Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ - 15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Πρόλογος

Ἰησοῦς ὁ Αἰώνιος Κατακτητής. Ἰησοῦς ὁ Μεγάλος Πυρπολητής. Ἰησοῦς ὁ Μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν. Ἑκατοντάδες καρδιὲς συντονίζουν τοὺς παλμούς τους μ᾿ Ἐκεῖνον.
Μυριάδες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις δέχονται τὸ προσκλητήριο μήνυμα στ᾿ ἀκρογιάλι τῆς Γαλιλαίας τους.
Ἀναρίθμητοι οἱ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ. Ποικιλόμορφοι καὶ ἰδιόμορφοι κοσμοῦν τὸ πολύφωτο στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴ δρᾶσι καὶ στὴν ἀφάνεια, στὸ κήρυγμα καὶ στὴ σιωπή, γίνονται Μάρτυρες Χριστοῦ, πρακτικοὶ μεταφραστὲς τοῦ Εὐαγγελίου, φλογεροὶ ἐραστὲς τοῦ Θείου Διδασκάλου.
Μιὰ μορφὴ συνηρπασμένη ἀπὸ τὸ Θεῖο Ἔρωτα εἶναι καὶ ὁ ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ὁ ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ.

Παιδικὰ χρόνια

Ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι ἡ πατρίδα του. Εὐτρόπιος συγκλητικὸς καὶ Θεοδώρα οἱ γονεῖς του. Καὶ οἱ δυὸ ὁμόζυγοι καὶ ὁμότροποι, πλούσιοι σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρετή. Εὐσεβεῖς καὶ φιλόχρηστοι φροντίζουν καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴ σωστὴ ἀνατροφὴ τῶν τριῶν παιδιῶν, ποὺ ὁ Κύριος τοὺς χαρίζει. Τὰ δυὸ τέκνα τους ἀνέρχονται σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα κι εὐημεροῦν. Ὁ νεώτερος γιός, ὁ Ἰωάννης, ἐντρυφᾷ στὶς Ἱερὲς Γραφές, φωτίζεται, χαριτώνεται καὶ διαπιστώνει τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.

Πόθος σωτηρίας

Εἶναι δώδεκα χρονῶν ὅταν ὁ Κύριος χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς του. Ἡ συνάντησίς του μ᾿ ἕνα ζηλωτὴ Μοναχὸ τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων ἀνάβει πυρκαϊὰ στὰ στήθη του. Τὸ Μοναχικὸ ἰδεῶδες ποθεῖ νὰ βιώσει. Ν᾿ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριο ἐπιθυμεῖ. Καὶ ἱκετεύει τὸ Μοναχὸ νὰ τὸν πάρει μαζί του ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ὑπόσχεσις δίνεται ἐπίσημα κι ὁ Ἰωάννης περιχαρὴς συνομιλεῖ ἀδιάλλειπτα μὲ τὸν Κύριό του.
Οἱ γονεῖς καμαρώνουν τὸ ἐνάρετο παιδί τους. Κι ὁ Ἰωάννης ζητάει νὰ τοῦ δωρίσουν ἕνα Εὐαγγέλιο. Ἡ ἐπιθυμία του εὐπρόσδεκτη. Πολὺ σύντομα φθάνει στὰ χέρια του ἕνα χειρόγραφο ὁλόχρυσο Εὐαγγέλιο, δῶρο πολύτιμο. Ἡ χαρά του ἀπερίγραπτη. Ἡ δίψα του γιὰ μελέτη ἀκόρεστη. Ἡ εὐγνωμοσύνη του μεγάλη. Ἀλλὰ πάνω ἀπὸ τὴ στοργὴ τῶν γονέων του ὁ Ἰωάννης τοποθετεῖ τὴν ἀγάπη στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπόφασίς του εἶναι ἀμετάκλητη.

Ἀναχώρησις ἱερή

Ὁ Ἰωάννης ἀναμένει ἐναγώνια τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀββᾶ. Κι ἡ ὥρα τῆς συναντήσεως δὲν ἀργεῖ. Συναγάλλονται καὶ δοξολογοῦν τὸ Θεό. Ὁ Ἰωάννης γνωρίζει τὸν συναισθηματισμὸ τῶν γονέων του καὶ προβλέπει ἔντονες ἀντιδράσεις. Γι᾿ αὐτὸ θερμοπαρακαλεῖ τὸν Ἀββᾶ ν᾿ ἀναχωρήσουν κρυφά. Ἀνευρίσκουν πλοιάριο κι ἀναζητοῦν τὰ ναῦλα. Ὁ Ἰωάννης καταφεύγει στὴ μητέρα του. Ζητάει χρήματα γιὰ νὰ συμφάγει δῆθεν μὲ τοὺς φίλους του. Κι ἐξασφαλίζει ἑκατὸ νομίσματα κι ἕναν ὑπηρέτη γιὰ συνοδό.
Συναντάει τὸν Μοναχό, προπληρώνει τὸν καπετάνιο τοῦ καραβιοῦ, συνεννοεῖται γιὰ τὸν τρόπο ἀναχωρήσεως κι ἀναμένει τὴ στιγμή.
Ὁ ὑπηρέτης εἶναι ἕνα πρόβλημα, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης τὸν ἀποστέλνει νὰ εἰδοποιήσει τοὺς φίλους του, ἐνῶ ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἀββᾶ, εὐνοϊκοῦ τοῦ καιροῦ, ἀναχωροῦν κρυφά. Ὁ ὑπηρέτης ἐπανέρχεται καὶ τὸν ἀναζητάει ἐπίμονα. Ἀναγγέλλει στοὺς γονεῖς τὴν ἐξαφάνισι τοῦ Ἰωάννου. Ἄναυδοι ἐνεργοῦν ἀστραπιαία. Ἀποστέλλουν ὑπηρέτες ἀνὰ τὴν πόλι σὲ ἀναζήτησι. Οἱ κόποι μάταιοι. Ὁ Ἰωάννης ἄφαντος. Οἱ γονεῖς του θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα τὸ χαμό του. Ἡ μητρικὴ καρδιὰ σπαράζει. Τὸ πατρικὸ φίλτρο πληγώνεται. Καὶ οἱ δυὸ ὀδύρονται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ λατρευτοῦ παιδιοῦ τους.

Μοναστικὴ ζωή

Ἔχουν περάσει ἤδη τρεῖς ἡμέρες καὶ τὸ πλοῖο φθάνει στὴ Μονὴ τῶν Ἀκοίμητων. Ὁ Ἰωάννης προσκυνεῖ στὸ καθολικό, ὑποβάλλει τὰ σέβη του στὸν Ἡγούμενο, χαιρετᾶ ταπεινὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐκφράζει τὸν ἐνδόμυχο πόθο του νὰ ἐνδυθεῖ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα. Τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του καθιστὰ δύσπιστο τὸν ἔμπειρο Γέροντα. Τονίζει τὶς δυσκολίες τοῦ δρόμου τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τὴν στενότητα τῆς τεθλιμμένης ὁδοῦ. Ὅμως οἱ δακρύβρεχτες θερμὲς παρακλήσεις, ἡ ἀποφασιστικότητα καὶ ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ἐχεγγυοῦν, ἀφοπλίζουν τὸν Γέροντα καὶ ἡ εἴσοδός του γίνεται ἀποδεκτή. Ὁ Ἰωάννης κείρεται Μοναχός. Δέχεται τὴ χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὶς ὁλόθερμες εὐχὲς τοῦ Ἡγουμένου γιὰ νικηφόρες μάχες κατὰ τοῦ Διαβόλου. Ἐπὶ ἕξι χρόνια γιγαντομαχεῖ. Ἐπιδίδεται σὲ αὐστηρὲς νηστεῖες, σὲ ἀδιάλειπτες προσευχές, σὲ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, σὲ σκληρὲς ἐξουθενώσεις, σὲ ἐντατικὴ μελέτη. Ἐργάζεται διαρκῶς. Ὑπακούει ἀναντίῤῥητα. Ὑπομένει ταπεινά. Ἀγωνίζεται ἀκατάπαυστα. Φθάνει σὲ ὕψη ἀρετῆς. Ἡ νεανικὴ μορφή του γίνεται ἀσκητική.
Ἀλλὰ ὁ μισόκαλος Διάβολος φθονεῖ τὴν πρόοδό του καὶ τοῦ ἐνσπείρει λογισμοὺς ἐνθυμήσεως τῶν γονέων του, τῶν φίλων του, τῆς πρότερης ἄνετης ζωῆς του. Ἡ καρδιά του φλογίζεται. Τὸ κορμί του λιώνει. Στὰ πύρινα βέλη τοῦ Σατανᾶ ἀντιπαραθέτει ἔνθερμη κραυγὴ πρὸς τὸν Κύριον, ἔντονη καταπόνησι τοῦ σώματος. Ἡ μορφή του σκελετώνεται. Ἐξομολογεῖται στὸν Ἡγούμενο τὸν ἀμείλικτο πόλεμο τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Γέροντας λυπεῖται κατάβαθα, πονεῖ ὑπερβολικά, ὑποχωρεῖ κι ἐπιτρέπει τὴν ἀναχώρησί του. Τὸν ἀποχωρίζεται, ἀλλὰ τὸν συνοδεύει μὲ τὶς ὁλόθερμες εὐχές του.

Ἐπιστροφὴ στὸ πατρικό

Ὁ Ἰωάννης ἀναχωρεῖ μὲ τὴν σθεναρὴ ἀπόφασι νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ στοὺς γονεῖς του. Ἀπομακρύνεται καὶ χύνει καυτὰ δάκρυα. Φεύγει καὶ στέλνει θερμὲς ἱκετευτικὲς κραυγὲς στὸν Κύριο γιὰ ἀμέριστη συμπαράστασι, γιὰ διαρκῆ συμπόρευσι, γιὰ ἀδιάλλειπτη ἐνίσχυσι. Βαδίζοντας συναντᾶ ρακένδυτο Μοναχό. Ἀνταλλάσσουν τὰ ἐνδύματα, ζητάει τὶς εὐχές του, συμβαδίζουν λίγο κι ἀποχωρίζονται. Ὁ Ὅσιος μόνος πλησιάζει τὸ πατρικό του σπίτι. Γονυκλινὴς καὶ μετὰ δακρύων ἐπιζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ κατανικήσει τὸ Σατανᾶ.
Εἶναι νύκτα. Ἤδη βρίσκεται μπροστὰ στὸ ἀρχοντόσπιστο τοῦ πατέρα του. Διανυκτερεύει προσευχόμενος ἐκτενῶς. Ξημερώνει κι ἡ τελικὴ μάχη ἀρχίζει. Ἕνας ρακένδυτος, σκελετωμένος, κατάχλωμος ζητιάνος ζητάει καλύβα στὸν κῆπο τοῦ ἄρχοντα Εὐτρόπιου. Ὁ ὑπηρέτης τὸν ἀποπέμπει. Ὁ Ἰωάννης ἱκετεύει γιὰ τὴν παραμονή του. Σὲ λίγο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του. Δακρύζει, εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ καὶ στέλνει τὸ SOS. Πλησιάζει τὸν πατέρα του κι ἐπιζητεῖ τὴν εὐσπλαχνία του. «Ἄφησέ με, σὲ παρακαλῶ, νὰ μείνω στὸ προπύλαιο». Ἡ ὄψις του προκαλεῖ τὸν οἶκτο καὶ γίνεται δεκτὸ τὸ αἰτημά του κι ἐκπληρώνεται ἡ ἐπιθυμία του.

Ἡ ζωὴ στὴν καλύβα

Μιὰ καλύβα φτιάχνεται αὐθημερόν, κι αὐτὴ γίνεται ἡ ἔπαλξις, ὅπου κονταροχτυπιέται ὁ Ἰωάννης μὲ τὸ Διάβολο. Ἀγρυπνεῖ καὶ προσεύχεται. Νηστεύει αὐστηρὰ καὶ διαμοιράζει στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀτοὺς δούλους τὴν τροφή, ποὺ πλούσια του παρέχεται. Ταλαιπωρεῖ ὑπέρμετρα τὸ σῶμα καὶ θεώνει τὴν ψυχή. Ἡ μητέρα του φοβεῖται τὴν ἄγρια ὄψι του. Ὁ Διάβολος τὸν προκαλεῖ ν᾿ ἀποκαλυφθεῖ. Ὑπομένει ἀκλόνητα καὶ παραμένει γιὰ τοὺς γονεῖς του ὁ ἄγνωστος ζητιάνος. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ τὸν τριετῆ πολύμοχθο ἀγώνα του κι ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο του. Ἐπιβραβεύει τὴν παντελῆ αὐταπάρνησι, τὴν τελεία ὑπομονή, τὴ βαθειὰ ταπείνωσι, τὴν περιφανῆ νίκη κατὰ τοῦ Διαβόλου κι ἀναγγέλλει τὴν μετὰ τριήμερο ἀναχώρησί του γιὰ τὴν προσωπικὴ συνάντησι μαζί Του καὶ τὴν συναγαλλίασι μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους.

Πλησιάζει τὸ τέλος του

Ὁ Ἰωάννης ξυπνάει καὶ ὑμνολογεῖ τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἔκφρασι τῆς εὐαρέσκειας καὶ τὴν κατάταξι μὲ τοὺς Ἁγίους. Παρακαλεῖ συνάμα καὶ γιὰ τὴν ἄφεσι τῶν ἀνομιῶν τῶν γονέων του. Μετὰ καλεῖ τὸν ὑπηρέτη καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ μεταβιβάσει πρόσκλησι στὴ μητέρα του γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ἡ μητέρα του φοβᾶται τὴν ἀγριότητά του κι ἀποῤῥίπτει τὴν πρόσκλησι. Ὁ Ὅσιος ἐπιμένει καὶ ζητεῖ νὰ τὴν ἰδεῖ. Ἀναγγέλλει τὴν μετὰ τρεῖς μέρες κοίμησί του καὶ τὴν ἐξαναγκάζει ν᾿ ἀποδεχθεῖ τὸ κάλεσμα. Στέλνει ὅμως δοῦλο καὶ τὸν φέρνουν στὸ σπίτι της. Ὁ Ὅσιος ἐκφράζει τὶς εὐχαριστίες του γιὰ τὴν ἐλεήμονα φιλοξενία κι ἀναθέτει στὸ Χριστὸ τὴν ἀπόδοσι τοῦ μισθοῦ. Ζητεῖ δὲ τὴν ἐκπλήρωσι μιᾶς ὕστατης ἐπιθυμίας, ἀφοῦ παίρνει τὴν ἔνορκη διαβεβαίωσι τῆς ἐκτελέσεως. «Νὰ μὴ γίνει ἀλλαγὴ ἐνδυμάτων κατὰ τὴν ταφή του καὶ νὰ ταφεῖ στὴν καλύβα, στὸ πεδίο τῆς μάχης καὶ τῆς νίκης μὲ τὸ Διάβολο». «Ἀντιπροσφέρει δὲ ὡς δῶρο τὸ χρυσοποίκιλτο Εὐαγγέλιο κι ἐπιστρέφει στὴν καλύβα.
Ἡ μητέρα του ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο, δῶρο δικό της στὸ λατρευτὸ παιδί της. Τὸ ἀνακοινώνει ἀμέσως στὸν Εὐτρόπιο καὶ σπεύδουν νὰ πληροφορηθοῦν ὅ,τι σχετικὸ γνωρίζει ὁ Ὅσιος γιὰ τὸν γυιό τους.

Αὐτοαποκάλυψις στοὺς γονεῖς καὶ ἐκδημία

Ἡ στιγμὴ εἶναι ἀνεπανάληπτη. Μπροστά του βρίσκονται οἱ γονεῖς του κι ἀναμένουν μὲ δάκρυα τὶς πληροφορίες. Ὁ Ὅσιος συγκλονίζεται ἀπὸ τὴ συγκίνησι κι ἀποκαλύπτεται. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ γυιός σας Ἰωάννης. Τὸ Εὐαγγέλιο πιστοποιεῖ τὴν ταυτότητά μου». Καὶ διηγεῖται λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του σὰν ἀπόδειξι τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων του. Οἱ γονεῖς μένουν ἄναυδοι. Ἀντικρύζουν τὸ χαμένο παμπόθητο παιδί τους καὶ ἀγάλλονται. Θεωροῦν τὸ τέλος του καὶ θρηνοῦν γοερά. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ πληροφοροῦνται καὶ συμμετέχουν στὴ χαρὰ καὶ στὸν πόνο τῶν γονέων. Ἀναλογίζονται τὴν ἀπαράμιλλη ὑπομονή του καὶ καταπλήσσονται. Ὁ Ὅσιος δίνει τὶς τελευταῖες παρηγορητικὲς νουθεσίες στοὺς γονεῖς του, εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν λαμπρὴ νίκη κατὰ τοῦ Διαβόλου, εὔχεται γιὰ τοὺς θλιμμένους γονεῖς του καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου παραδίδει τὴν ψυχή του πάλλευκη στὰ χέρια τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ λάβει τὸ στεφάνι τῆς νίκης.

Θαυματουργικὴ παρουσία

Ἡ μητέρα του ξεχνᾶ τὴν ὑπόσχεσί της καὶ τὸν ἐνδύει περίλαμπρα. Παρευθὺς γίνεται σεισμὸς κι ἀκούεται φωνή: «Βάλε τὰ ἐνδύματά μου γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς». Ἡ μάνα μένει παράλυτη καὶ ἄφωνη. Ὁ πατέρας ἐνθυμεῖται τὴν ἐντολὴ τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν ἐνδύουν ρακένδυτα καὶ ἡ μητέρα θεραπεύεται. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος θαυματουργεῖ ποικιλότροπα. Τὸ σῶμα του ἐνταφιάζεται μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Πατριάρχου, κλήρου καὶ λαοῦ στὴν καλύβα. Ἐκεῖ ἀνεγείρεται ἀπὸ τοὺς γονεῖς του Ναὸς καὶ τὸ ὑπόλοιπό της περιουσίας διαμοιράζεται στοὺς φτωχούς. Διέρχονται τὴ λοιπὴ ζωὴ τοὺς θεάρεστα καὶ ἀπέρχονται στὰ Οὐράνια Σκηνώματα γιὰ νὰ συνευφραίνονται αἰώνια μὲ τὸν περιπόθητο γυιό τους Ἰωάννη.

Ἐπίλογος

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὑπόδειγμα μακρᾶς ὑπομονῆς, ὁλοκληρωτικῆς καταφρονήσεως τῶν πρόσκαιρων ἀπολαύσεων, καθολικῆς περιφρονήσεως τῆς ἐφήμερης δόξης, αὐστηρῆς ἐγκράτειας, ἄκρας ὑποταγῆς τῆς θελήσεώς του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τέλειας ἐχεμύθειας τῆς ταυτότητας τοῦ μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Οἱ ἀρετὲς τοῦ προκλήσεις καὶ προσκλήσεις γιὰ μίμησι.
Κι ἐμεῖς ταπεινοὶ τιμητὲς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ πρόθυμοι μιμητὲς ἂς γίνουμε.

Απολυτίκιο,  ήχος δ΄

Εκ βρέφους τον Κύριον, επιποθήσας θερμώς,
τον κόσμον κατέλιπες, και τα εν κόσμω τερπνά, και ήσησας άριστα.
Επηξας την καλύβην, προ πυλών σων γονέων.
’Εθραυσας των δαιμόνων, τας ενέδρας παμμάκαρ.
Διο σε Ιωάννη Χριστός αξίως εδόξασεν.

Πηγή: www.ahdoni.blogspot.com

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ Η ΔIA ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ


Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, το έτος 1720, και ως νεαρή όμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τον Αντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ πού είχε τον βαθμό του συνταγματάρχου και ήταν πρωτοψάλτης στην βασιλική αυλή. Η θέση αυτή ήταν μία πολύ υψηλή κοινωνική θέση και έδινε δόξα και υλική απολαβή.
Ήταν νέοι. Είχαν αγάπη μεταξύ τους. Υπηρέτησαν και οι δυο στην βασιλική αυλή, όπου έκαναν το γάμο τους. Ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι μαζί. Λόγω της νεότητάς τους, τους άρεσε πολύ να πηγαίνουν σε χοροεσπερίδες και σε συμπόσια. Καλούσαν φιλοξενουμένους στο σπίτι τους και αυτοί οι ίδιοι πήγαιναν ως φιλοξενούμενοι σε άλλα σπίτια. Αυτά οι άνθρωποι τα ονομάζουν «καλή τύχη» και φαινόταν ότι τίποτε στο ανδρόγυνο αυτό, τον Ανδρέα και την Ξένια, δεν θα έδινε τέλος σ’ αυτή τους την χαρά. Αλλά ξαφνικά ένα φοβερό χτύπημα, σαν κεραυνός εν αιθρία, ο αναπάντεχος θάνατος του αγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε την Ξένια Γκριγκόριεβνα. Στα είκοσι έξι της χρόνια, ένα βράδυ σε ένα χορό ο άντρας της ενώ έπινε με τους φίλους τους, ξαφνικά έπεσε κάτω νεκρός. Αυτό φυσικά ήταν πολύ οδυνηρό για την Ξένια. Ο Αντρέας, δεν είχε ποτέ εξομολογηθεί και λάβει Θεία Κοινωνία έως πριν πεθάνει, και εκείνη ανησυχούσε τρομερά για την ψυχή του.
Σύντομα μετά την ταφή του, η Οσία Ξένια εξαφανίστηκε από την Αγία Πετρούπολη για οκτώ χρόνια. Πιστεύεται ότι αυτό το χρονικό διάστημα το πέρασε σε ένα ερημητήριο ή σε ένα μοναστήρι, μαθαίνοντας το δρόμο της πνευματικής ζωής. Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας είχε αξιόπιστη πληροφορία ότι η μακαρία Ξένια για την πνευματική της τελείωση δαπάνησε αυτά τα χρόνια μεταξύ των Στάρετς προετοιμάζοντας τον εαυτό της για τον δύσκολο αγώνα των διά Χριστόν σαλών και ήταν κάτω από την πνευματική τους καθοδήγηση.
Πού ήταν οι Στάρετς; Ίσως ήταν στο Hermitage η σ’ ένα από τα μοναστήρια πού αυτόν τον καιρό είχαν Στάρετς, μαθητές του Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ύστερα από οχτώ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στην πατρίδα της, την αγία Πετρούπολη, και δεν την ξανάφησε στα άλλα τριάντα επτά χρόνια της ζωής της σ’ αυτόν τον κόσμο.
Όταν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, χάρισε τα υπάρχοντά της, το σπίτι της, τα χρήματά της, τα όμορφα ρούχα της. Κατά πρώτον άρχισε να βεβαιώνει σε όλους όσους την περιτριγύριζαν ότι ο σύζυγός της δεν πέθανε, αλλά ότι πέθανε αυτή. Φόρεσε τα ρούχα του νεκρού συζύγου της και άρχισε να ονομάζει τον εαυτό της Ανδρέα Φεοντόροβιτς. Οι συγγενείς της την θεώρησαν περισσότερο για παράφρονα , όταν αυτή άρχισε να μοιράζει την περιουσία της στους πιο φτωχούς και όταν έδωσε το σπίτι της στην Παρασκευή Ατόνοβα. Οι ενδιαφερόμενοι για την περιουσία της συγγενείς της στράφηκαν στις αρχές και ζήτησαν από αυτές να λάβουν μέτρα εναντίον μιάς τέτοιας διάθεσης της κληρονομιάς της από αυτήν. Μετά από αυτήν την αναφορά των συγγενών οι αρχές την κάλεσαν και αφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ότι ήταν πολύ καλά στα λογικά της και είχε επομένως κάθε δικαίωμα να κάνει ότι ήθελε την περιουσία της (σημειώνεται το συμβάν: οι συγγενείς της Ξένιας την πήγαν στο δικαστήριο αλλά ο δικαστής βρήκε ότι έχει καλό και γερό νου όσο αυτή συνέχιζε να βοηθά τους φτωχούς.) Αλλά στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουμε ένα όνομα για τους αγίους ανθρώπους πού οι άλλοι πιθανόν να νομίζουν ότι είναι τρελοί. Εμείς τους ονομάζουμε «διά Χριστόν σαλούς». Αυτοί συχνά δεν είναι τρελοί, αλλά προσποιούνται ότι είναι, για να μπορούν να κρύψουν τα πνευματικά τους χαρίσματα.
Τί συνέβηκε πράγματι με την Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ασφαλώς συνέβηκε μέσα της μια πλήρης πνευματική αντιστροφή, πού, κατά τα ίδια της τα λόγια, η Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα είχε πεθάνει!…Βάζοντας τα ρούχα του συζύγου της και παίρνοντας το όνομά του ήταν κατά τη γνώμη της, σαν να παρατεινόταν η δική του ζωή στο πρόσωπό της για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του με τη δική της αφιερωμένη στο Θεό ζωή. Τώρα αυτή παρουσίαζε τον εαυτό της στον κόσμο με την δύσκολη υπηρεσία του Θεού ως «κατά Χριστόν τρελή».
Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λέγει: «Υπάρχει μία αληθινή, πραγματική ζωή και μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Το να ζείς για να τρώς, να πίνεις, να ντύνεσαι, για να απολαμβάνεις και να γίνεσαι πλούσιος, το να ζείς γενικά για εγκόσμιες χαρές και φροντίδες, αυτό είναι μία φαντασία. Το να ζείς όμως για να ευχαριστείς τον Θεό και τους άλλους, για να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι με κάθε τρόπο για την σωτηρία των ψυχών τους, αυτή είναι πραγματική ζωή! Ο πρώτος τρόπος ζωής είναι ακατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ο δεύτερος είναι ακατάπαυστη ζωή του πνεύματος» (Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, Περί της εγκοσμίου ζωής) .
Από αυτό βλέπουμε ότι το «χτύπημα» πού «χτύπησε» την δούλη του Θεού Ξένια ήταν μία ώθηση από την μή πραγματική ζωή στην ζωή του Πνεύματος.
Η μακαρία Ξένια, πού ήταν πλούσια πρώτα, έζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζούσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη στους δρόμους της πόλης εμπαιζόμενη και κακομεταχειριζόμενη από πολλούς. Η μόνη τροφή της ερχόταν από γεύματα πού μερικές φορές δεχόταν από εκείνους πού γνώριζε. Το βράδυ αποσυρόταν σε έναν αγρό έξω από την πόλη και εκεί γονατιστή προσευχόταν ως το πρωί. Δεν είχε πραγματικά πού να κλίνη την κεφαλή της. Για σκέπη της είχε τον μελαγχολικό βροχερό ουρανό της αγίας Πετρούπολης, ενώ για κρεβάτι της είχε το υγρό γυμνό έδαφος. Περνούσε τις νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στο γυμνό έδαφος των χωραφιών. Αυτό το μαρτυρούσαν η αστυνομία και οι κάτοικοι, πού την ανακάλυψαν, γιατί είχαν την περιέργεια να μάθουν πού εξαφανιζόταν τις νύχτες. Κάποτε κάποιος αστυνομικός την παρακολούθησε και την είδε να κλίνη τα γόνατά της σ’ ένα ανοιχτό χωράφι και να προσεύχεται. Αρχισε να προσεύχεται από το βράδυ και δεν σηκώθηκε μέχρι το πρωί. Κατά τη διάρκεια των προσευχών της έκανε μετάνοιες σε όλες τις διευθύνσεις προσευχόμενη για όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς.
Κατά την ημέρα συνήθως γύριζε γύρω στους δρόμους της αγίας Πετρούπολης. Τα κουρελιασμένα ρούχα της δύσκολα την σκέπαζαν – μια κόκκινη φούστα και το στρατιωτικό σακάκι του άντρα της. Στα πόδια της είχε χαλασμένα παπούτσια και γύρω από το κεφάλι της είχε δεμένο ένα παλιό μαντήλι. Ακόμα και κατά τον βαρύ χειμώνα δεν φορούσε ζεστά ρούχα και παπούτσια, αν και η καλοσύνη του λαού της πρόσφερε πολλά απ’ αυτά. Σε όλες τις περιόδους του έτους την έβλεπαν ντυμένη στα ίδια κουρέλια. Το κρύο στην αγία Πετρούπολη ήταν δυνατό και διαπερνούσε τα κόκαλα. Αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πού χύνεται με αφθονία στους αγίους του Θεού, τους έκανε να νικούν τους νόμους της φύσεως. Αυτή η Χάρη του Αγίου Πνεύματος έδινε ζεστασιά και δύναμη στη μακαρία Ξένη.
Πολλοί αγαπούσαν αυτήν την ήσυχη, την ήρεμη, την ταπεινή και την ευγενική δούλη του Θεού Ξένια. Αρκετοί την λυπόντουσαν και της έδιναν ελεημοσύνη, αλλά αυτή δεν την έπαιρνε. Εάν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, αμέσως το έδινε σε κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ελεημοσύνη από φιλεύσπλαχνους ανθρώπους, αλλά αμέσως τα χάριζε στους φτωχούς, κάνοντας καλό στους ανθρώπους στο όνομα του Αντρέα, έτσι ώστε αν η ψυχή του υπέφερε από τις αμαρτίες του τις οποίες δεν είχε μετανοήσει, οι πράξεις της και οι προσευχές της θα τον βοηθούσαν. (Οι Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ή προσεύχονται για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Αυτό λέγεται ελεημοσύνη αλλά δεν είναι τόσο σύνηθες να εγκαταλείπει κάποιος όλη του τη ζωή για ένα άνθρωπο, όπως ακριβώς έπραξε η Ξένια). Το ενδιαφέρον είναι ότι κάνοντας καλές πράξεις και προσφέροντας προσευχές για τους άλλους, πλησιάζεις πολύ το Θεό, και αυτό συνέβηκε και με την Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολύ για τον άντρα της και αυτό την έκανε Αγία!
Ο Κύριος είχε δώσει στην Ξένια πολλά πνευματικά δώρα και αυτή άρχισε να κάνει περίεργα πράγματα όπως περπατούσε ξυπόλυτη στο χιόνι και φορούσε ασυνήθιστα ρούχα έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην νομίσουν ότι εκείνη είναι κάτι το εξαιρετικό. Αυτή μερικές φορές γνώριζε τί πρόκειται να συμβεί πριν αυτό συμβεί, ή αν οι άνθρωποι είχαν ένα πρόβλημα και δεν γνώριζαν τί θέλει ο Θεός να κάνουν, αυτή μπορούσε να τους το πεί. Συχνά κοιτάζοντας με μία ματιά τους ανθρώπους, αυτή ήξερε αν αυτοί έλεγαν την αλήθεια ή όχι.
Σιγά σιγά, οι άνθρωποι της πόλης παρατήρησαν τα σημάδια αγιότητας πού ήταν το υπόστρωμα της φαινομενικά διαταραγμένης της ζωής: παρουσίαζε το χάρισμα της προφητείας και η όλη παρουσία της σχεδόν πάντα επιβεβαίωνε την ευλογία της. Το Συναξάρι λέει :
«Η ευλογία του Θεού φαινόταν να τη συνοδεύει οπουδήποτε εκείνη πήγαινε: όταν έμπαινε σε ένα μαγαζί οι εισπράξεις της ημέρας αυξάνονταν σημαντικά. Οι έμποροι την παρακαλούσαν να πάρει κάτι ως δώρο ή τουλάχιστον να μπεί στο κατάστημά τους. Ήξεραν ότι εκείνη τη μέρα οι δουλειές τους θα πήγαιναν πολύ καλά και τα κέρδη τους θα ήταν πολλά. Όταν περπατούσε στον δρόμο, από όλες τις μεριές, από όλα τα αμάξια πού περνούσαν άκουγε να φωνάζουν: «Ανδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα, θέλω να σε πάρω στο αμάξι μου έστω και για λίγα βήματα». και όταν έμπαινε σε κάποιο αυτοκίνητο, το εισόδημα του αυτοκινήτου αυτού την ημέρα εκείνη ήταν πολύ μεγάλο. Η μακαρία Ξένη προτιμούσε να κάθεται σε αυτοκίνητα ανθρώπων πού είχαν ανάγκη βοηθείας. Εάν μιλούσε με κανέναν πού ήταν στενοχωρημένος, αμέσως αυτός καταπραϋνόταν και του ερχόταν μία θαυματουργική βοήθεια. Όταν αγκάλιαζε ένα άρρωστο παιδί, αμέσως αυτό γινόταν καλά. Η πολύ και μακροχρόνια συμπόνια της, άνοιξε το δρόμο του σεβασμού και της ευλάβειας προς το πρόσωπό της και οι άνθρωποι γενικά έφτασαν να την θεωρούν ως το φύλακα άγγελο της πόλης.»
Κάποτε, το έτος 1764, ταράχτηκε πολύ και ξέσπαγε κάθε μέρα σε δάκρυα. Οι άνθρωποι την ρωτούσαν την αιτία πού κλαίει και αυτή απαντούσε: «Αίμα, αίμα, αυλάκι από αίμα!». Τότε όλοι ήταν ανήσυχοι για το τί άραγε θα συνέβαινε. Αλλά τρεις εβδομάδες αργότερα οι πολίτες της αγίας Πετρούπολης έμαθαν τί σήμαιναν τα λόγια της. Από την ρωσική ιστορία γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια του αξιωματικού Μίροβιτς να ελευθερώσει τον αιχμάλωτο βασιλέα Ιβάν Αντώνοβιτς, πού ήταν φυλακισμένος στο φρούριο Schlusselburg, απέτυχε και ο Ιβάν Αντώνοβιτς φονεύθηκε.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1761, την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, η μακαρία Ξένη περιερχόταν τους δρόμους της πρωτεύουσας και έλεγε στον καθένα να κάνη τηγανίτες. Την επομένη μέρα ακούστηκε το φοβερό νέο: η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οι τηγανίτες θα ήταν για την αγρυπνία, πού η προικισμένη με το προορατικό χάρισμα οσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις πού εκδηλωνόταν το προορατικό χάρισμά της και περιπτώσεις βοηθειών πού πρόσφερε στον λαό με το χάρισμά της αυτό, έχουμε πολλές.
Μερικές φορές, όταν οι Χριστιανοί κάνουν καλές πράξεις, τις κάνουν κρυφά ώστε μόνο ο Θεός να βλέπει. Αυτό γιατί ο Κύριος είπε: «Μην αφήνεις να γνωρίζει η αριστερά σου χείρ τί ποιεί η δεξιά σου» καί, «Κάνε τις καλές σου πράξεις μυστικά ώστε ο Πατέρας πού σε βλέπει μυστικά να σε ανταμείψει φανερά.» Αυτό είναι πού αντιπροσωπεύει την εικόνας της Αγίας Ξένιας. Πριν πολλά χρόνια, όταν οι άνθρωποι της Αγίας Πετρούπολης έχτιζαν μία εκκλησία στο κοιμητήριό του Smolensk, η Αγία Ξένια συνήθιζε να πηγαίνει κατευθείαν το βράδυ και να κουβαλάει βαριούς πλίνθους οι οποίοι χρειάζονταν την επόμενη μέρα για το χτίσιμο της στέγης της εκκλησίας. Όταν οι τεχνίτες έρχονταν κάθε πρωί, έβρισκαν το σκληρότερο μέρος της δουλειάς τους ήδη τελειωμένο και αυτοί αναρωτιόνταν ποιός να ήταν πού έκανε αυτή την ευγενική πράξη. Τελικά, δύο απ’ αυτούς αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ τους στο κοιμητήριο. Περίμεναν και περίμεναν, και όταν έγινε σκοτάδι, η Αγία Ξένια εμφανίστηκε. Όλο το βράδυ, την παρακολουθούσαν να ανεβαίνει και να κατεβαίνει με τα τούβλα της, τους τοίχους της μισοτελειωμένης εκκλησίας.
Η εκκλησία πού η Αγία Ξένια βοήθησε στο χτίσιμο είναι ακόμη στο κοιμητήριο του Smolensk και δίπλα της υπάρχει ένα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στο οποίο έχει ταφή. Προσκυνητές από όλη τη Ρωσία ακόμη έρχονται εκεί να προσευχηθούν και να ζητήσουν να τους βοηθήσει. Κατά τη διάρκεια των φρικτά δύσκολων χρόνων στη Ρωσία, όταν οι εκκλησίες ήταν κλειστές λόγω του ότι ο Κομουνισμός δεν ήθελε οι άνθρωποι να λατρεύουν το Θεό, προσκυνητές έρχονταν κρυφά στην Αγία Ξένια. Η πόρτα του παρεκκλησίου ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσαν να μπούν μέσα, έγραφαν τις προσευχές τους σε μικρά χαρτάκια και τα άφηναν μέσα στις ρωγμές των τοίχων. Στον Κομουνισμό δεν άρεσε αυτό καθόλου, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι είναι αδύνατον να σταματήσουν τους Χριστιανούς να αγαπάνε τους Αγίους, ή να σταματήσουν οι Άγιοι να τους βοηθούν!
Σαράντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, η Αγία Ξένια αναπαύθηκε εν ειρήνη, στην ηλικία των εβδομήντα ενός ετών, κάπου στα 1800. Υποθέτουν ότι αναπαύθηκε μεταξύ των ετών 1806 και 1814. Δεν υπάρχει ακριβής πληροφορία σχετικά με αυτόν τον χρόνο και είναι αδύνατο να καθορίσουμε ακριβώς την χρονολογία του θανάτου της. Γνωρίζοντας την αγάπη και τον σεβασμό με τον οποίο την περιέβαλε ο κόσμος μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι η κηδεία της είχε μεγάλη επισημότητα και ότι πολύς κόσμος θα συγκεντρώθηκε, για να της δώσει τον τελευταίο χαιρετισμό.
Ο τάφος της, αμέσως, έγινε τόπος προσκυνήματος: έτσι πολλοί προσκυνητές έπαιρναν χώμα από τον τάφο της ως ευλογία και νέο χώμα έπρεπε να τροφοδοτείται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε επάνω στον τάφο της μια πλάκα από γρανίτη με την επιγραφή :
«Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εδώ αναπαύεται το σώμα της δούλης του Θεού, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικός του αυτοκρατορικού πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ανδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σε ηλικία 26 ετών, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, έζησε 71 χρόνια. Ήταν γνωστή με το όνομα Ανδρέα Φεοντόροβιτ».
Αυτά γράφονται στο λακωνικό επιτύμβιο πάνω στον τάφο της μακαρίας Ξένης, γραμμένα από ένα άγνωστο πρόσωπο.
Όμως και αυτή η πλάκα επίσης βαθμιαία χαράσσονταν και φθείρονταν από τους πιστούς. Έπειτα χτίστηκε στον τάφο της ένα εκκλησάκι με τις προσφορές των πιστών. Πολλοί πιστοί άρχισαν να γράφουν πιο τοίχους του ναϋδρίου διάφορα αιτήματα, ώστε αναγκάστηκαν να τον χρωματίσουν. Οι ιερείς έκαναν παννυχίδες στο ναό από νωρίς το βράδυ μέχρι αργά το πρωί.
Τα χέρια των αθεϊστών δεν σεβάστηκαν τον τόπο της αναπαύσεως της αγίας. Γι’ αυτό τα παράθυρα ήταν κλειστά με σανίδες και η είσοδος ήταν κλειστή, αλλά ο δρόμος προς το νεκροταφείο Σμόλενκ ήταν πάντοτε ανοιχτός. Νέοι και γέροι πήγαιναν στο παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τα αιτήματά τους για βοήθεια και έσκυβαν στο έδαφος κοντά στον τάφο.
Και η μακαρία Ξένη τους βοηθούσε όλους.
Θαύματα, θεραπείες και εμφανίσεις της Αγίας Ξένιας συμβαίνουν και σήμερα σε εκείνους πού επισκέπτονται τον τάφο της η πού απλά ζητάνε τις πρεσβείες της. Ο Θεός θεραπεύει πολλούς ανθρώπους από ασθένειες και πάθη μέσω των πρεσβειών της Αγίας Ξένιας. Αυτή τους βοηθά να βρούν δουλειά, σπίτι ή σύζυγο (όλα αυτά για τα οποία εκείνη απαρνήθηκε στην δική της ζωή). Η Αγία Ξένια δεν είχε σπίτι και έτσι γνωρίζει πόσο σκληρό είναι να έχεις ανάγκη ένα σπίτι και να ζείς άστεγος. Στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής της την καλούμε «άστεγη περιπλανώμενη», γιατί εγκατέλειψε νωρίς το σπίτι της για τον παράδεισο.
Πρόσφατα μία γυναίκα στην Αγγλία, νεοφώτιστη στην ορθοδοξία, έψαχνε να βρεί σπίτι κοντά σε εκκλησία για να μπορεί να παρακολουθεί καθημερινά τη Θεία Λειτουργία. Αυτή και ο πνευματικός της προσευχήθηκαν στην Αγία Ξένια και ω του θαύματος σε λίγες μέρες η γυναίκα αυτή βρήκε ένα διαμέρισμα σε ένα σπίτι ακριβώς δίπλα από την εκκλησία! Θαυμαστός ο Θεός εν τοίς Αγίοις Αυτού!
Ένα ευσεβή έθιμο είναι η προσφορά Τρισάγιου υπέρ αναπαύσεως του συζύγου της Αντρέα, για τον οποίο εκείνη προσευχόταν πυρετωδώς έως το τέλος της ζωής της.
Η Αγία Ξένια δοξάστηκε επίσημα πρώτα από την ορθόδοξη εκκλησία της Ρωσίας έξω από την Ρωσία, το 1978 και μετέπειτα το 1988 από το Πατριαρχείο της Μόσχας.

Πηγή: www.synaxarion.gr

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ, ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

Κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου κάποιος στο στρατόπεδο μοίρασε στους στρατιώτες την Καινή Διαθήκη σε μικρά καλοδεμένα βιβλιαράκια. Πήρες και συ και με εκνευρισμό παρατήρησες ότι στον πόλεμο είναι απαραίτητο το ατσάλι και το μολύβι και όχι τα βιβλία. «Εδώ εάν δε μας σώσει το ατσάλι,το βιβλίο δεν θα μας σώσει σίγουρα!» Τέτοιου είδους σχόλιο έκανες, αφού μέχρι εκείνη την ημέρα τίποτα δεν εναπέθετες στην πίστη στο Θεό. Την πίστη την θεωρούσες ως κάποια παλιά καμπαρτίνα, που το ανθρώπινο καραβάνι από καταβολής κόσμου, αν και άχρηστη τη σέρνει μαζί του.
Παρόλα αυτά πήρες το βιβλιαράκι και το έβαλες μέσα στην αριστερή τσέπη. Τι συνέβη; Μόνος σου λες, θαύμα από τον Θεό και το προσυπογράφω. Την ίδια μέρα ξεκίνησε δυνατή μάχη. Γύρω σου έπεφταν τραυματίες. Ξαφνικά τραντάζεσαι. Σε χτύπησε σφαίρα. Πιάνεις με το χέρι την αριστερή πλευρά σου στο μέρος της καρδιάς. Περίμενες να τρέξει αίμα. Όταν γδύθηκες, βρήκες τη σφαίρα σε αυτό το βιβλιαράκι, ακριβώς στο μέρος της καρδιάς. Έτρεμες σαν να είχες πυρετό. Το χέρι του Θεού! Το ιερό βιβλίο σου έσωσε τη ζωή από το ατσάλι και το μολύβι.
Την ημέρα αυτή την θεωρείς ως πνευματική σου γέννηση. Από την ημέρα εκείνη άρχισες να έχεις φόβο Θεού και διαφύλαξες την πίστη σου προσεκτικά. Όντως δεν είναι παλιά καμπαρτίνα! Και δεν την κουβαλά το ανθρώπινο καραβάνι μάταια.

Πηγή: www.koinoniaagion.blogspot.com

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ - ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ

Όλη η λατρεία μας εδώ στη γη είναι τύπος και εικόνα της ουρανίας λατρείας του Θεού. Η ωραιότης του ναού, εικόνα της ωραιότητος του ουρανού. Το φως, εικόνα του ακτίστου φωτός και της απροσίτου δόξης του Θεού. Το ευωδιαστό θυμίαμα, «αι προσευχαί των αγίων» (Αποκ. 5, 8). Η υμνωδία, εικόνα της ακατάπαυστης αγγελικής δοξολογίας. Η ψυχική γλυκύτης και η πνευματική τέρψις από τη γήινη λατρεία του Θεού, μια ασήμαντη πρόγευσις της ουρανίας ανεκφράστου ηδονής των αγίων και των δικαίων, από την ενατένισι του προσώπου του Κυρίου. Τα λαμπρά άμφια των λειτουργών, εικόνα των μελλόντων υπερφώτων και αφθάρτων ενδυμάτων της βασιλείας του Θεού: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών(Ματθ. 13, 43).

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ


«Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. 25,13).
«Εδώ, βασιλεύ, είναι το σκήπτρο σου, εδώ ηγεμόνες του κόσμου είναι τα πα­λάτια σας, εδώ δικαστή είναι το κρεββάτι σου, εδώ, αρχιερεύ του Χριστού είναι η μίτρα σου, εδώ φιλόσοφε, είναι η ακαδημία σου, εδώ διδάσκαλε, είναι το σχολείο σου, εδώ ρήτορ είναι ο άμβων σου, εδώ μοναχέ, είναι η άσκησί σου, εδώ θνητέ άνθρωπε, είναι η κατοικία σου...».

Πατέρες και αδελφοί,
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας ομιλεί συχνά για την τελευταία ώρα και το λεπτό της παρούσης ζωής μας, από την οποία κρίνονται όλες οι ημέρες της ζωής μας. Αλλά γιατί τόσο ενδιαφέρον και προσοχή σ’ αυτή την ε­σχάτη στιγμή της παρούσης ζωής μας;
Η τελευταία αυτή ώρα είναι ανώτερη από όλη την ζωή μας, όσο μακροχρόνια και να ήταν αυτή. Για να κα­ταλάβουμε αυτό πρέπει να σκεφθούμε ότι γι’ αυτό το τε­λευταίο λεπτό ο Επουράνιος Πατήρ μας έστειλε στον κό­σμο τον Μονογενή Του Υιό. Γι’ αυτό το λεπτό ο Χριστός γεννήθηκε ως βρέφος στην σπηλιά, σπαργανώθηκε στην φάτνη, έκλαυσε μέσα στα άχυρα και υπέμεινε τα πάντα από το αχάριστο γένος των ανθρώπων μέχρι του οδυνη­ρού και σταυρικού Του θανάτου. Γι’ αυτό το λεπτό γρά­φθηκαν τα τέσσερα ευαγγέλια για να μας ελευθερώσουν από την πλάνη, να μας διδάξουν για τον ουράνιο σκοπό μας και να μας προετοιμάσουν για την τελευταία στιγμή της ζωής μας. Γι’ αυτό το λεπτό δόθηκαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα επτά Μυστήρια, ως μέσα αγιασμού μας, οι Δέκα Εντολές και τελευταία η κλήσις για την μοναχική ζωή μας. Γι’ αυτό το λεπτό τόσοι άγιοι έφυ­γαν από τον κόσμο για τις ερήμους, τις σπηλιές και τις τρώγλες της γης και αγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου για την εσχάτη καλή απολογία ενώπιον του Δικαίου Κριτού. Γι’ αυτό το λεπτό τόσα εκατομμύρια μάρτυρες υπέφεραν τα βάσανα και εθυσίαζαν την παρούσα ζωή για να κερδίσουν την αιώνια.
Αδελφοί μου, ας μη ξεχνάμε ότι ο εχθρός της σωτη­ρίας μας γνωρίζει καλλίτερα από εμάς πόση μεγάλη ση­μασία έχει αυτό το τελευταίο λεπτό της ζωής μας. Γι’ αυτό τότε μας προκαλεί μεγάλους και φοβερούς πειρα­σμούς, για να θανατώση την ψυχή μας και να μας απομακρύνη έστω την εσχάτη εκείνη στιγμή από τον Θεό και Σωτήρα μας.
Και τώρα να σας κάνω την ερώτηση: Αραγε γνωρίζε­τε ποιοί είναι οι πειρασμοί τους όποιους παρουσιάζει ο διάβολος στην ώρα της εξόδου μας απ’ αυτή την ζωή;
Κατά τους Αγίους Πατέρας τέσσερεις είναι οι επιθέ­σεις του διαβόλου εναντίον των δούλων του Θεού στις ε­πιθανάτιες στιγμές.
Ο πρώτος πειρασμός του διαβόλου γίνεται εναντίον της πίστεώς μας. Βλέποντας ο διάβολος ότι ο άνθρωπος αδυνάτισε, αρχίζει να του σπέρνη στον νου λογισμούς απιστίας και αμφιβολίας για την ορθόδοξο πίστι μας. Ο ά­γιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σ’ αυτή την περίπτωσι μας συμβουλεύει τα εξής: «Όταν ιδούμε ότι μας φέρνει λογι­σμούς απελπισίας και απιστίας κατά την ώρα του θανά­του μας, ν’ απομακρύνουμε αυτούς από την σκέψι μας λέγοντας: «Πήγαινε οπίσω μου, σατανά, πατέρα του ψεύ­δους, διότι δεν θέλω ούτε να σε ακούω. Μου είναι αρκετό να πιστεύω σ’ αυτά που πιστεύει η Εκκλησία μου». Δεν πρέπει να δίνουμε καθόλου σημασία στους λογισμούς της απιστίας, όπως μας διδάσκει και η Αγία Γραφή: «εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής», (Εκκλησ. 10,4). Ενώ, εάν ο πονηρός όφις σε ερωτήση: «Και τί πιστεύει η Εκκλησία»; Μη του δώσης προ­σοχή και μη του απαντήσης καθόλου. Εάν είσαι δυνατός στην πίστι και θέλεις να τον εντροπιάσης, απάντησέ του νοερά: «Η Αγία μου Εκκλησία πιστεύει στην αλήθεια». Εάν σε ερωτήση πάλι: «ποιά αλήθεια;» να του απαντήσης: «Αυτή την οποία πιστεύει η Εκκλησία». Κράτησε τον νου σου δυνατά και σταθερά στον Σταυρωθέντα Κύ­ριο, λέγοντας Του: «Θεέ μου Πλάστη μου και Δημιουργέ μου, βοήθησέ με γρήγορα για να μη απομακρυνθώ από την αλήθειά Σου και την πίστι Σου. Καθώς με την Χάρι Σου με ανεγέννησες έτσι μέχρι τέλους της παρούσης ζω­ής μου να με φυλάξης προς δόξα του Ονόματος Σου».
Ο δεύτερος πειρασμός στην ώρα του θανάτου μας είναι της απελπισίας. Προσπαθεί δηλαδή ο διάβολος να μας προκαλέση φόβο ενθυμίζοντας τις αμαρτίες μας για να μας ρίξη έτσι στον βυθό της απελπισίας. Αλλά εσύ, α­δελφέ μου, στάσου γενναίος σ’ αυτό τον κίνδυνο και να γνωρίζης εκ των προτέρων δύο πράγματα: Εάν η ενθύμησις των αμαρτιών σου σε ταπεινώνη και σου προκαλή πό­νο στην καρδιά σου, διότι ελύπησες τον Θεό με τις αμαρτίες σου, και αυτός ο πόνος σου φέρνει στην ψυχή ειρή­νη, αγάπη για τον Θεό και πραότητα, τότε να ξέρης ότι αυτή η ενθύμησις είναι από την Χάρι του Θεού, ενώ όταν σού προκαλεί οργή στην καρδιά, αδημονία και ταραχή, να γνωρίζης ότι είναι έργο του δαίμονος, ο όποιος θέλει να σε ρίξη στον λάκκο της απελπισίας πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει για εσένα σωτηρία και ότι θα κολασθής. Τό­τε να ταπεινώνεσαι περισσότερο και να έχης την ελπίδα σου στον Θεό και όχι στα έργα σου. Μόνο έτσι με γλυτώσης από τους νοητούς εχθρούς, θα σύντριψης τα άρματα τους και θα δοξάσης τον Θεό. Κατόπιν, εάν σου φαίνεται ότι ο ίδιος ο Θεός σου λέγει πώς δεν είσαι από τα πρόβατά Του, να μη χάσης την ελπίδα σου που έχεις προς Αυτόν, αλλά με ταπείνωσι να Του είπης: «Πράγματι έχεις δί­καιο, Θεέ μου, αν με αρνηθής λόγω των αμαρτιών μου, αλλά εγώ έχω μεγάλη ελπίδα στο έλεός Σου ότι  θα με συγχωρέσης. Ζητώ την σωτηρία για την παναθλία μου ψυχή, η οποία για την κακία της είναι άξια τιμωρίας, αλλά που γι’ αυτήν έχυσες το πάντιμο Αίμα Σου. Θέλω να σωθώ, Λυτρωτά μου, για την δόξα Σου έχοντας ελπίδα στο άπειρο έλεός Σου, γι’ αυτό και αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια Σου. Κάνε για μένα αυτό που θέλει η ευσπλα­χνία Σου, διότι για μένα μόνο εσύ είσαι ο Δεσπότης μου, και αν ακόμη αποθάνης, εγώ πάλι σε Εσένα θα έχω την ελπίδα μου».
Ο τρίτος πειρασμός του διαβόλου στην ώρα του θα­νάτου μας είναι της κενοδοξίας και της εμπιστοσύνης στα έργα μας που εκάναμε. Γι’ αυτό ουδέποτε, μα προ­παντός στην τελευταία στιγμή της ζωής μας, να μη αφήσουμε τον νου μας να αισθανθή ικανοποίησι για τα έργα που έκανε, έστω και να επέτυχε όλες τις αρετές των ά­γιων. Το στήριγμά μας σε εκείνη κυρίως την ώρα να είναι μόνο η ελπίδα μας στον Θεό, στο έλεός Του, στο Τίμιο Αίμα Του που έχυσε από αγάπη για εμάς και την σωτηρία μας. Πάντοτε, μα προπαντός εκείνη την ώρα, να κατηγο­ρούμε τον εαυτό μας, να τον καταδικάζουμε ως άξιο τι­μωρίας, χωρίς να χάνουμε την ελπίδα μας στο άπειρο έ­λεος του Θεού, και εάν μας παρουσιάση ο πειρασμός κά­ποιο καλό έργο μας, εμείς να λέγωμεν τότε, ότι ο Θεός το έκανε και όχι εμείς. Επί πλέον να μη περιμένουμε τον δί­καιο δήθεν μισθό για τα έργα μας, για τους αγώνες μας και τις νίκες μας κατά του διαβόλου και της αμαρτίας. Να παραμένουμε συνεχώς μέσα σε ένα άγιο φόβο, σκε­πτόμενοι ότι όλοι οι κόποι και οι αγώνες μας θα ήταν μά­ταιοι και ανεκτέλεστοι, εάν ο Θεός δεν μας είχε υπό την σκέπη Του και την βοήθειά Του. Όταν σκεπτώμεθα όλα αυτά, οι δαίμονες δεν θα μπορέσουν τότε να σπάσουν τον δεσμό μας με τον Επουράνιο Πατέρα μας και θα περά­σουμε με το έλεός Του χαρούμενοι από αυτή την γη της ε­ξορίας στην άνω Ιερουσαλήμ, την περιπόθητη πατρίδα μας.
Ο τέταρτος δαιμονικός πειρασμός στις τελευταίες μας στιγμές είναι οι φαντασίες και οι διάφορες μορφές και παραστάσεις.
Σ’ ολόκληρη την ζωή μας ο πονηρός εχθρός δεν μας πολεμά με φαντασίες τόσο όσο στο τέλος της ζωής μας, θέλοντας να μας πλανήση με τις ψευδοαπάτες, δήθεν θε­ωρίες και τους μετασχηματισμούς του σε άγγελο φωτός.
«Σ’ όλα αυτά, αδελφέ μου, να παραμένης σταθερά στην συναίσθησι της μηδαμινότητος και αμαρτωλότητός σου. Όταν έλθη με φαντασίες ο διάβολος να σε προσβάλη, με θάρρος και τολμηρή καρδιά να του ειπής: «Χάσου, άθλιε, στο σκοτάδι σου, διότι δεν μου χρειάζονται οι φαν­τασίες σου. Δεν έχω ανάγκη από άλλο τίποτε, παρά από την ευσπλαχνία του Ιησού μου και τις πρεσβείες της Αειπαρθένου, Μητρός Του και των άλλων Αγίων. Εάν και μετά από πολλές αποδείξεις και εμφανίσεις καταλάβης ότι είναι αληθινά σημεία από τον Θεό και πάλι διώξε τα και όσο μπορείς να τα απομακρύνης από κοντά σου. Δεν θα λυπηθή ο Θεός γι’ αυτή την στάσι σου, έστω και να προέρχωνται οι θεωρίες απ’ Αυτόν. Γνωρίζει Εκείνος να σε πείση, εάν τα σημεία είναι απ’ Αυτόν, ώστε να τα δεχθής».
Αυτές είναι οι σπουδαιότερες επιθέσεις με τις όποιες συνηθίζουν οι νοητοί εχθροί μας να μας προσβάλλουν στα τελευταία λεπτά της ζωής μας....
Από τους παλαιοτέρους καιρούς οι εκλεκτοί άνθρω­ποι του Θεού ώπλίζοντο δυνατά κατά της αμαρτίας με την συνεχή ενθύμησι του θανάτου. Ως πρώτος διδάσκα­λος της μνήμης του θανάτου θεωρείται ο Νώε, ο όποιος προ του χωρισμού των παιδιών του, τα εκάλεσε και τους εμοίρασε τα οστά του προπάτορος Αδάμ, τα όποια δια­τηρούσε στην Κιβωτό ως κληρονομιά από τους παλαιοτέ­ρους πατριάρχας. Όταν τα εμοίρασε στα παιδιά του, εκείνα τον ερώτησαν: «Σε τί θα μας ωφελήσουν αυτά τα οστά του Αδάμ, πάτερ;» και εκείνος τους είπε: «Παιδιά μου, μεγάλη ωφέλεια θα σας προξενούν αυτά, εάν πάντο­τε τα αντικρύζετε. Από πολλές κακίες θα σάς εμποδί­ζουν και σε πολλά καλά έργα θα σάς προτρέπουν. Βλέ­ποντας αυτά θα ενθυμήσθε τις ψυχές των προπατόρων μας, οι όποιες τώρα βασανίζονται στις φοβερές φυλακές του άδου, διότι κατεπάτησαν την εντολή του Θεού φαγόντες από τον απαγορευμένο καρπό. Μη ξεχνάτε ότι και ε­σείς μετά από ολίγο καιρό θα αποθάνετε και εάν εδώ κα­ταπατήσετε τις εντολές του Θεού, θα βασανίζεσθε εκεί αιωνίως, όπως οι προπάτορες  Αδάμ και Εύα. Να γιατί πρέπει να μνημονεύετε τον θάνατο, βλέποντας τα οστά αυτά, ώστε να φυλάγετε εδώ τις εντολές του Θεού» (Α­πό το βιβλίο «Θύρα της Μετανοίας»).
Αλλά και ο κανών της υπομονής ο δίκαιος Ιώβ θέλοντας να δείξη πόση ωφέλεια έχει η θεωρία των τάφων και οστών των νεκρών, γι’ αυτούς που θέλουν στην ζωή των να διορθωθούν, λέγει: «και αυτός εις τάφους απηνέχθη και επί σωρών ηγρύπνησεν» (Ιώβ 21,32). Πράγματι, τίποτε δεν ξυπνά τον άνθρωπο από την χαύνωσι και αναισθησία και τίποτε δεν τον εμποδίζει τόσο από την διάπραξι της αμαρτίας, όσο η σκέψις του θανάτου. Το ίδιο τονίζει και η Αγία Γραφή, όταν λέγη: «Υιέ μου, μνήσθητι των εσχάτων σου και ουδέποτε αμαρτήσει».
Εμείς οι θνητοί, αφ’ ότου γεννώμεθα, αρχίζουμε ολο­ταχώς να τρέχουμε προς τον τάφο. Μεταξύ αυτών των δύο άκρων και ορίων, της γεννήσεως και του θανάτου, προσδιορίζεται η απόστασις της παρούσης ζωής, η οποία είναι όπως ο αντίλαλος μιάς φωνής που ακούγεται και γρήγορα χάνεται. Η Αγία Γραφή λέγει στο βιβλίο του Ιώβ (7,6): «ο δε βίος μου ελαφρότερος λαλιάς». Κανείς από τους φιλοσόφους και ρήτορας αυτού του κόσμου δεν μπορεί να μας ωφελήση περισσότερο, όσο η φωνή του θα­νάτου.
Όταν το σώμα μας διεγείρεται από τις κακές του ε­πιθυμίες, να ερωτάμε τον θάνατο: «Τί λέγεις, ώ θάνατε, να συγκατατεθώ στους αισχρούς λογισμούς και να τελέ­σω την αμαρτία ενώπιον του Θεού η όχι;». Τότε ας ακούσωμε την Γραφή που λέγει: «Το δε φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. 8,6) διότι «ει κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν, ει δε πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. 8,13). Ενώ, όταν η φιλαργυρία μας αιχμαλωτίζει τον νου, ώστε να συγκεντρώσουμε χρήμα­τα, χωρίς να τα προσφέρουμε αυτά ως ελεημοσύνη στους πτωχούς, ας ακούσωμε πάλι τον Κύριο στο κατά Ματ­θαίο Ευαγγέλιο να μας λέγει: «Μη θησαυρίζετε υμίν θη­σαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει» (6, 19). Και ποιό θα είναι το τέλος των άσπλαχνων και φιλάργυρων: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αίώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25,46). Και όταν πάλι ο λογισμός μας συμβουλεύει να τρώγωμε, να πίνουμε και να διασκεδάζουμε σ’ αυτό τον κόσμο, ας ερωτάμε τον θάνατο και αυτός θα μας λέγη: Άνθρωπε, πρόσεχε διότι «ου γάρ έστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. 14,17). Πρόσεχε διότι «ούτε μέθυσοι, ούτε πλεονέκται, ου λοίδοροι βασιλείαν Θεού κληρονομήσουσι» (Α' Κορ. 6,10).
Πατέρες και αδελφοί, γνωρίζουμε σίγουρα ότι όλοι θα αποθάνουμε, αλλά το πιο συγκλονιστικό είναι ότι δεν γνωρίζουμε πώς και πότε θα αποθάνουμε. Μάς περιμένει λοιπόν ο θάνατος, αλλά είμεθα προετοιμασμένοι γι’ αυτόν; Ακούμε συχνά από το Ιερό Ευαγγέλιο ότι Μαρία η Μαγδαληνή καθόταν απέναντι του τάφου του Κυρίου και έκλαιε, ενώ ο δίκαιος Ιώβ μέσα στους πόνους και τους στεναγμούς του έλεγε: «εάν δε υπομείνω, άδης μου ο οί­κος, εν δε γνόφω έστρωταί μου η στρωμνή. Θάνατον επεκαλεσάμην πατέρα μου είναι, μητέρα δε μου και αδελφήν σαπρίαν» (17,13-14). Να σκεπτώμεθα, αδελφοί μου, ότι το μνήμα είναι η πατρίς όλων των καλών έργων και ο τό­πος κάθε χριστιανικής φιλοσοφίας. Να πηγαίνουμε και ε­μείς συχνά στους τάφους και στο Κοιμητήριο και εκεί θα διδασκώμεθα όσα δεν μπορούν να μας προσφέρουν όλες οι ανθρώπινες φιλοσοφίες. Και εάν με τον νου μας εισέλ­θουμε μέσα στον τάφο, θα ακούσωμε τις φωνές των κεκοιμημένων να λέγουν προς εμάς: «Εδώ, βασιλεύ, είναι το σκήπτρο σου, εδώ ηγεμόνες του κόσμου είναι τα πα­λάτια σας, εδώ δικαστή είναι το κρεββάτι σου, εδώ, αρχιερεύ του Χριστού είναι η μίτρα σου, εδώ φιλόσοφε, είναι η ακαδημία σου, εδώ διδάσκαλε, είναι το σχολείο σου, εδώ ρήτορ είναι ο άμβων σου, εδώ μοναχέ, είναι η άσκησί σου, εδώ θνητέ άνθρωπε, είναι η κατοικία σου...».
Την παροδικότητα της ζωής μας την περιγράφει σε πολλά σημεία της η Αγία Γραφή: Ο άνθρωπος είναι χόρ­τος και άνθος χόρτου (Ψαλμ. 89,5-6), είναι σκιά, η οποία αναχωρεί γρήγορα και εξαφανίζεται (Α΄ Παραλειπ. 29,15) είναι καπνός: «ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. 101,4). Η ζωή μας ομοιάζει με το πέταγμα του αετού (Ιώβ 9,26), είναι τόσο σύντομη όσο χρειάζεται να γκρεμίση κάποιος μία καλύβα που μόλις έφτιαξε (Ησ. 38,12), τρέχει όπως το νερό επί της γης (Β' Βασιλ. 14,14), όμοιά- ζει με τον ύπνο και την ατμίδα (Ίακωβ. 4,14).
Και εάν, αδελφέ μου, όλα αυτά τα εγνώριζες η τα έ­μαθες από τις Αγίες Γραφές, για ποιά αιτία έδεσες την καρδιά σου με τα μάταια και εφήμερα πράγματα του κό­σμου; Για ποιά αιτία δεν αγωνίσθηκες να βάλης καλή άρχή μετανοίας και καθαράς ζωής ενώπιον του Θεού; Η φωνή των νεκρών ας ήχοι πάντοτε στα αυτιά μας: «Νήφετε και αγρυπνείτε, αδελφοί μου, όσο έχετε καιρό, διότι δεν γνωρίζετε την ακριβή ώρα που θα έλθετε προς εμάς»!
Μετά από όλα αυτά, ας έχουμε την σκέψι μας πάντο­τε στο τελευταίο λεπτό της ζωής μας, όπου τότε θα κριθή η απώλεια της ψυχής μας η σωτηρία της. Απ’ αυτό το λεπτό κρίνεται η αιωνιότης στην κόλασι ή στον παράδει­σο, όπου η κατάστασις παραμένει αμετάβλητος στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Πηγή: Ιερομ. Κλεόπα Ηλιέ Πνευματικοί Λόγοι Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη Θεσσαλονίκη 1992

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Ο «ΨΥΧΟΠΑΘΗΣ» ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΠΡΩΤ. ΙΩΑΝΝΗ ΡΩΜΑΝΙΔΗ (†)

Ποιος είναι ο ψυχοπαθής κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας; Ο κάθε άνθρωπος είναι ψυχοπαθής κατά την Πατερική έννοια. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος σχιζοφρενής για να είναι ψυχοπαθής. Ο ορισμός της ψυχοπάθειας από Πατερικής απόψεως είναι ότι ψυχοπάθεια υπάρχει στον άνθρωπο εκείνον που δεν λειτουργεί σωστά η νοερά ενέργεια μέσα του. Όταν δηλαδή ο νους του ανθρώπου είναι γεμάτος από λογισμούς, όχι μόνο κακούς λογισμούς, αλλά και καλούς λογισμούς.

Όποιος έχει λογισμούς, καλούς η κακούς μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος από Πατερικής απόψεως είναι ψυχοπαθής. Ας είναι οι λογισμοί αυτοί ηθικοί, ακόμη και ηθικώτατοι, ανήθικοι η ο,τιδήποτε άλλο. Δηλαδή κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας όποιος δεν έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε κατάστασι φωτισμού με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος είναι ψυχοπαθής. Όχι όμως με την έννοια της Ψυχιατρικής. Ο ψυχοπαθής για τον ψυχίατρο είναι κάτι άλλο. Είναι εκείνος που πάσχει από ψύχωσι, είναι ο σχιζοφρενής. Για την Ορθοδοξία όμως ένας που δεν έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε φωτισμό, είναι νορμάλ η δεν είναι νορμάλ; Αυτό είναι το θέμα.
 
Ποιος είναι ο νορμάλ Ορθόδοξος Χριστιανός στην Πατερική παράδοσι; Αν θέλετε να το δήτε αυτό ξεκάθαρα, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου Βαπτίσματος, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου Μύρου, η οποία τελείται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την Μεγάλη Πέμπτη, διαβάστε την ακολουθία των Εγκαινίων των ιερών ναών. Εκεί θα δήτε τι σημαίνει ναός του Αγίου Πνεύματος, εκεί θα δήτε ποιος είναι ο φωτισμένος.

Όλες οι ακολουθίες καθώς και η ασκητική παράδοσις της Εκκλησίας αναφέρονται κυρίως σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: Στην κάθαρσι από τα πάθη της ψυχής και του σώματος, στον φωτισμό του νού του ανθρώπου από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και στην θέωσι της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. Κυρίως όμως μιλούν για την κάθαρσι και τον φωτισμό, επειδή οι ακολουθίες της Εκκλησίας είναι εκφράσεις της λογικής λατρείας. Οπότε ο νορμάλ Ορθόδοξος ποιος είναι; Ο βαπτισμένος, αλλά μη κεκαθαρμένος; Ο μη φωτισμένος; Η ο κεκαθαρμένος και φωτισμένος; Ο τελευταίος φυσικά. Αυτός είναι ο νορμάλ Ορθόδοξος.
 
Άρα σε τι διαφέρουν οι νορμάλ Ορθόδοξοι από τους άλλους Ορθοδόξους; Στο δόγμα; Όχι, βέβαια. Πάρτε τους Ορθοδόξους, γενικά. Μεταξύ τους όλοι έχουν το ίδιο δόγμα, την ίδια παράδοσι και την ίδια κοινή λατρεία. Μέσα σε έναν ιερό ναό μπορεί να υπάρχουν π.χ. τριακόσιοι Ορθόδοξοι. Από αυτούς όμως μόνο οι πέντε να είναι σε κατάστασι φωτισμού, ενώ οι άλλοι να μην είναι. Και μάλιστα οι άλλοι να μην έχουν ιδέα του τι είναι κάθαρσις. Οπότε τίθεται το ερώτημα: Οι νορμάλ Ορθόδοξοι Χριστιανοί μεταξύ αυτών πόσοι είναι; Δυστυχώς μόνο οι πέντε.

<Πηγή:www.agiazoni.gr

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΑΡΕΤΗ ΖΩΗ

ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ

1. Οι άνθρωποι λέγονται λογικοί καταχρηστικὰ. Δεν είναι λογικοί εκείνοι που έμαθαν τα λόγια και τα βιβλία των αρχαίων σοφών, αλλ᾿ όσοι έχουν λογική ψυχή και μπορούν να διακρίνουν ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό· και έτσι αποφεύγουν τα πονηρά και βλαβερά στη ψυχή, μελετούν όμως τα καλά και ψυχωφελή, και τα πράττουν με μεγάλη ευχαριστία προς το Θεό. Μόνο αυτοί πρέπει αληθινα να λέγονται λογικοί ἄνθρωποι.
2. Ο αληθινά λογικός άνθρωπος μια μόνο φροντίδα έχει, να υπακούει και να αρέσει στο Θεο των όλων.
3. Η εγκράτεια, η ανεξικακία, η σωφροσύνη, η καρτερία, η υπομονή και οι παρόμοιες μέγιστες και ενάρετες δυνάμεις μας δόθηκαν από το Θεό και είναι αντίθετες και αντιστέκονται και μας βοηθούν στις αντίστοιχες προς αυτές κακίες. Αν γυμνάζουμε αυτές τις δυνάμεις και τις έχουμε πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζουμε ότι δεν μας συμβαίνει πια τίποτε δύσκολο ή θλιβερό ή αβάσταχτο· γιατί σκεφτόμαστε ότι όλα είναι ανθρώπινα και τα νικούν οι αρετές που έχομε.
4. Δεν πρέπει κανένας να λέει ότι δεν είναι δυνατό να κατορθώσει ο άνθρωπος την… ενάρετη ζωή, αλλά να λέει ότι αυτό δεν είναι εύκολο. Ούτε μπορούν να κατορθώσουν την αρετή οι τυχόντες. Την ενάρετη ζωή την πραγματοποιούν όσοι άνθρωποι είναι ευσεβείς και έχουν νου που αγαπά το Θεό. Γιατί ο νους των πολλών είναι κοσμικός και μεταβάλλεται· κάνει σκέψεις άλλοτε καλές, άλλοτε κακές· μεταβάλλεται στη φύση και γίνεται υλικότερος. Ο νους όμως που αγαπά το Θεό, τιμωρεί την κακία η οποία έρχεται εκούσια στους ανθρώπους από την αμέλειά τους.
5. Εκείνος που μπορεί να εξημερώσει τα ήθη των ανθρώπων και να τους κάνει να αγαπήσουν τους λόγους και την παιδεία, πρέπει να λέγεται ανθρωποποιός. Κατά τον ίδιο τρόπο και εκείνοι που μεταστρέφουν τους παραδομένους στις σαρκικές ηδονές πρός την ενάρετη και θεάρεστη ζωή, πρέπει να λέγονται και αυτοί ανθρωποποιοί, επειδή ξαναπλάθουν τους ανθρώπους. Γιατί η πραότητα και η εγκράτεια είναι ευτυχία και δίνουν καλή ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων.
6. Ελεύθερους νόμιζε όχι όσους έτυχε να είναι ελεύθεροι, αλλά εκείνους που έχουν τη ζωή και τους τρόπους ελεύθερους. Δεν πρέπει πράγματι να ονομάζομε ελεύθερους τους άρχοντες που είναι πονηροί και ακόλαστοι, γιατί είναι δούλοι των παθών και της ύλης. Ελευθερία και ευτυχία της ψυχής είναι η πραγματική καθαρότητα και η καταφρόνηση των προσκαίρων.
7. Ο ενάρετος άνθρωπος δεν πρέπει να πουλά την ελεύθερη γνώμη του προσέχοντας πόσα χρήματα θα πάρει, και αν ακόμη είναι πολλά όσα του δίνουν. Γιατί τα πράγματα της ζωής αυτής είναι όμοια με όνειρο, και η φαντασία που προέρχεται από τον πλούτο και άγνωστο είναι που θα καταλήξει και λίγο καιρό μόνο κρατάει.
8. Το να γίνει κανείς αγαθός και σοφός ξαφνικά, είναι αδύνατο. Γίνεται ωστόσο με την κοπιαστική μελέτη, με τη συναναστροφή με ενάρετους ανθρώπους, με την πείρα, με τον καιρό, με την άσκηση και με την επιθυμία των καλών έργων. Ο αγαθός άνθρωπος που αγαπά το Θεό και Τον γνωρίζει αληθινά, δεν παύει να κάνει πλούσια όσα αρέσουν σ’ Αυτόν. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι.
9. Όταν σου τύχει κανείς να φιλονικεί και πολεμά την αλήθεια και το προφανές, πάψε τη φιλονικεία και άφησε τον, γιατί έχει απολιθωθεί η διάνοιά του.
10. Σ’ εκείνον που θέλει να σωθεί, δεν υπάρχει άλλο εμπόδιο εκτός από την αμέλεια και την οκνηρία της ψυχής.
11. Ο θάνατος, όταν κατανοηθεί από τους ανθρώπους, είναι αθανασία. Δεν τον κατανοούν όμως οι αμαθείς· γι’αυτούς είναι θάνατος. Και οπωσδήποτε δεν πρέπει να φοβόμαστε το θάνατο, αλλά την απώλεια της ψυχής, που είναι άγνοια του Θεού. Αυτό είναι το φοβερό για την ψυχή.
12. Εκείνοι που γνωρίζουν το Θεό, γεμίζουν από κάθε καλή έννοια και επειδή επιθυμούν τα ουράνια, καταφρονούν τα βιοτικά. Αυτοί οι άνθρωποι ούτε αρέσουν στους πολλούς, ούτε και αυτοί αρέσκονται με τους πολλούς. Και γι’αυτό όχι μόνο τους μισούν αλλά και τους περιγελούν οι πιο πολλοί ανόητοι.
13. Ο λογικός άνθρωπος πολεμείται διά μέσου των αισθήσεων από τα ψυχικά πάθη. Υποκύπτοντας μέσω των αισθήσεων (όραση, όσφρηση,ακοή, γεύση, αφή) στα τέσσερα πάθη αιχμαλωτίζεται η άθλια ψυχή. Και είναι τα τέσσερα πάθη της ψυχής: κενοδοξία, χαρά, θυμός δειλία. Όταν λοιπόν ο ανθρωπος με τη φρόνηση και την επανειλημμένη σκέψη σαν καλός στρατηγός γίνει κύριος των παθών και τα νικήσει, δεν πολεμείται πλέον από αυτά, αλλά έχει ειρήνη στην ψυχή του και στεφανώνεται από το Θεό ως νικητής.

( ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ των Ιερών Νηπτικών, τ. Α΄, Εκδ. Το Περιβόλη της Παναγίας σ. 28 κ. εξ. )

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ - ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΟΥΡΟΖ ΑΝΤΩΝΙΟΥ


 Το θαύμα δεν είναι παραβίαση των νόμων που διέπουν μεταπτωτικά τον κόσμο, αλλά είναι επάνοδος της κυριαρχικής επικράτησης των νόμων της Βασιλείας του Θεού. Ένα θαύμα γίνεται μόνο όταν πιστεύουμε ότι ο νόμος βασίζεται στην αγάπη του Θεού και όχι στη δύναμή Του. Μπορεί να πιστεύουμε πως ο Θεός είναι παντοδύναμος αλλά να μην πιστεύουμε στον πρόνοιά Του και τότε το θαύμα δεν μπορεί να γίνει. Διαφορετικά θα έπρεπε ο Θεός να επιβάλει δια της βίας την θέλησή Του. Αυτό όμως δεν το κάνει. Γιατί το πιο βασικό και ευαίσθητο σημείο στις σχέσεις Του με τον κόσμο, παρά την πτώση του ανθρώπου ,είναι ότι σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν λέμε στο Θεό: «Πιστεύω, γι’ αυτό ζητάω τη βοήθειά Σου», είναι σαν να του λέμε: «Πιστεύω, πως είσαι πρόθυμος να με εισακούσεις, ότι έχεις αγάπη και ότι ενδιαφέρεσαι για το κάθε γεγονός της ζωής μου». Όταν έτσι καταθέτουμε την αδύνατη πίστη μας, τότε δημιουργούμε σωστή κοινωνία με το Θεό και δίνουμε τη δυνατότητα να γίνει το θαύμα.
Εκτός όμως από αυτή την κατηγορία των αμφιβολιών μας, που αναφέρονται στην αγάπη του Θεού και που είναι λανθασμένες, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία αμφιβολιών που επιτρέπονται. Μπορούμε να λέμε στο Θεό: «Σου ζητώ αυτό , αν είναι σύμφωνο με το θέλημά Σου ή είναι για το καλό μου ή αν δεν υπάρχει κάποιος κρυφός κακός σκοπός μέσα μου όταν Σου το ζητώ», και άλλα παρόμοια . Αυτού του είδους οι αμφιβολίες επιτρέπονται γιατί δείχνουν πως δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Και όταν ζητάμε κάτι από το Θεό έτσι πρέπει να του το ζητάμε.
Όπως ακριβώς η Εκκλησία είναι η συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στο χρόνο και στο χώρο , έτσι και η προσευχή του χριστιανού πρέπει να είναι προσευχή του Χριστού, αν και αυτό προϋποθέτει αγνότητα καρδιάς , την οποία δεν έχουμε. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι η προσευχή του Χριστού, ειδικώτερα όμως η Θεία Λειτουργία, όπου αποκλειστικά και αδιάλειπτα ο Χριστός προσεύχεται. Αλλά οποιαδήποτε άλλη προσευχή, με την οποία ζητάμε κάτι συγκεκριμένο από το θεό, είναι προσευχή γεμάτη ερωτηματικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε τι θα ζητούσε ο Χριστός , αν βρισκόταν σε μια τέτοια περίσταση. Γι’ αυτό, πριν από τα λόγια της προσευχής μας βάζουμε ένα «εάν», που σημαίνει: Σύμφωνα με όσα εγώ καταλαβαίνω, σύμφωνα με εκείνο που γνωρίζω για το θέλημα του Θεού, θα ήθελα να γίνει έτσι αυτό το πράγμα, για να εκπληρωθεί το θέλημά Του.
Ένα τέτοιο «εάν» επίσης σημαίνει ότι περικλείω στα λόγια της προσευχής μου την επιθυμία μου να γίνει το καλύτερο δυνατό σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό, Θεέ μου, Συ μπορείς να μεταβάλεις το κάθε συγκεκριμένο αίτημά μου σε ο,τιδήποτε Εσύ θα έκρινες ασύμφορο, διατηρώντας μόνο την πρόθεσή μου, που είναι να γίνει και στο θέμα αυτό το θέλημά Σου, ακόμη και τότε που τόσο ανόητα σου υποδεικνύω και το πώς θα μου άρεσε εμένα να γίνει το θέλημά Σου ( Ρωμ. 8,26 ) .
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Όταν προσευχόμαστε για να γίνει κάποιος καλά, ή να επιστρέψει από ένα ταξίδι σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα- γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό- τότε η προσευχή μας έχει σκοπό το καλό αυτού του προσώπου. Δεν έχουμε όμως τόσο καθαρή πνευματική όραση, ώστε να διακρίνουμε το πραγματικό καλό του προσώπου και πιθανόν το χρονοδιάγραμμα που εμείς συσχετίζουμε με το πρόσωπο αυτό να είναι λανθασμένο.
Το «εάν» επίσης σημαίνει πως, σύμφωνα με τα κριτήριά μου, αυτό που Σου ζητώ είναι σωστό και σκόπιμο να γίνει έτσι, με τον τρόπο , που εγώ νομίζω. Αν όμως κάνω λάθος, να μην λάβεις υπόψη Σου τα λόγια μου, αλλά την πρόθεσή μου.
Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα είχε το χάρισμα να διαβλέπει ποιό ήταν το πραγματικό καλό για έναν άνθρωπο. Ο αγιογράφος της Μονής είχε πάρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για την πατρίδα του. Θα είχε οπωσδήποτε προσευχηθεί να φύγει σύντομα. Αλλά ο στάρετς τον καθυστέρησε επίτηδες τρεις μέρες και έτσι τον έσωσε από τη ληστεία και τη δολοφονία ,που είχε σχεδιάσει εναντίον του ένας από τους εργάτες του. Όταν ο αγιογράφος ανεχώρησε από τη Μονή ο κακοποιός είχε εγκαταλείψει την κρυψώνα του. Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψει ο αγιογράφος τον κίνδυνο από τον οποίο τον γλίτωσε ο στάρετς.
Μερικές φορές προσευχόμαστε για κάποιον που αγαπάμε και που έχει κάποια ανάγκη , χωρίς να μπορούμε να τον βοηθήσουμε. Πολλές φορές δεν ξέρουμε και τι είναι σωστό να ζητήσουμε. Δεν βρίσκουμε λέξεις, ακόμα και για να βοηθήσουμε κάποιον που υπεραγαπάμε.

Από το βιβλίο του Αρχιεπ. Antony Bloom «Ζωντανή προσευχή», εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ».

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ, ΛΕΙΩΝΟΥΜΕ, ΔΙΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΥΑΤΟ ΜΑΣ.... ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΡΟΙΚΟΝΗΣΟΥ ΙΩΣΗΦ

Ευλογημένος ο φανείς Θεός ημών..

Ποιος δεν ξέρει η δίψα τί βάσανο είναι! Την πείνα εύκολα μπορρί ην ξεγελάσει· να την ξεχάσει. Μα η δίψα ούτε φιμώνεται, μήτε ξεγελιέται, μήτε ξεχνιέται! Τα χείλη φρύγονται, η γλώσσα ξεραίνεται, το στόμα ξεροσταλιάζει…Διψώ!» (Ιωάν. 19: 28), ακούστηκε να λέει ο Σωτήρας πάνω στο Σταυρό. Ούτε «πεινώ», ούτε «πονώ», ούτε «πάσχω». «Διψώ»! Και βρέθηκε χέρι, ένα χέρι που τόχει Αυτός πλασμένο, να Τον ποτίσει στη δίψα Του «όξος   μετά χολής μεμιγμένον» (Ματθ. 27: 34) …
Με διψασμένη ψυχή τρέχουμε οι ταλαίπωροι άνθρωποι στα μονοπάτια της ζωής και ζητάμε, ψάχνουμε, πασκίζουμε κάτι να βρούμε. «Ευτυχία» το λένε το ζητούμενο μερικοί. «Χαρά» καμπόσοι. «Ησυχία» κάποιοι. «Γαλήνη» άλλοι. «Ειρήνη» πολλοί. Αγωνιζόμαστε, λειώνουμε, δίνουμε τον εαυτό μας, δε σταματάμε να τρέχουμε με φρυγμένα τα χείλη! Κι όταν νομίσαμε πως το βρήκαμε το ζητούμενο, πως το ψηλαφήσαμε, το πιάσαμε, το κάμαμε δικό μας. αλλοίμονο! βρεθήκαμε γελασμένοι! Πάλι, λοιπόν, απ’ την αρχή τρέξιμο, ξανά κυνηγητό του ποθούμενου, και ξανά με αδειανά χέρια! Αλήθεια, γιατί;
Η απάντηση στο γιατί αυτό είναι απλή. Τόσο απλή, που ενώ ίσως την ξέρουμε, δεν την προσέξαμε, δεν της δώσαμε σημασία! Ματαιοπονούμε και μένουμε πάντα διψασμένοι για ευτυχία, για χαρά, για γλυκασμό, για γαλήνη, για ησυχία, για ειρήνη, γιατί εκείνο που χρειαζόμαστε και που φέρνει μαζί του όλα αυτά. Είναι το «ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4: 14). Είναι ο Λόγος του Θεού! Ο Λόγος του Θεού με λάμδα κεφαλαίο. Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή. Η ψυχή μας βασανίζεται από τη δίψα του Χριστού! Προσπαθούμε να τη δροσίσουμε με νερά από «φρέατα συντετριμμένα»· είτε χρήματα λέγονται αυτά, είτε δόξες κοσμικές, είτε ηδονές κ.λπ.. και το μόνο που καταφέρνουμε είναι ν’ αυγατίζουμε τη δίψα της ψυχής μας! Και τούτο, γιατί είμαστε σε λάθος δρόμο! Ψάχνουμε αυτό που μας λείπει, εκεί που δεν υπάρχει! Η ψυχή μας είναι πλασμένη για Κείνον και δεν ξεδιψά, δεν βρίσκει ανάπαυση και πλήρωση μέχρις ότου Τον βρει! Άνθρωπε, συ που ξέκαψες από τη δίψα του Θεανθρώπου, πρόσεξε τα λόγια του ύμνου: «Νάμα ζωτικόν»-νερό γάργαρο δηλαδή, νερό κρυστάλλινο, πηγαίο, καθάριο. Νερό που χαρίζει ζωή. Όχι πρόσκαιρη, μα αιώνια ζωή σου προσφέρει στον Ιορδάνη σήμερα Αυτός που για σένα έγινε άνθρωπος! Σίμωσε τα φρυγμένα σου χείλη, άνοιξε το ξεραμένο σου στόμα και πότισε τη διψασμένη σου ψυχή απ’ την πηγή του Κυρίου, την αθάνατη και φωτοπάροχη! Δέξου το Χριστό στη ζωή σου και τότε. «ποταμοί εκ της κοιλίας σου ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιωάν. 7: 38). Αδελφέ μου, Συ που διψάς για αλήθεια, μη διστάζεις! Έλα να δροσιστούμε στην πηγή της Αλήθειας! Συ που διψάς για δικαιοσύνη, μην αμφιβάλλεις! Έλα να ξεδιψάσουμε κοντά σ’ Εκείνον που καταπέμπει στον κόσμο όμβρους(βροχή) Δικαιοσύνης! Συ που διψάς για ειρήνη, μη πολυπραγμονείς! Πρόσελθε στο Θεό της Ειρήνης και Πατέρα πάσης παρακλήσεως! Συ που διψάς για έλεος, μην έχεις ενδοιασμούς! Οδήγησε τα βήματά σου στον Κύριο του Ελέους! Συ που διψάς για κάθαρση, για συγγνώμη, για καταλλαγή, γι’ αγάπη, για χαρά, για γλυκασμό, για ευτυχία αληθινή, για ζωή, μην αμφιρρέπεις!(αμφιταλαντεύσαι). «Χριστός έφάνη εν Ιορδάνη, την πάσαν κτίσιν θέλων ανακαινίσαι»!…
Και συ που διψάς χωρίς να έχεις συνειδητοποιήσει τί ακριβώς είναι αυτό που ζητά η ψυχή σου, συ που χτίζεις βωμούς «τω αγνώστω Θεώ» (Πράξ. 17: 23), έλα και συ μ’ όλους τους προηγούμενους στα χαριτόβρυτα ρείθρα του Ιορδάνη, όπου και μείς οδηγούμε τα βήματά μας σήμερα Θεοφάνεια, κι ένωσε τη φωνή σου με τη δική μας σ’ ένα στεντόρειο και καρδιόφθεγκτο «Ευλογημένος ο φάνεις Θεός ημών, δόξα Σοι»!…

Πηγή: Βιβλίο Οσμή ζωής, εκδόσεις Άθως

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ

"Για την δύναμη του καλού λόγου και την επιείκεια στους αμαρτωλούς!!!!!Και παράγων ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον, και λέγει αυτώ· ακολούθει μοι. Και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ» (Μθ. 9, 9).
Ποιος ήταν αυτός ο Ματθαίος, ο οποίος στη συνέ χεια έγινε μεγάλος απόστολος και ευαγγελιστής; Ήταν τελώνης και μάζευε φόρους. Ο λαός μισούσε τους τελώνες και τους θεωρούσε αμαρτωλούς, διότι έκαναν πολλές αδικίες προσπαθώντας να κερδίσουν περισσό τερα χρήματα για τον εαυτό τους. Και αυτόν τον άνθρωπο, που όλοι τον θεωρούσαν άθλιο και τον απο στρέφονταν, ο Κύριος τον καλεί και του λέει: «Ακο λούθει μοι».

Μόνο δύο λέξεις, και αυτές έκαναν επανάσταση στην ψυχή του τελώνη. Σηκώθηκε αμέσως, έριξε κά τω τα χρήματά του και ακολούθησε τον Χριστό.

Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι το κάλεσμα του Χριστού μπορεί να προκαλέσει στην ψυχή του ανθρώ που επανάσταση. Στους βίους των αγίων υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι επέστρε ψαν στον Χριστό μετά από έναν λόγο του Ευαγγε λίου. Από την πείρα μου γνωρίζω ότι ένας καλός λό γος μπορεί να συνταράξει την ψυχή του αμαρτωλού, όπως συντάραξε την ψυχή του τελώνη Ματθαίου. Άν θρωποι πνιγμένοι στην αμαρτία, κλέφτες, ληστές και φονιάδες, όταν τους λες έναν καλό λόγο και τους δεί χνεις την αγάπη σου, την συγκατάβαση και τον σεβα σμό στο πρόσωπό τους, συγκινούνται πάρα πολύ.

Και εμείς οι αμαρτωλοί, αδύναμοι και ασήμαντοι άνθρωποι με έναν λόγο αγάπης και σεβασμού μπορούμε να συγκινούμε και να συνταράζουμε τις καρδιές των αμαρτωλών, όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Να το θυμόμαστε και ποτέ να μην κατακρίνουμε τους αμαρτωλούς, να μην τους στιγματίζουμε, αλλά να τους φερόμαστε με αγάπη, δείχνοντας σεβασμό στο πρόσω πό τους, αν και οι ίδιοι δεν το σέβονται και το έχουν καταπατήσει.

«Και εγένετο αυτού ανακειμένου εν τη οικία, και ι δού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού. Και ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον τοις μαθηταίς αυτού· διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκα­λος υμών; Ο δε Ιησούς ακούσας είπεν αυτοίς· ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ' οι κακώς έ χοντες. Πορευθέντες δε μάθετε τι εστίν έλεον θέλω και ου θυσίαν. Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ' αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Μθ. 9, 10-13).

Οι φαρισαίοι αγανακτούσαν για το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός συναναστρεφόταν με τους αμαρτω λούς, τις πόρνες και τους τελώνες. Περιφρονούσαν αυτούς τους ανθρώπους και θεωρούσαν ακαθαρσία να επικοινωνούν μαζί τους. Ποτέ δεν τους μιλούσαν, άλ λα τους κακολογούσαν και τους κατέκριναν για την συμπεριφορά τους.

Ξέρουμε ότι οι πόρνες έπλεναν τα πόδια του Κυ ρίου Ιησού και τα σκούπιζαν με τα μαλλιά τους. Πο τέ δεν έχουν ακούσει απ' Αυτόν κανένα λόγο επιπληκτικό. Τις συγχωρούσε και τις έλεγε: «Πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» (Ίω. 8, 11).

Οι φαρισαίοι ήταν ανίκανοι να καταλάβουν αυτή την συμπεριφορά του Χρίστου και δυσφορούσαν για την στάση του απέναντι στους αμαρτωλούς. Αλλά ο Κύριος τους απαντούσε το εξής: «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ' οι κακώς έχοντες» (Μθ. 9, 12). Ήλθε για να σώσει τους αμαρτωλούς. Με την α γάπη του αγκάλιαζε κάθε αμαρτωλό και ζητούσε να τον οδηγήσει στην σωτηρία. Στους φαρισαίους που του παραπονέθηκαν είπε: «Πορευθέντες δε μάθετε τι ε στίν έλεον θέλω και ου θυσίαν» (Μθ. 9, 13). Οι γραμ ματείς και οι φαρισαίοι την ελπίδα της σωτηρίας τους στήριζαν στις θυσίες και τις προσευχές τους, και ο Κύριος λέει ότι δεν θέλει θυσία, αλλά έλεος, έλεος στους αμαρτωλούς.

Οι θυσίες χρειάζονταν στην Παλαιά Διαθήκη, διό τι προεικόνιζαν την Μόνη Θυσία πού πρόσφερε ο Κύ ριος Ιησούς Χριστός πάνω στον Σταυρό του Γολγο θά. Όταν δόθηκε αυτή η Θυσία οι άλλες θυσίες έχα σαν την σημασία και το νόημα τους, γι' αυτό δεν τις προσφέρουμε πια.

Τώρα ο Κύριος δεν περιμένει θυσία αλλά έλεος. Περιμένει από μας την ευσπλαχνία σε όλους τους αμαρτωλούς και τους περιφρονημένους. Η συμπεριφο ρά μας προς αυτούς τους ανθρώπους να είναι ίδια μ' αυτήν που έδειξε Εκείνος. Να μην περιφρονούμε κα­νέναν, κανέναν να μην θεωρούμε κατώτερο από μας. Να βλέπουμε τις δικές μας αμαρτίες και όχι των άλ λων, να αποκτήσουμε την ταπείνωση και την πραότη τα, μιμούμενοι την δική Του ταπείνωση και πραότητα. Να αγαπάμε και να ευεργετούμε τους περιφρονημέ νους και τους ταπεινωμένους, να τους προσφέρουμε πνευματική βοήθεια, δείχνοντας ενδιαφέρον για την σωτηρία τους.

Ο Κύριος λέει όταν κάνουμε τραπέζι να μην κα λούμε ανθρώπους που μπορούν μετά να καλέσουν και εμάς στο γεύμα, αλλά τους πένητες και τους φτωχούς κουρελιάρηδες. Θέλει να το κάνουμε με αγάπη, και πάντα με συμπόνια να φερόμαστε στους ανθρώπους που ο κόσμος τους περιφρονεί, καλώντας τους βρωμιάρηδες και αχρείους.

Ο Κύριος μας έδωσε παράδοξες και θαυμαστές ε ντολές. Είπε ότι δεν θέλει θυσία αλλά έλεος, έλεος σε όλους που το χρειάζονται. Ένα μεγάλο, αμέτρητο πλήθος ανθρώπων περιμένουν κάποιον να τους δείξει ευσπλαχνία, να τους πει ένα λόγο αγάπης και παρηγο ριάς. Περιμένουν οι άνθρωποι κάποιον να τους δείξει τρυφερότητα και να τους βοηθήσει, και αντί αυτού συναντούν στους γύρω τους ψυχρότητα και αδιαφο ρία. Αλλά πάνω από αυτά και σε μερικούς ακόμα χρι στιανούς βλέπουν περιφρόνηση και αποστροφή.

Στα μάτια του Θεού αυτός, που έτσι συμπεριφέρε ται στους αδελφούς του, πράττει βαριά αμαρτία. Σε ό λα πρέπει να είμαστε μιμητές του Κυρίου και να ακολουθούμε το παράδειγμα Του. Ας Τον ακολουθήσου με λοιπόν και ας μην θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτε ρο από τον πλησίον, όποιος και να είναι αυτός - κλέ φτης, φονιάς ή ληστής, διότι στα μάτια του Θεού μπο ρεί να είμαστε χειρότεροι από αυτόν.

Να θυμόμαστε πάντα πώς συμπεριφερόταν ο Κύ ριος στους αμαρτωλούς, πώς φέρθηκε στον τελώνη Ματθαίο και πώς φερόταν σε άλλους τελώνες, πόρνες και αμαρτωλούς και προκαλούσε μ' αυτό την οργή των φαρισαίων. Να μην είμαστε σαν τους φαρισαίους, αλλά να μιμούμαστε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Αμήν. "

Πηγή: www.ahdoni.blogspot.com

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ

Καταπληκτικά μηνύματα μάς δίνει ο στρατιωτικός Άγιος Πολύευκτος. Ήταν από την Μελιτηνή της Μεσοποταμίας. Στα χρόνια 253-256 ο αυτοκράτορας Ρώμης Ουαλεριανός διέταξε σκληρό διωγμό κατά της Εκκλησίας. Ο Πολύευκτος δεν κρύβει την πίστη του στο Χριστό μέσα στο στράτευμα. Αυτό, βέβαια, αναφέρεται στον αυτοκράτορα, πού τον καλεί να απολογηθεί. Τότε, ο πεθερός του Πολύευκτου τον συμβουλεύει να πειθαρχήσει σαν στρατιωτικός στο αυτοκρατορικό πρόσταγμα. Ο Πολύευκτος,
χρησιμοποιώντας τα λόγια του Αποστόλου Πέτρου σαν αποστομωτική απάντηση, υπενθυμίζει στον πεθερό του ότι «υποχρέωση και καθήκον έχουμε να πειθαρχούμε περισσότερο στο Θεό, παρά στους ανθρώπους», καθώς επίσης και τα λόγια του Κυρίου μας, πού είπε: «Θα σάς σύρουν μπροστά σε ηγεμόνες και βασιλείς σαν κατηγορουμένους να μαρτυρήσετε για μένα, [...] και οποίος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον Πατέρα μου, πού είναι στους ουρανούς». Η νεαρή σύζυγός του τον ικετεύει να σώσει με κάθε τρόπο την ζωή του και να μην την αφήσει χήρα. Ο Πολύευκτος στα δάκρυα της γυναίκας του αντιτάσσει και πάλι τα λόγια του Κυρίου μας, ότι «όποιος αγαπά πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιός μου». Έπειτα, την εξορκίζει να μή θελήσει να έχει σύζυγο έναν εξωμότη και προδότη του Σωτήρα μας και Θεού μας. Και πράγματι, στέρεος και αμετασάλευτος στην πίστη, αποκεφαλίζεται και παραδίδει την ψυχή του στο Χριστό.

Πηγή: www.orthodoxia-ellhnismos.blogspot.com

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Ο ΤΙΜΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ

Η Εκκλησία μας τιμά τη σύναξη του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Ο Τίμιος Πρόδρομος είναι το πρόσωπο εκείνο, το οποίο εγκωμίασε ο Χριστός περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο. “Μείζων εν γεννητοίς γυναικών προφήτης Ιωάννου του Βαπτιστού ουδείς εστί” (Λουκ. ζ’ 28). Είναι ο μεγαλύτερος των Προφητών, όχι ως προς την ηλικία, αφού έζησε μόνο τριάντα χρόνια, αλλά ως προς τη χάρη και τη δόξα, γιατί αξιώθηκε όχι μόνο να δει, αλλά και να βαπτίσει “τον κηρυττόμενον” Μεσσία. Στη συνέχεια όμως ο Χριστός τόνισε ότι ο μικρότερος στη Βασιλεία των Ουρανών είναι μεγαλύτερος από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και το είπε αυτό, σύμφωνα με την ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου, για να μη παρασυρθούν οι όχλοι από την υπερβολή των επαίνων και θεωρήσουν τον Ιωάννη ανώτερο από τον Θεάνθρωπο Χριστό. Αλλά και σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, του εκκλησιαστικού Συγγραφέα του 4ου μ.Χ. αιώνα, Διδύμου του Τυφλού, ο μικρότερος από τους Αγίους Αποστόλους, ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, είναι μεγαλύτερος του Προδρόμου, αφού οι Απόστολοι είναι ανώτεροι από τους Προφήτες.
Είναι γέννημα στείρας γυναίκας και καρπός προσευχής. Από έμβρυο έξι μηνών στην μήτρα της Ελισάβετ έλαβε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και σκίρτησε όταν η Παναγία συνάντησε τη μητέρα του και με το στόμα της προφήτευσε και ονόμασε τη Μαρία Μητέρα του Θεού. Το όνομα Ιωάννης, που έλαβε, ήταν και αυτό δώρο του Θεού, όπως και ο ίδιος.
Η ασκητική του ζωή σκανδάλισε πολλούς από τους συγχρόνους του, που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τον αγγελικό τρόπο της ζωής του, και τον κατηγορούσαν ότι είναι δαιμονισμένος. Βέβαια, το γεγονός αυτό, δηλαδή το να κατηγορούν οι άνθρωποι κάποιο συνάνθρωπό τους, επειδή θέλει να ζήσει όχι όπως εκείνοι, αλλά με διαφορετικό τρόπο, συνέβαινε και σε άλλες εποχές, όπως συμβαίνει και στις ημέρες μας, αφού και σήμερα υπάρχουν πολλοί που κατηγορούν αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν με τη δική τους λογική. Εκτός όμως από το καταλαβαίνω υπάρχει και το αισθάνομαι. Δηλαδή, πέρα από τη λογική υπάρχει και η καρδιά, που όταν μεθά από το δυνατό κρασί της άκτιστης χάρης του Αγίου Πνεύματος, απαρνείται όλες τις ψευτοχαρές της εφήμερης αυτής ζωής. Αυτή τη μέθη οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν νηφάλια. Όταν κάποιος γευτεί την αγάπη του Θεού, τότε περιφρονεί όλες τις άλλες αγάπες, προς τα υλικά πράγματα εννοείται, γιατί τις βρίσκει ψεύτικες.
Ο Τίμιος Πρόδρομος προετοίμασε τους ανθρώπους να δεχθούν το Χριστό. Το κήρυγμά του ήταν κήρυγμα μετανοίας. Ο λόγος του ήταν γεμάτος ανδρεία και δύναμη. Δεν δείλιασε και δεν δίστασε να τα βάλει με το κατεστημένο της εποχής του. Ήλεγξε την παρανομία του βασιλιά Ηρώδη. Αλλά και τους Φαρισαίους, που καταδυνάστευαν τον λαό φορτώνοντάς τον φορτία βαριά και δυσβάστακτα, τους αποκάλεσε φίδια και γεννήματα εχιδνών.
Προπορεύθηκε του Χριστού και στον άδη και μάλιστα με χαρά, όπως ψάλλουμε στο Απολυτίκιό του, για να κηρύξει στους απ’ αιώνος θανόντας “Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί”.
Στη συνέχεια, θα τονίσουμε τρία σημεία, λαμβάνοντας αφορμή από τα γεγονότα της ζωής του, αλλά και από το βίο και την πολιτεία του.
Πρώτον, ότι κατηγορήθηκε ως δαιμονισμένος γιατί η ζωή του, που την είχε αφιερώσει στο Θεό, ήταν διαφορετική από εκείνη των πολλών. Δεν έμενε στην πόλη, αλλά έφυγε στην έρημο, όπου ζούσε ασκητικά. Δεν έτρωγε φαγητό, αλλά τρεφόταν με ακρίδες, δηλαδή με τις τρυφερές άκρες των φυτών, και με μέλι άγριο. Και σήμερα, δυστυχώς, υπάρχει από πολλούς η ίδια αντιμετώπιση, όταν αποφασίσει κάποιος, και ιδίως νέος και μορφωμένος, να αφιερωθεί στο Χριστό και στην Εκκλησία Του ως ιερέας ή ως Μοναχός. Και αν δεν τον αποκαλούν δαιμονισμένο, σίγουρα λένε ότι κάτι έπαθε στο μυαλό. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι που αντιτίθενται και προκαλούν πολλά εμπόδια και δυσκολίες, δεν είναι άθεοι ή άσχετοι με την Εκκλησία, αλλά αντίθετα εκκλησιάζονται και μάλιστα τιμούν τους Αγίους, που ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Αυτό αν δεν είναι παραλογισμός τότε τί είναι;
Δεύτερον. Αν ήλεγξε την παρανομία του Ηρώδη και την υποκρισία των Φαρισαίων, το έκανε από αγάπη και όχι από εμπάθεια, αφού ήταν απαθής και “πλήρης Πνεύματος Αγίου”. Σκοπός του δεν ήταν η διαπόμπευσή τους, αλλά η διόρθωση και η θεραπεία τους.
Σήμερα υπάρχει η νοοτροπία να δικαιολογούμε τα λάθη μας και τα πάθη μας στηρίζοντάς τα αγιογραφικά και αγιολογικά, δηλαδή φέροντας παραδείγματα από την Αγία Γραφή και από την ζωή των Αγίων. Έτσι, πολλοί βρίζουν, συκοφαντούν και σπιλώνουν υπολήψεις τάχα για τη δόξα του Θεού. Οι Άγιοι, όταν αναγκάζονταν να ελέγξουν, το έκαναν με πόνο, αγάπη και πολλή προσευχή για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και αφού είχαν εξαντλήσει κάθε άλλο μέσο.
Τρίτον. Τα γεγονότα της ζωής του, ο Τίμιος Πρόδρομος, ευχάριστα και οδυνηρά, τα θεωρούσε ότι προέρχονται κατ’ ευθείαν από το Θεό, αφού χωρίς τη θέλησή Του τίποτα δεν μπορεί να συμβεί. Και πράγματι, όχι μόνον η γέννηση και τα άλλα περιστατικά της ζωής του έγιναν επειδή το θέλησε ο Θεός, αλλά και αυτός ο θάνατός του έγινε θεϊκή Οικονομία, για να κηρύξει και “τοις εν άδη”.
Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε έναν από εμάς. Ο Θεός μας γνωρίζει πριν ακόμα γεννηθούμε, αφού αυτός είναι η αιτία της δημιουργίας μας. Μας αγαπά περισσότερο από ό,τι νομίζουμε και φροντίζει για τον καθένα μας ξεχωριστά. Τίποτε από όσα συμβαίνουν στην ζωή μας δεν είναι τυχαίο. Τις αποτυχίες, τις αναποδιές και τις πιο οδυνηρές ακόμη ασθένειες τις επιτρέπει ο Θεός από αγάπη, γιατί όταν αντιμετωπισθούν σωστά μπορούν να αποδειχθούν ως οι μεγαλύτερες ευλογίες. Πόσοι δεν μετανόησαν και έγιναν πραγματικοί άνθρωποι μετά από μια δύσκολη περιπέτεια ή μια βαριά αρρώστια;
Η εμπιστοσύνη στην αγάπη και την πρόνοια του Θεού αποτελεί το πιο σταθερό στήριγμα και στις μεγαλύτερες αναποδιές. Διώχνει τις ανασφάλειες και το άγχος και μας θέτει στην σωστή προοπτική για την ψύχραιμη και σωστή αντιμετώπιση και των πιο δύσκολων προβλημάτων.

Πηγή: Ιερά Μονή Αγ.Διονυσίου Στροφάδων

ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ

Μόλις είχε τελειώσει ο Α ´ Παγκόσμιος Πόλεμος και είχε καταρρεύσει η Γερμανία, ενώ οι Μπολσεβίκοι στην Ρωσσία είχαν νικήσει, ο γερμανός (λογοτέχνης) Χέρμαν Έσσε έγραφε , σ ἕ να από τα πρώτα κείμενά του (1919), για τον Ντοστογιέφσκυ περίπου τα εξής : «Αυτός είναι επικίνδυνος για την Δύσι. Οι ήρωές του, οι Καραμαζώφ, είναι ανατολικοί τύποι, πολύ επικίνδυνοι , σκοτεινοί, με ασιατικό βάθος και αποτελούν άμεσο κίνδυνο για τον δυτικό άνθρωπο ». Αυτή η πόλωση, « Ανατολικοί – Δυτικοί», που έβλεπε τότε ο Έσσε , την έχουν λίγο-πολύ και σήμερα οι περισσότεροι, που γράφουν για μας τους ορθοδόξους λαούς…
Είναι, όμως , τραγική ειρωνεία της ιστορίας ότι ο Χ. Έσσε , αφού πέρασε και ο Β ´ Παγκόσμιος Πόλεμος και πάλι οι Γερμανοί ηττήθησαν στα Βαλκάνια, έγινε βουδδιστής, δηλαδή άκρως Ανατολικός . Και διερωτάται κανείς, μήπως οι λεγόμενοι Δυτικοί είναι πιο κοντά στους άπω Ανατολίτες , παρά σε μας εδώ τους κοντινούς Βαλκάνιους. Όμως , εμείς οι Ορθόδοξοι , όχι μόνο που δεν είμαστε Δυτικοί, αλλ ο ὔ τε και Ανατολικοί του Έσσε · δεν είμαστε Ευρωπαίοι του Έσσε , αλλ ἀ κόμη λιγότερο Ασιάτες του.
Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκυ και του Παπαδιαμάντη δεν κατατάσσονται στα σχήματα αυτά, ούτε εξηγούνται από αυτά: « Ανατολή -Δύσι, Ευρώπη- Ασία , Ανατολικοί -Δυτικοί». Η γεωγραφική και πνευματική πατρίδα τους, αλλά και η δική μας, είναι η Ανατολική Μεσογειακή λεκάνη με τα περίχωρά της, όπου περιλαμβάνονται η χερσόνησος του Αίμου, τα Βαλκάνια ( αλλά και η Ρωσσία), η Μ. Ασία , η Παλαιστίνη, η Μεσοποταμία, η Αίγυπτος, η Β. Αφρική και η Ν. Ιταλία , δηλαδή η γεωγραφική και πνευματική περιοχή του Βυζαντίου, όπου γεννήθηκε ο Χριστιανισμός, αλλά και ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, και όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η Ορθόδοξος Εκκλησία με την παράδοσί της την ζωντανή.
Τα πρόσωπα, που βρίσκομε στα έργα του Ντοστογιέφσκυ και του Παπαδιαμάντη, δεν μπαίνουν και δεν εξηγούνται στα πλαίσια αυτά: « Ανατολή -Δύσι», ούτε στην πόλωσι αυτήν: «Ευρώπη-Βαλκάνια». Όχι πως δεν είναι και Ανατολικοί και Δυτικοί, αλλά δεν εξαντλούνται σ α ὐ τ ὸ το σχήμα, όπως δεν εξαντλούμεθα εμείς σήμερα με το να χωριζώμεθα σε Ευρωπαίους και Βαλκάνιους…
Ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκυ γεννήθηκαν και ανατράφηκαν σ α ὐ τ ὸ το ορθόδοξο εκκλησιαστικό περιβάλλον. Είναι γνωστή η σχέσι και των δυό με την Ορθόδοξο Εκκλησία και ειδικά με τα Μοναστήρια, και διαπιστώνεται αυτή η σχέσι στα έργα τους, με διαφορές βέβαια, αλλά και με μία εσωτάτη ταυτότητα. Οι Κολλυβάδες του Παπαδιαμάντη και οι Στάρετς (Γέροντες) του Ντοστογιέφσκυ ήσαν φορείς της ζωντανής αυτής παραδόσεως του Ησυχασμού . Οι Στάρετς της Ρωσίας –και όχι μόνον της Όπτινα στα μετέπειτα έργα του Ντοστογιέφσκυ, αλλά και του ( αγίου ) Τύχωνος του Ζαντόνκ, επισκόπου και ασκητού – και οι Κολλυβάδες μαρτυρούν προσωπικά, και όχι μόνο με τα έργα τους η τα γραπτά τους, εκείνο που βρίσκεται στο βάθος της ανθρωπολογίας του Παπαδιαμάντη και του Ντοστογιέφσκυ: Το ανθρώπινο πρόβλημα, η ανθρώπινη μοίρα, αν θέλετε, η το πεπρωμένο του· όχι , όμως , με την εξωχριστιανική έννοια του κρίματος η των κριμάτων του Θεού. Κι επομένως μαρτυρούν για το ανθρωπολογικό και ανθρωπιστικό πρόβλημα .
Πόσα χρωστά ο Ντοστογιέφσκυ στα Μοναστήρια, στον άγιο Τύχωνα και στους Στάρετς εν συνεχεία και πόσα χρωστά ο Παπαδιαμάντης στον πατέρα του ιερέα , αλλά και στην παράδοση των Κολλυβάδων στην Σκιάθο… Από τα παιδικά τους χρόνια ήσαν πολύ ποτισμένοι με τις εμπειρίες αυτές και, όπως λένε και οι δυό, αλλά το εκφράζω με τα λόγια του Κ. Παλαμά, ότι ήσαν παιδιά: « Ο άνθρωπος είναι πάντα αυτό, που ήταν παιδί». Ίσως δεν το ξέρομε ακριβώς , αλλά ξέρομε ότι μένει πάντα μέσα του, και στον πλέον αλλαγμένο άνθρωπο – αλλαγμένο από την ηλικία , από τα πάθη, από την σκέψι– μένει κάτι από το παιδί. Και ήσαν παιδιά όταν έζησαν την βαθειά εμπειρία της Εκκλησίας , την βαθειά εμπειρία των ηρώων της Βίβλου, ας μου επιτραπή έτσι να πω.
Ο Ντοστογιέφσκυ το περιγράφει βάζοντας τον στάρετς Ζωσιμά, που ως μικρός βρέθηκε στον ναό την Μ. Εβδομάδα , όταν διαβαζόταν το βιβλίο του Ιώβ . Και είναι γνωστό, πως εκεί έζησε ο στάρετς Ζωσιμάς, δηλαδή ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκυ, το μεγάλο μυστήριο, κατά το οποίον η πεπερασμένη γήινη μορφή του ανθρώπου και η αιώνια Αλήθεια , η μορφή του Θεού, συναστήθηκαν, αγγίχτηκαν μαζί. Και η γήινη δικαιοσύνη –με την έννοια της αληθείας , διότι το ρωσσικό «πράβδα» έχει και την έννοια της αληθείας – συναντήθηκε με την αιώνια αλήθεια του Θεού. Και ο Ιώβ απήντησε : «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας».
Ο Παπαδιαμάντης, στο καταπληκτικό κείμενό του: «Φωνή αύρας λεπτής», γραμμένο το 1901, (σχολιάζοντας) ένα ειρμό από την εορτή του προφήτου Ηλιού , γράφει: « Ο Θεός εφανερώθη εις τον Προφήτην όχι εν τω πνεύματι τω βιαίω, όχι εν τω συσσεισμώ, όχι εν πυρί, αλλ ἐ ν φωνή αύρας λεπτής. Και η φωνή της αύρας της λεπτής είναι η φωνή του πράου Ιησού , είναι η φωνή του Ευαγγελίου».
Εν συνεχεία τελειώνει το πολύ μικρό και πολύ χαρακτηριστικό αυτό άρθρο –για να πούμε ότι δεν είναι όλα τα διηγήματα, ούτε ακόμη λιγότερο όλα τα άρθρα του Παπαδιαμάντη της ίδιας αξίας , ούτε του Ντοστογιέφσκυ, στο ίδιο επίπεδο , αφού ως άνθρωποι πάλευαν και αποτύπωναν – τελειώνει αναφέροντας το ποίημα του Πινδάρου, όπου «οιονεί (:σαν να) προφητεύει» για τον Χριστό, αφού «τοιούτος Θεός, ήρως και άνθρωπος ουδείς άλλος υπάρχει , ει μη ο Ιησούς Χριστός».
Φαίνεται μία μεγάλη αγάπη του Παπαδιαμάντη και του Ντοστογιέφσκυ για τον Χριστό. Είναι γνωστό το γράμμα του Ντοστογιέφσκυ στον Φονβίζιν (το 1854), που λέει παράδοξα: « Αν η αλήθεια , ας υποθέσωμε , θα απέκλειε τον Χριστό, εγώ θα έμενα με τον Χριστό κι όχι με την αλήθεια ». Παράδοξο, παραδοξότατο, ( αφού ο Χριστός ο ίδιος είναι η Αλήθεια , η Αυτοαλήθεια, Ιωάν . ιδ ´ 6), αλλ ἀ ληθηνέστατο. Ο Τ. Χρυσάφης, σ ἕ να βιβλίο του, γράφει για την θεολογική σκέψι του Παπαδιαμάντη και λέει: «Σπάνια συναντούμε την λέξι Θεός. Στα γραπτά του μιλάει για τον Χριστό και απευθύνεται στον Χριστό». Ο Τέσλαν Μίλος έχει γράψει ένα άρθρο για τον Ντοστογιέφσκυ και λέει: «Δεν βρήκε τον Θεό, έχασε τον Θεό και πιάστηκε από τον Χριστό». Και το θεωρεί κατάντημα του Ντοστογιέφσκυ αυτό. Όμως , τι άλλο θα μπορούσε να γράψη ένας καθολικός και που αλλού θα μπορούσε να τον οδηγήση η θρησκεία του; Πως να καταλάβη γιατί ο Ντοστογιέφσκυ πιάστηκε από τον Χριστό…
Ο Παπαδιαμάντης την ίδια ομολογία δίνει όταν λέη: « Εν όσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ δεν θα παύσω πάντοτε να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου…». Διότι δεν αρκεί κάποιος θεός, ούτε κάποια θρησκεία. Ο Θεός μας είναι Θεός ενσαρκωμένος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Θεός που δεν έλαβε σάρκα, που δεν έζησε τον πόνο μας τον ανθρώπινο , την ύπαρξί μας, τα βάσανά μας, τι να τον κάνωμε; Έτσι και οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων , που ο Πλήθων στην «Γυφτοπούλα» (του Παπαδιαμάντη) θέλει να τους αποκαταστήση , όπως ο Ιουλιανός ο παραβάτης πριν, είναι νεκροί.
Ο Ντοστογιέφσκυ πέρασε από τον μεγάλο πειρασμό (της Ευρώπης) και μπολιάστηκε πάρα πολύ από την Δύσι, και δεν μπορούσε ( ίσως ) να μη μπολιαστή. Διότι « ανένδεκτον (: αδύνατον ) εστι του μη ελθείν τα σκάνδαλα», τους πειρασμούς (Λουκ. ιζ ´ 1). Αλλά πρέπει να ξέρωμε ότι «πειρασμός ημάς ουκ είληφεν (:κατέλαβε) ει μη ανθρώπινος » (Α ´ Κορ. Ι ´ 12). Είναι αναπόφευκτο να περάσωμε κι εμείς (τέτοιο πειρασμό), διότι είναι όχι γεωγραφικές, αλλά πνευματικές κατηγορίες αυτές. Ο δυτικός άνθρωπος είναι μέσα μας, είναι ο παλαιός Αδάμ . Και παλεύουμε μέσα μας να βγούμε, αν όχι Ανατολίτες , να βγούμε τουλάχιστον άνθρωποι της Εκκλησίας , άνθρωποι ορθόδοξοι , πέστε το Βαλκάνιοι, Βυζαντινοί, Έλληνες , Σέρβοι, Ρώσσοι , κτλ, πάντως με διαφορετική γεύσι ζωής, με πείρα ανθρώπου διαφορετική από ο ,τι είναι ο δυτικός άνθρωπος .
Αυτό που λέμε «δυτικός άνθρωπος », εμφωλεύει πάντα μέσα μας. Ήξερε ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκυ την χριστιανική αλήθεια , ότι ο νους του ανθρώπου εκ νεότητος ρέπει προς το πονηρό. « Εκ νεότητός μου πολλά πολεμεί με πάθη». Γράφει το 1875 σε μία επιστολή του ο Παπαδιαμάντης: «Εις την ανθρωπίνην φύσιν υπάρχει μία ροπή , μία τάσις προς την διαφθοράν. Θέλει κανείς να χαλασθή και δια τούτου χαλνιέται». Στον «Χρίστο Μηλιώνη» με άλλα λόγια γράφει: «Τα όρια της αρετής και της κακίας είναι τοσούτον δυσδιάκριτα εν τη ανθρωπίνη φύσει, ώστε οι νεώτεροι εκ των φιλοσοφούντων έχουν δίκαιον να ανακηρύξουν ως όλως ανωφελή και αυτήν ταύτην την ψυχολογίαν, όπως ανεκήρυξαν και την μεταφυσικήν».
Λέει κι άλλα ο Παπαδιαμάντης για το σκοτεινό άντρο της συνειδήσεως του ανθρώπου . Και αλλού πάλι: « Η αιωνία τάσις της ανθρωπίνης καρδίας εις το να αγαπά παν το μισητόν». Και μιλάει για αυτολατρεία: « Επέστη ο καιρός της αυτολατρείας και πάσαι αι άλλαι θρησκείαι κατηργήθησαν». Ο κ. Μπαστιάς, (στο ωραίο βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη), μιλάει για αυτολατρεία του ουμανισμού, του ανθρωπισμού . Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης το είχε πη πολύ πριν στον Μεγάλο Κανόνα του: «Αυτείδωλον εγενόμην ». Αυτό είναι η Δύσι: αυτείδωλον. Και αυτό είναι μέσα μου…
Ο Ντοστογιέφσκυ είχε πολύ μπολιαστεί από την Ευρώπη κι έλεγε : «Είναι χώρα των θαυμάτων, αλλ ε ἶ ναι νεκροταφείο. Είμαστε ευγνώμονες, πήραμε πάρα πολλά από την Ευρώπη και θα πάρωμε και την ευχαριστούμε, αλλ ε ἶ ναι πλέον καιρός να βγούμε από την “αιχμαλωσία της Αιγύπτου”, από την Ευρώπη». Αυτό έχει πολλή σημασία αν το μετράμε με τις διαστάσεις ενός Ντοστογιέφσκυ. Νομίζω πως και ο Παπαδιαμάντης πέρασε κι αυτός από τον βαθύ πειρασμό της Δύσεως. Ήταν άνθρωπος ευρωπαίος, σύγχρονος, μορφωμένος, διαβασμένος,μετέφρασε (δυτικά έργα ), αλλ ἐ πειδ ὴ ακριβώς την μέτρησε…, δεν είπε ανάθεμα στην Ευρώπη, αλλά την ζούσε μέσα του. Αυτό είναι το δράμα του ανθρώπου , το δράμα των λαών, που σήμερα ζούμε εμείς οι ορθόδοξοι λαοί. Γιατί τόσο δεν θέλουν τους Ρώσσους , τους Σέρβους και τους Έλληνες ; Γιατί είναι απρόβλεπτοι , απροσδόκητοι . Αυτοί θέλουν το σίγουρο, θέλουν το καλούπι, θέλουν να ελέγχουν . Αυτό είναι φιλαρχία δαιμονική στο βάθος της στάσεως της Ευρώπης, για γνώσι και για κυριαρχία και για ο ,τι φαίνεται. Ο π. Ιουστίνος (Πόποβιτς) εμμένοντας στον Ντοστογιέφσκυ –δεν ξέρω αν διάβασε τον Παπαδιαμάντη, δεν τον αναφέρει – έλεγε ότι Παπισμός κατά βάθος είναι στην Ευρώπη ο Μέγας Ιεροεξεταστής . Η νοοτροπία αυτή να κατέχης τον άλλον , να τον γνωρίζης, να τον κάνης ευτυχισμένο, αλλά κατά τα μέτρα σου.
Κι εδώ έρχεται ο Ιησούς , ο πράος, ο ταπεινός, ο αδύναμος , που φανερώνεται στα πρόσωπα των ηρώων του Παπαδιαμάντη και του Ντοστογιέφσκυ, αλλά δεν σώζει βίαια, σώνει και καλά. Δεν έσωσε την «Φραγκογιαννού την φόνισσα», που δεν μετάνοιωσε, δεν έσωσε την «κα Αυγούστα», που κι εκείνη δεν μετάνοιωσε. Γιατί η αυτομεμψία από μόνη της δεν σώζει. Σώζει ο Θεός βλέποντας τον άνθρωπο να ξεχύνεται, να καταγκρεμίζη τα είδωλα και αυτείδωλά του, την αυτοθρησκεία του, την αυτολατρεία του και να προσφέρη λατρεία στον Θεό.
Το καλό και χαρακτηριστικό του Παπαδιαμάντη και του Ντοστογιέφσκυ είναι ότι αυτοί δεν φτιάχνουν πρόσωπα, αλλά περιγράφουν, παριστάνουν. Στον Ντοστογιέφσκυ βλέπει κανείς μία πολυφωνία και μία διαλογικότητα, δηλαδή τον πλούτο της καθολικότητας της Εκκλησίας , τον πλούτο της ιδιοφορφίας , της ιδιοπροσωπίας . Και σ ὅ λα τα ιστορήματα του Παπαδιαμάντη (είναι) μαζεμένος ολόκληρος λαός, ένα ελληνικό πανηγύρι, κι απλώνεται μία ομοαλήθεια . Αυτό δηλαδή που έλεγε ο Ντοστογιέφσκυ με την «σόμπορνοστ» (: ενότητα εν τη ποικιλία), όχι επιβαρυμένη με την έννοια των Σλαβοφίλων του Σολόβιεφ, αλλά μ ἐ κείνη που της έδωσε στην ομιλία του για τον (μεγάλο ρώσσο ποιητή) Πούσκιν, όπου είπε ότι ο Πούσκιν είναι «πανάνθρωπος», αντί του ευρωπαίου « υπερανθρώπου ».
Στην ομιλία αυτή του 1880 ο Ντοστογιέφσκυ είπε: «Ταπεινώσου υπερήφανε άνθρωπε …». Και σε λίγο εκοιμήθη († 1911) με την χαρά της Αναστάσεως , με την Θ. Κοινωνία, αλλά κυρίως με το Ευαγγέλιο της αγάπης προς τους ανθρώπους …