Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
Στον Αρμόνιο για τη σημασία της ονομασίας Χριστιανός

Άς εξετάσουμε, λοιπόν, -πρώτα ποιά είναι ή σημασία του χριστιανισμού από την ίδια την ονομασία του. Βέβαια οι σοφότεροι από μένα -θα βρουν κάποιο νόημα υψηλότερο και πιό περιεκτικό, ανάλογο ασφαλώς με το ύψος του ονόματος. Όσα δε εγώ μπορώ να πω για το όνομα αυτό, είναι τα έξης: Το όνομα του Χριστού (από το όποιο παράγονται και τα: Χριστιανός και Χριστιανισμός), εάν το εξηγήσουμε με λέξεις πιό απλές και γνωστές, θα βρούμε ότι σημαίνει το βασιλιά επειδή η Άγια Γραφή υποδηλώνει το βασιλικό αξίωμα, χρησιμοποιώντας με ένα ιδιότυπο τρόπο πα­ρόμοια λέξη.
Όμως, καθώς μας βεβαιώνει η Αγία Γραφή, είναι αδύνατο να μιλήσει κάνεις για το Θεό και να τον κατανοήσει, επειδή βρίσκεται πάνω από κάθε νοητή έννοια. Για το λόγο αυτό, αναγκαστικά, οι θεοφόροι προφήτες και οι άγιοι απόστολοι εν Αγίω Πνεύματι χρησιμοποιούν πολλά ονόματα, με τα οποία μας χειραγωγούν προς την κατανόηση (όσο αύτη είναι δυνατή στον άνθρωπο) της άφθαρτης φύσης του Θεού. Έτσι μας οδηγούν από τη μία έννοια στην άλλη, από κείνες που αποδίδονται στο Θεό. Και τη μεν κυριαρχία του Θεού πάνω σ’ όλη τη δημιουργία εκφράζουν, χρησιμοποιώντας το βασιλικό όνομα, τη δε απαλλαγή από κάθε πάθος και την ελευθερία από κάδε κακία ονομάζουν με τα διάφορα ονόματα της αρετής, που χρησιμοποιούν. Ας προσθέσουμε δε και τούτο: Το ότι δηλ. κάδε αρετή και λέγεται και εννοείται με την καλύτερη σημασία. Κατά συνέπεια είναι το ίδιο, όταν λέγουν, για τον Χριστόν ότι και λέγεται και είναι τα πάντα: και δικαιοσύνη και σοφία και δύναμη και αλήθεια, αγαθότητα και ζωή και σωτηρία και αφθαρσία και αμετάβλητος και αναλλοίωτος. Με παρόμοιες επίσης λέξεις δηλώνεται και κάθε άλλη υψηλή έννοια.

Εάν, λοιπόν, στο όνομα Χριστός περικλείεται η περίληψη κάθε υψηλής έννοιας — γιατί μέσα στην ψηλότερη έννοια περιέχονται και οι καλύτερες, που εννοούμε, επειδή κάθε μία από τις άλλες εξυπακούεται, όταν κάνουμε χρήση του όρου Βασιλεία-, ίσως, με μια ανάλογη ερμηνεία του όρου χριστιανισμός, μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε και αυτόν. Εάν δηλ. εμείς που, με την πίστη στο Χριστό, συναπτόμαστε με Αυτόν, παίρνομε μαζί με το ανώτερο όνομα, το Χριστός, και τα ονόματα, με τα οποία ερμηνεύεται η άφθαρτη θεϊκή φύση, τότε γίνεται φανερό, πως είναι αναγκαιότατο και όσες έννοιες αποδίδονται με το όνομα Χριστός στην ελεύθερη από κάθε φθορά θεία φύση, να αποδίδονται κατά συνέπεια και σε μας, που έχουμε το ίδιο όνομα. Κι’ όπως, με τη κοινωνία μας με τον Χριστό, αποκτήσαμε το επίθετο χριστιανός, έτσι, από μία ηθική συνέπεια, επιβάλλεται σε μας να φέρουμε πάνω μας όλα τα υψηλά ονόματα. Κι’ όπως εκείνος, που θα σύρει τον πρώτο κρίκο, ο όποιος βρίσκεται στην άκρη της αλυσίδας, θα τραβήξει με εκείνο τον ένα και όλους τούς άλλους, που είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, έτσι θα έπρεπε, οποίος πήρε το ένα όνομα, να πάρει μαζί με το ένα και όλα τα άλλα. Και τούτο γιατί από το όνομα του Χριστού ξεφυτρώνουν σαν κλαδιά και τα άλλα ονόματα, που ερμηνεύουν την ανέκφραστη και πολύμορφη θεϊκή μακαριότητα.

Ας προσθέσουμε τώρα και κάτι άλλο. Εάν κάποιος φέρει μεν το όνομα του χριστιανού, δεν παρουσιάζει δε στη ζωή του, όταν υποδηλώνει το άγιο τούτο όνομα, αυτός γελοιοποιεί το όνομα… Γιατί είναι αδιανόητο ούτε ο Χριστός να μη είναι δικαιοσύνη και καθαρότητα και αλήθεια και αποξενωμένος από κάθε κακό, ούτε κι’ ο χριστιανός γίνεται – ο αληθινά, βέβαια χριστιανός – να μη φανερώνει στη ζωή του, ότι έχει γίνει μέτοχος και εκείνων των ονομάτων, που έχει ο Χριστός. Εάν λοιπόν θα ήθελε κανείς να αποδώσει με ένα ορισμό το νόημα της λέξης χριστιανισμός, θα έλεγε τούτο: χριστιανισμός είναι μίμηση της θείας φύσης του Χριστού. Λέγοντας όμως το λόγον αυτόν, κανείς ας μη σπεύσει να μας κατηγορήσει, ότι δήθεν λέμε λόγια υπερβολικά, που ξεπερνούν τα όρια της ταπεινής ανθρωπινής φύσης· και τούτο γιατί ο ορισμός, που δώσαμε, δεν βρίσκεται πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα. Πράγματι· εάν αναλογισθεί κανείς την αρχική κατάσταση του ανθρώπου, δηλ, την πριν από την αμαρτία, θα διαπιστώσει με τη βοήθεια των λόγων της Αγίας Γραφής, ότι ο ορισμός μας δεν είναι πέρα από τα φυσικά μέτρα του ανθρώπου. Γιατί από το ένα μέρος ο μεν άνθρωπος πλάστηκε αρχικά όμοιος με τον Θεό. Και από το άλλο μέρος η υπόσχεση του χριστιανισμού είναι να επαναφέρει τον άνθρωπο στην πρώτη του ευτυχία.

Εάν, λοιπόν, ο άνθρωπος είναι το πρώτο, ας πούμε, αντίγραφο και ομοίωμα του Θεού, τότε σίγουρα δεν δώσαμε λανθασμένο ορισμό, με το να αποφανθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι μίμηση της θεϊκής φύσης. Και το μεν βαθύτερο νόημα της ονομασίας είναι τόσο σημαντικό. Καιρός δε τώρα να εξετάσουμε εάν, το να μη ζει κατ’ αυτόν τον τρόπο κάποιος, που φέρει το όνομα αυτό, είναι ακίνδυνο γι’ αυτόν.

Ας έλθουμε στο συγκεκριμένο. Ο χριστιανισμός ορίζεται, όπως είδαμε, σαν μίμηση Θεού. Όποιος δεν έχει ακόμη αποδεχτεί το κήρυγμα της πίστης, δηλ. ο άπιστος, βλέποντας τον τρόπο της χριστιανικής μας ζωής, που πιστεύουμε και λέμε ότι τη ζούμε μιμούμενοι τον Θεό, θα σχηματίσει ανάλογη έννοια για τον Θεό μας. Κι’ αν μεν συμβεί να δει σε μας παραδείγματα γεμάτα από κάθε αγαθότητα, τότε θα πιστέψει ότι ο Θεός, που λατρεύουμε, είναι αγαθός. Αλλά εάν συμβεί να είναι κάποιος από μας κυριευμένος από διάφορα πάθη και μοιάζει με θηρίο, που αλλάζει ώρες-ώρες τα χαρακτηριστικά του και με τη συμπεριφορά του μιμείται το σχήμα πολλών θηρίων; Γιατί, δεν είναι σπάνιο να δεις να σχηματίζονται μέσα μας, με τις διάφορες αλλαγές του χαρακτήρα μας, τα πιο παράξενα και αντίθετα μεταξύ τους θηρία. Τότε, ένας τέτοιος άνθρωπος, που θα τολμήσει, να αποκαλέσει τον εαυτό του χριστιανό, μολονότι θα είναι σ’ όλους φανερό, ότι η σημασία του ονόματος υποδηλώνει τη μίμηση του Θεού, δεν θα γίνει αφορμή, να κατηγορηθεί από τους απίστους ο Θεός, στον όποιο πιστεύουμε, εξ αιτίας της προσωπικής του άτακτης ζωής; Έτσι εξηγείται και κάποια από τις πολύ φοβερές απειλές, που αναφέρονται στην Αγία Γραφή για τους ανθρώπους αυτούς. Ποια είναι δε η απειλή; «Αλλοίμονο σ’ εκείνους, εξ αιτίας των οποίων υβρίζεται το όνομά μου από τους απίστους» (Ησ. 52,5). Νομίζω δε, πως αυτό κυρίως το νόημα θέλει, να εντυπώσει ο Κύριος μας στις ψυχές εκείνων, που έχουν «αυτιά» για να ακούουν, όταν λέγει: «να γινόσαστε τέλειοι, όπως είναι τέλειος και ο Πατέρας σας ο ουράνιος (Ματθ. 5,45). Κι’ αυτό δεν το λέγει άσκοπα. Αλλά, επειδή αποκάλεσε τον αληθινό Θεό και Πατέρα πατέρα των πιστών, θέλει, σύμφωνα με την τελειότητα και την αγαθότητα, που συναντάμε σ’ Εκείνον, να του μοιάζουν και όσοι έχουν αναγεννηθεί με την πίστη τους στο Χριστό.

Αλλά θα με ρωτήσεις: Πώς είναι δυνατόν η ανθρώπινη φύση, η άθλια και ασήμαντη, να νοσταλγεί και να πλησιάζει τη μακαριότητα και την αγιότητα, που υπάρχει στη θεϊκή φύση; Ή μήπως, μέσα από την ίδια την εντολή για την τελειότητα μας, δεν αναπηδάει η δυσκολία για την εκπλήρωση της; Γιατί πώς είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί η εξομοίωση του ανθρώπου του γήινου με τον ουράνιο Θεό, αφού η ίδια η διαφορά, που υπάρχει ανάμεσα στη φύση του Θεού και του ανθρώπου, δείχνει καθαρά πως είναι άφθαστη η μίμηση αυτή; Γιατί όσον είναι αδύνατο να γίνει ο άνθρωπος ίσος με τον ουρανό και κατά το μέγεθος και κατά τα αμέτρητα κάλλη, άλλο τόσο είναι αδύνατο να εξομοιωθεί ο πλασμένος από τη γη άνθρωπος με τον Θεό του ουρανού.

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι σαφής. Το ιερό Ευαγγέλιο μας λέγει να συγκρίνουμε όχι τη μια φύση με την άλλη, εννοώ την ανθρώπινη με τη θεία, αλλά τις αγαθές ενέργειες του Θεού, όσο βέβαια είναι τούτο δυνατό, να μιμούμαστε στη ζωή.

Και ποιές είναι οι ανθρώπινες ενέργειες που μπορεί να εξομοιωθούν με τις ενέργειες του Θεού; Εκείνες, που δείχνουν πως ο άνθρωπος έχει αποξενωθεί, όσον είναι ανθρώπινα δυνατό, από κάθε κακία, διατηρεί δε τον εαυτό του καθαρό από τους μολυσμούς της και στα έργα και στα λόγια και στις σκέψεις. Αυτή η αποξένωση και η καθαρότητα νομίζω, πως είναι η πραγματική μίμηση της θείας τελειότητας, που αποτελεί την ουσία του ουράνιου Θεού. Γιατί πιστεύω πως το άγιο Ευαγγέλιο δεν ανάφερε: το όνομα ουρανός, σαν μια ξεχωριστή κατοικία του Θεού, όταν μας προστάζει να προχωρούμε προς την τελειότητα, σύμφωνα με το παράδειγμα του επουράνιου Πατέρα μας. Γιατί ο Θεός βρίσκεται εξ ίσου ανάμεσα σ’ όλα τα δημιουργήματα και με τον ίδιο πάλι τρόπο αποκαλύπτεται μέσα σ’ όλη τη δημιουργία. Άλλωστε τίποτε δεν θα έμενε στη ζωή, αν χωριζόταν από τη μοναδική και αληθινή ύπαρξη, τον Θεό. Διατηρούνται όμως στη ζωή όλα τα υπάρχοντα, επειδή η θεία φύση έρχεται κατά τον ίδιο βαθμό σε επαφή με καθένα από τα δημιουργήματα και όλα τα περικλείει μέσα της με την περιεκτική δύναμη, που κατέχει…

Από αυτά, λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε, πως δεν είναι ξεχωριστή για τον Θεό κατοικία, αποκλειστικά και μόνον ο ουρανός. Επειδή όμως η μεν άνω κατάληξη, δηλ. η βασιλεία των ουρανών, γνώρισμα της έχει την καθαρότητα και την ελευθερία από κάθε κακία, γι’ αυτό με πολλές εικόνες και παραβολές σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής δηλώνεται τούτο. Στην επίγεια δε εδώ κάτω ζωή, που είναι βαθειά ζυμωμένη με την υλη, κυριαρχούν τα πάθη της κακίας. Γιατί ο εφευρέτης της κακίας διάβολος, σαν άλλο φίδι κυλιέται και σέρνεται στη λάσπη της γήινης ζωής, όπως αλληγορικά μιλάει γι’ αυτόν ο λόγος του Θεού (Γεν. 3, 14) που λέγει ότι θα σέρνεται με το στήθος και την κοιλιά και θα τρώει χώμα παντοτινά. Ο τρόπος αυτός της κίνησης και το είδος της τροφής του φιδιού μας αποκαλύπτει, ότι αυτός ο επίγειος βίος είναι και κατώτερος και χωματένιος. Φέρνει δε πάνω του τα ίχνη της πολύμορφης κακίας και γίνεται τροφή του θηρίου, που σέρνεται πάνω του. Γι’ αυτό κι’ όταν ο Κύριος μας παραγγέλλει, να μιμούμαστε τον ουράνιο Πατέρα, ζητεί από μας, να μένουμε καθαροί από τα γήινα πάθη. Η καθαρότητα δε αυτή και ο αποχωρισμός από τα πάθη δεν είναι ζήτημα τοπικό, που σχετίζεται με το να μετακινηθεί κάνεις από τούτο σ’ εκείνον τον τόπο, αλλά είναι έργο, που πραγματοποιείται από την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου και μόνον αύτη.

Εάν όμως η αποξένωση από το κακό, από μια φυσική τάξη γίνεται πραγματικότητα μόνο με την δύναμη του νου, είναι φανερό, πώς ο λόγος του Ευαγγελίου δεν μας επιβάλλει τίποτε το κουραστικό και επίπονο. Και τούτο γιατί δεν έχει καμιά σχέση ο κόπος με την κίνηση του νου. Αντίθετα μάλιστα· εύκολα μπορούμε να μετακινούμαστε με τη σκέψη, όπου κι’ αν θέλουμε. Έτσι είναι εύκολο, σε όποιον το θέλει, να ζει βίο ουράνιο, ενώ θα μένει στη γη, όπως διδάσκει το Ευαγγέλιο. Θα με ρωτήσεις όμως: Με ποιο τρόπο; Με το να συλλογίζεται τα ουράνια και στα ουράνια θησαυροφυλάκια να αποθηκεύει τον πλούτο της αρετής. Να, τι ακριβώς μας λέγει: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς εδώ στη γη, αλλά να συγκεντρώνετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε τα σκουλήκια, ούτε η σκουριά τους καταστρέφουν, ούτε οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν» (Ματθ 6, 19). Με τα λόγια αυτά δείχνει πως καμιά φθοροποιός δύναμη δεν υπάρχει μέσα στη βασιλεία των ουρανών, που να απειλεί την ευτυχία και τη μακαριότητα.

Άλλα ο διάβολος για να καταστρέψει τον ενάρετο βίο, θέτει σε κίνηση με πολλούς τρόπους την ποικίλη κακία του κατά της ζωής του ανθρώπου. Και άλλοτε μεν, σαν τον σκόρο, γεννιέται μέσα στο νου του ανθρώπου και καταστρέφει το μέρος, όπου θα ξεφυτρώσει, με τη διαβρωτική και αφανιστική του δύναμη. Εάν μάλιστα συμβεί να μη τιναχθεί γρήγορα από το σημείο εκείνο, γλιστρά προς τα κοντινά. Και τότε, όπου κι’ αν περάσει, αφήνει τα ίχνη της φθοράς με την πορεία, που ακολούθησε. Άλλοτε δε πάλι, εάν συμβεί το εσωτερικό του ανθρώπου, δηλ. η διάνοια, να είναι ασφαλισμένη, μηχανεύεται και βρίσκει τρόπους για να τον βλάψει, μέσα από διάφορα εξωτερικά περιστατικά. Τον εσωτερικό δηλ. θησαυρό, της καρδίας τον κλέβει, χρησιμοποιώντας σαν άλλο κλειδί, ή την αισθησιακή ηδονή, ή με κάποιο άλλο πάθος προσπαθεί να αδειάσει το δοχείο της ψυχής, αφού εξαπατήσει το νου με την οργή ή την λύπη ή με κάποιο άλλο παρόμοιο πάθος.

Επειδή, λοιπόν, καθώς λέγει ο Κύριος, οι ουράνιοι θησαυροί δεν διατρέχουν κίνδυνο ούτε από σκόρο ούτε από σκουριά, ούτε από κλέφτες, πράγματα που αναφέραμε πριν, γίνεται φανερό πως εκεί μας συμφέρει και πρέπει να μεταφέρουμε το εμπόρευμά μας. Εκεί όπου, ό,τι κι’ αν θησαυρίσεις, όχι μόνον παραμένει παντοτινά άφθαρτο και ποτέ δε λιγοστεύει, αλλά σαν άλλος σπόρος, θα σου αποδώσει περισσότερους και μεγαλύτερους καρπούς. Γιατί φαίνεται πως υπάρχει και στα πνευματικά κάποια σχέση αίτιας και αποτελέσματος. Έτσι, ανάλογα με τη φύση και την ιδιότητα εκείνου, που δέχεται τις καταθέσεις, αυξάνει και ο τόκος. Όπως ακριβώς δηλ. κάνουμε κι’ εμείς. Σαν φτωχοί που είμαστε, λιγοστά και φτωχά προσφέρουμε. Το ίδιο, είναι φυσικό, να κάμει και Εκείνος που είναι πλούσιος σε όλα. Όσα έχει από την ίδια τη φύση του, αυτά και χαρίζει σαν αντάλλαγμα, σε κείνους που τον δάνεισαν πρωτύτερα.

Για τον λόγον αυτόν ας μη δυσφορείς όταν, ανάλογα με τις δυνάμεις σου, κάνεις τις καταθέσεις σου στο θείο θησαυροφυλάκιο και στην Τράπεζα του ουρανού. Γιατί ανάλογος με το ύψος των καταθέσεων θα είναι και ο τόκος, που θα πάρεις. Αλλά περίμενε, σύμφωνα με την διαβεβαίωση του Θεού, που είπε πως τα μεγάλα θα αντικαταστήσουν τα μικρά. Και τα ουράνια θα διαδεχθούν τα γήινα, τα δε αιώνια θα αναπληρώσουν τα πρόσκαιρα. Όλα αυτά είναι τέτοια στη φύση τους, που είναι αδύνατο να χωρέσουν στον ανθρώπινο νου, ούτε να εξηγηθούν με λόγια ανθρώπινα. Γι’ αυτά ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος γράφει και μας διδάσκει πως «ούτε μάτι άνθρωπου είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε ανθρώπινος νους φαντάσθηκε, όσα ετοίμασε ο Θεός, για κείνους που τον αγαπούν» (Α’ Κορ. 2,9).

Μετάφραση: + Αρχιμ. Παγκράτιου Μπρούσαλη

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ '21

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

Η έλλειψη κριτικής ικανότητας ή και ηθελημένη ιδεολογική χρήση και ερμηνεία της ιστορίας παράγει κατά καιρούς τις γνωστές αρνητικές εκτιμήσεις για τη στάση της Εκκλησίας απέναντι στη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση. Και είναι γεγονός, ότι έχουν γραφεί και γράφονται συνεχώς σπουδαίες μελέτες, και όχι μόνο από κληρικούς ή θεολόγους, που δίνουν την όψη των πραγμάτων, που βγαίνει αβίαστα μέσα από τις πηγές, ελληνικές και ξένες.

Είναι φυσικό όμως να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στο χώρο της ιστορικής έρευνας οι μαρτυρίες εκείνες, που προέρχονται από πρόσωπα, που μπορούν να χαρακτηρισθούν «ουδέτερα» στην τοποθέτηση τους, τουλάχιστον ως ένα σημαντικό βαθμό. Τέτοια πρόσωπα είναι και οι ξένοι, που βρέθηκαν στο χώρο των εξελίξεων, για τη διεκπεραίωση ιδιωτικών τους υποθέσεων και που οι συγκυρίες θέλησαν να γίνουν μάρτυρες των γεγονότων, τα οποία κάποια στιγμή περιγράφουν και ερμηνεύουν σε κείμενα τους. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι Υπάλληλοι-Agents των δυτικών Ιεραποστολικών Εταιρειών, -όπως λ. χ. ο πράκτορας της British and Foreign Bible Society του Λονδίνου Henry Daniel Leeves (1790-1845), που για μια εικοσιπενταετία (1821-1845) υπήρξε η ψυχή της Εταιρείας αυτής στη Μικρασία, στην Επτάνησο και στην Ελλάδα. Κάτοχος διαφόρων πανεπιστημιακών τίτλων, ευφυέστατος και έμπειρος, είχε όλες τις προϋποθέσεις για να δει τα πράγματα και πίσω από την επιφάνεια τους, στο «δυσθηρήτατον» βάθος τους, με όλη την υπευθυνότητα άλλωστε, που επέβαλε η αντικειμενική ενημέρωση της Εταιρείας του.

Σε Εκθέσεις (Reports) σύγχρονες με την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως δίνει ο Leeves ξεκάθαρες πληροφορίες για τα συντελούμενα στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την Πόλη, που είχε φθάσει πριν από τις 8 Φεβρουαρίου 1821 (ν.ημ.). Παραθέτουμε τις πληροφορίες, που δίνει για την αρχή της Ελληνικής Επαναστάσεως, σε μετάφραση από τα δημοσιευμένα πρωτότυπα, για να διατυπωθούν μετά μερικές συμπερασματικές σκέψεις:

«Θεραπεία, 9. 4. 1821 (ν. ημ. ), δηλ. 29 Μαρτίου (π. ημ. )

(. . . ) Οι συνέπειες της επανάστασης των Ελλήνων στις επαρχίες της Βλαχίας και Μολδαβίας υπήρξεν η φυγή μερικών και η σύλληψη και εκτέλεση άλλων στην Κωνσταντινούπολη, τους οποίους η Πύλη θεώρησε ότι είχαν σχέση με τους Επαναστάτες. Τρεις Επίσκοποι της Ελληνικής Εκκλησίας συνελήφθησαν πριν από μερικές μέρες, και σήμερα το πρωί έμαθα, ότι δύο ακόμη προστέθηκαν σ' αυτούς. Το σύνολο των Ελλήνων βρίσκεται σε κατάσταση εξαιρετικού τρόμου, μη γνωρίζοντας, σε ποιους θα στραφεί στη συνέχεια η υποψία της Κυβερνήσεως. Όλοι οι Τούρκοι, κάθε κατηγορίας, είναι κατά διαταγήν του Σουλτάνου στα όπλα και, όπως είναι φυσικό να αναμένεται σε τέτοιες περιπτώσεις, έχουν συμβεί πράξεις βίας σε άτομα. Όχι γιατί έχω λόγους για προσωπικό συναγερμό, αλλά είναι φανερό, ότι πρέπει να μείνω στην ησυχία μου, και φοβούμαι ότι πρέπει να σταματήσω τις επισκέψεις μου στο Φανάρι, μέχρι να έλθουν πιο ήρεμοι καιροί. . . (. . . ).

Κων/λη, 11/23, Απριλίου 1821.

(. . . ) Στο τελευταίο γράμμα μου δεν σάς έδωσα παρά μια μελαγχολική αναφορά για την κατάσταση των δημοσίων πραγμάτων σ' αυτή τη χώρα. Με λύπη μου πρέπει να προσθέσω ότι έφθασαν σε ένα σημείο ακόμη περισσότερο απελπιστικό. Και δεν μπορεί να προβλεφθεί τι θα συμβεί. Κάθε μέρα συμβαίνουν και νέες εξεγέρσεις εναντίον των Ελλήνων και όσον αφορά στις προσπάθειες της εταιρείας μας [. . . ] η ελπίδα για εκτύπωση της Αγίας Γραφής εδώ, επί του παρόντος, γίνεται σκοτεινότερη. Χθες, ο υπερήλικας και σεβάσμιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνελήφθη και σήμερα το πρωί τον κρέμασαν εξευτελιστικά μπρος από την πύλη της Εκκλησίας του (εννοεί του Πατριαρχείου). [. . . ] (Ο Άγγλος Δραγουμάνος της Πύλης) βρήκε τον Ιλαρίωνα και τον ηγούμενο του Μοναστηρίου του, Αρχιεπίσκοπο του Σινά, αναστατωμένους. Είχαν γίνει μάρτυρες της θλιβερής σκηνής του θανάτου (εκτελέσεως) του Πατριάρχη τους και τεσσάρων Επισκόπων (γρ. Μητροπολιτών), που είχαν την ίδια με αυτόν τύχη. . . (. . . ).


Θεραπεία 12/24 Μαΐου 1821

(. . . ) Από το τελευταίο μου γράμμα, έχουμε κάπως περισσότερη ησυχία. Μολονότι τα πράγματα κατ' ουσίαν μένουν στην ίδια κατάσταση [. . . ] αισθανόμαστε περισσότερη ασφάλεια. Οι δημόσιες εκτελέσεις εκείνων, που κατηγορούντο ως αναμεμειγμένοι στη συνωμοσία και οι δολοφονίες Ελλήνων είναι τώρα αραιότερες. Όλοι οι Τούρκοι όμως παραμένουν ακόμη ένοπλοι και από τις πληροφορίες για όσα συμβαίνουν στο Αιγαίο και τις εκεί προετοιμασίες δεν φαίνεται ότι η παρούσα υπόθεση θα μπορούσε να λάβει γρήγορα ένα τέλος. . . (. . . ).

(Ο Leeves ετοιμάζεται για αναχώρηση. Στις 13 Αυγούστου θα εγκαταλείψει την Πόλη και στις 3 Σεπτεμβρίου θα φθάσει στην Οδησσό).

Ο Άγγλος μισσιονάριος εκθέτει με συντομία, αλλά και καθαρότητα και ακρίβεια, το κλίμα, που δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την έναρξη της Επαναστάσεως του Αλ. Υψηλάντη. Όσα λέγει είναι γνωστά: η φυγή μερικών οικογενειών και οι συλλήψεις κληρικών και λαϊκών επισήμων. Οι Μητροπολίτες, που συνελήφθησαν, ήσαν οι Εφέσου, Νικομήδειας, Χαλκηδόνος, Δέρκων, Θεσσαλονίκης και Αδριανουπόλεως. Ο γενικός συναγερμός των Τούρκων και οι διαπραττόμενες βιαιοπραγίες δημιουργούν αίσθημα φοβίας και στους ξένους. (Σε ένα σημείο θα γράψει: «Ακόμη και οι Φράγκοι-Franks! μόλις γίνονταν σεβαστοί» - μετά την εκτέλεση του Γρηγορίου του Ε). Κλίμα τρομοκρατίας και ανασφάλειας επικρατεί σε Ρωμηούς και ξένους στους επόμενους μήνες.

Το σημαντικότερο όμως εδώ είναι, ότι η εκτέλεση (απαγχονισμός) του άγιου Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' τοποθετείται στο ίδιο πλαίσιο με τις υπόλοιπες εκτελέσεις Ελλήνων, δηλαδή ήταν και αυτός ένας ένοχος (κατά τις εκτιμήσεις της Πύλης) και συνυπεύθυνος για την έκρηξη της Επαναστάσεως. Ούτε η ελάχιστη αμφιβολία διατυπώνεται για πιθανή ελεγχόμενη στάση του Οικουμε-νικού Πατριάρχη. Και από επιτόπια μελέτη των παραπάνω γραμμάτων στο πρωτότυπο τους, στο Αρχείο της Βιβλικής Εταιρείας, γνωρίζουμε ότι τίποτε σχετικό δεν υπάρχει και στο αδημοσίευτο τμήμα τους. Ο Leeves γίνεται έτσι μάρτυρας -σημαντικός- για τη μεγάλη θυσία του άγιου Πατριάρχη και των συναθλητών του κληρικών και λαϊκών για την ιερή υπόθεση της Παλιγγενεσίας του Γένους.

Σημ. Για τον Leeves και τη δράση του στην Ανατολή βρίσκε καvείς περισσότερα στη μελέτη του Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικών κατά τον ΙΘ' αιώνα, Αθήναι 1977. Τα γράμματα του Leeves βλ. στην 18η ετήσια Report της BFBS του 1822, σ. 46 έ.

Πηγή:ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ" ΜΑΡΤΙΟΥ 2002

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ;

Το καντήλι συμβολίζει το ανέσπερο φως που είναι ο Χριστός
και καλούμαστε να Τον μιμηθούμε.

Δηλαδή:
• Να φωτίσουμε τους εαυτούς μας με το αληθινό φως της γνώσεως
• Να γίνουμε φώτα όπως οι μαθητές του Χριστού

Ανάβουμε το καντήλι στην εκκλησία και στα σπίτια μας για να μας θυμίζει ότι η πίστη μας είναι φως, αφού ο Κύριός είπε «Εγώ ειμί το φως του κόσμου». Το φως του καντηλιού μας θυμίζει το φως με το οποίο ο Χριστός καταυγάζει τις ψυχές μας.

Ανάβουμε το καντήλι για να μιμηθούμε τους Αποστόλους και όλους τους Αγίους οι οποίοι κατά τον Απόστολο Παύλο είναι τέκνα φωτός. Για να ελέγχονται από το φως του τα σκοτεινά μας έργα, οι κακές ενθυμίσεις και να επανερχόμαστε στο δρόμο του φωτός του Ευαγγελίου.

Για να μας θυμίζει το αδιάλειπτο της προσευχής μας. Για να είναι φόβητρο στις δυνάμεις του σκότους που μας επιτίθενται με πονηριά πριν και κατά τη διάρκεια της προσευχής και θέλουν να απομακρύνουν τη σκέψη μας από το Θεό. Οι δαίμονες αγαπούν το σκοτάδι και τρέμουν το φως, το φως του Χριστού. Για να μας παρακινεί σε αυτοθυσία. Όπως δηλαδή με το λάδι καίγεται στο καντήλι το φυτίλι, έτσι και το δικό μας θέλημα να καίγεται με τη φλόγα της αγάπης στο Χριστό.

Ένα καθαρό ποτήρι, καθαρό και αγνό λάδι ελιάς πρέπει να χρησιμοποιούμε στο καντήλι μας και όχι η κακή συνήθεια να χρησιμοποιούμε σπορέλαιο ή άλλα παράγωγα αυτού. Χρησιμοποιούμε αγνό ελαιόλαδο για να θυμόμαστε την προσευχή του Ιησού στον κήπο των Ελαιών στη Γεθσημανή.

Το ελαιόλαδο είναι το καλύτερο λάδι και το πιο καθαρό και αυτό θα προσφέρουμε στον Ένα και Αληθινό Θεό. Το άναμμα του καντηλιού με ελαιόλαδο είναι μια μικρή δική μας θυσία, σημείο και δείγμα ευγνωμοσύνης και αγάπης που οφείλουμε στο Θεό για την μεγάλη θυσία που έκανε για μας με το Σταυρικό Του θάνατο.

Τον ευχαριστούμε για την πατρική Του αγάπη, την υγεία που μας χαρίζει, για τη σωτηρία τη δική μας άλλα και όλου του κόσμου μα πάνω απ όλα για όλες τις δωρεές του Παναγίου Πνεύματος.

Ακοίμητο καντήλι πρέπει να καίει στο εικονοστάσι του σπιτιού μας για να μας θυμίζει ότι ο πνευματικός μας αγώνας πρέπει να είναι ακοίμητος. Το ανάβουμε μπροστά στις εικόνες στους Ιερούς Ναούς, στην Αγία Τράπεζα, στον Εσταυρωμένο πίσω της Αγίας Τραπέζης, στην Ιερά Πρόθεση εντός του Ιερού Βήματος, στους τάφους των προσφιλών κεκοιμημένων συγγενών μας.

Πηγή:www.voiotosp.blogspot.com

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ

Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου Ι. Μ. Πέτρας & Χερρονήσου
Προϊσταμένου του Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου πόλεως Αγ. Νικολάου

Με­λε­τών­τας το βι­βλί­ο του κα­θη­γη­τή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών Ι­ω­άν­νου Κορ­να­ρά­κη «Ψυ­χο­λο­γι­κές προ­ο­πτι­κές», θα δού­με εν συν­το­μί­α «το σύμπλεγμα της Α­λε­πούς», α­πό τους μύ­θους του Αι­σώ­που.

Ο μύ­θος «Η Α­λε­πού και τα στα­φύ­λια», εί­ναι α­σφα­λώς α­πό τους πιο γνω­στούς αι­σώ­πει­ους μύ­θους. Γι’ αυ­τό και η φρά­ση «Ό­σα δεν φτά­νει η Α­λε­πού τα κά­νει κρε­μα­στά­ρια», εί­ναι πα­σί­γνω­στη. Ο μύ­θος θέ­λει την Α­λε­πού πει­να­σμέ­νη μπρο­στά α­πό τα κρε­μά­με­να στα­φύ­λια.

Η πει­να­σμέ­νη Α­λε­πού, μό­λις εί­δε τα στα­φύ­λια όρ­μη­σε προς αυ­τά, προ­κει­μέ­νου να ι­κα­νο­ποι­ή­σει την πεί­να της, ό­μως δεν μπο­ρού­σε να τα φτά­σει, για­τί δεν εί­χε τις σω­μα­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες. Μέ­χρις ε­δώ η αν­τί­δρα­ση του ζώ­ου εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή. Κα­νείς ού­τε στην πε­ρι­ο­χή του ζω­ι­κού βα­σι­λεί­ου, ού­τε με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων, μπο­ρεί να εί­ναι παν­το­δύ­να­μος. Μια α­πο­τυ­χί­α στις πιο πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, μπο­ρεί να εί­ναι εν­τε­λώς φυ­σι­ο­λο­γι­κό γε­γο­νός.

Η Α­λε­πού με­τά την α­πο­τυ­χί­α της, εί­χε δύ­ο δυ­να­τό­τη­τες φυ­σι­ο­λο­γι­κής αν­τί­δρα­σης. Ή να ε­πα­να­λά­βει το εγ­χεί­ρη­μα, ή να δι­και­ο­λο­γή­σει την α­πο­τυ­χί­α της, (στον ε­αυ­τό της και στα ζώ­α που την έ­βλε­παν). Κά­νει το δεύ­τε­ρο. Δι­και­ο­λο­γεί την α­πο­τυ­χί­α της και λέ­ει: «Τα στα­φύ­λια εί­ναι ά­γου­ρα». Το νό­η­μα της αν­τι­δρά­σε­ως της Α­λε­πούς εί­ναι η δι­και­ο­λο­γί­α, που ε­δώ βα­σί­ζε­ται στο ψέ­μα, α­φού τα στα­φύ­λια δεν ή­ταν ά­γου­ρα κι ε­κεί­νη το ή­ξε­ρε. Αυ­τό ή­ταν πο­νη­ριά και α­πά­τη για τον ε­αυ­τό της και τα ζώ­α που την πα­ρα­τη­ρού­σαν. Το ερ­μη­νευ­τι­κό συμ­πλή­ρω­μα του μύ­θου εί­ναι ό­τι, «έ­τσι και με­ρι­κοί άν­θρω­ποι, ό­ταν δεν μπο­ρούν να ε­πι­τύ­χουν κά­ποι­α πράγ­μα­τα στη ζω­ή τους α­πό α­δυ­να­μί­α, κα­τη­γο­ρούν τους και­ρούς».

Οι μύ­θοι του Αι­σώ­που, ό­πως γνω­ρί­ζο­με, έ­χουν σκο­πό να σκι­α­γρα­φή­σουν τα αν­θρώ­πι­να πά­θη στα πρό­σω­πα των ζώ­ων και να καυ­τη­ριά­σουν αν­θρώ­πι­νες συμ­πε­ρι­φο­ρές. Η α­πο­τυ­χί­α της Α­λε­πούς στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση προ­σβάλ­λει την α­ξι­ο­πρέ­πεια της, μει­ώ­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τα της και ε­πο­μέ­νως τραυ­μα­τί­ζει την ει­κό­να της υ­παρ­ξια­κής της προ­ο­πτι­κής. Στις δι­αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις, η χρή­ση της μη α­λη­θι­νής δι­και­ο­λο­γί­ας, σκο­τει­νιά­ζει και τραυ­μα­τί­ζει την αυ­το­γνω­σί­α και την αυ­το­θε­ώ­ρη­ση.

Το σπου­δαι­ό­τε­ρο πλήγ­μα στην προ­σπά­θεια της Α­λε­πούς να φτά­σει τα στα­φύ­λια, ή­ταν ο τραυ­μα­τι­σμός του ε­γω­ι­σμού της, μπρο­στά στα άλ­λα ζώ­α που την πα­ρα­τη­ρού­σαν. Το ί­διο συμ­βαί­νει με τον άν­θρω­πο, ό­ταν πλη­γώ­νε­ται ο ε­γω­ι­σμός του και τραυ­μα­τί­ζε­ται η πλα­σμα­τι­κή ει­κό­να του ε­αυ­τού του. Δεν εί­ναι θα­νά­σι­μο α­μάρ­τη­μα η α­πο­τυ­χί­α, για να αν­τι­δρά ό­πως η Α­λε­πού, με ψεύ­τι­κη δι­και­ο­λο­γί­α.

Δεν εί­ναι ντρο­πή να α­πο­τύ­χει κα­νείς. Εί­ναι ντρο­πή να μη θέ­λει να α­πο­δε­χτεί την α­δυ­να­μί­α του. Αυ­τό φα­νε­ρώ­νει α­λα­ζο­νι­κό ε­γω­ι­σμό, που στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, με τη χρή­ση των πλα­σμα­τι­κών δι­και­ο­λο­γι­ών, τον τα­πει­νώ­νει και τον ξευ­τε­λί­ζει. Η ει­λι­κρί­νεια και η σω­στή αυ­το­γνω­σί­α και ό­χι η «α­πώ­θη­ση», δί­νει την ει­κό­να του α­λη­θι­νού αν­θρώ­που: «Προ­σπά­θη­σα αλ­λά δεν τα κα­τά­φε­ρα». Αν ό­μως ο άν­θρω­πος πά­σχει α­πό αρ­ρω­στη­μέ­νη «φι­λο­πρω­τί­α», θα κα­τα­λή­ξει στον εμ­παιγ­μό που υ­πέ­στη η Α­λε­πού.

Και πρέ­πει να α­να­φέ­ρο­με σ’ αυ­τό το ση­μεί­ο, πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις που συ­ναν­τού­με στους συ­ναν­θρώ­πους μας, ό­ταν δεν πε­τύ­χουν αυ­τό που θέ­λουν. Αν­τί να ο­μο­λο­γή­σουν την α­δυ­να­μί­α τους, ε­παί­ρον­ται με υ­πο­κρι­τι­κό τρό­πο και λέ­νε: «κα­λύ­τε­ρα που ήρ­θαν έ­τσι τα πράγ­μα­τα». Αυ­τό εί­ναι ε­πί­πλα­στη δι­και­ο­λο­γί­α, που αλ­λοι­ώ­νει τό­σο την ε­σω­τε­ρι­κή ει­κό­να του χα­ρα­κτή­ρα τους, ό­σο και την ε­ξω­τε­ρι­κή, που θέ­λουν να δεί­χνουν στους άλ­λους αν­θρώ­πους.

Στο α­ξι­ό­λο­γο βι­βλί­ο του κα­θη­γη­τή Κορ­να­ρά­κη, η χρή­ση της δι­και­ο­λο­γί­ας μπο­ρεί να α­πο­κα­λύ­ψει νευ­ρω­τι­κές τά­σεις ή ψυ­χα­ναγ­κα­σμούς, που κα­θο­ρί­ζουν α­συ­νεί­δη­τα την αν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά. Α­κό­μη και μια «δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη» δι­και­ο­λο­γί­α μπο­ρεί να εί­ναι μια κομ­πλε­ξι­κή-νευ­ρω­τι­κή αν­τί­δρα­ση. Η δι­και­ο­λο­γί­α δεν εί­ναι πάν­το­τε α­θώ­α. Εί­ναι τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές μια «παμ­πό­νη­ρη» Α­λε­πού! Φαί­νε­ται ό­τι ο χώ­ρος του α­συ­νει­δή­του, εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη φω­λιά της.

Προ­σο­χή λοι­πόν στη χρή­ση της δι­και­ο­λο­γί­ας, το­νί­ζει ο κα­θη­γη­τής. Ό­σο αυ­θόρ­μη­τα κι αν ξε­πε­τά­γε­ται, για να μας γλυ­τώ­σει α­πό κά­ποι­α υ­παρ­ξια­κή α­πει­λή (κά­ποι­ο τραυ­μα­τι­σμό του ε­γω­ι­σμού μας ή της πλα­σμα­τι­κής ει­κό­νας του ε­αυ­τού μας), ας ε­λέγ­χου­με την ταυ­τό­τη­τα της. Εί­ναι πο­λύ πι­θα­νόν να α­να­γνω­ρί­σου­με στην συμ­πε­ρι­φο­ρά της, «το πή­δη­μα» της Α­λε­πούς.

Το φως του Χρι­στού, μπο­ρεί να φω­τί­σει τα βά­θη της συ­νεί­δη­σης μας και να μας ο­δη­γή­σει στην α­λη­θι­νή αυ­το­γνω­σί­α, στην παρ­ρη­σί­α και την ει­λι­κρί­νεια και στην α­ξι­ο­πρε­πή αν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Πηγή:www.enoriaagiougeorgiou.blogspot.com

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΟΣΟ Η ΦΑΝΑΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ

Για να αλλάξουμε την ατμόσφαιρα της Ορθοδοξίας, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας σε προοπτική, να μετανοήσουμε, και αν χρειάζεται, ν' αποδεχθούμε την αλλαγή, τη μεταστροφή. Στην ιστορική Ορθοδοξία, υπάρχει μια ολοκληρωτική απουσία κριτηρίων αυτοκριτικής. Η Ορθοδοξία αυτοπροσδιοριζόταν : έναντι των αιρέσεων, έναντι της Δύσης, της Ανατολής, των Τούρκων, κ.λ.π. Η Ορθοδοξία συνυφάνθηκε με συμπλέγματα αυτοεπιβεβαίωσης, και από μια υπερτροφική θριαμβολογία : το να αναγνωρίζει τα λάθη της σήμαινε πως καταστρέφει τα θεμέλια της αληθινής πίστης.
Η τραγωδία της Ορθόδοξης ιστορίας τοποθετείται κυρίως στον θρίαμβό της επάνω στο εξωτερικό, αντικειμενικό κακό : είτε κατά τη διάρκεια των διωγμών, ή από τον ζυγό των Τούρκων, του Κομμουνισμού – και ποτέ επάνω στο εσωτερικό. Κι όσο δεν μεταβάλλονται αυτές οι πεποιθήσεις, πιστεύω πως δεν είναι δυνατή καμία Ορθόδοξη αναβίωση. Τα πολλά εμπόδια που καθιστούν τόσο δύσκολη αυτή την αναβίωση δεν οφείλονται στους αμαρτωλούς ανθρώπους, αλλά ριζώνουν εκεί που φαίνεται πως βρίσκεται η ουσία της Ορθοδοξίας : πρώτον -σ' ένα είδος ευσέβειας, γεμάτης από προλήψεις και γλυκερότητα, και απολύτως αδιαπέραστης σε κάθε πολιτισμό. Μια ευσέβεια με παγανιστικές διαστάσεις, που διαλύει την Ορθοδοξία σε μια συναισθηματική θρησκευτικότητα. Δεύτερον – σε μια Γνωστική τάση στην ίδια την πίστη, η οποία ξεκίνησε ως Ελληνιστική επίδραση και κατέληξε στη Δύση ως Καρτεσιανή εγκεφαλικότητα. Τρίτον – στον δυϊσμό ευσέβειας και ακαδημαϊκής θεολογίας, που αποκατέστησε την πρωτογενή εσχατολογία στο χριστιανικό όραμα του κόσμου. Τέταρτον – στην παράδοση της Ορθοδοξίας σ' έναν εθνικισμό του χειρίστου παγανιστικού, αυταρχικού και αρνητικού είδους. Αυτό το “κοκτέιλ” προσφέρεται ως “καθαρή Ορθοδοξία”, και κάθε προσπάθεια κριτικής του καταδικάζεται αμέσως ως αίρεση. Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο όσο η φανατική υπεράσπιση της Ορθοδοξίας.

Απ' το Ημερολόγιο του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν

Πηγή:www.iereasanatolikisekklisias.blogspot.com

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΠΑΡΕΛΑΒΕ*

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,
Ἅγιοι Πατέρες,
Ἀδελφοί,
Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν· οὕτω κηρύσσομεν.

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ὀργανισμός αὐτόνομος. Δέν ἔχει γνώμη καί τοποθέτηση δική της. Οἱ λειτουργοί της (παπᾶς, δεσπότης, σύνο-δος, πατριάρχης) δέν ἔχουν ἐξουσιοδότηση νά λένε ὅ,τι θέλουν. Οὐ κυ-ριεύομεν τῆς πίστεως. Δέν εἴμαστε ἀφεντικά στήν πίστη (Α΄ Πετρ. 5, 3· Β΄ Κορ. 1, 24).

Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβε. Δέν τήν ἔφτιαξε τήν πίστη της. Δέν εἶναι δική της· δημιούργημά της. Τήν παρέλαβε. Καί τήν ὑπηρετεῖ.

Λέγει ὁ θεοκήρυκας ἀπόστολος: Ἐγώ παρέδωκα ὑμῖν, ὅ καί παρέλαβον· ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στήν γῆ γιά μᾶς. Καί πέθανε γιά μᾶς· γιά τίς ἁμαρτίες μας· καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς· γιά τήν δικαίωσή μας (Α΄ Κορ. 15, 3).

Καί ἐμεῖς, Τόν εἴδαμε νά πεθαίνει στόν σταυρό γιά μᾶς. Τόν εἴδαμε ἀναστημένο. Τόν εἴδαμε νικητή τοῦ θανάτου. Τόν εἴδαμε στήν θυσία Του. Τόν εἴδαμε καί στήν δόξα Του τήν θεϊκή. Τόν ἀκούσαμε νά μᾶς λέει τό σχέδιό Του γιά μᾶς· νά μᾶς δίνει τήν εὐλογία Του· τήν εἰρήνη Του. Τόν ζήσαμε. Χορτάσαμε καί χορταίνομε μέχρι σήμερα τήν παρουσία Του. Καί τό καταλάβαμε, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ Θεός τῆς Δόξης (Α΄ Κορ. 15, 1-8).

Ἐμεῖς, λέγει ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἁγία Ἑβδόμη Οἰκου-μενική Σύνοδος, αὐτό παραλάβαμε· καί αὐτό κηρύττομε: ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός.

Καί ἐμεῖς, ἡ Ἐκκλησία Του, σάν στόμα Του, μιλᾶμε στό τώρα, ἀλλά ὄχι μόνο γιά τό τώρα· μιλᾶμε γιά τό πάντοτε· γιά νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων!

Καί ἔχομε χρέος, σέ ὅ,τι καί ἄν κάνωμε, καί σέ ὅ,τι καί ἄν λέμε, πάντοτε τήν ἀναφορά μας νά τήν ἔχωμε σ᾽ Αὐτόν.

Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα. Μεγάλη ἑορτή γιά τόν ὀρθόδοξο λαό μας! Ἑορτή κριτήριο.

Νά τήν τιμᾶτε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας σάν τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, φωνάζει ἕνας ἅγιος.
* * *


Ἡ ὀρθοδοξία, δέν εἶναι οἱ ἐθνικές μας παραδόσεις. Δέν εἶναι τά ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας. Δέν εἶναι τά μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ του. Δέν εἶναι οἱ εἰκόνες του. Δέν εἶναι ἡ γλῶσσα του!

Ὅλα αὐτά βέβαια, τό κάθε τί πού κηρύττει τήν πίστη στόν Χρι-στό, ἔχουν μιά ἱερότητα. Καί οἱ ἐκκλησίες. Καί τά βιβλία τους. Καί οἱ εἰκόνες τους. Καί οἱ πέτρες τους. Καί τά ξύλα τους.

Στήν χρήση τους γιά τήν λατρεία τοῦ Κυρίου ὅλα αὐτά ἁγιάζονται. Ἀλλά δέν θεανθρωποποιοῦνται.

Δέν εἶναι αὐτά ἡ πίστη. Μαρτύρια εἶναι. Στόματα εἶναι. Ξυπνη-τήρια εἶναι. Μᾶς δείχνουν τήν πίστη. Μᾶς θυμίζουν τήν πίστη. Ἀλλά δέν εἶναι, οὔτε ἡ πίστη· οὔτε μέρος ἀπό τήν πίστη. Μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας εἶναι.

Τά μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἐκδηλώματα τῆς πίστης καί τῆς θεοσέβειας τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους. Ἐκείνης πού τά πα-ρήγαγε. Τίποτε περισσότερο. Μά ἡ ἐποχή ἐκείνη πέρασε. Καί ὁ πολι-τισμός της μαζί. Καί ὄχι μόνο! Καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται! Ἕνα μένει. Ὁ Χριστός. Ὁ τῶν αἰώνων ποιητής καί δεσπότης. Καί ὁ λόγος Του.

Δέν εἶναι νοσταλγία γιά τό παρελθόν ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν ἤρθαμε σήμερα στήν Ἐκκλησία, γιά νά κλάψωμε χτυπώντας τό κεφάλι μας σέ κάποιο τεῖχος θρήνων γιά περασμένα μεγαλεῖα, πού ἐχάσαμε!

Δέν μᾶς μιλάει γιά τό παρελθόν ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιά τό παρόν μᾶς μιλάει καί γιά τό μέλλον. Δέν πρέπει λοιπόν ἐμεῖς νά νοσταλγοῦμε τήν ἁγιωσύνη καί τό μεγαλεῖο τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Ἀντωνίου. Δέν πρέπει νά ζοῦμε, οὔτε μέ τά περασμένα· οὔτε γιά τά περασμένα.

Ἀλλά γιατί;
Λέγει ὁ τρισμακάριος Παῦλος: Ἕν δέ. Γιά ἕνα! Ἕνας πρέπει νά εἶναι ὁ στόχος μας. Ἕνας ὁ πόθος μας. Ξεχνώντας τά περασμένα, νά πηγαίνωμε μπροστά· μέ μοναδικό μας σκοπό καί στόχο νά φθάσωμε στό βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅσοι οὖν τέλειοι τοῦτο φρονῶμεν (Φιλ. 3, 13-15). Αὐτό πρέπει νά τό βάλωμε μέσα μας βαθειά.

Ἡ πίστη στόν Χριστό εἶναι ἡ ἀπό καταβολῆς κόσμου σχέση μας μέ τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό λέμε: Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐκήρυξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύττομεν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν.

Ὀρθοδοξία εἶναι παράδοση καί παραλαβή. Εἶναι μιά σχέση ὑπεύθυνη· μιά πράξη προσωπική. Μέσα στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ἄνθρωπος-μέλος της βιώνει τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία. Καί κη-ρύττει τήν ἀλήθεια μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία. Τήν δέχεται μέ ἐλευθερία. Τήν κρατεῖ μέ ἐλευθερία. Τήν μεταδίδει μέ ἀγάπη καί μέ ἐλευθερία.

Τήν ἀληθινή πίστη, τήν πίστη στόν Χριστό, δέν τήν βρίσκει κανείς μόνος του· στοχαζόμενος. Οὔτε τήν ἀνακαλύπτει μέ ἔρευνα. Μιά συνέχεια εἶναι ἡ πίστη. Ἀπό καταβολῆς κόσμου. Κάποιος τήν παραδίδει. Καί κάποιος τήν παραλαμβάνει. Συνέχεια τῆς πίστης μας χωρίς παράδοση καί παραλαβή, πράξεις ἐλεύθερες, δέν γίνεται.

Τήν παραδίδει ὁ Χριστός καί ἐκεῖνοι πού Τόν ἐπίστευσαν· πρό-σωπα συγκεκριμένα. Καί τήν παραλαμβάνουν, ὅσοι θέλουν· ἐκεῖνοι πού τούς νοιάζει νά ἔχει ἡ ζωή τους περιεχόμενο. Καί ὅσο πιό πολύ αὐτό τό ξεχνᾶμε, τόσο πιό πολύ φτωχαίνομε. Καί διαλυόμαστε. Καί ἀτομικά. Καί κοινωνικά.

Ἡ κρίση ἡ οἰκονομική εἶναι μικρό κακό, μπροστά στήν φτώχευ-ση τήν πνευματική· μπροστά στήν πνευματική ἀφασία.
* * *


Σήμερα ζοῦμε σέ μιά «κοινωνία» ἄκρατα ἀνθρωποκεντρική καί ἐνδοκόσμια· αἰχμάλωτη «μέσ᾿ στόν ὑπνόσακκο τῶν ὁρατῶν», ὅπως λέ-ει ὁ ποιητής (Νικ. Καροῦζος).

Βλέπουμε τόν οὐρανό μολυβένιο.
Τίς ἐκκλησίες κτίρια ἄχαρα.
Τίς εἰκόνες ζωγραφιές πού δέν μιλᾶνε πιά.
Τά βιβλία τῆς πίστης μας παράξενα καί ἀκατανόητα.
Τήν πίστη καί τά ἤθη πού ὑπαγορεύει, ἀπάνθρωπα.

Ἀλήθεια καί ἐλευθερία εἶναι οἱ δύο πόλοι τῆς ἀληθινῆς πίστης. Καί εἴτε ἡ ἀλήθεια ὑποτιμᾶται, εἴτε ἡ ἐλευθερία, ἡ θεϊκή τάξη παρα-σαλεύεται. Καί ἡ ζημία πού ἐπακολουθεῖ, ταλαιπωρεῖ τόν ἄνθρωπο.

• Ἡ πίστη μᾶς λέγει: Ὁ Χριστός πρόσφερε τόν ἑαυτό Του θυσία γιά μᾶς. Καί οἱ ἱερεῖς Του, μέ τήν χειροτονία γίνονται μέτοχοί Του. Καί πρέπει νά παραλαμβάνουν τήν πίστη στήν δική Του ἀποστολή καί στήν δική Του θυσία. Ὤ πόσο μεγαλειώδης θά ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἄν οἱ κληρικοί της ἀπόπνεαν τήν ὀσμή τῆς γνώσεως, τῆς ἀποστολῆς καί τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ!

Τάχα παράλαβε ἀπό τόν Χριστό τίποτε ὁ ἱερωμένος, πού δέν βλέπει τούς χριστιανούς σάν παιδιά του; πού δέν ἔχει διάθεση θυσίας γιά χάρη τους; Καί τί τάχα θά παραδώσει, ὅταν βλέπει τήν Ἐκκλησία σάν χῶρο γιά προσωπική του προβολή καί καταξίωση; καί ὅταν στόχο του ἐξώφθαλμο ἔχει νά κάμει καριέρα;

Ἀλήθεια, ἐπῆρε τίποτε ἀπό Ἐκεῖνον, πού γεννήθηκε σέ σπήλαι-ο, καί πέθανε σάν κακοῦργος, καί τάφηκε σέ ξένο τάφο, -ὁ κληρικός, καί πιό πολύ ὁ μοναχός, πού ἀφήνει τήν καρδιά του νά κολλάει στόν πόθο γιά πολυτέλεια, γιά μεγαλεῖα, γιά πλούτη; Εἶναι ποτέ δυνατό, μιά τέτοια ἀσυνέπεια νά θεωρηθῆ συμβατή μέ τήν πίστη, μέ τό μή-νυμα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ;

• Ὄργανα τῆς πίστης θέλει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί τούς σαρκι-κούς γονεῖς. Θά εἰπεῖς στόν υἱό σου· θά τόν διδάξεις· θά τόν νουθετή-σεις, λέγει ὁ Θεός (Ἐξοδ. 13, 8, 14).

Σήμερα ὅμως ζοῦμε σέ μιά κοινωνία πατροκτονική. Ὁ πατέρας ἀπαγορεύεται νά εἶναι πατέρας· καί ἀκόμη πιό πολύ ἀπαγορεύεται, νά θέλει νά εἶναι πατέρας. Καί αὐτός ὁ δυστυχής, παίρνει τό σύνθημα σάν τάχα σημεῖο προόδου· καί ἀπό τό φόβο μή καί φερθῆ στό παιδί του αὐστηρά, σάν τούς παλαιούς μπαμπάδες, γίνεται λίγο σαχλαμάρας· καί κάνει στά παιδιά του τόν φίλο! Μά τά παιδιά, καί ἰδίως οἱ ἔφηβοι, δέν θέλουν φίλους! Φίλους βρίσκουν. Εὔκολα. Καί ἄνετα!... Πατέρα θέλουν, νά τά μυσταγωγήσει στήν ζωή· νά τούς δώσει νά καταλάβουν σωστά, τί εἶναι ἡ ζωή.

Ἡ σημερινή οἰκογένεια, δέν παραδίνει τίποτε! Τό αἴτημα φρο-ντίδας τῶν γονιῶν γιά τά παιδιά τους, στόν σύγχρονο κόσμο περιορί-ζεται στήν διατροφή, στίς σπουδές, στήν ὑγεία, καί στήν ἐπαγγελματική ἀποκατάσταση.

Τραγική ἡ ἐποχή μας. Ζητεῖ, ἀπό τά παιδιά, νά ἐξελίσσωνται ἀπό βιολογική καί νομική πλευρά, ὅσο τό δυνατό πιό γρήγορα· καί ἀποδοτικά· καί ἀπό τούς γέρους, ὅταν δέν εἶναι πιά παραγωγικοί, ἤ ὅταν εἶναι ἁπλά ἐνοχλητικοί, νά πεθαίνουν μιά ὥρα νωρίτερα· καί, ἄν ἀργοῦν, μέ εὐθανασία! Πῶς νά ἐξελιχθῆ τό παιδί σωστά, ὅταν ὁ πατέ-ρας, ἀντί νά ἐμπιστευθῆ στό παιδί του, ἐφόδιο γιά τήν ζωή του, τήν πίστη στόν Χριστό, ἁπλά τοῦ ἐμπιστεύεται τήν πιστωτική του κάρτα; Καί δείχνει ἔτσι στό παιδί του μυαλά πιό παιδικά ἀπό ὅ,τι ἔχει ἐκεῖνο; Ἀλλά καί τί νά τοῦ παραδώσει, ὅταν ὁ ἴδιος δέν ἔχει τίποτα;

Αὐτές καί ἄλλες χειρότερες σύγχρονες ἀντιλήψεις ἔκαμαν τήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς μας πατροκτονική. Τήν κάνουν καί σκοτώνει τήν αὐθεντία τοῦ πατέρα στό σπίτι του, στά παιδιά του.

Καί ἦλθαν τά ἐπεισόδια τοῦ περασμένου Δεκέμβρη. Καί νά οἱ νέοι, οἱ ἔφηβοι τῆς πρώιμης ἐφηβικῆς ἡλικίας, σέ ἐπανάσταση! Διαδη-λώνουν ἀγανάκτηση γιά συμβάντα θλιβερά. Φωνάζουν. Οὐρλιάζουν. Σπάζουν τζάμια. Καῖνε μαγαζιά!

Καί ξεσηκώνεται ἡ «ἐχέφρων» κοινωνία!
- Τά παλιόπαιδα! Πού δέν σέβονται τίποτε!...
Μά γιά σταθῆτε, ἀδελφοί! Γιατί φωνάζετε; Πῶς πρόκυψαν αὐτά τά ἐκδηλώματα; Ἔτσι ξαφνικά; Τί φταῖνε τά παιδιά; Νά εἴμαστε δί-καιοι:

Τά γέννησε μιά κοινωνία πού διδάσκει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται ἀπό τό τίποτε· καί πηγαίνει στό πουθενά!...

Μέ τέτοια φιλοσοφία, τί περιμένατε νά ἔκαναν;
Οἱ κραυγές τῶν παιδιῶν, πού καῖνε καί σπᾶνε, πρέπει νά διαβά-ζωνται ἀπό ἐμᾶς, ὄχι σάν ἀπειλή πού δέν εἶναι, ἀλλά σάν ἱκεσία. Οἱ ἀταξίες τους εἶναι κραυγές πού λένε: Ἀσχοληθῆτε μαζί μας σωστά. Τό ἔχουμε ἀνάγκη. Παραδῶστε μας κάτι! Μιλῆστε μας γιά κάτι πιό πά-νω ἀπό τήν κοιλιά! Εἰπέτε μας, πῶς γεμίζει ἡ καρδιά; πῶς νά ἀγαπᾶμε; τί νά κυττᾶμε;

Δυστυχῶς ὅμως, καί ἐμεῖς οἱ ἀρχιερεῖς, καί οἱ ἱερεῖς, πνευματι-κοί πατέρες, ἀλλά καί σεῖς, ἀδελφοί, βρισκόμαστε φοβερά ἀποπροσανα-τολισμένοι. Σέ λάθος θέση καί στάση. Πάψαμε νά εἴμαστε τό ἁλάτι, ὅπως μᾶς τό ζητάει ὁ Χριστός. Μά ὅταν τό ἁλάτι γίνεται ἄναλο, εἴτε γιατί ἐμεῖς δέν τό βλέπομε πιά (τό ἔργο μας) σάν ἁλάτι τῆς γῆς, εἴτε γιατί ἐμεῖς δέν τό χρησιμοποιοῦμε σάν ἁλάτι τῆς γῆς, τότε ἀντί γιά παρηγορία καί ἐλπίδα, γινόμαστε θλίψη καί ἀπογοήτευση. Καί σάν ἁλάτι ἄναλο, καταντᾶμε χωρίς λόγο ὕπαρξης· ἁλάτι ἄναλο· ἄξιοι βληθῆναι ἔξω καί καταπατεῖσθαι ὑπό τῶν ἀνθρώπων (Ματθ. 5, 13)· σέ ἀμφισβήτηση καί σέ ἀπόρριψη.
* * *


Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,
πατέρες, ἀδελφοί.
Λέγει ἕνας σύγχρονος ποιητής-τροβαδοῦρος τῆς ἀνθρωπιᾶς:
«Τό ξέρω, πώς ὅλα χάθηκαν τώρα.
Τό ξέρω, τό κάστρο σου ἔχει καεῖ.
Τό ξέρω, πώς ψάχνεις μιά ἄγνωστη χώρα,
μιά χώρα καινούργια, πού κρύβεται ἐκεῖ,
μετά τό σκοτάδι, μετά τήν σιωπή!...
Καί ὅπως πάλι ἀνοίγει ἡ παλιά πληγή,
ὁ θυμός σέ πνίγει γιά τά χρόνια, πού ἔχουν πιά χαθεῖ».
(Νίκος Πορτοκάλογλου)

Ἐμᾶς, πότε θά μᾶς πνίξει ὁ ἅγιος αὐτός ὁ θυμός γιά τά χρόνια πού ἔχουν χαθῆ;

Πρέπει νά μᾶς πνίξει! Ἀλλοίμονο, ἄν δέν μᾶς πνίξει!
Λέει ἕνας σοφός πρόγονός μας, ὁ μεγάλος φιλόφοφος Πλάτων:
Ὁ ἄνθρωπος, πού δέν ἔχει διάθεση νά κάμει κάτι γιά τίς ἰδέες του, δείχνει ἕνα ἀπό τά δύο: ἤ ὅτι οἱ ἰδέες του δέν ἀξίζουν δεκάρα· ἤ ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἀξίζει δεκάρα.

Κάτι δέν πάει καλά. Κάτι πρέπει νά κάμωμε!
Ἀσφαλῶς.
Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ προβλήματος εἶναι δεῖγμα γνησιότητας.
Καί ἡ βούληση γιά ἀγώνα γιά ὀρθοπόδηση, εἶναι ζῆλος ἀποστολικός, φρόνημα ἀποστολικό.

Μακαριώτατε,
Καλά ξεκινήσατε τήν ἀρχιεπισκοπική Σας διακονία, μέ τήν βούληση νά εἶσθε, ὄχι ὀργίλος ἐπιτιμητής, ἀλλά πράος ὁμολογητής.

Συνεχίστε. Καί δῶστε τίς κατευθύνσεις, πού χρειάζονται, νά ξα-ναγίνωμε τό ἁλάτι τῆς γῆς· γιά τήν πίστη στόν Χριστό· γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.

*Την ομιλία εκφώνησε ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Μελέτιος, κατά τη Συνοδική Θεία Λειτουργία της Κυριακή της Ορθοδοξίας στις 8 Μαρτίου 2009 στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ*

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ, ΒΥΡΩΝΟΣ ΚΑΙ ΥΜΗΤΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ

«Τω δε Θεώ χάρις τω πάντοτε θριαμβεύοντι ημάς εν τω Χριστώ και την οσμήν της γνώσεως αυτού φανερούντι δι' ημών εν παντί τόπω » (Προς Κορινθίους Β β 14)

Ας είναι δοξασμένος ο Θεός που μας οδηγεί πάντοτε σε θριάμβους με την δύναμη του Χριστού και κάνει με το κήρυγμα μας να διαδίδεται σαν άρωμα παντού η γνώση του Χριστού.

Ιερώς και ευφροσύνως πανηγυρίζει η αγία Εκκλησία σήμερα την αναστήλωση των αγίων εικόνων (11 Μαρτίου 843 μ.Χ.), με την οποία τερματίσθηκε η υπερεκατονταετής (727 έως 843 μ.Χ.) περίοδος ταραχών στην εκκλησιαστική ζωή και διωγμών της ορθοδόξου πίστεως και πνευματικότητος, κατά την οποία η Πολιτεία εισήλθε βιαίως στα ενδότερα της Εκκλησίας αποπειραθείσα να ερμηνεύσει την ευαγγελική διδασκαλία και να επιβάλει την άποψη της στην εκκλησιαστική ζωή.

Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες έχοντες αιρετικά φρονήματα απεφάσισαν εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις που προκάλεσαν την οξύτατη αντιπαράθεση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που είναι γνωστή ως εικονομαχική έρις.

Συγκεκριμένως με διατάγματά τους συντομεύθηκε η θεία Λειτουργία, καταργήθηκαν αγρυπνίες και άλλες ιερές Ακολουθίες, νηστείες και εορτές, απλοποιήθηκε η ζωή των Μοναστηριών, δημεύθηκε η κτηματική περιουσία τους, περιορίσθηκε και ορίσθηκε ο αριθμός των Ιερέων και των Μοναχών, η εκλογή των Επισκόπων υποβλήθηκε στην κύρωση του Αυτοκρατορικού Συμβουλίου. (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ», Αθήναι 1959, σ.256-257).

Οι πιστοί υψώνουν ευχαριστήριο αίνο και δοξολογία στον Τριαδικό Θεό, που εστήριξε την πίστη τους στην διδασκαλία του Ευαγγελίου και την μαρτυρία τους για τον θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όπως διεκήρυξε η 7η Οικουμενική Σύνοδος 786/7μ.Χ.

Κρίναμε κατάλληλο στην ιερή και λαμπρή σύναξή μας να εμβαθύνουμε στην ουσία της πανηγύρεως με οδηγό μας τον αποστολικό λόγο που προτάχθηκε στην ομιλία μας.

Θα αναζητήσουμε το νόημα της πανηγύρεως, έχοντες υπόψη μας τα ιστορικά γεγονότα, που είναι καταγεγραμμένα.

* * * * *

1. Θρίαμβος

Πρώτο επιβάλλεται να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά αυτού του θριάμβου:

α Ὁ θρίαμβος της Εκκλησίας είναι θρίαμβος κατά του ψεύδους.

Πολλοί κατά καιρούς χρησιμοποίησαν το ψεύδος για να εξαπατήσουν τους πιστούς και να αλλοιώσουν το ορθόδοξο φρόνημα.

Ψεύδη, πλάνες, συκοφαντίες και απάτες επεχείρησαν και επιχειρούν να νοθεύσουν με αλλότριες απόψεις και ετεροδιδασκαλίες την παραδοθείσα στους αγίους πίστη (Ιούδα 2) και να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στον αληθινό Θεό και τον αιώνιο λόγο Του , στην αγία Εκκλησία Του, στην ιερή ευαγγελική διδασκαλία, στο ορθόδοξο ήθος και την «εν Χριστώ» ζωή.

Ο πόλεμος αυτός κατά της αληθείας τότε και σήμερα, στο παρελθόν και στο παρόν, διεξάγεται με πολλά προσχήματα.

Ο σκοπός όμως είναι ένας να συσκοτισθεί η αλήθεια και να χαθεί το κριτήριο για το νόημα της ζωής, ώστε ο άνθρωπος, επειδή δεν θα στηρίζεται σε σταθερές αρχές να ζει και να συμπεριφέρεται «μη έχων ελπίδα» (Προς Θεσσαλονικείς δ 13) και να παρασύρεται εύκολα από διαφόρους εξουσιαστές.

Την αλήθεια της Εκκλησίας όσοι και όποιοι και αν την πολεμήσουν δεν θα κατορθώσουν να την εξαλείψουν, διότι είναι το φως του κόσμου και θα ευρίσκεται πάντοτε «επί την λυχνίαν δια να φέγγη πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθαίου ε 15).

β Ο θρίαμβος της Εκκλησίας είναι θρίαμβος κατά της αμαρτίας.

Η αμαρτία είναι προκλητική, επειδή ο άνθρωπος παρασύρεται πλανώμενος εύκολα για να την διαπράξει (Προς Εβραίους ιβ 1).

Η αμαρτία εξαχρειώνει την εικόνα του Θεού, που είναι ο άνθρωπος (Γεν. α 27), ο οποίος ενώ πρέπει να αντανακλά την δόξα του Δημιουργού του, αυτός προσκτάται τις θηριώδεις ιδιότητες των επιρρύτων παθών.

Μόνο ο λόγος του Θεού που οριοθετεί την αρετή και την αλήθεια «ο τομώτερος υπέρ πάσαν αμφίστομον μάχαιραν» (Προς Εβραίους δ 12) κατακόπτει την αμαρτία και την εκριζώνει από τις ψυχές των ανθρώπων.

Όταν ακυρωθεί η δύναμη και η αυθεντία του λόγου του Θεού, τότε και η αμαρτία δεν ελέγχεται, δεν απαγορεύεται, δεν καταδικάζεται, «δια γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας» (Προς Ρωμαίους γ 20) και «αμαρτία δε ουκ ελλογείται μη όντος νόμου» (Προς Ρωμαίους ε 13).

Ο λόγος του Θεού αγιάζει τις ψυχές και προσδίδει σ’ αυτές την θεοειδή μορφή του Χριστού (Προς Γαλάτες δ 19), που είναι η άχραντη εικόνα του Θεού του αοράτου (Προς Κολοσσαείς α 15).

Με τον λόγο του Θεού αποκαθιστά η Εκκλησία το ανθρώπινο πρόσωπο κατά το αρχέτυπό του αίρουσα απ’ αυτό το κάλυμμα των παθών.

Πολλοί όχι μόνο τον λόγο του Θεού δεν αντέχουν να ακούουν, αλλά και το βλέμμα Του επάνω τους είναι βαρύ και αβάσταχτο.

Γι’ αυτό το σύστημα των πονηρευομένων πολεμεί την Εκκλησία, ώστε να μη γεννά «εν Χριστώ και δια του Ευαγγελίου» (Προς Κορινθίους Α δ 15) τέκνα Θεού.

Αλλά πάντοτε θα θριαμβεύει η αλήθεια και θα υψώνεται η αγιότητα που ενεργεί η Χάρη του Θεού και η Εκκλησία θα προσάγει υιούς και θυγατέρες δια Ιησού Χριστού στον επουράνιο Θεό και Πατέρα.

γ Ὁ θρίαμβος της Εκκλησίας είναι θρίαμβος κατά του θανάτου.

Ο θάνατος απλώθηκε και επικράτησε στον κόσμο για να καταπιεί κάθε μορφή ζωής, που ο Θεός δίδει.

Είναι επόμενο να θέλει να καταπιεί και να εξαφανίσει την Εκκλησία, που γεννά, την «εν Χριστώ» ζωή, για να κυριαρχήσει αιώνια.

Ο Κύριος μας όμως διαβεβαίωσε με τον αψευδέστατο λόγο Του, ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσι της Εκκλησίας» (Ματθαίου ιστ 18) δηλαδή ούτε ο θάνατος μπορεί να εξαφανίσει την Εκκλησία.

Οι άγιοι Πατέρες μας για να στηρίξουν την «εν Χριστώ» ζωή και την ελπίδα των πιστών υπέστησαν μαρτύρια, εξορίες, διωγμούς, αποκλεισμούς, φυλακίσεις, δημεύσεις, βασανισμούς, θάνατο, αλλά δεν υποτάχθηκαν στην ασεβή εξουσία που τους δίωκε και έμειναν σταθεροί υποστηρικτές της αληθείας.

Οι εχθροί και διώκτες τους χάρηκαν μία σύντομη επιτυχία, όταν τους δίωκαν η τους θανάτωναν, την φυσική εξόντωσή τους. Τελικώς όμως ηττήθηκαν από την η δύναμη της αλήθειας και ζωής της Εκκλησίας.

Ηττήθηκαν όπως οι σταυρωτές του Κυρίου μας Ιησού Χριστού που χάρηκαν μια πρόσκαιρη και ασήμαντη επιτυχία, όταν σταύρωσαν και θανάτωσαν τον Κύριο της δόξης Ιησού Χριστό και τον έθεσαν στον τάφο για τρεις ημέρες και η νίκη τους διαλύθηκε από την αιώνια δόξα του Ιησού Χριστού, που αναστήθηκε από τους νεκρούς, ώστε να μη διαιωνίζει θάνατος του γένους των βροτών.

Έκτοτε η Εκκλησία θα γεννά τους «υιούς της αναστάσεως» (Λουκά κ 36). Θα ερωτά και θα ελέγχει με το στόμα του αποστόλου Παύλου: «Που σου θάνατε το κέντρον; Που σου Άδη το νίκος;» (Προς Κορινθίους Α ιε 55).

Που είναι θάνατε η δύναμή σου; Που είναι η εξουσία σου; Που είναι η νίκη σου; Όλα εξαφανίσθηκαν μπροστά στον Κύριο της ζωής και της αθανασίας.

Γι’ αυτά πανηγυρίζει σήμερα η Εκκλησία. Γι’ αυτό τον θρίαμβο χαίρεται και ευφραίνεται.

* * * * *

2. Θρίαμβος με την δύναμη του Χριστού «εν τω Χριστώ»

Ομολογούμε και κηρύττουμε, ότι η νίκη και ο θρίαμβος της Εκκλησίας είναι έργο της δυνάμεως του Παντοδυνάμου Θεού.

Ο Θεός που είναι ο Κύριος της ιστορίας και κυβερνήτης της ζωής οδηγεί την Εκκλησία Του σε θριάμβους, σε νίκες πνευματικές από τις οποίες αναδεικνύεται η δύναμη της πίστεως.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε σε καιρούς χαλεπούς για την νίκη της πίστεως στον Ιησού Χριστό:

«Παν το γεγεννημένον εκ του Θεού νικά τον κόσμον· και αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών. τις εστιν ο νικών τον κόσμον ει μη ο πιστεύων ότι Ιησούς εστιν ο υιός του Θεού» (Α Ἰωάννου ε 4-5).

Η Εκκλησία θριαμβεύει και νικά κηρύττουσα την θεότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, προσκαλούσα τους ανθρώπους να ενωθούν μαζί Του με τα άγια Μυστήρια, ώστε να καθαρισθούν από τον ρύπο της αμαρτίας, να αρθούν οι συνέπειες της παραβάσεως των εντολών του Θεού και της παρακοής στο άγιο θέλημά Του, να αγιασθούν και να δοξασθούν ενωμένοι με τον Χριστό στην αιώνια βασιλεία Του.

Ο θρίαμβος της Εκκλησίας επομένως οφείλεται στην ένδοξη εσχατολογική προοπτική του ανθρωπίνου προσώπου και της ζωής, στην δυνατότητα του ανθρώπου να ενωθεί με τον Ιησού Χριστό κατά την διδασκαλία της.

Αυτή η καταξίωση του ανθρωπίνου προσώπου να ενωθεί με τον Υιό του Θεού προκαλεί την ακλόνητη χαρά, τα πνευματικά σκιρτήματα, την θεία ευφροσύνη.

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο Νικητής (Αποκαλύψεως γ 12,21) που εξήλθε «νικών και ίνα νικήσει» (Αποκαλύψεως στ 2).

Αυτός θριάμβευσε όταν υψώθηκε στον σταυρό «απεκδυσάμενος τας αρχάς και τας εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ » (Προς Κολοσσαείς β 15).

Με την δική Του δύναμη νικούν και οι πιστοί, που ζουν «εν Χριστώ», επειδή είναι ενωμένοι μαζί Του ενδυναμώνονται στους αγώνες τους υπέρ της αληθείας, ανθίστανται στην ματαιότητα και φθορά της αμαρτίας.

Όπως είναι αδύνατο να ηττηθεί ο Χριστός, το ίδιο είναι αδύνατο να ηττηθεί και η Εκκλησία που είναι το ένδοξο σώμα Του, όπως θεολογεί ο απόστολος Παύλος κηρύττοντας «υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Προς Κορινθίους Α ιβ 27).

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός επαναλαμβάνει προς τους διώκτες Αυτού και της Εκκλησίας Του, τους λόγους Του προς τον πρώην διώκτη Του απόστολο Παύλο «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεων κστ 14).

Εκείνος ο ακάματος εργάτης του Ευαγγελίου και Απόστολος των Εθνών διεκήρυττε πανηγυρικά πρώτον μεν, ότι αισθανόταν ισχυρός να κατορθώσει τα πάντα και να επιτύχει τον σκοπό της αποστολής του από την κοινωνία και την σχέση του με τον Ιησού Χριστό λέγοντας «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ » (Προς Φιληππησίους γ 13) και δεύτερον δε, ότι αποδεχόταν τον διωγμό του για τον Χριστό ευχαρίστως γράφοντας «διο ευδοκώ εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις, υπέρ Χριστού· όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμι » (Προς Κορινθίους Β ιβ 10).

Αυτά αποδεικνύουν, ότι όσο διώκεται η Εκκλησία τόσο δοξάζεται. Όσο υβρίζεται τόσο λάμπει η αγιότητά της.

Όσο πολεμείται τόσο ισχυροτέρα αποδεικνύεται των δυνάμεων που Την πολεμούν.

Διαπνεόμενοι και εμπνεόμενοι από αυτό το φρόνημα οι άγιοι Πατέρες μας διεξήγαγαν τους υπέρ της αληθείας του Χριστού αγώνες και δεν φοβήθηκαν απειλές και διωγμούς, στερήσεις και θάνατο, διότι αισθάνονταν ισχυροί, επειδή ζούσαν ενωμένοι με τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία ποτέ δεν ηττήθηκε, ούτε θα ηττηθεί.

Είναι εύκαιρο και για την ανάγκη της πανηγύρεώς μας να αναφέρουμε τους λόγους του αγίου Πατρός της Εκκλησίας μας Ιωάννου του Χρυσοστόμου που εξαίρουν πανηγυρικότατα το αήττητο και ακλόνητο της Εκκλησίας:

«Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία· πολεμουμένη νικά· επιβουλευομένη περιγίνεται· υβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, και ου καταπίπτει υπό των ελκών· κλυδωνίζεται, αλλ’ ου καταποντίζεται· χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει· παλαίει, αλλ’ ουχ ηττάται· πυκτεύει, αλλ’ ου νικάται. Δια τι ουν συνεχώρησε το πόλεμον ; Ίνα δείξη λαμπρότερον το τρόπαιον». (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος απεσπάσθη, και περί παραδείσου και Γραφών, και εις το «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου» , P.G. 52,398).

Δηλαδή: «Τέτοιο μεγαλείο έχει η Εκκλησία. Όταν την πολεμούν, νικάει· όταν την επιβουλεύονται, θριαμβεύει· όταν την βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη· δέχεται τραύματα και δεν πέφτει από τις πληγές· κλυδωνίζεται, αλλά δεν καταποντίζεται · δοκιμάζεται από τρικυμίες, αλλά δεν υφίσταται ναυάγιο· παλεύει, αλλά μένει αήττητη· αγωνίζεται, αλλά δεν νικιέται. Γιατί λοιπόν επέτρεψε τον πόλεμο; Για να δείξει πιο λαμπρό τρόπαιο».

«Σκληρόν γαρ σοι προς κέντρα οξέα λακτίζειν. Ουκ αμβλύνεις τα κέντρα, αλλά τους πόδας αιμάσσεις· επεί και τα κύματα την πέτραν ου διαλύει, αλλ' αυτά εις αφρόν διαλύονται.

Ουδέν Εκκλησίας δυνατώτερον, άνθρωπε. Λύσον τον πόλεμον, ίνα μη καταλύση σου την δύναμιν· μη είσαγε πόλεμον εις ουρανόν. Άνθρωπον εάν πολεμής, η ενίκησας, η ενικήθης.

Εκκλησίαν δε εάν πολεμής, νικήσαί σε αμήχανον· ο Θεός γαρ εστιν ο πάντων ισχυρότερος. Μη παραζηλούμεν τον Κύριον; μη ισχυρότεροι αυτού εσμεν; Ο Θεός έπηξε, τις επιχειρεί σαλεύειν; Ουκ οίσθα αυτού την δύναμιν.

Επιβλέπει επί την γην, και ποιεί αυτήν τρέμειν· κελεύει, και τα σειόμενα ηδράζετο. Ει την πόλιν σαλευομένην έστησε, πολλώ μάλλον την Εκκλησίαν στήσαι δύναται. Η Εκκλησία ουρανού ισχυροτέρα· Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι. Ποίοι λόγοι; Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη μου τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Ει απιστείς τω λόγω, πίστευε τοις πράγμασι.

Πόσοι τύραννοι ηθέλησαν περιγενέσθαι της Εκκλησίας; πόσα τήγανα; πόσοι κάμινοι, θηρίων οδόντες, ξίφη ηκονημένα; και ου περιεγένοντο. Που οι πολεμήσαντες; Σεσίγηνται και λήθη παραδέδονται. Που δε η Εκκλησία; Υπέρ τον ήλιον λάμπει » (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προ της εξορίας, P.G. 52,428)

Δηλαδή: «Είναι σκληρό για σένα να κλωτσάς προς μυτερά καρφιά. Δεν χαλάς την αιχμή των καρφιών, αλλά τα πόδια ματώνεις· επειδή και τα κύματα δεν διαλύουν την πέτρα, αλλά αυτά διαλύονται σε αφρό. Τίποτε δεν είναι δυνατότερο από την Εκκλησία, άνθρωπε…Εάν έχεις πόλεμο με έναν άνθρωπο, η νίκησες η νικήθηκε.

Αλλά εάν έχεις πόλεμο με την Εκκλησία, είναι αδύνατο να νικήσεις. Ο Θεός στερέωσε, ποιός είναι δυνατό να κλονίσει. Δεν γνωρίζεις την δύναμή του;

Ρίχνει ένα βλέμμα πάνω στην γη και την κάνει να τρέμει. Δίνει μία εντολή, και εκείνα, που σείονται, στερεώνονται. Εάν την πόλη, που σείεται από τον σεισμό, κράτησε όρθια, πολύ περισσότερο μπορεί να κρατήσει όρθια την Εκκλησία.

Η Εκκλησία είναι ισχυρότερη του ουρανού. “ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι δε λόγοι μου δεν θα παρέλθουν”. Ποίοι λόγοι; “Συ είσαι Πέτρος και πάνω στον βράχον αυτόν (της αληθινής πίστεως, που ωμολόγησες, γενόμενος με την ομολογία αυτή ο πρώτος λίθος της πνευματικής μου οικοδομής), θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου, ο θάνα τος και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα κατανικήσουν την Εκκλησία”.

Εάν πιστεύεις στον λόγο, να πιστεύεις στα πράγματα. Πόσοι τύραννοι θέλησαν να νικήσουν την Εκκλησία; Πόσα τηγάνια χρησιμοποιήθηκαν για αυτό; Πόσα καμίνια; Δόντια αγρίων θηρίων, ακονισμένα ξίφη; Και παρόλα αυτά δεν νίκησαν.

Που είναι όσοι πολέμησαν την Εκκλησία; Δεν γίνεται πλεόν λόγος για αυτούς και έχουν λησμονηθεί. Που είναι δε η Εκκλησία; Λάμπει περισσότερο από τον ήλιο».

«Ακουέτωσαν Έλληνες, ακουέτωσαν Ιουδαίοι τα κατορθώματα ημών και την προεδρίαν της Εκκλησίας. Υπό πόσων επολεμήθη η Εκκλησία, αλλ' ουδέποτε ενικήθη; πόσοι τύραννοι; πόσοι στρατηγοί; πόσοι βασιλείς;

Αύγουστος, Τιβέριος, Γάϊος, Κλαύδιος, Νέρων, άνθρωποι λόγοις τετιμημένοι, δυνατοί, τοσαύτα επολέμησαν ακμήν νεάζουσαν, αλλ' ουκ εξερρίζωσαν· αλλ' οι μεν πολεμήσαντες σεσίγηνται και λήθη παραδέδονται, η δε πολεμηθείσα τον ουρανόν υπεραίρει.

Μη γαρ μοι τούτο ίδης ότι εν γη έστηκεν η Εκκλησία, αλλ' ότι εν ουρανώ πολιτεύεται; Πόθεν τούτο δήλον; Δείκνυσι των πραγμάτων η απόδειξις.

Επολεμήθησαν ένδεκα μαθηταί και η οικουμένη επολέμει· αλλ' οι πολεμηθέντες ενίκησαν και οι πολεμήσαντες ανηρέθησαν· τα πρόβατα των λύκων περιεγένοντο.

Είδες ποιμένα τα πρόβατα εν μέσω των λύκων αποστέλλοντα, ίνα μηδέ τη φυγή την σωτηρίαν πορίσωνται; Ποίος ποιμήν τούτο εργάζεται; Αλλ' ο Χριστός » (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εκ της 4ης ομιλίας αυτού εις το χωρίον Ησαΐου στ 1, P.G. 56, 121-122).

Δηλαδή: «Ας ακούουν όλοι τα κατορθώματα μας και την πρωτοκαθεδρία (τα πρωτεία) της Εκκλησίας. Από πόσους πολεμήθηκε η Εκκλησία, αλλά ποτέ δεν νικήθηκε; Πόσοι τύραννοι; Πόσοι στρατηγοί ; Πόσοι βασιλείς ;

Ο Αύγουστος, οΤιβέριος, ο Γάϊος, ο Κλαύδιος, ο Νέρων, άνθρωποι τιμώμενοι για την μόρφωσή τους, δυνατοί τόσο πολύ (την) πολέμησαν, ενώ βρισκόταν ακόμη στην νεανική της ηλικία, αλλά δεν την εξερίζωσαν.

Αλλά εκείνοι που την πολέμησαν, δεν ακούονται πλέον και έχουν λησμονηθεί, ενώ η Εκκλησία που πολεμήθηκε υψώνεται υπεράνω του ουρανού. Γιατί να μην κοιτάξεις αυτό, ότι δηλαδή η Εκκλησία βρίσκεται στην γη αλλά ότι έχει το πολίτευμά της στον ουρανό.

Από που είναι φανερό αυτό; Το δείχνει η απόδειξη των πραγμάτων. Πολεμήθηκαν έντεκα μαθητές και η οικουμένη πολεμούσε, αυτοί δε που πολεμήθηκαν νίκησαν, ενώ αυτοί που πολέμησαν καταλύθηκαν (αφανίσθηκαν).

Τα πρόβατα νίκησαν τους λύκους. Είδες ποιμένα να αποστέλλει πρόβατα ανάμεσα σε λύκους, για να μην σωθούν ούτε με την φυγή. Ποιός ποιμένας το κάνει αυτό; Ο Χριστός.»

Η πεποίθηση αυτή χαλιβδώνει την θέληση των πιστών που χειμάζονται από τυράννους και δυνάστες, από διώκτες και επίβουλους να προτιμήσουν να μείνουν ενωμένοι με τον Χριστό παρά να χωρισθούν απ’

Αυτόν και να έχουν πρόσκαιρη απόλαυση και άνεση.

* * * * *

3. Θρίαμβος είναι η φανέρωση της γνώσεως αυτού, η γνώση του Ιησού Χριστού.

Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας αγωνίσθηκαν για να δώσουν στους ανθρώπους την δυνατότητα να γνωρίσουν τον Ιησού Χριστό κατά την μαρτυρία των μαρτύρων της ενσάρκου ζωής και παρουσίας Του στον κόσμο, δηλαδή των αγίων Αποστόλων.

Με τους αγώνες τους διαφύλαξαν αναλλοίωτη και ανόθευτη αυτή την μαρτυρία και εμπειρία τους και εκάλεσαν τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον Ιησού Χριστό και να ενωθούν μαζί Του, να ζήσουν δηλαδή «εν Χριστώ».

Ο σκοπός της διακονίας και αποστολής των Ποιμένων της Εκκλησίας είναι να καταρτίσουν τους πιστούς, ώστε να αποκτήσουν την επίγνωση του Υιού του Θεού κατά τον αποστολικό λόγο:

«Αυτός έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού » (Προς Εφεσίους δ 11-13).

Επομένως ο θρίαμβος της Εκκλησίας συνίσταται στο ότι πάντοτε θα κηρύττει την σωτήρια γνώση και ουδείς θα δύναται να εμποδίσει τον λόγο του Θεού να τρέχει, να διαδίδεται και να δοξάζεται, διότι «ο λόγος του Θεού ου δέδεται» (Προς Τιμόθεον Β β 9) έστω κι αν οι κήρυκες αυτού του λόγου κακοπαθούν μέχρι δεσμών και χρειάζονται τις προσευχές των πιστών, όπως τις ζητούσε ο απόστολος Παύλος από τους Θεσσαλονικείς που τους προέτρεπε να προσεύχονται γι’ αυτόν, ώστε να διαδίδει και να δοξάζει τον λόγο του Κυρίου:

«Το λοιπόν, προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών, ίνα ο λόγος του Κυρίου τρέχη και δοξάζηται, καθώς και προς υμάς» (Προς Θεσσαλονικείς Β γ 11).

Η Εκκλησία ερμηνεύει αυθεντικά και αλάνθαστα το πρόσωπο και την διδασκαλία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ώστε αυτοί που πιστεύουν να μη διαψευσθούν, οι αγώνες τους να μην αποβούν μάταιοι, η ελπίδα τους να μην χαθεί.

Γι’ αυτό η Εκκλησία αγωνίσθηκε συγκαλούσα Συνόδους για να φυλάξει την υγιαίνουσα διδασκαλία (Προς Τιμόθεο Α 10) για να απαλλάξει τους υγιαίνοντες λόγους (Προς Τιμόθεο Β α 13) από ο,τι αντίκειται σ’ αυτούς.

Αυτή την παρακαταθήκη της θείας ζωής παραδίδει σαν πνευματικό θησαυρό και ελπίδα ζωής αιωνίου και δόξης σ’ όσους θέλουν να σωθούν εκ της γενεάς ταύτης της σκολιάς και διεστραμμένης.

* * * * *

4. Άρωμα πνευματικό η γνώση του Χριστού

Η γνώση του Ιησού Χριστού απλώνεται στην κοινωνία και σ’όλο τον κόσμο σαν ευώδης οσμή, που διαλύει την αποπνυκτική δυσοσμία που αναδίδει η πολύμορφη αμαρτία που μετατρέπει την εικόνα του Θεού, δηλαδή τον άνθρωπο, σε δυσώδη δυσείδεια

Οι συμπεριφορές και οι πρακτικές της αμαρτίας, της ασέβειας, της αρνήσεως του Θεού, της συγχύσεως, του ψεύδους, αναδίδουν οσμή θανάτου, που προκαλούν εντροπή και όταν ακόμη αναφέρονται.

Οι απειθείς όμως όχι μόνο δεν εντρέπονται να πράττουν τα φαύλα, αλλά και να καυχώνται για την φαυλότητά τους, για την απιστία τους, για τις αισχρές πράξεις τους, για την ασύνετη ζωή τους, όπως καυτηριάζει ο αποστολικός λόγος μοιάζουν με «κύματα άγρια θαλάσσης επαφρίζοντα τας εαυτών αισχύνας» (Ιούδα 13).

Η συνέπεια της απειθείας στον λόγο του Κυρίου είναι η δυσώδης διαφθορά, που επικρατεί στην κοινωνία.

Αντίθετα ο γεμάτος αλήθεια και δύναμη λόγος του Κυρίου αρωματίζει την ζωή και τις ψυχές των ανθρώπων που ευωδιάζουν το άρωμα της αθανασίας, το άρωμα της αγιότητος, το άρωμα της θείας ζωής.

Αυτό το άρωμα σκορπίζει η διδασκαλία της Εκκλησίας και οσφραίνονται όσοι αγαπούν την αλήθεια και δεν ευδοκούν στο ψεύδος και στην αδικία (Προς Θεσσαλονικείς Β β 11-12).

Όσο διαχέεται το άρωμα της γνώσεως του Κυρίου στις ψυχές των ανθρώπων, η κοινωνία μετατρέπεται σε βασιλεία του Θεού από την οποία αποκλείονται «οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας ο φιλών και ποιών ψεύδος» (Αποκαλύψεως κβ 15).

* * * * *

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι η δόξα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία Του είναι η δόξα της Εκκλησίας. Η πνευματικότητα της χριστιανικής ζωής είναι η δόξα της Εκκλησίας.

Οι αγιότητα των μελών Της είναι η δόξα της Εκκλησίας. Η πίστη δοξάζει τον άνθρωπο. Η εργασία των εντολών του Χριστού στολίζει τον άνθρωπο, Η υπακοή στο λόγο του Κυρίου τιμά τον άνθρωπο.

Η επίγνωση του Ιησού Χριστού καταξιώνει τον άνθρωπο. Η ένωση μαζί Του είναι το ακρότατο των εφετών και το νόημα της ζωής του και του αγώνος του.

Αυτή την εμπειρία της εν Χριστώ ζωής αγωνίζεται η Εκκλησία να μεταδώσει με λόγους, με νοήματα, με εορτές, με σχήματα, με εικόνες, με παραστάσεις.

Αυτή την πολύτιμη παρακαταθήκη φυλάσσει καλώς και ασφαλώς, ώστε ουδείς να δύναται να την νοθεύσει, ουδείς να δύναται να την αφαιρέσει, ουδείς να δύναται να την πολεμήσει.

Όσοι γεύθηκαν την χρηστότητα του Κυρίου ομολογούν αδιάψευστα νυν και εις τους αιώνες ότι :

«Αυτοί γαρ ακηκόαμεν και οίδομεν ότι ούτος εστίν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός» (Ιωάννου δ 42).

*Την ομιλία εκφώνησε ο Μητροπολίτης Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ, κατά τη Συνοδική Θεία Λειτουργία της Κυριακή της Ορθοδοξίας στις 13 Μαρτίου 2011 στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου.

Πηγή:www.romfea.gr

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ*

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ
Σήμερα κατά την επέτειο της αναστηλώσεως των ιερών Εικόνων εορτάζεται η εορτή της Ορθοδοξίας και με αυτόν τον τρόπο φαίνεται η σύνδεση της ιεράς Εικόνας με την Εκκλησία και, βέβαια, με την Ορθοδοξία.
Σε  ένα από τα τροπάρια που ψάλαμε σήμερα στην ακολουθία του Όρθρου εκφράζεται η δόξα της Εκκλησίας. «Ημέρα χαρμόσυνος και ευφροσύνης ανάπλεως πεφανέρωται σήμερον». Και αυτό γιατί «φαιδρότης δογμάτων των αληθεστάτων αστράπτει και λάμπει η Εκκλησία του Χριστού κεκοσμημένη αναστηλώσεσιν εικόνων των αγίων νυν και εκτυπωμάτων και λάμψεσι». Εκκλησία, δόγματα και εικόνες βρίσκονται μέσα στο φως της δόξας του Θεού και είναι η φανέρωση της ωραιότητος της Ορθοδοξίας.
Έχοντας την εντολή του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρίου Ιερωνύμου και της Ιεράς Συνόδου να εκφωνήσω τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας στην Συνοδική θεία Λειτουργία, ενώπιον Κληρικών και λαϊκών και της πολιτικής ηγεσίας του τόπου τούτου, αυτήν την λαμπρή ημέρα της Ορθοδοξίας, κατά την οποία αστράπτει και λάμπει η Εκκλησία του Χριστού με την φαιδρότητα των δογμάτων της και την λάμψη των αγίων εικόνων της, θα αναφερθώ στην ενότητα μεταξύ των ιερών εικόνων και των ορθοδόξων δογμάτων.
Η ιερά Εικόνα δεν προσφέρεται για να στολίζη τις οικίες ούτε ακόμη και τους Ιερούς Ναούς, αλλά για να μεταδίδη χάρη στους πιστούς που την ασπάζονται με την απαραίτητη ευλάβεια και τον σεβασμό και ανάλογα, βέβαια, με την πνευματική τους κατάσταση. Συγχρόνως, όμως, η ιερά Εικόνα είναι μια από τις θεολογικές γλώσσες της Εκκλησίας μας, που μεταδίδει πολλά μηνύματα. Θα τονισθούν μερικά σημεία αυτής της γλώσσας.
Το  πρώτο σημείο είναι το θεολογικό που αναφέρεται στον Θεό, τον Οποίο λατρεύουμε. Κεφαλή της Εκκλησίας είναι Αυτός ο Θεάνθρωπος Χριστός. Πρόκειται για το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενηνθρώπησε, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε.
Στήν  Παλαιά Διαθήκη απαγορευόταν ο εξεικονισμός του Θεού, αφού ο Θεός που εμφανιζόταν στους Προφήτες ήταν ο άσαρκος Λόγος, ενώ μετά την ενανθρώπηση και την πρόσληψη του ανθρωπίνου σώματος ο Θεός εξεικονίζεται. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο επιχείρημα των εικονοφίλων, ότι δηλαδή, εφ’ όσον ο Χριστός προσέλαβε και θέωσε το ανθρώπινο σώμα, σημαίνει ότι μπορούμε να Τον αγιογραφούμε.
Επομένως, εδώ φαίνεται η μεγάλη θεολογική αλήθεια ότι ο Θεός δεν είναι μια απρόσωπη ιδέα και μια αιώνια αξία η μια παγκόσμια δύναμη, αλλά ιδιαίτερο πρόσωπο που αγαπά τον άνθρωπο. Ο ιδεατός Θεός είναι ξένος προς τα προβλήματα του ανθρώπου, ενώ ο προσωπικός Θεός αγαπά τον άνθρωπο και ενδιαφέρεται προσωπικά γι’ αυτόν.
Στήν  εικόνα της Μεταμορφώσεως του Χριστού φαίνεται η δόξα που προχέεται από την τεθεωμένη σάρκα του Χριστού, σε όλες δε τις εικόνες, όπου αγιογραφείται ο Χριστός, φαίνεται η ιλαρότητά Του, η ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, η αγάπη Του για τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη και στοργή.
Στήν  εικόνα της εις Άδου Καθόδου του Χριστού ο αγιογράφος δείχνει την δύναμη του Χριστού, αλλά και το στοργικό Του βλέμμα για τον άνθρωπο, καθώς επίσης δείχνει την τρυφερότητα με την οποία πιάνει το χέρι του Αδάμ και της Εύας και τους ελκύει προς τα άνω, δηλαδή τους σώζει με την πανσθενουργό δύναμή Του, αλλά και την ανέκφραστη τρυφερότητά Του. Δεν είναι Θεός οργής, μίσους και βίας, όπως θέλουν μερικοί να Τον παρουσιάζουν, ούτε σαδιστής Πατέρας, όπως μερικοί Τον αισθάνονται από δικές τους ενοχικές καταστάσεις, αλλά ο ιλαρός, ο φιλάνθρωπος και ο φιλόστοργος Θεός που αγαπά υπερβολικά τον άνθρωπο και φθάνει ακόμη και μέχρι τον άδη για να τον συναντήση, είναι ο ιατρός που θεραπεύει το βαθύ τραύμα του ανθρώπου και όχι ο δικαστής και εισαγγελέας που απαγγέλλει κατηγορίες.
Το  δεύτερο σημείο είναι το ανθρωπολογικό, αφού η ορθόδοξη εικόνα δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος από τον Θεό κατά την ψυχή και το σώμα και στόχος του είναι να φθάση από το κατ  εἰκόνα στο καθ’ ομοίωση, δηλαδή την θέωση.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία έκανε την διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή του ανθρώπου ανήκε στον αγέννητο κόσμο των ιδεών και ο Θεός την τιμώρησε, μόλις κινήθηκε από επιθυμία, με το να περικλεισθή στο σώμα, το οποίο τελικά είναι η φυλακή της ψυχής. Οπότε, η σωτηρία του ανθρώπου, όπως δίδασκε ο πλατωνισμός, είναι η αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα, η δε νέκρωση του παθητικού μέρους της ψυχής ήταν ο βασικός σκοπός των στωϊκών και των πλατωνικών φιλοσόφων.
Όμως, η Εκκλησία δια των ιερών εικόνων διδάσκει ότι η ψυχή και το σώμα είναι δημιουργήματα του Θεού, οπότε και τα δύο αγιάζονται και θεώνονται. Αυτήν την μεγάλη αλήθεια την συναντάμε ακόμη και στον ησυχασμό, όπως τον εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αφού ο νους του ανθρώπου δια της προσευχής επιστρέφει στο σώμα και το σώμα λαμπρύνεται από το Φως του Θεού.
Παρατηρώντας την ορθόδοξη εικόνα, βλέπουμε ότι το Φως του Θεού εισέρχεται μέσα στον άνθρωπο και αγιάζει την ψυχή και το σώμα του. Το θείο Φως δεν φωτίζει έξωθεν τον άνθρωπο, αλλά τον αγιάζει έσωθεν, δια της καρδίας, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν σκιές στις ορθόδοξες εικόνες. Το πρόσωπο του αγίου είναι φωτεινό, διαυγές και φωτίζεται από μέσα, όπως φαίνεται, κυρίως, στις αγιογραφίες του Πανσελήνου στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους.
Αυτό, βέβαια, μας υπενθυμίζει τον ορισμό που δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για τον άνθρωπο ότι είναι «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον». Ο άνθρωπος, δηλαδή, δεν είναι ένα πράγμα, δεν είναι αντικείμενο εκμεταλλεύσεως, αλλά δημιούργημα του Θεού που πρέπει να βιώνη το μυστήριο της κατά Χάρη θεώσεως.
Το  τρίτο σημείο που συναντάμε στην ορθόδοξη εικόνα είναι το κοινωνικό της Εκκλησίας, δηλαδή σε τι συνίσταται η κοινωνία μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν είναι ένα απλό άθροισμα ανθρώπων από ένα έθνος, αλλά η συνάντηση ανθρώπων όλων των κατηγοριών που έχουν ζωντανή σχέση με τον Χριστό, είναι οικουμενική, πάνω από πατρίδες και εθνότητες. Μέσα στην Εκκλησία λειτουργούν άλλοι νόμοι και άλλες προϋποθέσεις.
Στήν  εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού βλέπουμε την σημαντική θέση που έχει η Παναγία,  ως εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους, αλλά βλέπουμε και τους αγαθούς Ποιμένες, όπως και τους Μάγους από την Ανατολή που ήλθαν να προσκυνήσουν τον Χριστό. Γύρω από τον νεογέννητο Χριστό βρίσκονται οι σοφοί με τους αγραμμάτους, οι Ιουδαίοι με τους Ανατολίτες, οι άγγελοι με τους ανθρώπους. Όλοι λαμβάνουν δόξα από τον Χριστό και αποτελούν την πνευματική Του οικογένεια. Δεν υπολογίζεται η καταγωγή καθενός,  η εθνικότητα και η ηλικία του, αλλά ευλογείται ο πόθος που έχουν για τον Θεό και η ταπείνωσή τους. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι και όσοι στηρίζονται στον ορθολογισμό και την εξουσία τους απουσιάζουν από το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως και δεν συμμετέχουν στην θεία δόξα.
Το  τέταρτο σημείο που βλέπουμε στην ορθόδοξη εικόνα είναι η κτισιολογία, το λεγόμενο οικολογικό, αφού στις ορθόδοξες εικόνες παρουσιάζεται μεταμορφωμένη και αγιασμένη και αυτή η κτίση.  Δεν είναι η κτίση της πτώσεως και της φθοράς, αλλά η κτίση, η πλημμυρισμένη από την δόξα του Θεού.
Στήν  εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού, κοντά στο νεογέννητο Βρέφος είναι τα άλογα ζώα, το σπήλαιο είναι φωτισμένο και τα βουνά μεταμορφωμένα, αλλά και το αστέρι συμμετέχει στο μεγάλο αυτό μυστήριο.  Στην εικόνα της Μεταμορφώσεως του Χριστού βλέπουμε την καινή γη και τον καινό ουρανό, όπως αναμένουμε να γίνουν στην μέλλουσα δόξα, αλλά και όπως το ζουν οι Άγιοι από τώρα μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Στην εικόνα της Βαπτίσεως του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό φαίνεται ο αγιασμός των υδάτων με όλα όσα βρίσκονται μέσα στο νερό. Τα πάντα υπακούουν στον Χριστό και δοξάζονται από Αυτόν.
Το  οικολογικό πρόβλημα, η μόλυνση του περιβάλλοντος, δεν έχει καμμιά θέση μέσα στην πάμφωτη δόξα της ορθόδοξης εικόνας, αλλά βρίσκεται έξω από αυτήν. Το Φως από τον Χριστό και από τον αγιασμένο άνθρωπο διαπορθμεύεται και στην άλογη κτίση και δημιουργία, ενώ αντίθετα τα πάθη του ανθρώπου δημιουργούν το οικολογικό πρόβλημα. Στίς  εικόνες δεν παρουσιάζεται ο στεναγμός και η οδύνη της κτίσεως, αλλά η δόξα της, και αυτό μας υπενθυμίζει τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται... και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. η , 19-22). Έτσι, μέσα στην ορθόδοξη εικονογραφία φαίνεται καθαρά η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για την συμμετοχή της κτίσεως στο πανηγύρι της Αναστάσεως του Χριστού.
Το  πέμπτο σημείο που παρατηρούμε στην ορθόδοξη εικόνα είναι το σκοτεινό στοιχείο. Σε όλες σχεδόν τις εικόνες, που αναφέρονται στον Χριστό και το έργο της θείας Του οικονομίας, βλέπουμε κάποιο σπηλαιώδες σκότος. Αυτό το συναντάμε στην εικόνα της Γεννήσεως, στην εικόνα της Βαπτίσεως, στην εικόνα της εις Άδου καθόδου του Χριστού. Το σκοτεινό αυτό σπήλαιο δεν ομοιάζει καθόλου με το πλατωνικό σπήλαιο, μέσα στο οποίο οι άνθρωποι, που βρίσκονται στο σκοτάδι της παρούσης ζωής, βλέπουν αμυδρώς ως σκιές τον κόσμο των ιδεών έξω από αυτό. Στις ορθόδοξες εικόνες βλέπουμε ότι οι άνθρωποι ζουν μέσα στο θείο Φως, ενώ το σκότος που βρίσκεται στο βάθος είναι ο χώρος του θανάτου.
Όπως το φως έχει δύο ιδιότητες, την φωτιστική και την καυστική, άλλα φωτίζει και άλλα καίει, ανάλογα με την κατάσταση του κάθε αντικειμένου, έτσι και το Φως του Θεού φωτίζει και καίει, ανάλογα με την κατάσταση του ανθρώπου. Έτσι, αυτό το σκοτάδι δεν είναι η απουσία του Θεού, αλλά η παρουσία του Θεού ως σκότος και πυρ και αυτό βέβαια εξαρτάται από την κατάσταση του ιδίου του ανθρώπου.
Πάντως, γεγονός είναι ότι, όπως φαίνεται στην εις Άδου Κάθοδο του Χριστού, δηλαδή την ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως, ο Χριστός κατεβαίνει στον άδη κάθε ανθρώπου, εισέρχεται μέσα στην απελπισία του  και στην χώρα του προσωπικού του υπαρξιακού θανάτου, ακόμη και όταν οι θύρες της ύπαρξής του είναι κεκλεισμένες,  για να δώση τήν  δυνατότητα στον καθένα να εξέλθη από αυτό το βασανιστικό σκοτάδι της απελπισίας και της μοναξιάς του και να τον οδηγήση σε προσωπική κοινωνία μαζί Του, χωρίς όμως να καταργήση την προσωπική του ελευθερία.
Τελικά, η ορθόδοξη εικόνα, με τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τον Χριστό και τους Αγίους, δείχνει ότι ο Θεός μας είναι γεμάτος αγάπη και στοργή για τον άνθρωπο, που κατεβαίνει και μέχρι τον άδη της προσωπικής του απελπισίας και απογνώσεως για να τον συναντήση· ο άνθρωπος έχει υψηλές προδιαγραφές και σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται μπορεί να γεμίση από Φως·  η κτίση η οποία βιάζεται από τον εμπαθή άνθρωπο αποδέχεται και αναμένει την ανακαίνισή της· και ο κάθε προσωπικός άδης μπορεί να γεμίση από την δόξα του Φωτός του Θεού.
Μακαριώτατε,
Οι  ορθόδοξες εικόνες είναι ένα βαθύτατο, θεολογικό, εμπειρικό, δογματικό βιβλίο, και, όταν εισδύη κανείς σε αυτό, μπορεί να αντιληφθή όχι μόνον τι είναι ο Χριστιανικός ορθόδοξος Θεός, αλλά και τι είναι η Εκκλησία Του και ποιό είναι το νόημα της ζωής του ανθρώπου.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το δοξασμένο και θεωμένο Σώμα του Χριστού, είναι ο χώρος της συναντήσεως των πάντων, αγγέλων και ανθρώπων, κεκοιμημένων και ζώντων, αρχόντων και αρχομένων, Κληρικών και λαϊκών, ανδρών και γυναικών, ξένων και ιθαγενών, είναι ο πνευματικός νυμφώνας της δόξης, είναι το κατάλυμα των θείων ερώτων. Η ορθόδοξη εικόνα δείχνει ότι την ζωή του ανθρώπου δεν την καθορίζει η υλική οικονομία, αλλά την νοηματοδοτεί η θεία οικονομία, που του δίνει ελπίδα και προοπτική.
Η Εκκλησία δεν είναι ιδιοκτησία κανενός και κανένας δεν μπορεί να την ιδιοποιηθή και να αποκλείση κάποιους άλλους· είναι ανοικτή σε όλους τους ταπεινούς, που διακρίνονται από τον τελωνικό στεναγμό, αλλά ταυτόχρονα είναι κλειστή στους Φαρισαίους και τους υποκριτές που νομίζουν ότι βρίσκονται μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν είναι χώρος ανταγωνισμών και αγώνων επικρατήσεως μερικών ομάδων, αλλά είναι ενότητα προσώπων, είναι χώρος μαρτυρίας και μαρτυρίου, σιωπής και προσευχής, σταυρώσεως, αναστάσεως και Πεντηκοστής. Η Εκκλησία δεν περιορίζεται στους τοίχους και την οροφή, ούτε εκφράζεται από αμεταμόρφωτους ανθρώπους, που ασχολούνται με το προσκήνιο και το παρασκήνιο και έχουν απλώς γνώσεις περί του Θεού, όχι όμως την γνώση του Θεού, αλλά η Εκκλησία εκφράζεται από τους αγίους Προφήτες, Αποστόλους, Πατέρες, Οσίους και Μάρτυρες, που είναι ολοφώτεινοι, είναι η «λιακάδα» της γης.
Η ορθόδοξη εικόνα, ως έκφραση των ορθοδόξων δογμάτων και της εσωτερικής λάμψεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σκορπάει αγάπη και στοργή, γαλήνη και ηρεμία, ελκύει τους πονεμένους και διψώντες την δικαιοσύνη του Θεού, προαναγγέλλει την τελική κυριαρχία του Θεού της αγάπης, δείχνει τον μεταμορφωμένο κόσμο, την καινή κτίση.
Ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί, η Εκκλησία δοξάζεται ως Σώμα Χριστού, η εικόνα είναι έκφραση της μεταμορφωμένης ζωής και της ανακαινισμένης κτίσεως, η Ορθοδοξία είναι η ελπίδα των απελπισμένων, η πλησμονή των στερημένων. Αγάλλεται σήμερα η Εκκλησία, ευφραίνεται με την δόξα του Νυμφίου της, και οι ιερές εικόνες είναι τα στολίδια του λαμπρού νυμφικού της ένδοξης αυτής νύμφης του Χριστού.
Οπότε, μακάριοι όσοι αγαπούν την δόξα του Νυμφίου και της Νύμφης και ζουν στον κεκοσμημένο νυμφώνα της δόξας, ενδεδυμένοι με τον χιτώνα της ευφροσύνης. Μακάριοι όσοι συμμετέχουν στον δείπνο της Βασιλείας, τον οποίο δείχνουν οι ιερές εικόνες και γεύονται την νηφάλια μέθη του Πνεύματος, που εξέρχεται ως θυμίαμα εύοσμο από αυτές. Μακάριοι όσοι απολαμβάνουν την δόξα της Ορθοδοξίας όχι μια φορά τον χρόνο, αλλά κάθε μέρα, όσοι συμμετέχουν στον τρισάγιο ύμνο των αγγέλων και το άσμα των λελυτρωμένων.

*Την ομιλία εκφώνησε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, κατά τη Συνοδική Θεία Λειτουργία της Κυριακή της Ορθοδοξίας στις 21 Φεβρουάριου 2010 στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου του Αεροπαγίτου.