Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ: Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΚΡΕΩ
Το σημερινό Ευαγγέλιο ονομάζεται «Ευαγγέλιο της Μελλούσης Κρίσεως». Δεν αναφέρεται στη ζωή και τη δράση του Χριστού, αλλά στη Δευτέρα Παρουσία Του, που θα έλθει με το δοξασμένο Σώμα Του, που πήρε από τη Θεοτόκο και ποτέ δε χωρίσθηκε απ’ αυτό. Θα έλθει να κρίνει τον κόσμο, «ζώντας και νεκρούς».
Και η δευτέρα Παρουσία, όπως και η πρώτη, που υπήρξε πρόδρομός της, γίνεται για την πολύτιμη εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, που τόσο αγάπησε ο Θεός, ώστε έρχεται να ολοκληρώσει τη σωτηρία του, τη θέωσή του, να του χαρίσει το πλήρωμα της αληθινής ζωής, να τον εισαγάγει στη Βασιλεία Του, την οποία του ετοίμασε «από καταβολής κόσμου». Όπου βρίσκεται η Κεφαλή -ο Χριστός- εκεί θα Βρίσκονται και τα μέλη του Σώματός Του, οι άνθρωποι, που στη ζωή τους συνυπήρχαν με την Κεφαλή.
Σε πολλά σημεία του Ευαγγελίου ομιλεί ο Κύριος για τη δευτέρα έλευσή Του στη γη, καθώς και για τη συντέλεια του κόσμου, που θα επακολουθήσει. Στο σημερινό όμως ευαγγέλιο ομιλεί σαφέστερα. Και πρώτα-πρώτα ο ερχομός Του θα είναι «εν τη δόξη αυτού». Όχι όπως στην πρώτη παρουσία, που έκρυβε τη θεία Του δόξα κάτω από τη σάρκα, που προσέλαβε και φανερώθηκε με «δούλου μορφήν». Τώρα θα δορυφορείται από στρατιές Αγγέλων και Αρχαγγέλων.
Όπως περιγράφει ο προφήτης Δανιήλ «χίλιοι χιλιάδες ελειτούργουν Αυτώ και μύριοι μυριάδες παρειστήκεσαν Αυτώ» (Δαν. 7, 10). Θα «αδειάσουν οι ουρανοί», αφού θα είναι «πάντες οι άγιοι άγγελοι ματ’ Αυτού» (Χρυσόστομος). Θα λάμπει και θα φωτίζει τα πέρατα με τη θεϊκή Του παρουσία, όπως η «αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών».
1. Το «σημείον» της δευτέρας Παρουσίας
Προπομπός του Κυρίου θα είναι το μέγα και φρικτό «σημείον του υιού του ανθρώπου», ο Σταυρός, που είναι και το «σημείον» της δευτέρας Παρουσίας, Με αυτό δοξάσθηκε ο Χριστός, νικώντας τον θάνατο και με την προβολή του θέλει να μας δείξει α) ότι «υπερβαλλόντως ηγάπησεν ημάς» και β) με ποιό τρόπο μας επανέκτησε και μας συνανέστησε. Επειδή θα καλέσει τους εκλεκτούς να κληρονομήσουν τη Βασιλεία Του, τους δείχνει και το μέσο με το οποίο τους εξασφάλισε τη Βασιλεία.
Η ανάβασή Του στο Σταυρό θεωρήθηκε αδυναμία και μωρία και απόδειξη ότι δεν είναι «υιός του Θεού». Γι’ αυτό υβρίσθηκε και χλευάσθηκε και άκουε εκείνα τα βλάσφημα: «ει υιός ει του Θεού σώσον σεαυτόν και κατάβηθι από του σταυρού», του ξύλου της κατάρας και της ατιμίας. Δεν κατάλαβαν πως, αν μένει στο Σταυρό, δεν το κάνει από αδυναμία, αλλά για τη σωτηρία τους και αν κατέβαινε δε θα σωζόταν κανένας, γιατί ο θάνατος δεν θα ενικάτο. Η έσχατη ταπείνωση, η ατιμία και η αδοξία έφεραν την πιό μεγάλη δόξα.
Ο Κύριος ακόμη θα φέρει κατά τον ερχομό Του και τους «τύπους των ήλων», τα αποτυπώματα των καρφιών της θυσίας Του, όταν προσηλώθηκε στο Σταυρό. Δείγμα κι’ αυτό της αγάπης Του σ’ εμάς και της υπακοής στον Πατέρα Του.
2. Θρόνος Του η Εκκλησία
Το Ευαγγέλιο αναφέρει στη συνέχεια ότι θα «καθίσει επί θρόνου δόξης Αυτού». Θρόνος δε του Χριστού δοξασμένος είναι η μαρτυρική Εκκλησία (Κύριλλος Αλεξανδρείας) που ζει ακατάπαυστα τον Σταυρό του Χριστού στα πρόσωπα των Μαρτύρων και των Οσίων της, που φέρουν στα σώματά τους τα «στίγματα του Κυρίου Ιησού», τη διαρκή νέκρωση, που γίνεται ζωηφόρος, γιατί νικά «θανάτω τον θάνατον». Αυτοί γίνονται «θρόνος δόξης», όπου επαναπαύεται ο «εν Αγίοις αναπαυόμενος».
Στολισμένη η Εκκλησία με το Αίμα του Νυμφίου της και τα αίματα των Μαρτύρων της, που είναι ως «πορφύρα και βύσσος», θα «καταστράπτη την υπ’ ουρανόν και θα φωτίζη διηνεκώς ως ο ήλιος. Και όπως κανένας δεν μπορεί να σβήσει τον ήλιο έτσι και κανένας δεν μπορεί να αμαυρώσει την λαμπρότητα της Εκκλησίας» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Οι Άγιοι βάδισαν την οδό του Σταυρού, για να βρουν τον πολύτιμο Μαργαρίτη, γι’ αυτό λάμπουν «ως φω­στήρες εν κόσμω». Αυτή την οδό προς την αληθινή δόξα κληρονόμησαν από τον Κύριο και την κληροδότησαν και σ’ εμάς, μέχρι την ήμερα της δευτέρας Παρουσίας, την «μεγάλη και επιφανή».
3. Συντέλεια και ανακαινίσιμος του κόσμου
Τον ερχομό του Κυρίου «εν δόξη» θα ακολουθήσει «εν ριπή οφθαλμού» (Α’ Κορ. 15, 52) δηλαδή όσο χρειάζεται να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας, η ανάσταση των νεκρών και το τέλος του παρόντος κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει, ότι ο Θεός θα οδηγήσει τον κόσμο στην ανυπαρξία, στο «μη ον», αλλά θα τον μεταμορφώσει. Θα γίνει «εν ετέρα μορφή». Εκείνο που θα εξαλειφθεί, είναι η φθορά και η θνητότητα από τον κόσμο και θα μεταποιηθεί σε αφθαρσία και αθανασία. Θα πληρωθεί από θεία Χάρη και θα είναι «ναός Θεού», όπως ήταν από την αρχή ο προορισμός του. Κόσμος «υπέρ φύσιν και χρόνον».
Αυτής όμως της μεταμόρφωσης του κόσμου θα προηγηθεί η μεταμόρφωση και ο ανακαινισμός του ανθρώπου. Η υλική κτίση ακολούθησε στη φθορά την πορεία του ανθρώπου. Ο Θεός δεν έκανε για τη φθορά και τον θάνατο, ούτε τον άνθρωπο ούτε την κτίση. Με την αμαρτία του ο άνθρωπος, με την άρνησή του να έχει ως ζωή του τη σχέση με τον Θεό, έφερε τη φθορά και τον θάνατο στον εαυτό του και σ’ ολόκληρη την κτίση. Όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, ολόκληρη η υλική κτίση «συστενάζει και συνωδίνει (=κοιλοπονεί) με τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο και αναμένει την ανακαίνισή του από τη «δουλεία της φθοράς», για να επακολουθήσει και η δική της ανακαίνιση «εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8, 21).
Αναμένουμε «καινούς ουρανούς και γεν καινήν κατά το επάγγελμα (=κατά τήν υπόσχεση) Αυτού», γράφει ο απόστολος Πέτρος. Αυτής της μεταμόρφωσης παίρνουμε μια πρόγευση στον χώρο της Εκκλησίας, όταν τα στοιχεία του φθαρτού κόσμου, το ψωμί, το κρασί, το λάδι, το νερό και άλλα, που μεταδίδουν φθαρτή ζωή, μεταμορφώνονται με τη Χάρη του Αγ. Πνεύματος και αφθαρτοποιούνται σε Σώμα και Αίμα Χριστού, σε ευχέλαιο, σε αγιασμό και μεταδίδουν θεία ζωή. Έτσι, ζώντας μέσα στην Εκκλησία τρεφόμαστε και αγιαζόμαστε από τώρα με τη μερική μεταμόρφωση του κόσμου και προσδοκούμε την πλήρη και τέλεια.

4. Ανάσταση, σύναξη, χωρισμός
Όπως γράφει ο απ. Παύλος, «ο Κύριος εν κελεύσματι (= με το πρόσταγμά του) και εν φωνή Αρχαγγέλου», θα αναστήσει τους νεκρούς όλων των αιώνων, τον «Αδάμ παγγενή» (Α’ Θεσ. 4, 16). Και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη, «εδωκεν η θάλασσα τούς νεκρούς τους εν αυτή, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς» (Αποκάλ. κ’ 13). Και στη συνέχεια «συναχθήσονται έμπροσθεν Αυτού πάντα τα έθνη». Θα αναστηθούν και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Αλλά για μεν τους δικαίους, που είχαν για ζωή τους τη σχέση και την αγάπη με τον Θεό, η Ανάσταση και η αιωνιότητα θα είναι «θεία και ανεννόητος (=άπειρη) ηδονή», για δε τους αμαρτωλούς που αρνήθηκαν τη σχέση με τον Θεό, θα είναι «ανεκλάλητος οδύνη» (αγ. Μάξιμος). Οι αμαρτωλοί θα έχουν το «αεί είναι» (=την αιωνιότητα) όχι όμως το «ευ είναι» (= τη μακαριότητα). Θα στερούνται τη συμμετοχή στη θεία ζωή, γιατί έμειναν ξένοι από την αγάπη.
Η ζωή ως αγάπη είναι Παράδεισος, η δε αποξένωση από την αγάπη είναι «κόλασις αιώνιος» και «πυρ εξώτερον». Οι δίκαιοι που έζησαν «κατά Χριστόν» και ασκήθηκαν να απαλλαγούν από τα πάθη τους και ήταν πρόθυμοι για θυσίες για τον Θεό και τους ανθρώπους, θα απολαύσουν την αιωνία μακαριότητα. Αυτοί αναστήθηκαν ψυχικά, όταν ακόμη ζούσαν, γιατί δέχτηκαν τη Χάρη του Θεού και ζούσαν και εργάζονταν σύμφωνα με τη χάρη και όχι κατά τα θελήματα της σαρκικής φύσεώς τους. Και όταν πέθαναν η Χάρις του Θεού δεν έφυγε από κοντά τους. Τα φθαρτά και θνητά σώματά τους θα αποβάλουν τη φθορά και τον θάνατο, θα μεταποιηθούν σε αφθαρσία και αθανασία, θα ανακαινισθούν και θα ενωθούν με τις ψυχές, για να ξαναγίνουν ενιαίες υπάρξεις και θα εκλάμπουν ως ο ήλιος στη Βασιλεία του Θεού. Το φως του Χριστού θα τους φωτίζει, ενώ το ίδιο φως τους αμαρτωλούς θα τους φλογίζει, γιατί δεν καθαρίσθηκαν από τα πάθη τους και ήταν ξένοι προς τη ζωή της αγάπης.
Αυτό το νόημα έχει και ο χωρισμός των ανθρώπων σε πρόβατα, που θα μπουν στα δεξιά του Χριστού και σε ερίφια, που θα μπουν στα αριστερά. Μέχρι τότε θα είναι όλοι ανάμικτοι, για να έχουν την ευκαιρία οι ανελεήμονες να παραδειγματιστούν από τους ελεήμονες και να τους μιμηθούν.
5. Τα πρόβατα
Ο Χριστός εκφράζει όλη την ευαρέσκειά Του στους εκλεκτούς του και τους αποκαλεί πρόβατα. Ο ίδιος ονομάζεται « Αμνός του Θεού» από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, διότι είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για τη σωτηρία του κόσμου. Και οι εκλεκτοί του Θεού ομοιώθηκαν με τον «Αμνόν του Θεού», γιατί ήταν έτοιμοι να πεθάνουν για τον Χριστό και τους ανθρώπους. Ήταν πρόθυμοι, όχι μόνο να θυσιάσουν τα αγαθά τους, τον χρόνο τους, την ανάπαυσή τους για να θρέψουν πεινασμένους, να ξεδιψάσουν τους διψασμένους, να ντύσουν τους γυμνούς, να φιλοξενήσουν τους ξένους, να επισκεφθούν τους ασθενείς και τους φυλακισμένους, αλλά να δοθούν και οι ίδιοι στους «ελαχίστους αδελφούς» του Χριστού. Υπήρξαν άγιοι που πωλήθηκαν αιχμάλωτοι για να ελευθερώσουν άλλους.
Ο άββάς Αγάθων ήθελε να ανταλλάξει το σώμα του με το σώμα οποιουδήποτε λεπρού. Επειδή λοιπόν ακολουθούσαν παντού και πάντοτε το «Αρνίον το εσφαγμένον», γι’ αυτό ο Χριστός τους αποκαλεί πρόβατα. Ο δικός Του τρόπος ζωής, που ήταν η αγάπη, έγινε και δικός τους. Και εφ’ όσον ο «κατά φύσιν» Υιός του Θεού αγαπούσε μέχρι θυσίας, όσοι αγάπησαν και ακολούθησαν τον δρόμο της θυσίας, πήραν το χάρισμα της υιοθεσίας, έγιναν θετοί υιοί του Θεού. Η δε Βασιλεία του Θεού ετοιμάσθηκε από «καταβολής κόσμου», για όσους έμειναν πιστοί στην οικογένεια του Θεού, την Εκκλησία.
Μέσα στο Άγιο Ποτήριο είναι η «όντως ζωή», η αθάνατη. Όταν κοινωνούμε, δεν αποβλέπουμε στην ατομική σωτηρία, ανεξάρτητα από τους άλλους. Κοινωνούμε ως μέλη του Σώματος του Χριστού, ως αδελφοί εν Χριστώ, που αγαπούν και αγαπώνται. Εφ’ όσον μετέχουμε στην κοινή ζωή του Χριστού, ως πρόβατά του, οφείλουμε να έχουμε από κοινού και τα αγαθά, που συντηρούν την πρόσκαιρη ζωή. Τα αγαθά αυτά δε μπορεί να τα απολαμβάνουμε ατομικά, όταν οι άλλοι με τους οποίους συναποτελούμε το Σώμα του Χριστού τα στερούνται. Πρόβατα «εκ δεξιών» του Χριστού είναι αυτοί, που ποτέ δεν ιδιοποιούνται τα αγαθά της ζωής, αλλά τα συναπολαμβάνουν με τους εν Χριστώ αδελφούς τους. Μιμούνται τη φιλανθρωπία του Κυρίου τους. Έτσι μετέχουν στη θεία Βασιλεία.
6. Τα ερίφια
Όπως η αγάπη είναι το πλήρωμα και η σφραγίδα όλων των αρετών, έτσι και η αδιαφορία και ασυμπάθεια είναι το πλήρωμα της αμαρτίας. Ο Θεός αποκαλεί ερίφια τους ανθρώπους που έμειναν ξένοι στην αγάπη και η μόνη τους φροντίδα ήταν η ατομικότητά τους. Ποτέ τους δεν έθρεψαν τον πεινασμένο, ούτε φρόνησαν τον γυμνό, τον ασθενή, τον φυλακισμένο. Τέτοιες πράξεις ήταν γι’ αυτούς κατάρα και «κόλασις αιώνιος». Δεν βάδισαν στα ίχνη του Αμνού του Θεού. Πάντοτε απομακρύνονταν από την οδό της αγάπης και της κοινωνίας των ανθρώπων στην απομόνωση, τον ατομισμό, τους κρημνούς της αμαρτίας, σαν άλλα ερίφια που φεύγουν από τον ποιμένα τους. Όταν λέγει ο Χριστός: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου», γι’ αυτούς ίσως να ακούονται, ως «πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι». Τα λόγια του Χριστού γι’ αυτούς είναι κατάρα και «πυρ αιώνιον». Ο Χριστός ποτέ δε βρήκε θέση στην καρδιά τους, ούτε και οι άλλοι άνθρωποι. Ούτε ένα ποτήρι νερό, ούτε ένα κομμάτι ψωμί δεν έδωσαν, ούτε και θυσίασαν ποτέ το θέλημά τους χάριν του θελήματος του Χριστού. Πώς θα ζήσουν μ’ εκείνους, πού έδωσαν και τη ζωή τους για τους εχθρούς τους; Οι Πατέρες λένε πως Βασιλεία του Θεού είναι το «θεαρέστως ζην».
Ο Θεός δεν επιβάλλει τιμωρίες, ούτε στέλλει κανένα στην κόλαση, ούτε δημιούργησε την κόλαση. Κόλαση είναι το αποτέλεσμα της αντίθεσης του αμαρτωλού προς τον Θεό και το θέλημά Του. Όπως και Παράδεισος είναι η ταύτισή μας με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος αρνηθεί το φως του Χριστού, μόνος του καταδικάζεται στο σκοτάδι του εγωισμού.
Είμαστε οδοιπόροι προς την «Ημέραν του Κυρίου, την μεγάλην και επιφανή» (Πράξ. 2, 20). «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν» (Έβρ. 13, 14). Θα έπρεπε να είμαστε πάντοτε έτοιμοι, ώστε να «προσδοκώμεν την Παρουσία του Θεού» (Β’ Πέτρ. 3, 12).
Ο Χριστός, αν φαίνεται πως καθυστερεί να έλθει, είναι γιατί μακροθυμεί, για να γίνουμε οι ανελεήμονες ελεήμονες. Να ζήσουμε τη ζωή της αγάπης, του ελέους, που είναι η πρόγευση της Βασιλείας του Θεού. Η παρούσα Κυριακή της μελλούσης Κρίσεως, ας μας ξυπνήσει, για να στρέψουμε την προσοχή μας από τα ορατά και φθαρτά στα αόρατα και άφθαρτα. Να μην είμαστε εγκοσμιοκεντρικοί. Τα λόγια της αφοσιωμένης Νύμφης προς τον Νυμφίον: «Έρχου, Κύριε, Ιησού» (Αποκ. 22, 20), ας γίνουν καθημερινό βίωμα μας.

Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου. «Διήρχετο διά των σπορίμων», τ.Β΄, εκδ. Ι.Μητροπόλεως Λεμεσού 2008

Πηγή: www.vatopaidi.wordpress.com

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ ΝΟΥΣ ΖΗΤΑ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ, ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ BRIANCHANINOV

Κλείστηκαν οἱ θύρες τῶν αἰσθημάτων: Ἡ γλώσσα σωπαίνει, τὰ μάτια εἶναι σφαλισμένα, τ’ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε τίποτε ἀπ’ ὅσα συμβαίνουν γύρω μου. Ὁ νοῦς, ἀποτινάζοντας τὸν ζυγὸ τῶν γήινων λογισμῶν, ντύνεται τὴν προσευχὴ καὶ κατεβαίνει στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς. Ἡ θύρα, ὅμως, τοῦ θαλάμου εἶναι κλειστή. Παντοῦ σκοτάδι, σκοτάδι ἀπροσπέλαστο. Καὶ ὁ νοῦς, καθὼς βρίσκεται σὲ ἀπορία, ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ μὲ τὴν προσευχὴ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς. Στέκεται ὑπομονετικὰ μπροστά της καὶ τὴ χτυπᾶ· περιμένει· πάλι χτυπᾶ· πάλι περιμένει· πάλι προσεύχεται... Καμιὰ ἀπάντηση, καμιὰ φωνὴ δὲν ἀκούγεται! Νεκρικὴ ἡσυχία, ταφικὴ σιωπὴ καὶ ζοφερὸ σκοτάδι. Ὁ νοῦς φεύγει ἀπὸ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς λυπημένος, θρηνώντας πικρὰ καὶ ζητώντας παρηγοριά. Δὲν τοῦ ἐπιτράπηκε νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν Βασιλέα τῶν βασιλέων μέσα στὸ ἁγιαστήριο τοῦ ἐσωτερικοῦ θαλάμου τῆς καρδιᾶς.

— Γιατί; Γιατί ἀπορρίφθηκες:

— Ἐπειδὴ ἔχω πάνω μου τὴ σφραγίδα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ συνήθεια νὰ σκέφτομαι τὰ γήινα μοῦ ἀποσπᾶ τὴν προσοχή. Δὲν ἔχω μέσα μου δυνάμεις, γιατί δὲν ἔρχεται νὰ μὲ βοηθήσει τὸ Πνεῦμα, τὸ πανάγιο καὶ πανάγαθο Πνεῦμα. Αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ διασπάστηκε μὲ τὴ φοβερὴ πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Μάταιες εἶναι οἱ προσωπικές μου προσπάθειες μόνες τους, χωρὶς τὴν παντοδύναμη, δημιουργικὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνο, βέβαια, εἶναι ἀπέραντα φιλάνθρωπο καὶ πολυέλεο, ἀλλὰ ἡ δική μου ψυχικὴ ἀκαθαρσία δὲν Τὸ ἀφήνει νὰ μὲ πλησιάσει. Θὰ λουστῶ, λοιπόν, στὰ δάκρυα, θὰ καθαριστῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου μὲ τὴν Ἐξομολόγηση, δὲν θὰ προσφέρω στὸ σῶμα μου τροφὴ καὶ ὕπνο, ποὺ ἡ πλησμονὴ τους γεννᾶ στὴν ψυχὴ τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Ντυμένος ὅλος μὲ τὸν θρῆνο τῆς μετάνοιας θὰ πλησιάσω τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μου. Ἐκεῖ θὰ σταθῶ ἤ θὰ καθήσω σὰν τὸν τυφλό τοῦ Εὐαγγελίου καί, ὑπομένοντας τὸ βάρος καὶ τὴ θλίψη ποὺ προξενεῖ τὸ σκοτάδι, θὰ φωνάζω δυνατὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει: «Ἐλέησέ με!».

Κατεβαίνει, λοιπόν, ὁ νοῦς στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς, στέκεται ἐκεῖ μπροστὰ καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει δυνατὰ μὲ δάκρυα. Μοιάζει μ’ ἕναν τυφλό, ποὺ δὲν βλέπει τὸ ἀληθινὸ καὶ ἀνέσπερο φῶς, καὶ μ’ ἕναν κωφάλαλο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε λαλιὰ οὔτε ἀκοὴ πνευματικὴ. Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πραγματικὰ τυφλὸς καὶ κωφάλαλος, ὅτι στέκεται μπροστὰ στὴν πύλη τῆς Ἱεριχώ —τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὴν κατοικοῦν οἱ ἁμαρτίες— καὶ ὅτι περιμένει τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὸν Σωτήρα, ποὺ δὲν Τὸν βλέπει, ποὺ δὲν Τὸν ἀκούει καὶ ποὺ ἐντούτοις Τὸν φωνάζει, καθὼς βρίσκεται στὴν τραγικὴ αὐτὴ κατάσταση. Τὸ ὄνομά Του δὲν τὸ γνωρίζει- «Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ»  Τὸν ὀνομάζει: Ἡ σάρκα καὶ τὸ αἷμα δὲν μποροῦν νὰ τιμήσουν τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ .

— Δεῖξτε μου τὸν δρόμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ περάσει ὁ Σωτήρας!

— Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἡ προσευχή, ὅπως λέει σὲ κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη: «Ἐμένα μὲ δοξάζει ἡ προσφορὰ ὑμνωδίας, καὶ σ’ ὅποιον βαδίζει αὐτὸν τὸν δρόμο θὰ δείξω τὴ σωτηρία μου».

— Πέστε μου, πότε θὰ περάσει ὁ Σωτήρας; Τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι ἤ τὸ βράδυ;

— «Νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, γιατί δὲν ξέρετε ποιὰ μέρα θὰ ἔρθει ὁ Κύριος σας».

Ὁ δρόμος εἶναι γνωστός, μὰ ἡ ὥρα ἄγνωστη! Θὰ μείνω ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, ὄρθιος ἤ καθισμένος στὴν πύλη τῆς πόλης, ἔχοντας στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ ἐξαγνίσει τὸν λαό Του μὲ τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα, θανατώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη. Ἂς πᾶμε. λοιπόν, κι ἐμεῖς κοντά Του, ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδο (δηλαδὴ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας), καὶ ἂς ὑποστοῦμε τὸν ἴδιο μ’ Αὐτὸν ἐξευτελισμὸ» .

Ὁ κόσμος παρέρχεται , τίποτα δὲν εἶναι μόνιμο σ’ αὐτὸν οὔτε κἄν μὲ πόλη δὲν πρέπει νὰ τὸν παρομοιάζουμε, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ χωριό. Θ’ ἀφήσω, λοιπόν, τὴν περιουσία μου, στὴν ὁποία ἔχω προσκολληθεῖ καὶ τὴν ὁποία ὅλοι ἐγκαταλείπουν ὅταν πεθαίνουν, συχνὰ καὶ πρὶν πεθάνουν. Θ’ ἀφήσω τὶς τιμὲς καὶ τὴ δόξα, ποὺ χάνονται. Θ’ ἀφήσω τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων, ποὺ ἀφαιροῦν κάθε ἱκανότητα γιὰ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ ἐνασχολήσεις. «Γιατί δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλὰ λαχταροῦμε τὴ μελλοντικὴ» , ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τώρα στὴν καρδιά μου μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μου.

Ὅποιος δὲν ἀνέβει πνευματικὰ στὴ μυστικὴ Ἱερουσαλὴμ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ ἐπιτραπεῖ στὴν ψυχή του, μετὰ τὴν ἔξοδό της ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ μπεῖ στὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Τὸ πρῶτο εἶναι προϋπόθεση τοῦ δευτέρου .

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ, ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Η έξοδος από όλα τα αδιέξοδα, ανθρωπιστικά = οικουμενιστικά = παπιστικά, είναι ο ιστορικός Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και το ιστορικόν θεανθρώπινον οικοδόμημά Του, η Εκκλησία, της οποίας Αυτός είναι η αιωνία Κεφαλή και η οποία είναι το αιώνιον Αυτού Σώμα. Η Αποστολική = Αγιοπατερική = Αγιοπαραδοσιακή = Αγιοσυνοδική = Καθολική Ορθόδοξος Πίστις είναι το φάρμακον της αναστάσεως από όλας τας αιρέσεις, όπως και αν αύται ονομάζωνται. Εις τελευταίαν ανάλυσιν, κάθε αίρεσις είναι από τον άνθρωπον και «κατ' άνθρωπον». κάθε μία από αυτάς τοποθετεί τον άνθρωπον εις την θέσιν του Θεανθρώπου, αντικαθιστά τον Θεάνθρωπον δια του ανθρώπου. Με τούτο αρνείται και απορρίπτει την Εκκλησίαν, η οποία υπάρχει όλη εν τω Θεανθρώπω και είναι όλη εκ του Θεανθρώπου και όλη κατά τον Θεάνθρωπον. Η μόνη σωτηρία από αυτό είναι η αποστολική θεανθρωπίνη πίστις, δηλαδή ολική επιστροφή εις την θεανθρωπίνην οδόν των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων1. Τούτο  δε σημαίνει επιστροφήν εις την άμωμον ορθόδοξον πίστιν των εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν, εις την κεχαριτωμένην θεανθρωπίνην ζωήν των εν τη Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος, εις την εν Χριστώ ελευθερίαν των, εις την οποίαν ο Χριστός μας ηλευθέρωσεν, εις την θεανθρωπίνην κεχαριτωμένην εμπειρίαν των εν Αγίω Πνεύματι, εις τας θεανθρωπίνας αγίας αρετάς των. Τούτο και μόνον τούτο δύναται να σώση και να απελευθερώση τον άνθρωπον εκ της δουλείας εις διαφόρους ουμανιστικάς ανθρωπαρεσκείας, ανθρωποδουλείας και ανθρωπολατρείας, και να καθαρίση όλας τας αμαρτίας του. Διότι η δουλεία αύτη είναι το αυτό με την λατρείαν των ψευδοθεών του αναρχικομηδενιστικού αιώνος μας. Άλλως, χωρίς την αποστολικήν και αγιοπατερικήν οδόν, χωρίς την αποστολικήν και αγιοπατερικήν ακολούθησιν όπισθεν του μόνου αληθινού Θεού εις όλους τους κόσμους, και την λατρείαν του μόνου αληθινού και Αειζώου Θεού, του Θεανθρώπου και Σωτήρος Χριστού, είναι βέβαιον ότι ο άνθρωπος θα καταποντισθή εις την νεκράν θάλασσαν της ευρωπαϊκής πολιτισμένης ειδωλολατρείας και αντί του Ζώντος και Αληθινού Θεού, θα λατρεύη τα ψευδοείδωλα του αιώνος τούτου, εις τα οποία δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε ανάστασις, ούτε θέωσις διά το θλιμμένον ον, το ονομαζόμενον άνθρωπος.
Λυτρωμένοι διά του Θεανθρώπου Χριστού από την ειδωλολατρείαν εις όλας τας μορφάς της, ιδού τί μας ευαγγελίζονται, παραγγέλλουν και αφήνουν ως ιεράν παρακαταθήκην, οι άγιοι Πατέρες των Επτά Οικουμενικών Συνόδων, ως την μόνην ορθόδοξον οδόν, την οδόν του Θεανθρώπου, την οποίαν πρέπει να ακολουθήση τις ανάμεσα από όλα τα ιστορικά σκότη και τους ζόφους του αιώνος και του κόσμου τούτου: «Την του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκπληρούντες θείαν πρόσταξιν οι άγιοι Πατέρες ημών, τον παρ' αυτού δοθέντα αυτοίς λύχνον της θείας γνώσεως ουχ υπό το μόδιον έκρυ­ψαν, αλλ' επί την λυχνίαν ανέθηκαν της ωφελιμοτάτης διδασκαλίας. ίνα λάμψη πάσι τοις εν τη οικία, τουτέστι τοις εν τη Καθολική Εκκλησία γεννηθείσι, δια το μήποτε προσκόψαι τινα προς λίθον τον πόδα της αιρετικής κακοδοξίας των ευσεβώς ομολογούντων τον Κύριον. Αυτοί γαρ πάσαν πλάνην αιρετικών εξωθούσι, και το σεσηπός μέλος, είπως ανίατα νοσεί, εκκόπτουσι. και το πτύον κατέχοντες την άλωνα καθαίρουσι. και τον μεν σίτον, ήτοι τον τρόφιμον λόγον, τον στηρίζοντα καρδίαν ανθρώπου αποκλείουσιν εν τη αποθήκη της Καθολικής Εκκλησίας, το δε άχυρον της αιρετικής κακοδοξίας έξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρί ασβέστω... Ημείς δε κατά πάντα των αυτών θεοφόρων Πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία, μηδέν προστίθεντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν. Αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα. Ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν, κα­θώς αι άγιαι και οικουμενικαί εξ Σύνοδοι ώρισαν και εβεβαίωσαν... Και πιστεύομεν... ως φησιν ο προφήτης, ου πρέσβυς, ουκ άγγελος, αλλ' αυτός ο Κύριος έσωσεν ημάς (Ησ. 63, 9), ω και ημείς επόμενοι, και την τούτου φωνήν οικειούμενοι μεγαλοφώνως βοώμεν. ου σύνοδος, ου βασιλέων κράτος, ου συνομωσίαι θεοστυγείς της των ειδώλων πλάνης την Εκκλησίαν ηλευθέρωσαν, καθώς εληρώδησε το Ιουδαϊκόν συνέδριον... αλλ' αυτός ο της δόξης Κύριος ενανθρωπίσας Θεός και έσωσε, και της ειδωλικής απάτης απήλλαξεν. αύτώ τοίνυν δόξα, αυτώ χά­ρις, αυτώ ευχαριστία, αυτώ αίνος, αυτώ μεγαλοπρέπεια, αυτού η απολυξώτις, αυτού η σωτηρία του μόνου σώζειν εις το παντελές δυναμένου, και ουχ ετέρων των χαμαί ερχομένων ανθρώπων... Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν. ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών... Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν»2.
1. Ο «δέκατος τρίτος απόστολος», ο «πατήρ της Ορθοδοξίας», ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ευαγγελίζεται με την αποστολικήν και πατερικήν σοφίαν όλην την αλήθειαν περί της αληθινής πίστεως, λέγων ότι ημείς κρατούμεν «αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της Καθολικής Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν και οι πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται, και ο ταύτης εκπίπτων ούτ' αν είη, ούτ' αν έτι λέγοιτο Χριστιανός» (Βλ. Προς Σεραπ. Επ. Α', PG 26, c. 593C, 596A).
2. Πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, Πράξις δ', Mansi, vcl. 13, σ. 129. Βλ. επίσης και το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, Τριώδιον, εκδ. ΑΔ, Αθήναι 1960, σ. 145.

"Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ" ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ

ΑΡΧΙΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΙΒΗΡΩΝ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ


Η ανταρσία του νεώτερου υιού και η διαγωγή του πατέρα
Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει η αίσθηση που έχει ότι είναι υιός του πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ' αυτήν την ορολο­γία. Ζη σ' αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι' αυτό λέει: «Πάτερ, δός μοι...»
Η αμαρτία, η αδυναμία του, είναι ότι οντάς ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι η ουσία του Πα­τρός είναι η ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη τη στιγμή αυτό πού λέει παρακάτω ο πατέρας στον πρεσβύτερο υιό, «τα εμά πάντα σα εστί», γι' αυ­τό ζήτα από τον πατέρα του να του δώση «το επιβάλ­λον μέρος της ουσίας», το κομμάτι πού του ανήκει. Αυτός ο χωρισμός πού γίνεται μέσα του είναι η αμαρ­τία του.
Αυτός ο χωρισμός, ο τεμαχισμός είναι η αμαρτία, το κακό. «Όρος σύντομος του κάκου ότι ου κατά φύσιν άλλα κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Άγιος Μάξιμος, Ρ.Ο. 4, 301Α).
Ο πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδια­φέρεται για τον εαυτό του. Ενδιαφέρεται να σώση τον άλλο, το παιδί του. Αυτό βρίσκεται στον σκοπό της ζωής του, είναι καταξίωσι του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πη ο κόσμος, αν θα χάση το κύρος του, αν παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί πού αφήνει το σπίτι και φεύγει μακριά. Η αγάπη του πατέρα πάει πιο μακριά απ' ό,τι μπορεί να πάη η κρίσι του κόσμου ή η ανταρσία του γιου του. Γι' αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέ­ρει ότι δεν πρόκειται να βγή τίποτε. Δεν πρόκειται να νοιώση κάτι ο νεώτερος υιός του.
Τώρα πρέπει να τον αφήση να περιπλανηθή, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά. Αυτό ξέρει ο πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, άλλα δεν βλέπει άλλη λύσι.
Θα τον συντροφεύη πάντοτε με την αγάπη του, πού μένει στο σπίτι, άλλα απλώνεται παντού. Γι' αυτό δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαί­νοντας στον σταυρό της αναμονής.
Το θέμα δεν είναι ο πατέρας να κράτηση δια της βίας τον υιό κοντά του, αλλά να του δώση τη δυνατότητα, να του δημιουργήση τις προϋποθέσεις, ώστε ο ίδιος, μόνος του, να έλθη προς Αυτόν, την πηγή της Ζωής. Αυτή η κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό.
Η προσωπική κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει το πρόσωπο του Υιού. Η φράσι «και ο Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι «εν τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πή κάτι για το μυστήριο της υιότητος και της πατρότητος;
Να δώσης τη δυνατότητα στον άλλο να γυρίση στο σπίτι εν ελευθερία. Να το βρή. Να το νοιώση, να γίνη δικό του. Να μην μπορή να φυγή, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε -με τη σωστή τοποθέτησι και σχέσι υιού προς πατέρα- θα είναι «εν παντί καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.
Και χωρίς να πή λόγο, «διείλεν αυτοίς τον βίον». Του μίλα και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο πού ο υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνον πού ο πατέρας ξέρει.
Του έδωσε το κομμάτι πού ζητούσε. Άλλα το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το σύνολο της αληθείας της αμπέλου της ζωής, δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήση. Το κομμάτι αυτό, όταν το παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα -όπως και όταν θέλουμε- δεν μας οδηγεί, δεν μας φέρνει στη ζωή, στον Παράδεισο, αλλά στην απόγνωσι και καταστροφή. Αυτό πού συνάγομε με το επαναστατημένο θέλημα μας -«συναγαγών απαντά»- το σκορπίζαμε ασώτως -«διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (α-σωτηρία, α-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός Θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).
Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάστασι στείρα, οπού χωρί­ζεται η ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατά­στασι πού δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.
Το κομμάτι πού μας δίδει ο Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο πού μερίζεται και δεν διαιρείται, πού εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό
προζύμι με όλο τον δυναμισμό της βασιλείας, πού σώ­ζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα της δημιουργίας ολόκληρης.
Το ψεύτικο χάνεται, μας εγκαταλείπει
Μέσα στο πυρ της πραγματικότητας φανερώθηκε το ψεύτικο, το απατηλό, που χάνεται και φεύγει. Μας αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλο­δαπή, οπού τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνωνται -«δαπανήσαντος αυτού πάντα».
Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, άλλα έγινε επί πλέον λιμός ισχυρός «κατά την χωράν εκείνην». Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζή καλά για πάν­τα. Στο τέλος ισχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήση κανένα. Υπάρχει μια έκπτωσι, εξαθλίωσι, τελική απώλεια του ανθρώπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πας να προσκολληθής «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βοσκής χοίρους, να ποιμαίνης πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρ­νείται τη φύσι, την ευγένεια σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Άλλα και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νη­στικός, γιατί δεν τρώγεται η τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.
Το αληθινό μένει, μας σώζει
Η δοκιμασία του νεώτερου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και το τι έκρυβε μέσα του, τι αντοχή είχε, τι έμεινε ανέπαφο, ποιος μπορούσε να τον βοηθήση, σε ποιόν να κολληθη -«εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62, 9)- σε ποιόν να καταφυγή, ποιος είναι «οικτίρμων και ελεή­μων» (Ψαλμ. 102, 8), που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάστασι για όλους.
Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ο ίδιος -«απολωλώς ην»-, κυριολεκτικά να πέ­θανα -«νεκρός ην»-, αλλά κάτι υπάρχει πού δεν χά­νεται, δεν πεθαίνει· είναι ο Πατέρας μου και η αγά­πη Του. Αυτός είναι «δυνατός εν ελεεί και αγαθός εν ισχύϊ» (α' ευχή του Εσπερινού). Το ξέρω, το ζω.
Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του -είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο- σκέφτομαι τους μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό· δούλος χωρίς ψωμί.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα πού είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα πού έχεις τέτοια αγάπη, πού γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα πού ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα της στερήσεως, της ασωτείας, της κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.
Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αυτή είναι η αμαρτία, το έγκλημα μου το ένα. Δεν είναι η περιουσία σου που έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, πού μπορώ να επανορ­θώσω με τις δυνάμεις μου· δεν είναι κάτι πού μπορώ να κερδίσω με τη δουλειά μου, για να σου το επιστρέψω. Καθύβρισα τη μια σχέσι του υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ' όσον με σε­βάστηκες περισσότερο απ' ό,τι άξιζα. Με καταδικάζει η συμπεριφορά σου.
Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας της αγάπης, αν δεν μου είχες φερθή όπως μου φέρθηκες, αν δεν ήσουν τέ­λειος σε όλα, αν λίγο κάπου μου έφταιγες· ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγ­κό, η ανείκαστή σου στοργή και ανοχή, πού μόλις συ­νειδητοποιώ.
Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να το νοιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στον θάνατο, για να καταλάβω τι θα πή σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τι να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: τη δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και τη δική σου βασιλεία, αγάπη, πού με διαλύει.
Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα· από την αγάπη σου, πού με έλκει έσωθεν και μου κά­νει συντροφιά.
Κάνε με δούλο σου. Η ενοχή είναι δική μου. Η ανοχή, η ζωή, είσαι εσύ.
«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου' ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Συνάντησι νεώτερου υιού με τον πατέρα
Πριν φτάση στο σπίτι, ο πατέρας τον βλέπει και τρέ­χει. Χωρίς να του πή τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλο του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.
Ήδη ο γιος κατάλαβε, πήρε την απάντησι: Ο πατέρας ακούσε την εξομολόγησι, την ξέρει πριν του την πή. Βλέπει τον γιο του πριν να γυρίση. Ήταν μα­ζί του, χωρίς να τον βλέπη ο γιος. Αυτός πού αγαπά με την τέλεια αγάπη «απών ως παρών συναναστρέφεται, μη δρώμενος υπό τίνος» (Αββάς Ισαάκ, λόγος κδ').
Ο γιος όμως αρχίζει την εξομολόγησι· λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να εξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα πού πρέπει να βγή από τα σπλάχνα του, για να ελευθερωθή. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, άλλα δεν την τελειώνει. Αναφέρει το αμάρτημα, το έγκλημα του, και στα­ματά. Δεν τολμά να συμπλήρωση τη φράσι να ζήτη­ση να γίνη δούλος του πατέρα. Τα χάνει με τον χεί­μαρρο της αγάπης πού τον παρασύρει, τον διαλύει· και δεν μπορεί να κάνει σ' Αυτήν υποδείξεις. Ομολογεί το έγκλημα του και σιωπά.
Τον λόγο παίρνει ο πατέρας, πού με τον ίδιο τρό­πο μιλά ξεκάθαρα εν σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παι­δί του για τον εαυτό του· ούτε αν πόνεσε ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε· ούτε πόσο χαίρεται ή αν χαίρεται, τώρα πού γύρισε. Αυτά δεν λέγονται· διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήση σ' αυτόν τον γιο πού είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να άρθρωση τα άρρητα ή πώς να μείωση την ενάργεια όσων λέγονται εν σιγή;
Στον γιο δεν λέει τίποτε. Η μυσταγωγία της σχέσεως τους ιερουργείτε σε χώρο βαθιάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης πού παραλύει τη γλώσσα.
Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: «εξενέγκατε την στολήν ... ενδύσατε ... θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν», ας ευφρανθούμε, γιατί «ούτος ο υιός μου νε­κρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήση για το θέ­μα του γιου του.
Το «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη», πού ο πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει το μεγάλο δράμα και τη χαρά πού έζησαν και πού ζουν οι δυο τους, πατέρας και γιος.
Δεν μίλησε ό πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε το μέγεθος του δράματος ή δεν είχε συνείδησι του κινδύνου πού επρό­κειτο να πέραση το παιδί του. Δεν έχει κανένα στοι­χείο απάθειας πού φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψι αίσθήσεως. Όλα τα ζή. Όλα τα ξεπερνά με την άπει­ρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέ­χρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να του πή ο γιος λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια πού πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλασι, τον χαμό, τον θάνατο.
Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμι, πού υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύ­ρω του διακριτικά. Υπάρχει η δύναμι της υιότητος και της πατρότητας. Ήταν αυτός γιος και είχε πή στην αρχή «πάτερ» (και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρη το παιδί του, έστω και αν υπήρχε ο κίνδυνος του χάμου, του θανάτου του ίδιου του παιδιού. Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύ­πτοντας τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε.
Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, πού θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός. Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η θεία Λει­τουργία, η σύναξι και η ζωή της Εκκλησίας.
Επιστροφή πού σε ελευθερώνει
Ο νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζήτηση να μείνη στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτό αν του δινόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι' αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ο Θεός Πατέρας τον κάνει το κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή του μεγάλου πανηγυριού. Και αυτό τον καταπλήττει και τον κα­τακαίει. Ο Θεός καταδικάζει με το πλήθος της αγάπης Του. Και νοιώθεις ανάξιος γι' Αυτήν. Αποτραβιέσαι στη θέσι του δούλου, πού σου ταιριάζει, σου υπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει όμως τον Θεό, πού τόσο αγαπά, πού τόσο συγχωρεί, πού σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπη Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για το θαύμα τούτο. Και το κλάμα φανερώνει την πλησμονή της αγαλλιάσεως.
Γι' αυτό οι Άγιοι, τα παιδιά του Θεού, ονομά­ζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νοιώθουν ότι αυτό ξεπερνά την αξία τους και τους πλημμυρίζει με τιμή. Το άλλο, το να γίνεται παιδί κατά χάρι και το κεντρικό πρόσωπο του πανηγυριού, οπού θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός, αυτό ξεπερνά τις ανθρώπινες προσ­δοκίες· υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την απερινόητη και άφατη αγάπη του Θεού Πατρός.
Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα πού θα ακολουθήση. Μένει μόνο στην εξουθένωσι. Του αρκεί να είναι στο σπί­τι του Πατρός. «Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83, 11). Δεν ζήτα χαρίσματα -αυτό γίνεται εκ βαθέων- γι' αυτό του δίδονται όλα.
Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε -ούτε να γίνης δούλος-τα παίρνεις όλα.
Επειδή είναι αληθινή η μετάνοια του, ήδη τον έβαλε στον Παράδεισο· διαιτάται σε χαρά που ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτό το ξέρει ο πατέρας. Γι' αυτό θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χα­ρά. Τον υιό τον άξιο του πατέρα με τη στολή την πρώ­τη. Αυτό γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο της σκοτεινής γης, ο σπόρος πού πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία -«η γη αυτό­ματη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 28)- έτσι από τη συντετριμμένη καρδιά του ταλαιπωρημένου, του χαμέ­νου γιου, ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει το φως ως ιμάτιον στολή πρώτη και ανέγγιχτη.
Αλλιώς -αν δεν είχε αυτή τη διαλυτική των πάν­των συντριβή- δεν θα μπορούσε να ανθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα του κάνανε κακό. θα τα πέταγε πέρα. Και ο ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μονα­δική χαρά, την πανηγύρι της αγάπης· όπως έκαμε ο πρεσβύτερος υιός.
«Και την χαράν υμών ουδείς αίρει άφ' υμών» (Ίω. 16, 22). Κανείς δεν μπορεί να του πάρη τούτη τη χαρά, να του την αφαίρεση, να την απομακρύνη. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ό Χριστός πού ζη μέσα του. Δεν ζη πια αυτός.
Επιστροφή πού σε πνίγει
Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εν ταπεινώσει και εξουθενώσει -πού είναι γεννητική της άφθαρτου δόξης- αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάσι του πρεσβύτερου υιού, πού δεν είναι επιστροφή αλλά πε­ριπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:
Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσωμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τί φταις και σε τί φταίω. Να βρούμε έναν τρόπο συμβιώσεως.
Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξωμε, για να μην επαναληφθούν τα ίδια. Γιατί αν δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνό­μουνα να έφευγα στα καλά καθούμενα.
Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώ­σεως, ναι ή όχι;
Και μην κράτησης κακία. Άλλα να τα ξεχάσης όλα. Και να μου βάλης την πρώτη στολή, για να μη νοιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.
Για πανηγύρι χαράς δεν του κάνει λόγο, γιατί αυτή η λογική δεν έχει σχέσι με καμιά χαρά. Αυτή είναι η αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι η στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτή είναι η κόλασι της «δικαιοσύνης».
Υπάρχει παραμονή στο σπίτι που είναι περιπλάνησι σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή πού είναι μεγαλύτερη απομάκρυνσι από το σπίτι.
Το ανανεούμενο βάσανο του πατέρα. Συνάντησι με τον πρεσβύτερο υιό
Από τον μακρινό αγρό, οπού έβοσκε χοίρους, γύρισε συντετριμμένος ο νεώτερος υιός και μπήκε στον Παράδεισο. Από τον αγρό του πατέρα επέστρεψε ορ­γισμένος ο πρεσβύτερος και φανέρωσε την κόλασι που κουβαλούσε μέσα του. «Ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», αφού πληροφορήθηκε από τους δούλους τι γι­νόταν στο σπίτι.
Είναι άνανεούμενο βάσανο η ζωή του πατέρα. Μόλις τελειώνει η μια δοκιμασία, αρχίζει η άλλη. Όταν ο νεώτερος επιστρέφη από την ασωτεία, ο πρεσβύτερος, πού μένει στο σπίτι, αρνείται να μπή μέσα.
Κάθε μεγάλη μέρα ο πειρασμός δημιουργεί προβλήματα, προκαλεί αφορμές θλίψεως. Θέλει να μολύνη τη χαρά, να θόλωση την καθαρότητα της γιορ­τής. Να μην αφήση καρδιά απλήγωτη. Άλλα ο πα­τέρας της παραβολής είναι ωκεανός αγάπης και ανο­χής: «Εξελθών παρεκάλει αυτόν».
Ο πατέρας γνωρίζει την αρρώστια του μεγαλύ­τερου παιδιού του, ότι ζηλεύει και φθονεί. Γι' αυτό, από αγάπη κινούμενος, μετριάζει τις εκδηλώσεις της πατρικής του στοργής. Δεν τρέχει -«δραμών»- όπως στην περίπτωσι του νεωτέρου, αλλά εξέρχεται βαρύς από τον πόνο. Καί δεν τον «καταφιλεί» -αν έκανε κά­τι τέτοιο, θα τον κατέκαιγε, θα τον τάραζε ολόκληρο-ούτε καν τον φιλεί. Μόνο του μίλα παρακλητικά. Και δέχεται καρτερικά όλα τα κύματα της οργής του πρε­σβύτερου υιού.
Σαν να είχε έτοιμη την επίθεσι (όπως ο νεώτε­ρος την εξομολόγησι). Λες και περίμενε την αφορμή για να ξεσπάση, να βγάλη έξω όσα μαζεύονταν και έβραζαν μέσα του ολόκληρη σειρά ετών.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι...»
Δεν τον ονομάζει καμιά φορά ούτε τον βλέπει ως
πατέρα, άλλα σαν αφεντικό, και μάλιστα άδικο. Τον εαυτό του τον υποτιμά, τον βλέπει σαν μισθωτό δούλο.
Μέσα σ' όλην αυτή τη νομικίστικη σχέσι δικαιώ­νει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του και καταδικάζει από­λυτα τον πατέρα του.
«Ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Είμαι εν τάξει πάντοτε. Είμαι άμεμπτος. Ποτέ δεν έσφαλα σε κάτι.
Εσύ αντίθετα είσαι ολοκληρωτική αποτυχία. «Ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ».
Εγώ ουδέποτε έκαμα κάτι κακό. Εσύ ουδέποτε έκαμες κάτι καλό.
Τον αδελφό του δεν τον ονομάζει αδελφό, αλλά γιο του πατέρα του. Και το σφάλμα του νεωτέρου, πού δεν το έχει διορθώσει, δεν είναι ότι πρόσβαλε τον πατέρα του, αλλά ότι ξόδεψε χρήματα, κατέφαγε πε­ριουσία. Και αυτός πρώτος και μόνος κατηγορεί τον αδελφό του ότι κατέφαγε την περιουσία «μετά πόρνων».
Η πρώτη διόρθωσι του πατέρα γίνεται με την προσφώνησι: «Τέκνον». Εσύ δεν με καλείς πατέρα, εγώ σε θεωρώ και σε ονομάζω παιδί μου. Αυτό είναι το πρώτο. Δεν είσαι δούλος μου, ούτε καταδυναστευόμενός μου.
Στο αρνητικό επίρρημα ουδέποτε του πρεσβύτε­ρου υιού ο πατέρας αντιπαραθέτει το θετικό πάντοτε: «Συ πάντοτε μετ' εμού ει». Είσαι πάντοτε μαζί μου. Αυτός είναι ο παράδεισος, η ελευθερία, ο πλούτος του υιού, το ότι μένει εν τη οικία (Ίω. 8, 35), μένει με τον πατέρα μαζί. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ίω. 14, 10).
Και στην αίτησι του ελαχίστου και μικρού -ερι­φίου- απαντά με το πάντα. «Πάντα τα εμά σα εστί».
Στην οργή και στο μίσος πού τον κατατρώει («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») αντιπαραθέτει το «ευφρανθήναι και χαρήναι έδει», γιατί ο αδελφός σου αναστήθηκε και σώθηκε.
Χαρακτηριστικά του νεώτερου υιού
Στον νεώτερο υιό εφαρμόζεται ο λόγος της Αποκαλύψεως: «Όφελον ψυχρός ης ή ζεστός» (Άποκ. 3, 15).
Όταν έφυγε, ήταν απόλυτος αντάρτης: «συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χωράν μακράν». Έπεσε με τα μούτρα στην αμαρτία. Τα έδω­σε, τα έχασε όλα.
Όταν έφτασε στην εσχάτη ανάγκη, «εκολλήθη ενι των πολιτών της χώρας εκείνης». Το εκολλήθη δείχνει την ολόψυχη του προσπάθεια να πιαστή από κάποια σανίδα σωτηρίας.
Όταν επέστρεφε, ήταν το ίδιο θερμός και από­λυτος: ήρθε να ομολογήση απερίφραστα την ολική του αποτυχία και αμαρτία.
Τα χάνει όλα την πρώτη φορά. Προσφέρει τώρα όλο του τον εαυτό, έστω χαμένο και νεκρό –πάντως όλο- στον πατέρα του· χωρίς κανένα ενδοιασμό, χω­ρίς καμιά επιφύλαξι ή όρο.
Η φιλαυτία -η αρρωστημένη προσκόλλησι στο εγώ μας- είναι ξένη προς την Αγάπη που μας έπλα­σε, προς την πνοή που Αυτή μας φύσηξε στα σπλάχνα. Γι' αυτό κάνοντας το θέλημα του αντάρτικα ο νεώτερος γιος, χάνει τον άξονα της ζωής του, αθετεί τη φύσι του, καταστρέφει τον εαυτό του· βρίσκεται έκτος εαυτού. Μόλις «έρχεται εις εαυτόν», επιστρέφει στο σπίτι του. Βρίσκει τον πατέρα του, πού είναι αγάπη, πού δεν κλείνεται στον εαυτό του, άλλα «δι' υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητας έξω εαυτού γίνεται ... και εν πάσι κατάγεται» (Άγιος Διονύσιος ο Αρεο­παγίτης, Ρ.Ο. 3,712Α-Β). Τον πατέρα πού τρέχει έξω από το σπίτι, για να αγκαλιάση τον νεώτερο του γιο πού επιστρέφει, και βγαίνει έξω από το σπίτι του, από την ίδια αγάπη κινούμενος, για να παρακάλεση τον πρεσβύτερο.
Η εκστατική αγάπη -προσφορά στον Άλλον-μας οδηγεί στον εαυτό μας. Βρίσκομε το είναι μας και όλους τους άλλους. Αν αυτήν έχωμε -όσο μακριά κι αν βρισκώμαστε- θα μας φέρη στον Παράδεισο. Αν δεν την έχωμε -και στην πόρτα του Παραδείσου να είμαστε- η έλλειψι της αγάπης, το μίσος, δεν θα μας αφήση να μπούμε, αλλά θα μας πετάξη μακριά.
Χαρακτηριστικά του πρεσβύτερου υιού
Ο πρεσβύτερος νοσεί, έχει μέσα του κόλασι. Μόνο βάσανο και ταραχή του προκαλεί η αγάπη του πατέρα προς αυτόν, η αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.
Δεν μπορεί να εφαρμοσθή εδώ η εντολή του μεγάλου Δειπνοκλήτορος: «ανάγκασον εισελθείν» (Λουκ. 14, 23). Μια τέτοια επιμονή για είσοδο στον Παρά­δεισο σε άνθρωπο πού ζηλοφθονεί, πολλαπλασιάζει τον δαιμονισμό. Τον βασανίζει περισσότερο. Του κά­νει τη ζωή αβάσταχτη κόλασι.
Αυτός με σίγουρους συλλογισμούς και ατράντα­χτα επιχειρήματα ανατρέπει όλα. Τα αποδεικνύει απαράδεκτα. Βρίσκει ενόχους και καταδικαστέους όσους συνέπραξαν για μια τέτοια γιορτή· για έναν παράδεισο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψη, να σωθή, να ζήση· για ένα πασχάλιο δείπνο, όπου «ο μόσχος πολύς» και ακούγεται η κλήσι: «Πάντες απο­λαύσατε του συμποσίου της πίστεως ... του πλούτου της χρηστότητας». Δεν ανέχεται τέτοιες καινοτομίες. Δεν μπορεί να μπή σε τέτοιο κλίμα. Δεν υποφέρει «συμφωνίες και χορούς». Του είναι ξένο και απαράδε­κτο το γεγονός, ο θεός να άγκαλιάζη τον άσωτο πού μετανοεί και να του χαρίζη «την στολήν την πρώτην». Δεν μπορεί να ανεχθή αυτή την αδικία, αυτή την προσ­βολή προς την «αλήθεια», τη «δικαιοσύνη».
Ο πατέρας μειλίχια τον προσκαλεί στη χαρά, στο ευχαριστιακό τραπέζι. Και είναι σαν να του ζήτα να μπή στην κόλασι. Φουντώνει μέσα του το μίσος· και ακούει τη στοργική πρόσκλησι του πατέρα σαν οργισμένη αποπομπή.
Μήπως όλα αυτά λένε κάτι για το πώς θα γίνη η τελική κρίσι στη δευτέρα Παρουσία;
Μήπως η οργή («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») κάνει τη μοχθηρή καρδιά να βλέπη οργισμένο και βλοσυρό το ιλαρό πρόσωπο του ελεήμονος Θεού; Και το μίσος, πού δεν αφήνει τον άνθρωπο πού το έχει να μπη στο κοινό πανηγύρι της χαράς, παραποιεί γι' αυτόν τον ίδιο την πρόσκλησι για τον Παράδεισο σε αποπομπή προς το πυρ το εξώτερο; Μήπως το μίσος είναι κόλασι πού κατατρώει τα σωθικά μας; Και η θεία αγάπη παράδεισος πού μας αναζωογονεί; Μή­πως η ίδια η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος για τους σωσμένους, υγιείς, πού αγαπούν, πού μετανοούν και έχουν νουν Χρίστου; Και η ίδια η αγάπη είναι κόλασι για τους αρρώστους, δηλαδή για κείνους πού δεν αγαπούν, δεν μετανοούν, δεν έχουν νουν Χριστού;
Μήπως η μία κλήσι της αγάπης του Θεού, ο οποίος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αλη­θείας ελθείν», θα ακουσθή από όσους δεν αγαπούν, λόγω της διαστροφής και της αμετανοησίας τους: «Πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον»· και απ' αυτούς πού αγαπούν: «Δεύτε οι ευλο­γημένοι του Πατρός μου...»;
Μήπως από σήμερα δεν κρινόμαστε; Μήπως από σήμερα δεν ετοιμαζόμαστε για το ποια θέσι θα πάρωμε τότε μόνοι μας; Δεν ετοιμαζόμαστε για την κρίσι της αγάπης; Δηλαδή για το αν δεχώμαστε, αν ζούμε την αγάπη ως παράδεισο ή ως κόλασι;
Αντιπαραβολή των δύο υιών
Ο νεώτερος υιός υπόδειγμα επιστροφής και φανέρωσι του τί είναι εξομολόγησι: καρπός μετανοίας, ομολο­γία των ουσιαστικών μου σφαλμάτων, εγκλημάτων. Συντριβή και εκζήτησι ελέους.
Ο πρεσβύτερος υιός υπόδειγμα μη επιστροφής και φανέρωσι του τί δεν είναι εξομολόγησι: αναφορά των δικών μου κατορθωμάτων και των εγκλημάτων των άλλων. Σκληροκαρδία και κατάκρισι.
Με το πέρασμα του χρόνου και την οδυνηρή πεί­ρα έφυγε από τον νεώτερο η ιδέα ότι κάτι μπορεί να βρή έξω από το σπίτι, χωρίς τον πατέρα. Γνώρισε την κουφότητα της ζωής μακριά από την πηγή της.
Αντίθετα, όσο περνά ο καιρός, ο πρεσβύτερος δεν ωριμάζει πνευματικά, αλλά σκληραίνει τη στάσι του. Συνεχώς και περισσότερο κατακρίνει τους άλλους και τον πατέρα του, μέσα σε μια ψευδαίσθησι δτι είναι «κάποιον τι».
Ο νεώτερος υιός με τη συμπεριφορά του λέει τον λόγο της μετανοίας: «Σοί μόνω ήμαρτον».
Ο πρεσβύτερος αντιθέτως λέει: Εσύ είσαι ο μό­νος φταίχτης.
Το ότι ο νεώτερος επαναστάτησε στην αρχή, πριν περάσουν τα χρόνια, μπορεί κάπως να δικαιολογηθή.
Το να αντιδρά όμως ο πρεσβύτερος μετά «τοσαύτα έτη» και να μη θέλη να μπή στο σπίτι, την ώρα της μεγάλης χαράς, άλλα να ζήτα ερίφι -όχι αμνό-για να ευφρανθή με τους φίλους του (οι φίλοι του ήσαν μεταξύ των ερίφων, των εξ ευωνύμων, όχι μετα­ξύ των ευλογημένων, των εκ δεξιών), αυτό είναι βαρύ και δύσκολα θεραπεύεται.
Όταν έχης να κάμης με πατέρα ουράνιο, έχεις άλλες σχέσεις, μιλάς άλλη γλώσσα, αναφέρεις άλλες απώλειες και κέρδη. Δεν αμύνεσαι, αλλά αυτοεξουθενώνεσαι, γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου ένοχο -τον μόνο ένοχο- μπροστά σ' έναν τέτοιο πατέρα, πού όχι μόνο αγαπά, αλλά είναι η Αγάπη.
Όταν δεν θεωρής τον Θεό πατέρα που αγαπά, τότε η εξομολόγησι καταργείται, χάνει το νόημα της, δεν γίνεται. Η όταν πάη να γίνη, ξεπέφτει σε μια νο­μική αντιδικία, οπού κατηγορείται ο αναίτιος, ο ευεργέτης. Όταν βλέπης μπροστά σου εργοδότη, πού υπολογίζει τα δούναι και λαβείν, ετοιμάζεσαι για δια­μάχη και αναμέτρησι οικονομική, δικανική τακτοποίησα να δούμε ποιος θα επιβληθή σε ποιόν.
Αν μπορούμε να αγαπάμε, θα γνωρίσωμε την αλήθεια του Θεού. Χωρίς αγάπη, υψώνοντας τη φωνή μας, αποκαλύπταμε το ψέμα της ζωής μας.
Χαρακτηριστικά του πατέρα
Ο πατέρας της παραβολής ξέρει πότε μίλα και πότε όχι. Πότε μοιράζει την περιουσία ολόκληρη, χωρίς να πή λέξι. Και πότε δεν δίδει ούτε ένα ερίφιο και επεξηγεί το γιατί. Πότε και ποιόν γιο του ασπάζε­ται, χωρίς άλλα σχόλια. Πότε και ποιόν γιο του δεν ασπάζεται, αλλά τον παρακαλεί και τον συμβουλεύει, πατρικά και βραχύλογα.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και επεξηγήσεις. Απαιτείται χρόνος, προσωπική αυτοπαρακολούθησι και δοκιμασία, για να καταλάβωμε -αν καταλάβωμε- περί τίνος πρόκειται.
Έχει σημασία λοιπόν να ξέρη κανείς πότε θα πή σε κάποιον κάτι. Και μέχρι που θα προχώρηση. Στη συνέχεια σταματά την επεξήγησι, χωρίς να προχωρή, ενώ το θέμα δεν λύθηκε, δεν τακτοποιήθηκε.
Δεν ρωτά τον νεώτερο γιο του τί σκέφτεται να κάμη και πότε. Γι' αυτό τον αφήνει ελεύθερο να μείνη στο σπίτι όσες μέρες θέλει μετά τη μοιρασιά της περιουσίας (αυτός φεύγει «μετ' ου πολλάς ημέρας»). Ούτε τον έρωτα που θα πάη· αν σκέφτεται να πάη κοντά ή μακριά («εις χωράν μακράν), ή αν θα πάρη όλα τα πράγματα του ή τα μισά («συναγαγών άπαν­τα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν»).
Ούτε τον πρεσβύτερο υιό ρώτησε τί αποφασίζει, αφού άκουσε όσα του είπε η πατρική του αγάπη. Τον αφήνει ελεύθερο να αποφασίση όταν και όπως θέλει. Αφήνει το θέμα ανοιχτό. Απλώς περιορίζεται στο να του πή τι έπρεπε να κάμη: «Ευφρανθήναι και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Και η παράκλησι, η προτροπή του πατέρα, μένει αναπάντητη, το τέλος άγνωστο. Κόβεται η συζήτησι απότομα, σταματά, μένει ακέφαλη. Γιατί δεν τελειώνει; Γιατί δεν φτάνει σε τελεία και παύλα;
Έτσι γίνεται. Δεν βρίσκεται τέλος με συζητήσεις στα θέματα αυτά και με ανθρώπους πού βρίσκονται σ' αυτή την κατάστασι. Δεν υπάρχει τέλος σε συζητήσεις για θέματα που η φύσι τους ξεπερνά πάντα λόγον και αίσθησιν. Άλλωστε ούτε και το πρόβλημα, η αρρώστια του νεωτέρου, τακτοποιήθηκε με συζητή­σεις, άλλα με μια φαινομενική εγκατάλειψι, άφεσι στο να μάθη δια του πάθους του. Έτσι είναι. Μόνον ο Θεός να κάμη το θαύμα Του.
Κουβέντες και προτροπές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα σε ανθρώπους πού έχουν καταπιή το μί­σος, τη λογική της αυτοδικαιώσεως, της καταδίκης όλων των άλλων. Μπορούν να σου αραδιάσουν ατέλειωτα σε στιγμή χρόνου· να συσσωρεύουν αναρίθ­μητες δικές τους αρετές και εγκλήματα των άλλων. Όσα δεν ελέχθησαν -και δεν λέγονται- μπορούν να τα εκστομίσουν, για να εξοντώσουν τον αδελφό τους και να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Άλλα δεν αλλά­ζουν γνώμη. Δεν μπορούν να μετανοήσουν. Δεν αγαπούν. Είναι ξένο προς τη φύσι τους. Αυτή είναι η κόλασί τους.
Πώς μπορείς ν' αγαπάς αυτούς πού δεν αγαπούν;
Αυτό είναι ένας μεγάλος σταυρός. Σου αρνούνται την αγάπη· είναι κόλασι γι' αυτούς. Υποφέρουν, βασανί­ζονται. Άλλα πώς μπορείς να τους συμπαρασταθής, να τους συνδράμης, χωρίς αγάπη; Αυτοί ζητούν όχι τη σωτηρία, αλλά την καταδίκη, την εξόντωσι πάντων. Έτσι καταδικάζουν και τον εαυτό τους. (Θεολογία και πολιτεία κολάσεως.)
Ο πατέρας παρατρέχει τα επιχειρήματα του πρεσβύτερου γιου. Δεν του κάνει καμιά κριτική: ούτε τον ψέγει για κάποιο λάθος του, ούτε του αναφέρει κάτι καλό πού έκαμε. Δεν χρειάζεται να καθυστέρηση κα­θόλου μέσα στη λογική αυτή, πού δεν οδηγεί πουθενά άλλου, εκτός από το αδιέξοδο της κολάσεως. Δεν μπορεί κανείς να του αρνηθή την κάποια καλή του προσπάθεια, αλλά το κακό ήταν ότι δεν είχε κατα­λάβει ότι και ο ίδιος ήταν άσωτος, δεν ήταν μόνον ο αδελφός του.
Η παραβολή και εμείς
Έχει άμεση σχέσι η παραβολή αυτή με τον Θεό Πατέρα και την ιστορία της ανθρωπότητας, πού χαρα­κτηριστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, σε δύο γιους.
Εμείς που βρισκόμαστε; Ποιόν αντιπροσωπεύαμε;
Δεν είναι εύκολο να πούμε. Είναι επικίνδυνο βιαστικά να απαντήσωμε- αυτό μας διδάσκει η παραβολή.
Ο νεώτερος υιός από την αρχή, πού ζήτησε στανικά το επιβάλλον μέρος της ουσίας (και ποιος του ειπε ότι είχε δικαίωμα να κάμη κάτι τέτοιο;), μέχρις ότου δαπανήση τα πάντα, και γίνη ισχυρός λιμός σ' όλη τη μακρινή χώρα, και πεθάνη της πείνας αυτός και οι πολίτες της χώρας εκείνης... Μέχρις ότου γί­νουν όλα αυτά, ήταν ζαλισμένος, δεν ήταν στα καλά του, ήταν εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να διακρίνη, να καταλάβη τί έκανε. Μόνο μετά από όλα αυτά «ήλθεν εις εαυτόν».
Άρα, αν βρισκώμαστε στην κατάστασι αύτη του νεώτερου γιου, πριν ελθη εις εαυτόν, σημαίνει ότι είμαστε στην πραγματικότητα εκτός εαυτών και δεν ξέρομε που βρισκόμαστε, τι μας γίνεται, τι αντιπροσωπεύαμε. Η και αν νομίζωμε ότι ξέρομε -πού συ­νήθως νομίζομε- πέφτομε έξω. Και μόνο αν έλθωμε εις εαυτούς κάποτε, με τη βοήθεια του Θεού, θα ανακαλύψωμε τη φτώχεια και τη γυμνότητα μας.
Άλλα και ο πρεσβύτερος υιός δεν είναι λιγότερο εκτός εαυτού. Η καλύτερα, αυτός δεν παρουσιάζεται ποτέ στην παραβολή να έρχεται εις εαυτόν, δηλαδή να έρχεται προς τον Πατέρα, να αισθάνεται και να ομό­λογη με τη ζωή και τη συμπεριφορά του την ανθρώ­πινη αδυναμία. Άλλα ψεύδεται και αλλοφρονεί: Κάνει πεισματικά το θέλημα του -«ωργίσθη και ουκ ήθελεν είσελθείν»- και νομίζει ότι έχει όλο το δίκιο με το μέ­ρος του. Ενώ κρίσις δικαία είναι εκείνου που δεν κά­νει το δικό του θέλημα αλλά μόνο το θέλημα του ουρανίου Πατρός.
Αυτοδικαιώνεται με τα λόγια του και ταυτόχρονα αναιρείται με τη διαγωγή του, αποδεικνυόμενος κενός οιηματίας, ξένος προς το ήθος του ουρανίου Πα­τρός.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι»: Υπολογίζει τον χρό­νο, την κτίσι όχι την αιωνιότητα, την άκτιστη χάρι, πού μια ροπή κάνει θεολόγο τον ληστή πού μετανοεί.
Κατηγορεί τον αδελφό του για ασωτεία και ανταρσία και ο ίδιος δεν υπακούει στον πατέρα του. Ενώ διαλαλεί τη διαρκώς άψογη στάσι του -«ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον»- την ίδια στιγμή όχι εντολή αυστηρή για δουλειά αρνείται, αλλά παράκλησι πα­τρική για συμμετοχή σε οικογενειακή χαρά καταπα­τεί.
Άρα, δεν είναι εύκολο μόνοι μας να πούμε που βρισκόμαστε, γιατί μπορεί να πέφτωμε έξω, μπορεί να είμαστε εκτός εαυτών και να μην το ξέρωμε, να μην το αντιλαμβανώμαστε.
Τί φοβερό να είσαι τόσο μακριά, ενώ βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι! Και το ακόμη φοβερότερο, να εφαρμόζης τις εντολές και να μην καταλήγης στη γεύσι του μόσχου του σιτευτού, να μη γίνεσαι δαιτυμών λαμ­πρός του μεγάλου Συμποσίου πού προσφέρεται «υπέρ της Οικουμένης».
Εμείς ως πατέρες πνευματικοί
Υπάρχει μια ισορροπία στην όλη ιστορία, γιατί ο πατέρας όλα τα ρυθμίζει θείως, όλα τα υποφέρει. Σηκώνει γαλήνια τον σταυρό της όλης περιπέτειας του σπιτιού. Και τα δυο παιδιά του είχαν προβλήματα· βα­σανίστηκαν και τον βασάνισαν. Αυτός όμως έπραξε άψογα, θεϊκά. Ούτε τον νεώτερο υιό χαρακτήρισε άσω­το ούτε τον πρεσβύτερο επέπληξε, επειδή του μίλησε άπρεπα. Η συμπεριφορά του φανερώνει απέραντη αγάπη και φέρνει παρηγοριά.
Έφ' όσον έχομε έναν τέτοιο Πατέρα, μπορούμε να ελπίζωμε. Μπορούμε να βρούμε τον δρόμο για το σπίτι, μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας.
Στη ζωή μας ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε παι­διά του Θεού' και υπόδειγμα για την επιστροφή προς τον ουράνιο Πατέρα είναι ο νεώτερος υιός. Βρισκόμαστε όμως και στη θέσι του πατρός ή του πνευμα­τικού πατρός. Τότε πάλι το πώς πρέπει να συμπερι­φερθούμε προς τα τέκνα ή πνευματικά μας τέκνα μας φανερώνει ή συμπεριφορά του «ανθρώπου» της πα­ραβολής.
Αν βρισκώμαστε στην κατάστασι του νεωτέρου πού επέστρεψε ή επιστρέφει, τότε μπορούμε να ανεχώμαστε τον άλλο, το παιδί μας. Τότε μπορούμε να νοιώθουμε -καΐ να το ομολογούμε- ότι είμαστε αδύ­νατοι, πολύ αδύνατοι -«χωρίς αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (βλ. Ίω. 15, 5)-, άλλα δεν πρέπει να απογοητευώμαστε, γιατί έχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών» (Έβρ. 4, 15).
Αν βρισκώμαστε είτε στην κατάστασι του νεώ­τερου υιού σε χώρα μακρινή ζώντες ασώτως, είτε στην κατάστασι του πρεσβύτερου υιού, πού δικαιώνει τον εαυτό του και καταδικάζει τους άλλους, τότε οπωσ­δήποτε θα παραποιούμε τη διαγωγή του αληθινού Πατρός. Παρ' όλη την πιθανώς καλή μας διάθεσι, θα βασανιζώμαστε και προ παντός θα βασανίζωμε.
Σύμφωνα μ' αυτά μπορούμε να διακρίνωμε δύο εκτροπές συμπεριφοράς πατρός ή πνευματικού πατρός:
Α'. Οι πρώτοι -κατά το παράδειγμα του νεωτέ­ρου προ της επιστροφής- παρουσιάζονται ως πολύ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοί και ανεκτικοί. Δεν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογούν τους νέους. Δεν τους θεραπεύουν αρρώστιες (δεν έχουν τέτοια ικανό­τητα). Οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά τους, τα θεω­ρούν φυσικά, δικαιολογημένα ή και τέλεια. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης αλλά συνέπεια αδιαφορίας και επιπολαιότητας· προσπάθεια να αποκτήσουν την πρόσκαιρη φιλία των παιδιών. Αυτοί οι δάσκαλοι-πατέρες καλύπτουν την ανικανότητα και άγνοια τους με υποτιθέμενη φιλανθρωπία και κατανόησι, ενώ πρό­κειται για πραγματική καταφρόνησι και εγκατάλειψι του ανθρώπου, ο όποιος έχει ανάγκη από τα μέγιστα και τίμια.
Αυτούς τους οδηγούς ακολουθούν οι νέοι για λί­γο, ξεγελασμένοι από την επίφασι της τόλμης τους και τον παραπλανητικό φιλελευθερισμό τους. 'Αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπουν, αν έχουν γνήσιες απαι­τήσεις και δυνατή πνευματική κρασί, γιατί αντιλαμ­βάνονται την επικίνδυνη κουφότητα τους. Αυτοί είναι αλλότριοι, ξένοι προς τη ζωή, τη φύσι και βαθιά δί­ψα του ανθρώπου. «Και οι άνθρωποι αλλοτρίω ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ' αυτού, δτι ουκ οίδασι των αλλότριων την φωνήν» (Ίω. 10, 5).
Β', Οι δεύτεροι μένουν φαινομενικά στο σπίτι του πατέρα -παράδειγμα ο πρεσβύτερος υιός- ενώ βρίσκονται μακριά από το πνεύμα και το μεγαλείο της αγάπης του.
Αύτοχειροτονοϋνται πνευματικοί πατέρες, επειδή «τοσαύτα έτη» δουλεύουν. Και ενεργούν ως βάναυσοι επιτιμητές των άλλων. Ο προσωπικός τους αγώνας για μετάνοια και ταπείνωσι, κατά τα λεγόμενα τους, έχει τελειώσει. Τώρα ασχολούνται με τα προβλήμα­τα των άλλων (και συνήθως αυτόκλητοι). Ο,τι κά­νουν, δεν υπαγορεύεται από άδολη πατρική αγάπη -τους είναι ξένη- αλλά από μια μοχθηρή καρδιά και αδικαιολόγητη για τα χρόνια τους ζηλοφθονία. Έτσι σύντομα γίνεται σ' όλους έκδηλη η εσωτερική τους ακαταστασία και εκδικητική μανία. Η φωνή και η συμπεριφορά τους είναι ξένη προς τη φωνή του γνή­σιου ποιμένα, πού θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων και «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ' όνομα και εξάγει αυτά» (Ίω. 10, 3).
Γι' αυτό οι άνθρωποι τους εγκαταλείπουν. Και όσο απομακρύνονται -και δικαιολογημένα- τόσο αυτοί δαιμονίζονται, εκσφενδονίζοντας απειλές και κατάρες γι' αυτούς πού δεν ζητούν τις συμβουλές τους.
Δεν μπορούμε, δεν μας είναι επιτρεπτό, να δείξωμε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη επιείκεια η αυστηρότητα απ' όση έδειξε ο ουράνιος Πατέρας. Η διαφορετικά να πούμε: και η επιείκεια και η αυστηρότητα μας είναι ανεπαρκείς και περιττές για τον άλ­λο. Αυτό πού χρειάζεται, είναι να παύσωμε, αν μπο­ρούμε, να ζούμε τον κατά φαντασίαν βίο, και να ζούμε για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα. Έτσι θα ζούμε και για όλους. Και δι' ημών θα φανερώνε­ται Εκείνος, ο Αρχηγός της ζωής, και όχι οι σχε­τικές και άνευ αξίας δικές μας απόψεις και ενέργειες.
Αυτός πού επέστρεψε η επιστρέφει βλέπει μόνο την αναξιότητά του («ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Γι' αυτό διακρίνει και εκπλήσσεται από την αγάπη του Θεού. Βλέπει τον εαυτό του πρώτο των αμαρτωλών και τους άλλους καθαρούς. Αυτός ο άνθρωπος αγαπά «καθ' ομοιότητα του Θεού» (Αββάς Ισαάκ, λόγος πα'), αγαπά με την αγάπη του Θεού, πού σώζει και κρίνει. Δι' αυτού αγαπά και φανερώνε­ται μόνον ο Θεός. Αυτός γίνεται Θεός κατά χάριν και όχι θεολόγος κατά φαντασίαν. Το πρώτο είναι δύσκο­λο και δυσεύρετο, το δεύτερο ευτελές και καθημερινό.
Οι αγιαζόμενοι, οι Άγιοι, μας παρηγορούν, μας σώζουν. Αυτοί μπορούν να αναλάβουν το έργο του πατρός, γιατί λένε την αλήθεια με τον λόγο και τη ζωή τους. Παρουσιάζουν ότι ο αγώνας τους υπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεί ν' αλλάζη, αλλά δεν τελειώνει, μέχρι να μπή ο άνθρωπος στον τάφο. Το έργο της με­τανοίας ακολουθεί όσο ζούμε. Η ήμερα της ταφής μας είναι η ώρα του σαββατισμού.
Και μείς, πού είμαστε αδύνατοι, πού έχομε προβλήματα, τους ακούμε, τους εμπιστευόμαστε το είναι μας, τους πλησιάζαμε, θέλομε, όσο γίνεται περισσό­τερο, να μένωμε κοντά τους. Γιατί νοιώθουμε ότι μας νοιώθουν, μας ευεργετούν, μας θεραπεύουν, όσο σκλη­ροί κι αν είναι -όταν είναι. Η φιλανθρωπία τους είναι δραστική, σωτήρια, και η αυστηρότητα τους φιλάνθρωπη.
Χωρίς την αγάπη του Θεού Πατρός και την παρουσία των Αγίων, που κάνουν αισθητή τη στοργή και το φως Του, η ζωή στη γη σκοτεινιάζει και κρυώ­νει σαν κόλασι. Οι πολίτες της «μακρινής χώρας» σε καταστρέφουν στέλνοντας σε να βοσκής χοίρους, πά­θη σαρκός. Και οι «δίκαιοι» -τύπου πρεσβύτερου υιού- σε καταδικάζουν δεν δέχονται τη μετάνοια σου.
Υπάρχει όμως πάντοτε ο Πατέρας που σε γέν­νησε, σε πονά και σε σώζει.
Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο, εφ' όσον έχομε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας.

Πηγή:www.zoiforos.gr

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ - ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ήταν δυό αδέλφια τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.

Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ' ότι περιέπεσε σ' αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν' ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α' Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β' Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β' Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ' όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν

Πηγή: www.egolpion.com

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ - ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ



Άκουσε, παιδί μου, να σου ειπώ. Η τέλεια αγάπη είναι να πουλήσης όλα σου τα πράγματα, να τα δώσης ελεημοσύνη και να πηγαίνης και εσύ να εύρης κανένα αυθέντη να πουληθής σκλάβος. Και όσα πάρης, να τα δώσης όλα. Να μη κρατήσης ένα "άσπρο". Μπορείς να το κάμης αυτό να γίνεις τέλειος;
Βαρύ σου φαίνεται... Δεν μπορείς να το κάμης αυτό; Κάμε άλλο: Μη πουληθής σκλάβος. Μόνο πούλησε τα πράγματα σου. Δώσε τα όλα ελεημοσύνη. Το κάμνεις; Ακόμα βαρύ σου φαίνεται και αυτό. Ας έλθωμε παρακάτω. Δεν μπορείς να δώσης όλα σου τα πράγματα. Δώσε τα μισά. Δώσε από τα τρία ένα. Δώσε από τα πέντε ένα. Ακόμη βαρύ σου φαίνεται. Κάμε άλλο. Δώσε από τα δέκα ένα. Το κάμνεις; Ακόμη βαρύ σου φαίνεται. Κάμε άλλο. Μη κάμης ελεημοσύνη. Μη πουληθής σκλάβος. Ας έλθωμε παρακάτω: Μη πάρης το ψωμί του αδελφού σου, μή πάρης τό εξωφόρι του.
 Μή τόν κατατρέχεις. ΜΗ ΤΟΝ ΤΡΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΣΟΥ. Μήτε και αυτό τό κάμνεις; Ας έλθωμε παρακάτου. Καμε άλλο: Τον ευρήκες τον αδελφό σου μέσα είς την λάσπην και δεν θέλεις να τον εβγάλης. Καλά. Δεν θέλεις να του κάμης καλό. Μη του κάμης κακό. Άφησε τόνε. Πως θέλομεν να σωθούμεν, αδελφοί μας, τό ένα μας φαίνεται βαρύ, το άλλο βαρύ. Που να πάμε παρακάτου; Δεν έχομε να κατέβουμεν. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος. Ναι. Μα είναι και δίκαιος. Έχει και ράβδον σιδηράν. Λοιπόν, αν θέλωμεν να σωθούμεν πρέπει να έχωμεν την αγάπην είς τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας.

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

ΑΓΙΟΣ ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ - 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Ό Άγιος Ερμογένης γεννήθηκε το 1530 σε οικογένεια ταπεινής καταγωγές και ανατράφηκε σε ένα μικρό μοναστήρι αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος που είχε προσφάτως ιδρυθεί στο Καζάν από τον άγιο Βαρσανούφιο του Τβέρ [12 Μάρτ.]. "Εγινε ιερέας της ενορίας του αγίου Νικολάου και υπήρξε μάρτυς της θαυματουργικής εμφάνισης της εικόνος της Θεοτόκου, την οποία μπόρεσε μάλιστα να κρατήσει στα χέρια του. Λίγα χρόνια αργότερα,μετά τον θάνατο της συζύγου του,έγινε μοναχός και εν συνεχεία ηγούμενος της Μονής της Μεταμορφώσεως την οποία κατέστησε ονομαστή.Το 1589 χειροτονήθηκε μητροπολίτης του Καζάν συνεχίζοντας το έργο του έκχριστιανισμου των Τατάρων που είχε αναλάβει ό προκάτοχος του άγιος Γουρίας. Αγωνίσθηκε με μεγάλες δυσκολίες δίά του κηρύγματος και των συγγραμμάτων του, για να ξερριζώσει τα ειδωλολατρικά έθιμα του λάου και να εμποδίσει τους νεοφώτιστους να δελεασθοΰν από υλικά συμφέροντα και να προσχωρήσουν ατό Ισλάμ, τον ρωμαιοκαθολικισμό ή τον προτεσταντισμό. Επέδειξε εξάλλου μεγάλο ζήλο για να τιμήσει την μνήμη των μαρτύρων και αγίων επισκόπων που είχαν αγιάσει πριν από αυτόν την γη του Καζάν με το αίμα και τα ευαγγελικά τους έργα. "Ήταν προικισμένος με μεγάλα λογοτεχνικά χαρίσματα και εθεωρείτο από τους πλέον μορφωμένους ανθρώπους του καιρού του.Έγραψε βίους αγίων, θεολογικές πραγματείες για την υπεράσπιση της Όρθοδοξίας και φώτισε τον λαό στην οδό της Σωτηρίας κατά την εποχή των Ταραχών (1605-1613), με μια απέραντη και πλούσια αλληλογραφία.

Ό θάνατος του Μπόρις Γκοντουνώφ (1598-1605) είχε αφήσει την Ρωσία σε βαθειά κρίση διαδοχής, ή οποία άφησε το πεδίο ελεύθερο σε ραδιούργους καϊ τυχοδιώκτες. Το 1605, ο Γρηγόριος Ότρέπιεφ, ό οποίος άφηνε τον κόσμο να πιστεύει ότι ήταν ό Δημήτριος,τελευταίος γιος του 'Ιβάν του Τρομερού πού είχε πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, σφετερίσθηκε τον τίτλο του τσάρου καϊ αποφάσισε να παντρευτεί μία ρωμαιοκαθολική πολωνή πριγκίπισσα.Ό άγιος Ερμογένης κλήθηκε με άλλους επισκόπους στην Μόσχα και ήταν ο μόνος που αντιτάχθηκε σε τούτο το σχέδιο, στο όνομα της ορθοδόξου Πίστεως. Για τον λόγο αυτό καθαιρέθηκε και φυλακίσθηκε μέχρι τον θάνατο του σφετεριστή, τον επόμενο χρόνο (1606). Με την άνοδο στον θρόνο του βογιάρου Βασιλείου Σούισκυ (1606-1610) και μετά την καθαίρεση του ψευδοπατριάρχη Ιγνατίου, ο άγιος Ερμογένης έλαβε το πατριαρχικό αξίωμα. Το πρώτο πράγμα πού έκανε ήταν να ανοικοδομήσει το τυπογραφείο της Μόσχας που είχε καεί και να αρχίσει την έκδοση λειτουργικών βιβλίων, τα οποία φρόντιζε να διορθώνονται με βάση το ελληνικό πρωτότυπο και την εκτύπωση των οποίων επέβλεπε ο ίδιος. Παρά την προχωρημένη ηλικία του (70 ετών) επέδειξε τότε φλογερό ζήλο για την στήριξη της Όρθοδοξίας και μεγάλη ενεργητικότητα για την υποστήριξη των δικαιωμάτων του νόμιμου ηγεμόνα.Η ανάληψη ενός τέτοιου αξιώματος σε εκείνους τους καιρούς των συνεχών πολιτικών αλλαγών,της κοινωνικής σύγχυσης, των συχνών επιδρομών Πολωνών και Λιθουανών και της ιησουίτικης προπαγάνδας, δεν σήμαινε την επιλογή των τιμών, άλλα του σταυρού καϊ του μαρτυρίου. Από τους πρώτους μήνες της πατριαρχίας του, ό άγιος Ερμογένης χρειάστηκε να υποστηρίξει με όλο το κύρος του τον τσάρο Βασίλειο εναντίον των στρατευμάτων του Μπολότνικωφ που πολιορκούσαν την Μόσχα. Ό πατριάρχης συγκέντρωσε τον λαό, όρισε τριήμερη νηστεία και χάρις στις εγκυκλίους πού απεστάλησαν σε διάφορες πόλεις, αποσπάσματα πιστών πατριωτών ήλθαν και έδιωξαν τους στασιαστές.


Δεν πρόφθασε να εορταστεί ή επίσημη συμφιλίωση του λάου με τον νόμιμο τσάρο και ένας άλλος σφετεριστής,πού κι αυτός ονομαζόταν Δημήτριος,με την υποστήριξη των Πολωνών, οι οποίοι ήλπιζαν ότι θά οδηγήσει την Ρωσία στο ρωμαιοκαθολικισμό, πολιόρκησε την Μόσχα, υποσχόμενος μεγάλα προνόμια σε όσους θα συντάσσονταν μαζί του. Παρά τις παραινέσεις του άγιου πατριάρχη, οι στασιαστές πέτυχαν την παραίτηση του τσάρου (Ιούλιος 1610). Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση αυτή και με την ισχυρή υποστήριξη ορισμένων ευγενών, ο βασιλέας της Πολωνίας Σιγισμούνδος πρότεινε τότε στους μοσχοβίτες να επιλέξουν τον γιο του Βλαδισλάβο ως τσάρο με την υπόσχεση ότι θά μεταστρεφόταν κατόπιν από τον καθολικισμό στην Όρθοδοξία. Ό άγιος Ερμογένης, όμως, διαβλέποντας ότι επρόκειτο για απατηλή υπόσχεση, απαίτησε να μεταστραφεί ο πρίγκιπας εκ των προτέρων με το Βάπτισμα πριν την ανάρρηση του στον θρόνο της Ρωσίας, παρά τις απειλές εναντίον της ζωής του εκ μέρους των Πολωνών απεσταλμένων. "Εστειλε πάλι μια επείγουσα έκκληση σε όλες τις ρωσικές πόλεις για να έλθουν να υπερασπισθούν την πρωτεύουσα που είχε ήδη καταληφθεί από τους στασιαστές και τους Πολωνούς. Ή Κυριακή των Βαΐων του 1611 εορτάστηκε όπως συνήθως με την καθιερωμένη πομπή και ό πατριάρχης επιβαίνοντας σε ένα γαϊδουράκι πέρασε μπροστά από τα στρατεύματα και κανόνια των έχθρων. Κατά την Μεγάλη Εβδομάδα οί εχθροί πυρπόλησαν σχεδόν ολόκληρη την πόλη, συνέλαβαν τον πατριάρχη και τον έρριξαν σε φυλακή στην Μονή Τσουντώφ, τοποθετώντας πάλι στην θέση του τον καιροσκόπο Ιγνάτιο.
Καθώς μια μεγάλη ρωσική στρατιά ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Μόσχα, έσυραν από την φυλακή τον Ερμογένη και του έδωσαν εντολή να την διώξει. Εκείνος παρέμεινε, ωστόσο, ανένδοτος. Παρά ταύτα ή προσπάθεια να ελευθερωθεί ή πόλη απέτυχε εξαιτίας των διαιρέσων των Ρώσων και όταν έγινε δυνατό να συγκεντρωθεί νέος στρατός στο Νίζνι Νόβγκοροντ, ό άγιος Ερμογένης βρήκε τον τρόπο να στείλει ένα μήνυμα προτρέποντας τους Ρώσους να παραμείνουν ενωμένοι εν όψει του κοινού σκοπού. Στήν επιστολή αύτη που στάλθηκε κρυφά στον στρατό και στον λαό, έγραφε: «*Αν υποφέρετε για την πίστη, ο Θεός θα σας συγχωρήσει και θα έχετε άφεση αμαρτιών στον κόσμο τούτο και στον άλλο». "Οσο πλησίαζαν τα στρατεύματα στην πόλη τόσο σκληρότερη γινόταν ή φυλάκιση του. Τέλος απέθανε από πείνα και δίψα στό φρικτό κελλι που τον είχαν κλείσει,στις 17 Φεβρουαρίου 1612, λίγες ημέρες πριν την απελευθέρωση της Μόσχας.
Στά χρόνια του πατριάρχου Νίκωνος (1633), τα τίμια λείψανα του πού είχαν μείνει άφθορα άποτέθηκαν στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως. Ήσαν αντικείμενο μεγάλης λαϊκής τιμής, πολΰ πριν την επίσημη άγιο-κατάταξή του το 1913, και πλήθος θαυμάτων ήλθαν να επιβεβαιώσουν την εύνοια που απολάμβανε παρά τω Θεώ και την δύναμη της μεσιτείας του υπέρ του ρώσικου λάου.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

ΠΩΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ;

ΑΓΙΟΥ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ

Αν παρακαλούσαμε κάποιον άρχοντα -όχι για να μας γλιτώσει τη ζωή μας, αλλά απλά για να μας κάμει κάποια μικρή "καλοσύνη" ,- δεν θα προσηλώναμε σε αυτόν τα μάτια μας και την καρδιά μας; Δεν θα "κρεμόμασταν" κυριολεκτικά από την όψη του προσώπου του, με έντονη προσοχή, για να εισπράξουμε την συγκατάθεση του έστω με ένα νεύμα του; Δεν θα τρέμαμε, μήπως κάποιος ακατάλληλος η αδέξιος δικός μας λόγος τον ερεθίσει και του κόψει την καλή για εμάς διάθεση;
Αν βρισκόμασταν σε κάποιο δικαστήριο και είχαμε απέναντί μας τον αντίδικο, και εμείς την πιο κρίσιμη ώρα αρχίζαμε να βήχουμε, να φτύνουμε, να γελάμε, να χασμουριόμαστε ή να κοιμόμαστε,τότε, δεν θα έσπευδε αμέσως η άγρυπνη κακή διάθεση του αντιπάλου μας να ξεσηκώσει εναντίον μας την αυστηρή κρίση του δικαστή;
Τώρα λοιπόν, που παρακαλούμε τον Ουράνιο Κριτή, τον αλάθητο μάρτυρα όλων των μυστικών της καρδιάς μας, και Τον ικετεύουμε να μας λυτρώσει από τον αιώνιο θάνατο -ενώ παράλληλα έχουμε απέναντί μας τον κακόβουλο και σκληρό κατήγορο μας διάβολο- δεν θα πρέπει να εντείνουμε την προσοχή και να κάνουμε όσο μπορούμε πιο θερμή την προσευχή μας; Δεν θα πρέπει να παρακαλούμε επίμονα τον Κύριο, να μας δώσει έλεος και ευσπλαχνία;
Τι λέτε; Δεν θα είμαστε και εμείς ασφαλώς ένοχοι - και μάλιστα όχι για κάποιο ελαφρό αμάρτημα, αλλά για μια πολύ σοβαρή ασέβεια- αν, την ώρα που στεκόμαστε ενώπιον του Θεού, παύουμε να έχουμε την αίσθηση της παρουσίας Του και νιώθουμε σαν να έχουμε μπροστά μας έναν κάποιον, ...τυφλό και κουφό ακροατή ;
Διαφορετικά, γιατί δεν χύνουμε ούτε ένα δάκρυ για την χλιαρότητα μας ή για την οκνηρία, που μας απομακρύνει από την προσευχή;
Διαφορετικά, γιατί δεν το θεωρούμε πτώση μας, το ότι κατά τη διάρκεια της προσευχής αφήνουμε το νου μας να αιχμαλωτίζεται -έστω και για λίγο- από λογισμούς άσχετους και ξένους για τα λόγια της προσευχής μας;
Γιατί να μη θρηνούμε και να μη ζητούμε γι' αυτή την πτώση μας το έλεος του Θεού;
Γιατί να μην καταλαβαίνουμε τί μεγάλη ζημιά παθαίνει η ψυχή μας, όταν ξεφεύγει ο νους μας από τη μνήμη του Θεού, και καταντάει να σκέφτεται πράγματα άλλα; Δεν το καταλαβαίνουμε ότι έτσι μας εμπαίζουν οι δαίμονες;
Αυτά εμείς.
Αντίθετα οι Άγιοι, έστω και αν για μια στιγμή τους νικούσαν οι λογισμοί και τους αποσπούσαν ακούσια από την προσευχή, αυτό το θεωρούσαν σαν ένα είδος ιεροσυλίας. Και παρόλο που με αστραπιαία ταχύτητα επανέφεραν τους "οφθαλμούς" της καρδιάς τους προς τον Θεό, κατηγορούσαν τους εαυτούς τους ότι είναι ασεβείς. Τα σκοτάδια των γήινων λογισμών έστω κι αν ήσαν φευγαλέα, τους ήσαν κάτι το ανυπόφορο. Και απεχθάνονταν κάθε τι που απομάκρυνε το νού τους από το Φως το Αληθινό.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΠΩΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙ ΤΟΝ ΕΥΑΤΟ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΣ ΖΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ BRIANCHANINOV


Πώς πρέπει να προσέχει τον εαυτό του όποιος ζεί μέσα στον κόσμο (1)Ψυχή όλων των ασκήσεων, πού γίνονται για τον Κύριο, είναι η προσοχή. Δίχως προσοχή, όλες αυτές οι ασκήσεις είναι άκαρπες, νεκρές. Όποιος ποθεί τη σωτηρία του πρέπει να μάθει να προσέχει άγρυπνα τον εαυτό του, είτε ζεί στη μόνωση είτε ζεί μέσα στον περισπασμό, οπότε καμιά φορά, και χωρίς να το θέλει, παρασύρεται από τις συνθήκες.
Αν ο φόβος του Θεού γίνει το ισχυρότερο απ’ όλα τ’ άλλα αισθήματα της καρδιάς, τότε πιο εύκολα θα προσέχουμε τον εαυτό μας, τόσο στην ησυχία του κελιού μας όσο και μέσα στον θόρυβο πού μάς κυκλώνει από παντού.
Στη διατήρηση της προσοχής πολύ συμβάλλει η συνετή μετρίαση της τροφής, πού μειώνει τη θέρμη του αίματος. Η αύξηση αυτής της θέρμης από τα πολλά φαγητά, από την έντονη σωματική δραστηριότητα, από το ξέσπασμα της οργής, από το μεθύσι της κενοδοξίας και από άλλες αιτίες προκαλεί πολλούς λογισμούς και φαντασιώσεις, δηλαδή τον σκορπισμό του νού. Γι’ αυτό οι άγιοι πατέρες σ’ εκείνον πού θέλει να προσέχει τον εαυτό του συστήνουν πριν απ’ όλα τη μετρημένη, διακριτική και διαρκή εγκράτεια από τις τροφές (2).
Όταν σηκώνεσαι από τον ύπνο πρόκειται για μια προεικόνιση της αναστάσεως των νεκρών, πού περιμένει όλους τους ανθρώπους—, να κατευθύνεις τις σκέψεις σου στον Θεό. Να προσφέρεις σαν θυσία σ’ Εκείνον τους πρώτους καρπούς της λειτουργίας του νου σου, όταν αυτός δεν έχει ακόμα προσλάβει καμιά μάταιη εντύπωση.
Αφού ικανοποιήσεις όλες τις ανάγκες του σώματος, όπως κάθε άνθρωπος πού σηκώνεται από τον ύπνο, διάβασε με ησυχία και αυτοσυγκέντρωση τον συνηθισμένο προσευχητικό σου κανόνα. Φρόντισε όχι τόσο για την ποσότητα όσο για την ποιότητα της προσευχής. Αυτό σημαίνει να προσεύχεσαι με απόλυτη προσοχή. Έτσι θα φωτιστεί και θα ζωογονηθεί η καρδιά από την κατάνυξη και τη θεία παρηγοριά.
Μετά τον κανόνα της προσευχής, προσπαθώντας πάλι μ’ όλες σου τις δυνάμεις για τη διατήρηση της προσοχής, να διαβάζεις την Καινή Διαθήκη, κυρίως το Ευαγγέλιο. Διαβάζοντας, να σημειώνεις με επιμέλεια τις παραγγελίες και τις εντολές του Χριστού, για να κατευθύνεις σύμφωνα μ’ αυτές όλες σου τις πράξεις της ημέρας, φανερές και κρυφές.
Η ποσότητα της μελέτης εξαρτάται από τις δυνάμεις σου και από τις περιστάσεις. Δεν πρέπει να βαραίνεις τον νου σου με υπέρμετρη ανάγνωση προσευχών ή της Γραφής. Δεν πρέπει, επίσης, να παραμελείς τις υποχρεώσεις σου για να προσευχηθείς ή να μελετήσεις περισσότερο. Όπως η άμετρη χρήση υλικής τροφής προκαλεί διαταραχές στο στομάχι και το εξασθενίζει, έτσι και η άμετρη χρήση πνευματικής τροφής εξασθενίζει τον νού, του προκαλεί αποστροφή προς τις ευσεβείς ασκήσεις και του φέρνει αθυμία (3).
Στον αρχάριο οι άγιοι πατέρες συστήνουν να προσεύχεται συχνά αλλά σύντομα. Όταν ο νους ωριμάσει πνευματικά και δυναμώσει, τότε θα μπορεί να προσεύχεται αδιάλειπτα. Σε τέτοιους χριστιανούς, πού έχουν γίνει ώριμοι, φτάνοντας στα μέτρα της τελειότητας του Χριστού (4), αναφέρονται τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Επιθυμώ να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο και να σηκώνουν στον ουρανό χέρια καθαρά (από κάθε μολυσμό), δίχως οργή και λογισμούς» (5), δηλαδή δίχως εμπάθεια, περισπασμό ή μετεωρισμό. Γιατί αυτό πού είναι φυσικό για έναν άνδρα, δεν είναι ακόμα φυσικό για ένα νήπιο.
Αφού, λοιπόν, ο άνθρωπος φωτιστεί από τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον Κύριο Ιησού Χριστό, μέσω της προσευχής και της μελέτης, μπορεί να επιδοθεί στις καθημερινές του ασχολίες, προσέχοντας ώστε σ’ όλα τα έργα και τα λόγια του, σ’ όλη την ύπαρξή του να κυριαρχεί και να ενεργεί το πανάγιο θέλημα του Θεού, όπως αυτό αποκαλύφθηκε και εξηγήθηκε στους ανθρώπους με τις ευαγγελικές εντολές.
Αν στη διάρκεια της ημέρας υπάρχουν ελεύθερες στιγμές, χρησιμοποίησέ τες για να διαβάσεις με προσοχή μερικές επιλεγμένες προσευχές ή περικοπές της Αγίας Γραφής, ενισχύοντας έτσι τις ψυχικές σου δυνάμεις, πού έχουν εξασθενήσει από τις διάφορες δραστηριότητες μέσα στον πρόσκαιρο κόσμο. Αν τέτοιες χρυσές στιγμές δεν υπάρχουν, να λυπάσαι γι’ αυτό, όπως αν είχες χάσει θησαυρό. Ό,τι χάθηκε σήμερα δεν πρέπει να χαθεί και αύριο, γιατί η καρδιά μας εύκολα παραδίνεται στη ραθυμία και τη λήθη. Απ’ αυτές, πάλι, γεννιέται η σκοτεινή άγνοια, πού καταστρέφει το έργο του Θεού, το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου (6).
Αν συμβεί να πείς ή να κάνεις κάτι πού έρχεται σε αντίθεση με τις εντολές του Θεού, τότε χωρίς καθυστέρηση διόρθωσε το σφάλμα σου με την ειλικρινή μετάνοια. Με τη μετάνοια να επιστρέφεις πάντα στον δρόμο του Θεού, όταν ξεφεύγεις απ’ αυτόν, καταφρονώντας το θείο θέλημα. Μή μένεις για πολύ έξω από τον δρόμο του Θεού! Στις αμαρτωλές σκέψεις και φαντασιώσεις και στα εμπαθή αισθήματα να αντιπαραθέτεις με πίστη και ταπείνωση τις ευαγγελικές εντολές, λέγοντας μαζί με τον άγιο πατριάρχη Ιωσήφ: «Πώς μπορώ να κάνω αυτό το κακό και ν’ αμαρτήσω μπροστά στον Θεό;» (7).
Όποιος προσέχει τον εαυτό του πρέπει ν’ απαρνηθεί γενικά κάθε φαντασίωση, όσο ελκυστική και εύσχημη κι αν φαίνεται αυτή. Κάθε φαντασίωση είναι περιπλάνηση του νου όχι στην περιοχή της αλήθειας αλλά στη χώρα των φαντασμάτων, πού δεν υπάρχουν ούτε πρόκειται να υπάρξουν και πού πλανούν τον νού, εμπαίζοντάς τον. Συνέπειες των φαντασιώσεων είναι η απώλεια της προσοχής, ο σκορπισμός του νου και η σκληρότητα της καρδιάς την ώρα της προσευχής. Έτσι αρχίζει η διαταραχή της ψυχής.
Το βράδυ, όταν πηγαίνεις για ύπνο —πού, μετά την εγρήγορση της ημέρας και σε σύγκριση μ’ αυτήν, προεικονίζει τον θάνατο—, να εξετάζεις τις πράξεις πού έκανες όσο ήσουνα ξύπνιος. Ένας τέτοιος αυτοέλεγχος δεν είναι δύσκολος για τον άνθρωπο πού ζεί προσεκτικά. Γιατί η προσοχή εξαφανίζει τη λήθη, πού είναι φαινόμενο τόσο συνηθισμένο σ’ όποιον έχει περισπασμούς. Έτσι, λοιπόν, αφού θυμηθείς όλες τις αμαρτίες πού έκανες στη διάρκεια της ημέρας, είτε με πράξεις είτε με λόγια είτε με σκέψεις, εγκάρδια πρόσφερε γι’ αυτές τη μετάνοιά σου στον Θεό, έχοντας τη διάθεση της διορθώσεως. Μετά διάβασε τον κανόνα της προσευχής σου. Τέλος, κλείσε την ημέρα σου όπως την άρχισες, δηλαδή με θεϊκούς λογισμούς.
Την ώρα πού κοιμάται ο άνθρωπος, πού πάνε όλες οι σκέψεις και τα αισθήματά του; Τί μυστική κατάσταση είναι αυτή του ύπνου, κατά την οποία τόσο η ψυχή όσο και το σώμα ζούν και συνάμα δεν ζούν, αποξενωμένα καθώς είναι από την αίσθηση της ζωής, σαν νεκρά; Ακατανόητος είναι ο ύπνος, όπως και ο θάνατος. Όπως στην αιώνια ανάπαυση, έτσι και στην πρόσκαιρη του ύπνου η ψυχή ξεχνάει ακόμα και τις πιο μεγάλες πίκρες, ακόμα και τις πιο φοβερές επίγειες συμφορές.
Και το σώμα;!… Αφού σηκώνεται από τον ύπνο, οπωσδήποτε θα αναστηθεί και από τους νεκρούς.
Ο μεγάλος αββάς Αγάθων είπε: «Είναι αδύνατο να προκόψουμε στην αρετή, αν δεν προσέχουμε άγρυπνα τον εαυτό μας» (8). Αμήν.

1. Συντάχθηκε για έναν ευσεβή λαϊκό πού ήθελε να ζεί προσεκτικά μέσα στον κόσμο.
2. Βλ Οσίου Φιλόθεού του Σιναΐτου, Νηπτικά κεφάλαια Μ’, γ’. ιε’.
3. Πρβλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί, ΚΓ’, 16-17.
4. Πρβλ. Εφ. 4:13.
5. Α’ Τιμ. 2:8.
6. Πρβλ. Οσίου Μάρκου του Ασκητού. Επιστολή προς Νικόλαον μονάζοντα Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, Βιβλίον Α’, Περί εμπράκτου γνώσεως.
7. Γεν. 39:9
8. Πρβλ Το Γεροντικόν, Αββάς Αγάθων, απόφθεγμα η’.

Πηγή: www.agiazoni.gr

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΚΥΛΑΣ ΚΑΙ ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ


Ήταν ζευγάρι Ιουδαίων από τον Πόντο, σκηνοποιοί και οι δύο στο επάγγελμα. Κατοικούσαν στην Κόρινθο, εξασκούσαν το επάγγελμά τους και είχαν ζωή ευσεβεστάτη. Η θερμή φιλοξενία τους στον Απόστολο των Εθνών και ομότεχνό τους Παύλο, όταν αυτός ήλθε στην Κόρινθο, έμεινε παροιμιώδης. Μάλιστα, τον ακολούθησαν και σε διάφορες περιοδείες του, όπως στην Έφεσο, βοηθώντας αυτόν, αλλά συγχρόνως καταρτιζόμενοι από την εν Χριστώ διδασκαλία του. Τόσο πολύ είχε ενθουσιάσει τον Απ. Παύλο η φλογερή πίστη και η ακούραστη εργατικότητα του Ακύλα και της Πρίσκιλλας, ώστε σε μια επιστολή του εκφράζεται γι' αυτούς ως εξής: 'Χαιρετήστε εγκάρδια την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα, που είναι συνεργάτες μου εν Χριστώ Ιησού. Αυτοί, για να σώσουν τη ζωή μου, έβαλαν τον τράχηλό τους κάτω από το μαχαίρι και κινδύνευσαν να σφαγούν. Στους οποίους δεν είμαι μόνο εγώ ευγνώμων, αλλά και όλες οι Εκκλησίες των εθνών. Αλλά η αφοσίωση και η φιλόξενη διάθεση του ζευγαριού αυτού προς το μεγάλο εργάτη του Ευαγγελίου, Παύλο, μας θυμίζει τα λόγια του Κυρίου μας: 'Ο δεχόμενος δίκαιον εις όνομα δικαίου μισθόν δικαίου λήψεται'2. Δηλαδή, εκείνος που υποδέχεται τον δίκαιο λόγω του ότι είναι δίκαιος, θα πάρει την ίδια ανταμοιβή που θα πάρει και ο δίκαιος. Και πράγματι, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα εντάχθηκαν στους Αγίους της Εκκλησίας, και μάλιστα με τον τίτλο των αποστόλων.

Πηγή:www.pigizois.gr

ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΑΡΚΩΦ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

Ο Άγιος Μελέτιος ήταν γόνος επιφανούς οίκογένειος της Πολτάβας. "Εμεινε ορφανός από πατέρα και ανατράφηκε από την μητέρα του μέσα στην φτώχεια. Όλοκλήρωσε τις σπουδές του στην Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης και ορίσθηκε έφορος της Ακαδημίας του Κιέβου. Ένεδύθη το μοναχικό Σχήμα το 1820 και διορίσθηκε το επόμενο έτος πρύτανης της Ιερατικής Σχολης του Μογκίλεβ. Διακρίθηκε για την ασκητική αυστηρότητα του και την αδιάκοπη αφοσίωση του στην μονολόγιστο ευχή, έλαβε το αξίωμα του αρχιμανδρίτη της Μονής Κουτένσκυ στο Μογκίλεβ και κατόπιν της Μονής του Σωτήρος στο Πσκώφ. Κατά το 1824 ορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Μπράτσκυ στο Κίεβο και ονομάσθηκε πρύτανης της περίφημης Ακαδημίας της πόλεως αυτής. Δύο χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε βοηθός επισκόπου στην επισκοπή του Κιέβου και το 1828 του ανετέθη ή επισκοπή του Πέρμ.Γνωρίζοντας από πείρα ότι κάθε ποιμαντορική δραστηριότητα πρέπει να ξεκινά με την κατάρτιση του κλήρου, ίδρυσε ιερατική σχολή και επέδειξε πατρική φροντίδα για τους κληρικούς που προέρχονταν από τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα.

Το 1831 ορίσθηκε αρχιεπίσκοπος του Ίρκούτσκ στην Σιβηρία, και συνέχισε έκεί το εκπαιδευτικό του έργο για τον κλήρο αναπτύσσοντας επιπλέον μεγάλη ιεραποστολική δραστηριότητα,στα ίχνη των προκατόχων του,αγίων Ίννοκέντιου [26 Νοεμ.] και Σωφρονίου [30 Μάρτ.]. Το 1835, μετατέθηκε στον επισκοπικό θρόνο του Χάρκωφ και συνέχισε έκέϊ τις ποιμαντορικές του δραστηριότητες με την ίδια φλόγα, επιτυγχάνοντας να εξυψώσει τα ήθη του κλήρου και του πληθυσμού. Ή άκτινοβολία των αρετών του και το χάρισμα της διορατικότητας και της θαυματουργίας προσείλκυσαν στο πρόσωπο του το μεγάλο σέβας του λάου.
Μετά από επώδυνη ασθένεια έκοιμήθη στις 28 Φεβρουαρίου 1840 και ενταφιάσθηκε στην κρύπτη του καθολικού της Μονής Αγίας Σκέπης στο Χάρκωφ. Πλήθος θαυματουργικών ιάσεων επιτελέσθηκαν γύρω από τον τάφο του και το 1948 τα λείψανα του πού βρέθηκαν άφθαρτα μεταφέρθηκαν στον καθεδρικό ναό. Οι χριστιανοί του Χάρκωφ τον θεωρούν προστάτη της πόλεως τους και σ αυτόν προσετρεχαν κατά τις δοκιμασίες τους καθ' όλον τον 20° αιώνα.