Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΤΙΜΙΟΣ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΠΟΥΡΝΕΛΗ, ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

1.Προλεγόμενα.

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Σταυρός ὡς σημεῖο πού κάνουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία, ὅπλο ἀκαταμάχητο, τρόπαιο ἔναντι τοῦ ἀντικειμένου. Ταυτοχρόνως ἐγείρει πλεῖστα ὅσα ἐρωτηματικά, ὅπως τά παρακατω: Γιατί καί πῶς νά γίνεται; Τί σημαίνει; Λέγεται ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί δέν ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, γιατί ἐμεῖς νά τό κάνουμε; Μήπως ἡ πίστη μας ἀπαιτεῖ λεπτομέρειες; Ἀφοῦ ἦταν φονικό ὄργανο, γιατί νά τό προσκυνοῦμε; Μέσα ἀπό τά κείμενα πού ἀκολουθοῦν θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε κάποιες ἀπαντήσεις μέ χειραγωγούς, ὅπως πάντα τούς θεοφόρους Πατέρες.

2.Πρωτυπώσεις Σταυροῦ στήν Παλαιά Διαθήκη.

Ὑπάρχουν ἀρκετές προτυπώσεις τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ στήν Ἁγία Γραφή. Ἀπό τίς ὑπάρχουσες παραθέτουμε τίς πιό κύριες. Οἱ πρῶτες σχετίζονται μέ τόν Μωϋσῆ καί ἀφοροῦν τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης καί τή νίκη τῶν Ἰσραηλιτῶν κατά τή μάχη τους μέ τούς Ἀμαληκίτες. Τό κείμενο τῆς Ἐξόδου μᾶς λέγει ὅτι ὁ Μωϋσῆς χώρισε καί ἕνωσε τή θάλασσα μέ δύο κινήσεις, κάθετα καί ὁριζόντια1. Γνωστή εἶναι ἐπίσης ἡ Α΄ ὠδή τῶν καταβασιῶν «Σταυρόν χαράξας Μωσῆς ἐπ’εὐθείας ράβδῳ τήν Ἐρυθράν διέτεμε»2.Ἐπίσης ὁ Ἀαρών καί ὁ Ὤρ ἐστήριζαν τά χέρια τοῦ Μωϋσέως στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ σέ στάση προσευχῆς μέχρι τή δύση τοῦ ἡλίου. Ἐνῶ προσευχόταν, κέρδιζαν οἱ Ἰσραηλίτες τούς Ἀμαληκίτες. Θά μποροῦσε ὁ Μωϋσῆς νά προσευχηθεῖ μέ ἄλλο τρόπο καί ὄχι μέ τό σῶμα του νά σχηματίζει σταυρό3.

Μάλιστα ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς ὑπεραμύνεται τοῦ ἱεροῦ συμβόλου λέγοντας: «Τό δέ ἀνθρώπινον σχῆμα δέν διαφέρει ἀπό τά ἄλογα ζῶα κατά τίποτε ἄλλο, παρά κατά τό ὅτι εἶναι ὀρθόν καί ἐπιτρέπει ἔκτασιν τῶν χειρῶν καί φέρει εἰς τό πρόσωπον ἀπό τό μέτωπον ἐκτεινομένην πρός τά κάτω τήν καλουμένην μύτην, διά τῆς ὁποίας ἐξασφαλίζεται ἡ ἀναπνοή τοῦ ζῶντος ὀργανισμοῦ καί δέν δεικνύει τίποτε ἄλλο παρά τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ»4.

Μία προτύπωση γιά τόν τίμιο Σταυρό εὑρίσκεται στήν προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ. Ὁ ἐν λόγω προφήτης γράφει: «Καί εἶπε πρός αὐτόν. Δίελθε μέσην τήν Ἱερουσαλήμ καί δός τό σημεῖον ἐπί τά μέτωπα τῶν ἀνδρῶν τῶν καταστεναζόντων καί τῶν κατοδυνωμένων ἐπί πάσαις ταῖς ἀνομίαις ταῖς γινομέναις ἐν μέσῳ αὐτῆς»5.

Κατά τόν προφήτη Ἰεζεκιήλ, ὁ Θεός ἐκάλεσε ἄνδρα καί τοῦ λέγει νά διέλθει τήν Ἱερουσαλήμ καί νά σφραγίσει μέ τό σημεῖον τά μέτωπα, ὅσων παραμένουν πιστοί στό Θεό. Μέ τήν λέξη σημεῖον ἡ Γραφή ἀναφέρεται σέ ἕνα ἰδιαίτερο σημάδι σφραγίσεως, διακριτικό αὐτῶν πού ἀνήκουν στό Θεό. Στήν ἀνωτέρω προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ, ἀντί τῆς λέξεως σημεῖον, στό Ἑβραϊκό κείμενο ὑπάρχει τό σχήμα Τ (ἤ Χ, t), ὑπάρχει ἡ λέξις Τάβ. Δηλαδή λέγει ὁ Θεός στόν ἄνδρα νά σφραγίσει τούς δικούς του μέ τό σημάδι Τ πού εἶναι ὁ Σταυρός. Ἀλλά καί ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία διά τῶν Ὠριγένη, Τερτυλλιανοῦ, Κυπριανοῦ, Ἱερωνύμου ἑρμήνευσε ὅτι μέ τήν λέξη σημεῖον καί τό σημάδι Τ ἤ Χ ἤ t πού ἦταν τό 22ο γράμμα τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου, προεφητεύετο ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ6.

Στήν Καινή Διαθήκη ἔχομε ἄπειρες μαρτυρίες ἰδιαίτερα στούς τέσσερις Εὐαγγελιστές, γιά τό σταυρό πού ἐσήκωσε ὁ Ἰησοῦς καί προσηλώθη ἐπ’αὐτοῦ. Ἐπίσης γιά νά πεισθεῖ ὁ Θωμᾶς γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ζητᾶ νά θέσει τό δάκτυλό του στά σημάδια πού δημιούργησαν οἱ ἥλοι. Καταλυτικό ἐπίσης εἶναι τό χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο θά προηγηθεῖ τό σημάδι, τοῦ Σταυροῦ στόν οὐρανό καί μετά θά ἔλθει ἡ Δευτέρα Παρουσία7.

3.Ἡ ἀπόκρυψη καί ἡ εὕρεση τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ.

Μετά τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τή λαμπροφόρο ἀνάστασή του τό μένος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἱερατείου κορυφώθηκε. Ἔτσι θέλησαν νά μεταβάλλουν τή μορφή τοῦ τόπου τῆς σταυρώσεως, νά ἀφανίσουν κάθε σημάδι πού θά θύμιζε τή νίκη τοῦ Θεανθρώπου ἐπί τοῦ Ἅδου καί τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Γι’αὐτό τό λόγο ἐπιχωμάτισαν τό λεγόμενο Γολγοθᾶ καί ἔκτισαν σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς Σωκράτη, Σωζομενό καί Θεοδώρητο ἕνα ναό πρός τιμήν τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης.8

Τριακόσια περίπου χρόνια ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος δέχεται τήν ἐπίθεση τοῦ Μαξεντίου, ἄν καί εἶχε συνάψει συμφωνία εἰρήνης, εὑρίσκεται σέ πολύ δύσκολη θέση, ἀποφασίζει νά προσευχηθεῖ σέ Θεό ζῶντα ἐάν ὑπάρχει, καί ζητᾶ νά τοῦ φανερωθεῖ.Τότε ἄν καί δέν ἦταν χριστιανός, θεία χάριτι καί οἰκονομίᾳ, βλέπει στούς οὐρανούς τρόπαιο σταυροῦ καί ἐπ’αὐτοῦ ἐπιγραφή λέγουσα «Ἐν τούτῳ νίκα». Ἔκθαμβος θεωρεῖ ὅτι συμβαίνει κάτι παράδοξο, τή νύκτα διελογίζεται, τί μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό τό σημεῖο, μέ συνέπεια, νά ἔχει δευτέρα θεοσημία. Ὁ Χριστός τοῦ παρουσιάζεται καθ’ὕπνον καί τόν προτρέπει νά δημιουργήσει ἀπομίμηση τοῦ φανέντος σημείου, διότι δι’αὐτοῦ θά νικήσει τόν ἀντίπαλο. Ὁ ἴδιος τό πρωί καλεῖ τούς ἀρμόδιους τεχνίτες καί περιγράφει τή σημαία πού εἶδε δίς τήν προηγούμενη ἡμέρα μέ τό μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ. Τό λάβαρο κατασκευάζεται, ἡ μάχη δίδεται καί ὁ Κωνσταντῖνος ἀναδεικνύεται νικητής9.

Μετά τήν περιφανή αὐτή νίκη γύρω στό 312/313 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος στρέφεται πρός τό χριστιανισμό, ἐκδίδει τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τό 313, συγκαλεῖ, παρευρίσκεται, προεδρεύει τιμῆς ἕνεκεν στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. καί καλεῖ τή μητέρα του κοντά του. Μάνα καί γιός διηγοῦνται βιώματα θεοπτίας. Μάλιστα ἡ πρώτη τοῦ ἀποκαλύπτει τήν παρακάτω συγκλονιστική ἐμπειρία: «Μιά νύχτα λοιπόν, ἐνῶ κοιμόταν, βλέπει στόν ὕπνο της κάποια θεϊκή ὁπτασία, πού τήν παρακινοῦσε νά ἔρθει στά Ἱεροσόλυμα καί νά φέρει σέ φῶς τούς καταχωνιασμένους ἱερούς τόπους. Στήν συνέχεια νά ἀναζητήσει τόν σεπτό τάφο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν βαθιά μέσα σέ χώματα πολλά καταχωνιασμένος καί σκεπασμένος ἀπό εἰδωλολατρικό ναό, πού εἶχαν ἐπάνω του χτίσει οἱ ἐθνικοί. Νά ψάξει ἀκόμη γιά τόν ἔνδοξο καί ζωοποιό Σταυρό του»10.

Ἐκεῖνος μέ ἰδιαίτερη χαρά τήν ἀποστέλλει μέ πολλούς στρατιῶτες στά Ἱεροσόλυμα καί ὕστερα ἀπό κόπους καί θυσίες, ἄς μήν ξεχνοῦμε τήν ἡλικία της, καί τή δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος, βρίσκει ἀνάμεσα σέ ἄλλα χαλάσματα τόν τίμιο Σταυρό, μαζί μέ ἄλλους δύο. Ποιός ἄραγε εἶναι τοῦ σταυρωθέντος Κυρίου; Ἡ ἀπάντηση δίδεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο, ὁ ὁποῖος καλεῖται νά μεταβεῖ σέ μία ψυχορραγοῦσα γυναίκα. Ἀντί αὐτοῦ προτρέπει τούς καλοῦντας αὐτόν, νά φέρουν τήν ἀποθνήσκουσα ἐπί τοῦ σημείου τῆς εὑρέσεως καί νά τήν ἀκουμπήσουν ἐπί τῶν ἀνευρεθέντων σταυρῶν. Μόλις ἡ ἀσθενοῦσα ἀκούμπησε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ κατά τόν ἱστορικό Σωκράτη,«ἀνερρώσθη καί ἐν τοῖς ὑγιαίνουσιν ἦν. Τοῦτον μέν οὖν τόν τρόπον τό τοῦ σταυροῦ ξύλον ηὕρηται. Ἡ δέ τοῦ βασιλέως μήτηρ, οἶκον μέν εὐκτήριον ἐν τῷ τοῦ μνήματος τόπῳ πολυτελῆ κατεσκεύασεν»11.

4.Ἡ πρώτη ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί οἱ λοιπές ἑορτές του.

Ἀμέσως μετά τήν εὕρεση τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ, ἡ Ἁγία Ἑλένη τόν συνόδευσε μετά τοῦ Ἐπισκόπου Μακαρίου μέχρι τά Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἔγινε μέ ἰδιαίτερη χαρά δεκτός καί ὁ Ἐπίσκοπος ὕψωσε αὐτόν ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Ὁ λαός ἐπί τῇ θέᾳ του ἀναφώνησε, «Κύριε ἐλέησον». Ἡ πρώτη ὕψωση ὑπολογίζεται τό 326 μ.Χ. Ὅμως ὅταν τά Ἱεροσόλυμα κατακτήθηκαν ἀπό τούς Πέρσες, ὄχι μόνο χριστιανοί μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Πατριάρχης, ἀλλά καί το τίμιο ξύλο μεταφέρθηκε στήν Περσία. Τό 628 μ.Χ. ὁ βυζαντινός αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος κατετρόπωσε τούς Πέρσες, ἀπελευθέρωσε τούς αἰχμαλώτους καί ἐπέστρεψε τόν ζωοποιό Σταυρό στή θέση του. Τότε ὑψώθη ἐπί τοῦ ἄμβωνος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως ὑπό τοῦ ἐλευθέρου πλέον Πατριάρχου Ζαχαρίου, γεγονός τό ὁποῖον ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά τόν ὁρισμό τῆς 14ης Σεπτεμβρίου ὡς ἡμέρα ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Ξύλου.

Ἔκτοτε ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ ἑορτολογίου καθιερώθηκαν καί ἄλλες γιορτές πρός τιμήν του, τίς ὁποῖες ἀπαριθμεῖ σύγχρονος ἐρευνητής σέ σχετικό ἄρθρο του:

α) Τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ ὁποία ἑορτάζεται τήν 6ην Μαρτίου.

β) Ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἡ ὁποία ἑορτάζεται κατά τήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.

γ) Ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τιμωμένη τήν 14ην Σεπτεμβρίου.

δ) Ἡ ἀνάμνησις τοῦ ἐν οὐρανῷ φανέντος, τό ἔτος 351, φωτεινοῦ Σταυροῦ, κατά τήν 7ην Μαΐου. Ἐφάνη εἰς τόν οὐρανόν καθ’ὅλην τήν ἔκτασιν, ἀπό τοῦ Γολγοθᾶ μέχρι τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν ἐπί Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου.

ε) Ἡ πρόοδος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τήν 1ην Αὐγούστου. Εἰς τήν Κωνσταντινούπολη ὁ Τίμιος Σταυρός μετεφέρετο ἐκ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας εἰς τό Παλάτιον καί ἐκεῖθεν τήν 1ην Αὐγούστου περιήγετο ἐπί δέκα πέντε ἡμέρας ἀνά τήν πόλιν πρός ἁγιασμόν τῆς ἀτμόσφαιρας καί ἀποτροπήν τῶν λυμαινομένων τήν πόλιν νόσων.

Ἐκτός ὅμως τῶν ἑορτῶν τούτων ὁ Σταυρός τιμᾶται καί κατά τίς δύο νηστήσιμες ἡμέρες τῆς ἐβδομάδος, ἤτοι τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή12.

5.Διάδοση σημείου τιμίου Σταυροῦ καί προσκύνησή του – Ἄρση προσωπικοῦ σταυροῦ.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπό τόν τέταρτο αἰῶνα καί ἑξῆς τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ διαδίδεται, ἀποτυπώνεται παντοῦ, γίνεται ἀπό ἄρχοντες καί ὑπηκόους, γυναῖκες καί ἄνδρες, δούλους καί ἐλεύθερους. Τό σύμβολο τῆς πιό χειρότερης τιμωρίας, μετατρέπεται σέ ποθητό καί ἀξιαγάπητο μέσο.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διασώζει στά ἔργα του αὐτή τήν παράδοση πού ἐπικρατεῖ στίς τάξεις τῶν χριστιανῶν λέγοντας: «Ὁ σταυρός ὑπάρχει στήν ἱερή Τράπεζα,αὐτός στίς χειροτονίες τῶν ἱερέων, αὐτός πάλι διαλάμπει στή θεία εὐχαριστία μαζί μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Θά μποροῦσε κανείς νά τόν δεῖ νά ὑπάρχει παντοῦ, στά σπίτια, στίς ἀγορές, στίς ἐρημίες, στούς δρόμους, στά βουνά, στίς κοιλάδες, στούς λόφους, στίς θάλασσες καί στά πλοῖα καί στά νησιά, στά κρεβάτια καί στά ἐνδύματα, στά ὅπλα, στούς γάμους, στά συμπόσια, στά ἀργυρά καί χρυσά σκεύη, στά μαργαριτάρια, στίς τοιχογραφίες, στά σώματα τῶν πολύ ἀρρώστων ζώων, στά σώματα τῶν ἐκείνων πού ἐνοχλοῦνται ἀπό δαίμονες, στούς πολέμους, στήν εἰρήνη, στή διάρκεια τῆς ἡμέρας καί τῆς νύκτας, στίς ὁμάδες ἐκείνων πού διασκεδάζουν καί στούς συλλόγους τῶν ἀθλουμένων. Τόσο περιπόθητο σ’ὅλους ἔγινε τό θαυμαστό αὐτό δῶρο, ἡ ἀνέκφραστη αὐτή χάρη. Κανείς δέν ντρέπεται, δέν νιώθει ἄσχημα, σκεπτόμενος, ὅτι ὁ σταυρός εἶναι σύμβολο τοῦ πιό καταραμένου θανάτου, ἀλλ’ὅλοι μέ αὐτόν στολιζόμαστε πολύ περισσότερο, παρά μέ τά στεφάνια καί τά στέμματα καί τίς ἄπειρες σειρές τῶν μαργαριταριῶν»13.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰσηγεῖται νά προσκυνοῦμε ὄχι μόνο τίς ἱερές εἰκόνες τῶν Ἁγίων προσώπων, ἀλλά ἐξόχως καί τό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ, ἀποτυπώνοντας τό σημεῖο του στό σῶμα μας. Ἀπό τά κείμενά του παραθέτομε ἕνα ἀπόσπασμα: «Κι ὄχι μόνο τή θεία εἰκόνα νά προσκυνήσεις, ἀλλά καί τοῦ σταυροῦ του τόν τύπο, διότι αὐτός εἶναι σημεῖο μέγιστο καί τρόπαιο Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ Διαβόλου καί ὅλης τῆς ἀντίθετης φάλαγγος, γι’αὐτό καί φρίττουν καί τρέπονται σέ φυγή βλέποντας τόν τύπο αὐτόν. Αὐτός ὁ τύπος, καί προτοῦ γίνει τό πρωτότυπο, πολύ ἐδοξάσθηκε ἀπό τούς προφῆτες καί πολλά ἐτερατούργησε, ἀλλά καί τή δευτέρα παρουσία τοῦ κρεμασθέντος σ’αὐτόν Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού πρόκειται νά ἔλθει, γιά νά κρίνει ζωντανούς καί νεκρούς, θά προηγεῖται αὐτή ἡ μεγάλη καί φρικτή σημαία του μέ πολλή δύναμη καί δόξα. Δόξασέ τον λοιπόν τώρα, γιά νά ἀτενίζεις τότε μέ παρρησία καί νά συνδοξασθεῖς μέ αὐτόν. Ἀλλά καί τῶν ἁγίων τίς εἰκόνες, ἐπειδή ἐσταυρώθηκαν μαζί μέ τόν Κύριο, νά προσκυνήσεις, προτυπώνοντας στό πρόσωπό σου τόν σταυρό καί μνημονεύοντας τήν κοινωνία τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ πού ἐνεργήθηκε μέσα σ’ἐκείνους»14.

Ὁ ἴδιος θεοφόρος Πατήρ ὅταν ἀναφέρεται στόν τρόπο πού ἀκολουθεῖ κανείς τό Χριστό καί στό τί σημαίνει ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ, ἐπισημαίνει: «Ν’ἀκολουθεῖ κάποιος τόν Χριστό σημαίνει νά ζεῖ κατά τό εὐαγγέλιό του παρουσιάζοντας κάθε ἀρετή καί εὐσέβεια. Ν’ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του αὐτός πού θέλει ν’ἀκολουθήσει καί νά σηκώνει τόν σταυρό του, σημαίνει νά μή λυπεῖται τόν ἑαυτό του, ὅταν τό ἀπαιτεῖ ὁ καιρός, ἀλλά νά εἶναι ἕτοιμος γιά τόν ἀτιμωτικό θάνατο ὑπέρ τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀληθείας τῶν θείων δογμάτων. Τοῦτο δέ, τό ν’ἀρνηθεῖ κανείς τόν ἐαυτό του καί νά παραδοθεῖ σ’ἔσχατη ἀτιμία καί θάνατο, ἄν καί εἶναι μέγα καί ὑπερφυές, δέν εἶναι παράλογο, διότι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς δέν θά ἐδέχονταν ποτέ, ὅταν μάλιστα μεταβαίνουν σέ πόλεμο, νά τούς ἀκολουθήσουν ἄνθρωποι πού δέν εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν γι’αὐτούς. Ποῦ λοιπόν εἶναι τό ἀξιοθαύμαστο, ἐάν καί ὁ βασιλεύς τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ ἐπεδήμησε στή γῆ κατά τήν ἐπαγγελία του, τέτοιους ἀκολούθους ζητεῖ πρός ἀντιμετώπιση τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τοῦ γένους. Ἀλλά οἱ μέν βασιλεῖς τῆς γῆς δέν μποροῦν νά ἀναζωώσουν τούς φονευθέντες στόν πόλεμο οὔτε ν’ἀνταποδώσουν κάτι ταιριαστό στούς πρωταγωνιστάς ἀπό αὐτούς, τί θά μποροῦσε τάχα νά λάβει ἀπό αὐτούς κάποιος πού δέν ζεῖ πλέον; Ἀλλά καί γι’αὐτούς, ἄν ὁ θάνατος εἶναι ὑπέρ εὐσεβῶν, ἡ ἐλπίς εἶναι στόν Κύριο, ἔτσι δέ ὁ Κύριος ἀνταποδίδει ζωή αἰώνια σ’αὐτούς πού ἐπρωτοστάτησαν στό νά τόν ἀκολουθοῦν»15.

6.Σημεῖον Σταυροῦ καί καθημερινός τρόπος ζωῆς.

Εἰς τήν Πατερική Γραμματεία συναντοῦμε πολλές προτροπές γιά τήν νοηματοδότηση τῆς καθημερινότητος. Ἀπό τίς πρῶτες κιόλας στιγμές πού θά γεννηθεῖ τό παιδί οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες συνιστοῦν νά κρεμιέται σταυρός στό κρεβατάκι του. «Τί νά ἀναφέρει κανείς δέ τά φυλακτά καί τούς κώδωνας, πού κρεμοῦν ἀπό τό χέρι καί τό κόκκινο νῆμα καί τά ἄλλα, πού εἶναι γεμάτα μέ πολλήν μωρίαν, ἐνῶ δέν πρέπει νά θέτουν τίποτε ἄλλο γύρω ἀπό τό παιδί παρά μόνον τόν σταυρόν, διά νά τό προστατεύει»16.

Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης ἀναφερόμενος στήν ἀνατροφή πού τοῦ ἔδωσε ἡ μητέρα του προβάλλει τήν ἀρετή της καί τά χρηστά ἤθη της λέγοντας: «Ὅταν γέννησε ἐμένα πρῶτο, δέν εἶπε ὅσα συνηθίζουν νά χρησιμοποιοῦν οἱ ἄλλες γυναῖκες στά νεογέννητα, σύμφωνα μέ δαιμονική παρακίνηση, κάνοντας μαντεῖες καί κρεμώντας φυλακτά καί λέγοντας διάφορα μαγικά ρητά καί στίς κούνιες τους καί στά ὑπνοδωμάτιά τους καί βάζοντας γύρω ἀπό τό λαιμό τους κομπολόγια καί φυλακτά, ἀλλά τῆς ἦταν ἀρκετό νά μέ ὀχυρώσει κάνοντας μόνον τό σημεῖο τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, προβάλλοντάς τον σάν ὅπλο καί σάν ἀσπίδα εἰρηνική»17.

Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀναφερόμενος στό βίο τῆς Ὁσίας Μακρίνας λέγει ὅτι κατά τήν ἐκδημία της βρῆκαν νά κρέμεται ἀπό τό λαιμό τῆς Ἁγίας ἕνας σιδερένιος σταυρός, τόν ὁποῖο φοροῦσε πάντα18.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Κολοβός ὅταν ἀπέσπασε ἀπό τά δίκτυα τῆς ἁμαρτίας μιά γυναῖκα τράπηκαν πρός τήν ἔρημο καί λόγω τοῦ μήκους τῆς ὁδοῦ νυκτώθηκαν. Τότε τῆς ἔφτιαξε ἕνα μικρό προσκέφαλο ἀπό ἄμμο, τό σταύρωσε καί τῆς ὑπέδειξε ἐκεῖ νά πλαγιάσει προκειμένου νά διαφυλαχθεῖ ἀπό τούς πνευματικούς ἐχθρούς19.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συνιστᾶ σέ μονάζουσα γυναῖκα νά εὐλογεῖ τό ψωμί μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί νά λέγει λόγια εὐχαριστίας. Ἀπό τό λόγο του αὐτό παραθέτομε ἕνα ἀπόσπασμα: «Καί ὅταν καθίσεις στό τραπέζι καί πάρεις νά κόψεις τό ψωμί, ἀφοῦ τό σταυρώσεις τρεῖς φορές μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, νά εὐχαριστήσεις καί νά πεῖς ἔτσι, Σέ εὐχαριστοῦμε, Πατέρα μας, γιά τήν ἁγία ἀνάστασή σου, διότι διά μέσου τοῦ Υἱοῦ σου μᾶς τήν ἐγνώρισες. Καί ὅπως τό ψωμί αὐτό πού εἶναι ἐπάνω στό τραπέζι ἦταν διασκορπισμένο καί ἀφοῦ μαζεύθηκε ἔγινε ἕνα πρᾶγμα, ἔτσι ἄς συγκεντρωθεῖ ἐπί τό αὐτό ἡ Ἐκκλησία σου ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς στή βασιλεία σου, διότι ἰδική σου εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ δόξα σ’ὅλους τούς αἰῶνες, ἀμήν. Καί αὐτήν μέν τήν προσευχήν ὀφείλεις νά λέγεις, ὁσάκις πρόκειται νά κόψεις τό ψωμί σου γιά νά φάγεις, ὅταν δέ πρόκειται νά τοποθετήσεις τό ψωμί ἐπάνω στό τραπέζι καί νά καθίσεις, νά λέγεις τό ‘‘Πάτερ ἡμῶν’’ ὁλόκληρον»20.

Ὁ Ἰσαάκ ὁ Σῦρος συνιστᾶ στόν ἀγωνιζόμενο μοναχό κατά τήν ἄσκηση τοῦ κανόνος του νά σφραγίσει τά μέλη του διά τοῦ σταυροῦ, γιά νά ἀποκτᾶ τήν ἀπαραίτητη γαλήνη καί νά ὑψώνεται στήν ἐσώτερη θεωρία: «Γονάτισε κατά τή συνήθεια καί σήκω καί μήν ἀρχίσεις ἀμέσως τή λειτουργία σου, ἀλλά, ἀφοῦ πρῶτα προσευχηθεῖς καί τελειώσεις τήν προσευχή καί σφραγίσεις τό στῆθος σου καί τά μέλη σου διά τοῦ τύπου τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τότε μεῖνε σιωπηλός γιά λίγη ὥρα, ὡς πού ν’ἀναπαυθοῦν οἱ αἰσθήσεις σου καί νά γαληνεύσουν οἱ λογισμοί σου, ἔπειτα ἀπ’αὐτό ὕψωσε τήν ἐσωτερική θεωρία σου πρός τόν Κύριο καί ζήτησε ἀπ’αὐτόν φρόνημα λύπης, νά ἐνισχύσει τήν ἀσθένειά σου, ὥστε νά γίνουν εὐάρεστες στό ἅγιο θέλημά του καί ἡ στιχολογία σου καί οἱ σκέψεις τῆς καρδιᾶς σου»21.

Στά ἀνωτέρω θά πρέπει νά ἐπισυναφθοῦν ὅλες οἱ πράξεις προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων τῶν χρονικῶν περιόδων καί οἱ σκοποί γιά τούς ὁποίους τελοῦνται, ἀφοῦ σέ ὅλεςἀποτυπώνεται τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐμφανῶς ἤ ἀφανῶς ἀπό τό λειτουργό ἱερωμένο.

7.Ἑρμηνεία τοῦ σημείου τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί πῶς γίνεται.

Ἀναμφισβήτητα πολλοί θά ἔχουν ἀναρωτηθεῖ τί σημαίνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πού κάνουν. Εἶναι ἄραγε μία εὐσεβής συνήθεια; Εἶναι ἕνας ἀκόμα τύπος; Ἐπίσης πολλοί θά ἔχουν ἰδεῖ συνανθρώπους τους, πού ἀντί νά κάνουν σταυρό τους, νά κινοῦν ἔτσι τό χέρι τους, ὥστε νά θυμίζουν κιθαριστή. Εἶναι ἄραγε τόσο σημαντικό αὐτό; Φυσικά ναί. Ἄς προσεγγίσουμε τήν ἑρμηνεία του μέ τόν κεκαθαρμένο νοῦ τοῦ μεγάλου διδασκάλου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ. «Ἀκούσατε, χριστιανοί μου, πώς πρέπει νά γίνεται ὁ σταυρός καί τί σημαίνει. Μᾶς λέγει τό ἅγιον Εὐαγγέλιον πώς ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, δοξάζεται εἰς τόν οὐρανόν περισσότερον ἀπό τούς ἀγγέλους. Τί πρέπει νά κάμεις ἐσύ; Σμίγεις τά τρία σου δάκτυλα μέ τό δεξιόν σου χέρι καί μήν ἠμπορώντας νά ἀνέβεις εἰς τόν οὐρανόν νά προσκυνήσεις, βάνεις τό χέρι σου εἰς τό κεφάλι σου, διατί τό κεφάλι σου εἶναι στρογγυλό καί φανερώνει τόν οὐρανόν καί λέγεις μέ τό στόμα: Καθώς ἐσεῖς οἱ ἄγγελοι δοξάζετε τήν ἁγίαν Τριάδα εἰς τόν οὐρανόν ἔτσι καί ἐγώ ὡς δοῦλος ἀνάξιος δοξάζω καί προσκυνῶ τήν ἁγίαν Τριάδα. Καί καθώς αὐτά εἶναι τρία, εἶναι ξεχωριστά, εἶναι καί μαζί, ἔτσι εἶναι καί ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, τρία πρόσωπα καί ἕνας μόνος Θεός. Κατεβάζεις τό χέρι σου ἀπό τό κεφάλι σου καί τό βάνεις εἰς τήν κοιλιάν σου καί λέγεις: Σέ προσκυνῶ καί σέ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καί ἐσαρκώθης εἰς τήν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διά τάς ἁμαρτίας μας. Τό βάζεις πάλιν εἰς τόν δεξιόν σου ὦμον καί λέγεις: Σέ παρακαλῶ, Θεέ μου, νά μέ συγχωρήσεις καί νά μέ βάλεις εἰς τά δεξιά σου μέ τούς δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εἰς τό ἀριστερόν ὦμον λέγεις: Σέ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μή μέ βάλεις εἰς τά ἀριστερά μέ τούς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα κύπτοντας κάτω εἰς τήν γῆν: Σέ δοξάζω, Θεέ μου, σέ προσκυνῶ καί σέ λατρεύω, ὅτι καθώς ἐβάλθηκες εἰς τόν τάφον, ἔτσι θά βαλθῶ καί ἐγώ. Καί ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός φανερώνεις τήν Ἀνάστασιν καί λέγεις: Σέ δοξάζω, Κύριέ μου, σέ προσκυνῶ καί σέ λατρεύω, πώς ἀναστήθηκες, ἀπό τούς νεκρούς διά νά μᾶς χαρίσεις τήν ζωήν τήν αἰώνιον. Αὐτό σημαίνει ὁ πανάγιος σταυρός»22.

Ὅσον ἀφορά τή ντροπή πού κάποιοι αἰσθάνονται καί διστάζουν νά κάνουν φανερά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ὁ θεοφόρος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ὑπογραμμίζει: «Ἄς μή ντρεπόμαστε λοιπόν γιά τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κι ἄν ἀκόμη κάποιος κάνει τόν σταυρό του κρυφά, ἐσύ νά σφραγίσεις τό μέτωπό σου μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ φανερά, ὥστε οἱ δαίμονες, βλέποντας τό βασιλικό σημεῖο, νά φεύγουν μακριά τρέμοντας. Νά κάνεις αὐτό τό σημεῖο ὅταν τρῶς καί ὅταν πίνεις, ὅταν κάθεσαι, ὅταν κοιμᾶσαι καί ὅταν σηκώνεσαι, ὅταν μιλᾶς, ὅταν περπατᾶς καί γενικά σέ κάθε περίπτωση»23.

8.Ὁ Σταυρός ὡς ὅπλο καί στήριγμα πιστῶν.

Σέ ἰδιόμελο τοῦ ὄρθρου τοῦ Μηναίου τῆς 14ης Σεπτεμβρίου ὁ ὑμνογράφος καταγράφει : «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, σταυρός ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα». Αὐτοί οἱ λιγοστοί στίχοι ἐκφράζουν κατά τόν καλύτερο τρόπο μία ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια. Πολλοί Πατέρες ἐπικέντρωσαν τήν προσοχή τους σ’αὐτό τό σημεῖο καί μᾶς κατέλιπαν βιώματα μοναδικά.

Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος ἀποτυπώνει στά ποιήματά του τόν πόλεμο τοῦ ἀντικειμένου καί τή νίκη τοῦ ἰδίου διά τοῦ θείου σημείου. «Φεύγα ἀπό τήν ψυχή, δολομήχανε, φεύγα ἀμέσως, φεύγα ἀπό τό σῶμα μου, φεύγα ἀπό τή ζωή μου. Κλέφτη, φίδι, φωτιά, Βελίαρ, κακία, θάνατε, χάσμα, θηρίο, νύχτα, ἐνέδρα, λύσσα, χάος, φθονερέ, ἀνθρωποκτόνε, πού καί τούς πρώτους προγόνους μου στό θάνατο ὁδήγησες, δίνοντάς τους νά γευτοῦν τήν κακία, ὀλέθριε, καί τό θάνατο. Ὁ βασιλιάς Χριστός προστάζει νά φύγεις στήν ἀφρισμένη θάλασσα, ἤ στούς σκοπέλους ἤ στό σκοτάδι τῶν χοίρων, ὅπως παλιά ἡ αὐθάδης λεγεῶνα. Ὑποχώρησε λοιπόν, μή σέ χτυπήσω μέ τό σταυρό, πού ὅλα τόν τρέμουν. Τό σταυρό ἔχω στά μέλη μου, τό σταυρό στήν πορεία μου, τό σταυρό στήν καρδιά μου, ὁ σταυρός εἶναι ἡ δόξα μου»24.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θεωρεῖ ὅτι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ κυριαρχεῖ σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη καί γίνεται φανερή ὄχι μόνο στούς πιστούς ἀλλά καί στούς ἄπιστους, ὄχι μόνο στούς χριστιανούς ἀλλά καί στούς χλευαστές τῆς πίστεώς μας. Ἀπό τό λόγο του ἐπιλέγομε ἕνα ἀπόσπασμα: «Μέ τό νά διαβάλλουν τόν σταυρόν δέν βλέπουν, ὅτι ἡ δύναμίς του ἔχει κυριαρχήσει εἰς ὁλόκληρον τήν οἰκουμένην καί ὅτι δι’αὐτοῦ ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ εἰς ὅλους τά ἔργα τῆς θεογνωσίας. Ἀσφαλῶς δέν θά ἐχλεύαζαν ἕνα τόσον μέγα πρᾶγμα, ἐάν ἀκριβῶς ἔστρεφον καί αὐτοί μέ εἰλικρίνειαν τόν νοῦν των εἰς τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μᾶλλον θά τόν ἀνεγνώριζον καί οἱ ἴδιοι ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου καί θά παραδέχοντο, ὅτι ὁ σταυρός ἔχει γίνει ὄχι διά νά βλάψει, ἀλλά διά νά θεραπεύσει τήν ἀνθρωπότητα. Διότι μέ τό γεγονός τοῦ σταυροῦ κατηργήθη κάθε εἰδωλολατρία καί μέ τό σημεῖον αὐτό ἐκδιώκεται κάθε δαιμονική φαντασία καί μόνον ὁ Χριστός προσκυνεῖται καί δι’αὐτοῦ ὁ Πατήρ γνωρίζεται καί οἱ ἀρνηταί καταντροπιάζονται, ὁ δέ σταυρός μεταπείθει ἡμέραν μέ τήν ἡμέραν ἀοράτως τάς ψυχάς τῶν ἀντιλεγόντων»25.

Καταλυτικός ἐπίσης εἶναι ὁ μακροσκελής λόγος τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Οἱ ὠφέλειες πού προκύπτουν γιά ὅσους τόν σέβονται, τόν προσκυνοῦν, τόν ἀποτυπώνουν στό σῶμα τους εἶναι ἀμέτρητες. Ἀπό τόν ὄντως χειμαρρώδη λόγο του, παραθέτομε λίγες σκέψεις: «Ὁ σταυρός εἶναι πρᾶγμα πολυτιμότερο ἀπό ὅλα τά πράγματα. Ὁ σταυρός εἶναι τό πιό ἀσφαλές καταφύγιο τῶν χριστιανῶν. Ὁ σταυρός εἶναι τό πιό ἐλαφρό βάρος στόν ὦμο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρός εἶναι ἡ πιό καλή παρηγοριά τῶν ψυχῶν πού βασανίζονται. Ὁ σταυρός εἶναι ὁ πιό ἀνεμπόδιστος δρόμος τῆς πορείας πρός τόν οὐρανό. Τό ὕψος καί τό πλάτος τοῦ σταυροῦ εἶναι εὐρύτερο ἀπό τό μέγεθος τοῦ οὐράνιου θόλου. Ἡ ἰσχύς καί ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ ἐπιφέρει τήν καταστροφή κάθε ἀντίθετης δύναμης. Ἡ μορφή καί τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ εἶναι ὅραμα πιό ὡραῖο ἀπό ὅλα τά σχήματα. Ἡ ἀστραπή καί ἡ λάμψη τοῦ σταυροῦ εἶναι ἀκτινοβολία λαμπρότερη ἀπό τόν ἥλιο. Ἡ χάρη καί ἡ δόξα τοῦ σταυροῦ εἶναι δῶρο πιό θελκτικό ἀπό ὅλες τίς χάρες. Ὁ σταυρός συνενώνει τόν οὐρανό καί ἡ γῆ κατά τρόπο πού ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη. Τό ὄνομα τοῦ σταυροῦ εἶναι ἁγιασμός, ὅταν μάλιστα ἀναφέρεται μέ τίς γλῶσσες καί ἀκούεται μέ τά αὐτιά. Μέ τόν σταυρό νεκρώθηκε ὁ θάνατος καί ὁ Ἀδάμ ζωοποιήθηκε. Ὁ σταυρός ἦταν τό καύχημα ὅλων τῶν Ἀποστόλων καί μέ αὐτόν δοξάσθηκαν οἱ μάρτυρες καί ἁγίασαν ὅλοι οἱ ὅσιοι. Μέ τό σταυρό φορέσαμε τό Χριστό καί ἀποβάλαμε τόν παλαιό ἄνθρωπο. Μέ τό σταυρό σημαδευτήκαμε ὡς πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καί συντασσόμαστε στήν οὐράνια μάνδρα. Μέ τό σταυρό πλήττουμε τούς ἐχθρούς μας καί πετυχαίνουμε νίκη σωτήρια. Μέ τόν σταυρό νικᾶμε τά πάθη καί ἀποφασίζουμε νά ζήσουμε ὑπερκόσμια. Ὅποιος φέρει στούς ὤμους του τό σταυρό γίνεται μιμητής τοῦ Χριστοῦ, καί δοξάζεται ὁλοφάνερα μαζί μέ τό Χριστό. Τόν σταυρό βλέποντάς τον ὁ ἄγγελος καμαρώνει, καί ὁ διάβολος καταντροπιάζεται. Ἀφοῦ βρῆκε τόν σταυρό ὁ ληστής, εἰσῆλθε στόν παράδεισο καί ἀντάλλαξε τίς ληστεῖες μέ τή βασιλεία. Αὐτός πού ἁπλῶς κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ διαλύει τούς φόβους καί δέχεται τήν εἰρήνη. Ὅποιος ἔχει φύλακά του τόν σταυρό παραμένει ἀπαραβίαστος καί ἀβλαβής. Καθένας πού ἀγαπᾶ τόν σταυρό, μισεῖ τόν κόσμο καί γίνεται ἐραστής τοῦ Χριστοῦ»26.

9.Ἐπιλεγόμενα.

Σεβασμιώτατε, Σεβαστοί Πατέρες, εὐσεβές πλήρωμα τῆς Ἱ.Μητροπόλεως Γορτύνης και Ἀρκαδίας. Ἡ ἀνάλυση θεμάτων πού ἀφοροῦν τό σταυρό δέν τελειώνει. Ἄς ἀρκεσθοῦμε στά ἀνωτέρω καί ἄς βιώσουμε μέσα μας περισσότερα ἀπό τά γραφόμενα. Τό λαμπρότατο κόσμημα, ὁ σταυρός ἄς γίνει συνοδοιπόρος τῆς ζωῆς μας, ἄς μᾶς θυμίζει τόν Ἐσταυρωμένο, ἄς νοηματοδοτεῖ τήν ὕπαρξή μας, γιά νά πορευθοῦμε τό δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ καί νά φθάσουμε στήν ὁδό τῆς Ἀναστάσεως.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Βλ. Ἔξοδ. ΙΔ΄, 16 – 28.

Μηναῖον Σεπτεμβρίου ΙΔ΄, ἔκδ. Φῶς, Ἀθήνα 1970, σ. 78.

Περισσότερα Βλ. Κόκορη Δημ., Ὀρθοδοξία καί Κακοδοξία, Τόμ. Γ΄, Ἀθῆναι

1993, σσ. 74 – 100.

Ἰουστίνου Φιλοσόφου, Ἀπολογία Α΄, 55 Ε.Π.Ε. 1, 173.

Ἰεζ. Θ΄, 4.

Περισσότερα Βλ. Κόκορη Δ., Ὀρθοδοξία καί Κακοδοξία, ἔνθ. ἀνωτ. σσ. 103 –

108. Βλ. Ματθ. ΚΔ΄, 30.

Σωκράτους, Ἐκκλ/κή Ἱστορία Ι, 17 PG 67, 118 – 120. Σωζομενοῦ, Ἐκκλ/κή

Ἱστορία ΙΙ, 30 PG 67, 929, 932, 933. Θεοδωρήτου Κύρρου, Ἐκκλ/κή Ἱστορία

17, PG 82, 957, 960.

Περισσότερα Βλ. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τόν βίον τοῦ Κωνσταντίνου

βασιλέως Λόγ. Α΄, Ε.Π.Ε. 4, 213, 215.

Εὐσεβίου Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου 2 PG 20, 1101 Α-1108 Β, παρ.

Τσάμη Δ., Μητερικόν Τόμ. Β΄ Θεσ/νίκη 1991, σ. 339.

Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, PG 67, 119.

Κωνσταντινίδη Ἰ., Ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, παρ. Ἐγκόλπιον Ἁγίας

καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Ἀθήνα 1996, σ. 45.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ἰουδαίους καί Ἕλληνας, Ε.Π.Ε. 34, 57, 59.

Γρηγ. Παλαμᾶ, Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας 52, Ε.Π.Ε. 8, 489, 491.

Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΑ΄, 17 Ε.Π.Ε. 9, 307.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄ Κορινθίους Ὁμιλ. ΙΒ΄, Ε.Π.Ε. 18, 349.

Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπικήδειος Λόγος στή μητέρα Β΄, παρ. Τσάμη Δ.,

Μητερικόν Τόμ. Δ΄, Ἀλεξανδρούπολη 1993, σ. 203.

Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνας, Ε.Π.Ε. 9, 377.

Ἰωάννου Κολοβοῦ, Ἀποφθέγματα 40, παρ. Τσάμη  Δ., Μητερικόν Τόμ. Β΄,

Θεσ/ίκη 1991, σ. 43.

Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί παρθενίας 13, Ε.Π.Ε. 11, 191, 193.

Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος ΚΗ΄, 16 Ε.Π.Ε. 8β, 19.

Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ, Διδαχή Ε΄, παρ. Μενούνου Ἰ., Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Διδαχές,

Ἀθήνα 1979, σ. 210.

Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις Φωτιζομένων Δ΄, 14 Ε.Π.Ε. 1, 147.

Γρηγορίου Θεολόγου, Ποιήματα, ΝΕ΄, Ε.Π.Ε. 10, 373.

Μεγάλου Ἀθανασίου, Κατά εἰδώλων Λόγ. Α΄, 1 Ε.Π.Ε. 1, 75.

Θεοδώρου Στουδίτου, Εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ε.Π.Ε. 18, 35.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΣ - ΑΓΙΟΤΗΣ - ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΠΟΥΡΝΕΛΗ, ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

1.Προλεγόμενα

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐποχή μας διακρίνεται γιά τήν ταχύτητα τῶν πληροφοριῶν, τήν ὑψηλή τεχνολογία,, τήν ἐργασιακή ἄνεση, τήν κατάκτηση πολλῶν δικαιωμάτων. Παρά ταῦτα, ἡ καθημερινότητα παραμένει σκληρή, φορτώνει τόν ἄνθρωπο μέ ἄγχος, ἀδιαφορία, ψευτοπαρηγοριά ὁδηγώντας τον στόν πνευματικό θάνατο. Ἡ ἁγιότης ὡς σκοπός τῆς ζωῆς, οἱ ἅγιοι ὡς πρότυπα βίου δέν προβάλλονται ὅσο πρέπει. Κι’ ὅμως, μποροῦμε νά μεταβάλλουμε τήν ἀνελέητη καθημερινότητα σέ ὁδό ἁγιότητος1. Αὐτή τήν εὐκαιρία μᾶς προσφέρει καί τό πρόγραμμα ἐκδηλώσεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ τό ὁποῖο μέ ἐπιμέλεια συντάχθηκε ἀπό τόν Σεβ/τον Μητ/την Γορτύνης κ΄ Ἀρκαδίας κ. Μακάριον καί ὑλοποιεῖται ἐπιτυχῶς μέ τήν ὁλόθυμη συμβολή πολλῶν καί ἐξ’ ἀφορμῆς τῆς ἁγιοκατατάξεως τῶν ὁσίων Παρθενίου καί Εὐμενίου.

2.Ἡ ἔννοια καί ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Ἅγιος»

Σύμφωνα μέ τούς Liddell Henry καί Scott Robert ὁ ὅρος προέρχεται ἀπό τό ἅγος ἤ ἄγος, πού σημαίνει ἐπί πραγμάτων ὁ καθιερωμένος τοῖς θεοῖς. Ἐπί προσώπων ἅγιος εἶναι ὁ εὐσεβής, ὁ ἁγνός2.

Στήν Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζεται «ἅγιος» ὁ Θεός3, οἱ Ἄγγελοι4, οἱ ἱερεῖς5 , οἱ Ἰσραηλίτες6. «Ἅγιο» ὀνομάζεται τό ὄρος Χωρήβ7, ὅπου πραγματοποιεῖται ἡ πρώτη θεοφάνεια. «Ἅγιο» χαρακτηριζόταν τό θυσιαστήριο8 καί «Ἅγια τῶν Ἁγίων» ὁ χῶρος πού εὑρίσκετο ἡ κιβωτός τῆς Διαθήκης9.

Στήν Καινή Διαθήκη «Ἅγιος» εἶναι ὁ Χριστός10. «Ἅγιο» εἶναι τό Πνεῦμα11. «Ἅγιοι» εἶναι οἱ Ἄγγελοι12 . Οἱ προφῆτες13 ἀποκαλοῦνται «Ἅγιοι», οἱ Ἀπόστολοι14, οἱ χριστιανοί15, μεταξύ δέ αὐτῶν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος16. Ἐπίσης τό ὄρος Θαβώρ17 ἀποκαλεῖται «ἅγιο», ὅπως καί ὁ οὐρανός18 ὅπου κατοικεῖ ὁ Χριστός. Ἀκόμα καί οἱ γραφές εἶναι «ἅγιες»19 , διότι ὁμιλοῦν γιά τόν πανάγιο Θεό20.

Στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὅρος «ἅγιος» σημαίνει πολλά. «Ἅγιοι» κατά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι ὅσοι ὑπῆρξαν ἔμψυχες εἰκόνες θεάρεστης διαγωγῆς21, φωστῆρες ψυχῶν22 , ἄρχοντες τῆς γῆς ὡς πρότυπα ἀρετῆς23, ἀγάλματα ζωντανά καί κινούμενα24. Κατά τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο «Ἅγιοι» εἶναι οἱ φιλόθεοι καί φιλόστοργοι25 , ὅσοι παιδαγωγοῦν, ἐμπνέουν, παρηγοροῦν26, ἐκεῖνοι πού συμπάσχουν ἀλλά καί συγχαίρουν27 μέ τούς ἀνθρώπους, αὐτοί πού «ὁ βίος (τους) ἐστιν ὁ πανταχοῦ λάμπων, ὁ καί τοῦ Πνεύματος τήν χάριν ἐπισπώμενος»28.

3.Κατηγορίες Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας

Στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία πρῶτοι Ἅγιοι χαρακτηρίζονται οἱ μάρτυρες, ἐκεῖνοι δηλαδή πού πρό τῆς θανατώσεώς τους ἔδιναν «μαρτυρία Χριστοῦ». Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας29 καί τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου Σμύρνης30. Οἱ μάρτυρες διακρίνονται στίς ἀκόλουθες τάξεις: α) Οἱ Μεγαλομάρτυρες (λαϊκοί καί κληρικοί), β) οἱ Ἱερομάρτυρες (ἐπίσκοποι και ἱερεῖς), γ) οἱ ὁσιομάρτυρες (μοναχοί καί ἀσκητές), δ) οἱ Μάρτυρες (λαϊκοί), ε) οἱ Παρθενομάρτυρες, στ) οἱ Νεομάρτυρες (λαϊκοί καί κληρικοί πού μαρτύρησαν κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας)31.

Πλήν τῶν μαρτύρων ἔχομε τούς Ὁμολογητάς, σύμφωνα καί μέ τέ ῥήση τοῦ Κυρίου: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῶ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου»32. Οἱ ὁμολογητές ἄν καί ὁμολόγησαν τήν πίστη τους, δέν ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Ἡ Ἐκκλησία τούς ἐξομοίωσε μέ τούς μάρτυρες, διότι ὁ βίος τους ἦταν μία συνεχής μαρτυρία. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει: «Μάρτυρα οὐχί ὁ θάνατος ποιεῖ μόνον, ἀλλά καί ἡ πρόθεσις»33. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος εἰσηγεῖται: «Μακάρισον γνησίως τόν μαρτυρήσαντα. ἵνα φένῃ μάρτυς τῆ προαιρέσει, καί ἐκβῆς χωρίς διωγμοῦ, χωρίς πυρός, χωρίς μαστίγων, τῶν αὐτῶν ἐκεῖνοις μισθῶν ἠξιωμένος»34.

Μετά τήν παύση τῶν διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία μαζί μέ τούς μάρτυρες καί ὁμολογητές ἄρχισε νά τιμᾶ καί ἐκείνους πού ἐπέδειξαν ἀγγελικό, χρηστό καί φιλόθεο βίο. Αὐτούς πού ἔζησαν στήν ἔρημο καί προέρχονταν ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν, τῶν ἀσκητῶν καί ὀνομάζονται ὅσιοι. Μάλιστα ὁ μέγας Βασίλειος συνιστᾶ: «Γίγνεσθε μάρτυρες τῆ βουλήσει ἄνευ διωγμῶν, ἄνευ μαστίγων καί ἕξετε τήν αὐτήν ἀξίαν οἵαν καί οἱ μάρτυρες»35.

Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε καί πολλούς Ἐπισκόπους ἀναγνωρίζοντας τό ποιμαντικό, ἀντιαιρετικό, θεολογικό ἔργο τους. Πολλοί εἶναι οἱ ἐγκωμιαστικοί λόγοι πού σώζονται καί ἀναφέρονται σέ ἅγιες μορφές ἐπισκόπων36 . Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι οἱ θεοφιλεῖς ἐπίσκοποι εἶναι ὑπεράνω τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων37 καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης τούς χαρακτηρίζει στρατηγούς38, λόγω τοῦ καθοδηγητικοῦ τους ρόλου.

Πλήν τῶν προαναφερομένων ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε καί τιμᾶ τούς ἁγίους δώδεκα39 Ἀποστόλους, τούς ἑβδομήκοντα40 καί ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ «ἰσαποστόλου»41 σέ ἁγίους – ἁγίες πού ἀφιέρωσαν τή ζωή τους εὐαγγελιζόμενοι τά ἔθνη. Ὑπεράνω τῶν Ἀποστόλων τοποθετεῖται ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὡς μεσίτης42 μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί προάγγελος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἁγίων εὑρίσκεται ἡ Ὑπέρ – Ἁγία, ἡ Πᾶν-Ἁγία, ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, «τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα»43.

4.Ἡ ἁγιότης ὡς κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα

τῶν Πατέρων καί διδασκάλων.

Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Δυτικοί θεολόγοι ἀρίθμησαν σέ τέσσερα τά γνωρίσματα πού πρέπει νά ὑφίστανται γιά νά ὀνομασθεῖ κάποιος «Πατήρ» ἤ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτά εἶναι: ἁγιότητα (sanctitas vitae), ἀναγνώριση (approbatio Ecclesiae), ἀρχαιότητα (antiquitas) καί ὀρθόδοξη διδασκαλία (doctrina orthodoxa). Αὐτή ὅμως ἡ διαίρεση ἀφενός μέν εἶναι σχολαστική, ἀφετέρου δέν δύναται νά διαχωρίσει ἕνα Πατέρα καί Διδάσκαλο ἀπό ἕνα Ἐκκλησιαστικό Συγγραφέα. Γι’ αὐτό καί εὐστόχως οἱ Ἕλληνες πατρολόγοι ἐπεσήμαναν ἐξαρχῆς ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἐμμονή στά προαναφερθέντα γνωρίσματα, διότι σαφῶς ἀδικοῦμε τή μεγάλη χορεία τῶν μεταγενεστέρων καί συγχρόνων Πατέρων. Ὁ Στυλιανός Παπαδόπουλος λέγει: «Ἡ ἀναγνώριση εἶναι διαδικασία πού συντελεῖται μόνον ὅταν ὑπάρχουν οἱ οὐσιαστικές προϋποθέσεις, ἀλλά συγχρόνως μπορεῖ νά εἶναι καί διαδικασία ἐξωτερική. Ἡ ἀρχαιότης εἶναι οὐτοπικό χαρακτηριστικό, διότι ἡ ἔκφραση τῆς ἀληθείας τοῦ Πατρός υἱοθετεῖται ἤ ἀπορρίπτεται στήν ἐποχή, στήν ὁποία ἐκφράζεται»44.

Ἐπιπροσθέτως ἄλλος ἐρευνητής θεωρεῖ ὅτι «τά κύρια γνωρίσματα τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δύο: ἡ πολλή ἁγιότης καί ἡ ὀρθόδοξος ἀκτινοβολία. Ἡ δευτέρα δέν συνυπονοεῖ ὁπωσδήποτε τόν γραπτόν λόγον καί μάλιστα τόν ἔντεχνον καί γενικῶς ἐκτιμητόν ἐντός τῆς παγκοσμίου φιλολογίας»45 Ἀκόμα κατά τόν Βασίλειο Δεντάκη, Πατέρες ὀνομάζονται «ὅσοι διεκρίθησαν ἐπί ἁγιότητι βίου καί ἠγωνίσθησαν διά τήν στερέωσιν, διάδοσιν καί διατήρησιν τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλ’ ἐλάχιστα καί ἄνευ ἰδιαζούσης σημασίας συνέγραψαν συγγράμματα»46 . Κατανοοῦμε λοιπόν ὅτι ἡ ἁγιότης εἶναι τό κύριο γνώρισμα τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων, τῆς Ἐκκλησίας τό ὁποῖο ταυτοχρόνως πρέπει νά ἀποτελεῖ τό σκοπό ἑκάστου ἐξ’ ἡμῶν καί τό μοναδικό στόχο τῆς ἐπιγείου βιοτῆς.

5.Ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

Εἶναι γνωστό ὅτι τόν πρῶτο αἰῶνα ὁ χαρακτηρισμός «Ἅγιος» ἀποδιδόταν σέ ὅλους τούς χριστιανούς, ἀφοῦ ἐκαλοῦντο νά μιμηθοῦν τόν τρισάγιο Θεό. Ἀπό τό δεύτερο αἰῶνα ὁ χαρακτηρισμός ἀποδίδεται σέ μάρτυρες καί ὁμολογητές μέ σκοπό νά προβληθεῖ ἡ θεοφιλής πολιτεία τους καί νά γίνουν πρότυπα πρός μίμηση ἀπό τούς πιστούς. Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν μιά αὐθόρμητη πράξη. Ἀρχικά ἡ ἀναγνώριση τοῦ μάρτυρα καί ἡ τιμή του γινόταν στά ὅρια τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας πού ἀνῆκε. Ὅταν ἡ φήμη του ξεπερνοῦσε τά ὅρια αὐτά, γραφόταν στά Δίπτυχα ἤ τά Μαρτυρολόγια γειτονικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ μνήμη του συνέπιπτε μέ τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου ἤ τοῦ θανάτου του. Βέβαια προκειμένου νά ἐνταχθεῖ στό ἑορτολόγιο ἔπρεπε νά ληφθοῦν ὑπόψη κάποια συγκεκριμένα κριτήρια.

Τό πρῶτο ἀπό αὐτά ἦταν ὁ ἀναγνωρισθείς, νά ἔχει ἐνταχθεῖ στήν Ἐκκλησία διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Ὑπενθυμίζουμε τό χωρίο Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»47 καί τοῦ Εὐαγγελιστού Ἰωάννου. «Ἐάν μή τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»48. Ὅμως ὑπῆρξαν καί περιπτώσεις πού ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀρκοῦσε, ἐθεωρεῖτο «βάπτισμα αἵματος» καί ἀποτελοῦσε λόγο ἁγιότητος γιά τούς πιστούς. Ἔτσι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στόν μάρτυρα Λουκιανό τονίζει. «Ὥσπερ οἱ βαπτιζόμενοι τοῖς ὕδασιν, οὕτως οἱ μαρτυροῦντες τῶ ἰδίῳ λούονται αἵματι»49.

Ἕνα ἄλλο σοβαρό γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι τό ὀρθόδοξο φρόνημά του. Ἡ διαφύλαξη τῆς παρακαταθήκης ἀκεραίας καί ἀλωβήτου. Ἡ διάσωση καί μετάδοση τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως ἀναλλοιώτου. Μάλιστα ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἐπισημαίνει ὅτι κηρύττει μόνο ὅσα παρέλαβε καί διδάχθηκε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες: «Πίστιν δέ ἡμεῖς οὔτε παρ’ ἄλλων γραφομένην ἡμῖν νεωτέραν παραδεχόμεθα οὔτε αὐτοί τά τῆς ἡμετέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμῶμεν, ἵνα μή ἀνθρώπινα ποιήσωμεν τά τῆς εὐσεβείας ῥήματα, ἀλλ’ ἅπερ παρά τῶν ἁγίων Πατέρων δεδιδάγμεθα, ταῦτα τοῖς ἐρωτῶσιν ἡμᾶς διαγγέλλομεν»50.

Τρίτο κριτήριο ἁγιότητος εἶναι ἡ θεοφιλής πολιτεία, ἡ ἐνάρετη ζωή ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε κύριο παράγοντα μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν μαζί μέ τό προηγούμενο γνώρισμα. Ἡ ἐν Χριστῶ ζωή, πού προϋποθέτει κάθαρση ψυχῆς, ἀπόρριψη παθῶν καί μέθεξη τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν καί εἶναι θεμελιώδης γνώρισμα. Γι‘ αὐτό ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης βροντοφώναζε. «Οὐκ ἔστιν παίγνιον ὁ βίος»51, ἀλλά «παλαίστρα ὁ παρών βίος ἐστί, γυμνάσιον καί ἀγών, χωνευτήριον, βαφεῖον ἀρετῆς»52.

Ἕνα ἀκόμα γνώρισμα ἁγιότητος εἶναι ἡ θαυματουργία. Κατά τόν Νεκτάριο, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, «Τρία θεωροῦνται τά μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα. πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος, ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἷς ἕπεται ἡ περί τήν πίστιν μέχρις αἵματος ἀντικατάστασις καί τέλος ἡ περί Θεόν ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων»53. Τό στοιχεῖο τῆς θαυματουργίας ἔχει ἐπίσης καταγραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη ὡς χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Ἀποστόλων καί γενικότερα τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων. Ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος στούς Ἀποστόλους πρό τῆς ἀναλήψεώς του εἶπε «ἐν τῶ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήλουσι καιναῖς. ὄφεις ἀροῦσι. κἄν θανάσιμον τι πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει. ἐπί ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι καί καλῶς ἕξουσιν»54 . Μέ ἀφορμή τά προηγούμενα τίθεται τό ἐρώτημα. ἀποτελοῦν τά θαύματα κύρια προϋπόθεση γιά νά ἀναγνωρισθεῖ στή συνείδηση τῶν πιστῶν ἕνα πρόσωπο ἅγιος; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καταδεικνύει ὅτι δέν ἀποτελοῦν ἀπαραίτητο παράγοντα. Ἐξάλλου ἡ πλειονότης τῶν μαρτύρων55 ἀλλά καί μεγάλοι Πατέρες και δή οἱ τρεῖς Ἱεράρχες δέν θαυματούργησαν μέ τή στενή ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἄς μήν λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆτες ἔκαναν θαύματα ἀλλά ὁ Κύριος τούς ἀποστρέφεται56.

Ἐπιπροσθέτως τό ἀδιάφθορο καί ἄλυτο τοῦ σώματος, ἡ εὐωδία πού ἀναπέμπεται ἀπό αὐτό ἄν καί ἀποτελεῖ θεϊκό σημεῖο πού στοιχειοθετεῖ ἁγιότητα, οὐδέποτε ἐθεωρήθη ὡς ἀπαραίτητο κριτήριο. Ἀντιθέτως σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ λειτουργική πράξη ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἀφορισμοῦ ἤ κατάρας ἤ καταφρονήσεως τῶν ἱερῶν κανόνων. Γι’ αὐτό τό 1666 ἡ τρίτη λεγόμενη Σύνοδος τῆς Μόσχας στήν ὁποία μετεῖχαν πλήν τῶν Ρώσων ἐπισκόπων καί πέντε Μητροπολῖτες τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως, ὁ Πατ/χης Ἀλεξανδρείας Παΐσιος, ὁ Πατ/χης Ἀντιοχείας Μακάριος, Ἱεράρχαι τῶν Ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων, Γεωργίας καί Σερβίας ἀπεφάνθη. «Τά τῶν νεκρῶν σώματα τά εὑρισκόμενα καί ἐν καιροῖς τούτοις ἀκέραια καί ἄλυτα, μή τολμείτω τις ἀπό τοῦ νῦν, ἄνευ ἀξιοπίστου μαρτυρίας καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τιμᾶσθαι αὐτά καί σέβεσθαι ὡς ἅγια, διότι εὑρίσκονται πολλά σώματα ἀκέραια καί ἄλυτα οὐχί ἀπό ἁγιωσύνης, ἀλλ’ ὡς ὑπ’ ἀφορισμοῦ καί κατάρας ἀρχιερατικῆς ἤ ἱερατικῆς τυγχάνοντες ἐτελεύτησαν, ἤ ἐκ παραβάσεως καί καταφρονήσεως τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων ἀκέραια καί ἄλυτα εὑρίσκονται»57.

Κατά τή μακρά πορεία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν περιπτώσεις Ἁγίων πού ἐτιμῶντο πρό τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεώς τους. Παράδειγμα τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ φιλόθεος Κόκκινος Πατ/χης Κων/λεως παρατηρεῖ: «Οὐ Συνόδους μεγίστας καί κοινάς τινας ἀναμένοντας ψήφους ὥστ’ ἐκεῖνον ἀνακηρῦξαι, οἷς καί χρόνος καί ὄκνος καί μέλλησις καί πλεῖστα τινα τῶν ἀνθρωπίνων ἔστιν ὅτε προσίσταται, ἀλλά τῆ ἄνωθεν ψήφῳ τε καί ἀνακηρύξει καί τῆ λαμπρᾶ καί ἀναμφιβόλῳ τῶν πραγμάτων ὄψει καί πίστει καλῶς ἀρκεσθέντες»58. Εἴχαμε ὅμως καί περιπτώσεις προσώπων πού ἀναγνωρίσθηκαν ἐπίσημα ἀπό ἐκκλησιαστική ἀρχή, ἀλλά αὐτό δέν ἔγινε ἀποδεκτό στή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. «Ἀπόδειξις δέ τούτου τυγχάνει τό γεγονός ὅτι ἄν καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μετά πολλούς δισταγμούς καί ταλαντεύσεις ἀνεκήρυξεν ἅγιον τό 1921, τόν πατριάρχην Κων/λεως Γρηγόριον τόν Ε΄ δι’ ἐπισήμου συνοδικῆς ἀποφάσεως, οὗτος δέν ἐπεβλήθη εἰσέτι εἰς συνείδησιν τοῦ πληρώματος ὡς ἅγιος»59.

Μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Ἁγίου στή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἡ ἐκκλησιαστική ἀρχή προβαίνει στίς ἀκόλουθες πράξεις: α) καταγράφει τόν ἅγιο ἤ τήν ἁγία ἤ τούς ἁγίους στά Δίπτυχα, β) καθορίζει τήν ἐτήσια ἑορτή του, γ) ἐκθέτει τήν εἰκόνα του σέ δημόσια προσκύνηση μαζί μέ τυχόν σωζόμενα ἱερά λείψανα καί δ) συντάσσει τήν ἀσματική ἀκολουθία του τήν ὁποία ἐντάσσει στά λειτουργικά της βιβλία. Ὅσον ἀφορᾶ στό χρόνο πού πρέπει νά παρέλθει γιά τήν ἀναγνώριση ἑνός Ἁγίου, ἔχομε περιπτώσεις ἀναγνώρισης Ἁγίου ἀμέσως μετά τό θάνατο ἤ κατόπιν ἀπό ὀλίγα ἔτη. (π.χ. Πολύκαρπος Σμύρνης, Μέγας Φώτιος). Ἐσχάτως γίνεται λόγος γιά παρέλευση πενήντα ἤ ἑκατό ἐτῶν, ἄποψη πού δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν παράδοση60 , διότι «ἡ ἁγιότητα κάποιου δέν εἶναι θέμα χρόνου, ἀλλά πίστεως καί θείας χάριτος»61.

6.Ἡ ἀνακήρυξη τῶν Ἁγίων στή Δυτική Ἐκκλησία

Καταρχάς οἱ Δυτικοί χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «ἀνακήρυξη» ἤ «ἁγιοποίηση». Ἐν συνεχείᾳ ἀκολουθοῦν μιά διαφορετική δικανική διαδικασία. Ἤδη ἀπό τό ἔτος 993 παρουσιάζεται κάποια ἐκτροπή, γιά νά φθάσουμε ἀργότερα τό δικαίωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας νά περάσει στόν Πάπα ὡς ἀπόλυτο ἄρχοντα.

Συγκεκριμένα «ἡ πρώτη ‘’ἀνακήρυξη’’ ἁγίου στή ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἔγινε ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη ΙΕ΄ τό 993, ἔπειτα ἀπό εἰσήγηση τοῦ ἐπισκόπου Augsburg τῆς Γερμανίας, γιά νά προσδοθεῖ, ὅπως λέγεται, ἰδιαίτερη λαμπρότητα στό γεγονός. Πρῶτος ὁ πάπας Ἀλέξανδρος ὁ Γ΄ (1159-1181) ἰσχυρίθηκε ὅτι ἡ ‘’ἀνακήρυξη‘’ κάποιου πιστοῦ ὡς ἁγίου εἶναι ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς Ἁγίας Ἕδρας»62. Ἀκολούθως οἱ πάπες Γρηγόριος Θ΄, (1234), Σίξτος Ε΄ (1588), Οὐρβανός Η΄ (1642), Βενέδικτος ΙΔ΄ (1740-1758) μέ παπικά διατάγματα πέτυχαν αὐτό πού ὑποστήριξε ὁ προκάτοχός τους. Μάλιστα τό ἔτος 1917 ὁ Πάπας Πίος Ι΄ διαμόρφωσε τόν τελικό κώδικα ἀνακηρύξεως τῶν Ἁγίων, βάσει τοῦ ὁποίου πραγματοποιεῖται α) «ἡ ‘’ἀνακήρυξη’’ κάποιου σέ μακάριο καί β) ἡ ἀνακήρυξη κάποιου σέ ἅγιο. Ἡ πρώτη ἀναφέρεται σέ τοπική τιμή, ἐνώ ἡ δεύτερη ἀφορά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Πρέπει ἀκόμη νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ πρώτη μορφή ‘’ἀνακηρύξεως’’ εἶναι ἀνακλητή, ἐνώ ἡ δεύτερη ἔχει τελεσίδικο χαρακτήρα. Πάντως καί οἱ δύο μορφές ‘’ἀνακηρύξεως’’ γίνονται ἀπό τόν ἀρχηγό τῆς Ἁγίας Ἕδρας, τόν πάπα»63.

Δέν θέλουμε νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερο στά δικαστικά σώματα, στούς μάρτυρες, στίς μαρτυρίες, στούς τόμους, στούς φακέλλους πού συγκροτοῦνται, τίς ἐξονυχιστικές ἔρευνες πού πραγματοποιοῦνται ἀπό τήν Κεντρική Ἐπιτροπή, τίς συνεδριάσεις τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως καί τό ἀπαραίτητο κατ’ αὐτήν κριτήριο τῆς θαυματουργίας64 . Μία γνώμη μόνο θεωροῦμε καλό νά παραθέσουμε καί αὐτή ἐκφράζεται ἀπό τό διδάσκαλο τοῦ γένους καί ἱερομάρτυρα Κοσμά Αἰτωλό: «Ἐγώ ἐδιάβασα καί περί ἱερέων καί περί ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καί ἀθέων. τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα. ὅλαι αἱ πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ Διαβόλου. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, θεῖον, οὐράνιον, σωστόν, τέλειον καί διά λόγου μου καί διά λόγου σας, πώς μόνη ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι καλή καί Ἁγία»65.

7.Ἐπιλεγόμενα

Μετά τή σύντομη αὐτή ἀναφορά στό προκείμενο θέμα θεωροῦμε καλό ἀφενός μέν νά ἐπικαλεσθοῦμε τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Παρθενίου καί Εὐμενίου καί ἀντί ἐπιλόγου, ἀφοῦ εἴμεθα κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Θεοτόκου νά ἐπικαλεσθοῦμε τήν προστασία της διά τῶν λόγων τοῦ μεγάλου πατρός Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Στά πόδια σου κι ἐμεῖς σήμερα καθόμαστε, Δέσποινα, καί ξανά θά πῶ, Δέσποινα Θεοτόκε, πού γάμο δέν γνώρισες, καί δένοντας γερά τίς ψυχές μας στήν ἐλπίδα σου σάν ἀπό μιά πανίσχυρη κι’ ἀσύντριφτη ἄγκυρα, τό νοῦ καί τήν ψυχή καί τό σῶμα κι ὅλο τόν ἑαυτό μας σ’ ἐσένα ἀναθέτομε, τιμώντας μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί ὡδές πνευματικές, ὅσο μποροῦμε. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά σέ τιμήσομε ὅσο ἀξίζεις… Καί σύ, Δέσποινά μου ἀγαθή, πού γέννησες Κύριο ἀγαθό, εἴθε νά μή μᾶς χάνεις ἀπό τά μάτια σου, νά καθοδηγεῖς τή ζωή μας ὅπου θέλεις, νά σταματήσεις τίς ὁρμές τῶν αἰσχρότατων παθῶν μας, καί ὁδηγώντας μας στό ἀκύμαντο λιμάνι τοῦ θείου θελήματος, ἀξίωσέ μας καί τή μελλοντική μακαριότητα, τή γλυκιά κατάλαμψή μας ἀπό τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου πού ἔλαβε ἀπό ἐσένα τή σάρκα, μαζί μέ τόν ὁποῖο στόν Πατέρα ἀνήκει ἡ δόξα,ἡ τιμή, ἡ δύναμη, ἡ μεγαλοσύνη καί μεγαλοπρέπεια μαζί μέ το πανάγιο κι ἀγαθό καί ζωοποιό σου Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»66

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Περισσότερα βλ. Μπουρνέλη Ἀ., «Ἀναζήτηση τῆς ἁγιότητος μέσα ἀπό πτυχές τῆς καθημερινότητας» Ἄγκυρα Ἐλπίδος 26(2005)20-23

Liddell H.,-Scott R., Μέγα Λεξικόν τῆς Ἑλληνικής γλώσσης Τόμ. 1ος, ἔκδ. Ἰ. Σιδέρης Ἀθῆναι, σσ. 19, 28

Λευϊτ. ΙΑ΄, 44

Δαν. Η΄, 13

Λευϊτ. ΚΑ΄, 6 καί Ἀριθμ. ΣΤ΄, 5

Λευϊτ. ΙΑ΄, 44

Ἔξοδ. Γ΄, 5

Ἔξοδ. ΚΣΤ΄, 35

Ἔξοδ. ΚΣΤ΄, 34

Μάρκ. Α΄, 24, Ἰωάν. ΙΖ΄, 11, Πράξ. Δ΄, 27. 30

Ματθ. Α΄, 18. Γ΄, 11 Λουκ. ΙΒ΄, 12. Ἰωάν. Ε΄, 8

Ματθ. ΚΕ, 31. Ἰούδα 14. Ἀποκ. ΙΔ΄, 10

Λουκ. Α΄, 70

Ἐφεσ. Γ΄, 5

Ἐφεσ. Α΄, 4. Κολ. Α΄, 22. Πράξ. 9, 32. 41

Μάρκ. ΣΤ΄, 20

Β΄ Πέτρ. Α΄, 18

Ἑβρ. Θ΄,11-12

Ρωμ. Α΄, 2

Πρβλ. Ἀποκ. ΣΤ, 10

Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίῳ Ἑταίρῳ 3, ΒΕΠΕΣ 55, 14

Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον Ὁμιλ. ΣΤ΄, 2 ΒΕΠΕΣ 51, 234

Μεγάλου Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τόν 44ο ψαλμόν 12, ΒΕΠΕΣ 52, 105

Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίῳ Ἑταίρῳ 3, ΒΕΠΕΣ 55, 14

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἡσαϊαν κεφ. ΣΤ΄, 4 PG 56, 74

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Μάρτυρας Ὁμιλ. Β΄, 3 PG 50, 648-649

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς ψαλμόν ΡΜΑ΄, 3 PG 55, 445

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλ. ΜΣΤ΄, 3 PG 58, 479

Συμεών Μεταφραστοῦ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, PG 114, 1269-1288

Τῆς Σμυρναίων Ἐκκλησίας περί μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, PG 5, 1029-1045

Τσάμη Δ., Ἁγιολογία, Ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1991, σ. 56

Ματθ. Ι, 32

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Εὐστάθιον, PG 50, 601

Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τούς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες PG 31, 508

Αὐτόθι, σ. 508 βλ. καί Εὐδοκίμωφ Π., Ἡ πάλη μέ τό Θεό, ἔκδ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσ/νίκη 1970, σ. 133

Τσάμη Δ., Ἁγιολογία, ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1985, σσ. 19-42

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης Λόγ. Γ΄, 6 PG 48, 639

Γρηγορίου Νύσσης, Ἐπιτάφιος εἰς Μελέτιον PG 46, 582

Ματθ. Ι΄, 2-5. Μάρκ. Γ΄, 13-19. Λουκ. ΣΤ΄, 14-17. Πράξ. Α΄, 13-14

Λουκ. Ι΄, 1

Τσολακίδη Χ., Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθήνα 2000, σ. 429. Κονταξόπουλου Κ., «Οἱ ὀκτώ ἁγίες ἰσαπόστολοι» Ἐκκλ/κή Ἀλήθεια 17(1993)3

Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΑ, 3 PG 35, 1085 Β

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Θεοτοκάριον, Βόλος 1979, σ. 107

Παπαδόπουλου Σ., Πατρολογία Τομ. Α΄, Ἀθήνα 2000, σ. 78

Μουστάκη Β., «Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας», ΘΗΕ 10, 126

Δεντάκη Β., Βυζαντινή Ἐκκλ/κή Γραμματολογία Τομ. Δ΄, ἔκδ. ΟΕΔΒ, Ἀθήνα 1996, σ. 14

Μάρκ. ΙΣΤ΄, 16, βλ. καί Κοτσώνη Ἰ., «Ἁγίων ἀνακήρυξις» ΘΗΕ 1, 272-273

Ἰωάν. Γ, 5, Βλ. καί Ἀλιβιζάτου Ἀ., «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» Θεολογία 19(1948)45

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν Ἅγιο μάρτυρα Λουκιανό PG 50, 522

Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή 140, τῆ Ἀντιοχέων Ἐκκλησίᾳ PG 32, 588C

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλ. ΚΓ, 9 PG 57, 318

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός τούς σκανδαλισθέντας 21, PG 52, 522

Νεκταρίου Ἱεροσολύμων, πρός ταῖς προσκομισθείσας θέσεις παρά τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις φρατόρων διά Πέτρου τοῦ αὐτῶν μαΐστορος περί τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντίρρησις, ἐν Ἰασίω 1682, σ. 201 ε. Πρβλ. Παπαδόπουλου Χ., «Περί τῆς ἀνακηρύξεως τῶν ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Ἐκκλησία 12 (1934) 331-335.

Μάρκ. ΙΣΤ΄, 18

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1961, σ. 24

Μαθ. Ζ΄, 22-23

Δεληκανῆ Κ., Πατριαρχικά ἔγγραφα Τομ. Γ΄, Κωνσταντινούπολις 1905, σ. 136-137. Γιά περισσότερα βλ. Τσέτση Γ., «Ἔνταξις», 37 (1962) 238-243, Πρβλ καί Κωνσταντίνου Μητ/του Σερρῶν, «Περί ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων ἐν τῆ ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» Θεολογία 27(1956)609-616

Φιλόθεου Κόκκινου, Λόγος εἰς Γρηγόριον Παλαμᾶ 128, PG 151, 648D 649A. Βλ. καί Τόμος κατά Προχόρου Κυδώνη, PG 151, 711C. Βλ. καί Τσέτση Γ., «Ἔνταξις», 37 (1962) 407-411

Τσέτση Γ., «Ἔνταξις» 37 (1962) 249

Αὐτόθι, σσ. 415-417

Βεργωτῆ Γ., Ἐγχειρίδιον Ἁγιολογίας, Θεσ/νίκη 1992, σ. 134

Αὐτόθι, σ. 135. Πρβλ καί Μανουήλ Γεδεών Ἁγιοποιήσεις. Τό καθεστώς τῆς ἐν ἁγίοις συναριθμήσεως, Θεσ/νίκη 1984

Βεργωτῆ Γ., Ἐγχειρίδιον…ἔνθ.ἀνωτ. σ. 136

Τσάμη Δ., Ἁγιολογία … ἔνθ. ἀνωτ. σσ. 64-65

Κοσμά Αἰτωλοῦ, Διδαχή Α1, παρ. Μενούνου Ἰ., Διδαχές καί βιογραφία, ἔκδ. Τῆνος 1979, σ. 78

Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εἰς τήν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου Ὁμιλ. Α΄, ΕΠΕ 9, 269, 271

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΤΑΥΡΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ Ι.Μ. ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ΠΑΞΩΝ & ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ, ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Στην εκκλησιαστική μας παράδοση το σημείο του σταυρού δηλώνει την χαρμολύπη. Ο Χριστός έζησε τον πόνο, την απόρριψη, το μαρτύριο, τον θάνατο, όμως μετά τον σταυρό ακολούθησε η ανάσταση. Έτσι είναι και η ζωή μας, φορτωμένη από μικρούς και μεγάλους σταυρούς. 

Μικροί είναι αυτοί που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητά μας, με τον κόπο που καλούμαστε να καταβάλουμε για να επιβιώσουμε, να κρατήσουμε τις σχέσεις μας, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, να αντέξουμε στις πιέσεις των καιρών και των ανθρώπων. Μεγάλοι είναι οι σταυροί που μάς οδηγούν στα όρια μας, που μας κάνουν να πονάμε πολύ, να αισθανόμαστε ότι δεν ελέγχουμε την ζωή μας, να βιώνουμε απώλειες, αλλά και την έξοδο από την δική μας ζωή. Διότι είναι μεγάλος σταυρός ο φόβος του θανάτου, ιδίως αν δεν υπάρχει η ελπίδα της ανάστασης.

Μικροί και μεγάλοι σταυροί όμως φέρνουν μαζί τους και χαρά. Είναι αυτή του κόπου για να κρατηθούμε όρθιοι, να μην νικηθούμε από την όποια δυσκολία. Είναι ένα αίσθημα ταπεινότητας, ότι η ζωή δεν εξαρτάται τελικά από μας, αλλά από την αγάπη του Θεού, την πρόνοιά Του για τον καθέναν μας, από την βοήθεια της προσευχής. Είναι η επίγνωση ότι οι άλλοι, που αισθανόμαστε ότι μας ταλαιπωρούν, είναι ελεύθεροι και ότι δεν είναι απαραίτητο ότι θα σκέφτονται και ότι θα δρούνε όπως εμείς επιθυμούμε, αλλά έχουν κι αυτοί το μερτικό στην εύρεση της αλήθειας και του νοήματος της ζωής τους, που κάποτε περνά μέσα και από δικούς τους σταυρούς. 

Και η ελευθερία είναι το ύψιστο δώρο που ο Θεός μας έχει δώσει. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ακόμα και στην απώλεια υπάρχει μία αδιόρατη χαρά, ότι ο Θεός ξέρει καλύτερα από μας γιατί. Ότι στον μεγάλο σταυρό δοκιμάζεται η εμπιστοσύνη μας στον Θεό, αλλά και μπορούμε να επισημάνουμε τα δικά μας λάθη και πάθη, να εξετάσουμε τις επιλογές μας και να αρχίσουμε από την αρχή.

Η εποχή μας, επειδή έχει θεοποιήσει την ευκολία και την άνεση, δεν μπορεί να δεχτεί σταυρούς. Ο άνθρωπος καταρρέει ψυχικά, όταν δοκιμάζεται. Γκρινιάζει, απογοητεύεται, κλείνεται στον εαυτό του και στην μελαγχολία του. Λυπάται, όπως οι μη έχοντες ελπίδα. Είναι γιατί του λείπει η δύναμη της πίστης σ’ Αυτόν που σήκωσε τον σταυρό όλης της ανθρωπότητας, ώστε να της χαρίσει την ανάσταση. Κι αυτό είναι το σημείο-κλειδί. Ότι υπάρχει ανάσταση, αρκεί να μη βλέπουμε τον χρόνο αποκλειστικά στην προοπτική του «εδώ και τώρα», αλλά να καλλιεργούμε την μικρή ή την μεγάλη υπομονή που χρειάζεται, ώστε ο Θεός να φανερώσει το θέλημά Του, ακόμη κι αν ο πόνος είναι βαθύς.

Μεγαλώνουμε παιδιά σήμερα, τα οποία έχουν μάθει στην άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών τους και δυσκολεύονται να αποδεχτούν τον σταυρό. Μιμούνται τον δικό μας εγωκεντρισμό που θέλει να δικαιώνεται, χωρίς να βλέπει παραπέρα. Και τα υποστηρίζουμε σ’ αυτήν την νοοτροπία. Το βλέπουμε στο σχολείο, όταν ένας δάσκαλος είναι λίγο αυστηρός ή ζητά κάτι παραπάνω. Το βλέπουμε ακόμη και στην σχέση με τον άλλο γονιό, αν τύχει να μην είναι τόσο επιεικής. Ο φόβος μας είναι να μη σηκώσουν σταυρούς τα παιδιά, όχι να μη μάθουν πώς να προχωρούν μ’ αυτούς. Ας μας βοηθήσει η πίστη να βλέπουμε διαφορετικά.

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης 14 Σεπτεμβρίου 2022