Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Η ΕΦΗ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ

Τι κάνει η αγάπη και η πρόνοια του Θεού!!!

«Τά χρόνια μετά τόν πόλεμο ήταν πολύ δύσκολα κι οι άνθρωποι αγωνίζονταν γιά νά ζήσουν. Εγώ, όπως σάς είπα, τήν εποχή εκείνη ήμουν στήν Πολυκλινική. Πολλά περιστατικά θυμάμαι απ’ τά χρόνια εκείνα. Ακούστε ένα από αυτά. Η Έφη ήταν δεκαοκτώ χρονών κι έμενε τό καλοκαίρι μέ τούς γονείς της καί τόν αδελφό της στό Μπογιάτι. Είχαν περιβόλι μέ κηπευτικά καί τά πουλούσαν. Ένα βράδυ η μητέρα τής Έφης τήν έστειλε σ’ ένα μαγαζάκι εκεί κοντά, ν’ αγοράσει πετρέλαιο γιά τή λάμπα. Σημειώστε ότι δέν είχαν τότε ρεύμα. Επιστρέφοντας πρός τό σπίτι, η Εφη συναντάει στό δρόμο ένα αγόρι, συμμαθητή της. Μιλούσαν γιά τά μαθήματα. Τό σημείο, όμως, πού είχαν σταματήσει βρισκόταν πίσω από ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Τή στιγμή εκείνη πέρασε ο αδελφός τής Έφης καί τούς είδε νά κουβεντιάζουν. Τό παρεξήγησε, γιατί πίστεψε ότι πονηρά κουβεντιάζουν καί τό είπε στή μητέρα τους. -Η Έφη μάς ντροπιάζει, είπε, κουβεντιάζει στό δρόμο μ’ ένα αγόρι. Όταν έφτασε στό σπίτι η Έφη, η μητέρα της τή μάλωσε πολύ καί τήν έδειρε. Τότε οι αρχές ήταν πολύ αυστηρές. Η Έφη πικράθηκε πολύ. Επαναστάτησε γιά τήν αδικία καί τήν καχυποψία τού αδελφού της. Τήν άλλη μέρα γύρισε στό σπίτι ο πατέρας, πού έλειπε. Εκείνος τής φέρθηκε διαφορετικά, δηλαδή μέ κατανόηση καί καλό τρόπο. -Εγώ, δέν τά πιστεύω αυτά, τής λέει. Έλα, πάμε νά ποτίσουμε τό περιβόλι. Εσύ θά κάθεσαι καί όπου βλέπεις πώς ποτίζεται μιά βραγιά θά μού λές νά γυρίζω τό νερό σ’ άλλη βραγιά. Έτσι έγινε. Η Έφη, όμως, δέν είχε κοιμηθεί καθόλου τήν προηγούμενη νύχτα. Η στενοχώρια καί η αδικία τήν πνίγανε. Απελπίστηκε κι αποφάσισε νά θέσει τέρμα στή ζωή της. Τήν ώρα, λοιπόν, πού ξεκινούσαν μέ τόν πατέρα της γιά τό περιβόλι έκανε ένα σχέδιο. Νά πάρει ένα γεωργικό φάρμακο καί τό βραδάκι, μετά τό πότισμα, κρυφά νά τό πιεί καί νά πεθάνει. Σκεφτόταν: «Νά δώ τότε, θά μέ αγαπούν;» Πήρε λοιπόν τό φάρμακο, τό έβαλε στήν τσέπη της καί περίμενε νά βραδιάσει γιά νά τό πάρει. Δέν άργησε νά έλθει η δύσκολη ώρα. Ο πατέρας αμέριμνος τής λέει: -Πήγαινε στήν άκρη τού περιβολιού νά κλείσεις τό νερό. Πήγε γρήγορα. Ήταν αθέατη. Κανείς δέν υπήρχε γύρω της. Ο πατέρας αρκετά μέτρα μακριά κι εκείνη τρέχοντας έβαλε τό χέρι στήν τσέπη. Εκείνη ακριβώς τή στιγμή ακούει βήματα. Δέν πρόλαβε νά κουνηθεί κι εμφανίζεται μπροστά της κάποιος άγνωστος ιερέας. Τήν χαιρετάει καί τής λέει: -Εφη μου, ξέρεις πόσο ωραίος είναι ο Παράδεισος! Φώς, χαρά, αγαλλίαση. Ο Χριστός είναι όλος φώς καί σκορπάει τή χαρά καί τήν αγαλλίαση σέ όλους. Μάς περιμένει στήν άλλη ζωή, γιά νά μάς χαρίσει τόν παράδεισο. ῾Υπάρχει όμως κι η κόλαση, πού είναι όλο σκοτάδι, λύπη, στενοχώρια, αγωνία, κατάθλιψη. Αν πάρεις αυτό πού έχεις στήν τσέπη σου, θά πάς στήν κόλαση. Πέταξέ το, λοιπόν, γιά νά μήν χάσουμε τήν ομορφιά τού Παραδείσου. Η Έφη τά έχασε στήν αρχή, αλλά μετά από λίγο λέει στόν ιερέα, αφού, χωρίς νά τό καταλάβει, είχε πετάξει τό φάρμακο: -Περιμένετε νά φωνάξω καί τόν πατέρα μου νά σάς δεί. Τρέχει μές στό περιβόλι. Χάθηκε περνώντας τίς ψηλές καλαμποκιές, γιά νά βρεί τόν πατέρα της. Τόν ηύρε καί τού λέει: -Πατέρα, έλα γρήγορα νά δείς έναν ιερέα, πού ήλθε στήν άκρη τού περιβολιού μας. Όταν, όμως, φτάσανε στό σημείο πού έπρεπε νά περιμένει ο ιερέας, δέν υπήρχε κανείς εκεί. Γιά πολύ καιρό η Έφη δέν μπορούσε νά εξηγήσει όλα όσα τής συνέβησαν εκείνο τό βράδυ. Δέν μπορούσε νά εξηγήσει τήν εξαφάνιση τού ιερέα. Επιθυμούσε νά τόν ξαναβρεί. Τής είχε σώσει τή ζωή. Εν τώ μεταξύ, κάθε χειμώνα κατέβαιναν στήν Αθήνα όλη η οικογένεια. Η Έφη πήγαινε πολλές φορές στή νονά της, πού ήταν πολύ θρήσκα, κι έμενε μεγάλο διάστημα κοντά της. Η νονά της συνήθιζε νά δέχεται στό σπίτι της καί νά φιλοξενεί θεολόγους, ιερείς, μοναχούς. Κάποια φορά, λοιπόν, πού η Έφη πήγε στή νονά της, στό σαλόνι είχε μιά επίσκεψη. Η Έφη δέν γνώριζε ποιός ήταν. Η νονά σέ μιά στιγμή έρχεται στήν κουζίνα καί λέει τής Έφης: -Έφη, ετοίμασε γλυκό καί καφέ καί φέρτα στό σαλόνι γιά τόν επισκέπτη. Η Έφη τά ετοίμασε. Καθυστέρησε, όμως, λίγο καί τήν ώρα πού τά πήγαινε, η νονά τήν πρόλαβε. Τής λέει λοιπόν: -Όχι αυτό τό δίσκο. Βάλε τόν ασημένιο, γιατί η επίσκεψη είναι επίσημη. Γύρισε η Έφη στήν κουζίνα, άλλαξε τό δίσκο καί τόν πήγε στό σαλόνι. Αλλά τί νά δεί! Πήγε νά τής πέσει ο δίσκος απ’ τά χέρια. Βλέπει μπροστά της τόν ιερέα πού είχε εμφανιστεί εκείνο τό δύσκολο γι’ αυτήν βράδυ στό περιβόλι τους. -Είμαι ο πατήρ Πορφύριος, τής λέω χαμογελώντας. Έτσι γνωριστήκαμε μέ τήν Έφη κι από τότε έχουμε μεγάλη φιλία. Έκανε οικογένεια μέ πολλά παιδιά. Τήν ευλόγησε ο Θεός. Βλέπετε τί τρόπους μπορεί νά μεταχειριστεί ο Θεός, όταν θέλει νά σώσει έναν άνθρωπο»;

Πηγή:www.trelogiannis.blogspot.gr

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΜΟΥ ΦΤΑΝΕΙ ΚΑΙ ΜΟΥ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

Διαβάζομε στο βιβλίο «Γεροντικό», που περιέχει σοφά λόγια των μεγάλων ασκητών της Αιγύπτου (350-500 μ.Χ.).

Κάποτε ο μεγάλος αββάς Σισώης, μαθητής του αγίου Αντωνίου, είχε στείλει τον μαθητή του π. Αβραάμ στην Αλεξάνδρεια για δουλειές τους. Στο διάστημα της απουσίας του, ο αββάς Σισώης θα έμενε μόνος του. Συμπονώντας τον λοιπόν, γιατί ήταν πια σε βαθειά γεράματα, προθυμοποιήθηκαν και επήγαν να του κάνουν παρέα και να τον υπηρετούν κάποιοι μοναχοί από την γύρω περιοχή. Όμως ο αββάς Σισώης δεν δέχθηκε την «προσφορά» τους. Και εκείνοι, όπως ήταν φυσικό, απορημένοι τον ερώτησαν: - Γιατί, γέροντα; Γιατί δεν μας δέχεσαι; Γιατί, στην ηλικία που είσαι, να μην κάμουμε και εμείς κάτι, να σε βοηθήσωμε; Τι είναι για μας ένας τέτοιος κόπος; Τους απάντησε: - Σας ευχαριστώ για την προθυμία σας. Σεις αφήνετε την ησυχία σας και έρχεσθε να με υπηρετήσετε. Σεις ασφαλώς θα έχετε μισθό από τον Θεό· για την καλωσύνη σας. Εγώ όμως θα έχω ζημία. Απόρησαν τώρα περισσότερο. Και τον ξαναρώτησαν: - Τι ζημία θα έχεις, πάτερ; - Να σας εξηγήσω· (τους απάντησε). Σεις είσασθε πολύ καλοί άνθρωποι. Και η παρέα σας θα μου αρέσει. Και ίσως, θα μου αρέσει πιο πολύ από ο,τι η παρέα του π. Αβραάμ. Και λοιπόν; Θα έλθει πάλι ο π. Αβραάμ. Και σεις θα φύγετε. Και εγώ, καλομαθημένος από σας και από την καλωσύνη σας, θα αισθάνομαι την παρουσία του π. Αβραάμ βαρειά και δυσάρεστη σε μένα. Καταλάβατε; Αφήστε με λοιπόν. Δεν χρειάζεται να πέσω σε τέτοιο πειρασμό. Καλός είναι ο π. Αβραάμ. Μου φτάνει. Και μου περισσεύει. Όσο είναι μαζί μου, κάνει ο,τι μπορεί και ο,τι ξέρει. Και όταν λείπει, συνειδητοποιώ βαθύτερα, τι δώρο του Θεού είναι για μένα η παρουσία του κοντά μου.

* * *
Τι λέτε; Αν εσκέπτονταν κάπως έτσι, οι φίλοι για τους φίλους τους, οι συνεργάτες για τους συνεργάτες τους, και προ παντός οι σύζυγοι για τις (η τους) συζύγους τους, – θα είχαμε προβλήματα συνύπαρξης και συμβίωσης;

Πηγή: www.agiazoni.gr

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

α. Ο Προβληματισμός

1. Όταν ήμουν έφηβος, ήθελα να είμαι πάντοτε χαρούμενος. Ήθελα να είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο! Ακόμη ήθελα η ζωή μου να έχη νοήμα! Έψαχνα να βρω απάντηση στα ερωτήματα:
• Ποιός είμαι;
• Γιατί γεννήθηκα;
• Γιατί ζω;
• Πού με οδηγεί η πορεία της ζωής μου;

Παράλληλα ήθελα να είμαι πάντοτε ελεύθερος. Και μάλιστα ο πιο ελεύθερος άνθρωπος στον κόσμο! Για μένα ελευθερία δεν ήταν, να μπορούσα να έκανα ό,τι ήθελα∙ (αυτό όλοι το μπορούν∙ και οι πιο πολλοί αυτό κάνουν!) Εγώ ήθελα, να είχα την δύναμη να κάνω αυτό που είχα χρέος να κάνω. Γιατί πολλοί ξέρουν, τι οφείλουν να κάνουν, μα δεν έχουν την δύναμη να το κάνουν∙ δηλαδή δεν έχουν δύναμη θελήσεως, να πουν όχι σε μερικές άλογες τάσεις τους, που τους σπρώχνουν σε «άλλα». Να. Ένας ναρκομανής ξέρει πόσο είναι τραγική η κατάστασή Του! Θέλει να διορθωθή! Μα μια εσωτερική τάση τον κάνει κουρέλι! Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορα άλλα «σαρκικά» πάθη! 2. Τί φοβερό πράγμα, να θέλη ο νέος να είναι εντελώς ελεύθερος, να έχη φιλοσοφία του την απόλυτη ελευθερία του, και τελικά να διαπιστώνη, πως είναι δούλος∙ και μάλιστα σιδηροδέσμιος! β. Η στραβή πορεία. 1. Έτσι άρχισα να ψάχνω για μια απάντηση στο θέμα αυτό της εσωτερικής ελευθερίας. Και τί λέτε, διαπίστωσα; Διαπίστωσα, ότι όλοι (ή… σχεδόν όλοι!) εκείνοι που είχαν κάποια εσωτερική ελευθερία, είχαν και κάποια θρησκευτικότητα. Επήρα λοιπόν μια μεγάλη απόφαση. Έκαμα και εγώ ένα ανάλογο βήμα: Επήγα στην Εκκλησία! Μα δεν μου άρεσε! Δεν ευρήκα εκεί καμμιά ψυχική άνεση. Αντίθετα. Αισθάνθηκα πολύ στενόχωρα! Είμαι άνθρωπος πολύ πρακτικός. Όταν λοιπόν βλέπω, πως κάτι δεν μου ταιριάζει, βάζω τελεία και παύλα! Στο θέμα «θρησκεία» έκαμα κάτι περισσότερο. Έβαλα όχι απλώς τελεία και παύλα, αλλά κάτι περισσότερο. Έβαλα και σταυρό (. – +)!

2. Τότε έκαμα την σκέψη, πως το πιο ουσιαστικό είναι να επιτύχω στην ζωή. Να αγωνισθώ. Να γίνω διάσημος. Να γίνω ηγέτης… Στο πανεπιστήμιο διαπίστωσα, πως τα προεδρεία των διαφόρων ετών διέθεταν πολλά μέσα∙ και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ζωή των πανεπιστημίων, των φοιτητών και του τόπου. Αποφάσισα λοιπόν και εγώ να θέσω υποψηφιότητα. Και έτσι έγινα πρόεδρος του πρώτου έτους! Και έγινα έτσι παράγων! Με ήξεραν όλοι! Ερρύθμιζα ομιλίες! Διαλέξεις. Αγώνες. Καταλήψεις. Απεργίες. Μετείχα σε συμβούλια. Και τί το όφελος; Μετά από λίγο άρχισα να πλήττω. Μια Δευτέρα ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο. Είχα την Κυριακή πέσει στο κρεβάτι πολύ αργά. Σκέφθηκα: Πέντε ημέρες στο μαγγανοπήγαδο! Περιμένοντας ναρθή η Παρασκευή! Γιατί η «απόλαυση» ήταν τα τρία «ελεύθερα» βράδυα: Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής! Και «φτου» από την αρχή!…

3. Μέχρι τότε όλοι οι νεαροί με θεωρούσαν σαν την «προσωποποίηση» της αποφασιστικότητας και της χαράς! Μα τα πράγματα δεν ήσαν έτσι. Εγώ ήξερα ότι ήμουν σαν μια βαρκούλα στα κύματα του ωκεανού! Περιστάσεις, καταστάσεις και συναισθήματα, που δεν τα έλεγχα καθόλου, με επήγαιναν, όπου ήθελαν! Και η ζωή μου ήταν κόλαση! Και το χειρότερο; Δεν ήξερα τότε κανέναν, που να μπορούσε να μου ειπή δυο ωφέλιμα λόγια. Μα και αν βρισκόταν, τα λόγια του δεν θα με ωφελούσαν! Δεν θα αρκούσαν! Γιατί πάνω από τα καλά λόγια εχρειαζόμουν την δύναμη (που χρειάζεται!), για να τα κάμω πράξη. Και αυτήν την δύναμη δεν την εύρισκα πουθενά! Μέσα στην κατάσταση αυτή άρχισα να συλλογίζωμαι: Άραγε υπάρχει άνθρωπος πιο ειλικρινής από εμένα στην προσπάθεια του να βρη το σωστό, να βρη την αλήθεια;

γ. Μια νέα διαπίστωση

1. Κάποτε έπεσε στην αντίληψή μου, ότι το Πανεπιστήμιό μας υπάρχει και ένας άλλος «κύκλος»: Λίγοι φοιτητές και δύο καθηγητές. Ήταν ένας «χριστιανικός κύκλος». Που ξεχώριζε από τους άλλους. Γιατί τα μέλη του εφαίνονταν, πως ήξεραν: και τι πιστεύουν∙ και γιατί το πιστεύουν. Είχαν ειρήνη. Και συνέπεια. Αποφάσισα να τους πλησιάσω. Δεν με απασχολούσε, αν θα συμφωνήσουν μαζί μου. Είχα μάθει να έχω «κατανόηση». Να βλέπω ήρεμα τις πεποιθήσεις των άλλων. Και να τις σέβωμαι. Είχα φιλία και συνεργαζόμουν αρμονικά: με αριστερούς∙ με αναρχικούς∙ με δεξιούς∙ και άλλους.

2. Μα – όπως είπα – η ομάδα αυτή ήταν κάπως διαφορετική. Αυτό με έκαμε να απασχοληθώ μαζί τους στα σοβαρά. Και τι διαπίστωσα! Ότι έλεγαν λιγώτερα από όσα έπρατταν. Δεν μιλούσαν απλώς για αγάπη. Είχαν αγάπη. Και, σε αντίθετη με όλους τους άλλους, δεν άφηναν να επηρεάζωνται από τις περιστάσεις. Δεν εθυσίαζαν τις αρχές τους. Δεν ήσαν βαρκούλες, που τις πηγαίνουν όπου θέλουν τα κύματα! Έδειχναν, πως είχαν μια βαθειά χαρά. Που δεν προερχόταν από εξωτερικές ευχάριστες περιστάσεις: παιχνίδι, γλέντι, έρωτα… κλπ. Είχαν την χαρά μέσα τους. Μια βαθειά χαρά. Ήσαν χαρούμενοι σε βαθμό, που με έκανε να νευριάζω. Είχαν κάτι, που εγώ δεν το είχα. Όλοι να ζηλεύομε αυτό που δεν έχομε. Έτσι και εγώ εζήλευα αυτή την εσωτερική χαρά τους. Και επήρα την απόφαση να συνδεθώ μαζί τους. Ωφέλεια θα έχω! σκέφθηκα.

3. Και να, μετά από λίγες ημέρες, βρίσκομαι και εγώ στην συντροφιά τους. Είμαστε έξι φοιτητές και δυο καθηγητές. Και αρχίζει η συζήτηση. Για το Θεό. Μέχρι τότε, κάθε φορά που άκουγα κουβέντα για τον Θεό, έβαζα τις φωνές! Για να δείξω πως τάχαείμαι «έξυπνος»! Όπως ξέρετε σε τέτοιες περιπτώσεις ο «έξυπνος» φωνάζει, όσο πιο δυνατά μπορεί. - Για σκέψου, παιδί μου! Είναι χριστιανός! Χα-χα-χα… Και τρέχει πίσω από τους παπάδες!… Χα-χα-χα… Σαν γριούλα!… Νέος άνθρωπος!… Φοιτητής σχολής θετικών επιστημών!… Και χρειάστηκε πολύς καιρός ακόμη, μέχρι που κατάλαβα, ότι όσο πιο πού φωνάζει κανείς, τόσο πιο κουφιοκέφαλος είναι! Η συζήτηση αυτή δεν τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Έτσι αφοσιώθηκα να κοιτάζω μια όμορφη κοπέλλα, που ήταν στην ομάδά τους. Μέχρι τότε είχα την ιδέα, πώς οι χριστιανοί είναι όλοι τους αποκρουστικοί. Διαπίστωσα, ότι είχα και σ’ αυτό λάθος. Και θέλοντας να κρύψω τον λογισμό μου, άρχισα να στριφογυρίζω στην καρέκλα μου. Και μετά ερώτησα, σαν τάχα να είχαν τα λόγια τους τραβήξει το ολόψυχο ενδιαφέρον μου. - Έχετε την καλωσύνη να μου ειπήτε, τί είναι εκείνο που άσκησε την πιο μεγάλη επίδραση στην ζωή σας; Γιατί η ζωή σας δεν είναι σαν των άλλων φοιτητών και καθηγητών; Η φοιτήτρια για την οποία σας μίλησα, πρέπει να ήξερε, τι επίστευε! Με κύτταξε στα μάτια με μια ήρεμη σοβαρότητα και είπε μόνο δυο λέξεις, που δεν περίμενα να τις ακούσω! - Ο Ιησούς Χριστός! Απάντησα κάπως νευριασμένος: - Ω, για το Θεό! Άφησέ τα αυτά. Την βαρέθηκα πια την θρησκεία! Την βαρέθηκα την Εκκλησία! Τα μπούχτισα τα θρησκευτικά βιβλία! Γιατί όλα, όσα έχουν σχέση με την θρησκεία, προκαλούν μαρασμό!… - Μα εγώ δεν σας μίλησα για θρησκεία! Εγώ είπα: Ιησούς Χριστός!… Αυτήν την διάκριση δεν την είχα ξανακούσει! Και η κοπέλλα συνέχισε: - Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι η προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος να βρη το δρόμο προς το Θεό! Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία! Ο Χριστιανισμός μας μιλάει για κάτι το αντίθετο: Για την προσπάθεια που κάνει ο Θεός να βρη τον άνθρωπο. Αυτό δεν το είχα ακούσει ποτέ. Οι απόψεις που κυκλοφορούν είναι τραγικά απλές. Και συνήθως με ωρισμένες απλοϊκής μορφής απλοποιήσεις φαντάζονται πως λύνουν τα προβλήματα επιστημονικά! Τελευταία είχα γνωρίσει έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που έλεγε στα σοβαρά: - Ο κάθε άνθρωπος που πάει στην Εκκλησία είναι Χριστιανός! Δεν κρατήθηκα και είπα: - Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, κάθε άνθρωπος, που πηγαίνει στο γκαράζι, γίνεται αυτοκίνητο! Τί σχέση έχει η σωματική παρουσία σε μια Εκκλησία με την χριστιανική πίστη; Χριστιανός είναι εκείνος, που πιστεύει στον Χριστό σωστά!

δ. Μεγάλη η αλήθεια!

1. Κάποτε στον κύκλο αυτό μου ανέθεσαν να τους ειπώ δυο λόγια για τον Χριστό. Και συγκεκριμένα: Πως έγινε άνθρωπος. Πως εσταυρώθη. Γιατί εσταυρώθη. Πως ετάφη. Πως αναστήθηκε. Και τι μπορεί να προσφέρη σε έναν νέο του εικοστού αιώνα. Εγώ τότε όλα αυτά τα θεωρούσα βλακείες. Είχα την ιδέα, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά είναι όλοι παλαβοί, κρετίνοι. Στις φοιτητικές συνάξεις μέχρι τότε καραδοκούσα με μανία να ακούσω κανέναν να ειπή κάτι για θρησκεία και Χριστό, για να ορμήσω επάνω του… να τον κονιορτοποιήσω… να τον ξετινάξω! Η γνώμη μου ήταν: Για να είναι κανείς Χριστιανός πιστός, πρέπει να μην έχη όχι ένα κουκούτσι, αλλά ούτε ένα ελάχιστο μόριο φαιά ουσία. Μα ήρθε η ώρα και κατάλαβα, ότι αυτό ίσχυε για μένα! Προσπάθησα να το αποφύγω. Τί δουλειά έχω εγώ με τέτοια θέματα; έλεγα μέσα μου. Μα δεν μπόρεσα. Οι νεαροί του χριστιανικού κύκλου δεν με άφησαν! Και έτσι το επήρα το θέμα. Μα με εγωϊστική διάθεση. Με την σκέψη: Θα τους ξετινάξω! Θα τα βροντήξω! Και θα φύγω! Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.

2. Όταν καταπιάστηκα με το θέμα, είδα να γίνεται λόγος για κάτι αποδείξεις, που χρειάστηκε να τις ερευνήσωμε, για να εκτιμήσω την σοβαρότητά τους. Γιατί διαφορετικά κινδύνευα να γίνω περίγελως στα μάτια τους, αφού αμέσως μετά οι νεαροί εκείνοι θα με έκαναν εμένα σκόνη! Έτσι ρίχτηκα να μελετώ αυτές τις «αποδείξεις» με μόνο στόχο να ιδώ, πως θα τις αποκρούσω. Μα δεν τα κατάφερα. Κατέληξα στο συμπέρασμα, ό,τι τα βιβλία, που χρησιμοποιούν οι πιστοί, δίνουν την πιο σωστή εικόνα για το πρόσωπο του Χριστού. Η διαπίστωση αυτή εντυπωσίασε φοβερά. Κατάλαβα, πως το ζήτημα της σχέσης μας με τον Χριστό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα της ζωής μας. Θυσίασα τα πάντα. Και στρώθηκα στην μελέτη. Διάβασα κάθε είδους αθεϊστικό και κάθε είδους χριστιανικό απολογητικό βιβλίο, που μπόρεσα να βρω. Και το συμπέρασμα μου ήταν πάντοτε το ίδιο: Η αλήθεια βρίσκεται στα βιβλία της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι αυτός που μας λέγει η Εκκλησία: Θεός και Σωτήρας μας.

3. Και έγινα Χριστιανός.

Εκ του βιβλίου: ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

ΦΟΡΕΣΕ ΕΝΑ ΣΑΚΑΚΙ ΚΙ ΟΠΟΥ ΒΡΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ…

Παράξενος καιρός, σε παράξενη χώρα αμήχανων ή -καλύτερα- αποσβολωμένων ανθρώπων. Ένα δροσερό αεράκι, που αργότερα γίνεται κρύο και παγώνει τους ανθρώπους με τα κοντά μανίκια (κυρίως επειδή είναι παγωμένο το μέσα μας). Δεν ακουμπάς στην άνοιξη που εκπνέει, δεν είσαι στο καλοκαίρι που δεν ήρθε, δεν ζεις σε ευνομούμενη πολιτεία, δεν υπάρχει καν πολιτεία, πολιτικοί αλλάζουν στρατόπεδα κατά την προσωπική τους βόλεψη, τα “πιστεύω” κουρελόχαρτα στο σκανδαλιάρικο αεράκι των ημερών -που παίζει με το ευμετάβλητο της γενικότερης εποχής-, στις εκκλησιές αυξάνονται τα αναμμένα κεριά, οι καρδιές έχουν αυξήσει σφυγμούς, οι νύχτες είναι πιο νύχτες από ποτέ, κανείς δεν μας αγαπά και κανείς δεν μας θέλει παρά ραγιάδες ή νεκρούς. Οι άνθρωποι με τις γραβάτες δήμιοι ονείρων και στραγγαλιστές αναπνοών, τα συσσίτια η εσχατιά της αξιοπρέπειας πριν την πείνα και ένα γύρω να διακινούνται τα σενάρια για το αύριο που δεν θέλεις να ζήσεις. Είχες φύγει. Θυμάσαι; Ήταν όταν αποφάσισες πως σε κρατάει δέσμιο το παρελθόν, σε καταπιέζουν τα εικονάκια του παλιού κατηχητικού που σε βάζουν να μετανίζεις σε κυριακάτικη λειτουργία, σε κοιτούν “κάπως” οι βυζαντινοί άγιοι των αγιογραφιών και οι παπάδες “Τί να μας πουν τώρα. Ας κοιτάξουν τα χάλια τους”. Λευτερώθηκες είναι αλήθεια. Όμως ορφάνεψε εκείνο το κομμάτι σου που σε έκανε να χαμογελάς με τη σιγουριά ενός Θεού που πάντα σε περίμενε να γυρίσεις από τις “επαναστάσεις”, έμεινε μετέωρη η ευαισθησία που σε έκανε να ερωτεύεσαι δίχως υπολογισμούς και κείνο το σημαιάκι που κουρέλιασαν οι υποσχέσεις των δήθεν, τώρα σου έγινε οδύνη. Σε άφησαν μόνο -πια- όσοι σε είχαν καλέσει στο πάρτυ. Έσβησαν τα φώτα και έφυγαν και συ έμεινες στην ξεφτίλα μιας επιμηκυμένης νύχτας, φορτωμένος το καθήκον του ξημερώματος μπροστά σε άδεια μπουκάλια, άδειες ζωές και λόγια που κρύφτηκαν στα άπλυτα ποτήρια της σαμπάνιας (σιωπηλά πια και άδεια νοημάτων). Ούτε τον διακόπτη δεν βρίσκεις και οι κραυγές σου πνίγονται από τα μαξιλάρια που το μεγάλο χέρι των προδοτών σφίγγει πάνω στο πρόσωπό σου, για να μην μιλήσεις, να μην ακουστείς, να μην υπάρχεις, όσο έχεις ακόμη φωνή. Ένα πρωί θα βρεθείς άπνους και θα σε ονομάσουν σωσμένο πολίτη, ενώ στην πραγματικότητα θα είσαι απλά ένα ακόμη πτώμα, στο παγκόσμιο κρεματόριο. Δεν το θέλεις αυτό! Πάρε την “πρόοδό” τους (αυτή που σου έταξαν όταν σου χαμογελούσαν) και τρίψτην στα μούτρα τους. Θα βρεις τον τρόπο. Μην τους αφήνεις να σε αυτοκτονούν. Γύρνα πίσω: Στις μνήμες που ξεπούλησες, στις Κυριακές που διέγραψες, στην Ελλάδα που δεν σε πρόδωσε, σε Κείνον που ακόμη στάζει το βαθύ βυσσινί αίμα της λευτεριάς σου. Φόρεσε ένα σακάκι -κάνει ψύχρα το βράδυ- και νύχτα-νύχτα στρίψε τα σοκάκια που περπάτησες φεύγοντας. Όπου βρεις εκκλησία σταμάτησε. Τα υπόλοιπα θα τα κάνει Εκείνος…

Πηγή: greek.omhksea.org/?p=145

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

ΜΙΛΑΜΕ ΠΟΛΥ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΠΟΥΜΕ!

Θα έχετε παρατηρήσει πόσο ενοχλητικοί και κουραστικοί γίνονται κάποιοι συνάνθρωποι μας όταν μιλούν στο κινητό τους τηλέφωνο σε δημόσιο χώρο.Σπάνια θα δεις κάποιον να χαμηλώνει την ένταση της φωνής του ή να βάζει συνεσταλμένα την παλάμη του μπροστά στο στόμα του.Συχνά γινόμαστε μάρτυρες δημόσίων εξομολογήσεων η οποία όμως μου φαίνεται ότι δεν προδίδει ''άνεση''αλλά κοινωνικό ''αυτισμό''.Δεν επικοινωνούν με τους άλλους,αλλά αυτό που κάνουν είναι να μιλάν για τον εαυτό τους μπροστά αιγυπτιακή, ελληνική και ρωμαϊκή παιδεία, άσκησε την σιωπή επί τριάντα χρόνια»Ερμείος (PG 67, 1372 ) . « Ο αββάς Θεοδόσιος επί 35 χρόνια δεν μίλησε σε κανένα. Όταν ήθελε να πει κάτι, το στους άλλους. Τα ριάλιτι και τα πρωινάδικα εισήλθαν στην πραγματική μας ζωή.Σε αυτά ακούς να μιλάνε για όλους και για όλα χωρίς αναστολές,χωρίς ταμπού,για σεξουαλικά,οικογενειακά και άλλα θέματα.Η τηλεόραση και η τεχνολογία έχουν εισάγει νέα ήθη και όλοι θεωρούν φυσικό να αποκαλύπτουν την προσωπική τους ζωή σε όλους. Τους αφιερώνω λοιπόν αυτό το παρακάτω υπέροχο κείμενο:

Η ΓΛΩΣΣΑ ΘΕΛΕΙ ΧΑΛΙΝΑΡΙ

Ο αββάς Αγάθων κατώρθωσε την σιωπή, βαστάζοντας στο στόμα του, επί τρία χρόνια, μια πέτρα»!(Δ.486)«Ο Θεωνάς που είχε σπουδάσει την έγραφε». Ιω. Μόσχος ( PG 87, 2017 ) . Η γλώσσα είναι το πιο ατίθασο όργανο του μεταπτωτικού σώματος του ανθρώπου. Δεν υποτάσσεται εύκολα. Βρίσκεται σε συνεχή κινητικότητα. Κάνοντας μια παραλλαγή του στίχου του εθνικού μας ποιητή, θα μπορούσαμε να πούμε: «η γλώσσα (τα στήθια) μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν». Και ο λαός, έχοντας συναίσθηση της κατάστασης αυτής, λέει: « η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα σπάει». Η Π. Διαθήκη ( Σ. Σειρ. κ΄1-8, λβ΄ 7-8 ) και ο αδελφόθεος Ιάκωβος ( γ΄ 2-12) κάνουν εκτεταμένη αναφορά στο μεγάλο αυτό ανθρωπολογικό πρόβλημα. Οι Άγιοι σιωπούσαν. Δάμαζαν το θηρίο της γλώσσας , κρατώντας το στόμα τους κλειστό. Και αυτό για χρόνια ολόκληρα. Η γλώσσα του μεταπτωτικού ανθρώπου θέλει χαλινάρι. Στις μέρες μας , ειδικότερα, εν ονόματι της ελευθερίας του λόγου, της δημοκρατίας και της τεχνολογίας (βλ. κινητά τηλέφωνα), οι άνθρωποι έχουν γίνει φλύαροι. Ο λόγος πληθωρικός , ασυνάρτητος, κουραστικός. Τα Ραδιόφωνα βουίζουν. Τα μεγάφωνα φωνασκούν. Υπάρχει μια ηχορύπανση λόγων και φωνών.Οι Άγιοι, με την πολύχρονη σιωπή τους, δείχνουν τον δρόμο. Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να χαλιναγωγεί την γλώσσα του. Ό,τι σκέπτεται ή διανοείται κανείς δεν σημαίνει ότι πρέπει αμέσως να εκφράζεται και να διατυπώνεται ως προφορικός λόγος. Η τροφή και το ποτό που προσλαμβάνει ο άνθρωπος δεν αποβάλλονται αμέσως. Αυτή είναι η φυσιολογική λειτουργία του σωματικού οργανισμού. Η συγκράτηση , ο μεταβολισμός, η διατροφή. Η διάρροια είναι αρρώστεια. Το ίδιο και η «λογοδιάρροια». Αντίθετα, η σιωπή είναι ένδειξη υγείας. Η σιωπή είναι η μητέρα της σοφίας. Οι Σοφοί όπως και οι Άγιοι δεν ομιλούν πολύ. Συνήθως σιωπούν. Εκείνοι που συνήθως ομιλούν είναι οι ημιμαθείς , οι κενοί και οι απαίδευτοι. Τον μεγαλύτερο θόρυβο κάνουν τα κενά δοχεία, τα φουσκωμένα με αέρα ασκιά (πίπιζες) , ή τα χαλκά και τα κρουστά μουσικά όργανα, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος: «Χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» ( Α΄ Κορ. ιγ΄1 ) .

Εκ του βιβλίου Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Οι αετοί. Ορθόδοξο Θεολογικό Αγιολόγιο»

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

O ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Φώτη Κόντογλου

Ο άνθρωπος είναι σε όλα αχόρταγος. Θέλει να απολαύσει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάσει όλα. Και γι' αυτό βασανίζεται. Οποίος, όμως, φτάσει σε μια κατάσταση, πού να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μη θέλει πολλά έστω και κι αν μπορεί να τα αποκτήσει , εκείνος λοιπόν εiναι ευτυχισμένος. Οι άνθρωποί δεν βρίσκουν πουθενά ευτυχία, γιατί επιχειρούν να ζήσουν χωρίς τον εαυτό τους. Αλλά όποιος χάσει τον εαυτό του, έχει χάσει την ευτυχία. Ευτυχία δεν είναι το ζάλισμα, πού δίνουν οι πολυμέριμνες ηδονές και απολαύσεις, αλλά η ειρήνη της ψυχής και η σιωπηλή αγαλλίαση της καρδιάς. Γι' αυτό είπε ο Χριστός: «Ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως : ουδέ ερούσιν, ιδού ώδε, ή ιδού εκεί. Ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί». Ξέρω καλά, τι είναι η ζωή που ζούνε οι λεγόμενοι κοσμικοί άνθρωποι. Οι άνθρωποι, δηλαδή, πού διασκεδάζουνε, που ταξιδεύουνε, που ξεγελιούνται με λογής- λογής θεάματα, με ασημαντολογίες, με σκάνδαλα, με τις διάφορες ματαιότητες. Όλα αυτά, από μακριά φαντάζουνε για κάποιο πράγμα σπουδαίο και ζηλευτό! Από κοντά, όμως, απορείς για την φτώχεια που έχουνε, και το πόσο κούφιοι είναι οι άνθρωποι που ξεγελιούνται με αυτά τα γιατροσόφια της ευτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάνουνε τον ευτυχισμένο! Κατάδικους, πού κάνουνε τον ελεύθερο! Άδειοι από κάθε ουσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη η ψυχή τους! Kαι γι' αυτό ανύπαρκτη και η «ευτυχία», τους! Τελείως αποξενωμένοι από την Βασιλεία του Θεού! Αλλά πώς να γίνει ψωμί, σαν δεν υπάρχει προζύμι; Και πώς να μην είναι όλα άνοστα, αφού δεν υπάρχει αλάτι; Μη φοβάσαι, αδελφέ μου, να μείνεις μοναχός με τον εαυτό σου! Μη καταγίνεσαι ολοένα με χίλια πράγματα, για να τον ξεχάσεις! Γιατί όποιος έχασε τον εαυτό του, κάθεται με ίσκιους και με φαντάσματα μέσα στην έρημο του θανάτου. Αγάπησε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, περισσότερο από τις πεθαμένες σοφίες των ανθρώπων. Περισσότερο από κάθε τιμή και δόξα ετούτου του κόσμου. Και μοναχά ΄τότε, θα χαίρεσαι σε κάθε ώρα της ζωής σου. Κανένας δρόμος δεν βγάζει στην ειρήνη της καρδιάς, παρά μόνο ο Χριστός, που σε καλεί πονετικά και που σου λέγει: «Εγώ ειμί η οδός».

Από το βιβλίο «ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ»

Πηγή:www.imis.gr

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ ΤΟ ΘΥΜΙΑΜΑ;

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
 Το θυμίαμα στη λατρεία του Θεού εχρησιμοποιείτο και από τους Εβραίους και από τους ειδωλολάτρες. Ήταν δείγμα αναγνώρισης της υπερέχουσας αξίας του Θεού, ήταν σύμβολο υποταγής και αφοσίωσης. Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε την περιγραφή του και το μείγμα από το οποίο απετελείτο. Συγκεκριμένα, στο Εξόδου 30, 34-38 ο Θεός δίδει εντολή να αποτελείται το θυμίαμα από 4 συστατικά στοιχεία, από σταχτή, όνυχα, χαλβάνη και λίβανο. Γι’ αυτό και οι έννοιες «θυμίαμα» (ή μοσχοθυμίαμα) και «λιβάνι» δεν ταυτίζονται. Το λιβάνι είναι ένα από τα στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται το θυμίαμα. Στα χρόνια του Κυρίου το εβραϊκό θυμίαμα απετελείτο από 13 αρωματώδη στοιχεία, πως μαρτυρεί ο Ιώσηπος. Η Σκηνή του Μαρτυρίου περιείχεν, εκτός των άλλων, και το «χρυσούν θυμιατήριον», μέσα στο οποίον έκαιαν κάρβουνα και ο Ιερέας πετούσε αρκετό θυμίαμα και έπειτα γονάτιζε και προσευχόταν στον Θεό. Στο ναό του Σολομώντος υπήρχε το θυσιαστήριον του θυμιάματος, στο οποίο εθυμίαζε κάθε ημέρα ένας Ιερεύς. Ο Ιερεύς δε, που του έπεφτε ο κλήρος να θυμιάσει, εθεωρείτο ότι αξιωνόταν μεγάλης τιμής από τον Θεό. Τούτο συνέβη και με τον Ζαχαρία, πατέρα του τιμίου Προδρόμου, που κατά την ώρα του θυμιάματος δέχθηκε από τον Άγγελο την πληροφορία ότι θα γεννήσει σ’; αυτή την προχωρημένη ηλικία και με τη γυναίκα του στείρα τον Βαπτιστή. Η ώρα του θυμιάματος στους Εβραίους ήταν συγκλονιστική για τους συμβολισμούς της. Και οι ειδωλολάτρες χρησιμοποιούσαν θυμίαμα στη λατρεία τους, όπως οι αρχαίοι Έλληνες, οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι κλπ. Σας υπενθυμίζω τις περιπτώσεις αγίων χριστιανών μαρτύρων που, επειδή δεν εδέχθησαν να ρίψουν θυμίαμα εμπρός στα είδωλα, εθυσιάσθησαν οι ίδιοι. Θυμίαμα προσεφέρετο και προς τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα, που ελατρεύετο ως Θεός. Το ίδιο συνέβαινε και για άλλους επιφανείς ανθρώπους που είχαν δοξασθή από τους ανθρώπους. Κατά τον ιστορικό Θεοδώρητο, ο Ιουλιανός Παραβάτης αξίωνε να του καίνε θυμίαμα. Συμβολισμοί Η χριστιανική θρησκεία παρέλαβε από τους Εβραίους το θυμίαμα και το καθιέρωσε και στη δική της λατρεία. Του προσέδωσε δε πνευματικούς συμβολισμούς, που αξίζει να θυμηθούμε. 1. Το θυμίαμα εν πρώτοις συμβολίζει την προσευχή, που ανεβαίνει προς τον θρόνον του Θεού. «Κατενθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου…». Είναι η ορμή της ψυχής προς τα άνω. Και ταυτόχρονα συμβολίζει και την ζέουσαν επιθυμία μας να γίνει η προσευχή μας δεκτή «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής». Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος «ώσπερ το θυμίαμα και καθ’ εαυτό καλόν και ευώδες, τότε δε μάλιστα επιδείκνυται την ευωδίαν, όταν ομιλήση τω πυρί. Ούτω δε και η ευχή καλή μεν καθ’ εαυτήν, καλλίων δε και ευωδεστέρα γίνεται, όταν μετά και ζεούσης ψυχής αναφέρηται, όταν θυμιατήριον η ψυχή γένηται και πυρ ανάπτη σφοδρόν». Γι’ αυτό και πρέπει να διδάσκουμε το λαό ότι, όταν προσεύχεται, καλόν είναι να καίει θυμίαμα στο σπίτι. 2. Συμβολίζει ακόμη τις γλώσσες πυρός της Άγιας Πεντηκοστής, όταν ο Κύριος εξαπέστειλε στους Μαθητές Του το Πανάγιόν Του Πνεύμα «εν είδει πυρίνων γλωσσών». Στην ευχή που λέγει ο ιερεύς, όταν ευλογεί το θυμίαμα στην Πρόθεση, αναφέρει «Θυμίαμα Σοι προσφέρομεν Χριστέ ο Θεός εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του Παναγίου Σου Πνεύματος». Με το θυμίαμα δηλ. ζητούμε από τον Κύριο να μας στείλει την αγιοπνευματικήν Του χάρι. Γι’ αυτό και οι πιστοί, όταν τους θυμιάζει ο Ιερεύς, κλίνουν ελαφρώς την κεφαλή σε δείγμα αποδοχής της χάριτος αυτής. Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύει ως εξής την σημασίαν του θυμιάματος: «Δηλοί την απ’; ουρανού χάριν και δωρεάν εκχυθείσαν τω κόσμον διά Ιησού Χριστού και ευωδίαν του Πνεύματος και πάλιν εις τον ουρανόν δι’; αυτου αναχθείσαν». 3. Το ευώδες θυμίαμα συμβολίζει εξ άλλου και τον αίνον, που απευθύνεται προς τον Θεό. Η καύση του θυμιάματος σημαίνει τη λατρεία και τον εξιλασμό. Το δε ευχάριστο συναίσθημα, που δημιουργείται από το άρωμα του θυμιάματος σε όλο το χώρο του Ι. Ναού, σημαίνει την πλήρωση της καρδιάς μας από τη θεία ευαρέστηση, που είναι ο καρπός της αγάπης μας προς τον Θεό. Στην περίπτωση αυτή κάθε πιστός μετατρέπεται σε «ευωδίαν Χριστού». 4. Το δε θυμιατήριον, που καίγονται τα κάρβουνα και τοποθετείται το θυμίαμα, συμβολίζει την κοιλίαν της Θεοτόκου, η οποία δέχθηκε στα σπλάγχνα της σωματικώς την Θεότητα, που είναι «πυρ κατανάλισκαν», χωρίς να υποστή φθοράν ή αλλοίωση. Κατά τον Άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κων/λεως «Ο θυμιατήρ υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, το πυρ την θεότητα και ο ευώδης καπνός μηνύει την ευωδία του Αγίου Πνεύματος προπορευομένην». Και αλλού: «Η γαστήρ του θυμιατηρίου νοηθείη αν ημίν η ηγιασμένη μήτρα της Θεοτόκου φέρουσα τον θείον άνθρακα Χριστόν, εν ω κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητας σωματικώς. Διό και την οσμήν της ευωδίας αναδίδωσιν ευωδιάζον τα σύμπαντα». Με απλά λόγια και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περιγράφει αυτόν τον συμβολισμόν, λέγοντας: «Το θυμιατό σημαίνει την Δέσποινα, την Θεοτόκο. Όπως τα κάρβουνα είναι μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται, έτσι και η Δέσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε». Λειτουργική Χρήση 1. Η Εκκλησία μας εισήγαγε το θυμίαμα με νέους συμβολισμούς στη θεία λατρεία από την αρχή. Κατά τον 3ο Αποστολικό Κανόνα μόνο θυμίαμα και έλαιο είναι επιτρεπτά στο Άγιον Θυσιαστήριον. Ο δε Ιουστινιανός εδώρησε στην Άγια Σοφία 36 χρυσά θυμιατήρια με πολύτιμους λίθους, κατά δε μαρτυρίαν του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου οι βασιλείς στο Βυζάντιο εισερχόμενοι στην εκκλησία προσέφεραν θυμίαμα στα ειδικά θυμιατήρια, τα καλούμενα «καπνιστά». Το θυμιατόν, κατά ταύτα, ως ένα ιερό σκεύος αφιερωμένο στη λατρεία του Θεού, πρέπει να είναι καθαρό και όχι μαυρισμένο από τον καπνό, να είναι από καλό μέταλλο και όχι ευτελές και να συμμορφώνεται ως προς το σχήμα προς την λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας. Το «κατζίον» είναι ειδικής χρήσεως θυμιατόν, που χρησιμοποιείται στις Αγρυπνίες και στις κατανυκτικές Ακολουθίες της Μεγ. Τεσσαρακοστής και της Μεγ. Εβδομάδος. Το δε χρησιμοποιούμενο θυμίαμα πρέπει να είναι αρωματώδες, ως εκείνο πού παράγεται στο Άγιον Όρος και στις άλλες μονές μας. Από εκεί να το προμηθεύεσθε, πρώτον μεν διότι παρασκευάζεται με προσοχή και ευλάβεια, δεύτερον δε διότι προμηθευόμενοι αυτό ενισχύετε οικονομικά τις πτωχές μονές. 2. Θυμίαμα χρησιμοποιείται σε όλες τις εκκλησιαστικές Ακολουθίες και δη κατά την έναρξή των. Και στα επτά Μυστήρια επίσης. Δυστυχώς σήμερα αυτό έχει εγκαταλειφθεί αδικαιολογήτως, ενώ θα έπρεπε να επανέλθει. Η Βάπτιση π.χ. μπορεί και πρέπει να αρχίζει με θυμίαμα, το ίδιο και το Ευχέλαιο. Ο Εσπερινός και η Θεία Λειτουργία τελούνται σήμερα με χρήση θυμιάματος, το οποίον όμως δέον να προσφέρεται κατά την τάξιν. 3. Ειδικότερον, του θυμιάματος προηγούνται: α. Η προετοιμασία του θυμιατού με το άναμμα των ανθράκων. Τα εν χρήσει «καρβουνάκια» χρειάζονται προσοχή, διότι κατά το άναμμα βγάζουν αποπνικτικό καπνό που ενοχλεί. Γι’ αυτό και πρέπει να ανάπτονται μακρυά από το λαό, είτε σε μια άκρη του Ιερού, άωτε και έξω από αυτό. Επίσης, χρειάζεται προσοχή κατά το άναμμα, διότι εκσφενδονίζονται μικρές καύτρες που μπορεί να προκαλέσουν ζημιές σε τραπεζομάνδηλα ή στα χαλιά. Ποτέ δεν ανάπτεται το θυμιατό εμπρός στην Άγια Τράπεζα. Προτιμότερη είναι η χρήση καρβουνόσκονης, που ούτε «πετάει» καύτρες, ούτε βγάζει καπνό. Ευνόητο είναι ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση του θυμιατού χωρίς αναμμένα κάρβουνα. β. Η τοποθέτηση του θυμιάματος. Το ορθόν είναι το θυμίαμα να το προσφέρει Αρχιερεύς-όταν λειτουργεί- ή ο Ιερεύς, τοποθετώντας ο ίδιος το «λιβάνι» μέσα στο θυμιατό. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει σε ευπρεπές δοχείο τοποθετημένο το θυμίαμα και με ένα κουταλάκι παίρνει από αυτό, συνήθως προσφερόμενο από ένα παιδί, το αναγκαίο θυμίαμα και το τοποθετεί επάνω στα κάρβουνα. Η χειρονομία είναι βέβαια συμβολική, δηλ. εντάσσεται και αυτή μέσα στους άπειρους συμβολισμούς, που υπάρχουν στη λατρεία μας. Είναι όμως και χαρακτηριστική, διότι δείχνει με απτό τρόπο ότι το θυμίαμα προσφέρεται από τον ίδιο τον λειτουργό. γ. Η ευλόγηση αυτού από τον Αρχιερέα, αν χοροστατεί ή λειτουργεί, ή από τον ίδιον τον Ιερέα. Η ευλόγηση είναι διαφορετική στην «κάλυψη» των θείων δώρων και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Δηλ., όταν πρόκειται να «καλύψει» τα Άγια ο Αρχιερεύς ή ο Ιερεύς, προσφερομένου του Θυμιάματος, λέγει την ευχή «Θυμίαμα Σοι προσφέρομεν, Χριστέ…» και το ευλογεί. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις λέγει «Ευλογητός ο Θεός ημών…» και ευλογεί με το χέρι. 4. Το θυμίαμα πραγματώνει κατά περίπτωσιν είτε ο Αρχιερεύς, είτε ο Ιερεύς, είτε ο Διάκονος. Εις τον Εσπερινό και τον Όρθρο θυμιά ο Διάκονος, εάν υπάρχει, ή ο Ιερεύς. Εάν δεν χοροστατεί Αρχιερεύς, την ευλόγηση του δίδει ο Ιερεύς. Εάν όμως παρίσταται Αρχιερεύς χοροστατών προσάγεται προς αυτόν το θυμίαμα και εκείνος ευλογεί από του αρχιερατικού Θρόνου. Ο λαμβάνων την ευλογίαν θυμιά τρις τον Αρχιερέα. Στην περίπτωση αυτή ο θυμιών εισέρχεται στο Άγιον Βήμα και θυμιά την Αγίαν Τράπεζαν, τους παρόντες Ιερείς και εξέρχεται του Βήματος, που θυμιά τις εικόνες του τέμπλου και πάλιν τον Αρχιερέα 9κις, και εν συνεχεία τον λαόν. Επιστρέφων στον Σολέα θυμιά 9κις τον Αρχιερέα, μετά πάλιν τις εικόνες του τέμπλου, και εισερχόμενος στο Άγιον Βήμα θυμιά πάλιν πέριξ την Αγίαν Τράπεζα, την Πρόθεση, τους εντός του Βήματος κλπ. 5. Θυμίαμα προσφέρεται κατά την έναρξη της Θείας Λειτουργίας, κατά την ψαλμώδηση του Απολυτίκιου, προ της Αναγνώσεως του Ευαγγελίου, κατά τον Χερουβικόν ύμνον, μετά τον καθαγιασμόν, κατά το «Ορθοί, μεταλαβόντες…». Μετά την καθιέρωση, στα όρια της Ι. Αρχιεπισκοπής και μερικών άλλων Ι. Μητροπόλεων, της μελωδικής αποδόσεως του «Αλληλουιαρίον», το θυμίαμα προ του Ευαγγελίου γίνεται κατά την ώραν αυτήν με άνεση και χωρίς να παρενοχλείται κανείς. 6. Είθισται ψαλλομένου του Χειρουβικού να εξέρχεται ο Αρχιερεύς ή ο Ιερεύς στην Ωραία Πύλη και να θυμιά τις εικόνες του τέμπλου, όταν ο ιεροψάλτης φθάσει εις την λέξιν «Τριάδι». Η σύνδεσε της λέξεως αυτής με την έξοδον από του Αγίου Βήματος δεν ευρίσκει κανένα εννοιολογικό έρεισμα. Όμως έχει επικρατήσει και τηρείται από πολλούς ιερουργούς. Διαφορετική είναι η περίπτωση της ενάρξεως του θυμιάματος στον Εσπερινό, όταν ο ιεροψάλτης φθάσει στη λέξη «ως θυμίαμα ενώπιον Σου». Την έξοδο στο «Τριάδι» φαίνεται ότι επέβαλαν πρακτικοί λόγοι, επειδή τότε περίπου ο Ιερεύς έχει τελειώσει την Ανάγνωση της ευχής του Χερουβικού ύμνου. Άλλωστε, η παλαιά τάξη ήταν να θυμιά ο Διάκονος καθ’; ον χρόνον ο Ιερεύς ανεγίνωσκε την ευχήν. 7. Ο τρόπος χειρισμού του θυμιατηρίου προϋποθέτει εμπειρίαν και ζήλον. Πολλοί ιερουργοί, ιδίως νεοχειροτόνητοι, δεν γνωρίζουν πώς γίνεται το θυμιάτισμα, δηλ. πώς πιάνουμε το θυμιατό, πώς το κινούμε με χάρι, πώς το κατευθύνουμε όπου πρέπει, πώς αποφεύγουμε ζημιές, με αποτέλεσμα να δείχνουν αδεξιότητα και να στερούν τον απαραίτητο παλμό από το θυμιάτισμα. Και βέβαια είναι απόβλητη η συνήθεια πολλών αδαών ή και αδεών, να θυμιατίζουν πολύ γρήγορα και έντονα, χωρίς τη δέουσα ιεροπρέπεια, όπως και άλλων που με πολύ δισταγμό σηκώνουν το χέρι των, αποδίδοντες στο θυμιάτισμα νωχελικό ρυθμό. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο ενδείκνυται. Το ένα προδίδει «παρρησίαν», το άλλο αμηχανία. Χρειάζεται χειραγωγία από έμπειρους προς αρχαρίους. Το θυμιατόν κινεί το δεξιό χέρι με σταθερότητα, αλλά και με ευπρέπεια. Κατά το θυμιάτισμα είτε του Αρχιερέως, είτε των ιερών εικόνων, ο θυμιών Διάκονος ή ο Ιερεύς κλίνει ελαφρώς τον αυχένα μετά από κάθε τριττή κίνηση. Χρειάζεται, επίσης, προσοχή να μη πεταχθούν έξω τα κάρβουνα. Η τέχνη του θυμιάν αποβλέπει στην αποφυγή και τέτοιων αδεξίων κινήσεων. 8. Το θυμίαμα με το «κατζίον» θέλει και αυτό την τέχνην του. Το «κατζίον» έχει συνήθως 1 ή 3 κουδουνάκια. Ο χειριζόμενος αυτό οφείλει να το κινεί κατά τρόπον που να επιτρέπει στα κουδουνάκια να ακούγονται ελαφρώς. Με το ιερό αυτό σκεύος ο ιερουργός σχηματίζει στον αέρα το σημείον του Σταυρού, αντί άλλης κινήσεως. Πηγή:www.arxontariki.forumup.gr/about1505-0.html

ΓΙΑΤΙ ΑΝΑΒΟΥΜΕ ΚΕΡΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ

Πίσω από το άναμμα του κεριού κρύβεται βαθύτατος συμβολισμός. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης μας λέγει ότι το κερί που ανάβουμε έχει έξι συμβολισμούς: Συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής μας, γιατί είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας. ‡Επίσης την πλαστικότητα της ψυχής μας, μια και εύκολα πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ο,τιδήποτε. Ακόμη την Θεία Χάρη, επειδή το κερί προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν. Επιπλέον συμβολίζει την θέωση, στην οποία πρέπει να φθάσουμε, επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει τροφή. Και το φώς του Χριστού επίσης δείχνει, καθώς καίει και φωτίζει στο σκοτάδι. Και τέλος συμβολίζει την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, επειδή το κερί καίγεται όταν φωτίζει, αλλά και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φώς του μέσα στο σκοτάδι. Ανάβοντας κερί πρέπει να θυμόμαστε ότι πρέπει να ζούμε μέσα στο φώς που πήραμε με την βάπτισή μας. Γι αυτό τη βάπτιση την ονομάζουμε και Φώτισμα. Γι αυτό και στη διάρκεια της βαπτίσεως κρατάμε αναμμένες λαμπάδες. Το φώς αυτό είναι το πύρ της Πεντηκοστής, το φώς του Αγίου Πνεύματος. Και το φώς αυτό ανανεώνεται μέσα μας στην ψυχή μας, κάθε φορά που συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία και κάθε φορά που κοινωνούμε και προσευχόμαστε. Γι αυτό στο τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας ψάλλουμε: «Είδομεν το φώς το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες». Το φως του Ναού όμως, πρέπει να πούμε, σώζει καλύτερα τους συμβολισμούς του και βοηθεί και την ψυχή να κατανυχθεί όταν είναι φυσικό, όπως στα περισσότερα από τα μοναστήρια μας, δηλαδή αποτελούμενο από κεριά και κανδήλια που καίνε και όχι τεχνητό που προέρχεται δηλ. από ηλεκτρικό ρεύμα. Τα κ ε ρ ι ά όπως και το λ ά δ ι είναι μία προσφορά προς τον Θεό από αυτά τα υλικά αγαθά που ο ίδιος μάς δίνει ( τα Σά εκ των Σών) και συμβολίζουν τα μέν κεριά το εύπλαστο και μαλακό της ψυχής αλλά και την ενωτική δύναμη του αγίου Πνεύματος διότι τα κεριά κατασκευάζονται, έτσι τουλάχιστον θα έπρεπε, από το αγνό κερί που φτιάχνει η μέλισσα, η οποία για να παρασκευάσει το κερί μαζεύει τη γύρη από διάφορα λουλούδια. Για το λόγο αυτό το κερί μάς θυμίζει και την εργατικότητα της μέλισσας αλλά και το γεγονός ότι μαζεύει ό,τι καλό και απορρίπτει ό,τι ρυπαρό. Θυμίζει επίσης το κερί τον τρόπο με τον οποίο το Πύρ, η Θεότητα δηλαδή, ενώνεται με την εύπλαστη ψυχή και τη μαλακώνει αλλά και τη φωτίζει και την ίδια και όλους όσοι έρχονται σε κοινωνία μαζί της. Το κερί, καθώς καίγεται, φωτίζει το περιβάλλον του. Έτσι και ο συνειδητός χριστιανός, όταν θυσιάζεται για την αγάπη του Θεού, φωτίζει τους συνανθρώπους του και τους δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας. Όταν ο πιστός εισέρχεται στον ναό, πρέπει να ανάβει στο μανουάλι ένα κερί για τους ζώντες κι ένα κερί για τους τεθνεώτες συγγενείς και γνωστούς του. Εάν όμως κάποιοι από τους ζώντες έχουν ιδιαίτερα προβλήματα, τότε καλό είναι να ανάβουμε κερί για τον καθένα ξεχωριστά. Το άναμμα του κεριού πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται με λόγια προσευχής. Για τους ζώντες θα ζητάμε το έλεος και την προστασία του Θεού, ενώ για τους τεθνεώτες τη θεία ευσπλαχνία και αιώνια σωτηρία τους. Το αγνό κερί που παράγεται από παρθένες μέλισσες συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού η οποία προήλθε από την πάναγνη και παρθένο Μαριάμ. Το τρικέρι του επισκόπου συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ενώ το δικέρι τις δύο φύσεις του Χριστού. Τα κεριά ή οι λαμπάδες που ανάβουμε στη Βάπτιση συμβολίζουν το πνευματικό φως που λαμβάνει ο νεοφώτιστος. Τα κεριά της κηδείας, του τάφου και των μνημοσύνων συμβολίζουν το φως του Χριστού, στο οποίο ευχόμεθα να εισέλθει ο αποθανών. Ο Πολυέλαιος συμβολίζει την θριαμβεύουσα Εκκλησία των Ουρανών. Τα κεριά ή τα κανδήλια του συμβολίζουν τους αγίους. Στις μεγάλες γιορτές στις Ιερές Μονές σείουν τον Πολυέλαιο, για να φανερώσουν ότι και οι άγιοι στα επουράνια συνεορτάζουν και συγχορεύουν με την επίγεια Εκκλησία του Χριστού.

Πηγή:www.orthodox-answers.blogspot.com

Η ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΩΝ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ
ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Το Σάββατο προ της Πεντηκοστής είναι Ψυχοσάββατο, δηλαδή “μνεία πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς Χριστιανών”. Το εσπέρας της Παρασκευής και το πρωί του Σαββάτου, πλήθος λαού, προσέρχεται εις τους κοιμητηριακούς η ενοριακούς Ναούς. Εκεί ψάλλεται ο νεκρώσιμος κανόνας και το μνημόσυνο “ο οι θειότατοι πατέρες εθέσπισαν” υπέρ πάντων των “επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου κεκοιμημένων ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών”. Προς τιμήν τους προσκομίζουν οι πιστοί κόλλυβα. Το έθιμο των κολλύβων είναι πάρα πολύ παλαιό. Οι ρίζες του χάνονται στις προ Χριστού εποχές. Τα κόλλυβα είναι σιτάρι βρασμένο. Έχουν τη μορφή στολισμένου δίσκου η πιάτου με ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδα, ρόδι και κυρίως ζάχαρη. Συμβολίζουν την κοινή μας ανάσταση. Όπως ο σπόρος του σιταριού πέφτει στη γη, θάβεται, χωνεύεται, σαπίζει και στη συνέχεια φυτρώνει καλύτερος και ωραιότερος, έτσι και το νεκρό σώμα του ανθρώπου θάβεται στη γη, λιώνει και σαπίζει, για να αναστηθή και πάλι άφθαρτο, ένδοξο και αιώνιο. Αυτήν την εικόνα μας δίδει ο απόστολος των εθνών Παύλος στην Α πρός Κορινθίους επιστολή, καθώς και ο Χριστός για την Ανάστασή Του. “Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει˙ εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει”.(Ιω. 12,24). Δυστυχώς, η ουσιαστική αυτή προσφορά προς τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, τόσο από λειτουργική όσο και από σωτηριολογική οπτική, τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί αλλοιώσεις και διαφοροποιήσεις που τείνουν να απαξιώσουν τη σημασία και το μέγεθος του Μυστηρίου. Ο χαρακτήρας των κολλύβων έχει από πολλούς αλλοιωθεί με την ανοχή, αλλά και την παρότρυνση, σε μερικές περιπτώσεις, των υπευθύνων ανθρώπων της Εκκλησίας, που χαράζουν μια διαφορετική γραμμή από αυτήν της παραδόσεως. Έτσι δυστυχώς παρουσιάζεται μια εικόνα κωμικοτραγική, που ουδόλως συνάδει με το πνεύμα και τη σημασία του Σαββάτου των ψυχών. Αντί, λοιπόν, κολλύβων, γεμίζει ο Ιερός Ναός με πάσης φύσεως πίττες και γλυκίσματα. Πρόσφορα, κουλούρια και τσουρέκια, έως φρούτα εποχής από τον μανάβη, τα εποχιακά ροδάκινα, κεράσια και βερίκοκα, συνθέτουν εικόνα απρέπειας προς το Ναό και προσβολής προς την μνήμη των κεκοιμημένων. Οι γιαγιάδες μας τα παλαιότερα χρόνια, προσέφεραν κεράσματα, πίττες και γλυκά κατά τα Ψυχοσάββατα, αλλά έξω, στην αυλή της Εκκλησίας. Μέσα στο Ναό, προσκόμιζαν τα κόλλυβα μόνο για την ακολουθία. Είναι παράξενο, σε μια εποχή που οι νοικοκυρές, καταφέρνουν να παρασκευάσουν τα πιο πολύπλοκα γλυκά, να μην έχουν διάθεση να βράσουν λίγο στάρι, για να τιμήσουν τους κεκοιμημένους συγγενείς τους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ετοιμασία των κολλύβων αποτελεί ένα ευλογημένο εργόχειρο προς ωφέλεια της ψυχής και εργασία των εντολών του Θεού. Η μνήμη του θανάτου σε συνδυασμό με την μονολόγιστη ευχή υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων κατά την προετοιμασία των κολλύβων, όπως και κατά το ζύμωμα προσφόρου για την Θεία Λειτουργία, βοηθούν πολύ στην εγρήγορση της ψυχής. Με αυτόν τον τρόπο τιμάται η παράδοση και επισφραγίζεται το νόημα με το οποίο περιβάλλει η Εκκλησία το ευλογημένο Ψυχοσάββατο. Πηγή: www.katanixis.blogspot.com