Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Φάνηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί τόν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ᾿ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καί καταπάτησε γιά πάντα τόν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἅγιασε τίς πηγές τῶν ὑδάτων καί φώτισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα μίχθηκαν μέ μεγαλύτερα θαύματα.

Σήμερα, ἀπό τή χαρά πού ἔφερε ὁ Σωτήρας μας Χριστός, χωρίστηκαν ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί ἀπ᾿ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη. Ἡ σημερινή γιορτή ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπό ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυχτιᾶς. Γιατί κείνη τήν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθώς βάσταζε πάνω της στήν ἀγκαλιά τῆς φάτνης τόν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, πού γιορτάζουμε τά Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καί ἡ θάλασσα. Καί εὐφραίνεται γιατί διά μέσου τοῦ Ἰορδάνη λαβαίνει μέρος καί αὐτή στήν εὐλογία τοῦ ἁγιασμοῦ.

Στήν γιορτή τῆς θείας Γέννησης ὁ Θεός φάνηκε βρέφος μικρό, νιογέννητο, δείχνοντας ἔτσι τή δική μας νηπιότητα. Σήμερα

ὅμως τόν βλέπουμε τέλειο ἄνθρωπο, τέλειο Υἱό, ἀπό τέλειο Πατέρα γεννημένον. Ἐκεῖ φανέρωσε τό θεῖο βρέφος τό ἀστέρι πού ἀνέτειλε ἀπό τήν ἀνατολή, καί ἐδῶ ὁμολογεῖ γι᾿ Αὐτόν ἀπό τόν οὐρανό ὁ Θεός Πατέρας, ἀπό τόν Ὁποῖον γεννήθηκε πρό τῶν αἰώνων. Ἐκεῖ Τοῦ πρόσφεραν -ὡσάν σέ βασιλιά- δῶρα οἱ Μάγοι, πού πεζοπόρησαν ἀπό τήν ἀνατολή. Ἐδῶ ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό φερμένοι Τοῦ πρόσφεραν τή διακονία πού πρέπει μόνο σέ Θεό. Ἐκεῖ τυλίχτηκε μέσα στά σπάργανα καί ἐδῶ λύνει μέ τό βάπτισμα τίς σειρές τῶν παραπτωμάτων καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μας. Ἐκεῖ ὁ βασιλιάς τῶν οὐρανῶν ντύθηκε σάν βασιλική ἀλουργίδα τόν κόσμο, ἐδῶ ἡ πηγή τῆς ζωῆς ντύνεται ὁλόγυρα τά ποταμίσια κύματα.

Ἐλᾶτε λοιπόν νά ἰδεῖτε παράδοξα θαύματα. Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης λούζεται στοῦ Ἰορδάνη τά νερά. Ἡ φωτιά βουτάει καί σμίγει μέ τά νερά. Καί ὁ Θεός ἀπ̉ ἄνθρωπο ἁγιάζεται.

Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση βροντοφωνάζει καί ἀνυμνεῖ: «Εὐλογημένος νά ̉σαι Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου!!» Σύ πού ἔρχεσαι διά τῆς Προνοίας Σου μέσα ἀπ᾿ ὅλα τά κτίσματά Σου. Σύ πού συντηρεῖς τό ὕψος τοῦ στερεώματος καί ἔντεχνα ὁδηγεῖς σάν ἥμερο ἄλογο μέ χαλινάρι τήν τροχιά τοῦ Ἥλιου. Σύ πού βάζεις σέ τάξη χωρίς διόλου ν᾿ ἀνακατεύονται τά πλήθη τῶν ἀστέρων καί μᾶς κερνᾶς πλούσια ἀγέρα γιά νά ἀναπνέουμε ἀσταμάτητα ζωή. Σύ πού ζεσταίνεις καί ζωογονεῖς τή μάννα γῆ ὥστε νά μᾶς χαρίζει τούς καρπούς της ὁλοχρονίς. Σύ πού δαμάζεις καί σταματᾶς τή πολυκύμαντη θάλασσα ζώνοντάς την ὁλοτρόγυρα μ᾿ ἕνα μικρούτσικο χαλινάρι ἀπό ἀμμοχάλικο. Σύ πού σπρώχνεις τά νερά ἀπό τῆς γῆς τά σπλάχνα καί φτιάχνεις τίς πηγές. Σύ πού καθοδηγεῖς τίς ποταμίσιες ὄχθες νά πορεύονται χωρίς χαμό καί περιπλάνηση ὡς τή θάλασσα.

Τοῦτα ὅλα τά θαυμάσια ἀναλογιζόμαστε καί ἀπό τά κατάβαθά μας βγαίνει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».

— Πές μας λοιπόν, Ποιός εἶν᾿ Αὐτός, μακάριε Δαυΐδ;

— Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ᾿ ἀνθρώπινη μορφή.

Ἀλλά δέν τό λέει αὐτό μόνον ὁ προφήτης Δαυΐδ. Τό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού συμφωνεῖ μαζί του καί διδάσκει: «Μᾶς φανερώθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σώζει κάθε ἄνθρωπο καί μᾶς διδάσκει ὅλους μας». Ὄχι μερικούς ἀλλά ὅλους μας. Σ᾿ ὅλους, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες χαρίζει μέ τό βάπτισμα τή σωτηρία καί ὑποδείχνει τό σωτήριο αὐτό λουτρό σάν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεάν σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή πού τό ζητάει.

Ἐλᾶτε νά δεῖτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολύ μεγαλύτερον καί δυνατότερον ἀπ᾿ ἐκεῖνον πού γίνηκε τήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἐκεῖ τό νερό ἔπνιξε τούς ἀνθρώπους καί ἐδῶ τό νερό τοῦ βαπτίσματος, κείνους πού εἶχαν πεθάνει πνευματικά ξαναζωντάνεψε, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού σήμερα βαπτίστηκε. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτό στέρεα ἀπό ξύλα καί ἐδῶ ὁ Χριστός ὁ νοητός Νῶε, προσέλαβε ἀπό τήν ἄφθορο παρθένο Μαρία τήν κιβωτό τοῦ σώματος. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τήν κιβωτό ἐξωτερικά μέ ἄσφαλτο πίσσα. Ἐδῶ ὁ Χριστός δυνάμωσε καί περιφρούρησε τήν κιβωτό τοῦ σώματος μέ τό χρῖσμα τῆς πίστεως. Ἐκεῖ περιστερά πού βάσταζε κλαδί ἐληᾶς προμήνυσε τήν εὐωδιά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ τή μορφή ὁλόασπρης περιστερᾶς παρουσιάστηκε καί σ᾿ ὅλους φανέρωσε τόν ἐλεήμονα Κύριο.

Ἀλλά μέ καταπλήττει ἡ ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Κυρίου. Γιατί δέν ἀρκέστηκε, Αὐτός ὁ γεννημένος τέλειος Υἱός ἀπό τέλειο Πατέρα, νά γεννηθῆ καί ἐπί γῆς τέλειο βρέφος ἀπό τά σπλάχνα μιᾶς γυναίκας. Δέν ἀρκέστηκε Ἐκεῖνος πού εἶναι σύνθρονος μέ τόν Θεό Πατέρα νά λάβει τή μορφή τοῦ δούλου ἀλλά καί σάν τόν τελευταῖο ἁμαρτωλό προσέρχεται νά βαπτισθεῖ.

Ἀλλά ἄς μή γίνει ἡ κοινή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους εὐεργεσία σκάνδαλο γι᾿ αὐτούς πού τούτη τήν ὥρα μέ ἀκοῦνε. Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστός ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχικό καθαρισμό, ἀλλά γιά νά οἰκονομήσει μέ δυό τρόπους τό συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καί μέ τό νερό νά μᾶς δωρήσει τήν ἁγιαστική χάρη καί νά προτρέψει τόν καθένα μας νά βαπτιστεῖ.

Καθώς μᾶς λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Γαλιλαία στόν Ἰορδάνη ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰωάννης γιά νά βαπτιστεῖ ἀπ̉ αὐτόν.

Τό τί συνέβηκε τότε ἀδερφοί μου δέν μπορεῖ νά τό χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος. Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καί ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ. Τρέμει ὁ νοῦς. Χάνεται ἡ λαλιά μή τολμώντας νά ἐξιστορίσει τά ἀνέκφραστα. Γι‹ αὐτό λοιπόν καί ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τόν Δεσπότη μας Χριστό νά τόν πλησιάζει, μέ πολύ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καί ἀγκαλιάζοντας τά πόδια Του τοῦ εἶπε παρακλητικά:

— Γιατί βιάζει ἐμένα τόν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Δέν εἶμαι ἐγώ σέ θέση νά ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πῶς νά τολμήσω νά Σέ βαπτίσω; Πότε συνέβηκε νά καθαριστεῖ ἡ φωτιά ἀπό τό ξερό χορτάρι; Πότε ἔπλυνε ἡ λάσπη τήν πηγή; Πῶς νά βαπτίσω Ἐσένα τόν Κριτή τῆς οἰκουμένης ἐγώ ὁ ὑπεύθυνος γιά τόσες ἁμαρτίες; Πῶς νά Σέ βαπτίσω Δέσποτά μου; Δέν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου. Δέν ἔχεις πέσει θῦμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Δέν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἄν καί ἔκλινες οὐρανούς καί κατέβηκες, τίποτα ἀπό τά θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν παρέβηκες. Τί κάνεις Δέσποτά μου; Γιατί μ᾿ ἀναγκάζεις νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Ποτέ καί τίποτα δέν τόλμησα νά κάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅσα παροργίζουν τήν ἀγαθωσύνη Σου. Σάν δουλικό πιστό γεμάτο ἀγάπη καί σεβασμό γιά τόν ἀφέντη του πρότρεξα καί ἐμήνυσα στόν κόσμο τήν παρουσία Σου. Ἐνῶ βρισκόμουνα ἀκόμη μέσ᾿ τήν κοιλιά τῆς μάννας μου, δανείστηκα τήν γλώσσα της καί Θεό τοῦ κόσμου Σέ ἐκήρυξα. Ὅλους τούς προετοίμασα νά Σέ δεχθοῦν, νά Σ᾿ ἀπαντήσουν. Πές μου λοιπόν Κύριέ μου, πῶς θ᾿ ἀνεχθεῖ νά δεῖ ὁ ἥλιος τόν Παντοκράτορα Θεό ἔτσι νά ἐξευτελίζεται ἀπό τήν τόλμη ἑνός δούλου Του καί δέν θά ρίξει καυτερές φωτοβολίδες νά μέ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τούς καιρούς τούς ἄσωτους Σοδομίτες; Πῶς θά ἀντέξει ἡ γῆ νά δεῖ Ἐκεῖνον πού ἁγιάζει τούς ἀγγέλους, ἀπέριττα νά βαπτίζεται ἀπό χέρι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ καί δέν θ᾿ ἀνοίξει τά σπλάχνα της γιά νά μέ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τόν Ἀβειρών καί τόν Δαθάν; Πῶς νά βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα πού δέν μολύνθηκες ἀπό τής φυσικῆς γέννησης τό λέρωμα; «Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπορος προῆλθε καρπός». Πῶς λοιπόν ἐγώ ὁ χιλιολερωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος νά ἁγνίσω τόν Θεό; Θεό ἀναμάρτητο; Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα καί Σύ ἔρχεσαι σέ μένα; Μ᾿ ἔστειλες νά βαπτίζω, Κύριέ μου, καί δέν παράκουσα τήν ἐντολή Σου. Πρότρεπα ὅλους πρός τό βάπτισμα καί τούς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τίς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός. Αὐτός πού ἔρχεται πίσω μου δέν εἶναι βλοσυρός καί αὐστηρός. Εἶναι ἀγαθός καί Υἱός Πατέρα Ἀγαθοῦ. Δέν φέρεται γιά λίγο μονάχα μ᾿ ἀγαθωσύνη καί ὕστερα νά ἀλλάζει διάθεση γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἀλλά τό ἔλεός Του μένει εἰς τόν αἰώνα. Καί ἐπειδή τό ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο γι᾿ αὐτό καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυμνώντας Τοῦ ἔλεγαν:

«Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου». Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί διέλυσε τό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας πού μᾶς περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐράνιος Τσοπάνης καί ἔδιωξε ἀπό τό κοπάδι τῶν παιδιῶν Του τούς λύκους τοῦ διαβόλου. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός καί χάρισε μέ τό βάπτισμα τήν υἱοθεσία στούς πιστούς. Μᾶς φανερώθηκε ἡ ζωή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί μέ τό θάνατό Του θανάτωσε τόν θάνατο ὡς ἀθάνατος καί ἀξίωσε νά ζήσουν ζωή ἀθάνατη, ἐκεῖνοι πού εἶχαν πέσει στή φθορά καί στό θάνατο.

Ἀλλά ἐνῶ ἐγίνονταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεός Πατέρας ἀγαλώμενος μέ τήν ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διάπλατα τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί μέ βροντερή φωνή ξεχειλισμένη ἀπό αἰσθήματα πού πλημμυρίζουνε μιά πατρική καρδιά, ἀνακράζει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός».

Καί γιά νά μήν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα -ἄν εἶναι δηλαδή Υἱός ὁ Βαπτιστής ἤ ὁ Χριστός- ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, σάν ἄσπρο περιστέρι καί δείχνει Ἐκεῖνον πού βαπτιζόταν καί πού ὁ Θεός Πατέρας τόν μαρτυροῦσε στούς ἀνθρώπους σάν μονογενή Υἱό Του.

Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, τό κράτος, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση σήμερα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή:www.imaik.gr

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ

†ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Χριστιανισμός, είναι ένα πράγμα ταπεινό, αφανές, ήρεμο,

που πρέπει να ψάξεις να το βρεις.

Όπως ένα σπήλαιο ...


Όταν λέμε Χριστιανισμός, εννοούμε το μυστήριο της σαρκώσεως του Θεού. Αυτό είναι η ουσία και ο πυρήν και αυτό αξίζει να το ξανακοιτάξει ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο Χριστιανισμός, θα μπορούσε να πούμε, είναι δυνατόν να συμβολιστεί και να εκφραστεί με ένα σπήλαιο. Μοιάζει με ένα σπήλαιο. Τι θέλουμε να πούμε μ’ αυτό; Ότι είναι ένα πράγμα μυστικό, δεν είναι ένα πράγμα που εντυπωσιάζει εκ πρώτης όψεως. Δεν είναι επιφανειακά σπουδαίο, όπως ένα μεγάλο εργοστάσιο, όπως ένα τεχνικό κατόρθωμα. 

Ο Χριστιανισμός, όπως πρωτοπαρουσιάστηκε και στις πραγματικές του ρίζες, είναι ένα πράγμα ταπεινό, αφανές, ήρεμο, που πρέπει να ψάξεις να το βρεις. Όπως ένα σπήλαιο, που είναι στην πλαγιά κάποιου βουνού, θέλει ανίχνευση, ειδικό ανιχνευτή να προσπελάσει τον δρομίσκο, που οδηγεί προς αυτό. Δεν κάνει θόρυβο από μακριά ένα σπήλαιο. Είναι ένα αφανές πράγμα. Θέλει κόπο και μόχθο για να πλησιάσεις και άμα φτάσεις κοντά, πρέπει να σκύψεις να μπεις μέσα.

Είναι κάτι που δεν ελκύει, τουλάχιστον εξωτερικά, ο γνήσιος Χριστιανισμός, όπως μας τον αποκαλύπτει το Ιερό Ευαγγέλιο. Μη κοιτάτε μεταγενεστέρως που έγιναν και λαμπρά οικοδομήματα του Χριστιανισμού, που έχουν και πολυτέλεια και τέχνη: αλλά η ουσία του είναι ή απλότης των Ποιμένων. Είναι η απλότης ενός κλαυθμυρίζοντος βρέφους. Είναι η πτώχεια μέσα στο αχούρι ενός στάβλου, μια απίστευτη και συγκλονιστική πτώχεια και αφάνεια, η οποία λες και είναι επίτηδες για να μην ελκύει, να μην εντυπωσιάζει.

Θέλει ειδική προσέγγιση, ειδική προσπέλαση, δεν σου επιβάλλεται με σπουδαίες ρεκλάμες, με θριαμβολογίες, αλλά εάν το θέλεις, εάν το λέει η καρδιά σου, θα μπεις μέσα. Γι’ αυτό ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πέμπτο θεολογικό λόγο του γράφει για κείνους που αποφασιστικά θέλησαν να εμβαθύνουν, ότι «είσω παρακύψαντες, το απόθετον κάλλος ιδείν ηξιώθησαν και τω φωτισμώ τής γνώσεως κατηυγάσθησαν».

Με άλλα λόγια πρέπει να σκύψω, να ταπεινωθώ, να απεκδυθώ τον πολύ μου ορθολογισμό, τις πολλές μου εσωτερικές σκουριές, όχι μόνον των αμαρτιών, αλλά εν γένει τον ορθολογιστικό τρόπο της σκέψεως, τον τρόπο ζωής που συνήθως θέλει την καλοζωία, την καλοπέραση, τον εγωισμό, όλα αυτά θα πρέπει να τα βγάλω, να τα αποκολλήσω από τον εαυτό μου σ’ αυτό το μονοπάτι, που λέγεται πραγματικός Χριστιανισμός, Ευαγγέλιο, Ιησούς. Και για να μπει κανείς μέσα σ’ αυτό το Σπήλαιο, απεκδυόμενος κάθε τι το δευτερεύον και ανάξιο λόγου, πρέπει να δει την ουσία.

Ποια είναι η ουσία; Ο Θεός σαρκούται. Αυτό είναι η βάση του Χριστιανισμού, το κεντρικό νόημα, «ο Θεός έγινεν άνθρωπος, ίνα εμείς θεοποιηθώμεν». Μέσα λοιπόν εκεί, όταν κανείς αποφασίσει και κατορθώσει να προσπελάσει αυτή τη μυστική και αφανή οδό, που την κρύβουν πολλοί θάμνοι, θα δει το μυστήριο το κρυμμένο, όπως λέει ο θείος Παύλος «από των αιώνων και από των γενεών» (Προς Κολασσαείς, α’ 26). Αυτή είναι η κρυμμένη αλήθεια, ότι όντως ο Θεός εταπεινώθηκε πάρα πολύ από μία υπερβάλλουσα αγάπη. Έσκυψε και ήλθε πολύ κοντά μας. Έγινε πολύ δικός μας, πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ πτωχός, για να φέρει τη νέα κατάσταση της απλότητας, γνησιότητας, ειλικρινείας ενότητας των ψυχών των ανθρώπων.

Και τότε μόνο φανερώνεται στους εκζητούντας και κρούοντας και ποθούντας και κλαίοντας για να βρουν την αλήθεια, να βρουν τον Θεό, με πόθο, με ζέση, με ικεσία. Σ’ αυτούς φανερούται το μυστήριο το αποκεκρυμμένο. Αυτοί μπορούν να μπουν στο σπήλαιο, οι άλλοι πολλές φορές οι πολλοί, μπορεί να είμαι κι εγώ μεταξύ αυτών, μένουμε μακριά. Κάνουμε τον Χριστιανό, φοράμε μια φόρμα Χριστιανική, παίρνουμε Χριστιανική, παίρνουμε μια εμφάνιση θρησκευτική και νομίζουμε ότι είμαστε οι εκπρόσωποι του Ευαγγελίου.

Μπορεί εγώ να μην είμαι, μπορεί να είναι ο πιο απλός, ο πιο αφανής, που δεν έχει κανένα σήμα κατατεθέν θρησκευτικότητας. Αυτός είναι ο αληθινός Χριστιανός και εγώ που φορώ τα διάσημα του Χριστιανού να είμαι μηδέν. Επομένως, όπως ο ίδιος ο Κύριος τα είπε αυτά τα πράγματα και τα είπε ενίοτε με το μαστίγιο της καυστικής του γλώσσας, δεν είναι τα εξωτερικά στολίδια, τα διακοσμητικά στοιχεία που κάνουν τον Χριστιανό ή τον Χριστιανισμό.

Είναι η εγκάρδια αποδοχή του Σπηλαίου. Είναι η προσπέλαση του και η διείσδυση στο βάθος, όπου αποκαλύπτεται το μεγάλο μυστήριο του Θεού. Επομένως η προσέγγιση στο σπήλαιο απαιτεί κυρίως γνησιότητα, απλότητα, ειλικρίνεια, εν αντιθέσει προς την αυτάρκεια του ανθρώπου, ο οποίος νομίζει ότι χωρίζει τα πράγματα και ότι απλώς του χρειάζεται και λίγος Χριστιανισμός, για συμπλήρωμά του. Αυτούς ο Ιησούς δεν τους θέλει κοντά του, διότι οδηγούνται προς μία νοοτροπία που λέγεται φαρισαϊκή, η οποία ως γνωστόν δεν είναι μόνο γνώρισμα των Φαρισαίων των πρώτων αιώνων, αλλά είναι γνώρισμα πολλών ανθρώπων διαφόρων εποχών.

Είναι ένα μικρόβιο δυσδιάκριτο, το οποίο όμως ενδημεί στα θρησκευτικά περιβάλλοντα. Δεν μπορείς να εισέλθεις στο Σπήλαιο, στην ουσία δηλαδή του Χριστιανισμού, εάν έχεις μια αυτάρκεια, εάν δεν συγκλονίζεσαι, όπως εκείνα τα αμαρτωλά υποκείμενα συγκινήθηκανμπροστά στον Ιησού και πήγαν πιο κοντά του από τους αυτάρκεις τηρητάς του νόμου. 

Σ’ αυτούς ο Ιησούς λέγει: «εσάς τι να σας κάνω, εσείς τα ξέρετε όλα, ετηρήσατε όλας τας εντολάς, δεν έχω τίποτα να σας προσφέρω!».

Ενώ γι’ αυτούς που νοιώθουν πώς κάτι τους λείπει και κλαίνε και γονατίζουν ζητώντας την αλήθεια, τους λέει ο Ιησούς, για σας ήλθα εγώ στη γη. Λοιπόν δεν μπορεί κανείς να μένει στην αυτάρκεια της τυποποιημένης θρησκευτικότητας.

Δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει με την ξηρότητα ενός ψυχρού συντηρητισμού.

Δεν μπορεί να πλησιάσει με το σύστημα ενός κατά συνθήκη Χριστιανισμού, με μια συμβατικότητα τυποποιημένη και ψυχρή.

Δεν μπορεί να πλησιάσει, όταν τον Χριστιανισμό τον κάνει ένα διοικητικό σύστημα ή ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, χωρίς τον πόθο και το άναμμα της καρδιάς, τη φλόγα και τον σπινθήρα της αλήθειας.

Η προσέγγιση άρα στο Σπήλαιο γίνεται με μια γνησιότητα, αλλά και με μια αναζήτηση, με ένα άνοιγμα της ψυχής, που το Ευαγγέλιο το ονομάζει πίστη, εμπιστοσύνη και αφοσίωση βαθιά και συνεχή. Δεν αρκεί απλώς ότι έγινα Χριστιανός–ποτέ δεν έγινα Χριστιανός- γίνομαι συνεχώς, αδιαλείπτως, μέχρι την τελευταία στιγμή είμαι εν πορεία, εν ορειβασία. Όποιος έκλεισε το βιβλίο των λογαριασμών με την ψυχή του και με τον Ιησού, δεν, μπορεί να μπει στοΣπήλαιο. Λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Η εύρεσις (του Θεού) εστίν αυτό το αεί ζητείν, ου γάρ άλλο εστί το ζητείν και άλλο το ευρίσκειν… Και τούτο εστίν όντως ιδείν τον Θεόν, το μηδέποτε της επιθυμίας κόρον ευρείν, αλλά χρή πάντοτε βλέποντα, δι’ ών εστί δυνατόν οράν, προς την του πλέον ιδείν επιθυμίαν εκκαίεσθαι» (7η ομιλία εις τον Εκκλησιαστήν).

Ακόμη η είσοδος στο Σπήλαιο, δηλαδή στον πυρήνα του Χριστιανισμού, είναι μια πράξη όχι μόνο πίστεως και ανοίγματος και πόθου, αλλά είναι και μία πράξη ελευθερίας, πραγματικής ελευθερίας. Σήμερα, ο άνθρωπος κινείται μέσα σε μία δουλικότητα. Είναι αναγκασμένος, χωρίς να το θέλει, να κινείται από διάφορα κίνητρα. Ένα τέτοιο μεγάλο κίνητρο είναι πχ η διαφήμιση. Βομβαρδίζεται όλη μέρα από την ακροαματική οδό και από την οπτική οδό, από ποικίλα συνθήματα, και όποιο σύνθημα είναι ισχυρότερο και δελεαστικότερο τον εξαναγκάζει, τον εξαγοράζει. Ασκεί πάνω του μία πίεση.

Έχει γίνει ένα πρόβλημα στη ζωή μας η προπαγάνδα, η ρεκλάμα, η βιτρίνα, όλων των ειδών τα πανό, τα οποία μας υποκινούν με μύριους τρόπους, από την εφημερίδα και το ραδιόφωνο και την τηλεόραση μέχρι και τους δρόμους κλπ, και μας δημιουργούν ένα σύστημα μέσα στο οποίο κινούμεθα ή μάλλον αγόμεθα και φερόμεθα. Οι διάφορες οικονομικές αξίες έχουν γίνει τα σύγχρονα είδωλα και μας τραβούν από την μύτη σαν νούμερα και οδηγούν τον άνθρωπο εκεί που θέλουν οι αόρατες δυνάμεις οι οικονομο-εμπορικο-τεχνικές, με την έντονη διαφημιστική προβολή τους. Δεν ομιλώ μόνο για τα διάφορα είδη καταναλώσεως, αλλά για κάθε πράγμα, είτε είναι πολιτικής φύσεως είτε άλλης ιδεολογίας, όλα τελικώς υπάγονται σ’ ένα πλέγμα διαφημιστικό, εμπορικό

Αυτό λέγουν οι ψυχολόγοι, δημιουργεί ένα καθεστώς ανελευθερίας. Δεν μένει περιθώριο να διαλέξεις, εκεί θα πας, σ’ αυτό το κέντρο, σ’ αυτό το θέατρο, σ’ αυτή την εφημερίδα, σ’ αυτό το πολιτικό κόμμα, σ’ αυτό το κομμωτήριο και ούτω καθεξής. Έτσι κρίνουν τα πράγματα μερικοί ψυχολόγοι της συγχρόνου εκβιομηχανισμένης και εμπορικοποιημένης κοινωνίας μας (Vance Packard κα). Η ελευθερία μένει ένα πράγμα κάπως απλησίαστο. Πολλοί ομιλούν περί αυτής, αλλά σαν πραγματικότης είναι κάπως μακριά από τη ζωή μας, διότι τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα βάσει σχεδίων, που είναι μέσα σε γραφεία εμπορικά, διαφημιστικά και άλλων δημοσίων σχέσεων.

Εδώ όμως υπάρχει και κάποιο Σπήλαιο, που λέγεται Χριστιανισμός ή λέγεται Σάρκωση του Θεού. Αυτό το Σπήλαιο δεν διαθέτει δημόσιες σχέσεις και εμπορική κίνηση. Δεν έχει ούτε προβολείς, ούτε μεγάφωνα, ούτε τίποτα άλλο. Η προβολή του είναι το αντίθετο απ’ ότι χρησιμοποιείται συνήθως για προβολή. Είναι η αφάνεια, είναι μια κατάσταση παραγκωνισμού. Άρα δεν σε σπρώχνει να πας προς τα κει. Σε αφήνει σε μια απόλυτη ελευθερία. Εάν όντως θέλεις, το αποφασίζεις, το λες με όλη την καρδιά σου να πας προς τα κει, προς τον αποδιωγμένο Ιησού, να αποδεχθείς το μήνυμά του, που δεν είναι πάντοτε της μόδας. Δεν λανσάρεται ως η τελευταία λέξη των σύγχρονων κοινωνιών.

Είναι μια πράξη ηρωική. Λέγει ο Ρώσος φιλόσοφος Μπερδιάγεφ: «Μπροστά στο Σταυρό (παραθέτω από μνήμης) κρίνεται η ελευθερία μας. Εάν είσαι αποφασισμένος να ακολουθήσεις αυτό τον Εσταυρωμένο, τον παραπεταμένο από τας αρχάς και τας εξουσίας του κόσμου τούτου, γίνεσαι Χριστιανός. Δε θα πάρεις αμοιβή. Δε θα σε χειροκροτήσουν, γιατί πας στον πιο παραγκωνισμένο. 

Ένας ηγέτης, που πάνω από ένα Σταυρό έχει το θάρρος να λέει: «Δεύτε προς με πάντες, καγώ αναπαύσω υμάς», τι είδους ηγέτης είναι αυτός; Χωρίς εξουσία, χωρίς μέσα διαφημίσεως κλπ. Γι’ αυτό κρίνεται η ελευθερία σου, εάν αποφασίσεις να πας κοντά Του παρ’ όλα αυτά. Τότε είσαι ψυχικά ελεύθερος. Δεν σε ωθεί κανένα κίνητρο δευτερεύον, κανένας εντυπωσιασμός, κανένα ύπουλο μέσο από εκείνα που χρησιμοποιούνται συνήθως για να μας τραβήξουν οπαδούς ή πελάτες ή για να δημιουργήσουν ρεύμα.

Έτσι λοιπόν ακολουθεί κανείς στα σοβαρά τον Χριστιανισμό. Δεν εννοώ την τυπική θρησκευτικότητα που έχουμε όλοι μας, αλλά τη σοβαρή αντιμετώπιση για μια προσέγγιση της ουσίας της πίστεως. Αυτή είναι πράξη ελευθερίας. Όχι μόνο ειλικρίνειας και γνησιότητας, αλλά και πράξη ελευθέριας. Αυτό το πράγμα δεν είναι κάτι που είναι απλώς γραμμένο στο Ευαγγέλιο, όπως το εξηγούν οι μεγάλοι Απόστολοι Παύλος, Ιωάννης κλπ. 

Είναι ένα γεγονός, που το βλέπουμε βιούμενο στην ιστορία. Δεν είναι μία θεωρία σπουδαία, αν θέλετε. Αλλά είναι μία ζωή που ξεχύνεται. Είναι ένα ιστορικό γεγονός, το ότι το Σπήλαιο διά μέσου των αιώνων εβιώθη. Αν και αυτή βίωση στο βάθος είναι κρυμμένη. Μπορεί η ιστορία να μας αναφέρει μερικά εξωτερικά πράγματα σχετικά με τον Χριστιανισμό, αλλά, στην ουσία, η βίωση αυτού του μυστηρίου της πίστεως δεν φαίνεται και δεν μετριέται. Είναι το μεγάλο μυστικό των αιώνων. 

Εκ του βιβλίου "Μαθητεία στην Καινούρια Ζωή" Αρχιμανδρίτου Ηλία Μαστρογιαννόπουλου , Εκδ. Χριστιανικής Φοιτητικής Ένωσης

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ; - ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ

Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον,δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος «᾿Αλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, κι ἦταν βέβαια προορισμένος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φανερώθηκε γιὰ χάρη μας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια» 1. Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;

ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Το μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τὸ ὀνόμασε Χριστὸ καὶ τὸ βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «τὸ μυστικὸ σχέδιο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, φανερώθηκε τώρα»2, ἐννοώντας δηλαδὴ ὡς τὸν Χριστό, τὸ μυστικὸ σχέδιο μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καὶ ἀκατάληπτη ὑποστασιακὴ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ταυτότητα πλήρη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ θεότητα ἐξαιτίας τῆς ὑπόστασης καί, κάνοντας μία τὴν ὑπόσταση τὴ σύνθετη ἀπὸ τὰ δύο, χωρὶς ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας τους νὰ προκαλέσει σ᾿ αὐτὴν καμμιὰ μείωση σὲ ὁτιδήποτε. ῞Ωστε καὶ ἡ ὑπόστασή τους νὰ γίνει, ὅπως εἶπα, μία, καὶ ἡ φυσικὴ διαφορὰ νὰ μείνει ἀπαθής, στὴν ὁποία ὑπόσταση καὶ μετὰ τὴν ἕνωση ἡ κατὰ φύση ποιότητά τους διασώζεται ἀμείωτη καὶ ὅταν ἑνωθοῦν. Γιατί, ὅπου κατὰ τὴν ἕνωση δὲ συνοδεύει τὰ ἑνωμένα καμμιὰ ἀπολύτως τροπὴ καὶ καμμιὰ ἀλλοίωση, ὁ λόγος τῆς οὐσίας καθενὸς παραμένει γνήσιος κι ἀληθινός. Κι ὅποιων ὁ λόγος παραμένει γνήσιος κι ἀληθινὸς καὶ μετὰ τὴν ἕνωση, αὐτῶν οἱ φύσεις παραμένουν ἄθικτες μὲ κάθε τρόπο χωρὶς νὰ ἀρνηθεῖ καμμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὰ δικά της στοιχεῖα γιὰ χάρη τῆς ἕνωσης. 

Γιατὶ ὁ ποιητὴς τῶν ὅλων, αὐτὸς ποὺ ἔγινε κατ᾿ οἰκονομία αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, ἔπρεπε νὰ διασώσει ἀμετάβλητο καὶ τὸν ἑαυτό του σὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴ φύση κατ᾿ οἰκονομία. Γιατὶ στὸν Θεὸ δὲν εἶναι φυσικὸ νὰ βλέπουμε μεταβολή, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε καμμιὰ ἀπολύτως κίνηση σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ μεταβολὴ σὲ ὅσα κινοῦνται. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο κι ἀπόκρυφο μυστήριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μακάριο τέλος γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν γίνει ὅλα. Αὐτὸς εἶναι ὁ θεῖος σκοπὸς ποὺ προεπινοήθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν ὄντων, ποὺ ὁρίζοντάς τον μποροῦμε νὰ τὸν ποῦμε «προεπινοούμενο τέλος», γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα κι αὐτὸ γιὰ χάρη κανενός. Σ᾿ αὐτὸ τὸ τέλος ἀτενίζοντας δημιούργησε ὁ Θεὸς τὶς οὐσίες τῶν ὄντων. Αὐτὸ εἶναι κυρίως τὸ πέρας τῆς πρόνοιας καὶ ἐκείνων ποὺ ἡ πρόνοια προνοεῖ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ ἐπανασυναγωγὴ στὸ Θεὸ ὅλων τῶν ποιημάτων του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ περικλείει ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ φανερώνει τὴν ὑπεράπειρη καὶ ποὺ ἄπειρες φορὲς ἀπείρως προϋπάρχει ἀπὸ τοὺς αἰῶνες μεγάλη βουλὴ τοῦ Θεοῦ3, τῆς ὁποίας βουλῆς ἀγγελιοφόρος ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ σύμφωνος μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ Λόγος ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος4, καὶ φανέρωσε, ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ πῶ, τὸν ἴδιο τὸ βαθύτερο πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητας κι ἔδειξε μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸ τέλος, ποὺ γιὰ χάρη του τὰ δημιουργήματα ἔλαβαν σαφῶς τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής τους. Γιατὶ γιὰ τὸν Χριστό, δηλαδὴ γιὰ τὸ μυστήριο κατὰ Χριστό, ὅλοι οἱ αἰῶνες καὶ ὅλα ὅσα περιέχουν ἔχουν λάβει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ εἶναι τους. Γιατὶ πιὸ πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες προϋπονοήθηκε ἡ ἕνωση, τοῦ ὅριου καὶ τῆς ἀοριστίας, τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἀμετρίας, τοῦ πέρατος καὶ τῆς ἀπειρίας, τοῦ δημιουργοῦ καὶ τῆς δημιουργίας, τῆς στάσης καὶ τῆς κίνησης, καὶ ἡ ἕνωση αὐτὴ ἔγινε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν φανερώθηκε στὸ τέλος τῶν χρόνων καὶ πραγματοποίησε τὴν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ σταματήσουν γύρω στὸ τελείως ἀκίνητο κατὰ τὴν οὐσία ὅσα κινοῦνται ἀπὸ τὴ φύση τους, ξεφεύγοντας τελείως ἀπὸ τὴν κίνηση πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ πρὸς τὰ ἄλλα καὶ νὰ λάβουν πείρα τῆς κατ᾿ ἐνέργειαν γνώσης ἐκείνου ὅπου ἀξιώθηκαν νὰ σταματήσουν, γνώσης ἀναλλοίωτης ποὺ παραμένει πάντοτε ἴδια παρέχοντας σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἀπόλαυση ἐκείνου ποὺ γνώρισαν.

Γιατὶ ὁ λόγος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ γνώση τῶν θείων εἶναι διπλή· ἡ σχετική, ποὺ βρίσκεται μόνο στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες καὶ ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴν πράξη μὲ τὴν πείρα αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὴν οἰκονομοῦμε τὴν παρούσα ζωή· καὶ ἡ πραγματικὴ ἀληθινὴ γνώση, ποὺ μὲ τὴν πείρα μόνο κατὰ τὴν πράξη χωρὶς λόγο καὶ ἔννοιες παρέχει ὅλη τὴν αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ μετέχοντάς το κατὰ χάρη, καὶ μὲ αὐτὴ τὴ γνώση ὑποδεχόμαστε κατὰ τὴ μελλοντικὴ κατάπαυση τὴν πάνω ἀπὸ τὴ φύση θέωση ποὺ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπα. Καὶ ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες, λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση. ᾿Ενῶ ἡ γνώση μὲ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἀπὸ τὴν πείρα καὶ μὲ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ παρέχει τὴν αἴσθηση, ἀπωθεῖ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ τὶς ἔννοιες.

Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο, λένε οἱ σοφοί, νὰ συνυπάρχουν ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος περὶ Θεοῦ ἢ ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νόηση γι᾿ αὐτόν. Καὶ λόγο περὶ Θεοῦ ἀποκαλῶ τὴν γνωστικὴ θεωρία γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναλογεῖ στὰ ὄντα, αἴσθηση τὴν μεθεκτικὴ πείρα τῶν πέρα ἀπὸ τὴ φύση ἀγαθῶν, καὶ νόηση τὴν ἁπλὴ καὶ ἑνιαία γνώση περὶ Θεοῦ μέσῳ τῶν ὄντων. Τὸ ἴδιο ἴσως μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ καὶ σὲ κάθε ἄλλο πράγμα, ἂν ἡ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος σταματᾶ τὸ λόγο γι᾿ αὐτὸν καὶ ἡ αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος κάνει ἀργὴ τὴν νόηση περὶ αὐτοῦ. Πείρα λέγω τὴν ἴδια τὴ γνώση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ πραγματοποιεῖται ἔπειτα ἀπὸ κάθε λόγο, καὶ αἴσθηση, τὴν ἴδια τὴ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ ἐκδηλώνεται ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴ νοητικὴ διαδικασία. Κι ἴσως αὐτὸ διδάσκει μυστικὰ ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «εἴτε προφητεῖες εἶναι θὰ καταργηθοῦν, εἴτε ὁμιλίες σὲ διάφορες γλῶσσες θὰ πάψουν, εἴτε γνώσεις θὰ καταργηθοῦν»5, ἐννοώντας ὁλοφάνερα γιὰ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες.

Τὸ μυστήριο τοῦτο [τοῦ Χριστοῦ] προγνώριζε ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.

Ο Πατέρας γιατὶ ἔτσι εὐδόκησε, ὁ Υἱὸς γιατὶ ἦταν ὁ αὐτουργός, καὶ τὸ Πνεῦμα γιατὶ συνεργαζόταν σ᾿ αὐτό. Γιατὶ εἶναι μία ἡ γνώση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ εἶναι μία καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ δύναμη. Δὲν ἀγνοοῦσε δηλαδὴ ὁ Πατέρας ἢ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, γιατὶ ὑπῆρχε σὲ ὁλόκληρο τὸν Υἱό, ποὺ αὐτουργοῦσε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴ σάρκωσή του, ὅλος κατὰ τὴν οὐσία του ὁ Πατέρας, ὄχι βέβαια μὲ σάρκωσή του, ἀλλὰ εὐδοκώντας γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν οὐσία του ὑπῆρχε στὸν Υἱό, ὄχι λαμβάνοντας σάρκα, ἀλλὰ συνεργώντας μὲ τὸν Υἱὸ στὴν ἀπόρρητη γιὰ μᾶς σάρκωσή του.

Εἴτε λοιπὸν πεῖ κάποιος Χριστό, εἴτε μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόγνωση γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν οὐσία τὴν ἔχει μόνη ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἄς μὴν ἀναρωτηθεῖ κανένας πῶς ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, γίνεται ἀντικείμενο πρόγνωσής της, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δὲν ἔγινε πρόγνωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου, ἔγινε δηλαδὴ πρόγνωση τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν σάρκωσής του γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅ,τι ὑπάρχει αἰώνια ποτὲ δὲν προγνωρίζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο αἰώνιο. Γιατὶ ἡ πρόγνωση γίνεται γιὰ ὅσα ἔχουν ἀρχὴ στὸ εἶναι καὶ γιὰ κάποια αἰτία. Προγνωρίσθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀπὸ πρὶν ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἦταν κατὰ φύση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ φάνηκε ὅτι ἔγινε ἀργότερα γιὰ μᾶς κατ᾿ οἰκονομία. ῎Επρεπε δηλαδὴ ἀληθινὰ ὁ φυσικὸς δημιουργὸς τῆς οὐσίας τῶν ὄντων νὰ γίνει αὐτουργὸς καὶ τῆς κατὰ χάρη θέωσης τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ὁ δωρητὴς τοῦ εἶναι νὰ φανεῖ δωρεοδότης καὶ τῆς μακαριότητας. ᾿Επειδὴ λοιπὸν κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν γνωρίζει καθόλου τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιο ἄλλο τί εἶναι ὡς πρὸς τὴν οὐσία, εἶναι εὔλογο ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση τὴν ἱκανότητα πρόγνωσης κανενὸς ἀπὸ ὅσα θὰ γίνουν, πλὴν μόνο ὁ Θεὸς ὁ πάνω ἀπὸ τὰ ὄντα, ποὺ καὶ τὸν ἑαυτό του γνωρίζει τί εἶναι κατὰ τὴν οὐσία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα δημιούργησε καὶ πρὶν ἀκόμα γίνουν εἶχε ἀπὸ πρὶν τὴ γνώση τῆς ὕπαρξής τους κι ἔμελλε κατὰ χάρη νὰ φιλοδωρήσει τὰ ὄντα μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων, τί εἶναι στὴν οὐσία τους, καὶ νὰ φανερώσει τοὺς λόγους ποὺ ὑπάρχουν ἑνιαῖα σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πρίν.

Τὸ νὰ λένε μερικοὶ ὅμως πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε προγνωσθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ ἐκείνους στοὺς ὁποίους φανερώθηκε ὕστερα τοὺς τελευταίους καιρούς, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου μαζὶ μὲ τὸν προεγνωσμένο Χριστό, αὐτὸν τὸ λόγο σὰν ἐντελῶς ἄσχετο μὲ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάνει συναΐδια μὲ τὸν Θεὸ τὴν οὐσία τῶν λογικῶν ὄντων, τὸν ἀπορρίπτουμε. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ βρίσκονται μὲ τὸ Χριστό, ἔτσι ὅπως αὐτὸς εἶναι, καὶ πάλι νὰ λείψουν τελείως κάποτε ἀπὸ αὐτόν, ἂν βέβαια εἶναι φυσικὸ νὰ γίνει σ᾿ αὐτὸν ἡ ἀποπεράτωση τῶν αἰώνων καὶ ἡ στάση ὅσων κινοῦνται, μέσα στὴν ὁποία κανένα ἀπολύτως ἀπὸ τὰ ὄντα δὲ θὰ ὑπόκειται σὲ μεταβολή. ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς κάλεσε τὸν Χριστὸ ἄμωμο καὶ ἄσπιλο, ἐπειδὴ εἶναι κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ φύση του τελείως ξένος ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν εἶχε μῶμο κακίας οὔτε τὸ σῶμα του σπίλο τῆς ἁμαρτίας.

Σημειώσεις

(*) Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ. Τὸ ἀρχαῖο κείμενο: PG τ. 90, στλ. 620Β-625Β. Νεο-ελληνικὴ ἀπόδοσις: Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ ᾿Ασκητικῶν, Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992

1.Αʹ Πέτρ. αʹ 19, 20.

2.Κολ. αʹ 26.

3.᾿Εφεσ. αʹ 10, 11.

4.῾Ησ. θʹ 6.

5.Αʹ Κορ. ιγʹ 8.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ - ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ

Γι’ αυτή την μεγάλη και λαμπρότατη γιορτή των Χριστουγέννων προετοιμαστήκαμε με νηστεία σαράντα ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας ακούσαμε πολλές φορές τους ευλογημένους και χαρμόσυνους ειρμούς του κανόνα των Χριστουγέννων. Ας σταθούμε λίγο στον πρώτο και ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το νόημά του:

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ ουρανῶν, ἀπαντήσατε».

Γεννιέται ο Θεάνθρωπος Χριστός και κατεβαίνει στη γη, δοξαζόμενος από τους αγγέλους. Είναι έτοιμος να πατήσει στη γη… Ας τρέξουμε να Τον συναντήσουμε.

«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε».

Τώρα το θείο βρέφος βρίσκεται ήδη στη φάτνη σ’ ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ. Με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση ας υψωθούμε με το πνεύμα και τον νου μας στους ουρανούς.

«Ἄσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνη, ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται».

Πιστεύουμε ότι τη χαρά της Γεννήσεως του Χριστού με ένα τρόπο ακατανόητο για μας, την αισθάνεται και όλη η κτήση. Μαζί με τους βοσκούς και τους μάγους ας προσκυνήσουμε και εμείς το θείο βρέφος και ας Του προσφέρουμε ως δώρο τις γεμάτες πίστη και σεβασμό καρδιές μας. Με τα ίδια μας τα χέρια ας Του προσφέρουμε μετά φόβου και αγάπης τις καρδιές μας για να μας δοξάσει και Αυτός στη ζωή την αιώνια, της οποίας δεν θα υπάρχει τέλος. Αμήν.

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας,

Εκ του βιβλίου «Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄», εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014

Πηγή: www.agiosthomas.gr

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ - ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ

Γνωρίζουμε βεβαίως ὅλοι, ὅτι ὁ αἰσθητὸς αὐτὸς ἥλιος ἀποστέλλει τὸ φῶς του σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο, «καὶ οὐκ ἔστιν (οὐδεὶς) ὡς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ»καὶ ἀπὸ τῆς διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ὁλόλαμπρες ἀκτίνες του καλύπτονται ἀπὸ νέφη καὶ ὁμίχλη ἢ ἀπὸ τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, ἀλλὰ καὶ πάλι, ἡ πνοὴ κάποιου ἀνέμου διαλύει τὸ νεφικὸ ἐπικάλυμμα καὶ τὴν ὁμίχλη ἐκείνη καὶ ἐπιτρέπει στὶς φεγγοβόλες ἀκτίνες νὰ ἐξαπλωθοῦν τρανῶς σὲ ὅλη τὴν κτίση.

Τὸν δὲ πρὸ ἡλίου «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» τὸν νοητό, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη σήμερα ἀπὸ τὴν «κούφη νεφέλη», ἀπὸ τὴν φωτοφόρο καὶ ἡλιακὴ καὶ πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει ἡ τοῦ «δούλου μορφή», τὰ νηπιώδη σπάργανα καὶ τὸ σπήλαιο τὸ φτωχὸ καὶ συμφώνως μὲ τὴν οἰκονομία καὶ ὁρισμένα ἄλλα, τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὴν πτωχεία καὶ τὴν ταπεινότητα.

Καθὼς ὅμως ἤδη ἐλέχθη, ἡ πνοὴ καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου διασκορπίζει τὸ κάλυμμα τοῦ νέφους καὶ τῆς ὁμίχλης καὶ φανερώνει καθαρὰ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες· ἔτσι συμβαίνει καὶ ἐδῶ, μὲ τὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης», τὸν Θεὸ καὶ Δεσπότη ὁ Ὁποῖος καλύπτεται μὲ σπάργανα καὶ κρύπτεται σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη ἀλόγων ζώων γιὰ τὴν πολλή του συγκατάβαση καὶ «δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος»· τὸ συνεργὸν Πανάγιον Πνεῦμα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς τὸν φανερώνει καθαρά, αὐτὸν τὸν κρυπτόμενον στὴν φάτνη ἥλιον καὶ Θεὸν καὶ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, νὰ προστρέξει καὶ νὰ κηρύξει τὸν Βασιλέα τῆς δόξης καὶ Δημιουργὸ τῶν ὅλων, ὁ Ὁποῖος κρύπτεται σὲ σπήλαιο καὶ φάτνη, περιτυλιγμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν ἀδιστάκτως καὶ «οἱ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν» μετὰ δώρων πολυτελῶν νὰ δωροφορήσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν πιστῶς. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι κατῆλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνακραύγαζαν μελωδικὰ, πρὸς τὸν «ἐν ὑψίστοις Θεὸν καὶ ἐπὶ γῆς» εἰρηνάρχην, γιὰ τὴν καταλλαγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρός· τοῦ ἀπένειμαν ὡς Βασιλέα τους τὴν ὀφειλόμενη ἐπευφημία καὶ ἀπεκάλυψαν τρανῶς τὸν κρυπτόμενον ἀκόμη Βασιλέα καὶ τὸν ἀνήγγειλαν στοὺς πλησιοχώρους ποιμένες ὅπως ἤρμοζε σὲ αὐτούς, ὡς «ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν». «Ὅτι ἐτέχθη», λέγει, «ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὡς ἔστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνη».

Καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ «οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους. Διέλθωμεν δὴ εἰς Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ εὗρον τὴν τε Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, καὶ ἰδόντες διεγνώρισαν» στὸν λαόν, «καὶ ὑπέστρεψαν δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον, καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς».

Γιὰ ποιὸ λόγο διαφημίζεται καὶ μεγαλύνεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ὁ κρυπτόμενος ὡς νήπιον σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη; Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ γνωστοποιηθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ἐξουσιάζει ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ τὰ ὁρατὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.

Γι’ αὐτὸ μάλιστα καὶ ὅλη ἡ κτίση, σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ νόμο, ἔμεινε ἀκίνητη ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν παράδοξο καὶ ἀπόρρητο ἐκεῖνο τοκετό, ὥστε οἱ ροὲς τῶν ποταμῶν καὶ οἱ ἀναβλύσεις τῶν πηγῶν καὶ οἱ κινήσεις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ πτήσεις τῶν πουλιῶν καὶ οἱ πορεῖες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν τετραπόδων καὶ γενικὰ ὅλη ἡ φύση καὶ ἡ κτίση, οὐράνιος καὶ ἐπίγειος «ἔστη καὶ ἐξέστη καὶ ἤργησε» καὶ γιὰ μία στιγμὴ διέκοψε τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐργασία της, μέχρι νὰ τελειώσει τὸ μυστήριο τοῦ παραδόξου καὶ ἀπορρήτου ἐκείνου τοκετοῦ, ὅπως σαφῶς μᾶς ἐμήνυσε ἡ περὶ τούτων ἱστορία.

Καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι αὐτὸ καὶ τὸ πιστεύω πρόθυμα καὶ πείθομαι, ἐπειδὴ εἶναι ἀπίθανο τὴ στιγμὴ ποὺ πραγματοποιεῖται τόσο μεγάλο ἔργο νὰ τολμᾶ καὶ κάποιο ἄλλο νὰ λαμβάνει χώρα καὶ νὰ κινεῖται ἔστω κατ’ ἐλάχιστον. Ἀλλὰ ὅλα μαζὶ ἀκινητοποιήθηκαν σὰν νὰ ἀποδεσμεύτηκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φύσεως, λογικὰ καὶ ἄλογα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, σεβόμενα ὡς δοῦλοι τὸν Δεσπότη. Διότι λέει, «ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, ὅτι τὰ σύμπαντα δούλα σά». Ἐπειδὴ λοιπὸν «τὰ σύμπαντα δούλα αὐτοῦ» καὶ ἠσθάνοντο τὸ μέγα ἔργον τοῦ Κυρίου των, τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα στάθηκε ἀπαρασάλευτο μέχρι ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἐκεῖνο τὸ θεῖο ἔργο, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ κτίση συνέχισε κανονικὰ τὴν ἐργασία της.

Ὄντως «ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα» «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν καὶ υἱὸς Θεοῦ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ καὶ συναϊδίου Πατρὸς καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον, καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Καὶ «ἄγγελος» μὲν λέγεται ἐπειδὴ φέρει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα Εὐαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδὴ καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος υἱοθεσίας ἀξιωτήρια, καὶ τῆς φύσεώς μας ἀπὸ τὴν πονηρὴ δουλεία ἁπαλλακτήρια, καὶ τοῦ θανάτου παντελῶς ἀναιρετήρια καὶ τοῦ διαβόλου ἀσυμπαθῶς φυγαδευτήρια, καὶ τῆς τυραννίδος τῶν δαιμόνων δεσμωτήρια καὶ πολυχρονίων νεκρῶν ἐξαναστήρια, καὶ μυστηρίων νέων καὶ μεγάλων παραδοτήρια· καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ὑποσχετήρια καὶ γιὰ ὅσους ἐβίωσαν καλῶς ἀθανάτου κληρονομιᾶς ἀποδοτήρια.

Σὲ αὐτὰ τὰ Εὐαγγέλια διασώζεται τὸ μυστήριο τῆς ἀμωμήτου πίστεως, ἡ σφραγὶς τοῦ τρισάγιου Θεοῦ· καὶ ἄλλων πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν καὶ μυστηρίων φρικτῶν Εὐαγγέλια ἔφερε, τῶν ὁποίων αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινε καὶ δοτήρας καὶ διδάσκαλος. Καὶ ὁπωσδήποτε εὐλόγως λέγεται καὶ «μεγάλης βουλῆς», θείας καὶ πρακτικῆς, «ἄγγελος». Τὸ δὲ «θαυμαστὸς σύμβουλος» τὸ λέγει ἐπειδὴ ἔχει τὴν ὕπαρξη «πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἐν ἀρχῇ» μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του καὶ τὸ Πνεῦμα συναΐδιον καὶ τῆς ἰδίας μὲ αὐτοὺς φύσεως. Σύμβουλός του εἶναι ἡ «μεγάλη βουλή», ὁ Πατὴρ καὶ Θεός. Τί συμβούλευσε; Εἶναι φανερὸν ὅτι νὰ κτίσει τὸν ἀόρατο καὶ ὁρώμενο κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμήματα ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ καὶ νὰ συνέχωνται τὰ πάντα, ὥστε νὰ διαμένουν τὰ σύμπαντα καὶ νὰ διασώζονται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ ἀσυμβούλως, οὔτε πάλι τοῦ λέγει προστακτικῶς νὰ κτίσει τὸν κόσμο καὶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ συμβουλευόμενος θαυμαστῶς τὸν θαυμαστὸ αὐτὸ σύμβουλο καὶ Ἀγαπητὸ Υἱό Του, λέει· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ σημαίνει Θεὸν ἐπίγειο καὶ ἀρχηγό, ὁ ὁποῖος λόγω τοῦ αὐτεξουσίου εἰκονίζει τὸν Θεὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, δηλαδὴ ἀθάνατο καί, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, ἱκανὸ νὰ ὁμοιωθεῖ διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν Θεό. Πράγματι λοιπὸν «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» τοῦ θαυμαστοῦ συμβούλου, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ἐν ὃ γέγονε», ὅπως ἔχει γραφεῖ.

Τὸ δὲ «Θεὸς ἰσχυρὸς» διακηρύσσει τρανῶς τὸ ἰσχυρό της θείας φύσεως· διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ εἰδωλικοὶ ψευδώνυμοι θεοί, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἰσχυροί. Ὥστε καὶ ἐσὺ ἀκούοντας «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη καὶ ἐδόθη ἡμῖν» νὰ μὴν ὑποπτευθεῖς ὅτι εἶναι ἁπλὸ αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἐφάμιλλο μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσεις ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι καὶ θαυμαστὸς σύμβουλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός· «καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἐστιν ὅριον», ὅπως ἤδη ἐλέχθη· διότι αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει ἀπεριόριστο καὶ ἀπέραντο πλοῦτο εἰρήνης μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα.

Τὸ δὲ «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» θέλει νὰ φανερώσει τὸ δημιουργικὸ καὶ προάναρχο τοῦπαιδιοῦ αὐτοῦ ποὺ γεννήθηκε. Ὅπως δηλαδὴ κάποιος ποὺ ἔχει γίνει πατέρας πολλῶν παιδιῶν εἶναι αἴτιος τῆς πλάσεως καὶ τῆς γεννήσεώς τους, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε εἶναι κτίστης καὶ γεννήτορας ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἄρχοντας καὶ πατέρας καὶ ἡγέτης τῶν ἑπτὰ παρερχομένων αἰώνων καὶ τοῦ ἀπέραντου ὀγδόου, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» σήμερα καὶ σπαργανώθηκε παιδικά, αὐτὸς ποὺ σπαργάνωσε παλαιὰ μὲ ὁμίχλη τὴν θάλασσα. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι ἄναρχος καὶ τέλος δὲν ἔχει.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὸ ὁποῖο συγκρατεῖ, ὡς δούλα του, τὰ σύμπαντα· γι’ αὐτὸ καὶ ὡς δούλα τὸ ὑπηρετοῦν καὶ τὸ ἐπευφημοῦν καὶ τοῦ προσφέρουν δῶρα· οἱ μάγοι καὶ ὁ ἀστέρας, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ποιμένες, τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη, ἡ Παρθένος Μητέρα ὑπερφυῶς καὶ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ὁ τεχνίτης, φαινόμενος ὡς πατέρας τοῦ τεχνουργοῦ τῶν πάντων. Λείπει ὅμως ἡ ἐπιστασία τῶν μαιῶν ἀπὸ τὸν τίμιο ἐκεῖνο καὶ παράδοξο καὶ παρθενικὸ τοκετὸ διότι ἐκεῖ ποὺ γίνεται μητέρα ἡ Παρθένος μὲ τὴν ἐπισκίαση τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, μαῖες δὲν χρειάζονται. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ ἰσότιμα μὲ αὐτὰ φανέρωναν σαφῶς τὴν θεαρχία καὶ παντοκρατορία τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο χωρὶς πατέρα αὐτὸ ποὺ ἐγεννήθη «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου» ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς μητέρα.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ φανέρωσε σήμερα τὸ προαιώνιο μυστήριο, καὶ ἔτσι περατώθηκε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διεῖδαν ἀπὸ παλαιὰ οἱ Προφῆτες· προέλεγαν δηλαδὴ ὅτι «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ» καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει» καὶ ὅτι «ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ» καὶ ὅτι «ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ» καὶ τὰ λοιπά.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὴν γέννηση τοῦ ὁποίου ἐμυήθησαν οἱ μάγοι, οἱ βασιλεῖς τῶν Περσῶν καὶ ἦλθαν μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀστέρα νὰ τὸν προσκυνήσουν, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἁγία Γραφὴ ὀνόμασε ἀπὸ παλαιὰ Σεβωείμ, λέγοντας: «ὅτι ἄνδρες ὑψηλοὶ Σεβωεὶμ διαβήσονται πρὸς σὲ καὶ προσκυνήσουσι λέγοντες ὅτι ἐν σοί ὁ Θεός ἐστι καὶ οὐκ ἐστὶ Θεὸς πλήν σου». Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνδρες ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ θεολογώντας τοῦ προσέφεραν δῶρα· χρυσὸν μὲν ἐπειδὴ εἶναι Βασιλεύς, λίβανον ἐπειδὴ εἶναι Θεὸς καὶ σμύρνα γιὰ τὸ ἄχραντον Πάθος· τὴν ἔκβαση αὐτοῦ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ὅταν μετὰ τὸ Πάθος κήδευσαν τὸ ζωηφόρο Ἐκεῖνο σῶμα μὲ ἑκατὸ λίτρες σμύρνης καὶ ἀλόης.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ εἶναι τώρα ξαπλωμένο στὴ φάτνη, αὐτὸς ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στὸ χέρι του τὴ σφαίρα τῆς γῆς καὶ συγκρατεῖ θεοπρεπῶς καὶ ἀνέτως ὅλη τὴν κτίση.

Καὶ γιὰ νὰ πῶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ πληρέστατο παραλείποντας τὰ περισσότερα, «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ἰατήριον. δαιμόνων ἀφανιστήριον, εἰδωλικῶν ξοάνων καὶ βωμῶν καταλυτήριον, θυσιῶν διαβολικῶν καὶ βέβηλων κνισσῶν ἐξαλειπτήριον, τυραννικῆς διαβόλου ἀποστασίας ἁλυσοδετήριον αἰώνιον. καὶ καθολικῆς ἀναστάσεως νεκρῶν ἀρχετήριον.

Ποιὸς εἶδε ἢ ἄκουσε ποτὲ παρόμοιο παιδὶ νὰ εἶναι ξαπλωμένο σὲ φάτνη περιτυλιγμένο μὲ σπάργανα καὶ νὰ κρατεῖ στὴν παλάμη του τὰ σύμπαντα, νὰ προσκαλεῖ στὰ ὕψη τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ τὸ διαχέει ὅπου θέλει, νὰ ἀναπαύεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως νὰ χρησιμοποιεῖ σὰν ὄχημα τὰ χερουβίμ, νὰ γαλακτοτροφῆται ἀπὸ Μητέρα παρθένο καὶ νὰ «ἐξαποστέλλη πηγάς ὑδάτων ἐν φάραγξι», νὰ περικρατῆται σὲ παρθενικὲς ἀγκάλες καὶ νὰ κρατεῖ ἀσφαλῶς τὰ σύμπαντα: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!», ὅπως ἀναφωνεῖ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. Ὢ θαύματος παραδόξου, ἀπὸ τὰ σύγχρονα καὶ τὰ παλαιὰ καινοφανεστέρου. Ὢ θείας κηδεμονίας καὶ ἄκρας συγκαταβάσεως. Πῶς ὁ ἀπεριόριστος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς περιορίστηκε ἑκούσια μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου; Πῶς ὁ κατὰ φύσιν ἀσώματος περιεβλήθη μὲ σῶμα; Πῶς φάνηκε αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ στοὺς ἀγγέλους ἀθέατος; Πῶς ὁ κτίστης τῶν ἀθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε νὰ φορέσει σάρκα; Πῶς αὐτὸς ποὺ διαθέτει τὸν ἀσύγκριτο πλοῦτο τῆς θεότητος καὶ χαρίζει τὰ πλούσια δῶρα ἔφθασε στὴν ἔσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ τὸ βουστάσιο καὶ τὴ φάτνη καὶ τὸ σπήλαιο; Πῶς ὡράθη παραδόξως ὁ ἀόρατος; Πῶς ὁ Ὕψιστος κατέβηκε; Πῶς ὁ ὑπερουράνιος ἠθέλησε νὰ ζήσει μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς χαμηλούς; Πῶς ὁ περικυκλούμενος ἀπὸ στρατιὲς λαμπρότατων ἀγγέλων ἦλθε νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς ὁ «περιβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» περιβάλλεται μὲ σπάργανα εὐτελῆ; Πῶς ὁ ὑπερκαθαρὸς κατῆλθε πρὸς ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμεθα στὸν λάκκο καὶ τὴν σαπρία τῶν ὀλέθριων παθῶν; Γιὰ ποιὸν λόγο, γιατί ἔγινε ἡ ἀσύλληπτος αὐτὴ καὶ πολλὴ συγκατάβαση; Εἶναι βεβαίως φανερὸ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἐρευνήσουν τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου· θὰ τὸ διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εἰκόνα. Ὅπως κάποιος ποὺ ἔχει πέσει σὲ λάκκο βαθύτατο καὶ βορβορώδη δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέλθει μόνος του ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται κάποιο χέρι ἀπὸ ἐπάνω νὰ τὸν ἀνασύρει, κάτι παρόμοιο ἔπαθε καὶ ἡ φύση μας· ἐπωμίστηκε δεινῶς μὲ τὴν πτώση στὸ βόθρο τῆς παραβάσεως καὶ πεσμένη στὸ λάκκο τοῦ Ἅδη εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο χέρι πανίσχυρο γιὰ νὰ τὴν ἀνασύρει. Καὶ ἐπειδὴ κανενὸς συνδούλου χέρι δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἱκανότητα, ἐκτείνεται ἀπὸ ἐπάνω, ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα «ἡ πανσθενουργὸς δεξιὰ» πρὸς τὰ κάτω, ἡ ὁποία, καὶ ὡς πατρικὴ δεξιά, ὄχι μόνο ἀνείλκυσε ἀπὸ τὸν λάκκο ἐκεῖνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἀλλὰ καὶ «τῷ πλήθει τῆς δόξης καὶ τῆς δυνάμεως αὐτῆς συνέτριψε τοὺς ὑπεναντίους», ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ λαμβάνοντας ὑπεφυῶς τὴ φύση μας, ἡ ὁποία εἶχε ριφθεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁδήγησε ὑψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀφοῦ τὴν κάθισε στὸ θρόνο ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς τὴν ἀξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καὶ προσκαλώντας ἐμᾶς ἐκεῖ ἔλεγε «εἰ τὶς ἐμοὶ διακονεῖ, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται». Ὁμοίως καὶ ὁ μακάριος Παῦλος συνιστᾶ: «Τὰ ἄνω ζητεῖν, τὰ ἄνω φρονεῖν, ἔνθα κάθηται Χριστὸς ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός».

Πηγή: www.imaik.gr

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ ΜΙΑ ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΚΑΙ ΑΦΟΒΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Άγγελου Ασημινάκη, Θεολόγου

Οἱ ἐν πειρασμοῖς, καὶ θλίψεσιν ὑπάρχοντες, πρὸς τὸν σὸν ναόν, προστρέχοντες λαμβάνουσι, τὰ σεπτὰ δωρήματα, τῆς ἔν σοὶ ἐνοικούσης θείας χάριτος Ἀναστασία· σὺ γὰρ ἀεί, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Σήμερα 22 Δεκεμβρίου εορτάζουμε τη μνήμη της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας.

Η εκπάγλου καλλονής Αναστασία ζούσε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού και καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη στο τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνος. Η Αγία διακρινόταν για την μόρφωση, το άμεμπτο ήθος, την καρτερικότητα και τη σωφροσύνη της.  Ο πατέρας της Πραιτεξτάτος ήταν ειδωλολάτρης. Την χριστιανική πίστη διδάχτηκε από την κατά σάρκα μητέρα της Φαύστα και τον διδάσκαλό της Άγιο Χρυσόγονο. Η Αγία Αναστασία, κατηχήθηκε στο λόγο του Χριστού και έλαβε το Θείο Βάπτισμα.

Παρά τη θέλησή της παντρεύτηκε τον Ποπλίωνα, άντρα άσωτο και ασεβή, αξιωματούχο του αυτοκράτορος Διοκλητιανού, προς τον οποίο όμως σαρκική συνάφεια απέφευγε, όπως γράφει το συναξάριο. Όταν έμαθε ο Ποπλίωνας την δράση της συζύγου του εξοργίστηκε. Αρχικά προσπάθησε να την μεταπείσει με συμβουλές. Όμως, η Αγία παρέμενε ακλόνητη στην πίστη της ακόμα και όταν την κακοποίησε. Αυτή η επιμονή της, εξόργισε τον Ποπλίωνα και την κατέδωσε στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος διέταξε την φυλάκισή της. Επειδή εξακολουθούσε να υμνολογεί τον Κύριο, ο Διοκλητιανός διέταξε τον βασανισμό της.

Μετά τον θάνατο του συζύγου της από πνιγμό σε ναυάγιο, περιερχόταν κρυφά τα σπίτια των φτωχών και τους παρείχε οικονομική ενίσχυση. Σύχναζε στις φυλακές, όπου κρατούνταν χριστιανοί και τους πρόσφερε τα απαραίτητα εφόδια. Φρόντιζε τις πληγές τους, τους ελευθέρωνε από τα δεσμά τους.

Ιδιαίτερη φροντίδα έδειχνε η Αναστασία στην ενίσχυση του φρονήματος των μελλοντικών μαρτύρων της πίστεως και στην περισυλλογή και ταφή των λειψάνων τους. Καταγγέλθηκε γι’ αυτό στον ηγεμόνα και έπειτα δέθηκε σέ πασσάλους και δεμένη όπως ήταν, παραδόθηκε στη φωτιά. Το λείψανο της Αγίας το πήρε μία αρχόντισσα γυναίκα η Απολλωνία, αφού χρησιμοποίησε τη γνωριμία της με τη σύζυγο του έπαρχου. Ενταφίασε το σώμα στον κήπο της, όπου αργότερα έκτισε και Ναό προς τιμήν της.

Δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν ο ακριβής τόπος του μαρτυρίου και του ενταφιασμού της δεν γνωρίζουμε. Το μαρτύριό της έγινε 303 ή 304 μ.Χ. κατά το Διωγμό του Διοκλητιανού, κατά πολλούς στη Θεσσαλονίκη, κατά άλλους στο Σίρμιο, ενώ υπάρχουν και μερικοί πού πιστεύουν ότι μαρτύρησε στη Ρώμη.

Οι Συναξαριστές δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα πάμπολλα και σπουδαία θαύματά της. Το επίθετο «Φαρμακολύτρια» που δόθηκε στην Αγία έχει δύο έννοιες. Κατά την πρώτη έννοια, ἡ Αγία ονομάζεται έτσι, διότι όπως γράφει ὁ Τρύφων Εὐαγγελίδης στο βιβλίο του Βίοι ῾Αγίων «εἶχεν ἄνωθεν παρά Θεοῦ τήν δύναμιν νά λύῃ καί καταστρέφῃ τῶν φαρμάκων καί τῶν δηλητηρίων τά κακά ἀποτελέσματα καί τάς ἐνεργείας» διότι παρέχει ἡ ίδια αφθόνως φάρμακα, «ἐκλύει» φάρμακα για την θεραπεία των σωματικών και ψυχικών ασθενειών.

Κατά την δεύτερη η Αγία ονομάζεται «Φαρμακολύτρια», διότι ανάμεσα στις πολλές άλλες ιάσεις και θεραπείες πού επιτελεί έλαβε από τον Θεό τη Χάρη και τη δύναμη να γλυτώνει όσους έπεσαν στα δίχτυα των μάγων και των μαγισσών. Λύνει τίς φαρμακείες, δηλαδή τα μάγια, και γι' αυτό ονομάζεται Φαρμακολύτρια.

Στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος A' τα λείψανά της μετακομίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στη Ρώμη αφιερώθηκε στη μνήμη της Ιερός Ναός ήδη από τον 4ο αιώνα.

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ: ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ, ΕΛΠΙΔΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΩΣ

"Κλίμαξ"

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ

Περί αγάπης, ελπίδος και πίστεως

(Διά τόν σύνδεσμον τής εναρέτου τριάδος τών αρετών, τής αγάπης, τής ελπίδος καί τής πίστεως)

1.Νυνί δε λοιπόν - ύστερα από όλα τα προηγούμενα - μένει τα τρία ταύτα – τά οποία σφίγγουν και διατηρούν τον σύνδεσμο όλων – πίστις, ελπίς, αγάπη∙ μείζων δε πάντων η αγάπη» (πρβλ. Α΄ Κορ. ιγ΄ 13), διότι και ο Θεός αγάπη ονομάζεται (πρβλ. Α΄ Ιωάν. δ΄ 16). Εγώ όμως την μία την βλέπω σαν ακτίνα, την άλλη σαν φως και την Τρίτη σαν ηλιακό δίσκο, και όλες μαζί σαν ένα φωτεινό απαύγασμα και μία και την αυτήν λαμπρότητα. Η μία, η πίστις, δύναται να επιτελέση τα πάντα. Η άλλη, η ελπίς, περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα. Και η Τρίτη, η αγάπη, δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της ούτε σταματά από το τρέξιμό της ούτε επιτρέπει σ΄ αυτόν που επλήγωσε με τα βέλη της να ηρεμήση από την «μακαρίαν μανίαν» που του επροξένησε.

2. Αυτός που θέλει να ομιλή για την αγάπη είναι σαν να επιχειρή να ομιλή για τον ίδιο τον Θεόν. Η ανάπτυξις όμως ομιλίας περί Θεού είναι πράγμα επισφαλές και επικίνδυνο σε όσους δεν προσέχουν. Για την αγάπη γνωρίζουν να ομιλούν οι Άγγελοι, αλλά και αυτοί ανάλογα με τον βαθμό της θείας ελλάμψεώς τους. Αγάπη είναι ο Θεός, και όποιος προσπαθεί να δώση ορισμό του Θεού ομοιάζει με τυφλό που μετρά στην άβυσσο τους κόκκους της άμμου.



3. Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, μέθη της ψυχής. Ως προς δε τις ιδιότητές της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.

4. Η αγάπη κυρίως είναι η απόρριψις κάθε εχθρικής και αντιθέτου σκέψεως, εφ΄ όσον «η αγάπη ού λογίζεται το κακόν» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Η αγάπη και η απάθεια και η υιοθεσία μόνο στην ονομασία διαφέρουν. Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στην φωτιά και στην φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει και σ΄ αυτές. Όσο ποσόν αγάπης λείπει, τόσο ποσόν φόβου υπάρχει. Διότι όποιος δεν έχει φόβο ή είναι γεμάτος από αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά.

5. Δεν είναι απρεπές εάν από τα ανθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα για τον πόθο και τον φόβο και την επιμέλεια και τον ζήλο και την δουλεία και τον έρωτα του Θεού.

Μακάριος εκείνος πού απέκτησε τέτοιο πόθο προς τον Θεόν, ωσάν αυτόν πού έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του.

Μακάριος εκείνος πού εφοβήθηκε τον Κύριον, όσο οι υπόδικοι τον δικαστή.

Μακάριος εκείνος πού έδειξε τόση επιμέλεια και φροντίδα στα πνευματικά, όσο οι ευγνώμονες δούλοι στον κύριό τους.

Μακάριος εκείνος πού έδειξε τόση ζηλοτυπία για τις αρετές, όση οι σύζυγοι πού προσέχουν ζηλότυπα τις γυναίκες τους.

Μακάριος εκείνος πού την ώρα της προσευχής ίσταται εμπρός στον Κύριον όπως οι υπηρέτες εμπρός στον βασιλέα.

Μακάριος εκείνος που προσπαθεί συνεχώς να περιποιήται και να αναπαύη τον Κύριον όπως έτυχε να περιποιηθή και να αναπαύση (σεβαστούς) ανθρώπους.

Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέφος που θηλάζει, όσο ο υιός της αγάπης στον Κύριον.

6. Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στον νού του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε και στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάση, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του. Έτσι συμβαίνει στον σωματικό έρωτα. Έτσι συμβαίνει και σ΄ αυτούς πού αν και έχουν σώμα είναι ασώματοι (και ασκούν τον πνευματικό έρωτα).

7. Κάποιος που εκτυπήθηκε από αυτό το βέλος έλεγε για τον εαυτό του - πράγμα πού με κάνει να θαυμάζω - : «Εγώ καθεύδω» από την ανάγκη της φύσεως, «η δε καρδία μου αγρυπνεί» από το πλήθος του έρωτος (πρβλ. Άσμα ε΄ 2).

8. Πρέπει να σημειώσης και τούτο, ως αφωσιωμένε φίλε, ότι αφού η ψυχή σαν άλλη έλαφος εξοντώση τα δηλητηριώδη ερπετά των παθών, τότε «επιποθεί και εκλείπει προς Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 3), διότι πληγώνεται σαν με δηλητήριο από το πύρ της αγάπης [1].

9. Εκείνο που προξενεί η πείνα είναι κάτι πού δεν φαίνεται και δεν εκδηλώνεται. Εκείνο όμως πού προξενεί η δίψα είναι κάτι το έντονο και φανερό πού κάνει έκδηλο σε όλους τον εσωτερικό φλογισμό. Γι΄αυτό και εκείνος πού επόθει τον Θεόν έλεγε: «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα» (Ψαλμ. μα΄ 3).

10. Εάν το πρόσωπο πού αγαπούμε γνήσια, μας μεταβάλλη εξ ολοκλήρου με την παρουσία του και μας κάνη φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενή άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;

11. Ο φόβος, όταν εισχωρήση πραγματικά σε μία ψυχή, λυώνει και κατατρώγει τα ρυπαρά πάθη της σαρκός. «Καθήλωσον έκ του φόβου σου τάς σάρκας μου», λέγει σχετικά ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. ριη΄ 120). Ενώ η οσία αγάπη, άλλους συνηθίζει να τους κατατρώγη, όπως είπε ο σοφός: «Εκαρδίωσας ημάς, εκαρδίωσας»∙ δηλαδή «μας επλήγωσες στην καρδιά» (Άσμα δ΄ 9). Άλλους τους κάνει ωρισμένες φορές να αγάλλωνται και να λάμπουν από χαρά, όπως πάλι αναφέρεται στην Γραφή: «Επ΄ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ΄ 7). Και∙ «Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρμ. ιε΄ 13).

Όταν λοιπόν ολόκληρος ο άνθρωπος συγχωνευθή κάπως με την αγάπη του Θεού, τότε και εξωτερικά στο σώμα του σαν σε καθρέπτη δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο εδοξάσθη και εκείνος ο θεόπτης, ο Μωϋσής. Όσοι κατέκτησαν την ισάγγελη αυτή βαθμίδα, ξεχνούν πολλές φορές την σωματική τροφή. Και νομίζω ότι δεν την επιθυμούν και τόσο συχνά, πράγμα όχι απίστευτο, αφού συμβαίνει και ο μη κατά Θεόν πόθος να κόβη πολλές φορές την επιθυμία του φαγητού.

Αυτών πού έφθασαν πλέον σε τέτοια αφθαρσία νομίζω ότι και το σώμα τους δεν θα ασθενή τόσο εύκολα. Διότι κατά κάποιον τρόπο εξαγνίσθηκε πλέον και αφθαρτοποιήθηκε. Η φλόγα δηλαδή της αγνότητος έσβησε την φλόγα των σαρκικών παθών και ασθενειών. Νομίζω ακόμη ότι και το φαγητό πού τρώγουν δεν τους προξενεί καμμία ευχαρίστησι. Διότι όπως οι υπόγειες φλέβες του νερού ποτίζουν μυστικά τις ρίζες των φυτών, έτσι και τις ψυχές αυτών των ανθρώπων τις τρέφει μυστικά το ουράνιο πύρ.

12. Η αύξησις του φόβου είναι αρχή της αγάπης. Και το τέλος της αγνείας είναι προϋπόθεσις της θεολογίας. Εκείνος που ένωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεόν, μυσταγωγείται στην θεολογία από τον ίδιο τον Θεόν. Εάν όμως οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή κανείς [2].

13. Ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού Πατρός, σε εκείνον πού θα κατοικήση, θα χαρίση τελεία αγνότητα και καθαρότητα, νεκρώνοντας τον θάνατο, (δηλαδή τα πάθη πού νεκρώνουν την ψυχή). Μετά από την νέκρωσι αυτή, ο μαθητής του Χριστού φωτίζεται και γίνεται γνώστης της θεολογίας. (Ο αγνός γνωρίζει τον Αγνόν), εφ΄ όσον «ο Λόγος Κυρίου, δηλαδή ο Υιός του Κυρίου και Θεού, αγνός (εστί) διαμένων είς αιώνα αιώνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια΄ 7, ιη΄ 10). Και όποιος δεν εγνώρισε κατ΄ αυτόν τον τρόπο τον Θεόν, ομιλεί περί Θεού «στοχαστικώς».

14. Η αγνεία ανέδειξε θεολόγο τον μαθητή [3], ο οποίος με την αγνεία του αυτή αξιώθηκε να κηρύξη και να στερεώση τα δόγματα της Αγίας Τριάδος.

15. Εκείνος που αγαπά τον Κύριον, έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι απόδειξις του πρώτου. Εκείνος που αγαπά τον πλησίον του, ποτέ δεν θα ανεχθή ανθρώπους πού καταλαλούν. Θα φύγη δε μακρυά από αυτούς σαν από φωτιά. Εκείνος πού λέγει ότι αγαπά τον Κύριον και συγχρόνως οργίζεται κατά του αδελφού του, ομοιάζει με εκείνον πού τρέχει στον ύπνο του!

16. Η δύναμις της αγάπης είναι η ελπίς, διότι με αυτήν περιμένομε τον μισθό της αγάπης. Η ελπίς είναι «αδήλου πλούτου πλούτος», (δηλαδή πλούτος ενός πλούτου πού δεν φαίνεται). Η ελπίς είναι ασφαλής απόκτησις θησαυρού πρίν από την απόκτησί του. Αυτή είναι ανάπαυσις και ανακούφισις από τους κόπους. Αυτή είναι η θύρα της αγάπης. Αυτή φονεύει την απόγνωσι. Αυτή εικονίζει εμπρός μας τα πράγματα που ευρίσκονται μακρυά. Έλλειψις της ελπίδος σημαίνει αφανισμός της αγάπης. Σ΄ αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σ΄ αυτήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού.

17. Ο εύελπις μοναχός είναι σφάκτης της ακηδίας, την οποία κατανικά με την μάχαιρα της ελπίδος. Η ελπίς γεννάται από την γεύσι και την εμπειρία των δώρων του Κυρίου. Διότι αυτός πού δεν τα εγεύθηκε, έχει δισταγμούς. Την ελπίδα την εξαφανίζει ο θυμός, διότι όπως λέγει η Γραφή, «η ελπίς ού καταισχύνει» (Ρωμ. ε΄ 5), ενώ «ανήρ θυμώδης ούκ ευσχήμων» (Παρμ. ια΄ 25).

18. Η αγάπη χορηγεί την χάρι της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμι της θαυματουργίας, η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας ελλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του θεϊκού πυρός – όσο περισσότερο πύρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει εκείνον που διψά. Η αγάπη είναι η στάσις και η εδραίωσις των Αγγέλων, η πρόοδος εις τους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.

«Ανάγγειλέ μας, ώ σύ η ωραία ανάμεσα στις αρετές, πού βόσκεις τα πρόβατά σου; Πού κατασκηνώνεις το μεσημέρι;» (πρβλ. Άσμα α΄ 7). «Φώτισον ημάς, πότισον ημάς, οδήγησον ημάς, χειραγώγησον ημάς». Επιθυμούμε πια να ανεβούμε κοντά σου. Διότι εσύ κυριαρχείς σε όλα. Τώρα μου επλήγωσες την καρδία και δεν μπορώ να ανθέξω στην φλόγα σου. Γι΄αυτό θα σε υμνήσω και θα προχωρήσω: Εσύ κυριαρχείς επάνω στην δύναμι της θαλάσσης, εσύ καταπραΰνεις και νεκρώνεις την ταραχή των κυμάτων της. Εσύ ταπεινώνεις και καταρρίπτεις ως τραυματία τον υπερήφανο λογισμό. Με τον ισχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τους εχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 10-11) και αναδεικνύεις ανικήτους τους ιδικούς σου εραστάς.

» Και βιάζομαι να μάθω πώς σε είδε ο Ιακώβ επάνω στην κορυφή της κλίμακος. Ερωτώ να μάθω γι΄αυτήν την ανάβασι. Πές μου, πώς ήταν ο τρόπος και η σύνθεσις στην διάταξι των βαθμίδων; Των βαθμίδων της αναβάσεως εκείνης, την οποία έβαλε στον νου και στην καρδία του να επιχειρήση ο εραστής σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄ 6). Διψώ ακόμη να μάθω, ποιος ήταν ο αριθμός των βαθμίδων, και πόσος χρόνος εχρειαζόταν για την ανάβασι. Διότι τους μέν χειραγωγούς της αναβάσεως, (τους Αγγέλους δηλαδή), τους ανήγγειλε αυτός που σε είδε και επάλαιψε μαζί σου [4], αλλά για τίποτε άλλο δεν θέλησε ή μάλλον δεν κατώρθωσε να μας διαφωτίση».

Εκείνη δε -αν και θεωρώ καλύτερο να ειπώ Εκείνος [5]- η βασίλισσα, σαν να έσκυψε από τον ουρανό, έλεγε στα αυτιά της ψυχής μου:

«Εάν, ώ εραστά, δεν λυθής από την παχύτητα του σώματος, δεν θα μπορέσης να γνωρίσης το κάλλος του προσώπου μου. Η κλίμαξ ας σε διδάσκη την πνευματική σύνθεσι των επί μέρους αρετών. Στην κορυφή δε αυτής της κλίμακος είμαι στηριγμένη εγώ, καθώς το είπε ο μεγάλος μύστης μου, (ο Απόστολος Παύλος): «Νυνί δε μένει τά τρία ταύτα∙ πίστις, ελπίς, αγάπη∙ μείζων δε πάντων η αγάπη» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13).

Ιερά Μονή Παρακλήτου

[1] Για την κατανόησι της φράσεως αυτής πρέπει να σημειωθή, ότι σύμφωνα με μία λανθασμένη αντίληψι των αρχαίων (βλέπε σχόλιο 1, λόγου ΚΕ΄) η έλαφος κατατρώγει τους όφεις, το δε δηλητήριό τους μέσα στον οργανισμό της δημιουργεί φλόγωσι και αφόρητη δίψα, ώστε να επιποθή «επί τάς πηγάς των υδάτων». Εδώ χαρακτηρίζεται ως έλαφος η ψυχή που ανέβηκε στις βαθμίδες της ταπεινοφροσύνης και της απαθείας και προχωρεί τώρα γεμάτη δίψα και θείο πόθο προς την κορυφή της αγάπης.

[2] Εάν δηλαδή ο άνθρωπος δεν καταστή ηγιασμένο δοχείο της Χάριτος, δεν μπορεί να γίνη θεολόγος. «Πάσα προσπάθεια του ανθρώπου - παρατηρεί σύγχρονος θεολόγος – όπως γίνη μέτοχος της θεολογίας αυτοδυνάμως, έν τη αυταρκεία της εκπεσούσης αυτού φύσεως και των διεσπασμένων και φύσει άλλωστε περιωρισμένων αυτού δυνατοτήτων είναι ανέφικτος… [Και αντί θεολογίας έχομεν τότε] τον περί Θεού θνητόν ανθρώπινον λόγον, εντός του οποίου κυοφορείται εν πολλοίς το σκάνδαλον μιας αμαρτανούσης θεολογίας, η οποία αντί της ζωής είναι φορεύς του θανάτου» (Κ. Μουρατίδης, «Κοινωνία» ΙΖ΄ 2, σελ. 59).

[3] Εννοεί τον άγιο Ιωάννη τον ευαγγελιστή.

[4] Πρόκειται για τον πατριάρχη Ιακώβ. Το περιστατικό της πάλης του με τον Θεόν περιγράφεται στην Γένεσι, (λβ΄ 24-31).

[5] «Εκείνος», δηλαδή ο Θεός, εφ΄ όσον «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 16).

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ "ΜΕ ΠΑΡΡΗΣΙΑ"

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΤΕΤΡΩΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΑΓΑΠΗ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ

“Ο τετρωμένος αγάπη τη τελεία, ότε ο πρηστήριος έρως ανέφλεγε σου την ψυχήν ιερώτατε προς τον Δεσπότην σε κατεπείγων Πάτερ πορεύεσθαι, τότε τον αοίδιμον λόγον εβόησας: Σίτος υπάρχω του Κτίσαντος και δι᾽ οδόντων δεί με θηρίων πάντως αλήθεσθαι, ίνα τω Λόγω καθαρώτατος άρτος φανώ τω Θεώ ημών. Ον ικέτευε σώσαι και φωτίσαι τας ψυχάς ημών” (από τα Στιχηρά του Εσπερινού της εορτής του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, την 20η Δεκεμβρίου).

“Εσύ που πληγώθηκες στην καρδιά από την τέλεια αγάπη, όταν ο έρωτας που κατακαίει τα πάντα έκανε την ψυχή σου να φλέγεται, ιερώτατε πάτερ, για να πορευτείς προς τον Δεσπότη Χριστό κατεπειγόντως (γρήγορα -γρήγορα), τότε φώναξες τον λόγο που έμεινε στην ιστορία: υπάρχω ως σιτάρι του Δημιουργού μου και πρέπει να αλεσθώ από τα δόντια των θηρίων με κάθε τρόπο, για να φανώ καθαρότατος άρτος του Λόγου και Θεού μου φανώ. Αυτόν ικέτευε να σώσει και να φωτίσει τις ψυχές μας”.

Η αγάπη είναι το όνειρο κάθε ανθρώπου. Να ερωτευτεί, να αισθανθεί ότι βρήκε το άλλο του μισό, να χαρεί με σώμα και ψυχή την κοινωνία του με τον άλλον, να κάνει παιδιά, ώστε να συμπληρώσει την ευτυχία του και την ίδια στιγμή να αγαπηθεί από τους άλλους και όχι μόνο από τον/την συγκεκριμένο/η, ακριβώς διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνος του, αλλά θέλει τον άλλο για να γεννηθεί ως πρόσωπο πλήρες. Γι’ αυτό και ο πολιτισμός κάθε εποχής είναι γεμάτος από έργα και κατορθώματα αγάπης, είτε προς τον Θεό, είτε προς τον εαυτό του ανθρώπου, είτε προς τον πλησίον και τον κόσμο.

Υπάρχει αγάπη υγιής και αγάπη αρρωστημένη; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Μάλλον υπάρχει αγάπη πλήρης και αγάπη ατελής, αγάπη που δημιουργεί και αγάπη που καταστρέφει, αγάπη δυναμική και αγάπη παθητική, ανάλογα με την προσωπικότητα του ανθρώπου. Η αγάπη όμως είναι δώρο του Θεού σε όλη την ανθρωπότητα. Είναι στοιχείο του “κατ’ εικόνα Θεού” με το οποίο προικιστήκαμε από την αρχή της ύπαρξής μας και το οποίο μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, καθώς η φύση μας παραμένει αναλλοίωτη ως προς το διφυές, σώμα και ψυχή, όπως επίσης και το γεγονός ότι γινόμαστε συνδημιουργοί του Θεού μεταδίδοντας κι εμείς, ακολουθώντας την θεοποιό ενέργειά Του, και τα χαρίσματα που μπορούν να οδηγήσουν στο καθ΄ ομοίωσιν. Γιατί ο σκοπός της αγάπης δεν είναι μόνο να την έχουμε ως βάση για την πορεία μας, αλλά και για να πορευτούμε στην κοινωνία με τον Θεό, την αγιότητα, την κατά χάριν αθανασία. Τότε η αγάπη τελειούται, όταν ο άνθρωπος συναντά τον Θεό και ζει την χαρά της αιωνιότητας ως χαρά προσωπική και ατελείωτη, υπερβαίνουσα τον χρόνο, την φθορά, την αμαρτία, την απόρριψη, κάθε μορφής κακό. Ακόμη και κάθε ελλιπής μορφή της όμως, όπως την βιώνουμε οι άνθρωποι στην ζωή μας σε σύμφυρση με τον εγωκεντρισμό μας, τον πειρασμό να κάνουμε τους εαυτούς μας θεούς, εξουσιαστές, δικαιωματάρηδες και θεληματάρηδες, είναι σημάδι ότι το δώρο του Θεού υπάρχει. Εξαρτάται όμως από την δική μας ελεύθερη βούληση πώς θα το αποδεχτούμε και θα το χρησιμοποιήσουμε, πώς θα εργαστούμε σ’ αυτό ή πώς θα το αφήσουμε να νικηθεί από το “εγώ” μας. Και επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούμε να καταφέρουμε τελικά έναν τέτοιο σκοπό μόνοι μας, ενανθρωπίζει ο Υιός και Λόγος του Θεού, για να μας επισκεφτεί, για να μας καλέσει στην οδό αυτής της αγάπης, να μας πληγώσει με την δική Του παρουσία και αγάπη, να μας κάνει να αποκτήσουμε φλόγα έρωτος και να μας δείξει ότι είναι κατορθωτός αυτός ο τρόπο εάν πούμε ΝΑΙ στην κλήση του! 

Αυτή την αγάπη αγωνίζονται να την ζήσουν στην τελειότητά της οι άγιοι του Θεού, όπως ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, την μνήμη του οποίου η Εκκλησία μας εορτάζει την 20ή Δεκεμβρίου κάθε έτους. Από την παιδική του ηλικία γνώρισε τον Χριστό, καθώς η παράδοση αναφέρει ότι ήταν εκείνο το μικρό παιδί που κράτησε ο Χριστός στην αγκαλιά Του και προέτρεψε τους ακροατές Του να γίνουν σαν τα παιδιά για να τύχουν της βασιλείας των ουρανών. Και όλη η ζωή του Αγίου υπήρξε μία αφιέρωση, μία ανταπόκριση στην κλήση του Θεού να γίνει μάρτυρας αυτής της αγάπης. Ιδίως το τέλος της ζωής του, όταν εθελοντικά παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα Τραϊανό που βρισκόταν στην πόλη της Αντιόχειας, εκεί όπου ο άγιος Ιγνάτιος ήταν ο επίσκοπος, και ομολόγησε τον Χριστό, καταδικάστηκε σε θάνατο στα θηρία της Ρώμης, ξεκίνησε μία μεγάλη πορεία για να φτάσει εκεί φρουρούμενος, απέρριψε κάθε προσφορά των άλλων χριστιανών να εξαγοράσουν την σωτηρία του από τον θάνατο, καθώς ήταν μεγάλος στην ηλικία, και αξιώθηκε του μαρτυρίου να καταβροχθιστεί πλην της καρδιάς του από τα λιοντάρια, είναι μαρτυρία ότι η αγάπη για τον Χριστό νικά κάθε φόβο, ακόμη και αυτόν της εξουσίας και του θανάτου (“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, τόμος τέταρτος Δεκέμβριος, εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ).

Η αγάπη από τον άγιο Ιγνάτιο παρομοιάζεται με το να γίνει ο άνθρωπος ζωντανός άρτος ώστε να προσφερθεί στον Χριστό και τον συνάνθρωπο. Να ακολουθήσει την πορεία “σίτος- αλεύρι-άρτος”. Η αγάπη ως δώρο του Θεού είναι το σιτάρι, η βάση για να γίνει η τροφή του ανθρώπου που θα του δώσει δύναμη και ζωή. Όμως αν μείνει ανενεργή, αν μείνει μόνο ως ο καρπός και δεν αλεστεί στον μύλο της θυσίας, του πνευματικού κόπου, του μαρτυρίου της απόρριψης από τον κόσμο δεν θα μπορέσει να γίνει ο άρτος που θα θρέψει τους πάντες. Η αγάπη βρίσκει το αληθινό της νόημα εάν γίνει η τροφή των ανθρώπων. Και η αγάπη βιώνεται από τα πρόσωπα. Ο κάθε χριστιανός καλείται ως σίτος Χριστού να μπει στις μυλόπετρες της ζωής, να παλέψει, να προσφερθεί ως θυσία  χωρίς να νοιάζεται για το πρόσκαιρο της ομορφιάς που ο σίτος έχει, αλλά να στοχεύει στο πλάσιμό του από τον Χριστό και την Εκκλησία ώστε να υπερβεί διά της πίστεως ακόμη και τον θάνατο! Να γίνουμε ένα με τον Χριστό για να υπερβούμε τους εαυτούς μας και τον θάνατο. Να γίνουμε κατά πάντα και διά πάντα αγάπη!

Σημείο της τέλειας αγάπης είναι η θεία Ευχαριστία! Εκεί γευόμαστε το σώμα και το αίμα του Χριστού ως άρτο ζωής αιωνίου, ως άφεση αμαρτιών, ως τον τρόπο της αφθαρσίας. Η αγάπη νικά τον θάνατο! Η αγάπη είναι η ζωή! Και αυτή η αγάπη μας δείχνει τον τρόπο κάθε έκφρασης αγάπης στην ζωή μας! Μόνο που απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε να βιώσουμε την αγάπη προς τον άλλον είναι να αγαπάμε τον Θεό! Να βιώνουμε στην Εκκλησία διά της ευχαριστίας, της προσευχής, της άσκησης ως παραίτησης από τα δικαιώματα και το θέλημά μας, την αγάπη για τον ενανθρωπήσαντα Λόγο και, ταυτόχρονα, να ανοίγουμε την καρδιά μας παλεύοντας με το δίκιο και το συμφέρον να γίνουμε αγάπη και για τους άλλους!

Πρόσκληση προς την τελειότητα είναι το παράδειγμα των Αγίων μας! Σε έναν κόσμο που βλέπει την αγάπη στην σχέση δύο, στην ιδιωτική ζωή, στην πρόσκληση για επιβίωση, η πίστη την θεωρεί ως κοινωνία, προσφορά, άνοιγμα της ύπαρξης με την βοήθεια των Αγίων και της Εκκλησίας! Δι’ αυτού του τρόπου ας ετοιμαστούμε κι ας ζήσουμε τις μεγάλες εορτές της πίστης μας που μπορούν να γίνουν ζωή μας!

Πηγή: www.themistoklismourtzanos.blogspot.com

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΘΥΣΙΑ ΨΟΦΙΜΙΟΥ. ΦΕΡΕ ΤΟΥ ΘΥΣΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ!

Όσοι είναι γονείς προφασίζονται ότι φυλάνε τα πλούτη για τα παιδιά τους. Όμως οι άτεκνοι; Ποια αιτία προβάλλουν για την τσιγκουνιά τους;

Λένε συνήθως: Θα απολαύσω τα αγαθά μου σε όλη μου τη ζωή και μετά τον θάνατό μου θα τα αφήσω στους φτωχούς με έγγραφη διαθήκη.

Όταν, λοιπόν, πάψεις να είσαι άνθρωπος, τότε θα γίνεις φιλάνθρωπος· όταν θα σε δω στο νεκρικό κρεββάτι, τότε θα σε ονομάσω φιλάδελφο!

Πραγματικά, σε ευγνωμονούμε για τη φιλοτιμία σου, που όταν θα βρίσκεσαι στο μνήμα και θα λειώνεις μέσα στη γη θα έχεις γίνει ανοιχτοχέρης και μεγαλόψυχος!

Γιατί εξαπατάς τον εαυτό σου διαθέτοντας σήμερα τον πλούτο σου σε απολαύσεις και δίνοντας υποσχέσεις για αργότερα, ότι θα προσφέρεις όσα δεν θα σου ανήκουν πια;

Πονηρή η σκέψη! Όσο ζω, θα απολαμβάνω ηδονικά τα αγαθά μου. Κι όταν πεθάνω, τότε θα πραγματοποιήσω τις εντολές…

Όσο ζούσες, προτιμούσες την ικανοποίηση του εαυτούλη σου, παρά την υπακοή στην εντολή.

Μετά τον θάνατο και τη διάλυση του κορμιού σου, τότε προτίμησες την εφαρμογή της εντολής, αλλά, δυστυχώς, από φόβο, μήπως περάσει ο πλούτος σου στους εχθρούς σου.

Γιατί λένε: “Να τα πάρει ο Θεός”, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να μην τα κληρονομήσει ο τάδε εχθρός!

Πώς να ονομάσουμε τη στάση αυτή; Άμυνα εναντίον των εχθρών, η αγάπη για τον συνάνθρωπο;

Για διάβασε τη διαθήκη σου. Γράφεις: “Θα ήθελα να ζήσω ακόμη και να απολαμβάνω τα αγαθά μου”. Άρα, αν οφείλεται ευγνωμοσύνη, είναι στον θάνατο κι όχι σε σένα. Γιατί αν ήσουν αθάνατος, τότε δεν θα θυμόσουν ποτέ τις εντολές.

«Μην πλανάσθε, ο Θεός δεν κοροϊδεύεται» (Γαλ. 6,7). Δεν δέχεται ο Θεός θυσία ψοφιμιού. Φέρε του θυσία ζωντανή.

Δεν δέχεται ο Θεός την προσφορά του περισσεύματος, γιατί προσφέρεις στον ευεργέτη Θεό όσα σου περίσσεψαν από τη χρήση της ζωής σου.

Αν δεν αποτολμάς να δεξιωθείς τους ισχυρούς της γης με τα υπόλοιπα ενός προηγουμένου γεύματος, πώς έχεις την τόλμη να εξιλεώσεις τον Θεό με τα αποφόρετα της ζωής σου;

Δείτε σεις οι πλούσιοι τι κατάληξη έχει η φιλοχρηματία και σταματήστε να είσαστε προσηλωμένοι με πάθος στα χρήματα.

Απόσπασμα από τον λόγο του Μ. Βασιλείου, “Προς τους πλουτούντας” 8 και 9 /ΒΕΠ 54,74, 39-41, 75, 8-11, 75, 46-76,15.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΩΣ ΑΛΛΟΣ ΜΩΥΣΗΣ ΔΙΕΧΩΡΗΣΕ ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΕ!


(Διασκευή, επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ο άγιος Διονύσιος ο εκ Ζακύνθου, Επίσκοπος Αιγίνης, είχε έναν Διάκο που τον έλεγαν Δανιήλ τον οποίο είχε αναθρέψει από μικρό παιδί και ο ίδιος τον είχε χειροτονήσει. Τον Διάκονο αυτό που καταγόταν από τα Τρίκαλα της Πελοποννήσου, τον είχε πάντα στην συνοδεία του, ως έμπιστό του.

Κάποτε που άγιος ήθελε να πάει στην χώρα, δηλαδή στην πρωτεύουσα του νησιού, για κάποια υπόθεσή του είπε στον Διάκο του:
– Γαβριήλ να πάμε στην χώρα;

Εκείνος του αποκρίθηκε:
– Δέσποτά μου, ο καιρός είναι για βροχή…

Και ο άγιος του είπε:
– Ας ξεκινήσουμε προς δόξα Θεού και μη βάζεις εμπόδια.

Έτσι, λίγο μετά που βγήκαν από το μοναστήρι άρχισε να βρέχει και τότε λέει ο Διάκος στον άγιο:
– Δέσποτά μου, δεν το είπα εγώ ότι θα βρέξει; Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω, διότι η βροχή όσο πάει τόσο και δυναμώνει.

Ο άγιος Διονύσιος ο οποίος ήταν πράγματι άνθρωπος του Θεού του είπε:
– Ας προχωρήσουμε και δεν θα πάθουμε τίποτε.

Όσο, λοιπόν, προχωρούσαν τόσο περισσότερο η βροχή δυνάμωνε, αλλ’ ω των θαυμασίων, Κύριε, αν και ήταν τόσο πολλή η βροχή, ούτε του Αρχιερέα, ούτε του Διάκου τα ρούχα βρέχονταν.

Κάποια στιγμή, όμως, έφτασαν σε έναν ποταμό τον οποίον έπρεπε να περάσουν, για να φτάσουν στον προορισμό τους. Και βλέποντάς τον πλημμυρισμένο είπε ο Διάκος στον άγιο:
– Τώρα, Δέσποτά μου, πώς θα περάσουμε απέναντι;

Τότε ο άγιος του λέει με θάρρος:
– Ακολούθησε με στο όνομα του Ιησού Χριστού και μην διστάζεις καθόλου!

Και μόλις έφτασα στα όρια του νερού, διαχωρίστηκαν αμέσως τα ύδατα, και στάθηκε το ρεύμα του ποταμού και από την μια πλευρά και από την άλλη ακίνητο και υψωμένο, και έτσι διάβηκαν τον ποταμό χωρίς να βραχούν καθόλου!

Βλέποντας, τότε, ο Δεσπότης τον Διάκο έκπληκτο από αυτά που έζησε, του έβαλε επιτίμιο να μην φανερώσει σε κανέναν, ζώντος του αγίου, τα όσα είδε.

Γι’ αυτό όταν κοιμήθηκε ο άγιος, ο Διάκονος φανέρωσε προς δόξαν Θεού τα υπερφυσικά αυτά θαύματα.

Από τον Μεγάλο Συναξαριστή της Εκκλησίας, τόμος 12ος, Δεκέμβριος.

Πηγή: www.pemptousia.gr

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΙΝΑ, ΘΕΟΛΟΓΟΥ - ΝΟΜΙΚΟΥ

Στην εποχή μας  κατοχυρώνονται και προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα σε οικουμενικό επίπεδο. Αναμφίβολα,το γεγονός αυτό αποτελεί πρόοδο και κατάκτηση του πολιτισμού μας. Μάλιστα η χριστιανική θεολογία έχει διαδραματίσει ρόλο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου διακηρύσσοντας ότι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ιερό  ως εικόνα Θεού. Έτσι έχει εισαχθεί στον δημόσιο λόγο η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ωστόσο, σε προσωπικό επίπεδο εξαιτίας του  υπερτονισμού  των δικαιωμάτων του ανθρώπου ελλοχεύει ο κίνδυνος πνευματικού αποπροσανατολισμού, καθώς καλλιεργείται έντονα ο ατομισμός. Ειδικότερα για τον πιστό δεν είναι ωφέλιμη η τάση διεκδίκησης των συμφερόντων του και η αυτοδικαίωση. Αντίθετα, η αυτοκατάκριση και η υποχωρητικότητα απέναντι στον πλησίον μπορούν να συμβάλουν στην προαγωγή του χριστιανικού βίου.

Ασφαλώς στη χριστιανική διδασκαλία, όπου  η ταπείνωση και η αγάπη κατέχουν κεντρική θέση, δεν προσιδιάζει η  με κάθε μέσο προσπάθεια επικράτησης απέναντι στον συνάνθρωπο. Πιο συγκεκριμένα οι άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας,  που αποτελεί τον θεματοφύλακα της διδασκαλίας του Χριστού, τονίζουν την αξία της μετριοφροσύνης. Ο άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης επισημαίνει ότι «πνευματική δικαιοσύνη είναινα αισθάνεται ο άνθρωπος τα βάρη των άλλων δικά του. Θεία δικαιοσύνη είναι να κάνεις αυτό που αναπαύει τον άλλο. Δηλαδή να προτιμάς να θυσιάζεις το δίκαιο σου, για να αναπαύσεις και να βοηθήσεις κάποιον».  Τονίζει χαρακτηριστικά: «Πες στον άλλο ότι έχει δίκαιο. Ξέρεις με το δίκαιο τους πόσοι πήγαν στην κόλαση; Μόνο αν βρεθεί κανείς με πολλή αγάπη, μαζεύει το άδικο και αφήνει το δίκαιο στους άλλους. Μόνο ο Χριστός δέχθηκε όλο το άδικο σηκώνοντας τον Σταυρό για μας[1]».

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της διδασκαλίας του σε αυτή την «κοινωνική» αρετή ο άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, στις επιστολές τουοποίου βρίσκονται διάσπαρτες σχετικές παραινέσεις.

Ας ακούσουμε τον άγιο με τα δικά του λόγια:«Μη ζητήσεις ποτέ σου να βρεις το δίκιο σου,  γιατί τότε έχεις το άδικο. Αλλά να μάθεις να υπομένεις ανδρείως τους πειρασμούς, όσους κι αν επιτρέψει ο Κύριος. Χωρίς πολλές δικαιολογίες να λες: Ευλόγησον! Και χωρίς να σφάλεις να μετανοείς ότι έσφαλες. Με επίγνωση ψυχής και όχι εξωτερικά, για έπαινο, να λες πως έσφαλες και εσωτερικά να κατακρίνεις[2]. Εάν ζητήσεις το δίκαιο για οποιοδήποτε πράγμα, που θα σε αδικήσει, ατιμάσει, υβρίσει, χτυπήσει, διώξει ή την ζωή σου επιβουλευθεί ο πλησίον σου,  και πάλι εσύ βρίσκεσαι άδικος, εάν αυτόν θεωρήσεις αίτιον ή εμπαθώς τον κατηγορήσεις. Διότι ζητείς από αυτόν αυτό που δεν του το έδωσε ο Θεός. Εάν κατανοήσεις αυτό που σου λέω, όλοι θα σου είναι ανεύθυνοι, για οποιοδήποτε σφάλμα, και μόνο εσύ θα είσαι σε όλα υπεύθυνος[3].

Αν όμως ζητήσεις με άλλο τρόπο να βρεις το δίκαιο, θα είσαι πάντοτε άδικος, και επομένως η χάρηείναι ανάγκη να πηγαίνει και να έρχεται μέχρι να βρει ανάπαυση στην ψυχή σου. Διότι, τόση χάρη δικαιούται στον εαυτό του ο άνθρωπος, όσο πειρασμό ευχαρίστως υπομένει, όσο βάρος του πλησίον του αγογγύστως βαστάζει[4]. Σε ό,τι κι αν συμβεί, όσο είναι δυνατόν να κινήσει ο δαίμονας κάτω από τον ουρανό, εγώ θέλημα δεν θα εκφράσω, γνώμη δεν δίνω, φιλονικία δεν κάνω. Ας είναι στραβό, ας είναι οτιδήποτε θέλει αυτό που με προστάζουν, σαν σταυρός. Εγώ χωρίς διάκριση θα το κάνω. Και ας δει ο Θεός την καρδία μου να μου ελαφρώσει τον πόλεμο[5].

Μη θελήσεις να δείξεις στον άλλο το σφάλμα. Μη ζητήσεις το δίκαιο, αλλά σιωπώντας μέχρι θανάτου ξεπέρασε τον πειρασμό και την ταραχή[6].  Να θαυμάζεις όσους γίνεται στο στόμα τους το σάλιο αίμα, για να μην μιλήσουν. Αυτούς να τους έχεις σε μεγάλη ευλάβεια και να τους τιμάς ως μάρτυρες, ως ομολογητές. Τέτοιους εγώ αγαπώ, τέτοιους φιλώ, και γι’ αυτούς οφείλω να χύνω κάθε ημέρα και την τελευταία ρανίδα του αίματος μου με αγάπη Χριστού. Καθότι  τον βλέπεις ότι υπομένων προτιμά μυρίους  θανάτους, εκτός  από το να βγάλει από το στόμα του λόγο ψυχρό. Και οπότε τον πνίγουν οι άνθρωποι, τον πνίγει το δίκαιο, τον πνίγει και ο έσωθεν λογισμός. Και αυτός μαχόμενος ατονεί και πίπτει σαν νεκρός. Και ακόμη μάχεται νοερά με τον πειρασμό και παίρνει όλα τα βάρη επάνω του με πόνο και στεναγμό σαν να έσφαλε ο ίδιος[7].

Να μαθαίνεις κάθε μέρα αισθητώς την αδυναμία σου και να υπομένεις αυτούς που σφάλλουν. Να μην κατακρίνεις τους αδελφούς, εάν σφάλλουν, αλλά να τους ανέχεσαι[8]. Έρχεται για παράδειγμα ο λογισμός και σε θλίβει μέσα στο Ναό γιατί να ψάλλει πάλι ο αδελφός σου και όχι εσύ κατά την σειρά; Εσύ τους λες προτιμότερο είναι να αναπαυθεί ο αδελφός μου και όχι εγώ. Επιμένει ο λογισμός: Μα γιατί, αφού αυτό είναι το δίκαιο και σωστό; Εσύ πες του: Διάβολε άφησε με! Και βαλε τον νου σου στην ευχή. Εξεγείρεται ο πειράζων, πάει να σκάσει. Μα όχι γιατί; Καλά πες του, καλά! Περίμενε λίγο να σου πω το γιατί. Και αμέσως προφασιζόμενος βγες έξω από τον Ναό και πήγαινε γρήγορα στο κελί. Εκεί λαβε την ράβδο και πες με θυμό. Να το γιατί σου, διάβολε! Αυτό είναι. Αυτό είναι το δίκαιο, που μου ζητείς. Πάρε το λοιπόν και, αφού τον πληγώσεις στο σώμα σου, τον καταγγέλλεις στον Χριστό ως αίτιο του πόνου σου. Φεύγει με φρίκη ο δαίμονας, έρχεται ο Χριστός, γεμίζει παράκληση ελαφρώνει το πάθος και μαθαίνεις την τέχνη πώς να νικάς[9].

Αν υπομένεις την άσκηση της ημέρας, την κάθε φορά που πιέζεις την ψυχή σου να υπομείνεις ένα λόγο ψυχρό, ένα χλευασμό, έναν έλεγχο, γίνεσαι ομολογητής. Σε κάθε υπομονή που κάνεις, στεφάνι παίρνεις και σου υπολογίζεται μπροστά του Θεού μαρτύριο ημερήσιο[10].

Δεν κερδίζει ο έξυπνος, ο ευγενής, αυτός που ομιλά τορνευτά, ή ο πλούσιος. Αλλά αυτός που υβρίζεται και μακροθυμεί, αδικείται και συγχωρεί, συκοφαντείται και υπομένει. Εκείνος που γίνεται σπόγγος και καθαρίζει ό,τι ακούει,  ό,τι του λένε, όποιας λογής και αν είναι. Αυτός καθαρίζεται και λαμπρύνεται περισσότερο. Αυτός φτάνει σε μέτρα μεγάλα. Αυτός εντρυφά σε θεωρίες μυστηρίων. Και τέλος αυτός είναι από εδώ μέσα στον παράδεισο. Και όταν έλθει του θανάτου η ώρα εκείνη,  μόλις κλείσουν τα μάτια αυτά, ανοίγουν τα εσωτερικά της ψυχής. Και ενόσω στοχάζεται τα εκεί, ευρίσκεται αμέσως σε εκείνα που επιθυμούσε, χωρίς καθόλου να το καταλάβει. Από σκότος μεταβαίνει σε φως, από θλίψη σε ανάπαυση, από ζάλη σε λιμάνι ατάραχο, από πόλεμο σε ειρήνη διηνεκή. Γι’ αυτό αδελφοί μου καλοί και αγαπημένοι, όποιος αδικείται στον κόσμο αυτό και θελήσει να ζητήσει το δίκαιο, ας γνωρίζει ότι είναι αυτό. Να υπομένει το βάρος του αδερφού, του πλησίον του, μέχρι την έσχατη πνοή και να κάνη υπομονή σε όλα τα λυπηρά της παρούσας ζωής[11].

Προσπέρασε κι εσύ τα δίκαια σου και τα θελήματά σου για χάρη της τόσης αγάπης μου για σένα. Και ένωσε την καλή συζυγία: υπομονή και μακροθυμία[12].  Δεν ωφελεί λοιπόν, αν στεναχωριέσαι , αν λες λόγια. Πρέπει να κλείνεις το στόμα. Κανείς να μην σε καταλαβαίνει. Και να βγαίνει καπνός από τα μάτια και όχι από τη μύτη. Όχι να ξεφυσάς, δήθεν να ξεθυμάνεις, αλλά να γαληνεύεις. Και με την υπομονή και την  μακροθυμία να καις τον διάβολο.[13]

Ξέρεις τι είναι να μην πειράζεις , να σε πειράζουν να μην κλέβεις , να σε κλέβουν; Ναευλογείς , να σε καταρώνται; Να ελεείς , να σε αδικούν; Να επαινείς , να σε κατακρίνουν; Να έρχονται χωρίς λόγο να σε ελέγχουν , να σε φωνάζουν συνεχώς πλανεμένον εφ’όρου ζωής; Και να ξέρεις ότι δεν είναι όπως λένε. Και να βλέπεις τον πειρασμό που τους κινεί. Και εσύ να μετανοείς και να κλαις ως υπαίτιος, επειδή είσαι τέτοιος. Αυτά είναι τα δυνατότερα. Επειδή πολεμείσαι από αυτούς και πολεμείς και εσύ με τον εαυτό σου να τον πείθεις ότι έτσι είναι όπως λένε οι άνθρωποι, χωρίς να είναι έτσι. Να βλέπεις ότι έχεις εξ ολοκλήρου το δίκαιο και να πείθεις τον εαυτό σου ότι έχεις το άδικο. Αυτή είναι η τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών. Να ραβδίζεις τον εαυτό σου μέχρι να πεισθεί να ονομάζει το φως σκοτάδι και το σκοτάδι φως. Να φύγει κάθε δικαίωμα. Και να σβήσει τελείως η έπαρση. Να γίνεις  μωρός με πλήρη σύνεση.[14]

Εάν ζητήσεις   από τον αδελφό σου το δίκαιο, αμέσως βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τον Θεό, ο οποίος σε υπέμενε, όταν αμάρτανες[15]. Όποιος λοιπόν  από εσάς θα ζητήσει το δίκαιο, ας γνωρίζει ότι είναι αυτό: Να σηκώσει το βάρος του αδερφού του μέχρι εσχάτης πνοής, και να κάνει τέλεια υπακοή στον πνευματικό του οδηγό. Και μόνο με την αγάπη οικοδομείται ο ασθενής.[16]

Μην πεις ότι έχω δίκαιο καμιά φορά. Ακόμη κι αν σου βγάλουν τα μάτια, το δίκαιο μην ζητήσεις ποτέ, επειδή φοράς τον  Χριστό, που έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο και έπαθε τα πάντα, για να σώσει εμάς. Άνθρωπο παραβάτη δεν ξέρει[17]. Μην κοιτάζεις τι κάνουν οι άλλοι, και μη θέλεις να φαίνεσαι ότι ξέρεις. Εκείνα που πρέπει να ξέρεις είναι να λες συνεχώς την ευχή και να προσέχεις το έργο σου. Γίνε μωρός για τον Χριστό, για να σε σοφίσει ο Κύριος[18].

Όταν συνηθίσεις να λες στον καθένα ευλόγησον, και σε όλα παντού να βρίζεις τον εαυτό σου και δε ζητάς ποτέ το δικαίωμα και το θέλημα σου, γρήγορα θα γευθείς καρπό ταπείνωσης. Αρκεί να κάνεις σε όλα υπομονή».[19]

Η χριστιανική θεολογία επιφυλάσσει για τον άνθρωπο την ύψιστη προοπτική, καθώς αποσκοπεί στην  ομοίωση με τον Θεό. Μια έκφανση της προοπτικής αυτής είναι η ομοίωση με την διάνοια του Χριστού[20]. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού, που πραγματοποιείται με την τήρηση των εντολών, σταυρώνει τον νου, για να γεννηθεί μέσα του ένας άλλος νους, ο νους του Χριστού[21]. Η σταύρωση του νου γίνεται ιδιαίτερα δυσχερής για τον άνθρωπο της σύγχρονης κοινωνίας, που διαπνέεται και καλλιεργείται με  πνεύμα αυτονομίας. Η αποδοχή του άλλου και πολλή περισσότερο η υπακοή στο θέλημα του άλλου προβάλει ως καθαρή μωρία για την επικρατούσα λογική της αυτονομίας. Δεδομένου όμως ότι η εγωκεντρική αυτή λογική οδηγεί τελικά σε αδιέξοδα, τόσο στην κοινωνική όσο και στην προσωπική ζωή του ανθρώπου, η σταύρωση του νου αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίκαιρη, αλλά και θεραπευτική για τον σύγχρονο άνθρωπο[22]. Στην προσπάθεια αυτή δύναται να συμβάλει καθοριστικά η διδασκαλία του αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστή.

Παραπομπές:

[1]Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παισίου, Άγιο Όρος 2004, σελ. 449

[2]Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, Άγιο Όρος 1996, Σελ. 60

[3] Σελ. 80

[4] Σελ 82

[5] Σελ. 112

[6] Σελ 119

[7] Σελ. 120

[8] Σελ. 128

[9] Σελ. 144

[10] Σελ. 183

[11] Σελ. 235

[12] Σελ. 241

[13] Σελ. 247

[14]Σελ. 258

[15]Σελ. 312

[16]Σελ. 313

[17]Σελ. 359

[18] Σελ. 360

[19]Σελ 364

[20]ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν Α΄ Κορινθίους, 2.16

[21] Σελ 216

[22] Ζαχαρία Ζάχαρου, Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος, Έσσεξ 2012, σελ. 221

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

ΟΙ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ ΠΛΑΝΕΣ ΤΩΝ ΜΟΡΜΟΝΩΝ - ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ

Οι Μορμόνοι είναι μια αιρετική και παραχριστιανική κίνηση που ιδρύθηκε στις Η.Π.Α τον 19ον αιώνα από τον Joseph Smith (1805 -1844 ). Η εν λόγω παραχριστιανική κίνηση είναι γνωστή διεθνώς και με την επίσημη ονομασία της ως «Εκκλησία του Ι. Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών«. Πιο γνωστή όμως είναι με το όνομα Μορμόνοι, που το λαμβάνουν από το  ιερό  τους βιβλίο γνωστό ως «Βιβλίο του Μόρμον», το οποίο έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 100 γλώσσες στον κόσμο[1], όπως φυσικά και στην ελληνική και θεωρείται, σύμφωνα πάντα με την αίρεση, το χρονικό επικοινωνίας του Θεού με τους αρχαίους κατοίκους της Αμερικής[2].

Αξιολογώντας από ορθόδοξο πρίσμα τα πιστεύω της εν λόγω κίνησης, χωρίς δυσκολία,θα διαπιστώσουμε, ότι οι αντιλήψεις των Μορμόνων αποτελούν ένα μεταλλείο πλανών. Πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται και από την περί Θεού διδασκαλία της αίρεσης. Κατά την μορμονική διδασκαλία υπάρχουν πολλοί θεοί[3]. Ο Θεός Πατέρας που ονομάζεται Ελωχίμ, θεωρείται πατέρας όλων των θεών, ήταν κάποτε άνθρωπος όπως εμείς, προοδευτικά εξυψώθηκε και έγινε Θεός[4]. Ως Θεός έχει επίσης σάρκα και οστά, όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρεται σε επίσημο ιερό κείμενό τους: «Ο Πατέρας έχει σώμα από σάρκα και οστά, τόσο ψηλαφητό όπως και του ανθρώπου »[5].

SCMormons26_1326384000Επίσης, μεταξύ των θεών συναριθμούνται και άνθρωποι που πέθαναν, αναστήθηκαν, εξελίχθηκαν και υπερυψώθηκαν σε ύψιστο βαθμό δόξας[6]. Είναι πια αιώνιοι και αποκτούν απογόνους στον πνευματικό κόσμο, δηλαδή, γεννούν πνεύματα που κάποια στιγμή θα γίνουν άνθρωποι[7].

Οι μορμονικές αυτές απόψεις είναι απολύτως αντίθετες με την περί Θεού χριστιανική διδασκαλία. Απηχούν χονδροειδείς περί θεού αντιλήψεις που συναντά κάποιος σε αρχαίες ειδωλολατρικές  θρησκείες.

Είναι αυτονόητο ότι με τόσο παχυλές και άκρως αντιχριστιανικές περί Θεού αντιλήψεις δεν ήταν δυνάτον να διαφυλαχθεί ακέραιη από τους Μορμόνους η χριστιανική διδασκαλία για το μυστήριο της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος. Για τους Μορμόνους ο Πατέρας, ο Υιός και το Αγ. Πνεύμα δεν είναι τρεις διακριτές υποστάσεις, ο ένας άμα και Τριαδικός Θεός, αλλά τρεις ξεχωριστοί θεοί[8], μεταξύ, βεβαίως, των άλλων θεών. Ο Υιός και το Αγ. Πνεύμα είναι μάλιστα κατά τους Μορμόνους απόγονοι του Θεού Πατέρα και της ουράνιας συζύγου του[9].

Ο Υιός, που ονομάζεται Ιεχωβά, δεν είναι φύσει Θεός, αλλά ον που εξελίχθηκε σε Θεό αφού πρώτα δημιουργήθηκε αρχικά ως πνεύμα και μετά κατέστη παιδί του Θεού Πατέρα και μια ουράνιας μητέρας[10]. Μάλιστα κατά την προΰπαρξή του ο Υιός και ο Σατανάς είναι αδέλφια[11]. Το Αγ. Πνεύμα, σε αντίθεση με τον Θεό Πατέρα που έχει σάρκα και οστά, αυτό δεν έχει και θεωρείται «άτομο Πνεύματος»[12].

Βλέπουμε ότι ενώ διατηρείται η χριστιανική ορολογία (π.χ. Άρθρο 1, των Άρθρων  Πίστης του J. Smith), η μορμονική κατανόηση του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού είναι όχι μόνο κακόδοξη, αλλά και ριζικώς αντίθετη από την χριστιανική[13]. Και με αυτές τις θέσεις των  Μορμόνων, όπως και με πολλές άλλες ριζικά αντίθετες στο χριστιανισμό  σ’ άλλα θέματα πίστεως, τίθεται το ερώτημα, εάν και σε πιο βαθμό οι Μορμόνοι έχουν σχέση όντως με τον Χριστιανισμό. Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ήδη, ότι οι Μορμόνοι ουσιαστικά αποτελούν μία νέα θρησκεία με συγκρητιστικά στοιχεία[14].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Βλ. M. Utsch,Mormonen, στο Quellentexte zur neuen Religiosität, EZW Texte 215, σ. 31.

[2] Βλ. P. Meinhold, Ökumenishe Kirchenkunde, 1962, σσ. 574-575.

[3] Βλ. Διδαχή & Διαθήκες, 121:32. Α. Hoekema, TheFourMajorCults, 1963, σσ. 36-38.W. Martin, The Kingdom of the Cults, 1997, σ. 222.

[4] Βλ. Α. Hoekema, The Four Major Cults, ὅπ.π., σ. 38.

[5] Βλ. Διδαχή & Διαθήκες, 130:22. Α. Hoekema, TheFourMajorCults, ὅπ.π., σ.35

[6] Πρβλ. S. Leuenberger, Mormonen, 20052, σ. 30.

[7] Βλ. Διδαχή & Διαθῆκες, 132:19-20, 37.

[8] Βλ. Bruce R. McConkie, MormonDoctrine, 19792, σσ. 576 – 577.

[9] Βλ.D.H.Ludlow(Ed), Encyclopedia of Mormonism, τομ. 2 (1992), σ. 649.

[10] Βλ. Bruce R. McConkie, MormonDoctrine, 19792,σσ. 546 – 547, 742.

[11] Βλ. Bruce R. McConkie, MormonDoctrine, 19792, σ. 192. Πρβλ. Panorama der neuen Religiοsität, 2001, σ.581.

[12] Βλ. Διδαχή & Διαθήκες, 130:22. Βλ. αναλυτικά W. Martin, The Kingdom of the Cults, ὅπ.π., σσ. 226 -228.

[13] Βλ. Α. Hoekema, The Four Major Cults, ὅπ.π., σ. 34.

[14] Βλ. αναλυτικά W. Thiede, Die «Heiligen  der Letzte Tage» Christen jenseits der Christenheit, EZW Texte 161/ 2001, σσ. 2-5.


Πηγή: www.pemptousia.gr