού και του λαού του, μα και να πονά ριζόκαρδα την Ίμβρο και τους Ιμβριώτες! Κι όταν τον Σεπτέμβρη του 2002 ο Κύριλλος ενθρονιζόταν στην Παναγιά ως Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου, οι συμπατριώτες του το πανηγύρισαν με ενθουσιασμό, γιατί είναι, όπως είπαν, «εμ καλός, εμ δ’κός μας!» Και οι ελπίδες που στήριξαν στον «εμ καλόν, εμ δ’κόν τους», ουδόλως διαψεύσθηκαν! Με τη αμέριστη στήριξη και ολόθυμη συμπαράσταση του Παναγιωτάτου ο νέος Ποιμενάρχης φιλοτιμήθηκε να δώσει όλη του την ψυχή στο ποίμνιό του και στην Επαρχία του. Εφρόντισε να είναι σε καθημερινή επικοινωνία με όλους τους Χριστιανούς του, να παρακολουθή τις ανάγκες τους και τα προβλήματά τους, να έρχεται αρρωγός, να σπογγίζει δάκρυα, να ενθαρρύνει, να αστειεύεται, να σκαρώνει εκείνα τα νόστιμα πειράγματά του από τα οποία δεν γλυτώνει κανείς, να δίνει χαρά, κουράγιο, δύναμη, ζωή! Τη μια ένα τραπέζι στα γεροντάκια του ενός χωριού, την άλλη ένα δείπνο στου άλλου. «-Τα πήρες σήμερα τα φάρμακά σου, κυρία Κυργιακίτσα μου;» «-Τι σε έγραψε ο γιος σου από την Αθήνα κυρ-Παναγιώτη μου;» «-Σύρε, βρε Χουρσίτ, εκειδά στον μπαρμπα Νικόλα, να δης πως ξημερώθηκε, που ήταν άρρωστος και νάρθεις να με πης!» «-Έχεις αρκετά ξύλα για τη σόμπα, κυρά Γραμματικούλα μου; Να! Πάρε αυτούς τους παράδες να σε φέρουν κι άλλα, γιατί είναι βαρύς ο χειμώνας έφέτος!» Μέχρι και το πλύσιμο των ρούχων των γερόντων οργάνωσε συστηματικά, νάναι καθαροί και καλοντυμένοι! Σωστός Πάτερ-φαμίλιας για όλο το ταπεινό του ποίμνιο! Από την άλλη, έψαξε και βρήκε κατάλληλα πρόσωπα, τα εχειροτόνησε κι εστελέχωσε με καλούς κληρικούς όλες τις Ενορίες, να χτυπούν όλες οι καμπάνες, να λειτουργούνται οι εκκλησιές, ν’ ανάβουν τα καντήλια, να ξεχορταριάσουν τα μνήματα, να τρισαγιάζονται οι κεκοιμημένοι. Κι ο ίδιος να πηγαίνει από χωριό σε χωριό, από εκκλησιά σ’ εκκλησιά, να χοροστατή ταπεινά, να λειτουργή, να κάνει τον ψάλτη, να κάνει τον κανδηλάπτη, να βλέπει ποιοί λείπουν!... Ήλθε σε επικοινωνία με τους απόδημους Ιμβρίους, έφτιαξε μέχρι και ιστοσελίδα στο διαδίκτυο να φαίνεται η Ίμβρος, ν’ ακούγεται η ανασεμιά της. Ο Πατριάρχης δίπλα του. «-Κύριλλε, μπράβο! Προχώρα!... Τι χρειάζεσαι;.. Ο,τι θέλεις!... Εδώ είμαστε!...» Του βρήκε μάλιστα και χορηγούς και δωρητές. Ένα - ένα τα ρημαγμένα εξωκκλήσια άρχισαν να καθαρίζονται, ν’ αναστηλώνονται, να ωραΐζονται, να λειτουργούνται ξανά. Έχω χάσει το λογαριασμό πόσα είναι, πόσα Θυρανοίξια έγιναν! Και στην Τένεδο μέχρι και Μητροπολιτικός Οίκος αποκτήθηκε, και το καμπαναριό της Αγια-Παρασκευής φτιάχτηκε, μετά από τόσες παγωμένες δεκαετίες! Και φθάσαμε μέχρι και Πνευματικό Κέντρο να δημιουργηθή πριν λίγα χρόνια, ακόμα και Οικολογικό Πάρκο να φτιαχτή πέρυσι στην Ίμβρο, και τα δυό αφιερωμένα στο μεγάλο Πατριάρχη του Γένους Βαρθολομαίο τον Ίμβριο, ενώ για φέτος μας επιφυλάχτηκε μια ακόμη μεγαλύτερη χαρά και ευλογία. Μετά από πέντε στείρες κι άνυδρες δεκαετίες ρωμαίϊκο Σχολειό ανοίγει στην Ίμβρο! Το σχολειό όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα ο μικρός Δημητράκης Αρχοντώνης στους Αγίους Θεοδώρους, θα έχει τη νέα ευλογία να υποδεχτή, ώρα καλή και τρισευλογημένη!, τα πρώτα ρωμηόπουλα μαθητούδια στις τάξεις του! Θαύμα εν θαύματι διπλούν, πίσω από το οποίο είναι οι προσευχές και οι διακριτικές ενέργειες του Πατριάρχου! Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα ήταν φυσικό να ξεθαρρέψουν σιγά-σιγά οι ξερριζωμένοι και ν’ αρχίσουν να επισκέπτονται τη γενέθλια νήσο, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Κι όχι μόνο να την επισκέπτονται, μα και να επισκευάζουν τα πατρικά σπίτια ώστε νάχουν το δικό τους κεραμίδι στην πατρίδα. Κι έχοντας το κεραμίδι τους, γιατί να μην κάνουν εδώ και τις διακοπές τους; Έτσι το καλοκαίρι οι διακόσιοι άρχισαν να γίνονται πολλοί, ώσπου τον Αύγουστο, μέχρι της Παναγίας, Κοίμηση κι Εννιάμερα, να είναι κάποιες χιλιάδες. Φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, άγνωστοι, συμπατριώτες, όλοι μια όμορφη πολύβουη ρωμαίϊκη παρουσία, γεμάτη αναμνήσεις, δάκρυα, όνειρα κι οραματισμούς. Ανάμεσά τους απαραιτήτως στα Εννιάμερα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο δικός τους Πατριάρχης, ο αδελφός τους, ο συμμαθητής τους, ο φίλος τους, ο Πατέρας τους, ο προστάτης τους, η επίγεια ανάσα της ζωής της Ίμβρου! Και μαζί του οι διακεκριμένοι φιλοξενούμενοί του. Φέτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, άλλοτε άλλοι. Λειτουργίες Πατριαρχικές, μετάληψη από τα άγια χέρια του, λόγος ενισχυτικός και στηρικτικός, φωνή ελπίδας για ένα αύριο πιο φωτεινό. Κουρμπάνια, τραγούδι νιμπριώτικο και χορός, να γλυκαθούν οι θύμισες, να χαρούν και οι αποσταμένοι Θερμοπυλοφύλακες. Και μέσα σ’ όλα, ανάμεσα σε όλους, χαμογελαστός, φιλόξενος, ανοιχτόκαρδος, καλωσυνάτος, ευχαριστημένος, έτοιμος να σκαρώση καμμιά νόστιμη αθώα φάρσα σε μικρούς και μεγάλους, ο Μητροπολίτης Κύριλλος! Ο γλυκύς Ποιμενάρχης της Ίμβρου! Πως να μην είναι έτσι όμορφος ο Αύγουστος στην Ίμβρο; Σαν τον παληό καλό καιρό! Έστω σαν όνειρο, σα σύντομη ευλογημένη αναλαμπή! Είχα την ευλογία ο τότε Μητροπολίτης Σελευκείας και νυν Ίμβρου και Τενέδου Κύριλλος να είναι από τους Αρχιερείς που έθεσαν τιμίαν δεξιάν επί της κεφαλής μου, κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία μου (1989). Αξιώθηκα να παραστώ στη σεμνή ενθρόνισή του στην Ίμβρο, ανταποδίδοντας κάπως την αγάπη. Στο μεταξύ, και μετά, δέχθηκα πολλές εκδηλώσεις της στοργής του και ουκ ολίγα νόστιμα πειράγματά του. Αληθινή ευλογία κι αυτά! Πάντως, αν τον συναντήσετε και προσφερθή να σας κεράσει καφέ, να προτιμήσετε «Φαναριτσίνο»!... Θα καταλάβει!... «-Αχ -αχ -αχ! Αυτός ο Ιωσήφ θα σε το είπε!... Να τον πιούμε τον φαναριτσίνο, να τον μάθετε και σεις!...» Αυτά τα λίγα, ποιητική αδεία και υπεραγαπώση καρδία, ένας μικρός χαιρετισμός στη γιορτοστόλιστη Νύμφη των Θρακικών Σποράδων, την Ίμβρο μας, και στον άξιο κι αξιόθεο Ποιμενάρχη της Μητροπολίτη Κύριλλο, με την ευκαιρία της Δεκαετηρίδος της ευλογημένης ποιμαντορίας του….

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Ἡ θεία τὸ Ρηνιὼ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΥ ΙΩΣΗΦ

Ἡ θεία τὸ Ρηνιώ, πρωτεξαδέλφη τῆς μητρός μου, ἐγεννήθη ἐν τῇ κοιλάδι τοῡ κλαυθμῶνος τῇ καλουμένῃ Σπιναλόγκα, ἐκ γονέων ἀμφοτέρων λεπρῶν, ὑγιεστάτη αὐτή, ἐν ἔτει σωτηρίῳ 1901, δι’ ὅ καί ἐρωτωμένη περί τῆς ἡλικίας της ἠρέσκετο νά ἀπαντᾷ: «—Ἐγώ πηγαίνω μέ τό ἔτος!». Τό Ρηνιώ διεκρίνετο παιδιόθεν ἐπ᾿ εὐφυΐᾳ καί φιλομαθείᾳ, διήκουσε δέ καί τά ἁρμόδια μαθήματα παρά τῷ Δημοτικῷ Σχολείῳ τῶν Μουλιανῶν. Παρά τοῦ Δημοτικοῦ τούτου Σχολείου τό Ρηνιώ δέν ηὐμοίρησε νά γνωρίσῃ ἕτερον, ἀνώτερον ἐκπαιδευτήριον. Ἒμεινεν, ἰσοβίως, τοῦ Δημοτικοῦ. Τό ὂντως, ὅμως, Σχολεῖον, τό ὁποῖον κυριολεκτικῶς ἐμόρφωσε τήν θεία Ρηνιώ, ἦτο ἡ Ἐκκλησία τοῦ χωρίου της, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἱεράτευσεν ἐπί τεσσαρακοντατετραετίαν ὅλην ὁ φιλόστοργος θεῖος της καί πνευματικός προστάτης, ὁ ἱεροπρεπέστατος παπά Γεώργιος Μαστοράκης. Οὗτος ὁ παπά Γιωργάκης, ὡς τόν ἀπεκάλουν θωπευτικῶς μέχρι βαθυτάτου γήρως καί πρεσβείου οἱ ἐνορῖται του, τοῦ Τετραταξίου Δημοτικοῦ ἀπόφοιτος, ἐποίμανε τό ποίμνιόν του κατά τά παλαιά, μέ νηστείας, Παρακλήσεις, μικροαγρυπνίας, εὐχέλαια καί τά τοιαῦτα, καθ' ἑβδομάδα μελετῶν τό Ψαλτήριον, εὐωδιάζων πάντοτε παπαδίλαν, ἤγουν μοσχοθυμίαμα, μελισσοκέρι καί ἔλαιον, οὐχί δέ μυρεψικάς μαγγανείας, ὡς ἒθος παρά πολλοῖς τῶν νεωτέρων, μάλιστα δέ τῶν ὑψηλότερον ἱσταμένων καί τῶν δεσποτικῆς χαρᾶς ὀρεγομένων. Ἡ ἐν τῷ ναῷ θέσις τοῦ Ρηνιοῦ ἦτο πάντοτε παρά τῇ μάμμῃ Ζαμπίᾳ καί ταῖς θείαις της, Μαρίᾳ τῇ Χατζήνᾳ καί Δεσποινιᾷ, τῇ Πρεσβυτέρᾳ, συζύγῳ τοῦ ἱερέως θείου της. Ἡ γωνία των διεκρίνετο ἐπ᾿ ἂκρᾳ σιγῇ καί προσηλώσει εἰς τά ἱερά δρώμενα, τήν ψαλμῳδίαν καί τά ἀναγνώσματα. Οὕτω τό Ρηνιώ παιδιόθεν συνήθισε νά ροφᾷ, κατά κυριολεξίαν, πᾶν τό ἐν τῷ ναῷ τελούμενον, ψαλλόμενον ἢ ἀναγινωσκόμενον. Τήν ἐνθυμοῦμαι καλῶς, γραῖαν πλέον, προσευχομένην ὀρθοστάδην καθ᾿ ὅλην σχεδόν τήν διάρκειαν τῆς Λειτουργίας, νά εἶναι σύννους, ὅλη ἕν βλέμμα, ἕν οὔς, εἷς σπόγγος ἀπορροφητικός, ὥστε νά μή τῇ διαφεύγῃ τό παραμικρόν, ἑτοίμη νά κατακεραυνώσῃ μικρούς ἢ μεγάλους, οἱ ὁποῖοι θά ἠνώχλουν τήν ἂκραν προσήλωσίν της, διά λόγου ἢ καί ψιθύρου μόνον, μέ ἓν ἀπότομον «— Σιωπή!... Μουρμού!... Ἀχνιά!...» συνοδευόμενον ὑπό χαρακτηριστικῆς φορᾶς τοῦ δείκτου τῆς δεξιᾶς κατενώπιον τῆς ρινός καί τοῦ στόματος. Ἐντεῦθεν καί διά ταῦτα ἀπέκτησε βαθμηδόν πλουσιώτατον λεξιλόγιον, ἱεροπρεπές, ἀρχαιοπρεπές, δαψιλέστατα ἠρτυμένον, καταστόλιστον ἐξ ἁγιογραφικῶν καί ὑμνογραφικῶν στοιχείων. Ἐρωτωμένη, ἐπί παραδείγματι, ἐάν ἐγνώριζε τόν φιλοξενούμενον τοῦ Κουκουδόγαμπρου, ἀπήντα: «οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον»! Θεωροῦσα τόν χοῖρον τῆς Κανονομαρίας νά τρέχῃ σύρων ὂπισθεν αὐτοῦ σχοινίον, εἰς τό ἄκρον τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο σιδηροῦς πάσσαλος, ὃστις τέως συνεκράτει τό ζῶον καί ἢδη ἐκροτάλιζε δαιμονιωδῶς ἐπί τοῦ καλντεριμίου, ἐσχολίασε: «καί μοχλούς σιδηροῦς συνέτριψε»! Ἐρωτηθεῖσα ποτε ὑπό τῆς πρωτεξαδέλφης της καί μητρός μου, «-Εἰρήνη, ποῦ πῆγε ἡ Μαρίκα;» ἤγουν ἡ κόρη της, ἀπήντησε μετ᾿ ἀκαριαίας ἑτοιμότητος: «Πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος». Τῷ ὄντι αὕτη εἶχεν ὑπάγει εἰς τόν κῆπον της, κείμενον πέραν τοῦ χειμάρρου Παντελῆ, παρά τόν Πετράν, μεσαιωνικόν τῆς Σητείας οἰκισμόν, ἔνθα καί δεικνύουν μέχρι τῆς σήμερον οἰκίαν ἀποδιδομένην εἰς τόν Βικέντιον ἢ, ἐπί τό λατινικώτερον, Βιτσέντζον Κορνᾶρον, ποιητήν τοῦ Ἐρωτοκρίτου, ὅν, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, τό Ρηνιώ ἐγνώριζεν ἀπό στήθους, ὡς ἐγνώριζε καί τόν Ἀθανάσιον Διάκον τοῦ Βαλαωρίτου καί ἄλλα τοῦ αὐτοῦ καί ἄλλων ποιήματα, τά ὁποῖα καί ἐφιλοτιμεῖτο νά μοι ἀπαγγέλλῃ, ὅτε ἤμην παιδίον, διά νά τά μάθω. Οὐδέποτε τό Ρηνιώ διενοήθη νά ὀνομάσῃ τό Κλεινόν Ἄστυ Ἀθήνα. Ὠμίλει πάντοτε περί Ἀθηνῶν: «Ἦλθε ἀπό τάς Ἀθήνας ὁ Κωστῆς τοῦ παπᾶ», ἐπληροφόρει τά τέκνα της. Μεμψιμοιροῦσα διά γενομένην τυχόν εἰς βάρος της ἀδικίαν, ἐστρέφετο πρός τόν γείτονα Ἅη-Γιώργην καί ἐπεκαλεῖτο: «Ἅγιε Γεώργιέ μου, σύ πού εἶσαι τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής καί τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής»! Ἔφυγεν ἐνενηκοντοῦτις καί ἐκηδεύθη τήν παραμονήν τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἰδίου ἔτους, ἐνταφιασθεῖσα εἰς τήν Παναγίαν, εἰς τόν τάφον τοῦ πάππου καί τῆς μάμμης της, ἔνθα προλαβών εἶχεν ἤδη ἐνταφιασθῆ ὁ καλοκάγαθος σύζυγός της, ὁ Νικολάκις, ἔχουσα ἔνθεν μέν τόν τάφον τῆς θείας Χατζήνας, τοῦ Χατζῆ καί τοῦ Γιαννάκη, ἔνθεν δέ ἐκεῖνον τῆς θείας - παπαδιᾶς καί τῆς πεφιλημένης ἐξαδέλφης της, Κατίνας τοῦ παπᾶ, διά νά δυνηθῆ πλέον νά συμψάλῃ μετά τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας τάς προσφιλεῖς αὐτῇ Καταβασίας «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε», περί τῶν ὁποίων μοι ἔλεγε: «Αἴ καί νά κάτεχες πόσο ᾽ρέγομαι ὄντο τσὶ γροικῶ»! Ἀτυχῶς τό Ρηνιώ ἔφυγεν ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου ἐνωρίς καί δέν προέλαβεν, ἡ βαρυδαίμων, νά χαρῆ -ἔστω ἀπό ραδιοφώνου— τάς κοσμοσωτηρίους καινοτομίας περί τήν ἀνάγνωσιν ἐπ' Ἐκκλησίας, καί δή καί χῦμα, ὡς τά ὄσπρια εἰς τούς σάκκους τοῦ Παντοπωλείου τοῦ ἐξαδέλφου της, τοῦ Μανωλάκι, τῶν συγχρόνων μεταφράσεων τοῦ Ἱεροῦ Ἀποστόλου καί τῶν θείων Εὐαγγελίων, τάς ὁποίας ἡτοίμασαν εὐρυμαθεῖς καί διπλωματοῦχοι ἄνθρωποι τῆς Θρησκείας, γνωστοί κραταιοί τῆς Ἀλεξανδρινῆς Κοινῆς τῶν Γραφῶν, χρόνον πολύν καὶ χρήματα δαπανήσαντες διά σπουδάς ἐν τῇ Ἑσπερίᾳ καί τούς Ἑσπερίους ὁμοτέχνους των, τούς τήν Κοινὴν «Κοϊνίιν» προφέροντας, καταφαγόντες μέ τά ἐξώφυλλα, ὥστε νά καταλάβῃ καί αὐτή, ἐπί τέλους!, ἡ ἀγράμματη, τοῦ Δημοτικοῦ, τά θειότατα κείμενα, τά ὁποῖα, κατά τούς μεγαλοπράγμονας μεταρρυθμιστάς, ἀσφαλῶς τῇ ἦσαν ἀκατανόητα, τόσον, ὅσον τουλάχιστον καί τά Οὐζμπεκικά ἢ τά Κινέζικα...

Πηγή: www.agiazoni.gr

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΣΑΜΟΥΗΛ - 20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

«Ο άγιος Σαμουήλ καταγόταν από την Αρμαθαί Σιφά, από το όρος Εφραίμ, από τη φυλή Λευί, και ήταν γιος του Ελκανά και της Άννας. Ο Ελκανά είχε δύο γυναίκες, την Άννα και την Φαινάννα. Και η μεν Φαινάννα είχε παιδιά, ενώ η Άννα δεν είχε. Ανέβηκε λοιπόν κάποια φορά ο Ελκανά στο ιερό της Σηλώμ να προσκυνήσει τον Θεό μαζί με την Άννα, κι εκεί ήταν ο Ηλεί και οι δύο του γιοι, ο Οφνεί και ο Φινεές, που ήταν όλοι ιερείς του Θεού. Ο δε Κύριος απέκλεισε τη μήτρα της Άννας, ώστε να μην μπορεί να τεκνοποιήσει, και γι’ αυτό την στενοχωρούσε η αντίζηλός της Φαινάννα. Η Άννα προσευχήθηκε στον Κύριο, ο Οποίος την θυμήθηκε, και γέννησε γιο, τον Σαμουήλ, τον οποίο αφιέρωσε στον Θεό. Κι ο Σαμουήλ αυξήθηκε και μεγάλωσε στην ηλικία κι έγινε λειτουργός του Κυρίου, αναδείχθηκε δε σε μεγάλο Προφήτη. Ο Ηλεί από την άλλη, και οι γιοι του, επειδή εξόργιζαν τον Θεό με την έλλειψη σεβασμού προς Εκείνον, έχασαν τη ζωή τους. Υπήρξε και κριτής ο Σαμουήλ, που δίκαζε όλες τις ημέρες του, και δώρα δεν έλαβε. Ήταν εκείνος που έχρισε κατ’ εντολή του Θεού τον Δαυίδ ως βασιλέα, κι αφού έφτασε σε βαθιά γεράματα, πλήρης ετών, απέθανε. Έζησε χίλια τριάντα πέντε χρόνια προ Χριστού και υπήρξε προφήτης για σαράντα χρόνια». Η Σάρρα του Αβραάμ δεν είχε παιδιά, και μετά από πολλή προσευχή γεννά τον Ισαάκ, που αναδείχθηκε σε μεγάλο Πατριάρχη του Ισραήλ και προτύπωση (προφητεία χωρίς λόγια δηλαδή) του Κυρίου Ιησού Χριστού. Πολύ αργότερα, η Άννα του Ιωακείμ, είναι στείρα και μετά από προσευχητική προσμονή ετών γεννά την Μαριάμ, την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Η Ελισάβετ, ακόμη πιο ύστερα, λόγω και πάλι στειρότητας, δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ μετά ιδιαίτερη προσευχή γεννά τον Ιωάννη, τον Πρόδρομο του Κυρίου, τον μεγαλύτερο από όλους τους προφήτες, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Η Άννα του Ελκανά, στην προκείμενη εορτή της ημέρας, κι αυτή δεν μπορεί να γεννήσει, και μετά από θερμή και επίμονη προσευχή, γεννά τον Σαμουήλ, ο οποίος αναδεικνύεται προφήτης του Θεού και κριτής του Ισραήλ. Έτσι διαπιστώνει κανείς μέσα από την ιερή Ιστορία ότι συχνά ο Θεός, προκειμένου να έρθουν στον κόσμο κατεξοχήν χαρισματούχα πρόσωπα, πρόσωπα δηλαδή που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο σχέδιό Του για τη σωτηρία του κόσμου, «αποκλείει» τη μήτρα της μητέρας τους για κάποιο διάστημα, ώστε αυτό που θα γεννηθεί να είναι καρπός μεγάλης και θερμής προσευχής. Με άλλα λόγια, ο Θεός φαίνεται ότι θέλει εξαρχής, για τα πρόσωπα αυτά, να δηλώνει τη θαυμαστή παρουσία τους στον κόσμο: δεν είναι δυνατόν αυτοί που θα Τον φανερώνουν να μην είναι «σφραγισμένοι» δικοί Του. Κι από την άλλη μπορεί κανείς κατ’ επέκταση να διακινδυνεύσει μία γενικότερη επισήμανση: μία περίοδος στειρότητας, από πλευράς πολιτισμικής, κοινωνικής προσφοράς, εργασιακής, προσωπικής ανάπτυξης, πνευματικής ακόμη, μπορεί να θεωρείται εκ πρώτης όψεως ως έλλειμματική και κενή, ίσως όμως αποτελεί τη δημιουργική προεργασία, προκειμένου να αναφανούν ελλάμψεις φωτός και καταστάσεις όντως αληθινής προκοπής. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεπικουρεί τη διακινδύνευση της κρίσεως αυτής η διαπιστωμένη από την εμπειρία κοινωνιολογική παρατήρηση ότι λειτουργεί πολλές φορές η «θεωρία του εκκρεμούς». Δηλαδή ο κόσμος πορεύεται πολύ συχνά σαν την κίνηση που κάνει ένα εκκρεμές: εκεί που έχει γίνει η μία κίνηση ανόδου, συνεπώς η άλλη πλευρά παρουσιάζει «κενό», στη συνέχεια το «κενό» γεμίζει, διότι έχει αρχίσει η αντίστροφη κίνηση. Ο άγιος Σαμουήλ λοιπόν, για να επανέλθουμε στην εορτή του, απαρχής αναδεικνύεται προφήτης και κριτής. Είναι «ο προ συλλήψεως δοθείς, δοτός Θεώ τω Υψίστω, υπό μητρός πανευκλεούς», κατά τον υμνογράφο, δηλαδή: και πριν ακόμη από τη σύλληψή του, δόθηκε από την ένδοξη μητέρα του ως προσφορά στον Θεόν τον Ύψιστο, γι’ αυτό και χαριτώθηκε με το χάρισμα του «βλέποντος τα μέλλοντα»: «ο βλέπων» είναι μία από τις κύριες προσωνυμίες του. Με τον προφήτη Σαμουήλ όμως διαπιστώνεται για μία ακόμη φορά και κάτι πολύ σημαντικό: δεν αρκεί κανείς να έχει το εκ Θεού χρίσμα απαρχής, χωρίς να αγωνίζεται καθημερινά να το επιβεβαιώνει στη ζωή του. Με άλλα λόγια, ο Θεός δίνει τη χάρη Του, αλλά αν ο άνθρωπος δεν καταθέτει και τη δική του θέληση προς αύξηση της χάρης αυτής, ο ίδιος ο Θεός την αποσύρει. Ο υμνογράφος αποκαλύπτει με φωτισμό Θεού την πνευματική διεργασία που επιτελούσε ο άγιος μέσα του: «πάσαν ύλην εκκενώσας, ένδοξε, του σου νοός, έσοπτρον του Πνεύματος εδείχθης». Ο Σαμουήλ είχε τη χάρη του Θεού, αλλά ταυτοχρόνως αγωνιζόμενος να απομακρύνει κάθε μη εκ Θεού υλικό από το νου του, κάθε λογισμό πονηρό δηλαδή, ανεδείχθη έσοπτρο του αγίου Πνεύματος. Η μνήμη του αγίου Σαμουήλ αποτελεί μεγάλη παρηγοριά όχι μόνο για τις άτεκνες γυναίκες, αλλά και για όλους τους χριστιανούς, ιδίως, όπως είπαμε, την περίοδο της πνευματικής μας ξηρασίας. Όπως ο Θεός «διήνοιξε την μήτραν» της μητέρας του Άννας, το ίδιο μπορεί να κάνει πάντοτε και σε οποιαδήποτε γυναίκα. Κι αντιστοίχως: η πνευματική ξηρασία λόγω στειρότητας αρετών, μπορεί διαμιάς να μεταβληθεί σε πνευματική δροσιά. Αρκεί να επιμένουμε στην προσευχή και να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στον Κύριο. «Την στείραν μου ψυχήν, αρετών ευτεκνίαν, εκλβαστάνειν σαις ευχαίς, αξίωσον σοφέ, στειρευούσης το βλάστημα». Αξίωσε, σοφέ Σαμουήλ, με τις ευχές σου στον Κύριο, συ που είσαι το βλάστημα της στείρας, να βλαστάνει η στείρα μου ψυχή την ευτεκνία των αρετών.

Πηγή: www.pgdorbas.blogspot.gr

Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΑΣ, Η ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΥ ΙΩΣΗΦ
Μέσα στήν κάψα τού Ιουλίου, ανάμεσα στά πολλά πανηγύρια πού δροσίζουν καί αγιάζουν τό χωροχρόνο τού Έλληνα, ξεχωρίζει εκείνο τής Αγίας Άννας. Στίς 25 τού Αλωνάρη η Εκκλησία τιμά τήν Κοίμηση τής Θεοπρομήτορος Αγίας Άννας. Τής πανσέβαστης Μητέρας τής Θεοτόκου, Γιαγιάς τού Χριστού αλλά καί δικής μας Γιαγιάς, αφού μέ τό άγιο Βάπτισμα αξιωθήκαμε νά γίνουμε χάριτι αδελφοί τού Χριστού καί συγκληρονόμοι τής κληρονομίας τού Πατρός. Είναι αλήθεια πώς, σέ αντίθεση μέ ό,τι συμβαίνει μέ τόν Προφήτη Ηλία, τήν Αγία Παρασκευή καί τόν Άγιο Παντελεήμονα, πού γιορτάζουν τόν ίδιο καιρό, ελάχιστοι ναοί είν’ αφιερωμένοι στήν Αγία Άννα. Βέβαια, στήν Κωνσταντινούπολη ο άγιος Βασιλέας Ιουστινιανός έχτισε τό 550 λαμπρό ναό αφιερωμένο στή Θεοπρομήτορα, πού σήμερα δέν υφίσταται πιά. Έναν υπέροχο προσκυνηματικό ναό στό όνομά της συνάντησα στόν Άγιο Τύχωνα Λεμεσού στήν Κύπρο, σύγχρονο αριστούργημα παλαιάς κυπριακής αρχιτεκτονικής, στολίδι τού τόπου. Ένα μεγάλο προσκύνημα τής Αγίας Άννας βρισκόταν στό Βόρι τής μαρτυρικής Μητροπόλεως Προικοννήσου. Τά θαύματα πολλά, καί μάλιστα οι θεραπείες νευρολογικών καί ψυχικών (καί όχι μόνο!) νοσημάτων. Υπήρχε συνήθεια νά πηγαίνουν τούς αρρώστους στό ναό, νά διανυκτερεύουν εκεί επί ένα σαρανταήμερο μέ καθημερινή Θεία Λειτουργία, Αγιασμό καί Παράκληση, μέ αυστηρή νηστεία (αλαδία), εξομολόγηση καί διαρκή προσευχή στή «Γιαγιάκα». Συμμετείχε όλη η οικογένεια τού ασθενούς. Συνήθως πρίν ολοκληρωθή τό σαρανταήμερο τό θαύμα γινόταν. Άν όχι, πράγμα σπάνιο, ξεκινούσαν αμέσως δεύτερο, τό οποίο ποτέ δέ χρειάσθηκε νά τελειώσει. Κι άν ο ασθενής δέν είχε συγγενείς, τόν αναλάμβαναν εκ περιτροπής οι οικογένειες τού χωριού. Κάθε μέρα μιά οικογένεια έμενε στό ναό τής Αγίας Άννας, ενήστευε αυστηρά, λεδιτουργόταν, προσευχόταν, συμπαραστεκόταν πνευματικά καί υλικά στόν ικέτη τού θαύματος. Κι όταν τελείωνε η ρότα, πάλι από τήν αρχή! Αυτή είναι η πνευματική αρχοντιά τών Ρωμηών! Θυσιαστική συμπαράσταση πού έφερνε τό θαύμα! Γιατί, «άν δέν ακούσει τή Γιαγιάκα Του ο Χριστός, ποιόν θ’ ακούσει;», όπως έλεγαν ευλαβικά οι νησιώτες τής Αλώνης. «-Οι γιαγιάδες έχουν αδυναμία στά εγγόνια, καί τά εγγόνια στίς γιαγιάδες τους»! Τετραγωνική ανθρώπινη λογική!… Σήμερα η θαυματουργή εικόνα τής Αγίας Άννης τού Βοριού βρίσκεται στή Λήμνο, ενώ μεγάλως τιμάται καί στό Αίγιο, όπου βρήκαν καταφύγιο άλλοι Βοριώτες καί Μαρμαρινοί πρόσφυγες. Στό Περιβόλι τής Θυγατέρας της, στό Άγιον Όρος, υπάρχει η περίφημη Σκήτη τής Αγίας Άννης καί η Μικρή Σκήτη τής Αγίας Άννης ή Μικρά Αγία Άννα, όπου τιμάται άξια η Θεοπρομήτωρ καί πολλοί Αγιαννανίτες καί Μικραγιαννανίτες Άγιοι τής κρατούν ήδη συντροφιά στή Βασιλεία τών Ουρανών. Όμως τής χρωστάμε περισσότερους ναούς, περισσότερα σεβάσματα! Δέν είναι μιά τυχαία Αγία! Είναι η Μητέρα τής Παν-Αγίας! Τό όνομα Άννα, εβραϊκό ασφαλώς, σημαίνει: «Θεία Χάρις». Καί πράγματι, η αγιασμένη εκείνη γυναίκα, πού ώς τά γεράματά της είχε μείνει άτεκνη, όπερ εσήμαινε ότι εθεωρείτο αυτόματα από τό λαό της ως άμοιρη Χάριτος, αφού … δέν επρόκειτο έτσι νά γεννηθή από τή φύτρα της ο αναμενόμενος Μεσσίας (!), επισκιάστηκε τελικώς πλουσιοπάροχα από τή Θεία Χάρη, κι αυτή, καί ο πανσέβαστος σύζυγός της Ιωακείμ, κι αξιώθηκε σέ προχωρημένη ηλικία νά συλλάβει καί νά γεννήσει Εκείνην πού μάς έφερε τήν Πηγή τής Χάριτος, τόν Υιό καί Λόγο τού Θεού, καί μάς Τόν χάρισε τέλειο Άνθρωπο καί τέλειο Θεό ταυτόχρονα, γιά νά μάς δώσει τήν άφεση, τή λύτρωση, τή σωτηρία, τή χαρά, τόν αγιασμό, τήν αιώνια ζωή καί τή θέωση! Έτσι φάνηκε εκ τών υστέρων περίτρανα πώς άξια κ’ υπεράξια είχε λάβει η κόρη τό όνομα Άννα – Θεία Χάρις, όπως παλαιότερα καί η συνώνυμη καί ομόλογή της μητέρα τού αγίου Σαμουήλ, τού Προφήτου καί Ιερέως καί Κριτού, πού μέ ιερό ενθουσιασμό είχε εξυμνήσει σέ σειρά λαμπρών ομιλιών του ο θείος Χρυσόστομος! Κι έτσι έμειναν μέ τή στενοψυχιά καί τή φαρμακογλωσσιά τους όσοι τήν ωνείδιζαν μιά ζωή ως στείρα καί στερημένη τής θείας ευλογίας! Καταγόταν η Αγία Άννα από τή φυλή τού Λευΐ καί ήταν κόρη τού ιερέως Ματθάν καί τής συζύγου του Μαρίας. Είχε ακόμη δυό αδελφές: τή Μαρία καί τή Σοβή. Κ’ οι δυό τους παντρεύτηκαν στή Βηθλεέμ κι εγέννησαν, η μέν Μαρία τή Σαλώμη τή μαία, η δέ Σοβή τήν Ελισάβετ, τή μητέρα τού Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστού Ιωάννου. Η Άννα παντρεύτηκε στή Γαλιλαία τόν Ιωακείμ, δίκαιο καί θεοφοβούμενο άνδρα, από τόν οποίο, μετά από πολλά χρόνια ατεκνίας, ύστερα από πολλές καί θερμές προσευχές καί υποσχέσεις στό Θεό, εγέννησε τήν πάναγνη Μαρία, τή Θεοτόκο. Έτσι η Παναγία μας ήταν πρωτεξαδέλφη τής Ελισάβετ καί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, κατά τό ανθρώπινο, δευτεροξάδελφος τού Αγίου Ιωάννου τού Βαπτιστού. Βέβαια λεπτομέρειες γιά τήν Αγία Άννα, γιά τόν Άγιο Ιωακείμ, γιά τήν ατεκνία τους, γιά τόν πόθο τους, γιά τήν προσευχή τους πού εισάκουσε τελικά, μετά από χρόνια ο Θεός καί γιά τή γέννηση τής Θεοτόκου, δέν υπάρχουν στίς θείες Γραφές. Όλα τά καθέκαστα μάς τά διασώζει η Ιερά Παράδοσις τής Εκκλησίας μας, πού τά αρύεται από ένα βιβλίο τού Β΄ μ.Χ. αιώνος καλούμενο «Πρωτευαγγέλιο τού Ιακώβου». Πρόκειται ασφαλώς γιά ένα ψευδεπίγραφο βιβλίο, απόκρυφο, χωρίς κανονικό κύρος, πού όμως συμβαίνει νά περιέχει καί πολλά υγιά στοιχεία τής πρωτοχριστιανικής προφορικής παραδόσεως, τά οποία η Εκκλησία, μετά από γερό «κοσκίνισμα», αποδέχεται καί τιμά. Στήν περίφημη Μονή τής Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη (Καριέ Τζαμί Μουζεσί σήμερα γιά τούς ευγενείς κρατούντες), σώζονται στόν εσωνάρθηκα αριστουργηματικής τέχνης ψηφιδωτά πού εικονίζουν τήν άρνηση τών δώρων τού άτεκνου Ιωακείμ, τή φυγή τού Ιωακειμ στήν έρημο, τήν προσευχή καί τόν «Ευαγγελισμό» τής Άννης, τή συηνάντηση καί εναγκαλισμό τών δύο Θεοπατόρων, τή Γέννηση καί τήν «κολακεία» τής Θεοτόκου, τήν αφιέρωσή Της στό Ναό (Εισόδια) κ.λπ. Η Αγία Άννα, αφού απογαλάκτισε τήν παναγία Θυγατέρα της, τήν αφιέρωσε στό Ναό τού Θεού σέ ηλικία τριών μόλις χρόνων, ως τάμα καί δώρο στό Θεό πού τής Τήν χάρισε, κι από τότε οι δρόμοι τους χώρισαν. Η Άννα μέ τόν Ιωακείμ ησύχασαν τά υπόλοιπα χρόνια τής ζωής τους, πού δέν ήταν πολλά, αφοσιωμένοι ολόψυχα στή λατρεία τού Θεού, στήν προσευχή, τή νηστεία καί τίς ελεημοσύνες, μέχρι τήν ώρα πού εξόφλησαν τό κοινό ανθρώπινο χρέος κι αναπαύθηκαν στή Βασιλεία τού Θεού. Η Μαρία, μέσα στά Άγια τών Αγίων, εστόλιζε τόν εαυτό της μέ κάθε αρετή καί καλωσύνη, καθοδηγούμενη από τό Πνεύμα τό Άγιο καί τούς ιερείς τού Θεού, τρεφόμενη μέ ουράνιο άρτο υπό Αγγέλου, μελετώντας τίς Θείες Γραφές, προσευχόμενη ασταμάτητα καί αναβαίνουσα από δόξα σέ δόξα, από έλλαμψη σέ έλλαμψη καί από θεωρία σέ θεωρία καί βίωση τών Θείων, ετοιμαζόμενη γιά τόν μοναδικό προορισμό πού ο Θεός είχε σχεδιάσει γι’ Αυτήν, τήν «προεκλεχθείσα εκ πασών τών γενεών», χωρίς Εκείνη νά ξέρει ακόμη τίποτε, μέχρι τήν ώρα τού Ευαγγελισμού πού ο Παμμέγιστος Γαβριήλ Tής αποκάλυψε τήν προαιώνια βουλή τού Κυρίου. Στίς 25 Ιουλίου, λοιπόν, τιμούμε τήν Κοίμηση τής Αγίας Μητέρας τής Μητέρας τού Θεού. Καί η ηδύμολπη μούσα τής Εκκλησίας μάς προτρέπει: «Προφητικώς συνέλθωμεν πάντες, τού αξίως υμνήσαι τής προγόνου Χριστού τήν παναγίαν μετάστασιν. Σήμερον γάρ εκ τής προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοίς επουρανίοις μετά χαράς τήν πορείαν ποιουμένη αγάλλεται• καί ως ούσα Μήτηρ τής οντως αληθούς Θεοτόκου, κραυγάζει πιστώς• Μεγαλύνει η ψυχή μου τόν Κύριον, ότι έτεκον τήν τούτου Μητέρα εν τή γή. Γένοιτο ούν μεθ’ ημών, ο τούτους δοξάσας ως ηυδόκησε». Ελάτε, λέει, νά συγκεντρωθούμε όλοι, όπως σέ τέτοιες περιπτώσεις συνήθιζαν νά τό ζητούν από τό λαό τού Θεού οι Προφήτες, γιά νά υμνήσψμε επάξια τήν παναγία κοίμηση τής προγόνου τού Χριστού, τής μάμμης Του. Γιατί σήμερα έφυγε από τούτη τήν πρόσκαιρη ζωή καί μέ πολλή χαρά καί αγαλλίαση πορεύεται στά επουράνια, ανεβαίνει στήν αιώνια Βασιλεία. Καί ως Μητέρα πού είναι τής πράγματι καί αληθινότατα Θεοτόκου, κραυγάζει με πίστη: -Μέσ’ απ’ τά βάθη τής ψυχής μου δοξάζω τόν Κύριο, γιατί μ’ αξίωσε νά γεννήσω εδώ κάτω στή γή τή Μητέρα Του κατά τήν ανθρωπότητα. Άς είναι λοιπόν μαζί μας ο Κύριος, πού, κατά τήν ευδοκία Του, εδόξασε τήν Άννα καί τόν Ιωακείμ, τούς μακαρίους γονείς, καί τήν Παναγία Μαρία, τήν αξιομακάριστη καί πανάμωμη Θυγατέρα. Ένας όμορφος ύμνος τού Εσπερινού, ο πρώτος τών Αποστίχων, λέει: «Χαίροις η νοητή χελιδών, έαρ τής χάριτος ημίν η γνωρίσασα, αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς, καί τής παρθενίας τό κειμήλιον σεμνώς ωδινήσασα, Θεοτόκον τήν άμωμον». Νά χαίρεσαι, Άννα, εσύ η νοητή χελιδόνα πού μάς φανέρωσες τήν άνοιξη τής Χάριτος. Γιατί, αφού έζησες αψεγάδιαστα, μέ τιμή καί σωφροσύνη, εκοιλοπόνεσες κι εγέννησες μέ κάθε σεμνότητα τήν άμωμη Θυγατέρα σου, τή Θεοτόκο Μαρία, πού είναι τό ατίμητο τεφαρίκι τής παρθενίας. Είσαι η τίμια Αμνάδα πού εκυοφόρησες Εκείνην πού εγέννησε δίχως σπορά ανδρική τόν Αμνό καί Λόγο τού Θεού, Εκείνον πού πήρε πάνω Του καί συγχωρεί τίς αμαρτίες όλου τού κόσμου. Νά χαίρεσαι, Άννα, Γιαγιά τού Κυρίου μας καί τώρα πού ο ίδιος σέ πήρε από τή γή στόν ουρανό, παρακάλα Τον νά δώσει στίς ψυχές μας τό μεγάλο Του έλεος! Βέβαια, όποιο ιερό καί άγιο πρόσωπό κι άν τιμούμε οι Ορθόδοξοι, στό τέλος-τέλος ο ύμνος μας, η τιμή μας, η δοξολογία μας, η ευχαριστία μας, απευθύνεται σέ Κείνον πού είναι πάνω απ’ όλους καί πίσω από κάθε καλό καί άγιο, δηλ. τόν Χριστό. Αυτός είναι η πηγή τής Χάριτος, τής αγιότητος, τής σωτηρίας, τής ζωής! Αύτός είναι τό «κεφάλαιον» κάθε γιορτής μας. Έτσι, τό πρώτο τροπάριο τών Αίνων οδηγεί τήν ανύμνησή μας στό Θεανθρώπινο πρόσωπο τού Δεσπότου μας, λέγοντας: «Μνήμην τελούντες αισίαν, Σέ ανυμνούμεν Χριστέ, τόν παραδόξως Άνναν εκ ζωής τής προσκαίρου πρός τήν άληκτον δόξαν μεταστήσαντα νύν, ως Μητέρα υπάρχουσαν τής Σέ τεκούσης ασπόρως, υπερφυώς, Θεοτόκου καί Παρθένου Μητρός». Καθώς επιτελούμε τή χαρούμενη μνήμη τής Άννας, Εσένα, Χριστέ μας, ανυμνούμε. Εσένα πού κατά τρόπο παράδοξο τήν πήρες σήμερα από τήν πρόσκαιρη ζωή καί τήν οδήγησες στήν ατέλειωτη δόξα τής Βασιλείας Σου, γιατί στάθηκε Μητέρα τής Παρθένου Μητέρας Σου, τής Θεοτόκου. Εκείνης πού Σ΄ εγέννησε χωρίς σπέρμα ανδρός, πέρα καί έξω από τά συνηθισμένα στήν ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός, λοιπόν, είναι τό τέλος τής προσευχής καί τού ύμνου μας, τό τέρμα κι ο σκοπός τους. Εκείνος είναι πού μάς δίδει ως δώρο τήν προσευχή: «Ο διδούς ευχήν τώ ευχομένω». Αυτός είναι ο «λόγος», η πεμπτουσία, η εντελέχεια κι ο σκοπός τής πνευματικής ζωής, τής ζωής τής Εκκλησίας. Πάντα εξ Αυτού, δι’ Αυτού, πρός Αυτόν καί δι’ Αυτόν. Καί η Παναγία Μητέρα Του, καί οι Θεοπάτορες Ιωακείμ καί Άννα λοιπόν. Αλλά επίσης καί ο ύμνος μας, καί η γιορτή μας, καί η προσευχή μας! Στό ίδιο πνεύμα κινείται καί τό δεύτερο τροπάριο τών Αίνων: «Μνήμην αγίαν τελούντες τών Προπατόρων Χριστού Ιωακείμ καί Άννης, τών σεπτών καί αμέμπτων, δοξάζομεν απαύστως τόν Λυτρωτήν καί Οικτήρμονα Κύριο, τόν μεταστήσαντα τούτους πρός τήν ζωήν τήν αγήρω καί ανώλεθρον». Άς μή βιάζονται οι ποικιλώνυμοι αιρετικοί νά μάς κατηγορήσουν ότι τάχα εμείς οι Ορθόδοξοι πίσω από τά πρόσωπα τών Αγίων κάπου, κάπως κρύβουμε ή καί χάνουμε τόν Χριστό. Όχι!… Μακριά από μάς μιά τέτοια πλάνη! Αντιθέτως! Στή διδασκαλία μας, στό δόγμα μας, στή λατρεία μας, στήν καθημερινή μας ευσέβεια, ο Χριστός ο ίδιος ήταν, είναι καί θά είναι πάντοτε τό κέντρο, ο άξονας, η βάση, τό θεμέλιο, ο στόχος. Γύρω απ’ Αυτόν καί σάν στεφάνι τής δόξης Του τοποθετούμε όλους τούς άλλους. Καί τή Θεοτόκο, καί τούς Θεοπάτορες, καί τόν Πρόδρομο, καί τούς Αποστόλους, καί τούς Προφήτες, καί τούς Μάρτυρες, καί τούς Πατέρες καί τούς Οσίους καί όλους τούς Αγίους καί Δικαίους. Εκείνος είναι τό Φώς. Οι άλλοι όλοι φωτίζονται απ’ Αυτόν καί τό δικό Του Φώς εξακτινώνουν καί καθρεφτίζουν. Εκείνος είναι η Ζωή. Οι άλλοι όλοι παίρνουν απ’ Εκείνον ζωή καί τή δική Του ζωή μεταγγίζουν. Εκείνος είναι η Χάρις. Οι άλλοι όλοι παίρνουν από τή δική Του χάρη καί τήν ακτινοβολούν καί σέ μάς. Εκείνος είναι ο Ένας, ο «πάντων επέκεινα». Ο ανώνυμος καί απειρώνυμος. Ο υπερύμνητος καί ο μόνος προσκυνητός. Ο Θεός καί Υπέρθεος. Γιατί η λέξη «Θεός» είναι πολύ μικρή καί στενή γιά νά χωρέσει αυτό πού πραγματικά είναι ο Θεός. Όλοι οι άλλοι σεβαστοί, ευλαβούμενοι κι επιπόθητοι, γιά Εκείνον καί εξ αιτίας τής σχέσης τους μέ Εκείνον. Καί σύμφωνα μέ τό βαθμό τής οικειότητός τους πρός Εκείνον. Γι’ αυτό καί Πρώτη, Πρώτη μετά τόν Ένα, τιμάται καί προσκυνείται η Θεοτόκος Μητέρα Του. Μετά τήν Παναγία, τή νοητή Σελήνη, ακολουθούν ένα-ένα όλα τά άστρα, κατά σειρά λαμπρότητος καί φωτεινότητος καί περιβάλλουν τό νοητό Ήλιο τής Δικαιοσύνης. Ανάμεσά τους, ολόφωτα, ολόχαρα, μεγαλοδόξαστα, η Άννα η σεμνή καί ο πολυσέβαστος Ιωακείμ. Η Γιαγιά μας κι ο Παππούς μας! Πού όπως εύκολα από τόν τελευταίο αυτόν ύμνο (καί όχι μόνο) μπορούμε νά εικάσουμε, αρχικά γιορταζόντουσαν καί τόν μνΙούλιο μαζί, όπως καί στίς 9 τού Σεπτέμβρη, στή Σύναξη. Άννα, Άννα, χαριτωμένη Μάννα τής Ανάσσης μας!… Άννα, Άννα, μυρωμένη ανάσα τής Θείας Χάριτος!… Άννα, Άννα, Μάμμη τού Χριστού, «Γιαγιάκα» τού ξερριζωμένου ποιμνίου μου!… Άννα, Άννα, κλέος τού πάλαι καί τού νέου Ισραήλ, «Μακαρία η κοιλία Σου, η βαστάσασα αληθώς τήν τό Φώς τού Κόσμου ένδον εν κοιλία βαστάσασαν»!… Άννα, Άννα, διά τών αγίων πρός τόν Παντάνακτα ευχών Σου, τή στείρα μου ψυχή αξίωσε νά καρπογονήσει, κάν εν γήρα μου, καρπό μετανοίας θεόδεκτο!

Πηγή: Αγιορείτικο Βήμα

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

ΠΕΠΟΙΚΙΛΜΕΝΗ ΤΗ ΘΕΙΑ ΔΟΞΗ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΡΟΙΚΟΝΝΗΣΟΥ ΙΩΣΗΦ

Αύγουστος με ήλιο που τρυπάει την πέτρα. Αύγουστος με μελτέμι που διακόπτει τον καύσωνα και παρηγορεί. Αύγουστος που πασπαλίζει με μυρωμένη αλισάχνη το πρόσωπο. Αύγουστος με αψειά μυρωδιά ρίγανης καὶ θυμαριού. Αύγουστος με πανσέληνο λίρα χρυσή παλαιάς κοπής. Αύγουστος με τρυγητούς και σταφυλοπατήματα. Αύγουστος με καμπάνες, με Παρακλήσεις και με Λειτουργίες σε ταπεινά ξωκκλήσια στ’ ακρογιάλια και στις βουνοπλαγιές... Αύγουστος ελληνικός, ορθόδοξος, της Ρωμηοσύνης Αύγουστος! Και καταμεσής του, μύρον εκκενωθέν, το μέγα Όνομα! Ἡ Μεγάλη, ἡ Μεγαλόχαρη, ἡ Μεγαλοδύναμη, ἡ Μεγαλόδοξη Παναγιά! Η Περιστερά η ασημομάλαμη, η μεγαλοφτέρουγη, με τα μετάφρενα εν χλωρότητι χρυσίου. Πεποικιλμένη της θεία δόξη. Με εσθήτα φωτός, υπέρλαμπρη, εν κροσσωτοίς χρυσίου περιβεβλημένη. Ολόφωτη! Αρχόντισσα! Στεφανωμένη μ’ αμπερόριζα και με βασιλικά, πολλά βασιλικά, σγουρά, πλατύφυλλα κι αθάνατα. Βασίλισσα! Παντάνασσα! Θεοχαρίτωτη! Χρυσοπλοκότατος πύργος της αρετής και της αγιότητας. Ηλιοστάλαχτος θρόνος, καθέδρα του Βασιλέως. Ολόδροση μέσα στην κάψα του κόσμου. Ήρεμη, ήσυχη, ειρηνική, μα κι ολοζώντανη πάνω στο ζωαρχικὸ νεκροκρέβατό της. Αθανασίας πλήρης μέσα στο θάνατο του πάναγνου κορμιού. Υπνοι γρηγορούσα στη Χώρα των Ζώντων. Γλυκοσωπαίνει πρεσβεύουσα διηνεκώς για τα παιδιά της. Ακινητεί σπεύδουσα σε βοήθεια των επικαλουμένων. Μάννα Παναγιά!... Δική μας Παναγιά!... Μουχλιώτισσα του Φαναρίου Παναγιά, τεμέτερον Παναΐα Σουμελιώτισσα, Προικοννησιώτισα Παναγιά, Παλατιανή, Κουταλιανή, Καφατιανή, Φανερωμένη, Ξενητεμένη Ἰμβριώτισσα! Γλυκοπαναγία μας!... Ανθρώπινη Παναγιά!... Του Θεού Μητέρα Παναγιά!... Απόστολοι εκ περάτων θεαρχίῳ πνεύματι συναθροίσθηκαν για να συστείλουν «πεφρικυϊαις χερσί» και να κηδέψουν άξια το θεοδόχο σώμα. Θεόφρονες άνδρες, σεμνά γύναια, παρθένες νεάνιδες, σώφρονες γέροντες, παιδιά απειρόκακα, θρηνούν με ολόγλυκα δάκρυα και γεραίρουν με αναξιφόρμιγγες ύμνους ευλαβείας πολλής την σεβάσμια Κοίμηση της Αειπάρθενης Κόρης.Αρχάγγελοι με σάλπιγγες νικητικὲς μεγαλόφωνες, Άγγελοι με λαμπάδες μελισσοκέρινες στα χέρια, Ἑξαφτέρουγα με θυμιατά που καίνε μαστίχα χιώτικη και δάκρυ λιβάνι, Χερουβείμ με μυρσίνες και δάφνες δοξαστικές, Δυνάμεις με λάβαρα αναστάσιμα και σύμβολα θριαμβικά, Εξουσίες με χρυσοφιλντισένια διαδήματα, Θρόνοι με πορφυροβελούδινες οθόνες μαλαμοκέντητες, Αρχὲς με αλαβάστρινες μυροδόχες γεμάτες πευκόμυρο, και Κυριότητες με αυλούς, με κύμβαλα, με τύμπανα, με κιθάρες, με σαντούρια, με σήριγγες, με λύρες, με σαμβύκες με κανονάκια και κάθε λογής γλυκόηχο όργανο μουσικό, συνοδεύουν το άγιο ξόδι και την πασχαλινή πορεία της Κυρίας τους προς την Οδό, την Αλήθεια και τη Ζωή. Ὁ Πατέρας υποδέχεται τη Θυγατέρα της υπακοής. Ὁ Υιός ανοίγει την αγκαλιά Του στην απειρόγαμη Μητέρα Του. Το Πνεύμα το Άγιο επισκιάζει εν ευφροσύνη τη γνώριμή Του παμπάρθενη Χρυσαλλίδα της Ζωής. Ουρανός και γη πανηγυρίζουν τη θεία Μετάσταση της Θεομήτορος! Λαός νηστεμένος, παρακεκλημένος, κατανυκτικός, θεομητορικής ευλαβείας πλήρης, υψώνει χέρια ικετευτικά: «Και Σε μεσίτριαν ἔχω πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον Θεόν...», ξέροντας πώς Αυτή που «εν της Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξε», «εν της Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπε». Απλώς «μετέστη προς την Ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της Ζωής», κι εκεί, «πεποικιλμένη της θεία δόξη», με τις πολλές και παρρησίας μητρικής πλήρεις πρεσβείες Της, λυτρώνει από τον θάνατο την ψυχή του. Λαός μνήμων των ευεργεσιών της Υπερμάχου Στρατηγού της ευσεβείας, λαός χάριτος, συναγμένος στην ελάχιστα πενθήρη και περίσσια θυμήρη Θεομητορική σύναξη του Δεκαπενταυγούστου, απιθώνει στα πόδια Της τα βάσανα και τους καημούς του, αφήνει στα χέρια Της τις ελπίδες και τα όνειρά του και πανηγυρίζει εν ευφροσύνη τα θεία μεγαλεία της μετά Θεὸν Καταφυγής και Προστασίας του..

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Ἀπό τούς ἀγρούς τέρψεις συγκομιδῆς καί ἀπό τά ἀμπέλια τρύγος ἐδεσμάτων. Καί ἀπό τίς Γραφές διδαχή ζωοποιός. Ὁ ἀγρός μία φορά ἔχει τήν συγκομιδή καί τό ἀμπέλι μιά φορά ἔχει τόν τρύγο. Ἡ Γραφή, ὅμως, πάντοτε ἀναβλύζει διδαχή ζωοποιό. Ὁ ἀγρός, ὅταν θεριστεῖ, μένει ἔρημος. Καί τό ἀμπέλι, ὅταν τρυγηθεῖ, ταπεινώνεται. Ἡ Γραφή, ὅμως, ἄν καί θερίζεται καθημερινά, τά στάχυα τῶν ἑρμηνειῶν τῶν λόγων της δέν ἐκλείπουν. Καθημερινά τρυγᾶται καί τά σταφύλια τῆς ἐλπίδας πού κρύβει δέν δαπανῶνται. Ἄς πλησιάσουμε λοιπόν τόν ἀγρό τοῦτο κι ἄς ἀπολαύσουμε τά ζωοποιά του ρεῖθρα καί ἄς θερίσουμε ἀπ᾽ αὐτόν στάχυα ζωῆς, τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «βρίσκονται ἐδῶ κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενο στήν δόξα Του».

Καί μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες παρέλαβε τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν ἀδελφό του Ἰωάννη καί τούς ἀνέβασε σέ πολύ ψηλό βουνό καί μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ροῦχα του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς. Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιά τούς ὁποίους εἶπε ὅτι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοί οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τούς ὁποίους πῆρε κοντά Του καί ἀνέβηκαν στό βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νά ἔλθει κατά τήν ἐσχάτη ἡμέρα στήν δόξα τῆς θεότητάς Του καί μέ τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τούς ἀνέβασε στό βουνό, γιά νά τούς δείξει ποιός εἶναι καί ποίου υἱός. Διότι, ὅταν τούς ρωτοῦσε «ποῖος λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας· ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες» (Μάρκ. 8, 27-30. Ματθ. 16, 13-20. Λουκ. 9, 18-20.).

Γι᾽ αὐτό καί τούς ἀνεβάζει στό βουνό καί τούς ἀποκαλύπτει, ὅτι δέν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεός καί Πλάστης τοῦ Ἠλία. Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ᾽ αὐτός πού ἁγίασε τόν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς προφῆτες, ἀλλ᾽ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καί τούς ἔστειλε. Ἀλλά καί τοῦτο ὑποδηλώνει σ᾽ αὐτούς, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί ὁ κύριος ζωντανῶν καί νεκρῶν. Διότι διέταξε τόν οὐρανό, καί εὐθύς ἀμέσως κατέβασε τόν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στήν γῆ καί τόν Μωϋσῆ παρέστησε. Καί σ᾽ αὐτούς πάλι τούς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τόν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανούς κατέβασε. Καί ὅτι εἶναι Αὐτός πού ἐγείρει τούς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τόν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δέ ἀνάβαση στό βουνό τούς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Τί κι ἄν ἔλεγε σ᾽ αὐτούς ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ»; Δέν θά πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καί διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σάν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τήν Μαριάμ, πού Τόν γέννησε, καί τόν Ἰωσήφ, πού Τόν ἀνέθρεψε, καί πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινό ὄνομα. Παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἦσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καί ὅπως αὐτοί πείνασε καί ἔλαβε τροφή, καί δίψασε καί τήν δίψα ἔσβησε μέ νερό, καί στόν κόπο βρῆκε παρηγοριά τήν ἀνάπαυση, καί στήν νύστα ἔδωσε ὕπνο. Καί τόν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοί ἱδρῶτα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὅλα τά δικά μας παρεκτός τήν ἁμαρτία, πῶς θά γινόταν πιστευτός, ἐάν ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτά δέν ἦσαν ἁρμόδια στήν θεϊκή φύση. Γι᾽ αὐτό λοιπόν στό βουνό τούς ἀνεβάζει, ὥστε νά μιλήσει ὁ Πατήρ καί νά τούς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικά Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καί τήν βασιλεία Του πρίν ἀπό τόν θάνατο. Καί τήν δόξα Του πρίν ἀπό τήν ὕβρη. Καί τήν δύναμή Του πρίν ἀπό τό πάθος. Καί τήν τιμή Του πρίν ἀπό τήν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καί σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νά γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δέν σταυρώνεται ἀπό ἀδυναμία ἀλλά κατά τό ἀγαθό Του θέλημα, γιά νά δωρήσει τήν χάρη, πού θά σώσει ὅλο τόν κόσμο. Δείχνει καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση τήν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στήν θεϊκή δόξα τῆς φύσεώς Του, νά γνωρίσουν ὅτι δέν ἔλαβε τήν δόξα ὡς μισθό γιά τόν κόπο του, σάν νά μήν τήν εἶχε, ἀλλ᾽ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ᾽ ἀρχῆς καί προαιώνια κοντά καί μαζί μέ τόν Πατέρα Του - καθώς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μέ τήν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρίν νά ὑπάρξει ὁ κόσμος» (Ἰω. 17, 5). Αὐτή, λοιπόν, τήν δόξα τῆς θεότητάς Του, τό ἄδηλο καί κρυμμένο μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στούς ἀποστόλους κατά τήν ἀνάβαση στό ὄρος. Διότι ἔγινε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά σάν τό φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στό βουνό τά μάτια τῶν μαθητῶν: ὁ ἕνας ἦταν αὐτός πού φέρνει τό φῶς τῆς ἡμέρας, καί ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καί φοβερός. Ὁ ἕνας φαινόταν καί σ᾽ αὐτούς καί τόν κόσμο ὅλο φώτιζε στό στερέωμα. Καί ὁ ἄλλος σ᾽ αὐτούς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τό πρόσωπο.

Ἔγινε, λοιπόν, τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά ὅπως τό φῶς. Μέ αὐτά ἔδειξε, ὅτι ἀπό ὅλο τό σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καί ἀπό ὅλη τή σάρκα Του ἔλλαμψε τό φῶς Του, καί ἀπό ὅλα τά μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτῖνες τῆς θεότητάς Του. Διότι δέν ἔλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μέ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καί μέσα Του ἔμεινε. Ἀπό τόν Ἴδιο ἀνέτειλε τό φῶς ου καί μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σέ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καί τόν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατά χάριν μέ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσική στόν ἑαυτό Του λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καί τό φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καί οὔτε ὁλόκληρη τήν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τούς φανέρωσε, ἐφόσον τά μάτια τους δέν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατά τό μέτρο τῆς ὁπτικῆς τους δυνάμεως.

Καί παρουσιάστηκαν σ᾽ αὐτούς ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας νά συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ᾽ Αὐτόν; Ἀπ᾽ ὅσο μπορῶ νά ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τούς λόγους τῶν προφητῶν μέ τήν παρουσία Του. Καί προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπέρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στό ἀνθρώπινο γένος. Καί τό μυστήριο, τό ὁποῖο αὐτοί ζωγράφησαν, αὐτός ὁλοκλήρωσε μέ τό ἔργο Του. Διότι αὐτοί δεχόμενοι τίς ἀρχές καί ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μέ λόγους συγκαλυμμένους. Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μέ ἔργα τούς λόγους καί τίς εἰκόνες.

Χαρά κατέλαβε τούς προφῆτες καί τούς ἀποστόλους μέ τήν ἀνάβαση αὐτή στό βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τήν ἀνθρώινη φύση Του, τήν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν, καί ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ Πατέρα. Μέ αὐτήν τήν πατρική φωνή πληροφορήθηκαν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τό ὁποῖο ἦταν κρυφό γι᾽ αὐτούς. Διότι δέν ἦταν δυνατόν νά μάθουν ἀπό ἄλλη πηγή γιά τήν ἐνανθρώπισή Του, παρά ἀπό τόν Πατέρα, πού Τόν γέννησε χωρίς πάθος. Ἀλλά καί ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τήν πατρική φωνή. Καί σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντά στόν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καί οἱ μέν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τούς ἀποστόλους καί οἱ ἀπόστολοι τούς προφῆτες. Αὐτοί πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μέ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπί πλέον σ᾽ αὐτήν τήν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτός ὁ Ἴδιος ἔθαψε τόν Μωϋσῆ καί μέ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβίτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανείς δέν εἶδε τό μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρά μόνο αὐτός πού τόν ἔθαψε. Οὔτε κανείς γνώριζε καλύτερα ποῦ βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρά μόνο ἐκεῖνος πού τόν ἀνέβασε στόν οὐρανό ἐπάνω σέ ἅρμα. Καί δέν θά μποροῦσε κανείς νά τούς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τόν μέν ἀπό τούς νεκρούς, τόν δέ ἀπό τήν ἀγγελική κατοικία, παρά μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καί ἐξουσιαστής τοῦ ἅδη καί τ᾽ οὐρανοῦ. Καί συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοί τῆς Παλαιᾶς καί οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τόν Σίμωνα νά ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρός τόν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μέν ἔσχισε τήν θάλασσα, γιά νά πεζοπορήσει ἀνάμεσα στά κύματα, ὁ δέ σηκώνει σκηνή γιά νά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τόν παρθένο τῆς νέας· ὁ Ἠλίας τόν Ἰωάννη. Αὐτός πού ἀνέβηκε σέ φλογερό ἅρμα, αὐτόν πού ἔγειρε στό στῆθος τῆς φλόγας. Καί ἔγινε τό ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἕνωσε ὁ Θεός σ᾽ αὐτό τίς δύο διαθῆκες. Καί ἔτσι τόν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ δοτήρας καί τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τά μυστήρια Αὐτοῦ καί ἡ ἄλλη φανέρωσε τήν δόξα τῶν ἔργων Του.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ». Ὦ Σίμων, τί λές; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, ποιός θά ἐκπληρώσει τούς λόγους τῶν προφητῶν καί τήν διδαχή τῶν κηρύκων ποιός θά ἐπισφραγίσει; Καί τά μυστήρια τῶν ὁσίων καί δικαίων ποιός θά τελειώσει; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τό «τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια μου» (Ψαλ. 21, 17) σέ ποιόν θά πραγματοποιηθεῖ; Καί τό «διαμοίρασαν τά ἱμάτιά μου μεταξύ τους καί στόν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρον» (Ψαλμ. 21, 14) σέ ποιόν θά ταιριάξει; Καί τό «ἔδωσαν χολή στό στόμα μου καί στήν δίψα μου μέ πότισαν ξίδι» (Ψαλμ. 68, 22) σέ ποιόν θά συμβεῖ; Καί ποιός θά βεβαιώσει τό «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στούς νεκρούς» (Ψαλμ. 87, 5); Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδάμ τό χειρόγραφο ποιός θά σχίσει καί τό χρέος του ποιός θά ἀποδώσει; Καί ποιός θά ἀποκαταστήσει τό ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θά πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό μου γιά σένα, πῶς θά οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θά χρησιμεύσουν; Ἀλλά καί ποιόν θά λύσεις ἤ ποιόν θά δέσεις, Πέτρε; Ἐάν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτά ἀναιροῦνται.

Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ. Νά στήσουμε, ἐάν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία». Σίμων, δέν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στόν κόσμο νά οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καί τώρα ἑτοιμάζεις νά στήσεις σκηνές στό ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιά τόν Ἰησοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τόν κατέτασσε μαζί μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία. Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νά δείξει ὅτι δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μέ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτός εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στούς πατέρες τους σκηνή νεφέλης σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοί ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτός τούς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνή ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τό καῦμα, καί ὁλόφωτη, δίχως σκιά μέσα της. Σκηνή ἐξαστράπτουσα καί φωτίζουσα. Καί μέσα στόν θαυμασμό τῶν μαθητῶν φωνή ἀκούστηκε ἀπό τήν νεφέλη νά λέει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί μέ τήν φωνή τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στόν τόπο του καί ὁ Ἠλίας γύρισε στήν χώρα του. Καί οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνή ἐκείνη Αὐτόν μόνο ἀφοροῦσε. Ἔφυγαν οἱ προφῆτες καί ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθώς δέν ἐκπληρωνόταν σ᾽ αὐτούς τό νόημα τοῦ λόγου. Διότι δέν ἦταν κανείς ἀπό αὐτούς υἱός ὁμοούσιος καί συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, οὔτε γι᾽ αὐτούς ἦταν τό «αὐτόν νά ἀκοῦτε».

Μέ τό λόγο, λοιπόν, αὐτόν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπό τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, καί στόν Υἱό ὑπακούουν κατά πάντα. Μήν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτά εἶπε ὁ Μωϋσῆς καί αὐτά ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στόν κέλευσμα καί αὐτό πού τούς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτός εἶναι υἱός καί ὄχι ὁμογενής· κύριος καί ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καί ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καί ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατά τήν θεία φύση καί υἱός ἀγαπητός. Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ᾽ αὐτό πού ἦταν γι᾽ αὐτούς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατήρ φανέρωσε τόν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλει τό συναΐδιο γέννημά Του. Ἐξαίτιας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Διότι ἦταν βροντή φοβερή, πού δονοῦσε καί τάραζε τήν γῆ καί αὐτοί ἀπό τόν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ᾽ αὐτούς τό ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα στήν θεϊκή Του φύση. Διότι καθώς ἡ φωνή τοῦ Πατέρα τούς ἔριξε κάτω, ἔτσι καί ἡ φωνή τοῦ Υἱοῦ μέ τήν δύναμή Του τούς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καί ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σέ ἕνα πρόσωπο. Διότι δέν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ᾽ ὡς Θεός στήν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τό πρόσωπο ἐξωτερικά χρίστηκε μέ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στίς ἀκτῖνες του ἄστραφτε καί ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε. Γι᾽ αὐτόν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δέν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπό τήν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιά ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτόν πού φαινόταν σέ σῶμα εὐτελές καί δόξα φοβερή. Καί ἡ ἁγία Μαρία υἱό τόν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τό ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἦταν χωρισμένο ἀπό τήν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τό σῶμα καί τήν δόξα Του. Καί ἡ δόξα Του μήνυσε τήν ἐκ τοῦ Πατρός θεία φύση. Καί τό σῶμα Του μήνυσε τήν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση. Ἕνας ὅμως Υἱός μονογενής ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τῆς Μαρίας. Ἄς παύσουν τά στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τόν μερίζει, θά μερισθεῖ ἀπό τήν βασιλεία Του. Καί ὅποιος τόν συγχέει, θά ἀποκλεισθεῖ ἀπό τήν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεόν ἡ Μαρία, ἄς μή δεῖ τήν δόξα τῆς θεότητάς Του. Καί ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θά εἶναι τῆς σωτηρίας καί ζωῆς πού προσφέρεται διά τοῦ σώματός Του. Διότι τά ἴδια τά πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεός ἀληθινός, καί τά πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καί τό σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπό θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἄν δέν τό κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατά τήν διάνοια, ἐμεῖς θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐκθέσουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τά ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νά προσφέρουμε στούς φιλόθεους ἀκροατές μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καί διατρανώνοντας τόν λόγο μέ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καί πιό λαμπρά θά πανηγυρίσουμε.

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, γιά ποιόν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στό προσκήνιο, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριήλ ποιόν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός τυλιγόταν στά σπάργανα, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἦταν ξαπλωμένος στήν φάτνη, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιά ποιόν λόγο ὕστερα ἀπό οὐράνια μύηση τόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ὑποβλήθηκε σέ περιτομή; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν οἱ μάγοι ἀπό τήν ἀνατολή πρόσφεραν δῶρα; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν βάσταξε στήν ἀγκαλιά του ὁ Συμεών, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, σέ ποιόν ἔλεγε «τώρα ἄφησέ με νά πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν πῆρε ὁ Ἰωσήφ καί κατέφυγε στήν Αἴγυπτο; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, τό «ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν υἱό μου» σέ ποιόν ἐκπληρώθηκε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιόν βάπτισε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν βεβαίωσε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός νήστεψε στήν ἔρημο καί πείνασε; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καί διακονοῦσαν, ἄν δέν ἦταν τέλειος καί κατά τίς δύο φύσεις; Ποιός κλήθηκε στόν γάμο τῆς Κανᾶ καί μετέβαλε τό νερό σέ κρασί, ἐάν δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός τέλειος, πῶς συνέτρωγε μέ τόν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τά πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κάθησε στό πηγάδι μετά τήν ὁδοιπορία καί ζητοῦσε νερό, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἐνῶ ζητοῦσε νερό ἀπό τήν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερό καί ἔλεγχε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στήν γῆ, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό μέ πηλό νά ἀναβλέψει; Στό μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιός δάκρυσε, καί μέ ποίου τό κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρός τετραήμερος, ἐάν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στό πουλάρι, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιόν δοξολογοῦσαν λέγοντας τό ὠσαννά; Καί πῶς νά διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιά τήν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καί ὅσα μετά τήν προδοσία ἔγιναν στό κριτήριο τοῦ Πιλάτου· τά ραπίσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα στό πρόσωπο καί ὅσα τίς ὧρες μετά τήν προδοσία ἔπαθε γιά χάρη μας. Δέν τά ὑπέμεινε αὐτά ὡς ἄνθρωπος; Τά δέ τοῦ σταυροῦ ποιά γλῶσα νά διηγηθεῖ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, τότε ποιά χέρια καί πόδια καρφώθηκαν, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τά μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροί πῶς ἀνασταίνονταν;

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κρεμάστηκε μέ ληστές στόν σταυρό; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στόν ληστή «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν ἄλειψαν μέ σμύρνα καί ἔθαψαν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα; Ποιόν οἱ ἀπόστολοι στό ὑπερῶο εἶδαν καί ψηλάφησαν, ἐάν δέν ἦταν σάρκα, καί πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐάν δέν ἦταν Θεός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἔφαγε στήν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς μέ κέλευσμα γέμισε τό δίχτυ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἄγγελοι ποιόν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ποιόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τό ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα, τήν ἄχραντη καί ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτός εἶναι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί λόγος, ὁ ἐρχόμενος στόν κόσμο. Τόν ἴδιον ὁμολογῶ Θεό τέλειο καί τέλειο ἄνθρωπο· μέ δύο φύσεις ἑνωμένες σέ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καί δίχως σύγχιση τῶν φύσεων.

Αὐτός θεώρησε ἄξιο νά σαρκωθεῖ, δίχως τροπή τῆς θείας Του φύσεως, ἀπό τήν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατά τήν ψυχή καί τό σῶμα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χρημάτισε ἄνθρωπος μετά ἀπό πρόσληψη σώματος, καί γενόμενος αὐτό πού δέν ἦταν, καί μένοντας αὐτό πού ἦταν, τέλειος καί στά δύο, ἦταν ἐπίγειος καί οὐράνιος· πρόσκαιρος καί ἀθάνατος· ἄναρχος καί ὑποκείμενος στόν χρόνο· παθητός καί ἀπαθής· Θεός καί ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπό δύο τέλειες φύσεις καί γνωριζόμενος ὡς μία ἀπό τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα. Ἔτσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Τήν φωνή αὐτή σάν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί λέει πρός αὐτούς Αὐτός πού ἔλαβε τήν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καί μή φοβᾶσθε». Τούς παρήγγειλε δέ τό ἑξῆς: «Μή πεῖτε σέ κανένα τό ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. Σ᾽ Αὐτόν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες.

Αμήν.

Πηγή:www.egolpion.com

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

"ΤΗ ΘΕΟΤΟΚΩ ΝΥΝ ΠΡΟΣΔΡΑΜΩΜΕΝ"

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ «Π Α Ν Α Γ Ι Α»
†Μητροπολίτου ΠΕΡΓΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

Στήν αὐλή μας φουντώνει ο βασιλικός. Ἔθιμο καί μήνυμα ἐποχικό. Θά οὐρανωθεῖ σέ λίγο στόν καιρό του, μαζί μέ τοῦ Σταυροῦ τήν ὕψωση. Τώρα ἄρχισαν νά τοῦ χαμογελοῦν καί τά πρῶτα μελτέμια. Καί μᾶς μοσχοβολεῖ εὐγενικά, γιά τόν Δεκαπενταύγουστο. Γιά τή συνάντησή μας μέ τήν «Ἀχώριστον». Τήν Παναγία! 
«Προσδράμωμεν!» 
Ἔτσι μᾶς ἐπιτάσσει ὁ ὕμνος. Καί μάλιστα, «νῦν προσδράμωμεν»! Μέ συντροφιά σελίδες συντριβῆς. Διάτριτες ἀπό λόγια ἀνθρώπινα, παρακλήσεως. «Μικρᾶς», ἀπό ἕνα Μοναχό, τόν θεοστήρικτο. «Μεγάλης», ἀπό ἕνα βασιληά, τόν Θεόδωρο Δούκα Λάσκαρη. Κι᾿ ἀτέλειωτης, ἀπό ἕνα ἱεράρχη, τόν Ἀνδρέα Κρήτης. 
Βρισκόμαστε σέ χρόνο λειτουργικό. Καί ἀκοῦμε νά σημαίνει μιά ὥρα. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς Μεγαλόχαρης. Παίρνουμε τή θέση μας, μέ τά μάτια ἐνοραματικά στό βλέμμα Της, μέ τήν καρδιά νά Τή θέλει ἕτοιμη σέ ἀντίληψη «καί πρός σωτηρίαν καθοδηγοῦσα». Ἡ κάθε στιγμή μᾶς θυμίζει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
Μυστήριο καί θαῦμα στήν Ἐκκλησία μας γιορτάζουν καθημερινά. Γιατί ἐνεργοῦνται ζωντανά. Καί θέλουν γρηγοροῦντα τόν πιστό. Γι΄αὐτό καί, «τῇ Θεοτόκῳ νῦν προσδράμωμεν». 
Γι᾿ αὐτό καί «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον», ὁ Εὐαγγελισμός. «Σήμερον γεννᾶται, ἐκ Παρθένου», ὁ Χριστός, κ.τ.λ. 
Φορεμένοι τόν χιτῶνα τῆς ἱκεσίας μέ τό χρῶμα τῆς πάντα ἀθέριστης ἐλπίδας, συνεχίζουμε: «Οὐ σιωπήσωμεν ποτέ». 
Ἔχουμε κερασθεῖ ἀπό τό ἔλεος Της, ἔχουμε καθαρθεῖ μέ τό ἁγίασμα Της, ἔχουμε στολίσει τό εἶναι μας γιά κατοικητήριο τῆς χάριτος Της.Τήν ὥρα πού ἡ σκέψη μας Τῆς ἀνήκει. Τήν ὥρα πού ὀρθοῦται ὡς «ἀνθρωπίνη Προστασία», σάν ἕνα μυστήριο καί θαῦμα παρόντα, μέ τά χρώματα τῆς γῆς καί τ᾿ οὐρανοῦ μαζί. Μέ τήν ὑπέρβαση τοῦ κτιστοῦ, μπροστά στά μάτια μας, βιώνοντας τή μνήμη Της «πεποικιλμένην τῇ θείᾳ δόξῃ». 
 Ἀνάβω κερί στήν Ἀρτακηνή Φανερωμένη. Στή Φαναριώτικη σήμερα Κυρά. Καί οἱ στιγμές μου πνευματώνονται. Ὁ κόσμος μου εἰσπνέει σέ θεῖο χρόνο. Ὁραματίζομαι τή Μητροφάνεια τῆς Παναγίας πάνω ἀπό τήν Πόλη, μέ τούς Πατέρες μας νά τήν εὐχαριστοῦν ἀπ᾿ αὐτή τή Μόνη τῶν ἀκοιμήτων. Τήν Πόλη. 
Καί γίνεται λαμπάδα τό «νῦν» μου. 
Μέσα στό Δεκαπενταύγουστο. 
Σέ μιά «Παράκληση».

Πηγή:www.fanarion.blogspot.gr