Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ , ΠΟΝΤΙΩΝ ΚΑΙ ΑΡΜΕΝΙΩΝ

Ογδόντα οκτώ χρόνια από την καταστροφή. Ογδόντα οκτώ χρόνια από την γενοκτονία των Ελλήνων Μικρασιατών από τους Τούρκους του Κεμάλ. Ογδόντα οκτώ χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά της Σμύρνης ,που εκ των πρότερων οργάνωσαν οι Τούρκοι στρατιώτες με οδηγό το τούρκικο ιππικό. Κι όμως ακόμα και σήμερα η τούρκικη προπαγάνδα του τούρκικου στρατιωτικού κατεστημένου επιμένει ότι η μεγάλη πυρκαγιά της Σμύρνης προκάλεσαν οι οπισθοχωρούντες έλληνες στρατιώτες. Η πυρκαγιά μαινόταν από την Τετάρτη 13 έως το Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου. Τα θύματα της πυρκαγιά αμέτρητα . Υπήρχαν χιλιάδες πρόσφυγες που τους εμπόδισαν οι Τούρκοι να φύγουν από αυτή τη κόλαση. Πέθαναν καρβουνιασμένοι η καταπλακώθηκαν κατά την κατάρρευση των κτιρίων. Ο μάρτυρας δρ. Post ,που με κίνδυνο της ζωής του πρόσφερε τη βοήθεια του παντού , γράφει: «την ημέρα της πυρκαγιά τα θύματα ήταν κατά τα τρία τέταρτα Αρμένιοι. Το μίσος των τούρκων τους κατέτρεχε συστηματικά . Πολύ περισσότερο από τους έλληνες. Η στάση και τα λόγια του Ισμέτ πάσα και του Ρίζα Νούρ Μπέη στη Διεθνής συνδιάσκεψη της Λωζάνης έδειξαν καθαρά πως οι Τούρκοι επεδίωκαν εσκεμμένα την εξαφάνιση των Αρμενίων».

Αυτό φωτίζει τις μυστικές πλευρές της καταστροφής της Σμύρνης , της πιο τρομακτικής σ΄ ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορία .Την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε η διαταγή του σφαγέα Νουρεντίν να συλλάβουν όλο τον αντρικό πληθυσμό απο18 μέχρι 45 ετών , που υποτίθεται ότι είχαν αγωνιστεί στο πλευρό του ελληνικού στρατού .Στην πράξη συνέλαβαν όλους τους άνδρες με ρωμαλέο παρουσιαστικό από 15 μέχρι 55 ετών .Γι΄αυτές τοις συλλήψεις αυτόπτης Γάλλος μάρτυρας διηγείται: «Δεν μπορούσε να υπάρξει πιο σπαρακτικό θέαμα .Οι γυναίκες είχαν χωρισθεί από τους άνδρες τους .Οι μανάδες από τους γιους τους .Οι αδερφές από τους αδερφούς. Όσοι συνελήφθησαν με αυτό τον τρόπο εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης .Αφού πρώτα καταληστεύθηκαν από τους Τούρκους στρατιώτες». Από αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι Τούρκοι καθημερινά έστελναν προς την ενδοχώρα περίπου 1.000 χριστιανούς .Σύμφωνα με αφηγήσεις όσων κατάφεραν να διαφύγουν κατά τις πρώτες ημέρες των εκτοπίσεων προς την ενδοχώρα , περίπου 3.000 αιχμάλωτοι φονεύτηκαν έξω από το χωριό Μπουναρπασι . Οι τελευταίες φάλαγγες οδηγήθηκαν στην ενδοχώρα χωρίς ρούχα , παπούτσια γιατί οι Τούρκοι στρατιώτες τους είχαν κλέψει τα πάντα . Πολλοί από τους αιχμαλώτους πέφτοντας καθ΄οδον από τη κούραση , αδυνατώντας να προχωρήσουν φονεύτηκαν από το ιππικό των Τούρκων .

Ο αριθμός των αιχμάλωτων ηλικίας 18 έως 55 που συνελήφθησαν στη Σμύρνη και οδηγήθηκαν στην ενδοχώρα υπολογίζετε στους 150.000. Οι χριστιανοί που προορίζονταν για εκτόπιση , συγκεντρώνονταν στο διοικητήριο της Σμύρνης .Όταν συγκεντρώνονταν ένας ικανοποιητικός αριθμός άρχιζε η μετακίνηση τους . Μεταξύ αυτών υπήρχε ένα σημαντικό ποσοστό ιερέων .

Τους οδηγούσαν Τούρκοι στρατιώτες εφοδιασμένοι και με ρόπαλα .Κατά την πορεία ο όχλος τους λιθοβολούσε , πετώντας μαζί με τις πέτρες και ακαθαρσίες . Από τους 459 Ιερείς της επαρχίας Σμύρνης οι 347 εξαφανίστηκαν .Τους έβγαζαν τα μάτια….τους ξερίζωναν τα μαλλιά , τη γενειάδα , τα μουστάκια .Έβαζαν τέλος στα βάσανα τους πεταλώνοντας τα πόδια τους .Ο Γάλλος αυτόπτης μάρτυρας Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του «Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης» γράφει: «ο αδερφός του πρόξενου της Ρουμανίας στη Σμύρνη είδε με τα μάτια του Έλληνα ιερέα του Μπουτζά σταυρωμένο στη πόρτα κ. Gordon.Οι Τούρκοι του είχαν καρφώσει πέταλα πάνω στα χέρια και στα πόδια .

Ήταν νεκρός όταν ο αδερφός του προαναφερθέντος πρόξενου του φίλησε το χέρι εκφράζοντας για τελευταία φορά το σεβασμό του».Να σημειώσουμε ότι οι θηριωδίες και οι εκτελέσεις έγιναν από ειδικά συντάγματα τα «ταμιράτ ταμπαρού» η επανορθωτικά συντάγματα με τον περιβόητο Τοπάλ Οσμάν αγά. Αυτόπτης μάρτυρας της μικρασιατικής καταστροφής ο Γάλλος Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του «Οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης»στον επίλογο με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1923 γράφει: «Για τις θηριωδίες των Τούρκων , νομίζω πως οι σελίδες αυτές αρκούν για να πείσουν και τους δύσπιστους αναγνώστες . Απαιτείται μεγάλο θράσος η ασυνειδησία από τους Τούρκους αντιπρόσωπους της Λωζάνης για να ζητήσουν προς χάρη της κεμαλικής Τουρκίας την ολοκληρωτική εξομοίωση της με τα πολιτισμένα κράτη της Ευρώπης. Η Τουρκία τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν δεν μπόρεσε να δείξει αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια μετά τη νίκη .Ένα αιμοδιψές ένστικτο έπνιξε νωρίς τα προτερήματα που κάποιοι ταξιδιώτες αρέσκονται να αναγνωρίζουν τους Τούρκους .Τους χρειάζεται να σταματήσουν τη βία τόσο για το δικό τους συμφέρον όσο και για το συμφέρον όλων μας .

Αρνούνται να το παραδεχτούν από αλαζονεία και παράλληλα δεν παύουν να διεκδικούν απόλυτη ανεξαρτησία .Θεωρητικά ο άνθρωπος πρέπει να είναι ελεύθερος .Δεν επιτυγχάνεται όμως αυτό διαπράττοντας το κακό. Είναι η αιώνια παρεξήγηση κατά την οποία οι πρόγονοι συγχέουν την ελευθέρια με την αναρχία . με αργή αλλά επίπονη εργασία η ανθρωπότητα έφτασε να πειθαρχεί τα πάθη της . Στη μάστιγα του πόλεμου μπόρεσε να δημιουργήσει όρια . Απαγορεύοντας το βιασμό των γυναικών και τη λεηλασία των ιδιωτικών παρουσιών , που σε βαρβαρικές εποχές ήταν οι αμοιβές των μισθοφόρων για τον κόπο τους .Οι Τούρκοι βρίσκονται αρκετούς μήνες αιώνες πίσω Αυτά που έπραξαν στη Σμύρνη αποτελούν την αξιοθρήνητη απόδειξη. Πρόσθεσαν ακόμη μια αιματοβαμμένη σελίδα στη πλούσια ιστορία τους από παρόμοια εγκλήματα . Παρέμειναν αναξιοθρήνητα πιστοί στον εαυτό τους». Αυτά λοιπόν αναφέρει στον επίλογο του βιβλίου του ο Γάλλος Ρενέ Πυώ που έγραψε τον Ιανουαρίου του 1923. Για το Τούρκικο στρατιωτικό κατεστημένο και το ισλαμικό καθεστώς της Τουρκίας τίποτα δεν άλλαξε από το 1922 έως το 2007.

Η γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους ,η γενοκτονία των Ποντίων, η γενοκτονία των Ελλήνων Μικρασιατών από τους Τούρκους ,θα αποτελέσουν τεράστιες κηλίδες αίματος στον ανθρωπιστικό χάρτη της Ενωμένης Ευρώπης. Της Ευρώπης που αντιδρά να δεχτεί στους κόλπους της ως ισότιμο μέλος την Τουρκία .Κι όμως αυτή η αντίδραση της Γερμανίας και της Γαλλίας κι άλλων ευρωπαϊκών κρατών εάν είχε εκδηλωθεί νωρίτερα ,πολύ νωρίτερα , δεν θα είχαν σφαγιαστεί από τους Τούρκους οι χιλιάδες Αρμένιοι , οι χιλιάδες Πόντιοι οι χιλιάδες Μικρασιάτες .Οι χιλιάδες ψυχές της Ασίας , να της Ιωνίας των ελληνικών τόπων , που σ΄αυτούς τους στρέφεται χρόνια και χρόνια ο νους κι ο λογισμός εκείνων που τους κλαίνε και ελπίζουν…. που περιμένουν... τι: Κάτι που δεν προσδιορίζεται .Κάτι που εκφράζεται μόνο με στίχους του προσφυγικού πόνου:

«το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούνε ξένοι
στοιχιο΄ναι και με καρτερεί ψυχή και με προσμένει».


Ασημινάκης Άγγελος
Φοιτητής Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α.

Τα παρόν αρθρο δημοσιεύτηκε στην ετήσια εκδοσή του περιοδικού της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης "ΙΕΡΟΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ ΗΧΩ".

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Λόγος Κατηχητήριος ἐπὶ τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς



+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ



ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,

ΠΑΡ’ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἀπὸ αὔριον εἰσερχόμεθα εἰς τὸ στάδιον τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἰς τὸν Κατανυκτικὸν Ἑσπερινὸν τῆς Συγγνώμης ποὺ θὰ ψαλῇ ἀπόψε, θὰ ἀκούσωμεν τὸν ἱερὸν ὑμνογράφον νὰ μᾶς προτρέπῃ: «Τὸν τῆς νηστείας καιρὸν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες», προετοιμαζόμενοι διὰ τὴν ὑποδοχὴν τοῦ Ἀχράντου Πάθους καὶ τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας.

Ζητεῖται, λοιπόν, κατ’ ἀρχὴν διάθεσις χαρούμενη, διὰ νὰ ἀποδυθῶμεν ἐπιτυχῶς εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τῶν καθαρμῶν καὶ τῶν ἀναβάσεων. Ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ λιτότης, ὁ περιορισμὸς τῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ πυκνὴ προσευχή, ἡ ἐξομολόγησις καὶ τὰ λοιπὰ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν περίοδον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν πρέπει νὰ ἐκλαμβάνωνται ὡς ἐπαχθῆ καθήκοντα, ὡς βάρη ἀσήκωτα ἤ ὡς ἔργα καταναγκαστικὰ ποὺ φέρουν ἀθυμίαν καὶ κατήφειαν! Οἱ ἰατροὶ ὅταν συνιστοῦν δίαιταν ἤ γυμναστικὴν ἤ ἄλλας ἀσκήσεις, ἀναγκαίας διὰ τὴν ψυχοσωματικὴν ὑγιείαν καὶ εὐρωστίαν, τὸ πρῶτον ποὺ ζητοῦν, ὡς ἀπαραίτητον προϋπόθεσιν ἐπιτυχίας, εἶναι ἡ εὐχάριστος ψυχικὴ διάθεσις τοῦ ἐνδιαφερομένου, τὸ χαμόγελον, καὶ ἡ ἐλπιδοφόρος θετικὴ σκέψις! Ἀνάλογα ἰσχύουν καὶ διὰ τὸ ἅγιον στάδιον τῶν Νηστειῶν ποὺ ἀνοίγεται ἐνώπιόν μας. Τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν πρέπει νὰ τὴν βλέπωμεν ὡς πολύτιμον θεῖον χάρισμα! Ὡς τὴν μεγάλην ὥραν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλει νὰ μᾶς ἀποτραβήξῃ ἀπὸ τὰ ὑλώδη, χαμαίζηλα καὶ ἀποπνέοντα θάνατον, καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσῃ ὑψηλότερα, εἰς τὴν πλήρη ὑγείας καὶ ζωῆς σφαῖραν τοῦ πνεύματος! Ὡς τὴν μεγάλην εὐκαιρίαν ποὺ μᾶς δίδεται διὰ νὰ ἀποτοξινώσωμεν τὴν ψυχὴν ἀπὸ κάθε πάθος καὶ νὰ ἀπαλλάξωμεν τὸ σῶμα ἀπὸ ὅ,τι περιττόν, ἐπιζήμιον καὶ θανάσιμον! Ἑπομένως, ὡς μίαν πολὺ μεγάλην ἀγαλλίασιν καὶ χαράν μας. Ἀληθινὴν ἑορτὴν καὶ εὐφροσύνην!

Ἀλλὰ ἡ νηστεία, ἀγαπητοί, τὴν ὁποίαν ζητεῖ ἀπὸ τὰ τέκνα της ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ λιτότης, ὁ περιορισμὸς τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ἀπολαύσεων καὶ τῶν συναφῶν περιττῶν ἐξόδων, ἀποτελοῦν, κυριολεκτικῶς, σωτήριον συνταγὴν εἰδικῶς ἐφέτος, ποὺ ἔχει ἐκσπάσει ἡ μεγάλη παγκόσμιος οἰκονομικὴ κρίσις, ἡ ὁποία ἐγκυμονεῖ ἄμεσον κίνδυνον χρεωκοπίας ὄχι μόνον «νοικοκυριῶν» καὶ ἐπιχειρήσεων, ἀλλὰ καὶ χωρῶν ὁλοκλήρων ἀνὰ πᾶσαν τὴν ὑφήλιον, μὲ συνακόλουθον ὀλέθριον ἀποτέλεσμα τὴν κατακόρυφον αὔξησιν τῆς ἀνεργίας, τὴν δημιουργίαν ὁλοκλήρων στρατιῶν νεοπτώχων, τὴν ἀπόγνωσιν, τὴν ἔκρηξιν κοινωνικῶν ἀναστατώσεων, τὴν αὔξησιν τῆς ἐγκληματικότητος καὶ ἄλλα χειρότερα τούτων. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μᾶς διδάσκει νὰ πορευώμεθα καθημερινῶς μὲ ὀλιγώτερα, χωρὶς τὴν ὕβριν τῆς ὑπερβολῆς, τῆς σπατάλης καὶ τῆς ἐπιδείξεως! Νὰ ἀπεμπολοῦμεν τὴν πλεονεξίαν, νὰ ἀγνοοῦμεν τὰς προκλήσεις τῆς διαφημίσεως, ἡ ὁποία προβάλλει διαρκῶς νέας ψευδεῖς ἀνάγκας, καὶ νὰ περιοριζώμεθα εἰς τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα καὶ ἀναγκαῖα, μὲ ἀξιοπρεπῆ ἠθελημένην λιτότητα! Νὰ μὴ εἴμεθα καταναλωτικὴ ἀγέλη βουλιμικῶν, ἀπερισκέπτων καὶ ἀκάρδων ἀτόμων, ἀλλὰ κοινωνία εὐαισθήτων προσώπων, δίδοντες ἐν ἀγάπῃ τόπον καὶ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸν ἄλλον, τὸν «πλησίον» μας, ποὺ ὑστερεῖται καὶ δυσπραγεῖ! Μᾶς διδάσκει ἀκόμη τὴν ὑπομονὴν καὶ τὴν ἐγκαρτέρησιν εἰς τὴν μικρὰν ἤ μεγαλυτέραν στέρησιν, ἀλλὰ καὶ τὴν ταυτόχρονον ἐκζήτησιν τῆς βοηθείας καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, μὲ πολλὴν ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν φιλόστοργον πρόνοιάν Του! Ἔτσι θέλει τὴν Τεσσαρακοστὴν ὁ Χριστός! Ἔτσι τὴν ἐβίωσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι! Ἔτσι ἠγωνίσθησαν τὸν ἀγῶνα της οἱ εὐσεβεῖς πατέρες μας! Ἔτσι τὴν ἐγνώρισε παλαιόθεν τὸ Γένος μας! Ἔτσι τὴν προβάλλει καὶ τὴν κηρύσσει πάντοτε, καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως εἰς τὴν παροῦσαν δύσκολον διεθνῆ συγκυρίαν, ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει πολύπειρος καὶ ἀδιαλείπτως νήφουσα Μήτηρ Ἐκκλησία!

Ταῦτα ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Φαναρίου ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ καὶ αἰσθήματι εὐθύνης λέγοντες καὶ κηρύσσοντες, εὐχόμεθα πατρικῶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ καὶ καλῇ καρποφορίᾳ τὸ ἀρχόμενον ἅγιον στάδιον!



Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βι´

+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος

διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν
                       Η ΑΓΑΠΗ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ (Γέρων Πορφύριος Μπαιρακτάρης)
Η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σε όλους τους ανθρώπους. Εγώ ήθελα να πάω να ζήσω μαζί με τους χίπηδες στα Μάταλα χωρίς, βέβαια, αμαρτίες, για να τους δείξω την αγάπη του Χριστού, πόσο είναι μεγάλη και πώς μπορεί κάποιος να τους αλλάξει, να τους μεταμορφώσει. Η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα. Θα σας το πω μ’ ένα παράδειγμα.

Ήταν ένας ασκητής κι είχε δυο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς. Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν κι αν είναι έτοιμοι για τη Βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι γι’ αυτό απ’ τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση. Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης που απείχε πολλές ώρες απ’ τη δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μες στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς του απ’ το πρωί, ώστε να φθάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε τ’ απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχαν προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογκητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαριά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια:

- Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει. Εσείς είστε δυο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.

- Δεν μπορούμε! του είπαν. Βιαζόμαστε να πάμε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε.

- Πάρτε με, σας παρακαλώ! Αν μ’ αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.

- Δεν μπορούμε! Τι να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας.

Κι έφυγαν. Τ’ απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει, τον πλησιάζει και του λέει:

- Τι έπαθες, άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; Από πότε είσαι εδώ; Δε σε είδε κανείς;

- Πέρασαν το πρωί δύο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόντουσαν να πάνε στην αγρυπνία.

- Θα σε πάρω εγώ. Μην ανησυχείς! Του λέει.

- Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!

- Όχι, θα σε πάρω! Δεν μπορώ να σ’ αφήσω!

- Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.

- Θα σκύψω και συ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο, θα σε φθάσω.

Και τον πήρε με μεγάλη δυσκολία κι άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μες στην άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φθάσω». Καθώς όμως προχωρούσε άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε:

- Μ’ έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δύο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Η ΙΕΡΟΣΥΝΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΆΓΙΟ ΙΣΙΔΩΡΟ ΤΟΝ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗ


Ο Άγιος Ισίδωρος έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τα όσα συνέβαιναν στο
χώρο της εκκλησίας . Πόση χαρά γέμιζε κάθε φορά που μάθαινε ότι κάποιος
ευλαβής και ενάρετος νέος προσερχόταν στις τάξεις του ιερού κλήρου και
προσευχόταν να υπηρετήσει τον κύριο και την εκκλησία με αυταπάρνηση και
ιδιοτέλεια. Αντίθετα πόνο και λύπη καταλάμβανε την ψυχή του όταν
πληροφορούνταν ότι υπήρχαν κληρικοί που ζούσαν χωρίς φόβο θεού η
χρησιμοποιούσαν την ιεροσύνη τους για πλουτισμό η για να περνούν άνετα
και γενικά να καταδυναστεύουν τους πιστούς που τους εμπιστεύθηκε η
εκκλησία. Εναντίον των επιλησμόνων κληρικών, όλων των βαθμών, έγραψε
ελεγκτικές επιστολές και προσπάθησε να τους φέρει σε συναίσθηση. Oι
ανάξιοι αρχιερείς και πρεσβύτεροι δέχθηκαν τις δίκαιες επικρίσεις του
Άγιου Ισιδώρου. Έγραψε πολλές επιστολές για ανάξιους κληρικούς όπως στο
Μάρων στο Ζώσιμο, τον Μαρτινιανό αλλά και σε άλλους κληρικούς που μόλυναν
με τη ζωή τους το ιερό θυσιαστήριο. Η ευθύνη του κληρικού έκανε τον άγιο
να αρνηθεί να γίνει κληρικός , όταν του το πρότεινε ο Μέγας Αθανάσιος να
τον χειροτονήσει και τελικά το δέχτηκε με πολλές πιέσεις. Μέσα από τις
επιστολές του θα δούμε τι πρέσβευε ο Άγιος για την ιεροσύνη.
Σε επιστολή που έστειλε στον επίσκοπο Ερμογένη γράφει: "κυριότερος
επίτροπος από τους επίγειους είναι αυτός που στέφθηκε ιερέας παρά εκείνος
που την πορφυρή εσθήτα. Γιατί ο ιερέας είναι υπεύθυνος των ψυχών ενώ ο
βασιλιάς των σωμάτων". Σε άλλη επιστολή με τον ίδιο παραλήπτη σημειώνει
"η ιεροσύνη βρίσκεται ανάμεσα στα θεια και την ανθρώπινη φύση, για να
υπηρετεί την πρώτη και να μεταβάλλει προς το ανώτερο την άλλη". Στον
Επίσκοπο Θεοδόσιο γράφει "είναι θειο αξίωμα η ιεροσύνη και από όλα όσα
υπάρχουν το πιο τίμιο ...Γιατί με αυτή και αναγεννιόμαστε και παίρνουμε
μέρος στα ιδιαίτερα μας μυστήρια, χωρίς τα οποία δεν είναι δυνατόν να
μετέχουμε στα ουράνια. Σύμφωνα με τους αψευδείς χρησμούς της αλήθειας που
άλλοτε λέει αν δεν αναγεννηθεί κάποιος με νερό και πνεύμα (δηλαδή με το
βάπτισμα και τη μετάνοια) δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών και
άλλοτε αν δεν φάει κάποιος τη σάρκα μου και δεν πιει το αίμα μου, δεν
έχει θέση μαζί μου ... Χωρίς αυτά δεν είναι δυνατόν να αξιωθεί κανείς
χριστιανικά τέλη κι αυτά μόνο με τη ιεροσύνη κατορθώνονται".
Στον πρεσβύτερο Κύρο γράφει ότι η ιεροσύνη "είναι υψηλότερη και αξιότερη
από κάθε βασιλεία", ενώ στον κόμη Ερμίνο ονομάζει την ιεροσύνη "θειο
πράγμα". Στον κόμη Ερμίο "θεια τελετή η οποία ανοίγει τους ουρανούς σε
όσους μυήθηκαν". Σε άλλες του επιστολές την ονομάζει "πράγμα ουράνιο",
"θεία λειτουργία" και "ιεροσύνη ουράνια".Σε επιστολή που έστειλε στον
διάκονο Παλλάδιο συγκρίνει την ιεροσύνη με τη βασίλεια γράφει ότι: "η
πρώτη ρυθμίζει τα θεία πράγματα, ενώ η άλλη τα επίγεια" και ως εκ τούτου
είναι όχι μόνον την υψηλή, αλλά και "περισσότερη κοπιαστική απ΄αυτήν". Σε
άλλον διάκονο, τον Ισίδωρο, σημειώνει ότι "από την ιεροσύνη και τη
βασιλεία, συνονόματε μου, τα πράγματα έχουν συνδεθεί. Γιατί αν και
διαφέρουν μεταξύ τους πολύ, δηλαδή η πρώτη ως ψυχή υπάρχει στον κόσμο και
η άλλη ως σώμα, αποβλέπουν όμως σε ένα τέλος, στη σωτηρία των υπηκόων"
όχι μόνο από τις επιστολές που παρουσιάσαμε αλλά και από τις άλλες που
δεν αναφέρουμε συμπεραίνουμε ότι ο όσιος τιμά ιδιαίτερα την ιεροσύνη την
οποία έχει πολύ ψηλά στη συνείδηση του. Η ιεροσύνη είναι ένα από τα
μυστήρια της εκκλησιας μας και ο ιερέας είναι ανώτερος από όλους τους
θνητούς. Για να λάβει ένας πιστός την ιεροσύνη πρέπει να έχει ορισμένα
προσόντα. Τα προσόντα αυτά τα υπογραμμίζει ο Ισίδωρος στις επιστολές του.
  Σε επιστολή που έστειλε στον Επίσκοπο Λαμπέτιο, γράφει ότι δεν
επιτρέπεται να προσέρθει κάποιος στην ιεροσύνη χωρίς "να ασκηθεί στην
υπακοή και να έχει γυμναστεί και ευδοκιμήσει στις βασικές αρετές" όποτε
"έρχεται στην τέλεση τις λειτουργίας, έχοντας ως το πιο μεγάλο αγαθά την
εμπειρία. Γιατί εκείνος που επιχειρεί από πριν να κανονίζει τους άλλους,
ξεφεύγει από την αλήθεια αυτός όμως που πρώτα ρύθμιζε τον εαυτό του και
απόκτησε την πείρα των πραγμάτων, θα είναι κατάλληλος να ρυθμίζει τους
άλλους. Γιατί εκείνος βέβαια που, πριν ακόμα ασχοληθεί με τα όπλα,
νομίζει κιόλας ότι έγινε στρατηγός, αυτός ο ίδιος όμως αφού πρωτύτερα
γίνει καλός στρατιώτης θα είναι και παρά πολύ καλός στρατηγός". Αν σε
κάθε πράγμα η απειρία μπορεί να έχει όχι τα αναμενόμενα αποτελέσματα,
στην ιεροσύνη έχει καταστροφικά. Γράφει πάνω στο θέμα αυτό "Πολλοί
απερίσκεπτα, αφού νόμισαν ότι μπορεί κάθε άνδρας να εξουσιάζει τις ψυχές
η τα σώματα, ανέλαβαν εξουσία κι αφού γέμισαν από μύρια κακά και τους
εαυτούς τους και τους υπηκόους, κατάντησαν ύστερα στο βάραθρο της
καταστροφής άδοξα". Εκτός από την εμπειρία και την συναίσθηση των
δυνατοτήτων και ικανοτήτων του ο υποψήφιος για την ιεροσύνη πρέπει να
έχει τις παρακάτω αρετές: εγκράτεια, με τη στενή και πλατιά της έννοια,
να είναι στολισμένος με αρετές και ανδρείος μέχρι αυτοθυσίας και να έχει
συνεχώς στο μυαλό του, ότι "όσοι φορούν το πολυτιμότατο στεφάνι της
ιεροσύνης, είναι σωστό να κομπάζουν για αρετές περισσότερο παρά για
χρήματα και να θεωρούν ταιριαστή ευχαρίστηση τη σωφροσύνη και να μη
υποχωρούν ούτε στην γαστριμαργία, ούτε στα σχετικά με αυτήν πάθη". Ακόμα
ο υποψήφιος πρέπει να είναι καρτερικός και να είναι έτοιμος να πεθάνει
προκειμένου να υπερασπιστεί την αρετή και την ευσέβεια. Επίσης θα πρέπει
να γνωρίζει ο υποψήφιος κληρικός ότι θα γίνει λυχνάρι αναμμένο από τον
ίδιο τον θεό για να "εξαστράπτη φωτοσμόν τη εκκλησία" με τη ζωή του με τη
δράση του. Επομένως γράφει : "δεν είναι δίκαιο να γίνει ιερέας ο βέβηλος"
διότι "ιερόν είναι χρή τόν ιερωμένον". Ο κληρικός, συνεχίζει, πρέπει να
έχει τη δύναμη ώστε "να διατηρήσει τον εαυτό του μακριά από κάθε
τυραννικό και αισχρό πάθος όπως τα ανάκτορα", γιατί "εκείνος που υπηρετεί
το θεό και είναι κοντά του τίποτα ξένο και υλικό δεν μπορεί να φέρει
επάνω του".Στον επίσκοπο Στρατήγιο, που είχε ενθρονιστεί πριν από λίγες
μέρες, έγραφε "γνώριζε, τιμιότατε, ότι σε όλη σου τη ζωή, κυρίως όμως
τώρα που ξεπερνάς τα όρια αυτής που θεωρείται εξουσία, η οποία είναι και
λειτουργία, θα ήσουν δίκαιος αν νικούσες τις επιθυμίες σου, για να μη
νικηθείς από καμία αδυναμία από αυτές που έχουν οι υπήκοοι σου. Γιατί
είναι παρά πολύ δυσάρεστο, αν συλληφθείς να μη μπορείς να εξουσιάζεις τον
εαυτό σου, ενώ θέλεις να διατάζεις αυτούς που είναι στην εξουσία σου".Τον
Αρχιδιάκονο Πανσόφιο συμβούλευε ως εξής: "Αν διακονείς το θυσιαστήριο του
Χριστού να τελείς με ευλάβεια τη λειτουργία σου, σύμφωνα με το νόμο Του
και να φαίνεσαι πράος και ταπεινός στην καρδιά. Γιατί δεν διοικείς κάποια
πολιτική ηγεμονία , που φλογίζεται από περηφάνια και εμπάθεια, αλλά
διακονία ειρηνική και ατάραχη. Σε άλλη επιστολή σημειώνει στον αποδέκτη
της ότι : "αν και η ιεροσύνη είναι πιο υψηλή και πιο άξια από κάθε
βασιλεία, δεν πρέπει αυτοί που την έχουν να υπερηφανεύονται γι΄αυτήν
μπροστά στους άλλους, αλλά να θεωρούν πιο σωστό και πιο ταιριαστό
στολίδι της την πραότητα που συνοδεύεται με σύνεση". Μεγάλη χαρά
αισθανόταν ο άγιος όταν μάθαινε ότι πιστοί και ενάρετοι συνάνθρωποι του
στελεχώνουν τις τάξεις του κλήρου. Αντίθετα πόνο θλίψη και αγανάκτηση
όταν τον κυρίευε, όταν έφταναν στο κελί του ειδήσεις ότι ανάξια και φαύλα
πρόσωπα χειροτονούνται ιερείς. Όπως μέσα στους δώδεκα μαθητές του Κυρίου
μας ήταν και αυτός που τον πρόδωσε, ο Ιούδας έτσι δυστυχώς και στις
τάξεις του κλήρου εισέρχονται πολλές φορές άτομα ακατάλληλα και ανάξια,
τα οποία με τη ζωή τους σκανδαλίζουν και ψυχραίνουν τους πιστούς.
  Επιδρομείς κληρικούς τους ονομάζει ο ιερός πατήρ. Σε μια επιστολή γράφει:
"αυτούς όμως που τόλμησαν να ορμίσουν σε αυτήν... πρέπει να τους
κατηγορεί κανείς... γιατί παραμελώντας την οδό που φέρνει στη λειτουργία
και ατιμάζοντας την αγιοτάτη και καθαροτάτη υπομονή, που αποκτήθηκε σε
πολύ χρόνο με ενάρετους κόπους και παραβλέποντας και τους θεσμούς και τις
άλλες άγιες πράξεις της ενάρετης ζωής, νόμισαν ότι τους επαρκεί η
χειροτονία. Καμαρώνοντας μόνο γι΄αυτην, προβάλλουν αυτούς που ζουν
σωστά". Ποια είναι τα αποτελέσματα, όταν γίνονται κληρικοί ανάξιοι; "Όταν
κάποιος νόθος και ανάξιος εισέλθει με τη βία στο αξίωμα της ιεροσύνης,
τότε κυρίως και ο στολισμός του αξιώματος μεταβάλλεται σε απρέπεια. Γιατί
είναι φυσικό να γίνονται οι υπήκοοι όμοιοι με τον άρχοντα". Μεγάλη η
ευθύνη του επίσκοπου που χειροτονεί ανάξιους. Γράφει για κάποιον
επίσκοπο: "Αν αγνοώντας ο Ευσέβιος τους χειροτόνησε, θα έχει μέτρια
απολογία "εν αγνοία'' αν όμως, όπως λες, γνωρίζοντας το παρά πολύ καλά,
παρέδωσε το ποίμνιο (για το οποίο ο Χριστός έχυσε το αίμα του) σε λύκους
για να το αρπάξουν, σε σκυλιά για να ασελγήσουν και σε αλεπούδες για να
το αφανίσουν με δόλο, αυτός δεν θα έχει τι να απολογηθεί για τις τόσες
αμαρτίες. Κι αυτά τα λέγω, όχι γιατί θα είναι ανεύθυνοι εκείνοι και δεν
θα κριθούν, αλλά γιατί αυτός που παρέχει τα σπέρματα των αμαρτημάτων θα
τιμωρηθεί πολύ περισσότερο. Γιατί αυτός που δημιουργεί την αιτία γίνεται
αίτιος για όλα όσα συμβαίνουν". Η ιεροσύνη κατά τον Όσιο δεν είναι ούτε
αντικείμενο αγοροπωλησίας ούτε ταιριάζει στον καθένα ούτε ταιριάζει στον
καθένα, ούτε είναι παιχνίδι που εξαρτάται από την αδεξιότητα του ενός η
του άλλου. Φέρεται με δριμύτητα πάντοτε και εναντίον εκείνον που
καπηλεύονται την ιεροσύνη. Σε μία του επιστολή αναφέρει: "τον παλιό
καιρό, στην εποχή των εβραίων, καθώς η ιεροσύνη συνδεόταν με το γένος,
κατηγορούσαν πολλοί, γιατί δινόταν εξαιτίας του γένους και όχι της αρετής
επειδή όμως μεταρρυθμίστηκε προς το καλύτερο και μεταβιβάστηκε στην
αρετή, πολύ περισσότερο κακοποιείται, παρά όταν και κατώτερη ήταν και στο
γένος μοιραζόταν με κλήρο. Γιατί, τότε αν και ήταν μερικοί ανάξιοι από
αυτούς που προσερχόταν στην ιεροσύνη, ήταν όμως και άριστοι και η εξαγορά
της με χρήματα απαγορευόταν εντελώς τώρα που και προς το καλύτερο
προόδεψε και στην αρετή προσφέρθηκε πολύ περισσότερο καταπατήθηκε...
είναι λοιπόν γνωστό σε στεριά και σε θάλασσα, ότι κανένας από αυτούς που
καλοπερνούν δεν θα χειροτονηθεί ιερέας". Ποιο όμως θα είναι το τίμημα που
θα πάρουν όλοι όσοι πήραν την ιεροσύνη χωρίς να την αξίζουν: "Αν την
ιεροσύνη με χαμερπή κολακεία και με χρήματα την ασπάστηκες άπληστα,
ξεφεύγοντας την προσοχή των ανθρώπων, επειδή δήθεν δεν διέκριναν την
αλήθεια, μη νομίσεις όμως ότι έτσι θα ξεφύγεις και την μέλλουσα
ανταπόδοση". Ο Ισίδωρος και αλλού καταδικάζει όσους πήραν ανάξια την
ιεροσύνη. Μεγάλο βάρος ρίχνει στους επίσκοπους που χειροτονούν κάποιον
χωρίς να εξετάσουν και να ερευνήσουν τη ζωή του. Την μεγαλύτερη ευθύνη
για την εισαγωγή αναξίων και σκανδαλοποιών ατόμων στην ιεροσύνη, κατά τον
όσιο έχουν οι Επίσκοποι. Αυτοί πριν τρέξουν να βάλουν το χέρι τους στο
κεφάλι αυτού που θα χειροτονήσουν πρέπει να εξετάσουν καλά και να
ρωτήσουν πολλούς και να διασταυρώσουν τις πληροφορίες τους για τις αρετές
οι τις κακίες που έχει ο υποψήφιος κληρικός και μετά να τον
χειροτονήσουν. Αυτές είναι μερικές από τις επιστολές στις οποίες
φαίνονται οι απόψεις του Άγιου Ισίδωρου δια τον ιερόν κλήρον. Εύχομαι
σήμερα μνήμη του οσίου πατρός ημών Ισίδωρου του Πηλουσίωτου
όπως έχουμε τον Όσιο ως αλάνθαστο οδοδείκτη στη ζωή μας. Αμήν.

Ασημινάκης Άγγελος
Φοιτητής Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

                                                           Θάνατος και χαρά
Κάθε φορά που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η θλίψη, η απογοήτευση και ο φόβος. Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιωήρων στην ιστορική, πλέον, ομιλία του στην Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Το 1986 έδειξε, με αφορμή την πορεία προς Εμμαούς, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζουμε το θάνατο.

«Σήμερα, λοιπόν, θα μιλήσουμε για τον θάνατο και μου ήρθε στο νου η αγωνία, αν θέλετε και η απογοήτευση των μαθητών μετά τον θάνατο του Χριστού και ο φόβος τους. Για αυτό θα ήθελα να σας υπενθυμίσω την προς Εμμαούς πορεία.

Θα το πω με δύο λόγια μιας και είναι γνωστή η πορεία: Δύο μαθητές, τρεις μέρες μετά τον θάνατο του Κυρίου, προχωρούν εις Εμμαούς, συζητούν μεταξύ τους για τον Ιησού, αγωνιούν, μιλούν για τα γεγονότα. Έρχεται ο Χριστός, χωρίς να τον αναγνωρίσουν, και τους ερμηνεύει τις γραφές. Εν τέλει Τον αγαπούν αυτόν τον Συνοδοιπόρο. Του λένε "μείνε μαζί μας". Μένει. Φτάνουν στο τραπέζι και στην κλάση του άρτου Τον γνωρίζουν. Τότε Αυτός γίνεται άφαντος, εκείνοι γεμίζουν χαρά και προχωρούν προς τα Ιεροσόλυμα.

Oι δύο μαθητές, λοιπόν, μιλούσαν και συζητούσαν για τον Χριστό. Και εκείνος παρουσιάστηκε δίπλα τους να συμπορεύεται. "Οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν". Τα μάτια τους ήταν ακόμα κλειστά και δεν Τον γνώρισαν. Νομίζω ένα μεγάλο πράγμα είναι το εξής: ο Χριστός είναι η οδός και είναι και ο αληθινός Συνοδοιπόρος μας. Κι αν τυχόν αγωνιούμε, αν συζητάμε, αν ψάχνουμε, αν βαδίζουμε, αν τυχόν για κάπου πάμε, Αυτός είναι μαζί μας. Μα, λέει κάποιος: "δεν Τον ξέρουμε". Αλλά πρέπει να ξέρουμε ένα πράγμα: μαζί με την αγωνία μας και Αυτός συμπορεύεται. Και ας μην Τον διακρίνουμε.

O Χριστός, στη συνέχεια, δεν θέλει να τους κάνει διδασκαλία, αλλά θέλει να τους δώσει τη δυνατότητα να πουν αυτά που έχουν μέσα τους. Γι' αυτό προσποιείται άγνοια και μάλιστα επιμένει. Τότε «του εξηγούν» για τον Ιησού τον Ναζωραίο τον οποίο παρέδωσαν "οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου" και Tον σταύρωσαν. Στη συνέχεια λένε κι οι δυο τους τον πόνο τους: «Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός θα λύτρωνε το Ισραήλ. Αλλά ήδη πέρασαν τρεις μέρες αφού έγιναν αυτά, αφού Τον σταύρωσαν και δεν είδαμε ακόμη τίποτε που να στηρίξει τις ελπίδες μας. Μας παραξένεψαν μερικές γυναίκες από τη δική μας συντροφιά, γιατί πήγαν πρωί στο μνημείο και λένε ότι δεν βρήκαν το σώμα Του. Ήλθαν και μας είπαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων κι ότι οι άγγελοι λένε ότι ζει. Και πήγαν και μερικοί από μας στο μνημείο και το βρήκαν έτσι όπως είπαν οι γυναίκες, "Αυτόν δε ουκ είδον"».

Τους δίνει, λοιπόν, τη δυνατότητα ο Χριστός να πουν το λογισμό τους. Αυτοί, με τετράγωνη λογική, λένε ότι "Εμείς ελπίζαμε. Τώρα δεν ελπίζουμε. Τι να ελπίζουμε; Εφ' όσον Αυτός σταυρώθηκε, πέθανε και είναι τρεις μέρες που πέρασαν, τελείωσε η ιστορία". Αποδεικνύουν τετραγωνικά ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να ελπίζει κανείς. Νομίζω ότι ο μεγάλος δάσκαλος, ο Χριστός, αυτό ήθελε να πουν κι αυτοί. Αυτό ήθελε να βγάλει από μέσα τους: ότι, κοίταξε, με την τετράγωνη λογική, η υπόθεση τελείωσε - και νομίζω ότι είναι καλό να τελειώνουν οι υποθέσεις.

Όμως αρχίζει Εκείνος και μιλά: "Ώ ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται". Επειδή και ο Κύριος ένιωθε ότι ήταν φίλοι Του, τους μιλάει αυστηρά. Και λέει τη φράση τη μεγάλη παρακάτω: "Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξα αυτού;" Δεν έπρεπε να πάθει αυτά ο Χριστός για να περάσει στη δόξα Του; Στο σημείο αυτό μπαίνουμε στο μεγάλο μυστήριο και λέμε: Αν τυχόν έπρεπε να πάθει Αυτός, που ήταν ο ίδιος ο Χριστός, εμείς τι πρέπει να πάθουμε;

Άρχισε από τον Μωυσή και όλους τους προφήτες και εξήγησε σε όλες τις γραφές αυτά που αφορούσαν το πρόσωπό Του. Μαζί με την πορεία προχωρούσε και η ερμηνεία, κι έβλεπαν οι μαθητές ότι κάπου αλλού τους πηγαίνει. Μόλις έφτασαν στην πόλη που πήγαιναν, Αυτός προσποιήθηκε ότι πάει κάπου αλλού. Αλλά αυτοί: "παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες μείνον μεθ' ημών, ότι πρός εσπέραν εστί καί κέκλικεν η ημέρα". Νομίζω ότι οι μαθητές είπαν: Τώρα πού πάς; Τελείωσε η μέρα, τελειώνει η πορεία. Έτσι που μας έκανες δεν μπορούμε να φύγουμε από κοντά Σου, ούτε Εσύ από μας, έλα να μείνεις μαζί μας. Και ο Χριστός πέρασε μαζί τους.

Και "εν τω κατακλινθήναι αυτόν μετ' αυτών λαβών τόν άρτον ευλόγησε, καί κλάσας απέδιδον αυτοίς, αυτών δέ διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί, καί επέγνωσαν αυτόν, καί αυτός άφαντος εγένετο απ' αυτών". Μετά από τον λόγο, την ιερολογία, φτάσαμε στην ιερουργία. Έγιναν οι εξηγήσεις και δεν έμενε πια τίποτα άλλο παρά η πράξη της ιερουργίας. O Χριστός δεν είπε τίποτα, αλλά τεμάχισε τον άρτο. Eν τη κλάσει του άρτου Τον γνώρισαν και μόλις Τον γνώρισαν έγινε άφαντος, χάθηκε. Φυσικά, εγώ νομίζω ότι όταν λέμε χάθηκε εννοούμε βρέθηκε. Γιατί αν τυχόν έμενε θα τον έχαναν? θα έλεγαν ότι "Αυτός είναι εδώ, εκεί", θα Τον εντόπιζαν, ενώ Αυτός είναι πανταχού παρών. Oπότε αφού Τον κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ανοίγονται οι οφθαλμοί τους. Επομένως "διηνοίχθησαν οi οφθαλμοί τους" σημαίνει ότι άρχισαν να βλέπουν τα αόρατα, να καταλαβαίνουν τα περασμένα και να έχουν δύναμη για να προχωρήσουν στα μέλλοντα, δηλαδή να συνεχιστεί η πορεία.

Oπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στην Θεία Ευχαριστία, μέσα στη Θεία Λειτουργία, εν τη κλάσει του άρτου, τις γραφές αληθινά. Γνωρίζουν αυτά που πέρασαν και παίρνουν δύναμη για να προχωρήσουν. O Κύριος γνωρίζεται ως άρτος κλώμενος και αίμα εκχυνόμενον. Στην κλάση του άρτου γνωρίζεται ο Κύριος και ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι εμείς τον Κύριο "εν τη κλάσει τη ημετέρα". Εάν τυχόν και εμείς δεν πονέσουμε, εάν τυχόν και εμείς δεν πεθάνουμε, δεν σταυρωθούμε, δεν πρόκειται να γνωρίσουμε τον Κύριο. Όπως και Κείνος έπρεπε να πάθει για να μπει στη δόξα Του, και εμείς πρέπει να πάθουμε, πρέπει να υποφέρουμε. Όλα αυτά τα βάσανα είναι ευλογία για να ανοιχτούν τα μάτια μας και έτσι να Τον βλέπουμε διαφορετικά.

Είμαστε άνθρωποι, πονάμε και έχουμε τη δική μας λογική. Κι ο Χριστός επιτρέπει τον λογισμό μας. Δίδει τις αφορμές, στους μαθητές, να ακούν το λογισμό τους και να δικαιολογήσουν τετραγωνικά την απελπισία τους. Αλλά όμως όταν απελπίζεσαι, όταν ψάχνεις, όταν πορεύεσαι, Αυτός είναι μαζί σου. Στη συνέχεια θα έρθει καιρός, όταν φτάσεις πια στην κλάση του άρτου, όταν φτάσεις στον πολύ πόνο και είσαι μαζί Του, να διανοιχτούν οι οφθαλμοί σου. Τότε Τον βλέπεις, Eκείνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκώς μαζί σου...

Εντάξει η λογική μας, εντάξει η αναζήτησή μας αλλά είμαστε πλασμένοι για κάτι μεγαλύτερο. Ό,τι κι αν πετύχουμε με τη δική μας αναζήτηση, με τη δική μας γνώση δεν μας ικανοποιεί. O Χριστός έχει να δώσει σε μας κάτι πολύ μεγαλύτερο και δεν μας το έδωσε πριν Αυτός πάθει και μπει στη δόξα Του. Δηλαδή, μπορούμε να πεθάνουμε και να ζήσουμε. Μπορούμε να χαθούμε και να βρούμε την ψυχή μας, κι αν κανείς θέλει να την σώσει, θα την χάσει. Κι αν την χάσει ενσυνείδητα, όπως λέει, "ένεκεν εμού καί τού ευαγγελίου" αυτός θα την σώσει. Oπότε νομίζω ότι το μεγάλο πράγμα που έχουμε και κουβαλάμε δεν είναι το τι έχουμε αλλά το τι είμαστε. Αυτό που λέει και ο 'Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: το μεγάλο πράγμα είναι ότι μπορούμε να γίνουμε όλοι κοινωνοί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, δηλαδή μπορούμε σιγά σιγά να αναχθούμε σε αυτή την άλλη λογική. Oπότε τα πάντα είναι ευλογία.

Όπως για παράδειγμα οι νεομάρτυρες, οι οποίοι ζούσαν σε αυτή την κατάσταση, και ζούσαν σε αυτόν τον παράδεισο. Oπότε λένε: "αν τυχόν μας αφήσετε να ζήσουμε σας είμαστε ευγνώμονες γιατί ζούμε στον παράδεισο, μέσα σε αυτήν την λογική της Θείας Λειτουργίας, την άλλη λογική, εάν μας σκοτώσετε, σας είμαστε χίλιες φορές πιο ευγνώμονες γιατί το συντομότερο θα δοκιμάσουμε αυτό το πράγμα το οποίο δεν παρέρχεται και το οποίο είναι χαρά εν όλω τω κόσμω και για όλο τον κόσμο. Κι ο καθένας τότε γεννιέται, όταν πεθαίνει και τότε αγκαλιάζει όλους και βρίσκει μες την καρδιά του όλους.

Και ταυτόχρονα ενώ μιλάμε με αυτόν τον τρόπο, δεν υποτιμούμε το σώμα αλλά αντίθετα βλέπουμε ότι θεώνεται. Κι αυτή είναι η αντίθετη κίνηση που γίνεται μέσα εδώ. Δηλαδή, δεν ενώνεται μόνο η πορεία με τη στάση, η θεότης με την ανθρωπότητα, αλλά γίνεται και μια αντίστροφη κίνηση, όπως λέει το Συναξάρι των Αγίων Πάντων, "τό Πνεύμα κάτεισιν καί ο Νούς άνεισιν". Το πνεύμα κατέρχεται, ο λόγος σαρκούται και το χώμα, η φύση μας, αναλαμβάνεται, θεώνεται. Και το πιστεύουμε αυτό και το περιμένουμε να γίνει κάποτε, αλλά γίνεται από τώρα. Ήδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντός ο πονεμένος και σφαγμένος, ο τιμημένος με το να δεχτεί πολλές δοκιμασίες, νιώθει σαν άλλο σκαμμένο χωράφι που μπαίνει μέσα μια νωτίδα ουράνια, έτσι μπαίνει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και μέσα στο σώμα του ανθρώπου μια άλλη παράκληση θεϊκή και προχωρεί εις πάντας αρμούς, εις νεφρούς, εις καρδίαν.

Oπότε το θέμα, νομίζω, δεν είναι αν θα μπορέσουμε να κάνουμε μια ψεύτικη ερώτηση ή να δώσουμε μια ψεύτικη απάντηση σχετικά με τον θάνατο. Το θέμα είναι αν είναι δυνατόν να μπορούμε να κάνουμε υπομονή. Αυτό που λέει ο Κύριος, ότι το χωράφι το αγαθό, η γη η καλή είναι αυτοί που δέχονται το λόγο του Θεού και καρποφορούν εν υπομονή. Μπορούμε να κάνουμε υπομονή; Κάποιος γεωργός υπάρχει που φροντίζει για μας. Μπορούμε να περιμένουμε;

"Βρε παιδάκι μου, πεθαίνουμε"

Mα λέει κανείς: "βρε παιδάκι μου, πεθαίνουμε". Βλέπουμε στο Ευαγγέλιο ότι το άρρωστο παιδί που έφερε ο πατέρας, έπεσε κάτω ξερό σαν νεκρό και πολλοί άρχισαν να λένε πως πέθανε. Νομίζω ότι δεν έχει σημασία αν νομίζουμε εμείς ότι πεθάναμε, αν νομίζουν όλοι οι άλλοι ότι και εμείς πεθάναμε. Αυτό που έχει σημασία είναι να μένουμε κοντά στα πόδια κάποιου ο οποίος υπήρχε προτού τον κόσμον είναι, προτού υπάρξει ο κόσμος κι ο οποίος "τά πάντα διά τό πλήθος του ελέους του εξ ουκ όντων εις τό είναι παρήγαγε". Oπότε εάν τυχόν είσαι δίπλα σε Αυτόν, άσχετα αν είσαι πεθαμένος ή ζωντανός ελπίζεις και περιμένεις να έρθει η ζωή. Αλλά νομίζω ότι η ζωή έρχεται δια του θανάτου. Όπως ο σπόρος, εάν δεν πέσει στη γη να πεθάνει, μένει μόνος, έτσι και εμείς, αν δεν πονέσουμε θα μείνουμε μόνοι.

Το θέμα είναι το εξής: Ότι πολύ πονούμε και λίγο ζωογονούμαστε, πολύ υποφέρουμε και λίγο μπαίνουμε στη χαρά. Νομίζω ότι το μήνυμα το χαρούμενο του Χριστού είναι ότι μας δίνει τη δυνατότητα να περάσουμε τη ζωηφόρο νέκρωση. Όταν ζήτησαν δυο μαθητές να δοξαστούν και να καθίσει ο ένας εκ δεξιών και ένας εξ ευωνύμων, Αυτός είπε, όπως αναφέρεται στο Τριώδιο, ότι ο Κύριος δεν δίδει τέτοια πράγματα στους δικούς Του, υπόσχεται ποτήριο θανάτου. Το μεγάλο γεγονός είναι ότι μπορούμε να πεθάνουμε περιμένοντας. Όταν περνάμε την Γεσθημανή, δεν μπορούμε να μιλάμε. Τώρα το ότι μιλάμε σημαίνει ότι δεν περνάμε Γεσθημανή. Αλλά τι γίνεται; Τα χάνουμε. Μπορεί να τα χάσουμε, μπορεί να πέσουμε κάτω, μπορεί να μας εγκαταλείψει κάθε δύναμη σωματική, ψυχική, πνευματική. Το θέμα είναι αν μπορείς και ξερός να περιμένεις και να ευγνωμονείς. Κάποιος υπάρχει μέσα μας και δίπλα μας, που ιερουργεί διαφορετικά το μυστήριο της ζωής.

Θα μπορούσε εύκολα να μας πει ψεύτικα πράγματα, δεν θέλει. Θέλει να μας φέρει στην αιώνια ζωή. Και για να μπεις στην αιώνια ζωή πρέπει να περάσεις από τον θάνατο. Θα μπορούσε ο Χριστός, αν ήταν ταχυδακτυλουργός, να έκανε αυτό που ζήτησαν οι Εβραίοι, όταν έλεγαν "κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε". Θα μπορούσε να το κάνει. Δεν ήρθε για να εντυπωσιάσει. Κατέβηκε από τον Σταυρό νεκρός. Νεκρός για να νικήσει τον θάνατο για πάντα, για όλους μας.

Όποτε ένα πράγμα μπορούμε να πούμε ότι μπορούμε να πετύχουμε. Ότι υπάρχει μέσα μας ένας συγκεκριμένος δυναμισμός και δια του θανάτου, μέσα στη γη την καλή και αγαθή της Εκκλησίας, αυτός ο δυναμισμός εκρήγνυται και προχωρούμε σε άλλο τόπο, σε άλλο χώρο, όπου τα φοβερά τελεσιουργείται και τα πάντα λειτουργούν διαφορετικά. Αυτός ο άλλος χώρος και ο άλλος χρόνος είναι αυτός εδώ που ζούμε. Αν θα πάμε με πύραυλους στα αστέρια δεν αυξάνει ο χώρος της ζωής μας και η ελευθερία μας. Αν τυχόν παρατείνουμε τη ζωή μας με μεταμόσχευση καρδιάς δεν γευόμαστε της χάριτος της αιωνιότητος.

Σε μια στιγμή μπορεί να χωρέσει η αιωνιότης και μέσα σε ένα μικρό άγιο μαργαρίτη να χωρέσει όλος ο Χριστός. Ακριβώς γι' αυτό ο Κύριος ενώ έρχεται να μας φέρει τη χαρά , ενώ έρχεται να μας φέρει τη ζωή, λέει: "μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι κλαίοντες καί ουαί οι γελώντες". Ακριβώς γιατί θέλει να μας φέρει τον πραγματικό γέλωτα, την πραγματική χαρά και την αιώνια ζωή από σήμερα...

Η ψυχή μετά τον θάνατο

Τι γίνεται η ψυχή του ανθρώπου μετά τον θάνατο; Νομίζω δεν μπορούμε να τα λύσουμε και όλα τα προβλήματα. Ξέρετε, είναι πολύ μεγάλο δράμα να νομίζεις ότι έχεις λύσει τα προβλήματά σου. Επίσης, είναι άσχημο ένας δάσκαλος, όποιος από μας κάνει τον δάσκαλο, να δίδει απαντήσεις και να κλείνει τα θέματα. Στην πορεία προς Εμμαούς ο Κύριος κατ' αρχήν δίνει τη δυνατότητα στον άλλον να βγάλει τα απωθημένα του. Για να εκτονωθούν οι άνθρωποι, για να πουν το λογισμό τους, για να δείξουν την απογοήτευσή τους, για να φτάσουν στην απόγνωση. Λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο όπλο από την απόγνωση. Γιατί όταν κανείς απογοητευθεί από όλα τα εγκόσμια, όπως λέει κι ο άγιος Νικόδημος, όταν φτάσουμε στην απιστία για τον εαυτό μας τότε αρχίζει να αναδύεται μια άλλη πίστη και μια άλλη δύναμη να υπάρχει μέσα μας.

Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν θα πούμε μια κουβέντα σαν απάντηση. Μπορούμε να δεχτούμε τη χάρη του Θεού μέσα μας και να αναχθεί όλο το είναι μας σε ένα άλλο χώρο; Μπορούμε να ελπίζουμε στην ανάσταση των σωμάτων; Αυτό είναι που δίδει η Εκκλησία. Αυτό που έχει σημασία είναι όχι να λύνουμε τις απορίες μας με ένα τρόπο εγκυκλοπαιδικό, με τη λογική του κομπιούτερ, αλλά ει δυνατόν να μετανοούμε, να μπαίνουμε στην άλλη λογική, τη λογική της Εκκλησίας. Τότε καταλαβαίνουμε ότι όταν ο Χριστός φανερώνεται, κρύπτεται. Όταν γίνεται άφαντος φανερώνεται. Αυτό που λέει ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης: «ο Χριστός απαντά δι' ων αρνείται να απαντήσει». Αν, λοιπόν, δεν μπορούμε να ακούμε τη σιωπή Του, σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε τον λόγο Του. Αν τυχόν νομίζουμε ότι τον καταλαβαίνουμε, κάτι δεν πάει καλά μέσα μας.

Tο μεγάλο πράγμα είναι ότι υπάρχει η μητέρα μας Εκκλησία, μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας μέσα εκεί ώστε σιγά-σιγά να παίρνει αυτήν την άλλη λογική. Πρέπει με ταπείνωση να τρεφόμαστε από την στερεά τροφή που προσφέρει η Εκκλησία και τότε νομίζω ότι συνέχεια η καρδιά μας θα ευφραίνεται. Έχουμε ένα μεγάλο χρέος: δια της ταπεινώσεως και δια της υπομονής να δεχτούμε αυτά τα μεγάλα τα οποία τελεσιουργείται στον υπερώον τόπο τον λειτουργικό, για να μπορέσουμε και εμείς να καταλάβουμε τι είναι άνθρωπος, να χαρούμε τη ζωή μας και μετά χωρίς άλλα σχόλια να δώσουμε τη δυνατότητα και στους άλλους να χαρούν την ζωή τους.
Αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να νιώσουμε ότι η αγάπη "εκ του μή όντως εις τό είναι ημάς παρήγαγε" και εάν τυχόν υπομένομε, στο τέλος από τη δακιμασία βγαίνει μια χαρά και μια αγαλλίαση η οποία ξεπερνά όλες τις δοκιμασίες.

Μια στιγμή στον καθένα μας μπορεί να δημιουργηθούν διάφορες απορίες: Τι σημαίνει θάνατος, τι σημαίνει ανυπαρξία, μια στιγμή να νιώσουμε ότι όλα είναι άχρωμα και άοσμα, τότε τι να κάνουμε; Εγώ λέω ένα πράγμα: Να περιμένομε. Να περιμένομε πού; Μέσα στην Εκκλησία όπου νιώθεις ότι υπάρχει μία ζεστασιά και μία ευρυχωρία. Όπως λέμε το έμβρυο μένει μέσα στη μήτρα της μάνας του και επειδή μένει εκεί, συνέχεια αυξάνει. Έτσι και εμείς πρέπει να μένομε μέσα στη μήτρα της μητέρας μας Εκκλησίας, αυτό που λέμε μετά από την πορεία: "μείνον μεθ' ημών", μείνε μαζί μας και εμείς θα μείνουμε μαζί Σου. Άλλα σχόλια δεν θέλουμε πια. Εμείς θέλουμε να μείνουμε μαζί Σου. Αυτό μας φτάνει. Έχει μεγάλη σημασία να μείνουμε κάπου και να δούμε αυτό «το κάπου», το Ένα για το οποίο είμαστε και το οποίο μας εκκολάπτει. O πόνος έχει νόημα επειδή βρισκόμαστε στη μήτρα κάποιου που μας αγαπάει. Εκεί όποιος πολύ πονάει σημαίνει ότι είναι ηλεημένος και μπορεί να δεχτεί μεγάλα χαρίσματα.

Κλείνοντας, εγώ λέω ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος: Προσωπικά είμαι χαμένος αλλά σας λέω αδελφικά ότι ΜΠOΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ O ΑΝΘΡΩΠOΣ. Και αυτή η ζωή η απεριόριστη, η αιώνια που αρχίζει από τώρα ιερουργείται και υπάρχει στην Oρθόδοξη Εκκλησία, την μικρή την ελάχιστη και περιφρονημένη η οποία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η ελπίς πάντων των περάτων της γης...

Μη μου κάνετε άλλες ερωτήσεις, δώστε άλλες απαντήσεις. Εγώ θα σας πω μόνο αυτό: Κοιτάξτε, είμαστε χαμένοι, μπορεί εν στιγμή χρόνου να σταματήσει η καρδιά μας αλλά κάτι δεν σταματά, βρε παιδάκι μου, και εγώ θέλω από εκεί και πέρα να πάμε. Και από εκεί και πέρα πάμε με το σώμα και έρχεται η αγαλλίαση και η χάρη της θεότητας μέσα στο σώμα μας και αγιάζεται η ψυχή και το σώμα και ο τρόπος με τον οποίο ζούμε»
                                                                                     Σημείωση (Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Ένωση)

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Μια Ορθόδοξη Θεώρησι του Ανθρώπου κατά Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό


του Πανοσ. Αρχιμανδρίτου π. Βασιλείου,

Προηγουμένου Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους



Κάποιες στιγμές, όντας κανείς μόνος στο Άγιον Όρος, δηλαδή όντας μαζί με όλο τον κόσμο, καταλαβαίνει αυτό που είπε ο άσωτος υιός: “Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι…” (Λουκ. ιε’, 17). Πόσος πλούτος υπάρχει στην παράδοσί μας, πόση ελευθερία, πόση δυνατότητα να χαρούμε τη ζωή μας, κι από την άλλη μεριά εμείς πεινάμε και υποφέρουμε.
Στο Άγιον Όρος έρχονται πολλοί θρησκευόμενοι, που δεν νιώθουν τίποτε? κι έρχονται πολλοί άσχετοι, οι οποίοι συγκλονίζονται? κι έρχονται και πολιτικοί… Πολλοί θρησκευόμενοι εξ επαγγέλματος δεν καταλαβαίνουν? πολλοί ανήσυχοι συγκλονίζονται? οι περισσότεροι πολιτικοί δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Και λες: “Τι γίνεται με την Ελλάδα, τι γίνεται με την Ευρώπη;”… Έχει, λοιπόν, ένα χρέος μεγάλο, ο Έλληνας, σήμερα: το να είναι ορθόδοξος. Εκεί έχομε κάποιες δυνατότητες, που δεν έχουν οι άλλοι, και οφείλομε απλώς να είμαστε αυτό, που λέει η παράδοσί μας.

Θυμάμαι μία φορά, που είχα πάει στην Κρήτη, σ’ ένα χωριό, στα Ανώγεια, είχαν έλθει κάποιες γριές για εξομολόγησι, και όταν τέλειωσαν, μου λέει μια γριά μιαν ευχή: “Να χαίρεσαι τον σταυρό σου”. Μετά ήλθε μια άλλη γριά: “Να χαίρεσαι τον σταυρό σου”. Κι εγώ παραξενεύτηκα και λέω: “Μα τι είναι αυτή η ευχή;”. Και μου λένε: «Έτσι το λέμε εδώ. Για κάποιο γονιό, μάνα ή πατέρα, λέμε: “Να χαίρεσαι τα παιδιά σου”, γιατί η χαρά των γονιών είναι τα παιδιά τους. Όταν κανείς είναι παπάς του λέμε: “Να χαίρεσαι την ιεροσύνη σου”. Κι όταν κανείς είναι καλόγερος ή καλόγρια τού λέμε: “Να χαίρεσαι τον σταυρό σου”».

Αυτή η ευχή, “να χαίρεσαι το σταυρό σου”, νομίζω ότι είναι ένα πράγμα τόσο μεγάλο και τόσο βαθύ, που θυμίζει θεολογία του αγίου Μαξίμου του ομολογητού. Και λέω: “Πώς μπόρεσα, γεννημένος στην Κρήτη, να μεγαλώσω και να ζήσω ερήμην της Κρήτης και ερήμην της παραδόσεώς μας;”…Μας έχουν κάνει αλλοδαπούς στον τόπο μας…

Σας φέρνω σαν παράδειγμα τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό αυτόν τον ένα, τον μέγα, τον σίφουνα, ο οποίος κατέβηκε στο κήρυγμα μια στιγμή, που όλος ο κόσμος είχε απογοητευθή κι έσωσε τον ελληνισμό, εκείνη την περίοδο την δύσκολη, που χωριά ολόκληρα είχαν εξισλαμισθή. Ήταν ένας άνθρωπος απλός, αδύναμος, θα έλεγα δειλός, γι’ αυτό ήταν πάντολμος κι έλεγε: “Εγώ, αδελφοί μου, δεν είμαι ικανός, όχι να σας μιλήσω, αλλά ούτε να προσκυνήσω τα ποδάρια σας, γιατί βλέπω ότι είστε βαπτισμένοι και μυρωμένοι. Αλλ’ επειδή βρίσκεται το γένος μας σ’ αυτήν την ανάγκη, γι’ αυτό είπα να κατέβω κάτω και να πω μερικά λόγια ό,τι ξέρω”.

Έλεγε πάλι: “Κοιτάξτε, δεν έχω τίποτε δικό μου ένα ράσο έχω κι αυτό το έχω για σας όλα ό,τι έχω είναι για σας. Κι έχω ένα σκαμνί, στο οποίο πατώ επάνω και το σκαμνί αυτό, άλλοι το λένε θρόνο, άλλοι το λένε σκαμνί. Να σας πω τι είναι; Δεν είναι ούτε σκαμνί, ούτε θρόνος, αλλά είναι ο τάφος μου και μέσα από αυτόν τον τάφο μιλάει ο νεκρός εαυτός μου. Κι αν εγώ δεν μπορώ να σας πω τίποτε, με σώζει αυτός, που μπορεί να διδάξη όλη την οικουμένη, τους αρχιερείς, τους βασιλείς και όλο τον κόσμο”.

Εδώ φαίνεται η παρουσία του ανθρώπου δια της ορθοδόξου Εκκλησίας. Γιατί δεν ήταν ένας καλόγερος, αλλ’ ήταν ένας αληθινός άνθρωπος και δι’ αυτού μιλούσε όλη η Εκκλησία. Δεν έκανε αυτός νεωτερισμούς, δεν έλεγε εξυπνάδες, αλλά δι’ αυτού μίλησε όλη η παράδοσι. “Είμαι αδύνατος και ανίκανος να φιλήσω τα ποδάρια σας”, κι από την άλλη μεριά: “Ο νεκρός εαυτός μου μπορεί να διδάξη όλον τον κόσμο”. Αυτή είναι η δύναμι της πίστεως μας.

Επίσης έλεγε: “Εάν τυχόν κανείς αδίκησε κάποιον -είτε αυτός είναι ρωμιός, είτε είναι τούρκος, είτε είναι εβραίος, είτε είναι φράγκος- ό,τι πήρε, ό,τι έδωσε, να το γυρίση πίσω γιατί το άδικο δεν ευλογείται”. Βλέπετε ότι ήταν ξεκάθαρος και δεν έλεγε: “Κοιτάξτε, τώρα είναι μία περίοδος δύσκολη όλοι σας κλέβουν, κλέψτε κι εσείς”. Όχι. “Πρέπει να το γυρίσετε πίσω”. Και η εντιμότης του είναι που σώζει την όλη υπόθεσι.

Είναι αυτός, ο οποίος έλεγε: “Να μην έχετε όπλα? να τα δώσετε και να κάνετε υπακοή στους ζαπιτάδες (:χωροφύλακες). Και σ’ αυτούς που ζητούν τα δοσίματα, να δίνεται τα δοσίματα”. Κι έτσι και οι τούρκοι είπαν ότι αυτός είναι καλός άνθρωπος. Αλλ’ αυτός, που ήταν καλός, “τους έκλεισε το σπίτι”. Ακριβώς γιατί αυτός ο άνθρωπος, ο αληθινός, δεν είχε βάσανα, αλλά χάρηκε την ζωή του. Όπως είχε ειπή σ’ ένα χωριό: “Ήλθα εδώ πέρα και σας απήλαυσα”… Αυτό που είπε “σας απήλαυσα”, μου θυμίζει μία ευχή του Ευχελαίου, που λέει ο ιερεύς: “Ευχαριστώ” τον Θεόν, που προχώρησα στα ενδότερα του Θυσιαστηρίου του “απολαύσαι της Θείας Λειτουργίας”.

Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ζώντας στο Άγιον Όρος και νιώθοντας την δύναμι της πίστεώς μας, κάποια δύσκολη στιγμή βγήκε έξω κι έσωσε το γένος ολόκληρο. Κι ενώ ήταν τόσο ταπεινός και ένοιωθε ότι δεν μπορεί να φιλήση τα ποδάρια του άλλου, από την άλλη μεριά ένοιωθε ότι: “Κοιτάξτε, αυτά που σας λέω είναι λόγια του Θεού? αν κατέβαινε ο Θεός, θα σας έλεγε τα ίδια”, και: “Ο νεκρός εαυτός μου μπορεί να διδάξη όλον τον κόσμο”.

Έτσι όταν έφτασε η στιγμή του μαρτυρίου του († 1779), όταν τον πρόδωσαν οι εβραίοι, γιατί πολύ τους “χτύπαγε”, επειδή χαλούσαν την αργία της Κυριακής, εκείνος είπε: “Μη με δέσετε. Δεν αντιστέκομαι. Ο θάνατος μου είναι μέσα στο πρόγραμμα της ζωής μου”. Κι έτσι παρέδωσε το πνεύμα του και μπήκε στην αιωνιότητα, και μένει μαζί μας. Και όπου πέρασε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έχουν υψώσει έναν σταυρό, γιατί έπεσε ένα αστροπελέκι κι έχει διαλύσει τα πάντα, κι έχει αγιάσει τα πάντα…

Σήμερα όλοι βασανιζόμαστε, το καταλαβαίνω. Κι όταν λέμε “βασανιζόμαστε”, σημαίνει ότι έχομε μια υγεία μέσα μας. Βασανίζεται όλος ο κόσμος, αλλ’ ελευθερώνεται ζώντας μόνο μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι μακάριοι κι ευλογημένοι οι βασανισμένοι, γιατί υπάρχει δυνατότης να αναπαυθούν. Και είναι μακάριοι οι διψασμένοι, γιατί μπορούν να ξεδιψάσουν. Εάν δεν υπήρχε η ορθόδοξη Εκκλησία, εάν δεν υπήρχε η λογική κι η χάρις του αγίου Κοσμά του Αιτωλού και των Αγίων μας, θα ήμασταν καταδικασμένοι σ’ ένα βάσανο.

Προ καιρού ήμουν στην Αμερική, και μου έκανε εντύπωσι πόσο τα πράγματα είναι πλούσια, πόσο οι δρόμοι τεράστιοι, πόσο τα σπίτια σαν ζωγραφιά, με το σπίτι, το γρασίδι, τα δέντρα, τα αυτοκίνητα… Αλλ’ όταν είδα μερικούς ανθρώπους, ένοιωσα πως μέσα σ’ αυτή την τάξι και την καθαριότητα, εκεί που δεν λείπει τίποτε, λείπουν όλα. Και όλα μια στιγμή είναι άοσμα, άγευστα και άχρωμα, αφού μου είπαν κάποιοι ότι, ενώ τα είχαν όλα, δεν είχαν διάθεσι για ζωή και ήθελαν να “τελειώσουν”…

Βλέπει κανείς ότι αυτή η λογική, που έχομε πολλές φορές και λέμε “να ανεβάσωμε το βιοτικό επίπεδο, να μπούμε στην Ευρώπη για να έχωμε ένα νόμισμα, να είμαστε πλούσιοι, κτλ”, δεν βγάζει πουθενά. Γιατί ο άνθρωπος είναι κάτι το παράξενο, που δεν χορταίνει με τα πλούτη. Κι αν του λύσης όλα τα προβλήματα, ή νομίζεις ότι του τα λύσης, τότε είναι που μπήκες στο άλυτο πρόβλημα. Λ.χ. οι Σουηδοί, οι οποίοι έχουν ίσως το ανώτερο βιοτικό επίπεδο στην Ευρώπη, είναι αυτοί που αυτοκτονούν περισσότερο. Γιατί, ενώ νομίζουν ότι τα έχουν όλα, δεν έχουν τίποτε.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι ένα παράξενο ον, που όταν πλησιάση αυτόν τον παράδεισο τον κοσμικό, νοιώθει ότι δεν του λέει τίποτε. Ενώ αν κανείς έχη μέσα του τη φλόγα του Θεού, αν τυχόν θυσιάζεται για τον άλλον κι αν τυχόν ζει όπως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, κι αν έχη ταπείνωσι, τότε είναι μέσα στον παράδεισο. Τότε καμμιά επίθεσι, καμμιά κόλασι δεν μπορεί να τον βλάψη. Τότε συμβαίνει αυτό που λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι “αποκτά κανείς δυνατό στομάχι και χωνεύει κάθε μια τροφή”. Κάθε μια δυσκολία τού κάνει καλό και ο ίδιος ο θάνατος τού κάνει καλό.

Ο άνθρωπος, ξέρετε, ζητά την επιτυχία, ζητά την πρόοδο. Θέλει λ.χ. ένα παιδί να τελειώση το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο, να πάη στο πανεπιστήμιο και να προχωρήση. Εν συνεχεία αν τυχόν αξιωθή να πάρη και το βραβείο Νόμπελ, συνεχίζει να πεινά και να διψά για πρόοδο. Όπως λέει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: “Επιποθώ του πλείονος και πάντοτε στενάζω”. “Επιποθώ”, θέλω, ποθώ συνεχώς και περισσότερο, και διαρκώς στενάζω. Ο άνθρωπος -είτε πιστεύει, είτε δεν πιστεύει, αυτό είναι άλλο θέμα- έχει μέσα του την πνοή του Θεού. Και λέγει ο άγιος Συμεών, ότι “υπάρχει μια μικρή χαρά, που περιγελά τον θάνατο”. Κι αν τυχόν όλα τα κερδίσωμε και δεν κερδίσωμε εκείνη τη χαρά, που περιγελά τον θάνατο, τότε είμαστε εξ ίσου αποτυχημένοι, είτε είμαστε πλούσιοι, είτε φτωχοί, είτε γραμματισμένοι, είτε αγράμματοι.

Τώρα που μπαίνομε στην Ευρώπη, αυτό που δεν χρειάζεται να κάνωμε, γιατί είναι αμαρτία προς την παράδοσί μας και ταυτόχρονα αδικούμε και τους ευρωπαίους, είναι το να μιλάμε την γλώσσα και να έχωμε την λογική της Ευρώπης. Η Ευρώπη είναι πλούσια και ταυτόχρονα είναι πάρα πολύ φτωχή. Ο δυτικός πολιτισμός είναι πολύ προχωρημένος και ταυτόχρονα είναι μέγας επαρχιωτισμός. Μέσα εδώ στην παράδοσί μας υπάρχει κάτι, αν θέλετε κάτι το τρελλό, το μωρό -αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος: “Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός”- κάτι το φτωχό, κάτι το ανύπαρκτο, που τα διαλύει όλα και δίνει σημασία και αξία στον άνθρωπο.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει ότι ο καθένας είναι “εν σμικρώ Εκκλησία”. Γι’ αυτό εάν τυχόν εμείς διαβάσωμε τον βίο, την πολιτεία και τις διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τα καταλαβαίνομε, επειδή έχομε γεννηθή μέσα σ’ αυτήν την παράδοσι. Εάν τα διαβάση κάποιος άλλος, από αυτούς τους πλούσιους ευρωπαίους, που τυχαίνει να τα έχουν όλα και συγχρόνως να τους λείπουν όλα, δεν θα καταλάβη αυτή την λογική.

Γι’ αυτό, νομίζω, ότι το χρέος μας είναι να τραφούμε με αυτή την λογική, την ορθόδοξη, και να χαρούμε την ζωή μας, να χαρούμε τις δυσκολίες μας, να χαρούμε - αν θέλετε - τον θάνατόν μας, δηλαδή να γίνωμε σαν την χαρά που ξεπερνά τον θάνατο. Και μ’ αυτό τον τρόπο, νοιώθομε ότι πράγματι ο Θεός, “καλά λίαν εποίησε” τα πάντα. Και σ’ αυτή την περίπτωσι εξοφλούμε και το χρέος, που έχομε προς όλους? και προς τους ευρωπαίους και προς τους αμερικάνους, και προς τους πολιτισμένους και προς τους απολίτιστους, γιατί όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: “Έλλησί τε και βαρβάροις οφειλέτης ειμί”.

Σαν παράδειγμα σας φέρνω πάλι τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Ένας άνθρωπος μπορεί ν’ απολαύση την ζωή του, μόνο αν τυχόν αποφασίση να την θυσιάση για τους άλλους. Και να τυχόν αυτό γίνη, τότε από τώρα μπαίνει στην αιωνιότητα και μπορεί να καταλάβη τι σημαίνει ότι “ο Θεός είναι Τριαδικός, ότι είναι τρία πρόσωπα και συγχρόνως είναι ένας Θεός”. Και μπορεί να καταλάβη τι σημαίνει, ότι “η ενότης της Εκκλησίας είναι η ενότης η Τριαδική, η οποία ιερουργείτε μέσα εδώ”. Μπορεί να καταλάβη τι σημαίνει, ότι “ο άλλος είναι ο εαυτός μου”. Ενώ αντίθετα, εάν τυχόν εγώ φροντίζω μόνο για τον εαυτό μου, τότε πνίγω τον εαυτό μου, γιατί τον χωρίζω από τους άλλους.

Γι’ αυτό λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ότι “μπορεί να είναι εικόνα του Θεού κάθε ένας άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα όλο το ανθρώπινο γένος είναι μία εικόνα του Θεού”. Και γι’ αυτό: “Εις άνθρωπος κατονομάσει το παν”. Ένας άνθρωπος είναι ολόκληρο το γένος, ο κάθε άνθρωπος είναι ολόκληρη η Εκκλησία. Κι αν τυχόν κανείς ζη με το παράδειγμα του άγιου Κοσμά του Αιτωλού, τότε νοιώθει ότι, όντας ελάχιστος και μη όντας άξιος να φιλήση τα πόδια του άλλου, ταυτόχρονα είναι μεγάλος και δυνατός, γιατί ο νεκρός εαυτός του μπορεί να κηρύξη και να διδάξη όλον τον κόσμο. Οπότε, αυτός ο συνδυασμός της αδυναμίας και της δυνάμεως, της ησυχίας, θα έλεγα, το να μείνω μόνος και να είμαι μαζί με όλους τους άλλους, είναι ένα δώρο που δίνει η ορθόδοξη Εκκλησία.

Θυμάμαι μία γριάν ελληνίδα, από την Κωνσταντινούπολι, στην Μασσαλία. Δούλευε σ’ ένα εστιατόριο. Εγέρασε και πήρε σύνταξι κι έμενε στο σπίτι της. Κάποτε μου είπε: «Πολλοί με λυπούνται τώρα και μου λένε: “Κυρά-Κατίνα, τι κάνεις τώρα μόνη σου;” Αλλ’ εγώ θέλω να σας πω ότι, τώρα που είμαι μόνη μου, περνώ την καλύτερη περίοδο της ζωής μου, γιατί συνέχεια λέω την ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με”, και ταυτόχρονα διαβάζω βίους αγίων».

Έτσι βλέπομε, από την μια μεριά, έναν που τα έχει όλα, (σπίτια τέλεια, αυτοκίνητα της τελευταίας τεχνολογίας, κτλ.), και να μην έχη όρεξι να ζήσει. Και από την άλλη, την κυρά-Κατίνα, από την Κωνσταντινούπολι διωγμένη, να έχη πεθάνει ο άντρας της, να μένη μόνη σ’ ένα δωματιάκι και να νοιώθη ότι βρίσκεται μέσα στον παράδεισο. Αυτό είναι που χαρίζει η ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλαδή, όχι μόνο μπορεί κανείς να χαρή ευαίσθητα και σωστά τις ευλογίες της ζωής, αλλ’ είναι δυνατόν να έχη μέσα του αυτήν την ευαισθησία και την χαρά, η οποία περιγελά τον θάνατο και η οποία κάνει τις δυσκολίες, τα γεράματα και τον θάνατο, μεγάλη ευλογία…
                                                        Η υψοποιός ταπείνωση

        Του μοναχού Μωυσή του Αγιορείτη

Βρίσκομαι πλησίον σας για να σας μιλήσω για την υψοποιό ταπείνωση, την υψηλότατη και αγιώτατη αυτή μακαρία αρετή. Ο όσιος Ιωάννης, ο συγγραφέας της περίφημης Κλίμακος, τη θέτει στο εικοστό πέμπτο σκαλοπάτι της σκάλας του με τα τριάντα σκαλοπάτια. Και σημειώνει πως εκείνος που θέλει να γράφει σωστά και καθώς πρέπει, με σαφήνεια και αλήθεια τι είναι, τι χάρη και τι ηδύτητα, τι δύναμη και ενέργεια και ωφέλεια προξενεί η αγία ταπείνωση στην ψυχή των πιστών επιχειρεί αδύνατα πράγματα. Κι αν έτσι μιλά ένας όσιος, όπου επί σαράντα έτη ασκήθηκε σ’ ένα σπήλαιο του θεοβάδιστου όρους Σινά, τι να πούμε εμείς;

Ελπίζοντες στη βοήθεια του Κυρίου και των Αγίων Πατέρων θα κάνουμε αρχή του λόγου μας, αφού τονίσουμε πως οι Άγιοι Πατέρες θα είναι οι κύριοι οδηγοί μας στην ερμηνεία. Κατανόηση και εμβάθυνση της θεοποιού αυτής αρετής στη ζωή μας. Ο ίδιος ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος έκανε σύναξη Γερόντων της ερήμου για να του εξηγήσουν τι σημαίνει ταπείνωση. Τότε πήρε ο καθένας τον λόγο και με σεμνότητα και βαθύτητα κατέθετε τη βιωματική εμπειρία του. Ο ένας είπε: Ταπείνωση είναι να λησμονά κανείς τα καλά του έργα και να μην τα θυμάται και υπερηφανεύεται. Άλλος είπε: Ταπείνωση είναι να θεωρεί κανείς τον εαυτό του τον πιο τελευταίο και τον πιο αμαρτωλό από όλους. Άλλος είπε: Ταπείνωση είναι να βρίσκεται κανείς συνεχώς με ψυχή κατανενυγμένη και συντετριμένη και ν’ απαρνείται πάντα το θέλημά του. Και άλλοι είπαν άλλα σπουδαία και σημαντικά. Τέλος ο Θεοφόρος όσιος Ιωάννης είπε τα εξής καταπληκτικά: Ταπείνωση είναι μια χάρη της ψυχής ανώνυμη και άγνωστη σ’ εκείνους που δεν την στοχάσθηκαν, ούτε την προτίμησαν πιο πολύ κι από κάθε πολύτιμο πράγμα, ούτε την κέρδισαν. Επώνυμη είναι μόνο σ’ εκείνους που την αγάπησαν και με πολύ πόθο και προθυμία την κέρδισαν και τη δοκίμασαν και γνώρισαν την έλλαμψη και τον φωτισμό της στις καρδιές τους. Η ταπείνωση είναι πλούτος μεγάλος και ανεκδιήγητος, ένα θείο όνομα και ουράνιο χάρισμα.

Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος συνεχώς την αναφέρει στους λόγους του: Η ταπείνωση είναι στολή της Θεότητος, επειδή ο Υιός και Λόγος του Θεού, όταν έγινε άνθρωπος, αυτή φόρεσε, και συναναστράφηκε μαζί μας. Και κάθε άνθρωπος που θα την φορέσει, αληθινά μοιάζει μ’ Εκείνον, που κατέβηκε από το δικό του ύψος και σκέπασε τη δική του δόξα και μεγαλωσύνη με την ταπείνωση. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει: Ταπεινοφροσύνη είναι να θεωρεί κανείς όλους τους ανθρώπους ανώτερούς του. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: Ταπεινοφροσύνη είναι να είναι κανείς μεγάλος και να ταπεινώνει τον εαυτό του. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει: Η ταπεινή γνώση του εαυτού μας πρέπει να τιμάται περισσότερο από το ύψος όλων των επιστημών και είναι ανώτερη από το να κάνουμε θαύματα. Δεν θα έφθανε όμως πολύς ακόμη χρόνος στο να ορίσουμε μόνο την ταπείνωση. Ίσως στην πορεία μας δυνηθούμε να εμβαθύνουμε περισσότερο σε αυτή.

Επιτρέψτε μου όμως σας παρακαλώ να σας διαβάσω ένα απόσπασμα από μια επιστολή ενός νέου, που είναι ενδεικτική της ψυχικής καταστάσεως της ανειρήνευτης κι αταπείνωτης νεολαίας της εποχής μας, που όμως αναζητά τη λύτρωση:

Δίνω για δεύτερη φορά εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο και δεν περνώ. Οι γονείς μου μου φωνάζουν, τ’ αδέλφια μου με κοροϊδεύουν, οι φίλοι μου δεν με ξεκουράζουν. Δεν μπορώ να ησυχάσω πουθενά, οι θόρυβοι με τρελαίνουν. Δεν μπορώ να διαβάσω εφημερίδα, τα περιοδικά τα βρίσκω τόσο ανιαρά και την τηλεόραση σύντομα την αφήνω. Σκέπτομαι να γυρίσω στο χωριό μας, μα το βρίσκω δύσκολο. Τα παιδικά μου χρόνια όσο δύσκολα κι αν ήταν, ήταν πάντως όμορφα. Βαριέμαι πολύ, κουράζομαι εύκολα, έχω γίνει νευρικός, παραπονιάρης, με κυριεύει η πλήξη, η μονοτονία, η μοναξιά. Το Άγιον Όρος το θυμάμαι με δάκρυα. Κυρίως την απλότητα, τη χάρη και την ταπείνωση των μοναχών…

Πόσοι νέοι δεν θα επανελάμβαναν με μικρές παραλλαγές την, αν μη τι άλλο, συμπαθή αυτή φωνή; Για όλους αυτούς η Εκκλησία έχει κρατημένες θέσεις. Αναμένει προσκαλώντας στο πασχαλινό τραπέζι της για να ευφράνει τους πάντες. Ας ταπεινωθούμε ειλικρινά ενώπιον του Κυρίου, όπου είναι το πρώτο δικό μας βήμα, κι από εκεί είναι όλα εύκολα. Βεβαίως ο άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής την ταπείνωση ονομάζει αρετή δυσκολοκατόρθωτη, ίσως γιατί η αμέλεια και η ροπή της εύκολης ζωής μας δυσκολεύει να ξεκινήσουμε έναν αγώνα πνευματικό που θέλει ανδρεία για μάχες συνεχείς με το υπερφίαλο «εγώ».

Η παράβαση του πρώτου ανθρώπου της γης στο θείο θέλημα είναι πράξη αταπείνωτου φρονήματος, παρακοής στην πατρική εντολή, υπερηφάνειας μεγάλης. Θέλησε να γίνει Θεός κι έχασε και αυτό που ήταν. Οι συνέπειες της πτώσεώς του υπήρξαν οδυνηρές και τραγικές τόσο για τον ίδιο όσο και για το ανθρώπινο γένος. Ο πρωτόπλαστος αυτοϋποβιβάσθηκε ξαφνικά, έγινε ξένος της φιλανθρωπίας του Θεού, γιατί παραδόθηκε στην τυραννία της υπερηφάνειας. Εδώ είναι η αρχή των κακών του κόσμου, η ασθένεια που μετέδωσε ο δαίμονας στον άνθρωπο. Τον έκανε από υπάκουο ανυπάκουο, από ταπεινό θρασύ, αυθάδη, αναίσχυντο. Γιατί, κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος, η υπερηφάνεια είναι άρνηση Θεού, πρόξενος πτώσεων, πηγή θυμού, θύρα υποκρίσεως, απόδειξη ακαρπίας, ρίζα βλασφημίας. Είναι γεγονός πως οι πρωτόπλαστοι δεν έχασαν τον παράδεισο γιατί αμάρτησαν, αλλά γιατί δικαιολογήθηκαν. Και η δικαιολογία πηγή έχει την υπερηφάνεια. Αν ταπεινωνόταν ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού θα ήταν ασφαλώς άλλη η πορεία του.

Ο Πανάγαθος Θεός μπροστά στην απρόσμενη σκληρότητα του πλάσματός του αναγκάζεται να γίνει αυστηρός. Η εκδίωξη από τον παράδεισο, ο κόπος, ο μόχθος, ο πόνος, οι θλίψεις και ο θάνατος, που εισέρχονται στη ζωή των πρωτόπλαστων, σκοπό έχουν όχι την εκδίκηση και την τιμωρία, αλλά την βοήθεια στο να μαλαχθεί η πέτρινη καρδιά και να ταπεινωθεί ενώπιον του Θεού, ο αντάρτης, ο επαναστάτης, ο αμαρτωλός άνθρωπος. Κι ενώ μας φαίνονται οι δυσκολίες βλαπτικές, εντούτοις μέσα από αυτές διορθώνεται ο άνθρωπος, ωφελείται και ταπεινώνεται περισσότερο, πράγμα που είναι και το πιο χρήσιμο για την ψυχή. Εδώ γίνεται φανερή η σοφία και η αγαθότητα του Θεού. Είναι ανάγκη λοιπόν να πειρασθούμε για να βοηθηθούμε. Υπάρχει όμως και η περίπτωση - και δεν είναι δυστυχώς σπάνια – να μην εκμεταλλευτούμε τις θλίψεις και μάλιστα να σκληρύνουμε περισσότερο. Τότε, λέγει ο αββάς Ισαάκ, οι θλίψεις θα γίνουν σφοδρές και πολλές και από τη μία θα παραδοθούμε στην άλλη, μέχρι να ταπεινωθούμε, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, να αισθανθούμε τα λάθη μας και να εξομολογηθούμε.

Είναι αλήθεια, αδελφοί μου, πως ό,τι μας συμβαίνει στη ζωή μας δεν είναι τυχαίο, δεν είναι μακριά από το μάτι του Θεού. Έτσι αν δείτε κάποιον να σας προσβάλει, να σας εξευτελίζει ή να σας βρίζει, μη θυμώσετε αμέσως μαζί του. Ψάξτε μέσα σας και θα βρείτε να φυτρώνει η τσουκνίδα της υπερηφάνειας. Ο Θεός λοιπόν μας στέλνει τους υβριστές μας για να μας κάνει προσεκτικούς ενδοσκόπους και να προλάβουμε το κακό που φυτρώνει και φουντώνει μέσα μας. Έτσι λέγουν οι Πατέρες στο Άγιον Όρος. Η εμπειρία τους δεν λαθεύει εύκολα.

Η ολόθερμη υποταγή του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού αποτελεί θα λέγαμε το περιεχόμενο της ταπεινώσεως. Προκοπή της ψυχής, κατά τον Μέγα Βασίλειο, είναι προκοπή στην ταπείνωση. Γνώση θεοσεβείας σημαίνει γνώση ταπεινώσεως. Η ταπείνωση είναι μίμηση Χριστού.

Χρειάζεται να έχουμε ορθό φρόνημα για τον εαυτό μας. Να έχουμε δηλαδή ορθοφροσύνη για μην οδηγηθούμε στην παραφροσύνη. Να γνωρίζουμε τις δυνατότητες, τα μέτρα μας, τη μικρότητα και την αδυναμία μας. Ο φιλόδοξος, ο επαινοθήρας, ο αυτοδιαφημιζόμενος, αυτός που αγαπά τις κολακείες, τις πρωτοκαθεδρίες και τις τιμές, πάσχει συνεχώς και ταλαιπωρείται. Θέλει να είναι το κέντρο των συζητήσεων, να ζητούν τη γνώμη του, να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Είναι καθαρή η διανοητική του διαταραχή, η υψηλοφροσύνη του τον φρεναπατά, τον κάνει εξωπραγματικό και κάποτε εξωφρενικό. Είναι γεγονός πως η υπερηφάνεια είναι η αρχή όλων των φοβερών ψυχικών ασθενειών. Βεβαίως οι μεγάλοι έχουν μεγαλύτερη ευκολία στο να πέσουν στην υπερηφάνεια, όχι όμως ότι και οι μικροί στερούνται του ολισθήματος και γίνονται τότε πιο καταγέλαστοι των μεγάλων.

Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η ταπείνωση είναι κατάσταση της ψυχής συνεχής και μόνιμη, η οποία μάλιστα αυξάνει με τον χρόνο και τελειοποιείται, δοκιμάζεται και κρίνεται από τις περιστάσεις κι εκεί φαίνεται η καθαρότητα και η εγκυρότητά της. Μη νομίσει κανείς, μη ξεγελάσει ποτέ τον εαυτό του, πως επειδή έκανε μια ταπεινή πράξη ή κάνει μερικές πράξεις ταπεινές ή έχει λογισμούς ταπεινούς πως απέκτησε και την ταπείνωση στην καρδιά του.

Εντός πάντα της μυστηριακής χάρης της Εκκλησίας ο πιστός καλείται να προσλάβει την αρετή, όχι σαν απλό κόσμημα και κάποια δύναμη, αλλά με σκοπό να οδηγηθεί στην ταπείνωση, που θα τον κάνει δεκτικό της θείας χάριτος.

Επίσης χρειάζεται κανείς να είναι αρκετά προσεκτικός στο να μην η ταπείνωσή του περιπέσει στην επικίνδυνη ταπεινοσχημία και την πλανερή ταπεινολογία, που είναι εκδηλώσεις του αφελή υπερήφανου και του πονηρού φίλαυτου. Οι έλεγχοι δοκιμάζουν την ταπείνωσή μας. Ο ταπεινός λυπάται στους επαίνους και χαίρεται στην περιφρόνηση και μένει ατάραχος όταν τον αδικούν. Αλλά η τελειότητα αυτής της ταπεινώσεως δεν κατορθώνεται αμέσως, υπάρχουν στάδια και βαθμίδες, τα οποία προσεκτικά και υπομονετικά καλείται να περάσει κάθε φιλόθεη ψυχή που ποθεί τη σωτηρία της.

Οι εκδηλώσεις μας φανερώνουν την ποιότητα της καταστάσεώς μας. Ένας άνθρωπος που εύκολα θυμώνει, οργίζεται, ταράζεται, φοβάται, άγχεται είναι ακόμη πολύ μακριά από την αοργησία, την υπομονετικότητα, την αταραξία, την ηρεμία και την αφοβία της ταπεινώσεως. Η ζωή μας η ίδια να είναι λοιπόν σημείο αναφοράς του ζώντος Χριστού, του ταπεινού και πράου, που ζει εντός μας. Τότε περιττεύουν και οι περί ταπεινώσεως λόγοι των φλύαρων υπερηφάνων, των ανάξιων και ανίκανων αυτών χριστιανών, και οι ταπεινοσχημίες των ίδιων κενών ανθρώπων, που είναι σίγουρα η χειρότερη μορφή της υπερηφάνειας, κατά τον θείο Χρυσόστομο.

Εδώ είναι ανάγκη να τονισθεί πως όλοι οι σύγχρονοι αιρετικοί ως ακόλουθοι των παλαιοτέρων ομοίων τους παρουσιάζουν βίο πολύ ταπεινό και καθαρό, που πολύ βεβαίως απέχει της αληθινής ταπεινώσεως. Σκοπό έχουν με την επιτηδευμένη ταπεινοσχημία τους, την προς «το θεαθήναι τοις ανθρώποις» να παρασύρουν κι άλλους στην ψευδοδιδασκαλία τους. Όλοι οι αιρετικοί των αιώνων με το πρόσχημα της ταπεινοφροσύνης και της ακρίβειας δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να ικανοποιούν τον εγωισμό τους και το θέλημά τους. Το αυτό συμβαίνει και στις ημέρες μας από τους ανειλικρινείς ερμηνευτές των θείων Γραφών.

Πώς όμως θ’ αποκτήσουμε τη μακαρία ταπείνωση και πώς θα ευαισθητοποιήσουμε τις καρδιές μας για την υποδοχή της; Χρειάζεται ευθύς αμέσως να πούμε πως πρέπει να παραμερισθεί η πολλή νωθρότητά μας, ν’ αποκτήσουμε πίστη, ελπίδα κι εμπιστοσύνη στον Θεό, να ζητήσουμε τις πρεσβείες των αγίων, όλων αυτών που είχαν μόνιμο και ασφαλές κτήμα τους την ταπείνωση και με πνεύμα αγωνιστικότητος, διακριτικότητος και θυσίας να προχωρήσουμε.

Ας αφήσουμε πάλι να μιλήσουν αντί για μας τους αδαείς οι άγιοι και θεοφώτιστοι πατέρες μας. Ο Μέγα Βασίλειος λέγει πως ο βίος του Χριστού είναι η καλύτερη διδαχή ταπεινώσεως. Επίσης μάθηση ταπεινώσεως δίνει στην ψυχή η μνήμη του θανάτου. Τότε θέλοντας και μη η υπερηφάνεια του θνητού και περαστικού από αυτή τη ζωή ανθρώπου χαμηλώνει, ταπεινώνεται.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που κατά το απολυτίκιό του, ο βίος του μας «υπέδειξε το ύψος της ταπεινοφροσύνης», θεωρεί τους ελέγχους που μας γίνονται από τους άλλους μεγάλο καλό για την πνευματική μας προκοπή. Ακόμη το να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας δεν μας αφήνει να υπερηφανευτούμε. Συντελεστικό της ταπεινώσεως ο άγιος πατήρ αναφέρει και τη νηστεία.

Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος στους ασκητικούς του λόγους υποδεικνύει όχι μόνο στους μοναχούς προς τον Γέροντα τους αλλά και σε όλους προς όλους να τρέφουν πρόθυμη υπακοή, η οποία ασφαλώς οδηγεί στην ταπείνωση. Περιττό να πούμε πως η προς όλους υπακοή δεν σημαίνει παρακοή στο θέλημα του Κυρίου.

Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος αφιερώνει πολλές σελίδες των έργων του στην αρετή της ταπεινώσεως. Μεταξύ των άλλων αναφέρει πως η αρετή αυτή θ’ αποκτηθεί με την εκούσια πενία, τη σεμνότητα και υποχωρητικότητα, τη συναναστροφή με ταπεινούς, την ενθύμηση των λαθών μας, το να επισκεπτόμαστε και να υπηρετούμε ασθενείς και ανήμπορους. Και όταν με τη βοήθεια του Θεού αποκτήσουμε την ταπείνωση δεν θα θέλουμε να την αποχωριστούμε, γιατί μια απερίγραπτη γαλήνη θα έχει καταλάβει την ψυχή, μια λαμπερή καθαρότητα το νου και μια ελευθεροποιός μακαριότητα όλη τη ζωή μας.

Όλοι οι πατέρες της ερήμου συμφωνούν πως η αυτομεμψία είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους όχι μόνο στο να οδηγηθούμε στην ταπείνωση, αλλά και στο να τη διατηρήσουμε. Χρειάζεται όμως και εδώ να γίνει ο τρόπος αυτός με ιδιαίτερη προσοχή και διάκριση. Ο αββάς Μάρκος λέγει πως οι πνευματικοί άνθρωποι και όταν τους αδικούν, τους εαυτούς τους μέμφονται, γιατί θεωρούν πως κι αυτοί παλαιότερα σε κάτι έφταιξαν και καλύτερα που τα πληρώνουν τώρα. Και ο Ντοστογιέφσκυ θα πει πως ο κόσμος είναι κακός, γιατί εγώ είμαι κακός. Ας επαναλάβουμε πως η αυτομεμψία δεν έχει καμία σχέση με την ανόητη ταπεινολογία. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Γιατί, κατά τον αββά Βαρσανούφιο, η αυτομεμψία είναι μυστική, εσωτερική και κρυφή κυρίως εργασία, ενώ η ταπεινολογία είναι εξωτερική και προκαλεί κενοδοξία. Η αυτομεμψία θεραπεύει, η ταπεινολογία τον άρρωστο τον κάνει πιο άρρωστο.
ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΡΟΣΤΩΦ ΠΕΡΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ
«Υπομονής έχετε χρείαν, ίνα το θέλημα του Θεού ποιήσαντες κομίσησθε την επαγγελίαν» (Εβρ. 10. 36). Αυτοί που υπομένουν αγόγγυστα και με καρτερία τα πάντα, μένουν πιστοί στο θέλημα του Θεού. Κι αυτοί που μένουν πιστοί στο θέλημα του Θεού, θα πάρουν την αμοιβή που υποσχέθηκε Εκείνος: τη βασιλεία των ουρανών. Γιʼ αυτό κι εσύ «μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν... Μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες· προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων· μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή· γέγραπται γαρ· εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ρωμ. 12. 21, 17, 19). Στον Κύριο ανήκει η κρίσις και η καταδίκη όσων σε αδικούν. Σε σένα η καλωσύνη και η μακροθυμία. Στον Κύριο ανήκει η τιμωρία και η πάταξις του κακού. Σε σένα η ανεξικακία και η υπομονή. Η υπομονή στις δοκιμασίες είναι ένα ασφαλές μέσο για να ενωθούμε με τον Θεό. Όσο ο γογγυσμός, χωρίζει από τον Θεό, τόσο η υπομονή σφυρηλατεί την ενότητα μας μαζί Του. Αν λοιπόν υπομένης μʼ ευγνωμοσύνη όλες τις δοκιμασίες για χάρι Του, θα σου ανταποδώση την αιώνια μακαριότητα. Μέσω της θλίψεως και της υπομονής εισέρχεσαι στον χώρο της αληθινής γνώσεως και καθαρίζεσαι από το πλήθος των αμαρτιών σου. Πρόσεχε ωστόσο να μην εκθέτης θεληματικά τον εαυτό σου σε κινδύνους. Να προσεύχεσαι στον Κύριο με τα λόγια της προσευχής που Εκείνος δίδαξε: «Μη εισενέγκης με εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι με από του πονηρού»! Μην επιδιώκης εσύ τις δοκιμασίες, για νʼ ασκηθής τάχα στην υπομονή. «Μη δώης εις σάλον τον πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε» (Ψαλμ. 120.3). Μην εκτίθεσαι ο ίδιος σε κινδύνους και πειρασμούς. Να είσαι όμως πάντα έτοιμος να υπομείνης με ευγνωμοσύνη όσους θα παραχωρήση ο Θεός. Ο ίδιος ο Κύριος μας διδάσκει με το παράδειγμα Του. Όταν πριν από το πάθος προσευχόταν στον Πατέρα Του, έλεγε: «Πάτερ μου, ει δυνατόν έστι, παρελθέτω απʼ εμού το ποτήριον τούτο». Θυμήσου ακόμη πόσες φορές φυλαγόταν από τους Ιουδαίους και τους ξέφευγε, ή προφυλασσόταν από τους κινδύνους που τον απειλούσαν. Ήταν όμως έτοιμος πάντα να υποταχθή στο θέλημα του Πατρός: «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλʼ ως συ» (Ματθ. 26. 39). Ο λόγος για την υπομονή δεν τελειώνει εύκολα. Θυμάται πάλι τους λόγους του Κυρίου: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» (Λουκ. 21. 19). «ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται.» (Ματθ. 10. 22) Αλλά και στο διάστημα της επιγείου ζωής Του ο Κύριος έγινε για μας πρότυπο υπομονής, μακροθυμίας και ανεξικακίας· «ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Αʼ Πετρ. 2. 23). Υπόμεινε κι εσύ με χαρά τα πάντα, για νʼ ακούσης τη φωνή Του να λέη: «Ότι ετήρησας τον λόγον της υπομονής μου, καγώ σε τηρήσω εκ της ώρας του πειρασμού της μελλούσης έρχεσθαι επί της οικουμένης όλης, πειράσαι τους κατοικούντας επί της γης» (Αποκ. 3. 10). «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεως μου» (Ψαλμ. 39. 1). Ο Κύριος δέχεται σαν θυσία ευάρεστη την ανδρεία υπομονή, ενώ αποστρέφει το πρόσωπο Του από τη μικροψυχία. Οι άνθρωποι της υπομονής ακολουθούν πιστά τα ίχνη Του, οι δειλοί και οι μικρόψυχοι απομακρύνονται από κοντά Του· «πολλοί απήλθον εκ των μαθητών αυτού εις τα οπίσω και ουκέτι μετʼ αυτού περιεπάτουν» (Ιω. 6. 66) Ποιός τραυματισμένος θεράπευσε ποτέ την πληγή του χωρίς υπομονή στον πόνο και στα θεραπευτικά μέσα του γιατρού; Ποιός μπορεί νʼ ακολουθήση πίσω από τον Χριστό χωρίς να σηκώση στους ώμους τον σταυρό της υπομονής; Κανένας. Όλοι όσοι Τον ακολούθησαν και Τον ακολουθούν ήταν και είναι έτοιμοι νʼ αντιμετωπίσουν με υπομονή τις δοκιμασίες που οπωσδήποτε θα τους βρουν, καθώς τονίζει και ο σοφός Σειράχ,: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν» (2.1) «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. 16. 24). Τί μας λέει μʼ αυτά τα λόγια Του ο Κύριος; «Ότι όποιος θέλει να βαδίση στα ίχνη Του πρέπει πρώτα νʼ αρνηθή τον εαυτό του, δηλαδή τη φιλαυτία του και το θέλημα του, έπειτα να σηκώση τον σταυρό του, σταυρό υπομονής και ανδρείας, και τέλος να Τον ακολουθήση. Αγωνίσου να παραμείνης χωρίς μεταπτώσεις σε κατάστασιν πνευματικής εγρηγόρσεως, υπομονής και ανδρείας, γιατί μόνο έτσι θα καταβάλης τον νοητό Αμαλήκ που επιβουλεύεται την ψυχή σου, θʼ απαλλαγής από βάσανα και θλίψεις και θʼ αξιωθής των αιωνίων αγαθών, όταν θα επανέλθη ο Κύριος για να κρίνη τον κόσμο. «Ουαί υμίν τοις απολωλεκόσι την υπομονήν· και τί ποιήσετε όταν επισκέπτηται ο Κύριος;» (Σοφ. Σειράχ 2. 14).

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ

Ενα απο τα συγχονα ζητήματα που έχει να μελετήσει η βιοηθική είναι η μεταμοσχευσείς ανθρωπινών οργάνων. Το θέμα της μεταμόσχευσης ανθρωπινών οργάνων είναι ένα πολυδιάστατο και άκρως επικίνδυνο πρόβλημα της Βιοηθικής, το οποίο τον τελευταίο καιρό έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις. Οι αμφιλεγόμενες γνώμες και οι έντονες διαμάχες των ειδικών ιατρών, νομικών, ψυχολόγων και θεολόγων καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Τα δύο βασικά προβλήματα που θα έπρεπε η κάθε θρησκεία να ξεπεράσει προκει¬μένου να συναινέσει στην δωρεά σώματος και τις μεταμοσχεύσεις είναι αφ’ ενός μεν το κατά πόσον οι νέες αυτές χειρουργικές πρακτικές τραυματίζουν τον σεβασμό προς το σώμα.

Οι περισσότερες θρησκείες, παρά τις ποικίλλουσες ευαισθησίες τους στα θέματα του σώματος και του θανάτου και την δυσκολία τους άνευ όρων να αποδεχθούν το επιστημονικό τόλμημα ή απερίφραστα να υιοθετήσουν την διείσδυση της επιστήμης στην μεταφυσική, διαβλέποντας μια έντονη έκφραση ανθρώπινης αγάπης και αλλη¬λεγγύης γενικώς αποδέχονται την ιδέα και την πρακτική των μεταμοσχεύσεων.

Παρά ταύτα το γεγονός του θανάτου εκτός από τον καθαρά ιατρικό χαρακτήρα του έχει έντονα συναισθηματική, προσωπική και μεταφυσική διάσταση που ιδιαίτερα αφορά τις θρησκείες. Για τον λόγο αυτόν και συχνά στον προσδιορισμό του παρεμ¬βάλλονται λόγοι συνειδήσεως. Το 1996, έγινε στο Colorado των ΗΠΑ έγινε μία έρευνα μεταξύ 183 θρησκευτικών ηγετών, κληρικών, νοσοκομειακών ιερέων και ιεροσπουδαστών σχετικά με την δωρεά οργάνων. Στην έρευνα αυτή σχεδόν όλοι συνενεσαν.

Αυτό που κατά κύριο λόγο διευκολύνει τις θρησκευτικές συνειδήσεις να ξεπε¬ράσουν τους δισταγμούς τους στα παραπάνω θέματα, είναι η αξιοποίηση της ελεύθερης συνείδησης και η καλλιέργεια της αγάπης. Αν δηλαδή κάποιος έχει συνειδητά συναινέ¬σει στην δωρεά των οργάνων του σώματός του και επί πλέον επικαλείται λόγους αγάπης και συναλληλίας, τότε αυτά θεωρούνται ισχυρός λόγος για να ξεπερασθεί κάθε συν¬ειδησιακή αναστολή στο θέμα της δωρεάς οργάνων.

Οι ενέργειες του ανθρώπου κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: στις κατά φύσιν ενέργειες, στις παρά φύσιν και τις υπέρ φύσιν. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι γνωστό και επαναλαμβάνεται εδώ, ότι η ψυχή έχει κέντρο την καρδιά, η οποία με τη σειρά της έχει κέντρο τον νου. Μέσα στην καρδιά η ενέργεια του νου (η νοερή ενέργεια) στροβιλίζεται κυκλικά προσευχόμενη (νοερή προσευχή) και σε επαφή με νοήματα προερχόμενα από τη Χάρη του Θεού. Παρομοίως, το σώμα έχει κέντρο τον εγκέφαλο, ο οποίος έχει κέντρο τη λογική. Ο εγκέφαλος μέσω της λογικής προσλαμβάνει τα νοήματα του περιβάλλοντος χώρου (του κόσμου δηλαδή) και τα καθιστά δικά του νοήματα μεταφέροντας όλα τα πάθη του κόσμου στον εγκέφαλο. Εάν δεν υπάρξει σύζευξη των νοημάτων του εγκεφάλου (δηλαδή του κόσμου) με τα νοήματα της νοερής ενέργειας (δηλ. της Θεότητας), τότε δεν υπάρχει ασθένεια, τότε έχουμε κατά φύσιν ενέργειες του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως φωτισμένος. Όταν, όμως, υπάρχει ασθένεια, τότε η νοερή ενέργεια της καρδιάς δεν στροβιλίζεται κυκλικώς, αλλά ξεδιπλώνεται ελλειψοειδώς και έρχεται σε επαφή με τα νοήματα του εγκεφάλου, οπότε επισυμβαίνει βραχυκύκλωμα μεταξύ του νου (του κέντρου της καρδιάς) και της λογικής (του κέντρου του εγκεφάλου) και έτσι τα νοήματα του εγκεφάλου που προέρχονται από τον κόσμο γίνονται νοήματα της νοερής ενέργειας της καρδιάς, η οποία παύει πλέον να δέχεται ενέργεια από τη Χάρη του Θεού. Έτσι η ασθενούσα πλέον ψυχή αποξενώνεται από τον Θεό και γίνεται δούλη του περιβάλλοντος αυτήν κόσμου. Αποτέλεσμα είναι να συγχέει νοήματα προερχόμενα από τον περιβάλλοντα κόσμο με τον Θεό ή τους θεούς της με τελική κατάληξη την νέκρωση και το θάνατό της. Σ΄ αυτή την περίπτωση, οι ενέργειες του ανθρώπου χαρακτηρίζονται ως παρά φύσιν ενέργειες και ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως ασθενής. Αν αντιθέτως, το βραχυκύκλωμα μεταξύ του νου και της λογικής οδηγήσει, ώστε τα νοήματα της νοερής ενέργειας της καρδιάς να γίνουν και νοήματα του εγκεφάλου, τότε η ενέργεια από τη Χάρη του Θεού εκχύνεται στον περιβάλλοντα κόσμο, οπότε οι ενέργειες του ανθρώπου χαρακτηρίζονται ως υπέρ φύσιν και ο άνθρωπος εκπέμπει αγιότητα.

Την αξία του ανθρώπινου σώματος, αυτού του εργαλείου της ψυχής, την κατανοούμε τέλεια στο περίφημο χωρίο της Θ. Ευχαριστίας: «λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…τούτο εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον» (Μάρκ. 14. 23-24). Το παραπάνω χωρίο αποκαλύπτει ότι τα ανθρώπινα όργανα είναι φορείς δυνάμεως του κατόχου τους, ο οποίος ό,τι είναι πνευματικά, είναι και σωματικά. Ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο καθόρισε την έννοια της δωρεάς. Η δωρεά θα πρέπει να είναι πνευματική και να αποσκοπεί στη σωτηρία. Θα πρέπει να δωρίζεται αυτό, που θα προσκομίσει την αιωνιότητα και τη λύτρωση και όχι αυτό, που θα παρατείνει μία γήινη φθαρτότητα, που την χαρακτηρίζει ο θάνατος. Αυτό έκαναν οι Μάρτυρες, όταν προσέφεραν το σώμα ή τα όργανά τους (μάτια, χέρια, πόδια), για την αγάπη του Χριστού. Δεν τα προσέφεραν για να παρατείνουν τη ζωή τη δική τους ή άλλων στη φθαρτότητα του κόσμου τούτου, αλλά τα έδιναν για να αποκτήσουν τη Βασιλεία των Ουρανών. Με αίμα υπογράφουν οι μάρτυρες και η θυσία τους είναι η προσφορά τους για την αγάπη του Χριστού κα με την προσφορά τους αυτή, την ώρα αυτή ταυτίζουν το πρόσωπό τους με εκείνο του Χριστού. Κάθε άλλη προσφορά αίματος με σκοπό το «γάντζωμα» σ΄ ένα κόσμο του αιώνος τούτου του απατεώνος, καμία σχέση δεν έχει με τα επουράνια. Όταν, λοιπόν, η δωρεά οργάνων είναι απομονωμένη από την πνευματική προοπτική, καταντάει εγωισμός και επομένως η δωρεά οργάνων, η οποία διαφημίζεται ως πράξη ανθρωπισμού, είναι ένα μεγάλο βήμα στην εγωιστική τάση της σύγχρονης ιατρικής να φτιάξει ένα υλικό σώμα απομονωμένο οντολογικά.

Όσον αφορά τον εντολέα του σώματος, δηλαδή την ψυχή, αυτή απαντάται μόνο στη Θεολογία και όχι στις άλλες Επιστήμες, γι΄ αυτό και αυτή δεν ανήκει στο πεδίον έρευνας της Ιατρικής και άλλων πρακτικών Επιστημών, πλην της Φιλοσοφίας. Τα περί ψυχής αντιγράφουμε από τη Δογματική: Ψυχή ονομάζεται καθετί το ζωντανό, καθετί που έχει ζωή, στη Γραφή δε υπονοείται συνήθως ο άνθρωπος και δηλώνει τον τρόπο, με τον οποίον η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Και το μεν σώμα είναι υλικό, σύνθετο και φθαρτό, η δε ψυχή είναι «ουσία ζώσα, απλή, ασώματος, σωματικοίς οφθαλμοίς κατ’ οικείαν φύσιν αόρατος, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος…αθάνατος» (άγιος Ι. Δαμασκηνός). Όσον αφορά στην ψυχή, αυτή είναι διφυής, αποτελούμενη από την ουσία της, για την οποία δεν μπορεί να λεχθεί τίποτε και για τις ενέργειές της, οι οποίες είναι οι μόνες που γίνονται αντιληπτές.

Σχετικά με τον χρόνο ένωσης της ψυχής μετά του σώματος, η Εκκλησία δέχεται ότι και τα δύο δημιουργούνται συγχρόνως: «Άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται, ου το μεν πρώτον, το δε ύστερον» (Ι. Δαμασκηνός). Αυτό ισχύει για τη δημιουργία του νέου ανθρώπου. Το σώμα και η ψυχή συνυπάρχουν «εξ άκρας συλλήψεως». Συνεπώς, το έμβρυο είναι πλήρης άνθρωπος, εκ σώματος και ψυχής και πριν τη δημιουργία της καρδιάς ή του εγκεφάλου ή οιουδήποτε άλλου οργάνου. Αυτό καταδεικνύει, ότι όχι μόνον ο εγκεφαλικός θάνατος, αλλά και η παντελής έλλειψη του εγκεφάλου δεν συνεπάγεται ότι ο ευρισκόμενος στις καταστάσεις αυτές άνθρωπος παύει να είναι έμψυχο και ζωντανό ον.

Σχετικά με το πού βρίσκεται και πώς ενεργεί η ψυχή, οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι η ψυχή δεν εδρεύει σε συγκεκριμένο όργανο, αλλά ευρίσκεται σ’ όλα τα σημεία του σώματος, ζωοποιούσα και κινούσα τα μέλη αυτού (αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, 12 PG 44, 156 CD), αλλά και: «η ψυχή συνέχουσα το σώμα, ω και εκτίσθη, πανταχού του σώματος εστίν, ουχ ως εν τόπω, ουδ’ ως περιεχομένη, αλλ’ ως συνέχουσα τε και περιέχουσα και ζωοποιούσα τούτο, κατ’ εικόνα και τούτ’ έχουσα Θεού» (άγιος Γρηγόριος Παλαμάς). Εάν η ψυχή περικλείετο αποκλειστικά σε κάποιο όργανο (ακόμη και την καρδιά), τότε με την παύση της λειτουργίας αυτού του οργάνου, θεωρητικά θα έπαυε και η ύπαρξή της. Γι’ αυτό και στην κλινική παρατήρηση, ο άνθρωπος βρίσκεται εν ζωή με ή χωρίς τις αισθήσεις του, όταν του έχει αφαιρεθεί η καρδιά κατά τη διάρκεια μιας εγχείρισης ή μεταμόσχευσης ή τοποθέτησης τεχνητής καρδιάς.

Βιολογική ζωή χωρίς ύπαρξη της ψυχής μέσα στο σώμα δεν νοείται. Στην περίπτωση αποκοπής, καταστροφής ή νέκρωσης ενός ζωτικού οργάνου, οπότε ο άνθρωπος επιβιώνει με υποστηρικτικές ενέργειες, η ψυχή εξακολουθεί να παραμένει σ΄ όλα τα υπόλοιπα όργανα του σώματος, εκτός του ελλείποντος ή νεκρωθέντος. Ο Μ. Βασίλειος περιγράφει γλαφυρά τη συστολή της ενέργειας της ψυχής από νεκρωθέν όργανο. Όταν αρχίσουν να νεκρώνονται τα μέλη και τα όργανα του σώματος, η ψυχή «συστέλλεται» στα ζωντανά όργανα, για να εκφράσει από αυτά τις ενέργειές της, μέχρι να μη μπορεί η καρδιά να συντηρήσει τον παρακμάζοντα οργανισμό και σταματήσει. Η ζωή συντηρείται με συνδυασμό λειτουργίας πολλών οργάνων και η ψυχή «τα πλείστον διεστώτα μέλη (του σώματος) προς μίαν σύμπνοιαν και κοινωνίαν άγειν» (Β.Ε.Π. τ. 54, σελ. 36). Επομένως, στην περίπτωση νέκρωσης του εγκεφάλου (δηλ. του «εγκεφαλικού θανάτου») η ενέργεια της ψυχής αποσύρεται από το νεκρό αυτό όργανο, αλλά δεν παύει να υπάρχει στα υπόλοιπα όργανα του σώματος. Έτσι, η ψυχή παραμένει στο υπόλοιπο σώμα και ο άνθρωπος θεωρείται, ως βιολογικά ζωντανός οργανισμός, δεδομένου ότι διατηρείται, έστω και με τεχνητά μέσα η καρδιοαναπνευστική λειτουργία και επομένως δεν έχει λυθεί ο δεσμός μεταξύ της ψυχής και του σώματος. Εάν σ’ αυτή την περίπτωση γίνει διακοπή της υποστηρικτικής λειτουργίας του ασθενούς, τότε προκαλείται θραύση του δεσμού ψυχής και σώματος και η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα, οπότε τούτο παραμένει άνευ πνοής. Η ενέργεια αυτή θεωρείται ενεργητική πρόκληση θανάτου, η οποία για την Εκκλησία θεωρείται φόνος, όπως ακριβώς η άμβλωση. Στην περίπτωση αυτή, ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας είναι ο ιατρός, που ενεργεί στη διακοπή της υποστηρικτικής λειτουργίας του «εγκεφαλικά νεκρού» ανθρώπου, ο δε ηθικός αυτουργός είναι ο δίδων την εντολήν αυτήν συγγενής του ασθενούς ή και ο ίδιος ο ασθενής με συναίνεσή του σε αφαίρεση οργάνων του, σε περίπτωση «εγκεφαλικού του θανάτου». Συνεργός στη δολοφονία αυτή θεωρείται ο λήπτης οργάνου από «εγκεφαλικά νεκρό», καθότι συναινεί στη διατήρηση της ζωής του σε βάρος της ζωής του δότη ο οποίος, σ’ αυτή την περίπτωση, δέχεται να του αφαιρεθεί η ζωή (δηλ. αυτοκτονεί) ή κάποιοι συγγενείς του εντέλλονται τη δολοφονία. Στην περίπτωση, που στην πράξη αυτή εμπλέκονται και μοναχοί, τότε έχουμε το οξύμωρο, οι νεκροί κατά κόσμον (μοναχοί), να συνεργούν στην αυτοκτονία τους (ως δότες) ή να προσπαθούν να «γαντζωθούν» στην εφήμερη τούτη ζωή (οι νεκροί αυτοί) ως λήπτες!

Είναι άξια αναφοράς ορισμένα σημεία στη διαδικασία αυτή της μεταμόσχευσης, από θεολογικής πάντοτε πλευράς: …..

1) Εάν ο «εγκεφαλικά νεκρός» είναι πράγματι νεκρός, η προσφορά των οποιωνδήποτε οργάνων του στερείται του χαρακτήρα της αγάπης, εφόσον αυτή δεν του στοιχίζει τίποτε, γιατί προσφέρει άχρηστα γι’ αυτόν όργανα, δεν στερείται ούτε θυσιάζει κάτι χρήσιμο για τον εαυτό του. Πρόκειται για πράξη συμφεροντολογική, ιδιοτελή και εγωιστική, διότι περιμένει κανείς αμοιβές και ανταπόδοση εκ μέρους του Θεού, χωρίς να στερηθεί ή να θυσιάσει κάτι από τον εαυτό του. Αντίθετα, οι αρετές της θυσίας και της αγάπης προς τον πλησίον εφαρμόζονται απόλυτα στην προσφορά οργάνων από ζώντες δότες, όταν πρόκειται για διπλά όργανα και ιστούς. Προσφέρουν τότε θυσιάζοντες και ελαττούμενοι. Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δότης προσφέρει τα όργανά του μετά θάνατον (δηλ. μετά την αποχώρηση της ψυχής από το σώμα) ή όχι; Αν ναι, τότε τι αξία έχει η προσφορά του, αφού αυτό που δίνει είναι για τα σκουπίδια;

2) Ούτε η Επιστήμη, αλλά ούτε και η Θεολογία ξέρουν τη στιγμή της αναχώρησης της ψυχής από το σώμα και κανείς δεν μπορεί να έχει λόγο σ΄ αυτό. Αυτό αποτελεί το μυστήριο του θανάτου, όπως αναγράφεται στα σχετικά τροπάρια της Εκκλησίας μας και είναι γνωστό, ότι «ου φέρει το μυστήριον έρευναν».

3) Άλλο πράγμα ο θάνατος (ο θεολογικός) και άλλο πράγμα η πορεία προς το θάνατο αυτό. Πάντως, δεν αναφέρεται στην Πατερική Θεολογία, να επιτρέπεται να διακόπτεται αυτή η πορεία προς το θάνατο, για τον οιονδήποτε λόγο και από τον οποιονδήποτε άνθρωπο. Αυτό ανήκει στο προνόμιο του Θεού. Εξάλλου το εάν π.χ. σε μία εβδομάδα ο εγκέφαλος ρευστοποιείται ανεπανόρθωτα (όπως υποστηρίζεται από την Ιατρική), ο Θεός δεν μπορεί να παρέμβει μέσα σ’ αυτή την εβδομάδα για να σταματήσει ή να αναστρέψει αυτή τη ρευστοποίηση; Αν όχι, τότε αρνούμεθα τη δυνατότητα του θαύματος;

4) Για τον κόσμο (και βέβαια και για την Ιατρική) μια ημέρα, μια ώρα, ένα λεπτό, ένα δευτερόλεπτο, πριν το χωρισμό της ψυχής από το σώμα είναι μια ημέρα, μια ώρα, ένα λεπτό, ένα δευτερόλεπτο αντιστοίχως. Για το Χριστό, μια ημέρα, μια ώρα, ένα λεπτό, ένα δευτερόλεπτο πριν το χωρισμό της ψυχής από το σώμα είναι ένας αιώνας. Στο χέρι μας είναι να διαλέξουμε με ποιον είμαστε, με τον κόσμο ή με το Χριστό.

5) Με τη λογική του «εγκεφαλικού θανάτου», αν ζούσαν σήμερα ο Λάζαρος, ο νεκρός της πόλης Ναΐν και η κόρη του Ιαείρου δεν θα προλάβαιναν να αναστηθούν, αφού με τις ευλογίες ορισμένων ποιμένων μας, θα τους είχαν αφαιρεθεί τα όργανα, για λόγους «προσφοράς».

6) Ο εγκεφαλικά νεκρός έχει νεκρό εγκέφαλο, αλλά δεν είναι ολικά νεκρός. Η ενέργεια της ψυχής του έχει αποσυρθεί από το νεκρό αυτό όργανο, αλλά δεν έχει αποσυρθεί από τα υπόλοιπα ζώντα όργανα. Ως εκ τούτου, ποιος έχει το δικαίωμα να ενεργήσει στα ζώντα όργανα, ώστε να αποσυρθεί και από αυτά η ενέργεια της ψυχής; Εξάλλου είναι ξεκάθαρο ότι η επέμβαση στο έργο του Θεού και συγκεκριμένα η αφαίρεση της ενέργειας της ψυχής από ένα ζων όργανο είναι, κατά την Πατερική Θεολογία, φόνος.

7) Σύμφωνα με τους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, οι θείοι νόμοι υπέρκεινται των πολιτικών νόμων. Έτσι, ενώ η άμβλωση, κατά τους πολιτικούς νόμους, επιτρέπεται, κατά τους θείους νόμους απαγορεύεται και θεωρείται φόνος, παρ΄ όλον ότι έχουμε εγκέφαλο ή καρδιά ασχημάτιστα ή παντελώς ελλείποντα όργανα (όπως τις 14 πρώτες ημέρες από της συλλήψεως, στη διαδικασία των βλαστοκυττάρων).

Η Εκκλησία δέχεται ότι κύριος της ζωής και του θανάτου είναι μόνον ο Θεός, πλην όμως, δεν αφήνει τους ασθενείς αβοήθητους και επαινεί κάθε ιατρική προσπάθεια, υπέρ της θεραπείας των πάσης φύσεως ασθενειών, διότι θεωρεί ότι η ζωή είναι αγαθό υπέρτατης αξίας και επευλογεί τις προσπάθειες διάσωσης της ζωής κάθε ανθρώπου, έστω και ανιάτως πάσχοντος, έστω και αν έχουν νεκρωθεί ζωτικά όργανα του σώματος, όπως ο εγκέφαλος, διότι πιστεύει ότι τόσον η ασθένεια, όσο και ο πόνος παίζουν σπουδαίο παιδαγωγικό και σωτηριώδη ρόλο και πρέπει να αντιμετωπίζονται με υπομονή και εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού. Με τις προϋποθέσεις αυτές, τους ασθενείς πάντοτε θα τους παρηγορούμε και θα τους ενισχύουμε, αλλά η ενίσχυση αυτή θα φθάνει μέχρι το σημείο να μη δολοφονούμε κάποιους άλλους, για να κρατήσουμε αυτούς στη ζωή. Τότε τι σόι «δολοφονική» αγάπη θα ήτανε αυτή; Στην ανωτέρω αναπτυχθείσα θεολογική προοπτική, οι μεταμοσχεύσεις οργάνων από δότες, χωρίς αφαίρεση της ζωής τους, πράγματι είναι άθλος και πρόοδος της επιστήμης με τη φώτιση και τη συνέργια βέβαια του Κυρίου.

Η έννοια του εγκεφαλικού θανάτου, άγνωστη στη χώρα μας μέχρι πριν 40 χρόνια, εισήχθη αρχικά το 1968 από επιτροπή του πανεπιστημίου Harvard USA και οριστικοποιήθηκε το 1985 στην Ελλάδα με την αποδοχή των κριτηρίων της Minnesota, με τα οποία ο εγκεφαλικός θάνατος περιορίζεται στη μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφαλικού στελέχους. Τα κριτήρια αυτά είναι πέραν πάσης θεολογικής τεκμηρίωσης, γιατί δέχονται ότι με τον εγκεφαλικό θάνατο: α) αποφορτίζονται τα νοσοκομεία από -υποτίθεται- μη αναστρέψιμες καταστάσεις και β) διευκολύνεται η απόκτηση οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Το ότι ο εγκεφαλικός οργανισμός είναι ένας ζωντανός οργανισμός, στον οποίον η ψυχή παραμένει και ενεργεί σ’ όλα τα υπόλοιπα όργανα του σώματος πιστοποιείται από το γεγονός ότι κατά τη διαδικασία της μεταμόσχευσης, ο ασθενής υποβάλλεται πρωτύτερα σε καθολική νάρκωση. Αν η ψυχή πράγματι δεν υπάρχει στο σώμα, γιατί χρειάζεται τότε η νάρκωση του σώματος; Ένα νεκρό σώμα δεν αισθάνεται τον πόνο της επέμβασης. Αλλά ειπώθηκε παραπάνω, ότι από νεκρό σώμα είναι εντελώς άχρηστη η αφαίρεση των ζωτικών του οργάνων, αλλά και ότι χωρίς τον εγκέφαλο, το σώμα μπορεί να είναι ένας ζωντανός βιολογικός οργανισμός.

Αλλά είναι εύλογο το ερώτημα ποια θέση παίρνει η Εκκλησία; Η Εκκλησία, ως το σώμα του Χριστού, έχει αποφανθεί στα θέματα της ζωής και του θανάτου, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις, που δίδουν τα αγιιογραφικά και αγιοπατερικά κείμενα και έχουν αμετάκλητα αποτυπωθεί στις Οικουμενικές της Συνόδους. Όταν, λοιπόν, η Εκκλησία θεωρεί τον άνθρωπο ως έχοντα σώμα και ψυχή από της συλλήψεως -καίτοι απουσιάζουν αρχικά όλα τα όργανα του σώματος, ακόμη και τα βασικά όπως η καρδιά και ο εγκέφαλος- και θεωρεί την άμβλωση ενός εμβρύου, χωρίς όργανα, ως φόνο, πόσο μάλλον δεν θα θεωρεί ως φόνο την αφαίρεση της ζωής ενός τέλειου οργανισμού, που είχε την ατυχία να υποστεί ο εγκέφαλός του βλάβη, ενώ τα υπόλοιπα όργανα του σώματός του λειτουργούν κανονικά, έστω και υποστηριζόμενα με τεχνητό τρόπο; Ποιος δίνει, λοιπόν, και σε ποιον το δικαίωμα να αποφασίσει πότε θα επέμβει στη συντόμευση της ζωής ενός ασθενούς, στην πορεία του προς το τέλος και έτσι να διαταράξει το έργο του Θεού;

Δυστυχώς, όμως, η Ελλαδική Εκκλησία δεν φαίνεται να ακολουθεί το δρόμο αυτό. Ενστερνίσθηκε το πόρισμα της Επιτροπής Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντολογίας, που προτάσσει την αγάπη, αντί της αλήθειας. Έτσι θεωρεί πολυτιμότερη τη ζωή του λήπτη, που μπορεί να ζήσει, από τη ζωή του δότη «που αμετάκλητα αναχωρεί». Αλλά πώς μπορεί να επέμβει κανείς στο «αμετάκλητο»; Αυτή η επέμβαση δεν είναι έργο του Θεού; Ο Θεός δεν μπορεί να παρέμβει και στο δικό μας «αμετάκλητο»; Πώς, λοιπόν, θέτουμε τη δική μας απόφαση περί παράτασης ή μη της ζωής ενός δότη, πάνω από την απόφαση του ίδιου του Θεού; Ως δικαιολογία, για την απόφαση αυτή της Επιτροπής παρουσιάζεται χωρίο από τον Ιωάννη, το οποίον αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Χριστό και σε κανέναν άλλον: «δια τούτο ο πατήρ με αγαπά, ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλι λάβω αυτήν» (10.17) Δηλ. «Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπάει, γιατί εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, ώστε να την ξαναπάρω», Τι θέλει να ειπεί ο Χριστός εδώ; Ότι ο Πατέρας του τον αγαπάει, γιατί προσφέρει τη ζωή του για τη σωτηρία του λαού, αν και ξέρει ότι θα την ξαναπάρει πίσω με την Ανάστασή του. Αυτός ο ίδιος προσφέρει τη ζωή του, έχοντας πλήρη εξουσία να κάνει αυτό που επιλέγει, η δε επιλογή του δεν είναι ασυμβίβαστη με το ότι η θυσία του αποτελεί εντολή του Πατέρα του. Ποια σύγκριση μπορεί να υπάρξει μεταξύ της σταυρικής θυσίας του Χριστού και της Ανάστασής του με την «προσφορά» οργάνων ενός δότη σ’ έναν λήπτη; Ο δότης ασφαλώς -αν βέβαια είναι γνώστης- δεν θυσιάζει τη ζωή του, αν υποτίθεται ότι αυτή θα του είναι άχρηστη, σ’ ένα λήπτη, ώστε να αναστηθεί και να κερδίσει έτσι τη Βασιλεία των Ουρανών! Ο κάθε νεκρός, δεν μπορεί να κυριαρχήσει στα πράγματα, ενώ ο Χριστός κυριαρχεί στα πράγματα. Είναι η ιδιαιτερότητα αυτού του νεκρού. Μπορεί ένας οιοσδήποτε νεκρός να δώσει τη ζωή του και μ΄ αυτή του την ενέργεια να πάει στον Άδη και να ανασύρει όλες τις ψυχές των νεκρών; Ασφαλώς όχι, γιατί μόνον ο Χριστός έχει αυτή τη μοναδικότητα. Γι΄ αυτό και ο Χρυσόστομος καταγράφει, ότι μόνον ο Χριστός μπορεί «να άρη την ψυχήν αυτού». Έτσι αποδεικνύεται ότι με τη χρησιμοποίηση αυτού του χωρίου διαστρέφεται η θεολογία των μεταμοσχεύσεων.

Άραγε η Ελλαδική Εκκλησία συμφωνεί στο σημείο αυτό με την Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, το σώμα των αγίων; Προφανώς όχι. Και όχι μόνον αυτό, αλλά διδάσκεται αίρεση, διδάσκεται μία κακοδοξία του ψευτοαγαπητισμού, διδάσκεται η αγαπητική δολοφονία, καθαρά παπικής προέλευσης. Καίω το σώμα για να σώσω την ψυχή, σου αφαιρώ τα δαιμόνια δολοφονώντας σε (Ιερά Εξέταση). Είναι μια καλυμμένη πλάνη. Είδες τι έκανε ο Χριστός; Έδωσε τη ζωή του για να σώσει τον άνθρωπο. Ακολούθησε, λοιπόν, και εσύ το παράδειγμά Του. Θυσίασε τη (νεκρή;) ζωή σου, για να γλιτώσει ο συνάνθρωπός σου. Πραγματικά, σατανική διδασκαλία. Με τις παραδοχές, όμως, αυτές άνοιξε η κερκόπορτα και εισήλθε ο Αντικείμενος και αυτός ρυθμίζει πλέον τα της ζωής και του θανάτου. Και σπεύδουν οι πιστοί να προσφέρουν (μετά θάνατον;) τα όργανά τους ή επιδιώκουν να λάβουν όργανα για να σώσουν μια βιολογική ζωή (χωρίς βέβαια την πνευματική διάσταση) και να τη βοηθήσουν να «γαντζωθεί» στον εφήμερο τούτο κόσμο του αιώνος τούτου του απατεώνος ή να «γαντζωθούν» οι ίδιοι αντίστοιχα. Και δυστυχώς, δυστυχέστατα, ακολουθούν την πρακτική αυτή κληρικοί και μοναχοί, ακόμη και αγιορείτες. Μα καλά δεν γνώριζαν, δεν ρώταγαν, δεν μελέτησαν, δεν είχαν εσωτερική πληροφόρηση;

Όπως καταγράφει ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης στο «Πηδάλιο», ο σκοπός και το τέλος του μοναχικού επαγγέλματος είναι η σωφροσύνη, η παρθενία και η του σώματος χαλιναγωγία και ο υποπιασμός, η φυγή των κοσμικών πραγμάτων, η στένωση και η θλίψη. Τώρα, αν αντίθετα ο σκοπός αυτός μεταβάλλεται σε απεγνωσμένη προσπάθεια παράτασης της επίγειας ζωής και «γαντζώματος» στα εγκόσμια, τότε αυτός ο σκοπός θεωρείται ξένος προς την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση. Αλλά ακόμη και αν υπάρχει πνευματική καθοδήγηση από γέροντα πνευματικό, που δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις επευλογείται η πράξη αυτή, η καθοδήγηση αυτή από ένα ποιμένα προς το ποίμνιό του να συνεργεί σε εγκληματική πράξη (όπως η αφαίρεση ζωής από εγκεφαλικά νεκρό) ή να αποδέχεται προϊόντα του εγκλήματος (όπως η αποδοχή οργάνων από εγκεφαλικά νεκρό) είναι βαρύτατη προσβολή στο πρόσωπο του Χριστού και έχει την ανάλογη μισθαποδοσία. Ακόμη δε περισσότερο αλλοίμονο, αν η συνείδηση ενός πιστού και ακόμα περισσότερο ενός κληρικού ή μοναχού δεν τον ελέγχει για την πράξη του αυτή! Τότε, επαναπαύεται στην εγωιστική του αντίληψη ότι έπραξε το σωστό, όπως ο Φαρισαίος της παραβολής, οπότε η ταπεινοφροσύνη του πάει περίπατο, η αλαζονεία του θριαμβεύει και βέβαια η πορεία του είναι προδιαγεγραμμένη, καθότι τότε αυτός ούτε γέροντας πνευματικός είναι, ούτε μοναχός είναι, αλλ΄ ούτε και «της ημετέρας Πίστεως μετέχει».

Η μετάνοια ενός πιστού λαϊκού, κληρικού ή μοναχού, για ατοπήματα από άγνοια, κακή πληροφόρηση, πλανεμένη εξήγηση πατερικών κειμένων, αδυναμία κατανόησης, όταν ζητείται, είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη από τον Δεσπότη των απάντων. Εκείνο που δεν γίνεται δεκτό από Αυτόν είναι μια συγγνώμη αιτούμενη με ειρωνεία, εμπαιγμό, χλευασμό η λοιδορία, που δεν σηματοδοτούν αρετή, η δε εγωιστική επιμονή, η στείρα αντίδραση, η άρνηση παραδοχής ορθοδόξων θέσεων, η κοσμική αντίληψη, η αποδοχή σοφισμάτων χαρακτηριστικών του δυτικού ανθρώπου, όλα αυτά δεν οδηγούν τελικά στη σωτηρία. Ποτέ δεν είναι αργά για έναν πιστό, που θα συνειδητοποιήσει ότι από άγνοια ή στρεβλή κατανόηση αποδέχτηκε αντορθόδοξες πρακτικές, όπως αυτή των μεταμοσχεύσεων οργάνων από ασθενείς και όχι νεκρούς, όπως διεξοδικά αναλύθηκε ανωτέρω, να προβεί σε έμπρακτη αναγνώριση του λάθους του και να αποδεχτεί ότι επλανήθη και επλάνησε. Αυτό αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα ταπεινοφροσύνης, για τον πιστό λαό του Θεού, που εναποθέτει στους ποιμένες του τη ζωή του και τη σωτηρία του.

Ασημινάκης Άγγελος

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Η ορθόδοξη μοναχική παράδοση και η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον

Μοναχής Θεοξένης, Καθηγουμένης της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Ζωοδοχού Πηγής -Χρυσοπηγής.


Η βάναυση συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στη φύση και η εγκληματική εκμετάλλευσή της έχει γίνει πλέον συνηθισμένος τρόπος ζωής.

Η μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων, η καταστροφή των δασών, - ο Άγιος Κοσμάς έλεγε: «Οι άνθρωποι θα μείνουν φτωχοί, διότι δεν έχουν αγάπη για τα δέντρα», - η συνεχώς αυξανόμενη χρήση φαρμάκων και χημικών ουσιών ως αποτέλεσμα εφαρμογής βιομηχανικών μεθόδων στη γεωργία και κτηνοτροφία, έχουν οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο τον πολιτισμένο λεγόμενο κόσμο.

Όλοι σήμερα γνωρίζουν ότι οι επιστημονικές μέθοδοι που προτείνουν λύσεις γιά το οικολογικό πρόβλημα, δεν οδηγούν σε ουσιαστικά αποτελέσματα, γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος είναι βαθιά επηρεασμένος, συχνά αλλοιωμένος από το πνεύμα μιας κακώς εννοουμένης προόδου, από την αδιαφορία για τον συνάνθρωπό και τις ανάγκες του και φυσικά αιχμάλωτος της παράνοιας που αναζητεί συνεχώς αυξανόμενο κέρδος.

Η φύση ως Κτίση Θεού δόθηκε απ’ Αυτόν για χρήση και όχι παράχρηση ή κατάχρηση, σύμφωνα μέ το «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» (Γένεσις).

Ο άνθρωπος ορκίστηκε χρήστης της φύσης και όχι καταχραστής της. Σήμερα στη φύση ως Κτίση είναι κατάδηλα τα σημάδια της βαναυσότητας του ανθρώπου, γεγονός που οδηγεί στην εξαφάνιση της ζωής.

Η αλλαγή στάσης και νοοτροπίας του σημερινού ανθρώπου απέναντι στη φύση και το περιβάλλον μπορεί να προέλθει μόνο ως συνέπεια ιδεολογικής επανατοποθετήσεώς του απέναντι στα ουσιώδη της ζωής, διότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως πνευματικό και επομένως έχουν λόγο η Εκκλησία και η Θεολογία της.

Η πρόσληψη της ύλης ως στοιχείο συμμετοχής στη σωτηρία είναι ολοφάνερη στην Ορθόδοξη υμνολογία. Στην εορτή των Θεοφανείων, στον αγιασμό των υδάτων είναι αποκαλυπτική η δυνατότητα της Εκκλησίας να προσλαμβάνει την ύλη και να την καθαγιάζει. «Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις», «Και καταξίωσον ημάς εμπλησθήναι του αγιασμού σου, δια της του ύδατος τούτου μεταλήψεως και ραντισμού».

Ενώ δε η Εκκλησία καθαγιάζει την ύλη, ο ίδιος ο υλικός κόσμος συμμετέχει δοξολογικά : «... πάσα η κτίσις ύμνησέ Σε επιφανέντα» στο έργο της σωτηρίας, που επιτυγχάνεται και δια υλικών στοιχείων όπως το νερό...

• Στο Μοναστήρι οι Μοναχοί εργάζονται χειρωνακτικά, γιατί αγαπούν τον κόπο, σέβονται τη φύση ως δώρο Θεού και καλλιεργούν τα δένδρα και τα φυτά με αγάπη και υπομονή περιμένοντας την ωρίμανση των καρπών ως ευλογία, ποτέ παραβιάζοντάς την...

• Όλα τα μέσα μαζικής ενημερώσεως σήμερα μιλούν για ενημέρωση, διαφώτιση, οργάνωση γύρω από το οικολογικό πρόβλημα. Και ενώ καθηγμερινά γίνονται αναφορές και περιγραφές μεγεθών καταστροφής και αριθμών που καθορίζουν διεθνώς τη μόλυνση, κανείς δν υποψιάζεται τη μετάνοια, ως αλλαγή σκέψης, φρονήματος και νοοτροπίας ως κατ’ εξοχήν ασκητικής οδού...

• Μόνο στην Εκκλησία, και ειδικά στην ορθόδοξη ασκητική ζωή, συναντάται η αντίληψη της πρόσληψης του διασπασμένου και κατακερματισμένου από τη φθορά κόσμου, για ν’ ανακαινισθεί και να μεταμορφωθεί με τη χαρισματική δύναμη της λατρείας ως αναφοράς των πάντων στον Θεό, και της θεραπευτικής δύναμης της αγάπης, που πηγάζει από «καιομένη καρδία», γεμάτη συμπόνια για όλη την κτίση μέσα από μία υπερβατική διαδικασία.

(Αποσπάσματα ομιλίας της Καθηγουμένης της Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης, Θεοξένης Μοναχής, μέ θέμα: «Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ».)