Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΙΣ ΣΥΜΦΟΡΕΣ

Πως θα ελεηθούμε; Πως θα σωθούμε; Εγώ θα σας το πω˙ ας έχουμε πάντοτε μέσα στην ψυχή μας την προσευχή και τους καρπούς της, εννοώ δηλαδή την ταπεινοφροσύνη και την πραότητα.

Διότι λέγει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρήτε ανάπαυσι στις ψυχές σας» ( Ματθ. 11, 29 )˙

και πάλι ο Δαυίδ λέγει˙ «Θυσία για το Θεό είναι το συντριμμένο πνεύμα˙ καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την περιφρονήση» ( Ψαλμ. 50, 19 ) .

Διότι ο Θεός τίποτε δεν αποδέχεται και δεν αγαπά τόσο, όσο ψυχή πράη, ταπεινή και ευχάριστη.

Πρόσεχε λοιπόν και συ αδελφέ, και όταν δης κάτι από τα απροσδόκητα να έρχεται και να σε ενοχλή, μην καταφύγης στους ανθρώπους και στηρίξης την ελπίδα σου σε θνητή βοήθεια αλλά αφήνοντας τους όλους κατά μέρος, τρέξε με τη σκέψι σου στο γιατρό των ψυχών.

Διότι μόνον Εκείνος μπορεί να θεραπεύση την καρδιά.

Εκείνος που μόνος έπλασε τις καρδιές και γνωρίζει όλα τα έργα μας (Ψαλμ. 32,15).

Αυτός μπορεί να μπη στη συνείδησί μας, ν’ αγγίξη την διάνοιά μας και να παρηγορήση την ψυχή μας.

Διότι εάν Εκείνος δεν παρηγορήση τις καρδιές μας, περιττά και ανώφελα είναι τα των ανθρώπων˙ όπως πάλι όταν μας παρηγορή και μας ενθαρρύνη ο Θεός, και αν ακόμη μας παρενοχλούν αμέτρητοι άνθρωποι, δεν θα μπορέσουν να μας βλάψουν σε τίποτε˙ διότι όταν Εκείνος στερεώση την καρδιά, κανένας δεν μπορεί να την κλονίση.

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά αγαπητοί, ας καταφεύγουμε πάντοτε στο Θεό, ο Οποίος θέλει και μπορεί να μας απαλλάξη από τις συμφορές .

Διότι, όταν χρειάζεται να παρακαλέσουμε ανθρώπους , πρέπει πρώτα να συναντήσουμε και θυρωρούς και παρασίτους και να παρακαλέσουμε και κόλακες και πολύ δρόμο να βαδίσουμε˙ ενώ στην περίπτωσι του Θεού, δε χρειάζεται τίποτε το παρόμοιο, αλλά μπορεί να Τον παρακαλέση κανείς χωρίς να χρησιμοποιήση μεσίτη, χωρίς χρήματα˙ χωρίς δαπάνη αποδέχεται την παράκλησί μας˙ αρκεί μόνο με την καρδιά του να φωνάξη κανείς και να χύση δάκρυα και αμέσως θα τρέξη και θα τον βοηθήση…

Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Τα νεύρα της ψυχής» Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγ. Όρους

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΛΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚOΣ

ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρά της μετὰ τοὺς προγόνους της.

Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά· παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, ποὺ ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.

2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες.

Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν.

Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλούντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον.

4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῷ ὁ λῃστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου!

5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτη τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήση στὸν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε.

6. Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

7. Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον.

8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς σύντομες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ´ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια.

9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά.

Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς καὶ ὄχι ἥλιος.

10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά, θὰ περιπέσωμε σ᾿ αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη διαφορετικά.

11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα (γνῶσι) καὶ μνήμη.

Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικά του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ἐζοῦσε ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.

12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ᾿ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως.

13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ στὸ νὰ ἁμαρτήσωμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσωμε, στὸ νὰ κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο.

Ἂς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους.

14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν.

15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει.

16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη.

17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῷ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κατηγορίες.

Γι᾿ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ´ 7).

18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται.

Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους.

Eκδόσεις I.Μ. Παρακλήτου Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, της Κλίμακος

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΟΜΑΣΤΕ - ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΚΟΝΙΟΥ

Κάποιος ἀδελφός νικήθηκε ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας καί ἔκανε τήν ἁμαρτία καθημερινά., ἀλλά καί καθημερινά ζητοῦσε ἔλεος ἀπό τόν Κύριό του μέ δάκρυα καί προσευχές. Ἐνεργώντας λοιπόν ἔτσι, τόν ξεγελοῦσε ἡ κακή συνήθεια, καί ἔκανε τήν ἁμαρτία· ἔπειτα πάλι, μετά τήν ἁμαρτία, πήγαινε στήν ἐκκλησία, καί βλέποντας τήν ἱερή καί σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔπεφτε μπροστά της μέ πικρά δάκρυα καί ἔλεγε: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, καί πάρε ἀπό ἐπάνω μου αὐτόν τόν ὕπουλο πειρασμό, γιατί μέ ταλαιπωρεῖ φοβερά καί μέ τραυματίζει μέ τίς πικρές ἡδονές. Δέν ἔχω πρόσωπο, Κύριε, νά ἀντικρύσω καί νά δῶ τήν ἁγία εἰκόνα σου καί τήν ὑπέρλαμπρη μορφή τοῦ προσώπου σου, ὥστε νά γλυκαθεῖ ἡ καρδιά μου».

Τέτοια ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία ξαναγύριζε στήν ἐκκλησία καί ἔλεγε τά παρόμοια πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα δέν θά ξανακάνω αὐτή τήν ἁμαρτία· μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σοῦ ἔκανα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τώρα». Καί ἀφοῦ ἔδινε αὐτές τίς φοβερές ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στή βαριά ἁμαρτία του. Καί ἔβλεπε κανείς τή γλυκύτατη φιλανθρωπία καί τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀνέχεται καθημερινά καί νά ὑπομένει τήν ἀδιόρθωτη καί βαριά παράβαση καί τήν ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θέλει ἀπό πολλή εὐσπλαχνία τή μετάνοιά του καί τήν ὁριστική ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτό δέν γινόταν γιά ἕνα, δύο ἤ τρία χρόνια, ἀλλά γιά δέκα καί περισσότερο.

Βλέπετε ἀδελφοί, τήν ἄμετρη ἀνοχή καί τήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Πῶς κάθε φορὰ δείχνει μακροθυμία καί καλοσύνη, ὑπομένοντας τίς βαριές ἀνομίες καί ἁμαρτίες μας; Γιατί αὐτό πού συγκλονίζει καί προκαλεῖ θαυμασμό σχετικά μέ τήν πλούσια εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός, ἐνῶ ὑποσχόταν καί συμφωνοῦσε νά μήν ξανακάνει τήν ἁμαρτία, ἀποδεικνυόταν ψεύτης.

Μία μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αὐτό, ὁ ἀδερφός, ἀφοῦ ἔκανε τήν ἁμαρτία, πῆγε τρέχοντας στήν ἐκκλησία, θρηνώντας καί στενάζοντας καί κλαίγοντας καί βιάζοντας τὴν εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ νά τόν λυπηθεῖ καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἀσωτείας. Καθώς λοιπόν ὁ ἀδελφός παρακαλοῦσε τόν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ἡ καταστροφή τῶν ψυχῶν μας, εἶδε ὅτι τίποτε δέν κάνει, ἀλλά ὅσο αὐτός ἔραβε μέ τήν ἁμαρτία, ὁ ἀδελφός τά ξήλωνε μέ τή μετάνοια. Μέ θράσος λοιπόν τοῦ παρουσιάστηκε φανερά καί, στρέφοντας τό πρόσωπό του πρός τή σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τί θά γίνει μ’ ἐμᾶς τούς δύο, Ἰησοῦ Χριστέ; Ἡ ἄπειρη συμπάθειά σου μέ νικᾶ καί μέ ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αὐτόν τόν πόρνο, τόν ἄσωτο, πού κάθε μέρα σοῦ λέει ψέματα καί δέν λογαριάζει τήν ἐξουσία σου. Γιατί λοιπόν δέν τόν καῖς, ἀλλά μακροθυμεῖς καί τόν ἀνέχεσαι; Ἐσύ πρόκειται νά δικάσεις τοῦ μοιχούς καί τούς πόρνους καί νά ἐξολοθρεύσεις ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Πράγματι, δέν εἶσαι δίκαιος κριτής, ἀλλά ὅπου νομίσει ἡ ἐξουσία σου, κρίνεις ἄδικα καί παραβλέπεις. Ἐμένα, γιά τή μικρή παράβαση τῆς ὑπερηφάνειας, μέ ἔριξες ἀπό τόν οὐρανό κάτω· καί αὐτός εἶναι ψεύτης καί πόρνος καί ἄσωτος, καί ἐπειδή πέφτει μπροστά σου, τοῦ χαρίζεις ἀτάραχος τήν εὐμένειά σου. Γιατί λοιπόν σέ λένε δίκαιο κριτή; Ὅπως βλέπω, καί ἐσύ χαρίζεσαι σέ πρόσωπα ἀπό τήν πολλή σου ἀγαθότητα καί παραβλέπεις τό δίκαιο». Καί αὐτά ὁ διάβολος τά ἔλεγε πνιγμένος ἀπό τήν πολλή πίκρα του καί βγάζοντας φλόγες καί καπνό ἀπό τά ρουθούνια του.

Ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά ὁ διάβολος, σώπασε· καί ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνή σάν ἀπό τό ἅγιο βῆμα νά λέει: «Παμπόνηρε καί ὀλέθριε δράκοντα, δέν χόρτασε ἡ κακία σου πού κατάπιες ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά καί αὐτόν πού κατέφυγε στό ἄπειρο ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας μου πασχίζεις νά τόν ἁρπάξεις καί νά τόν καταπιεῖς; Ἔχεις νά παρουσιάσεις ἁμαρτήματα τόσα ποὺ νά ζυγίζουν βαρύτερα ἀπό τό πολύτιμο αἷμα ποὺ ἔχυσα γι’ αὐτόν ἐπάνω στόν σταυρό; Μάθε ὅτι ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατός μου συγχώρησαν τίς ἁμαρτίες του. Καί ἐσύ βέβαια, ὅταν αὐτός πηγαίνει στήν ἁμαρτία, δέν τόν διώχνεις, ἀλλά τόν δέχεσαι μέ χαρά καί δέν τόν ἀποστρέφεσαι, οὔτε τόν ἐμποδίζεις, γιατί ἐλπίζεις νά τόν κερδίσεις. Ἐγώ λοπόν, πού εἶμαι τέτοιος σπλαχνικός καί φιλάνθρωπος, πού ἔδωσα ἐντολή στόν κορυφαῖο μου ἀπόστολο Πέτρο νά συγχωρεῖ ὥς ἑβδομήντα φορές τό ἑπτά αὐτόν πού ἁμαρτάνει καθημερινά, ἄραγε δέν θά συγχωρήσω καί δέν θά τόν σπλαχνιστῶ; Ναί, σοῦ λέω· καί ἐπειδή καταφεύγει σ’ ἐμένα, δέν θά τόν ἀποστραφῶ, ὥσπου νά τόν πάρω δικό μου· γιατί ἐγώ γιά τούς ἁμαρτωλούς σταυρώθηκα καί γι’ αὐτούς ἅπλωσα τά ἄχραντα χέρια μου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, νά καταφεύγει σ’ ἐμένα καί σώζεται. Κανέναν δέν ἀποστρέφομαι οὔτε διώχνω· ἀκόμη καί μύριες φορές τή μέρα νά ἁμαρτήσει κάποιος καί μύριες φορές νά ἔρθει σ’ ἐμένα, δέν θά φύγει λυπημένος. Γιατί δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς ἐνάρετους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».

Μόλις ἀκούστηκαν αὐτά τά λόγια, ὁ διάβολος ἔμεινε στή θέση του τρέμοντας, χωρίς νά μπορεῖ νά φύγει. Καί ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνή: « Ἄκουσε, ἀπατεώνα, καί σχετικά μέ αὐτό πού εἶπες, ὅτι δηλαδή εἶμαι ἄδικος. Γιατί ἐγώ εἶμαι δίκαιος σέ ὅλους, καί σέ ὅποια κατάσταση βρῶ κάποιον, σύμφωνα μέ αὐτή τόν κρίνω. Δές, λοιπόν· αὐτόν τόν βρῆκα τώρα σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή, πεσμένο μπροστά στά πόδια μου καί νικητή σου. Θά τόν πάρω λοιπόν καί θά σώσω τήν ψυχή του, ἐπειδή δέν ἀπελπίστηκε γιά τή σωτηρία του. Καί ἐσύ, βλέποντας τήν τιμή πού τοῦ κάνω, νά σουβλιστεῖς ἀπό τόν φθόνο σου καί νά καταντροπιαστεῖς».

Καί ὅπως ἦταν ὁ ἀδελφός πεσμένος μπρούμυτα καί θρηνοῦσε, παρέδωσε τήν ψυχή του· καί ἀμέσως ἦρθε ὀργή μεγάλη σάν φωτιά καί ἔπεσε ἐπάνω στόν σατανᾶ καί τόν κατέκαιγε. Ἀπό αὐτό λοιπόν ἄς μάθουμε, ἀδελφοί, τήν ἄμετρη εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί πόσο καλό Κύριο ἔχουμε, καί ποτέ νά μήν ἀπελπιστοῦμε ἤ νά ἀμελήσουμε τή σωτηρία μας.

Κάποιος ἄλλος πάλι πού μετανόησε μετά τήν ἁμαρτία ἀποσύρθηκε στήν ἡσυχία· συνέβη ὅμως τότε νά χτυπήσει σέ πέτρα καί νά πληγωθεῖ στό πόδι, καί τόσο αἷμα νά τρέξει ἀπό τήν πληγή, ὥστε νά ξεψυχήσει ἀπό τόν αἱμοραγία. Ἦρθαν λοιπόν οἱ δαίμονες θέλοντας νά πάρουν τήν ψυχή του· καί τούς λένε οἱ ἄγγελοι: «Κοιτάξτε στήν πέτρα καί δεῖτε τό αἷμα του πού ἔχυσε γιά τόν Κύριο». Καί μέ αὐτό πού εἶπαν οἱ ἄγγελοι, ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ ψυχή.

Σέ κάποιον ἀδερφό πού ἔπεσε σέ ἁμαρτία, παρουσιάστηκε ὁ σατανᾶς καί εἶπε: «Δέν εἶσαι χριστιανός». Ὁ ἀδελφός τοῦ ἀποκρίθηκε: «ὅποιος καί νά εἶμαι, πάντως εἶμαι καλύτερός σου». Ὁ σατανᾶς εἶπε πάλι: «Σοῦ λέω, θά πᾶς στήν κόλαση». Καί ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπάντησε: «Δέν εἶσαι ἐσύ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου». Ἔτσι ὁ σατανᾶς ἔφυγε ἄπρακτος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός ἔδειξε εἰλικρινῆ μετάνοια στόν Θεό καί ἔγινε ἄξιος.

Ἕνας ἀδελφός ποὺ εἶχε κυριευθεῖ ἀπό λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τί νά κάνω; Οἱ λογισμοί μου λένε ὅτι ἄδικα ἀπαρνήθηκα τόν κόσμο καί ὅτι δέν μπορῶ νά σωθῶ». Καί ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἀκόμη καί ἄν δέν μποροῦμε νά μποῦμε στή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μᾶς συμφέρει νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας στήν ἔρημο παρά νά γυρίσουμε πίσω στή Αἴγυπτο».

Ἄλλος ἀδελφός ρώτησε τόν ἴδιο γέροντα: «Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης ὅταν λέει: ‘‘ Δέν ὑπάρχει γι’ αὐτό σωτηρία ἀπό τόν Θεό του’’;» καί ὁ γέροντας εἶπε: «Ἐννοεῖ τούς λογισμούς τῆς ἀπελπισίας πού σπέρνονται ἀπό τούς δαίμονες σέ αὐτόν πού ἁμάρτησε καί τοῦ λένε• ‘‘Δέν ὑπάρχει πιά γιά σένα σωτηρία ἀπό τόν Θεό’’, καί προσπαθοῦν νά τόν γκρεμίσουν στήν ἀπελπισία. Αὐτούς πρέπει κανείς νά τούς ἀντιμάχεται λέγοντας• ‘‘ Καταφύγιό μου εἶναι ὁ Κύριος, καί αὐτός θά ἐλευθερώσει ἀπό τήν παγίδα τά πόδια μου’’».

Κάποιος ἀπό τούς πατέρες διηγήθηκε ὅτι στήν Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε ἕνα ἀσκητήριο παρθένων. Μία ἀπό αὐτές, ἀπό ἐνέργεια τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι καί ἔπεσε σέ πορνεία, καί ἔμεινε στό πάθος αὐτό ἀρκετό καιρό. Κάποτε ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, μετανόησε καί γύρισε στό κοινόβιό της. Καί φτάνοντας μπροστά στήν πύλη, ἔπεσε νεκρή.

Ὁ θάνατός της ἀποκαλύφθηκε σέ κάποιον ἅγιο, ὁ ὁποῖος εἶδε τούς ἁγίους ἀγγέλους πού ἦρθαν νά πάρουν τήν ψυχή της, καί δαίμονες πού τούς ἀκολουθοῦσαν. Στόν διάλογο πού ἔγινε μεταξύ τους, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἔλεγαν ὅτι γύρισε μέ μετάνοια. Οἱ δαίμονες πάλι ἀντέλεγαν: «Τόσο καιρό εἶναι ὑποδουλωμένη σ’ ἐμᾶς καί εἶναι δική μας· ἄλλωστε δέν πρόλαβε οὔτε νά μπεῖ στό κοινόβιο, καί πῶς λέτε ὅτι μετανόησε;» καί εἶπαν οἱ ἄγγελοι: «Ἀπό τή στιγμή πού εἶδε ὁ Θεός τήν πρόθεσή της νά ἔχει κλίση στόν σκοπό αὐτό, δέχτηκε τή μετάνοιά της· καί ἡ μετάνοια βέβαια ἦταν στήν ἐξουσία της, λόγω τοῦ σκοποῦ πού ἔβαλε, ἡ ζωή της ὅμως ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου τοῦ σύμπαντος». Μέ τά λόγια αὐτά ντροπιάστηκαν οἱ δαίμονες καί ἔφυγαν. Καί αὐτός πού εἶδε τήν ἀποκάλυψη, τή διηγήθηκε στούς παρόντες.

Ὁ ἀββάς Ἁλώνιος εἶπε ὅτι, ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδι νά φτάσει σέ θεῖα μέτρα.

Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Ἔστω ὅτι κάποιος δέρνει τόν δοῦλο του γιά κάποιο σφάλμα ποὺ ἔκανε· τί θά πεῖ ὁ δοῦλος;». Ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας: «Ἄν εἶναι δοῦλος καλός, θά πεῖ· ‘‘Σπλαχνίσου με ἔσφαλα’’». «Δέν λέει τίποτε ἄλλο;» ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός. «Τίποτε», ἀπάντησε ὁ γέροντας· «γιατί ἀπό τή στιγμή πού θά ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του καί θά πεῖ ὅτι ἔσφαλε, ἀμέσως τόν σπλαχνίζεται ὁ κύριος του».

Κάποιος ἀδελφός εἶπε στόν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἄν πέσω σέ ἀξιοδάκρυτο παράπτωμα, μέ κατατρώει ὁ λογισμός μου καί μέ κατηγορεῖ πού ἔπεσα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Ἄν, τήν ὥρα πού ἄνθρωπος πέσει σέ σφάλμα, πεῖ ‘‘ἁμάρτησα’’, ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».

Κάποιας νέας, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς καί ἔμεινε ὀρφανή. Αὐτή τότε μετέτρεψε τό σπίτι της σέ ξενώνα τῶν πατέρων τῆς Σκήτης καί γιά πολύ καιρό τούς δεχόταν καί τούς φιλοξενοῦσε. Ὅταν ὅμως ξόδεψε ὅσα εἶχε, ἄρχισε νά στερεῖται. Τήν πλησίασαν τότε ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί τήν ἔβγαλαν ἀπό τόν καλό δρόμο. Καί ζοῦσε πλέον ἁμαρτωλά,. Ἔτσι πού κατάντησε καί στήν πορνεία.

Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ καί κάλεσαν τόν ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό καί τοῦ εἶπαν: «Ἀκούσαμε γιά τήν τάδε ἀδελφή ὅτι ζεῖ στήν ἁμαρτία. Αὐτή, ὅταν μποροῦσε, εἶχε δείξει ἀγάπη σ’ ἐμᾶς· ἄς τή βοηθήσουμε καί ἐμεῖς τώρα, ὅπως μποροῦμε. Κάνε λοιπόν τόν κόπο νά πᾶς σέ αὐτήν καί μέ σοφία πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, φρόντισε γιά τή διόρθωσή της».

Πῆγε λοιπόν ὁ γέροντας σέ αὐτήν, καί εἶπε στή γριά πού φύλαγε στήν πόρτα: «Πές στήν κυρία σου ὅτι ἦρθα». Ἐκείνη τόν ἔδιωξε λέγοντας: «Ἐσεῖς παλιά τῆς τά φάγατε ὅλα καί τώρα εἶναι φτωχή». Ὁ γέροντας ἐπέμενε: «Πές της, καί θά δεῖ πολύ καλό ἀπό ἐμένα». Ἀνέβηκε λοιπόν ἡ γριά καί ἀνέφερε στή νέα γιά τόν γέροντα. Ἀκούγοντάς την ἐκείνη εἶπε: «Αὐτοί οἱ μοναχοί ὅλο γυρίζουν κατά τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε λοιπόν, κάθισε στό κρεβάτι καί εἶπε στή θυρωρό: «Φέρε τον ἐδῶ».

Ὅταν μπῆκε ὁ ἀββάς Ἰωάννης, κάθισε κοντά της καί, κοιτώντας την στό πρόσωπο, τῆς εἶπε: «Τί σέ ἔκανε νά ἀπορρίψεις τόν Ἰησοῦ, ὥστε νά φτάσεις σέ αὐτή τήν κατάσταση;» Αὐτή, ἀκούγοντας τά λόγια του, πάγωσε· καί ὁ γέροντας, σκύβοντας τό κεφάλι, ἄρχισε νά κλαίει πικρά. «Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς;» τόν ρώτησε. Αὐτός σήκωσε λίγο τό κεφάλι του, καί σκύβοντας πάλι εἶπε: «Βλέπω τόν σατανᾶ νά χορεύει στό πρόσωπό σου, καί πῶς νά μήν κλάψω;» «Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ;» ρώτησε ἡ κόρη. «Ναί», τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Καί ἐκείνη πρόσθεσε: «Πάρε με, ὅπου νομίζεις». «Πᾶμε», εἶπε ὁ γέροντας, καί αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε νά τόν ἀκολουθήσει. Ὁ γέροντας παρατήρησε ὅτι δέν ἄφησε καμιά παραγγελία γιά τό σπίτι της καί θαύμασε.

Κοντεύοντας στήν ἔρημο, τούς πρόλαβε τό βράδυ. Καί ὁ γέροντας τῆς ἑτοίμασε ἕνα μικρό προσκέφαλο, τό σταύρωσε καί τῆς εἶπε νά κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἔκανε ἔπειτα καί γιά τόν ἑαυτό του πιό πέρα καί ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές του πλαγίασε καί αὐτός.

Τά μεσάνυχτα ξύπνησε καί βλέπει κάτι σάν δρόμο ἀπό φῶς νά ξεκινᾶ ἀπό αὐτήν καί νά καταλήγει στόν οὐρανό, καί εἶδε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβάζουν τήν ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε καί τή σκούντηξε μέ τό πόδι. Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦταν νεκρή, γονάτισε μέ τό πρόσωπο στή γῆ καί παρακαλοῦσε τόν Θεό. Καί ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέει ὅτι ἡ μία ὥρα τῆς μετανοίας της ἔγινε δεκτή περισσότερο ἀπό τή μετάνοια πολλῶν ἄλλων, πού διαρκεῖ πολύν καιρό ἀλλά δέν ἔχει θέρμη.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Η παρακάτω  σύντομη προσευχή που αποδίδεται στον Άγιο Εφραίμ το Σύρο, μπορεί να ονομαστεί ως η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Λέγεται δυό φορές στο τέλος κάθε Ακολουθίας από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή.

«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής, και αγάπης χάρισε μοι τω σω δούλω. Ναι Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου· ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Μετάφραση:

«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, μην παραχωρήσεις να με κυριέψει το πνεύμα της αργίας, της περιέργειας, της φιλαρχίας και της αργολογίας. Πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισε σε μένα τον δούλο σου. Ναι, Κύριε, Βασιλιά μου, δος μου το χάρισμα να βλέπω τις δικές μου αμαρτίες και να μην κατακρίνω τον αδελφό μου. Γιατί είσαι άξιος κάθε δοξολογίας στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν».

Η προσευχή μας βοηθεί στον προσωπικό αγώνα της μετάνοιας αναφέροντας τις πνευματικές αρρώστιες από τις οποίες πρέπει να θεραπευθούμε ώστε να μπορέσουμε να στραφούμε στο Θεό. Στην αρχή ο πιστός δέχεται τον Θεό ως κύριο της ζωής του και ομολογεί την αφοσίωση του σ’ αυτόν. Τον παρακαλεί να μην επιτρέψει για λόγους παιδαγωγικούς τους διάφορους πειρασμούς, που συνήθως παραχωρούνται για ωφέλεια του ανθρώπου. Η έκφραση «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου» αναφέρεται στο βιβλίο Σοφία Σειράχ, στο οποίο υπάρχει και μία παρόμοια έκφραση: «Κύριε και Θεέ της ζωής μου». Ο Κύριος είναι αυτός που δίνει τη ζωή.

Το πνεύμα της αργίας 

Το πνεύμα της αργίας, της τεμπελιάς, της παθητικότητας, μας κάνει να νομίζουμε ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε, δεν μπορούμε να ανέβουμε και μας οδηγεί σε πνευματική φθορά. Έτσι δεν επιθυμούμε την αλλαγή προς το καλύτερο, οι καρδιές μας δεν κατευθύνονται προς τα άνω αλλά βυθίζονται στα κάτω. Η αργία δηλητηριάζει κάθε βήμα μας και γίνεται ρίζα όλης της αμαρτίας. Ο πιστός  σταματά τον πνευματικό του αγώνα, και δεν κοπιάζει για τη σωτηρία του.

Το πνεύμα της περιέργειας

Η αργία γεννά το πνεύμα της περιέργειας. Περιέργεια σημαίνει τη δειλία. Αυτή γεννά την αποθάρρυνση, την απαισιοδοξία, την απελπισία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βλέπει κάθε καλό και θετικό,  Είναι μια δαιμονική δύναμη που γεμίζει με το ψέμα σκοτάδι τη ψυχή και κάνει τον άνθρωπο να μη μπορεί να δει τον Θεό και να τον επιθυμήσει, δεν έχει θέληση να αγωνιστεί πνευματικά.

Το πνεύμα της φιλαρχίας

Το πνεύμα της αργίας και της περιέργειας δημιουργούν στη ζωή την επιθυμία της φιλαρχίας δηλ. της φιλοπρωτίας. Ο εαυτός μου γίνεται κέντρο του κόσμου. Η ζωή μου γίνεται εγωιστική και εγωκεντρική και όλοι οι άλλοι γίνονται μέσα για τη δική μου ικανοποίηση. Ο Θεός δεν είναι ο Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου αλλά το εγώ μου. Η επιθυμία της φιλαρχίας με κάνει να κρίνω οτιδήποτε με τις δικές μου ανάγκες, επιθυμίες και κρίσεις και στις σχέσεις μου με τους άλλους ζητώ να υποτάσσονται σε μένα. Η φιλαρχία μου εκφράζεται όχι μόνο σαν ανάγκη να εξουσιάζω τους άλλους αλλά και σαν έλλειψη ενδιαφέροντος, σεβασμού και φροντίδας γι’ αυτούς.

Το πνεύμα της αργολογίας

Μόνο στον άνθρωπο δόθηκε, σαν το μεγαλύτερο δώρο, το χάρισμα του λόγου. Είναι η σπουδαιότερη έκφραση της θείας εικόνας αλλά και ένας μεγάλος κίνδυνος για την πτώση, την καταστροφή και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει αλλά και σκοτώνει. Ο λόγος λέει την αλήθεια αλλά και το ψέμα. Όταν δεν υπηρετεί τον Θεό γίνεται αργολογία και δύναμη της αμαρτίας. Αργολογία, είναι η φλυαρία, η κατάκριση, η καταλαλιά, αλλά και ο λόγος που δεν ωφελεί, οι ανοησίες, λόγια που δεν χρειάζονται, είναι άχρηστα. Συχνά ομολογούμε ότι «πήγα και σκότωσα την ώρα μου». «Λόγος αργός», δηλαδή  μη ουσιαστικός «μη εκπορευέσθω» (Εφεσ. 4,29), να μην βγαίνει από το στόμα μας λέει ο Απ. Παύλος. Και συμπληρώνει  ο Απ. Ιάκωβος: «Ει τις εν λόγῳ ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ»(Ιακ. 3,1).

Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι τα εμπόδια για την μετάνοια που πρέπει να ξεπεραστούν. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την βοήθεια του Θεού. Γι’ αυτό και στο πρώτο μέρος της προσευχής ο αβοήθητος άνθρωπος φωνάζει μέσα από τα βάθη της καρδιάς του.

Στο δεύτερο μέρος η προσευχή αναφέρεται στους τέσσερεις θετικούς στόχους της μετάνοιας.

Το πνεύμα της Σωφροσύνης

Σωφροσύνη σημαίνει εγκράτεια, αγνότητα, καθαρότητα στο σώμα και στην ψυχή. Είναι η αρετή η αντίθετη στην σαρκική διαφθορά, που είναι αποξένωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Κύριος επαναφέρει τη σωφροσύνη μέσα μας με το να μας οδηγεί στον Θεό. Αυτό γίνεται με  εγκράτεια του νου και του σώματος και με σκληρή άσκηση. Η καθαρότητα της ψυχής εγγυάται τη θέα του Θεού: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδίᾳ ότι αυτοί, τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8).

Το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης

Ο πρώτος και σπουδαίος καρπός της σωφροσύνης είναι η τα­πεινοφροσύνη. Είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας και η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο συνήθως ζούμε. Μόνο με τη ταπεινοφροσύνη μπορεί κανείς να δει τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το μεγαλείο, την καλωσύνη και την αγάπη του Θεού στο καθετί. Να γιατί ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» και ότι «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 18,14). Επίσης, ο πρώτος μακαρισμός αφιερώνεται στους ταπεινούς: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5,3).

Το πνεύμα της υπομονής

Ο άν­θρωπος συνήθως είναι ανυπόμονος και βιάζεται να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, όλα τα μετρά με βάση τις δικές του ιδέες και προτιμήσεις. Θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή. Η υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων. Όσο πιο κοντά είμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε. «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθαι τας ψυχάς υμών» (Λουκ. 21,19),

Το πνεύμα της αγάπης

Η αγάπη είναι ο καρπός όλων των αρετών, κά­θε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας. Είναι το δώρο του Θεού που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.

Η λέξη «πνεύμα» που χρησιμοποιείται μπροστά από τις αμαρτίες και τις αρετές  σημαίνει να μας δώσει ο Θεός τη διάθεση, το φρόνημα, τον πόθο να επιθυμήσουμε αυτές τις αρετές και να μισήσουμε αυτές τις αδυναμίες.

Στην τελική αίτηση της προ­σευχής ζητάμε: «…δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου…» που φανερώνει τον κίνδυνο της  υπερηφάνειας, που είναι η πηγή του κακού. Δεν είναι αρκετό να βλέπουμε τα δικά μας αμαρτήματα γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια. Η ψευδοευσέβεια που είναι το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπο­ρεί να οδηγήσει στην υπερηφάνεια.  Αυτή μπορεί να εξαφανιστεί μόνο όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας.

Μετά από κάθε αίτηση στην προσευχή που αναφέραμε κάνουμε μια μετάνοια (γονυκλισία). Οι μετάνοιες αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικά ολόκληρης της λατρείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι τα ψυχοσωματικά δείγματα της μετάνοιας, της λατρείας, της ταπεινοφροσύνης, είναι μια  ιεροτελεστία κατ’ εξοχήν αυτής της περιόδου.

Πηγή:www.theomitoros.blogspot.com

Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗΣ

 ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗ, ΘΕΟΛΟΓΟΥ - ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

Η Κυριακή του Ασώτου παρουσιάζει και τους τρεις άξονες, τις τρεις κατευθύνσεις, που λαμβάνει η συγχώρηση:

τη συγχώρηση του Θεού προς τον αμαρτωλό άνθρωπο, που είναι, θα λέγαμε, το κεντρικό θέμα της παραβολής,

τη συγχώρηση του ανθρώπου προς το συνάνθρωπο, που επισημαίνεται με δραματικό τρόπο από το επεισόδιο του μεγάλου γιου, που αρνείται να μπει στο σπίτι και να καλωσορίσει τον αδελφό του, αλλά τον κατακρίνει και τον καταδικάζει ως "καταφαγόντα μετά πορνών τον βίον" (την περιουσία) του Πατέρα τους, τη συγχώρηση του ανθρώπου προς το Θεό, που επισημαίνεται επίσης με την άρνηση του μεγάλου γιου να μπει στο σπίτι (στον παράδεισο), παρά τις ικεσίες του μεγαλόψυχου Πατέρα του, και τη διαμαρτυρία του εναντίον του Πατέρα.

Από αυτά τα τρία είδη, το ευκολότερο είναι το πρώτο: ο Θεός μας συγχωρεί αμέσως ενώ ο άνθρωπος δύσκολα συγχωρεί. Ο Θεός μας συγχωρεί αμέσως, αλλά η σωτηρία μας προϋποθέτει να συγχωρήσουμε κι εμείς τον πλησίον μας και το Θεό, που δεν είναι  όπως θα Τον θέλαμε. Και αυτά με τη σειρά τους προϋποθέτουν μετάνοια και ταπείνωση. Και όλο αυτό χρειάζεται απαραιτήτως την εξομολόγηση, με την οποία ο άνθρωπος θα εξασκήσει την ταπείνωση στην καρδιά του και θα λάβει σωστές κατευθύνσεις, καθώς και τη συμμετοχή μας στην κανονική και σοφή εκκλησιαστική πνευματική και λατρευτική ζωή.

Η εξομολόγηση αυτή υποκρύπτεται στην ομολογία του Ασώτου προς τον Πατέρα του: "Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα και δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτες σου". Φυσικά, ο Πατέρας τον είχε πάρει στην αγκαλιά του και τον καταφιλούσε πριν ακόμη ο Άσωτος ανοίξει το στόμα του.

Αυτό που δεν προϋποτίθεται, νομίζω, είναι η συγχώρηση του εαυτού μας, προς τον οποίο πρέπει να είμαστε επικριτικοί, εκτός αν θεωρήσουμε ότι η απόφαση του Ασώτου υιού να επιστρέψει στον Πατέρα του είναι αποτέλεσμα συγχώρησης προς τον εαυτό του και απόφασης για σωτηρία, ενώ αν δεν συγχωρούσε τον εαυτό του θα έβαζε τέλος στη ζωή του. Αυτή η μορφή συγχώρησης όμως, ας το γνωρίζουμε, οδηγεί στη μετάνοια και την εξομολόγηση και την προσέγγιση του Θεού και όχι στην αθώωση του εαυτού μας και τη συνέχιση της αμαρτωλής και καταστροφικής ζωής μας.

Πηγή: www.theomitoros.blogspot.com

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΕΛΕΙΤΑΙ ΣΥΧΝΑ, ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ

Τι είναι η Θεία Λειτουργία; Το κορυφαίο γεγονός επάνω στη γη. Λίγος άρτος γίνεται Σώμα Χριστού και λίγος οίνος Αίμα Χριστού.Ο Χριστός πού γίνεται Εμμανουήλ καί παρατείνεται στούς αιώνες, αὐτό είναι η Θεία Λειτουργία. Αυτό θα γίνεται «εις το διηνεκές»[1],«πάντα καί διά πάντα». Ο Ίδιος παρέδωσε τό Μυστήριο αυτό το βράδυ του Μυστικού Δείπνου με την εντολή να πράττουμε το ίδιο λέγοντας: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».[2]Όλη η οικονομία του Θεού βιώνεται στο Μυστήριο αυτό. Εκεί σαρκώνεται κατά το «το Θεόν γενέσθαι άνθρωπον και σταυρωθήναι και αναστήναι».[3] Το μέγιστο αυτό Μυστήριο υπάρχει διότι «Ούτως γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ᾽ έχη ζωήν αιώνιον».[4]Τα προσφερόμενα δώρα του Μυστηρίου δεν μεταποιούνται φανταστικά ή εικονικά. Δεν εικονίζουν ούτε αναπαριστούν το Χριστό, αλλά κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη έχουμε ταύτιση συμβόλου και συμβολιζομένου. Επίσης, «Επειδή δε ουκ άλλο και άλλο σώμά εστι, αλλ᾽ εν και το αυτό πραγματικώς…» κατά τον ιερό Καβάσιλα.[5]

Η Θεία Ευχαριστία τελείται συχνά, αλλά είναι πάντα διαφορετική και μοναδική. Δεν είναι απλό αυτό, θέλει αγώνα για να το ζήσεις. Στο ιερό βήμα μερικών ναών αυτό σημειώνεται προτρεπτικά σε μικρή πινακίδα: «Ιερεύ, πρόσεχε η Θεία Λειτουργία που θα τελέσεις μπορεί να είναι για σένα η τελευταία». Μέσα σ᾽ αυτήν τελεσιουργείται όλο το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο.Μέσα σ᾽ αυτήν μιλούν οι Προφήτες, εμφανίζονται οι Απόστολοι, ο Τίμιος Πρόδρομος, παρίστανται με φόβο και τρόμο οι άγγελοι και όλες οι επουράνιες δυνάμεις. Κορυφαία της μυστικής συνοδείας, «εξαιρέτως» η Παναγία. Όλοι αυτοί ενώνουν αρμονικά τις φωνές τους και προϋπαντούν το Δεσπότη Χριστό. Άγγελοι και άνθρωποι γίνονται ένας χορός «δια την του Χριστού επιφάνειαν, του υπερουρανίου και επιγείου».[6]Όλα αυτά δεν είναι ωραίες σκέψεις, αλλά βιώματα που για να τα ζεις χρειάζεται καθαρότητα καρδιάς. Σε αυτόν τον αγώνα τα διπλώματα, τα πτυχία, οι περγαμηνές δεν ωφελούν. Στις στιγμές αυτές μιλούν οι καρδιές που αγαπούν την Αγάπη δηλαδή τον Ίδιο το Θεό. Ο δρόμος γνωστός και σαφής: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».[7]Ο καρπός της Θείας Λειτουργίας ψάλλεται στο τέλος της διθυραμβικά: «είδομεν το φως το αληθινόν ελάβομεν πνεύμα επουράνιον…». Όλη τη ζωή αξίζεις να τη ζεις γι᾽ αυτό τον σκοπό, για την απόκτηση αυτού του Πνεύματος. Αυτό αναδημιουργεί τον άνθρωπο και την κτίση. Δι᾽ αυτού όλα γίνονται «καινά».[8] Αυτό αλλάζει την ζωή των ανθρώπων, την κάνει χαριτωμένη και χαρούμενη. Αφανίζει τον κορεσμό και την πλήξη και φρεσκάρει τον έσω άνθρωπο, τον δυναμώνει. Με αυτό διαφυλάσσεται η εσχατολογική προοπτική της Θείας Ευχαριστίας.[9]

Με αυτό φανερώνεται η οικονομία και κατά τον ιερό Χρυσόστομο δημιουργούνται πολλές «εν Χριστώ οικονομίες».[10]Αυτές αποτελούν την πηγή της αιωνίου ζωής. «Αναμφίβολα οι εν λόγω επί μέρους <οικονομίες>… δια του Αγίου Πνεύματος μας κάνουν κοινωνούς της εσχατολογικής πραγματικότητας. Συγχρόνως μας καλούν να βιώνουμε προσωπικά και καθημερινά το μυστήριο αυτό της σωτηρίας μας, τη χαρά που ο Χριστός… χαρίζει στη ζωή της Εκκλησίας…».[11]Τέλος, στην Θεία Λειτουργία σημειώνεται η νίκη επί της φθοράς και του θανάτου, που τόσο δυνατή κάνουν την παρουσία τους από την δημιουργία του ανθρώπου μέχρι και τις μέρες μας. Κατά τον καθηγητή Μαντζαρίδη: «Μετέχοντας ο πιστός στη Θεία Ευχαριστία γίνεται κοινωνός της ζωής του Χριστού «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον».Υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο εν Χριστώ, καθαίρεται από τα πάθη και αποκτά προσωπική εμπειρία της θεώσεως ενούμενος μετά της θεοποιού σαρκός του Χριστού».[12] Μέσα στη Θεία Λειτουργία καταργείται πράγματι ο θάνατος και η συνέχισή της στον καθημερινό μας βίο παγιώνει την αλήθεια αυτή.

[1]Εβρ. 10,12.

[2]Α´ Κορ. 11,24. Μκ. 14, 22-25.

[3]Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Α´ προς Κορινθίους, Ομιλία 38, 1, PG 61,322.

[4]Ιω. 3,16.

[5]Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν, PG 150, 425CD.

[6] Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν, PG 150, 413A.

[7]Μτ. 5,8.

[8]Β´ Κορ. 5,17.

[9] Νικαλάου Καβάσιλα, ΛΘ´, PG 150, 452ABC

[10]Ιερού Χρυσοστόμου, Εις την Ανάληψιν, 1-2, PG 52, 773-775.

[11] Βλ. Η Θεία Λειτουργία: Συγκεφαλαίωση του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, Θεολογία, 80, (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2009), τεύχ. 4, σσ. 77-106.

[12] Γ. Μαντζαρίδη, Χρόνος και άνθρωπος, σ.146.