Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ: Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών

Ο Άγιος Ανδρεας ὁ Ἱεροσολυμίτης ὑπῆρξε μιά πολύ ἀξιόλογη φυσιογνωμία στήν ἐποχή του κι ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους ποιητές καί ὑμνογράφους μας. Εἶναι ὁ συντάκτης τοῦ θεσπεσίου Μεγάλου Κανόνος. Ἡ γνώση τοῦ βίου τοῦ μεγάλου τούτου Ἱεράρχη καί ποιητῆ δέν εἶναι ἡ ἀνάλογη μέ τήν ἀξία πού ἔχει καί τή σημασία πού ἀπόχτησε στή λειτουργική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Μέγας Κανών. Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὑπῆρξε μιά μεγάλη ἐκκλησιαστική μορφή μ᾿ ἕνα ὑπέροχο ποιμαντικό ἔργο καί μιά πλούσια συγγραφική προσφορά!

1. Καταγωγή

Γεννήθηκε γύρω στό 660 μ.Χ. στήν ξακουστή Δαμασκό, μία ἀπ᾿ τίς πιό ἀρχαῖες καί μεγάλες πόλεις τῆς Ἀνατολῆς. Ἐδῶ ἔγινε ἡ θαυμαστή ἐπιστροφή τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Στήν πόλη τούτη βαπτίστηκε, ἔλαβε τή δωρεά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ἐκφώνησε τά πρῶτα κηρύγματά του. Γι᾿ αὐτό εἶναι τό καύχημα καί ἡ δόξα της. Ἔδωσε στήν Ἐκκλησία ἕνα «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πράξ. 9,15)· στήν οἰκουμένη ὁλόκληρη «πατέρα καί διδάσκαλον εὐσεβείας». Καί ὁ θεῖος Παῦλος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Μακάριος Μακρῆς, τῆς ἐπιφύλαξε μιά μεγάλη τιμή· «φύειν ἄνδρας ἀγαθούς καί διδασκάλους τῷ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας πληρώματι». ῞Ενας τέτοιος καρπός ἦταν κι ὁ ἱερός Ἀνδρέας.

Ὑπῆρξε γόνος οἰκογένειας πού τή διέκρινε ἡ εὐσέβεια καί τή στόλιζε τό ἄνθος τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γεώργιος καί ἡ μητέρα του Γρηγορία, «ἄνθρωποι θεοφιλεῖς τε καί κόσμιοι καί ἀρετῆς μᾶλλον ἤ τῆς κάτω κτήσεως πλούτου κομῶντες καί σεμνυνόμενοι». Μέχρι τά ἑπτά του χρόνια ὁ μικρός Ἀνδρέας ἀδυνατοῦσε νά μιλήσει. Ἡ γλώσσα του ἦταν δεμένη. ῞Οταν ὅμως συμπλήρωσε τά ἑπτά χρόνια καί ἦρθε μιά μέρα στόν ναό μέ τούς γονεῖς του γιά νά τελέσουν τή θεία Λειτουργία καί κοινώνησε τό ἄχραντο σῶμα καί αἷμα τοῦ Κυρίου, ἡ γλώσσα του κατά τρόπο θαυμαστό λύθηκε καί ἄρχισε χωρίς καμιά δυσκολία πλέον νά ὁμιλεῖ. Ἐδῶ στή Δαμασκό διδάχτηκε τά πρῶτα γράμματα καί ποτίστηκε μέ τό ἄδολο γάλα τῆς εὐσέβειας, πού πολύ σύντομα ἔγινε πόθος φλογερός πού πυρπόλησε τήν καρδιά του καί τόν παρακινοῦσε ν᾿ ἀφιερώσει τήν ὕπαρξή του στήν ἀγάπη καί τή λατρεία τοῦ Θεοῦ.

2. Ἱεροσολυμίτης

Ἡ θερμή αὐτή ἀγάπη του γιά τόν Χριστόν ὁδηγεῖ τά βήματά του σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν περίπου στήν Ἁγία Πόλη. Ἀποφασίζει ν᾿ ἀφιερωθεῖ στόν πανίερο ναό τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ γονεῖς του ὄχι μόνο δέν ἀντιδροῦν ἀλλ᾿ ὅπως σημειώνουν οἱ βιογράφοι του, οἱ ἴδιοι τόν προσάγουν γιά νά τόν ἀφιερώσουν. Σημάδι καί τοῦτο τοῦ βάθους τῆς πνευματικότητας τῆς οἰκογένειας τοῦ Ἁγίου, μές στήν ὁποία γεννήθηκε καί μεγάλωσε.

Τά Ἱεροσόλυμα ὑπῆρξαν ὁ τόπος, ὅπου ὁ Ἀνδρέας μορφώθηκε πλατιά καί καλλιεργήθηκε βαθιά. Καί στή θύραθεν παιδεία καί στά θεολογικά γράμματα. Τόν βοηθοῦσαν ἄλλωστε σ᾿ αὐτό τά πολλά πνευματικά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα τόν εἶχε προικίσει ὁ Θεός. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχός καί ἀνέλαβε καθήκοντα πατριαρχικοῦ νοταρίου (γραμματέα δηλαδή) κοντά στόν πατριάρχη Θεόδωρο. Ἄν καί κυρίως στήν Κωνσταντινούπολη διακρίθηκε καί ἡ Κρήτη ὑπῆρξε ὁ τόπος τῆς μεγάλης του προσφορᾶς, ἐν τούτοις τό πέρασμά του ἀπό τά Ἱεροσόλυμα τοῦ ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ Ἱεροσολυμίτη, πού τόν συνόδευε σ᾿ ὁλόκληρη τή ζωή του καί συνεχίζει νά τόν παρακολουθεῖ καί μετά τήν κοίμησή του.

3. Στή Βασιλεύουσα

Γύρω στά 685 μ.Χ. ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων χρειάστηκε νά ἐκφράσει ἐγγράφως τήν ὁμολογία πίστεώς της στά ὅσα ἀποφασίστηκαν γύρω ἀπό τίς δύο θελήσεις καί ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ϛ´ Οἰκουμενική Σύνοδο (680-81) καί νά τήν ἀποστείλει στή Βασιλεύουσα. Στήν ἀποστολή αὐτή τῆς ὁμολογίας χρησιμοποιήθηκε ὁ πατριαρχικός νοτάριος Ἀνδρέας μαζί μέ ἄλλους δύο γέροντες «τῶν τοῦ κλήρου λογάδων»· «τόν προκείμενον ἡμῖν ἄνδρα, τόν ἄξιον τοῦ Θεοῦ δοῦλον, εἰ καί ἐν ἡλικίᾳ νέᾳ ὑπῆρχε, μεγάλως διά τήν σεμνότητα τῶν τρόπων ἐπιλεξάμενοι καί τούτῳ ἐγχειρίσαντες καί ἐμπιστεύσαντες τά τῶν εἰρημένων εὐσεβῶν δογμάτων ἀντίγραφα, ἤγουν τῆς ὀρθῆς αὐτῶν πίστεως τήν ὁμολογίαν, μετά τῶν δύο εὐλαβῶν γερόντων τοῦτον πρός τόν αὐτόν ἀνέπεμψαν βασιλέα».

Ἀπό τήν ἀποστολή αὐτή ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔμελλε νά μήν ἐπιστρέψει ποτέ πίσω στά Ἱεροσόλυμα. Γιά λόγους πού δέν μποροῦμε νά ξέρουμε, ἔμεινε στήν Κωνσταντινούπολη καί ὑπηρέτησε ἐκεῖ τήν Ἐκκλησία. Ἴσως ἀρχικά νά ἐγκαταβίωσε στήν περίφημη μονή τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν, πρός τιμήν τῆς ὁποίας ἀργότερα, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος, ἔχτισε στήν Κρήτη μεγαλοπρεπή ναό. Χειροτονεῖται διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀνατίθεται ἡ φροντίδα δύο φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, τοῦ «εὐαγοῦς ὀρφανοτροφείου» καί «τῶν Εὐγενείου», στή διοίκηση τῶν ὁποίων ὁ Ἅγιος ἐπέδειξε τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης του καί τίς πολλές ἱκανότητές του. Ἀσφαλῶς στό χρονικό διάστημα τῆς εἰκοσάχρονης παραμονῆς του στήν Κωνσταντινούπολη ὁ ἅγιος Ἀνδρέας διακρίθηκε καί ὡς ρήτορας καί ὡς διδάσκαλος.

4. Ἐπίσκοπος

Πολύ γρήγορα τό ἦθος, ἡ πλούσια παιδεία, τό χάρισμα τοῦ λόγου καί ὅλα τ᾿ ἄλλα προσόντα πού διέθετε ὁ Ἅγιος ἔγιναν εὐρύτερα γνωστά. Ἡ φήμη τοῦ ὀνόματός του ἁπλώθηκε παντοῦ. Γι᾿ αὐτό καί γύρω στό 711 ἤ 712 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ὁ λαός τόν ὑποδέχτηκε μέ θερμές ἐκδηλώσεις τιμῆς καί ἀγάπης.

Τό ποιμαντικό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ὑπῆρξε πλούσιο καί καρποφόρο. Συνδύασε ἄριστα τά θεωρητικά ἐνδιαφέροντα καί τήν ἀγάπη του γιά τήν ποίηση μέ τά πρακτικά ποιμαντικά ζητήματα. ῾Ως ἐπίσκοπος, ὅπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος του, «ἔδειξε τό τε μεγαλοφυές αὐτοῦ τῆς ψυχῆς καί τό τῆς ἀρετῆς ἀπαράμιλλον καί τήν τελεωτάτην ἕξιν τῆς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης». Τό ἐνδιαφέρον του πρωταρχικά στράφηκε πρός τόν ἱερό κλῆρο. Γνώριζε τό ὕψος τῆς ἱερωσύνης. Εἶχε συνειδητοποιήσει βαθιά τό μεγαλεῖο τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς καί τίς εὐθύνες πού συνεπάγεται γιά κείνους πού ἀναδέχονται τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ. ῞Ολα αὐτά προσπάθησε ὄχι μόνο νά τά μεταδώσει μέ τόν λόγο καί τή διδαχή στόν κλῆρο τῆς ἐπισκοπῆς του, ἀλλά καί νά τά ἀκτινοβολήσει μέσα ἀπό τή δική του ἱερατική ζωή καί τό προσωπικό του παράδειγμα.

Ἡ φροντίδα τοῦ ἐπισκόπου ἀγκάλιασε ἀκόμη καί τούς μονάζοντες· «τούς παρθενῶνας καί τά σεμνεῖα ρυθμίζει καί περί βίου νομοθετεῖ μοναχῶν». Ἀπ᾿ τό ἱερό τάγμα τῶν μοναζόντων θά ἐπιλέξει καί τούς ἱερωμένους πού θά ἐγκαταστήσει στόν ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀνοικοδόμησε.

Τό μεγάλο χρέος κάθε ἐπισκόπου εἶναι ἡ προστασία καί ὁ στηριγμός τοῦ λαοῦ. Ἡ καθοδήγησή του μέ τό φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἁγιασμός του μέ τή ζωοποιό χάρη τῶν θείων μυστηρίων. Ἡ διαφύλαξή του ἀπό τή λύμη τῆς αἱρέσεως καί τίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ. Στό ἱερό τοῦτο χρέος του ὁ ἐπίσκοπος Ἀνδρέας ἀνταποκρίθηκε μ᾿ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του. ῞Οπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος του, «παιδαγωγεῖ τήν νεότητα, συνετίζει τήν πολιάν, τούς ἁμαρτάνοντας ἐπιστρέφει, τοῖς μετανοοῦσιν ἐγγυᾶται τόν θεῖον ἔλεον, τούς ἀγωνιζομένους ἀλείφει, τοῖς καλῶς τρέχουσιν εὐτονίαν προστίθησιν, ἀμύνει πολεμουμένοις, περιτρεπομένους ὑπανέχει, πίπτοντας ἀνορθοῖ, ὑποστηρίζει τούς ὀκλάζοντας, νικῶντας στεφάνοις λαμπροῖς ἀναδεῖ· γίνεται μέν ἑστῶσιν ἀσφάλεια, τοῖς δέ κειμένοις ἀνάστασις, ἀσθενοῦσι ῥῶσις, ἀθυμοῦσι παραμυθία, ὀλιγωροῦσιν ἀναψυχή, πατήρ ὀρφανῶν, προστάτης χηρῶν, πενήτων ἄσυλος θησαυρός, πεινώντων τροφή, ριγώντων ἐσθής». ῞Οταν τά νότια παράλια τῆς Κρήτης θά δεχτοῦν μεγάλη ἐπιδρομή τῶν Ἀράβων καί ὁ χριστιανικός πληθυσμός θά καταφύγει στό κάστρο «τοῦ Δριμέως», ἀνάμεσά τους θά σταθεῖ καί ὁ ἐπίσκοπος δοκιμάζοντας κι ἐκεῖνος τίς ταλαιπωρίες τοῦ λαοῦ, ἐμψυχώνοντάς τον καί προσευχόμενος θερμά γιά τή σωτηρία του. Ἄλλοτε πάλι, πού εἶχε ἐνσκήψει μεγάλη ἀνομβρία καί ξηρασία στή νῆσο, οἱ θερμές προσευχές τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου ἄνοιξαν τούς οὐρανούς· «τόν συνήθη τῇ γῇ δίδωσιν ὑετόν καί καταψύχει τούς ἐκτακέντας καί τήν μάστιγα ἀναστέλλει τοῦ λιμοῦ».

Ἡ στοργή τοῦ ἐπισκόπου στράφηκε ἀκόμη καί πρός τούς πονεμένους. Γιά χάρη τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ ᾿Ιησοῦ οἰκοδόμησε ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικό ἵδρυμα «τόν Ξενῶνα». «Ἔτι τε καί ξενῶνα ἐξ αὐτῶν κρηπίδων ἱδρύεται, ὡς θεραπείαν γεγηρακότων, εἰς ἰατρείαν καί ἄκος νοσούντων, εἰς ξένων καί πενήτων σκέπην τε καί κατανομήν. Οἷς οὐ μόνον δαψιλῶς ἐχορήγει τά πρός χρείαν ἅπασαν καί διατροφήν, τά τοῦ Θεοῦ θείως καί πανσόφως ὁ πάνσοφος ἀνακαλῶν, ἀλλά καί τόν αὐτοῦ Δεσπότην μιμούμενος καί διδάσκαλον, ὡς κἄν τοῖς ἄλλοις ἅπασιν, οἰκείαις τοῖς νοσοῦσι διηκονεῖτο χερσί, λεντίῳ ζωννύμενος καί τοῖς ποσί χεῖρας νίπτων καί κεφαλάς, καί ἕλκη καθαίρων, καί τούς μυδῶντας ἰχῶρας μονονού τῇ γλώττῃ ἀπομάττων καί ἐκμυζῶν. Οὕτως αὐτόν εἷλεν ἡ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον ἀγάπη».

Πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἔτρεφε πολλή ἀγάπη καί βαθιά εὐλάβεια. Τό διαπιστώνουμε ἀπό τούς ὕμνους πού τῆς ἀφιέρωσε. Ἀπό τούς λόγους πού ἐκφώνησε καί τά ἐγκώμια πού ἔπλεξε γιά τό ἅγιο πρόσωπο καί τίς ἑορτές της. Ἔκφραση ἀκόμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὑπῆρξε καί ἡ ἀνέγερση μεγαλοπρεποῦς ναοῦ πρός τιμήν τῆς Παναγίας, πού τόν ὀνόμασε Βλαχέρνες· «ναόν ἐκ νέας εὐπρεπῶς ᾠκοδόμησε τῆς Παναχράντου καί πανυμνήτου Θεοτόκου Μαρίας, τοῦ ἐμψύχου καί ἡγιασμένου τοῦ Θεοῦ Λόγου ναοῦ, Βλαχέρνας τόν τοιοῦτον παρ᾿ αὐτοῦ οἰκοδομηθέντα ναόν ὀνομάσας, ἱερεῖς λειτουργούς ἐκ τοῦ μοναχικοῦ σχήματος ἐν αὐτῷ πρός ὑμνῳδίαν καί δοξολογίαν Θεοῦ θεοπρεπῶς ἐγκαταστήσας, εἰς ἀντίδωρον τῶν μεγαλοδωρεῶν καί ἀντιλήψεων τῶν εἰς αὐτόν παρά τῆς τοῦ Θεοῦ πύλης προελθόντων». Δέν παρέλειψε ἀκόμη νά φροντίσει καί γιά τούς παλαιούς καί «ἠμελημένους» ναούς. Τούς ἐπισκεύασε καί «εὐπρεπῶς αὐτούς κατεκόσμησε» μέ ὅσα ἦταν ἀναγκαῖα γιά τήν ἱερή λειτουργία τους «πλουσίᾳ καί φιλοτίμῳ χειρί».

5. Τό τέλος του

«Χρείας καλεσάσης» ὁ σεβάσμιος ἐπίσκοπος Κρήτης μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη. Ποιά ἦταν αὐτή ἡ ἀνάγκη πού τόν ἔφερε στή Βασιλεύουσα δέν γνωρίζουμε. Καί οἱ δύο βιογράφοι του –πολύ μεταγενέστεροι βέβαια– σιωποῦν. Πολλοί ἀπό τούς νεωτέρους ἐρευνητές συσχετίζουν τό ταξίδι του αὐτό μέ τήν εἰκονομαχία πού εἶχε ἤδη ἐκραγεῖ καί τήν εἰκονόφιλη στάση πού ἀσφαλῶς θά ἔλαβε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Στήν Κωνσταντινούπολη πολλοί τόν ὑποδέχτηκαν μέ ἀγάπη καί σεβασμό καί τόν συναναστράφηκαν γιά νά ὠφεληθοῦν πνευματικά· «πολλοί πρός αὐτόν ὠφωλείας χάριν ἀόκνως παρεγίνοντο... τῷ ὑετῷ τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ τάς καρδίας καταρδευόμενοι». Ἐδῶ στήν Κωνσταντινούπολη προεῖδε τό τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς του καί ὅτι «ἐν τῇ μητροπόλει αὐτοῦ ἔτι ζῶν οὐ μή παραγένηται». Πράγματι. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στήν Κρήτη, ἀπέθανε στήν Ἐρεσσό τῆς νήσου Λέσβου στίς 4 ᾿Ιουλίου τοῦ 740 μ.Χ. καί ἐνταφιάστηκε ἐκεῖ στόν ναό τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀναστασίας. Ἡ καθιέρωσή του ὡς ῾Αγίου ἔγινε ἀρκετά νωρίς, ἄν κρίνουμε ἀπ᾿ τό γεγονός ὅτι τόν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας του συνέταξε ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτός († 845). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του τήν 4η ᾿Ιουλίου, ἡμέρα τῆς μακάριας κοιμήσεώς του.

6. Τό συγγραφικό του ἔργο

Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας διακρίθηκε ὡς ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί ποιητής. Τό πεζογραφικό ἔργο του εἶναι ὅλο σχεδόν ἐγκωμιαστικό. Ἐγκωμίασε μέ ἱερό πάθος τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Διασώθηκαν θαυμάσιες ὁμιλίες του στή Σύλληψη, τή Γέννηση, τήν Ὑπαπαντή, τά Εἰσόδια, τόν Εὐαγγελισμό, τήν Κοίμηση, καθώς καί στόν Ἀκάθιστο ῞Υμνο. Ὁμιλίες του ἔχουμε καί σέ μεγάλες Δεσποτικές ἑορτές, ὅπως στή Γέννηση, τήν Περιτομή καί τή Μεταμόρφωση. ῞Ενας ἄλλος κύκλος ὁμιλιῶν του εἶναι τά ἐγκώμια σέ διαφόρους ἁγίους, ὅπως ἀποστόλους (᾿Ιωάννης, Λουκᾶς, ᾿Ιάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, Τίτος), συγγενικά πρόσωπα τοῦ Κυρίου (᾿Ιωακείμ καί Ἄννα, ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος), μάρτυρες (Δέκα ἐν Κρήτῃ, Γεώργιος, Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός), τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ὅσιο Πατάπιο καθώς καί στόν Τίμιο Σταυρό.

Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὑπῆρξε κυρίως ποιητής. Γι᾿ αὐτό καί οἱ λόγοι του εἶναι ἔντονα ἐπηρεασμένοι ἀπό τό ἐνθουσιαστικό στοιχεῖο τῆς ποιήσεως. Ὁ λόγος του εἶναι ζωντανός, γοργός καί χειμαρρώδης. Γνώριζε καλά τά μυστικά τῆς ρητορικῆς τέχνης καί εἶχε βαθιά γνώση τῆς ἀττικῆς γλώσσας, ὅπως βέβαια χρησιμοποιόταν μές στήν Ἐκκλησία. Ἀπό τίς ὁμιλίες του ἀποδεικνύεται ἀκόμη καί βαθύς γνώστης τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί μάλιστα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν ὁποία ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἑρμηνεύει ἀλληγορικά γιά νά συναγάγει χρήσιμα συμπεράσματα γιά τόν ἠθικό βίο τῶν ἀκροατῶν του.

«Διά πρώτην φοράν, παρατηρεῖ νεώτερος συγγραφέας, τότε καί ἀσφαλῶς μοναδικήν ἕως σήμερον ἠκούσθησαν εἰς Κρήτην κηρύγματα μέ τά δύο τυπικά χαρακτηριστικά τῶν λόγων τοῦ Ἀνδρέου, τήν ἔντεχνον ρητορικήν ἐπεξεργασίαν καί τά ὑψηλά θεολογικά νοήματα». Ὁ Ehrhard τόν χαρακτηρίζει ὡς «τόν καλύτερον ἐκκλησιαστικόν ρήτορα τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς. Τό ὕφος του εἶναι ζήτημα ἄν τό ἔφθασε ἄλλος κανείς εἰς πλοῦτον ἀποχρώσεων, πάθους καί τεχνικῆς».

Πολύ πιό πλούσιο ὑπῆρξε τό ποιητικό ἔργο του. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας θεωρεῖται ὁ εὑρετής τῆς ποιήσεως τῶν ἀσματικῶν Κανόνων. Συνέταξε τό κείμενο καί τό μέλος πολυάριθμων Εἱρμῶν καί Κανόνων, ᾿Ιδιομέλων καί Στιχηρῶν. Ἡ σύνθεση τῶν Κανόνων ἀπ᾿ τόν ἅγιο Ἀνδρέα καί τούς δύο ἄλλους μεγάλους μελωδούς, ἐπίσης Ἱεροσολυμίτες, τόν Κοσμᾶ Μαϊουμᾶ καί ᾿Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, παραμέρισε πλήρως τό προγενέστερο ποιητικό εἶδος τῶν Κοντακίων. Ὁ Κανών ἀναδείχτηκε κυρίαρχο ποιητικό εἶδος στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἐξακολουθεῖ νά δεσπόζει μέχρι σήμερα.

Κανόνες στήν ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία ὀνομάστηκαν ἐκτενεῖς ὕμνοι, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦνται ἀπό Ὠδές πού ποικίλλουν ἀπό πλευρᾶς ἀριθμοῦ καί δέν ξεπερνοῦν ποτέ τίς ἐννιά. Κάθε Ὠδή πάλι περιλαμβάνει μιά εἰσαγωγική στροφή, τόν Εἱρμό, καί τρεῖς ὥς τέσσερις ἀκόμη στροφές, πού ψάλλονται σύμφωνα μέ τό μέλος τοῦ Εἱρμοῦ καί ὀνομάζονται τροπάρια. Οἱ Κανόνες πολλές φορές ἔχουν ἀκροστιχίδα. Ἡ ἀκροστιχίδα εἶναι μικρή φράση πού μᾶς δίνει τό ὄνομα τοῦ ποιητῆ τοῦ Κανόνα ἤ ἀναφέρεται στήν ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς πού ὁ Κανόνας ἐξυμνεῖ καί σχηματίζεται ἀπ᾿ τό πρῶτο γράμμα τῶν Εἱρμῶν καί τῶν τροπαρίων ὁλόκληρου τοῦ Κανόνα. Μερικές φορές ἡ ἀκροστιχίδα εἶναι ἀλφαβητική.

Κάθε Κανόνας ἀποτελεῖται, ὅπως ἀναφέραμε, ἀπό διάφορο ἀριθμό Ὠδῶν. Ποτέ ὅμως δέν ξεπερνᾶ τίς ἐννιά, ὅσες δηλαδή εἶναι καί οἱ βιβλικές ὠδές (ὠδές πού περιέχονται στήν ῾Αγία Γραφή), τίς ὁποῖες χρησιμοποιοῦσε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία στή λατρεία της μαζί μέ τούς Ψαλμούς. Σχολιάζοντας τούς Εἱρμούς τοῦ Μεγάλου Κανόνος κάνουμε ἐκτενή λόγο γιά τίς ἐννιά αὐτές βιβλικές ὠδές.

Οἱ Κανόνες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ἔχουν ὡς θέματα τόν Χριστό, τή Θεοτόκο, τόν Πρόδρομο, τούς ῾Αγίους, ἑορτές τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου καί διάφορα ἄλλα. Ἡ ποίησή του διακρίνεται γιά τή σαφήνεια, τή μεγαλοπρέπεια καί τόν διδακτικό της χαρακτήρα. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἐκφράζοντας τόν πλοῦτο τῶν αἰσθημάτων του καί τή βαθιά του γνώση γύρω ἀπό τά διάφορα θέματα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, γίνεται χειραγωγός τοῦ κάθε πιστοῦ, πού ψάλλει ἤ ἀκούει τούς ὕμνους του, στήν ἀπόκτηση μετανοίας, συντριβῆς, βαθύτερης βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας.

Εκ του βιβλίου Μητρ. Νέας Σμύρνης Συμεών, Ἀδαμιαῖος θρῆνος. Ὁ Μέγας Κανών Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης. Εἰσαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχόλια, 4η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία, 2009), 23-31.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀρρώστια του βρίσκεται στήν ἀρχή τῆς ταπεινώσεως. Ὁ Θεός ὑποφέρει ὅλες τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑποφέρει ὅμως ἐκεῖνον πού γογγύζει. Αὐτός πού εὐχαριστεῖ πάντοτε τόν Θεό γιά τ’ ἀγαθά καί τίς εὐεργεσίες πού τοῦ χαρίζει, δέχεται τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καί στήν καρδιά του κατοικεῖ ἡ χάρη Του.

Ὅποιος ὑπερηφανεύεται, παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτει στή βλασφημία. Ὅποιος κομπάζει γιά τίς ἀρετές του, πάλι κατά παραχωρήση Θεοῦ πέφτει στήν πορνεία. Ὁ ἐγωιστής μπορεῖ νά πέσει σέ πολλές ἀκόμη σκοτεινές παγίδες τοῦ πονηροῦ.

Αὐτός πού δέν θυμᾶται καί δέν σκέφτεται τόν Θεό, κρατάει μίσος κατά τοῦ πλησίον. Ἀντίθετα ὅποιος θυμᾶται τόν Θεό, δέν μνησικακεῖ καί ἀγαπάει κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος βοηθάει τόν ἀδικούμενο ἔχει σύμμαχο τόν Θεό. Ὅποιος βοηθάει τόν πλησίον, τόν βοηθάει ὁ Θεός. Ὅποιον κατηγορεῖ τόν ἀδελφό του, τόν ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ τόν ἀδελφό του κρυφά, δείχνει φανερά στόν Θεό τή δύναμη τῆς ἀγάπης του. Αὐτός πού κάνει παρατηρήσεις στόν ἀδελφό του μπροστά σε ἄλλους, πραγματικά τόν ἐξουθενώνει καί τόν ἐμπαίζει.

Ὅποιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν ψυχική ὑγεία τοῦ ἄλλου, φροντίζει πάντοτε νά γίνεται αὐτό μέ ἀγάπη. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ Θεός. Δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο πάντοτε μέ ἀγάπη, προκειμένου νά θεραπευθεῖ ἡ ἔμψυχη εἰκόνα Του. Γιατί δέν παιδεύει τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἐκδικηθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά γιά νά τόν γιατρέψει.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος τελειοποιεῖται στήν ἀρετή, τόσο περισσότερο πλησιάζει τόν Θεό καί Τόν ἀκολουθεῖ. Ὅπως ὅταν ρίχνει κανείς ξερά ξύλα στή φωτιά, αὐτή δύσκολα σβήνει, ἔτσι κι αὐτός πού ἀγαπάει ἀληθινά τόν Θεό· ἡ ἀγάπη τοῦ ὅλο καί αὐξάνει, ὅσο προοδεύει στήν ἀρετή.

Ὅπως ὁ ἔμπορος ὅταν πουλήσει τό ἐμπόρευμά του θέλει νά γυρίσει στό σπίτι του, ἔτσι καί ὁ χριστιανός, ὅταν τελειώσει τήν ἐργασία του, θέλει ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τόν Θεό καί τήν ψυχή του. Καί ὅπως ὁ ἔμπορος, ὅταν βρίσκεται στή θάλασσα, φοβᾶται μήπως ἔρθει τρικυμία καί βυθισθεῖ ἡ ἐλπίδα τῆς ἐργασίας του, ἔτσι καί ὁ χριστιανός, ὅσο βρίσκεται στόν κόσμο αὐτό, φοβᾶται μήπως ἔρθει ὁ χειμώνας τῶν παθῶν καί χάσει τόν καρπό τοῦ ἀγώνα του.

Ὅπως ὁ ναύτης ὅταν πλέει στή θάλασσα βλέπει τή θέση τῶν ἀστεριῶν καί ἀνάλογα διευθύνει τό πλοῖο, ἔτσι καί ὁ χριστιανός μέ τήν προσευχή προχωράει στόν δρόμο τῆς ζωῆς του, ἕως ὅτου φτάσει στό λιμάνι τῆς αἰωνιότητος. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι δέν τρέχουν καί δέν ἐμπορεύονται, ὅπως στή ζωή αὐτή, ἀλλ’ ἀναπαύονται στόν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν πού ἀπέκτησαν μέ τόν ἀγώνα τούς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Μακάριος ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ πραμάτεια δέν χάθηκε στή θάλασσα τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Μακάριος ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τό πλοῖο δέν βυθίστηκε, ἀλλ’ ἀξιώθηκε νά φτάσει μέ χαρά στό ἀχείμαστο λιμάνι τῆς αἰωνιότητος.

Ὅποιος θέλει νά βρεῖ τόν πολύτιμο μαργαρίτη μπαίνει γυμνός στή θάλασσα. Ἔτσι καί ὁ συνετός ἄνθρωπος περνᾶ ἀπ’ τή ζωή αὐτή χωρίς πολλά χρήματα καί περιουσίες, μέχρις ὅτου βρεῖ τόν πολύτιμο μαργαρίτη, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καί ὅταν τόν βρεῖ δέν ἀγαπάει τίποτε ἄλλο στόν κόσμο αὐτό.

Ὅπως τό φίδι σέ κάθε κίνδυνο φυλάει τό κεφάλι του, ἔτσι κι ὁ σοφός χριστιανός, σέ κάθε δύσκολη περίπτωση, φυλάει τήν πίστη του, πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιό της ζωῆς του.

Ὅπως τό δέντρο, ἄν δέν πετάξει τά παλιά του φύλλα δέν βγάζει νέα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔχει καρπό πνευματικό, ἄν δέν βγάλει ἀπό μέσα του τή θύμηση τῶν κακιῶν καί τῶν παθῶν του.

Ὁ ἄνεμος τρέφει τούς καρπούς τῆς γῆς καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τούς καρπούς τῆς ψυχῆς.

Ὁ σκύλος, ὅταν γλείφει τή λίμα, ματώνει τή γλώσσα του, πίνει τό ἴδιο του τό αἷμα καί χωρίς νά τό αἰσθάνεται προξενεῖ βλάβη στόν ἑαυτό του. Ἔτσι κι ὁ περήφανος, αἰσθάνεται γιά λίγο γλυκύτητα, ἀλλά μετά νοιώθει τά ἀποτελέσματα τῆς ψυχικῆς φθορᾶς.

Ἡ κοσμική δόξα μοιάζει σάν τήν πέτρα πού εἶναι σκεπασμένη ἀπό τά νερά μέσα στή θάλασσα, κι ἔτσι δέν τήν βλέπει ὁ κυβερνήτης καί χτυπάει πάνω της τό πλοῖο. Ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ κενοδοξία εἶναι κρυμμένες κι αὐτές μέσα στήν ψυχή καί τῆς προξενοῦν κακό.

Μή ζητήσεις πότε νά καταλάβεις τούς λόγους τῶν θείων μυστηρίων, πού περιέχονται στίς Ἅγιες Γραφές, χωρίς προηγουμένως νά προσευχηθεῖς θερμά στόν Θεό. Τό κλειδί πού θά καταλάβουμε τά θεία νοήματα εἶναι ἡ προσευχή.

Πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι χωρίς κόπο σωματικό δέν πλησιάζεται ὁ Θεός. Ὅλοι οἱ Πατέρες κόπιασαν πολύ γιά νά κατοικήσει μέσα τους τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Μόλις τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικήσει στήν ψυχή, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει πραότητα καί εἰρήνη, καί φεύγει κάθε σκέψη ἀκολασίας. Μή νομίσεις ὅτι μπορεῖς μέ τήν προσευχή νά πλησιάσεις τόν Θεό, ἄν προηγουμένως δέν καθαρίσεις τήν καρδιά σου ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας πού τή μολύνουν.

Ὅπως τό λάδι τρέφει τό φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἔτσι καί ἡ ἐλεημοσύνη τρέφει τήν ψυχή. Δέν ὑπάρχει ὡραιότερη πράξη μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Πόσο γλυκειά εἶναι ἡ συναναστροφή μέ πνευματικούς ἀδελφούς, ἄν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη! Ἀγάπη στόν Θεό καί στούς ἀδελφούς. Ἀγάπη στούς ἀδελφούς καί στόν Θεό. Αὐτά εἶναι δεμένα μαζί καί δέν μπορεῖς νά τά ξεχωρίσεις.

Αὐτός πού θέλει νά τρυγήσει χαρά καί καρπό πνευματικό πρέπει νά δουλέψει στήν προσευχή. Ὅπως ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, ἔτσι καί ἡ προσευχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία.

Μεγάλη δύναμη παίρνει κανείς ἀπό τίς μικρές πνευματικές ἀσκήσεις, ὅταν γίνονται τακτικά καί σταθερά, ὅπως ἀκριβῶς οἱ σταγόνες τοῦ ἁπαλοῦ νεροῦ μποροῦν νά βαθουλώσουν τή σκληρή πέτρα.

Ὅταν νεκρωθοῦν τά πάθη, τότε ἡ ψυχή θερμαίνεται ἀπό τή γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς χαρᾶς, καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή εἶναι ἔντονη. Χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας καί πολλή ὑπομονή γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος τή χάρη τῆς παρηγοριᾶς ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὁ Θεός μπεῖ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τότε τά πάθη ὑποχωροῦν.

Καταστροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀργία καί ἡ ἀπραξία. Ἡ χειρότερη κακία εἶναι ἡ ἀκηδία. Ἀκηδία σημαίνει νά μή φροντίζουμε γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας μέ τήν προσευχή, τή νηστεία καί τ’ ἀλλά ἁγιαστικά μέσα της Ἐκκλησίας μας. Μήν ὑπολογίσεις τό σῶμα στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, γιατί θ’ ἀντιδράσει ὁπωσδήποτε. Ὁ σατανᾶς κάνει τό πᾶν, ὥστε νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πνευματική ἐργασία ἀπαιτεῖ προσοχή καί ἡσυχία τῆς καρδιᾶς. Δέν μπορεῖ νά καθαρισθεῖ κανείς μόνο μέ τά καλά πού κάνει γιά τόν ἄλλο. Πρέπει νά δουλέψει καί μέσα στήν ψυχή του, γιά ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη τῆς σάρκας καί τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λογισμῶν. Γιατί εἶναι εὔκολο νά κάνει κανείς ἐλεημοσύνη, δύσκολο ὅμως νά κόψει τά πάθη του καί τίς κακές του συνήθειες.

Τήν ἐλεημοσύνη τή δέχεται ὁ Θεός ὅταν συνοδεύεται ἀπό καθαρή καρδιά. Δέν μποροῦμε νά ἐνδιαφερθοῦμε γιά τό πρῶτο καί νά ἐγκαταλείψουμε τό δεύτερο. Ἀλλιώτικα ξεπέφτουμε στά μάτια τοῦ Θεοῦ.

Στά πνευματικά ἔργα νά προχωρᾶς σιγά-σιγά, γιατί τά μεγάλα καί ἀπότομα ἅλματα εἶναι ἐπικίνδυνα. Ὅταν ἡ ψυχή γλυκαθεῖ ἀπό τήν πνευματική χαρά, αὐτό θά τήν κάνει νά προχωρήσει περισσότερο, ὅπως συμβαίνει μ’ αὐτόν πού πίνει λίγο κρασί, καί ἀφοῦ τοῦ ἀρέσει, πίνει περισσότερο, ἕως ὅτου μεθύσει. Οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες ἀντιμετωπίζονται μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα στόν Θεό.

Πηγή:www.imverias.blogspot.com

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟY

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΝΤΙΝΟΗΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός καλούσε τον λαό του Ισραήλ σε μετάνοια.  «Μετανοείτε», έλεγε, διότι έφθασε ανάμεσά σας η Βασιλεία του Θεού.  Το κήρυγμά Του αποσκοπούσε την διόρθωση και τη σωτηρία του ανθρώπου.  Ο Θεός της αγάπης θέλησε να οδηγήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο στην επίγνωση της αμαρτωλότητός του, στη συναίσθηση της ενοχής του και να τον οδηγήσει στη σωτηρία του.  Ο Θεός θέλει να σώσει όλους τους ανθρώπους.

Γι’ αυτό στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Κύριος παρουσιάζει δύο τύπους ανθρώπων.  Ο ένας θεωρείται σαν τον πιο αμαρτωλό τύπο της εποχής του.  Παίρνει το παράδειγμα του Τελώνου, τον πιο διαβεβλημένο άνθρωπο της ιουδαϊκής κοινωνίας και τον συγκρίνει μ’ έναν άλλο τύπο, τον Φαρισαίο.  Ο Κύριος θέλει να μας διδάξει το πόσο σημαντικό είναι το να έχουμε ειλικρινή μετάνοια και να προσευχόμαστε με τον σωστό τρόπο.  Και πράγματι, ο Τελώνης με ειλικρινή μετάνοια και συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του, με βαθιά ταπείνωση στάθηκε σε κάποια γωνιά, σε κάποια απόσταση από τα άγια και με ταπεινό φρόνημα απευθύνει στον Κύριο έξι μόνον λέξεις, που ήσαν αρκετές για να του χαρίσουν την δικαίωσή του.

Οι Τελώνες ήταν για τους Εβραίους αντιπαθητικοί, επειδή συνεργάζονταν με τους κατακτητές Ρωμαίους.  Εισέπρατταν τους φόρους και ζητούσαν όλο και περισσότερα από τους υπόδουλους συμπατριώτες των.  Επειδή είχαν πάντοτε μαζί τους Ρωμαίους στρατιώτες εκβίαζαν με σύλληψη όσους δεν ήθελαν να πληρώσουν.  

Γι’ αυτούς τους λόγους οι Τελώνες εθεωρούντο άδικοι, άρπαγες, εκβιαστές και ληστές.  Εθεωρούντο αμετανόητοι, αδιόρθωτοι, η οικογένειά τους ανέντιμη και η κάθε προσφορά τους προς τον Ναό ή η κάθε ελεημοσύνη τους απαράδεκτη.

Ο Τελώνης της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής είχε ειλικρινή μετάνοια.  Είχε βαθιά λύπη και συντριβή για τα αμαρτήματά του, ταπείνωση και αυτό-εξουθένωση μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους.  Αυτά τον οδηγούν να σταθεί σε κάποια απόσταση από το θυσιαστήριο.  Αντίθετα, ο Φαρισαίος, που εθεωρείτο δίκαιος και ενάρετος, με καύχηση στάθηκε σε σημείο απ’ όπου όλοι θα μπορούσαν να τον δουν και ακούσουν.  Στάθηκε μπροστά στον εαυτό του, προσεύχεται όχι για να ακουστεί από το Θεό, αλλά για επιδειχθεί στους ανθρώπους.  Απέβλεπε να ελκύσει όχι το έλεος του Θεού, αλλά τον έπαινο των ανθρώπων.  Γι’ αυτό αντί να αισθανθεί μετάνοια για τα προσωπικά του λάθη, κυριεύεται από την αυτοδικαίωση και κατακρίνει τον συνάνθρωπό του.

Ο Τελώνης πλησιάζει με υπερβολική ταπείνωση, η οποία εκφράζεται όχι μόνον με τα λόγια, «ο Θεός ιλάσθητί μοι τον αμαρτωλόν», αλλά και με εξωτερικές κινήσεις και στάσεις του σώματός του.  Στέκεται μακριά απ’ όλους.  Κρατεί τα μάτια του χαμηλά.  Χτυπάει το στήθος, σαν να κτυπούσε την καρδιά του.  Θεωρεί τον εαυτό του αμαρτωλό.  Ακούει και τις κατηγορίες του Φαρισαίου και σκύβει περισσότερο το κεφάλι.  Δέχεται τις κατηγορίες σιωπηλά και συντρίβει την καρδιά του από ταπείνωση.

Η προσευχή του Τελώνη, γεμάτη από τα δάκρυα της μετανοίας, παρακαλεί τον Θεό του ελέους:  «Ο Θεός ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ»!  Πολυεύσπλαχνε Κύριε και Θεέ μου, δείξε και σε μένα το έλεός Σου.  Συγχώρησε τα πολλά αμαρτήματά μου.

Το αποτέλεσμα. Ο Φαρισαίος από την υπεροψία του καταδικάζεται για την αυτοδικαίωσή του, ενώ ο Τελώνης δικαιώνεται για την ευλάβεια και τη συναίσθηση των αμαρτιών του.

Στη σημερινή μας κοινωνία το παράδειγμα αυτών των δύο ευαγγελικών τύπων βρίσκει την ανάλογη ανταπόκριση στους χαρακτήρες των χριστιανών.  Διότι, πόσες φορές δεν σταθήκαμε με υπεροψία την ώρα της προσευχής πιστεύοντας ότι είμεθα οι καλύτεροι χριστιανοί;  Πόσες φορές αποφεύγαμε να πηγαίνουμε στην Εκκλησία, παρά μόνον Πάσχα και Χριστούγεννα;  Πόσες φορές προσπαθήσαμε να αυτοδικαιώσουμε τον εαυτό μας;  Πόσες φορές δεν αμαρτήσαμε και κατακρίναμε τον συνάνθρωπό μας;  Εάν όμως θέλομε να δικαιωθούμε από τον Θεό πρέπει να κατακρίνομε τον εαυτό μας.

Από σήμερα αρχίζει η εκκλησιαστική περίοδος του Τριωδίου.  Ας παραδειγματιστούμε από τη σωτήρια μετάνοια του Τελώνου και ας μάθουμε να στεκόμαστε μπροστά στο Θεό με ευλάβεια και συντριβή καρδίας.  Ας μετανοήσουμε για τα πολλά μας σφάλματα.  Ας μάθουμε να συγχωράμε τον συνάνθρωπό μας.  Ας μη κρατάμε κακίες, αλλά, ας μιμηθούμε την ευσπλαγχνία του Θεού.  Ο Κύριος είναι ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και ευσπλαγχνίζεται όλους όσους καταφεύγουν σ’ Αυτόν.  Ας αποφύγουμε την κατάκριση για να βρούμε τη δικαίωση.

Η περίοδος αυτή είναι περίοδος μετανοίας.  Ας εκμεταλλευτούμε τις περιστάσεις  για τη πνευματική μας ωφέλεια, ώστε να επιτύχουμε την εν Χριστώ σωτηρία μας προς δόξα του Αγίου μας Θεού.  Αμήν.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ

Ἡ δυναμικὴ ἀπαίτηση.

Ἔχουμε συνήθισει στήν ἐποχή μας ν΄ ἀκοῦμε γιά μορφές πάλης, γιά διεκδικήσεις, γιά ἀγῶνες… Γενιές καί γενιές μεγάλωσαν γαλουχημένες μέ τήν προοπτική τῆς διαρκοῦς ἀπαίτησης, ἀκόμη καί μέ χρήση βίας, γιά τήν ἱκανοποίηση «δικαίων αἰτημάτων», «ἀγώνα πού πρέπει νά δικαιωθεῖ», «ἀνυποχώρητων κινημάτων». Κι ὅλοι μαζί βιώνουμε τήν παρατεταμένη ἰδεοληψία πού καλλιεργεῖται μέσα ἀπό ὅλα αὐτά, ὅτι «κάποιοι» ἀπροσδιόριστοι μᾶς ἀδικοῦν, μᾶς ἐκμεταλλεύονται, μᾶς καταπιέζουν. Ἔτσι, μέσα στόν ἀστικό μύθο, ὑπό τή μεθόδευση τοῦ ἀτομιστικοῦ αἰσθήματος τῆς πολλαπλῆς μειονεκτικότητας, ὁδηγούμαστε στό νά ἀντιδρᾶμε, πάντα ὑπό τήν καθοδήγηση κάποιων πού « ξέρουν» καί ἡγοῦνται καί συνήθως καρπώνονται καί τά ὅποια ὠφελήματα, τήν ἴδια στιγμή πού χάνουμε τήν οὐσιαστική προοπτική τῆς ζωῆς, λαθεύουμε παρασυρόμενοι ἀπό ὡραιολογίες καί ἀστοχοῦμε, ὄχι μόνο στό νά βελτιώσουμε τήν κοινωνία μας, ἀλλά ἀκόμη καί στό νά ὀργανώσουμε τή ζωή μας.

Ἀκόμη χειρότερα, διακατεχόμενοι ἀπό ἕνα αἴσθημα θυματοποίησης καί τήν ὑποκειμενικότητα τοῦ ὅποιου «δίκιου», δέν διστάζουμε ἀκόμη καί νά βλάψουμε καί νά ἀδικήσουμε, ὑποστασιοποιώντας ἔτσι αὐτό πού νομίζουμε ὅτι ὑφιστάμεθα ὡς θύματα, ὄντας στήν πραγματικότητα θύτες! Κι ὅλ’ αὐτά στό ὄνομα ἀπαιτήσεων, διεκδικήσεων, στόχων πού πολλές φορές δέν κατανοοῦμε, ἴσως γιατί εἶναι οὐτοπικοί, χωρᾶνε ὅμως τόν ἐγωισμό καί τή διάθεσή μας γιά «βόλεμα», ἐνῶ καί δικαιολογοῦν τή φιλοδοξία καί ἁρπακτικότητά μας.

Ἡ Χαναναία

Μιά δοκιμασμένη μάνα ἔχει ὡς θέμα τό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἀλλά καί τόν τρόπο πού αὐτή διεκδίκησε καί πέτυχε τή λύση στό πρόβλημά της ἀπό τόν Χριστό. Μιά Χαναναία, δηλαδή εἰδωλολάτρισσα ἀπό τή Φοινίκη, οὔτε κἄν Ἰσραηλίτισσα, προστρέχει στόν φημισμένο διδάσκαλο καί, ἐμποδιζόμενη ἀπό τή διαφορά θρησκείας, δέν τολμᾶ νά τόν πλησιάσει, παρά μόνο ἀπό μακριά φωνάζει καί ζητᾶ τό ἔλεός του. Οἱ μαθητές, λίγο ἀπό συμπάθεια γιά τό πρόβλημά της, λίγο ἐνοχλημένοι ἀπό τίς φωνές της, παρακαλοῦν τόν Κύριο νά τῆς κάνει τή χάρη, ὥστε νά πάψει νά τούς ἀκολουθεῖ. Ὁ Χριστός ὅμως, πού δέν ὑπακούει στίς σκοπιμότητες τῆς στιγμῆς, οὔτε περιορίζεται ἀπό τήν ἀνθρώπινη συμβατικότητα, συμπεριφέρεται μέ σκοπό νά δώσει ἕνα μάθημα στούς μαθητές του καί δι’ αὐτῶν στήν οἰκουμένη, ἀναδεικνύοντας τό πρόσωπο πού διεκδικεῖ.

Τί ζητοῦσε ἡ Χαναναία; Νά τήν ἐλεήσει ὁ Χριστός! Γιατί; Εἶχε κάποιο δικό της ζήτημα; Δικό της ἀκριβῶς, ὄχι. Ἡ κόρη της εἶχε πρόβλημα. Τότε γιατί ζητοῦσε προσωπικά νά τήν ἐλεήσει ὁ Χριστός; Μή λαθέψει κανείς καί θεωρήσει πώς ἐπειδή ἦταν μάνα, ἔπαιρνε ἐπάνω της τήν ὑπόθεση τοῦ παιδιοῦ της. Ἡ μητρική στοργή δέν ἦταν αὐτονόητη στήν ἐποχή τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας καί μάλιστα στούς εἰδωλολατρικούς λαούς. Αὐτό πού διέκρινε καί θέλησε νά ἀναδείξει ὁ Χριστός μέ τήν ὅλη του τακτική, ἦταν τό γεγονός πώς ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε κάνει προσωπικό της τό πρόβλημα κάποιου ἄλλου καί γι’ αὐτόν τόν ἄλλον παρακαλοῦσε! Δέν ζητοῦσε τίποτε γι’ αὐτήν, ἀλλά γιά τόν ἄρρωστο, τόν ἀδύναμο νά διεκδικήσει, ἐκεῖνον πού ἀντικειμενικά εἶχε ὄντως πρόβλημα!

Τί κάνει ὁ Χριστός; Τήν παιδεύει! Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί φαίνεται νά τήν «προσβάλλει»! Ὅπως φαινομενικά «προσέβαλε» καί τή μητέρα του στόν γάμο τῆς Κανᾶ ὅταν τοῦ ζήτησε νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους πού θά ντροπιάζονταν ἐπειδή τούς τελείωσε τό κράσι. Γιατί τό κάνει αὐτό ὁ Χριστός; Θέλει ν’ ἀναδείξει τό στοιχεῖο τῆς ἐπιμονῆς στό αἴτημα, ὡς λυδία λίθο τῆς ἐπίμονης πίστης, τῆς βαθιᾶς πεποίθησης ὅτι ἐνσυνείδητα ἑξαρτώμαστε ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά του κι ὅτι ταρασσόμαστε ἀπό τήν παραμικρή ριπή ἀμφιβολίας ἡ ἀπογοήτευσης.

Ἀλλά καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο. Γιά ν’ ἀναδείξει τήν ὑψοποιό, τήν παντοδύναμη ταπείνωση. Θέλει νά δείξει πώς ἡ ὑπέρτατη δύναμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ δύναμη νά κατανικᾶ τόν ἑαυτό του καί νά μπορεῖ νά ταπεινώνεται. Ὄχι γιά νά εὐτελίζεται, ἀλλά γιατί ἔτσι, ἐλεύθερος ἀπό ἰδιοτέλεια καί ἐγωισμό, μπορεῖ νά βλέπει καθαρά τήν ἀλήθεια καί νά προσανατολίζεται σωστά πρός τόν Πλάστη καί Δημιουργό του.

Ἡ λύση

Τί συμβαίνει μόλις παρουσιάσθηκαν ἀνάγλυφες στά ματιά ὅλων ἡ ἐπίμονη πίστη κι ἡ ταπείνωση τῆς Χαναναίας; Ὁ Χριστός συντρίβεται! Δέν ἀντέχει ν’ ἀντισταθεῖ ἄλλο καί ξεσπᾶ: «Ὧ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης»! Ὁ Θεός ὑποχωρεῖ, κάμπτεται, συμμορφώνεται στήν ἀνθρώπινη ἀπαίτηση πού εἶχε ἐκφρασθεῖ τόσο δυναμικά, μέ ὅλες τίς προυποθέσεις τῶν πνευματικῶν νόμων. Κι ὁ ἄνθρωπος ὑποχρεώνει τόν Θεό νά κάνει ὑπακοή στή θεία ἀγάπη καί φιλανθρωπία, καθώς τόν ἀντιγράφει στόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο Αὐτός τόν προσεγγίζει.

Ἀδελφοί μου, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι στή ζωή μας θά ὑπάρξουν στιγμές πού κάτι θά χρειασθοῦμε. Ξέρει ὁ Θεός καί μᾶς προφθαίνει, οἰκονομώντας ὅλα ὅσα μᾶς χρειάζονται. Ὅμως, ἐπιθυμεῖ καί τήν ἐκ μέρους μας αἴτηση, ὡς ἀφορμή οἰκοδομῆς καί μαθητείας μας. Στό σημερινό Εὐαγγέλιο βλέπουμε τρεῖς προυποθέσεις, ἀπαραίτητες γιά νά ἱκανοποιηθεῖ τό ὅποιο αἴτημά μας ἀπό τόν Ἅγιο Θεό. Πρῶτον, νά ἀφορᾶ ἄλλον! Δεύτερον, νά χαρακτηρίζεται ἀπό σταθερή κι ἐπίμονη πίστη! Τρίτον, νά συνοδεύεται ἀπό τή δύναμη τῆς ταπείνωσης!

Μέ τόν τρόπο αὐτό μαθαίνουμε ν’ ἀκουμπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, καθώς ἔχουμε ἀνάγκη ὁ ἕνας τίς προσευχές τοῦ ἄλλου. Μέ τόν τρόπο αὐτό κατανοοῦμε γιατί ἡ Ἐκκλησία μας προσεύχεται «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».

Πηγή:www.inaa.gr

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΙZ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ (Ματθ. 15: 21-28)

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΝΤΙΝΟΗΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Μία πονεµένη µητέρα παίρνει τον δρόµο της ξενιτιάς. Περνάει λαγκάδια και βουνά, βαδίζει σε µέρη άγνωστα, µέσα από µονοπάτια που παρα­φυλάγονταν από ληστές έτοιµους να επιτεθούν στον κάθε περαστικό. Δεν υπολογίζει κόπους, ούτε ο φόβος των κινδύνων την εµποδίζουν να φτάσει στο σκοπό του ταξιδιού της. Ένα πράγµα είχε στο νου της, πως θα συναντηθεί µε τον Ιησού. Ο πόνος της κόρης της ήταν και δικός της πόνος. Η πνευµατική αρρώστια που µάστιζε το µονάκριβο παιδί της, την οδηγούσε να υποστεί µία τόση µεγάλη ταλαιπωρία. Η αγάπη της µάνας ξεπερνά κάθε βάθος και ύψος, γιατί η αγάπη της µάνας δεν έχει όρια.

Η αρρώστια δεν ήταν σωµατική, αλλά ψυχική.

Η κόρη της Χαναναίας ταλαιπωρείτο απο δαιµόνιο που την βασάνιζε απερί­γραπτα. Η αγάπη της µητέρας έκανε να θεωρεί την θλίψη της κόρης της σαν δική της. Ζητούσε προσωπικά έλεος από τον Χριστό, «Ελέησον µε, Κύριε, υιέ Δαβίδ, η θυγάτηρ µου κακώς δαιµωνίζεται».

Η Χαναναία πλησίασε τον Χριστό µε πίστη. Δεν αποκαρδιώθηκε από τη φαινοµενική αδιαφορία, που έδειξε για λίγο ο Χριστός. Ήρθε, έπεσε µε ευλάβεια στα πόδια Του, παρακαλούσε και ξαναπαρακαλούσε: «Βοήθησέ µε, ελέησέ µε, γιατί η κόρη µου κακώς δαιµονίζεται». Μπροστά στη µητρική αγάπη κανένα εµπόδιο δε θα µπορούσε να σταθεί. Ο σκοπός της ήταν η θεραπεία του παιδιού και αυτό θα πραγµατοποιηθεί µόνον µε την επίµονη παράκληση και σταθερή πίστη στον Χριστό.

Η καρδιά του Χριστού πληµµυρίζει µε απέραντη συµπάθεια προς την ταλαίπωρη γυναίκα, αλλά ταυτόχρονα βλέπει τη µεγάλη της πίστη. Φαίνεται άκαµπτος, κρατάει µία στάση που προξενεί το θαυµασµό στους µαθητές Του.

Εκείνη εξακολουθεί συνεχώς να φωνάζει και Αυτός να σιωπά. Οι µαθητές µεσιτεύουν και πάλι. Αυτός φαίνεται ανυποχώρητος. Είχε το σκοπό Του έπρεπε να φανερωθεί η βαθειά πίστη, η θεάρεστη επιµονή και η µεγάλη ταπείνωση της Χαναναίας.

Και ποιά µάνα, σήµερα, αγαπητοί µου αδελφοί, δεν ήρθε στο σηµείο να πονέσει για το παιδί της; Πόσες φορές µανάδες δεν έχουν κλάψει βλέποντας τα σπλάχνα τους, να υποφέρουν από τον πόνο της ασθένειας ή από κάποια ατυχήµατα; Πόσες φορές η µάνα δεν ξηµερώθηκε δίπλα στο κρεβάτι του παι­διού της και µέσα στη µοναξιά της νύχτας µε δάκρυα στα µάτια παρακαλούσε το µόνο σύντροφο της δοκιµασίας της, τον Χριστό, να χαρίσει την υγεία στο παιδί της, που µε τόση λαχτάρα έφερε στον κόσµο; Πόσες φορές η ευλογη­µένη µητέρα µας δεν πρόσπεσε στα γόνατά της και µε θερµές προσευχές δεν παρεκάλεσε τον Χριστό για τη δική µας φώτιση και καθοδήγηση;

Μάνα, και πάλι µάνα! Εσύ που πυρπολείσαι από τα πιό ευγενή αισθήµατα, την πιό άγια και ανεξάντλητη αγάπη για τα παιδιά σου. Από αυτή την αγάπη εµπνέεται και φροντίζει για την διατροφή των παιδιών, αλλά ταυτόχρονα φροντίζει παράλληλα και για την καλή ανατροφή τους. Η χριστιανή µάνα, δεν περιορίζεται µόνο στα σωµατικά και υλικά αγαθά. Το σχολείο, την µόρ­φωση, τα φροντιστήρια, το καλό ντύσιµο, το υγιεινό φαγητό’ είναι όλα απα­ραίτητα και αναγκαία. Εκείνο όµως, που δεν πρέπει καµία µάνα να παραλείψει και να παραβλέψει είναι η χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών.

Όταν µία µάνα αγωνίζεται να διαµορφώσει το παιδί της, ούτως ώστε όχι µόνο να είναι καλός χαρακτήρας, καλό παιδί, αλλά και να το αναδείξει έναν καλό Χριστιανό, τότε πετυχαίνει το σκοπό της. Μία τέτοια µόρφωση που θα είναι σύµφωνη µε το νόµο του Θεού, σύµφωνα µε τα διδάγµατα του Ευαγγελίου, κατορθώνεται µόνο, όταν η µάνα έχει βαθειά πίστη και υπακοή στο Χριστό. Εάν η µάνα δεν είναι καλή χριστιανή, τότε τι θα έχει να προσφέρει στα παιδιά της; Ποιό θα είναι το παράδειγµα που θα προβάλλει; Εάν εκείνη ζει µέσα στο σκοτάδι της αµαρτίας, της απι­στίας, της ανηθικότητος, τότε µε ποιό φως θα φωτίσει τις αγνές ψυχές των παιδιών της;

Η Χαναναία ζήτησε έλεος όχι µόνον για το παιδί της, αλλά και γι’ αυτή την ίδια. Για το παιδί της ζήτησε τη θεραπεία του. Όταν η µάνα αγωνίζεται µε σύνεση, µε µετάνοια να διορθώσει, όσο εξαρτάται από αυτήν, τα λάθη της οκογένειάς της, τότε υποµένει τα πάντα. Επιµένει και δεν αδιαφορεί. Όπως µε το µητρικό γάλα ανέθρεψε τα παιδιά, έτσι µε το γάλα της πίστης αναθρέ­φει πνευµατικά τα παιδιά της. Όσο το παιδί αναπτύσσεται, τόσο χρειάζεται περισσότερη καθοδήγηση και χειραγώγηση στη θρησκευτική ζωή. Η µάνα θα το µάθει να προσεύχεται, να µελετά την Αγία Γραφή και όλα τα κατάλληλα και ωφέλιµα για την ηλικία του βιβλία. Η µάνα θα το ενθαρρύνει να πηγαίνει στο Κατηχητικό, θα το προσέχει από τους πνευµατικούς κινδύνους, όσο το προσέχει και από τους σωµατικούς. Η µάνα θα εµπνεύσει το αίσθηµα του σεβασµού στους µεγαλυτέρους. Η µάνα επιβάλλεται µόνο µε το Χριστιανικό της παράδειγµα. Εάν η µάνα δε ζει η ίδια τα χριστιανικά ιδανικά, καταλαβαί­νει κανείς πόσο καταστροφικός είναι ο ρόλος µιας αδιάφορης µάνας για τα παιδιά της.

Η µητέρα που διαπνέεται από αληθινή χριστιανική αγάπη, έχει ελπίδα, ότι µε τη βοήθεια του Θεού θα µορφωθούν και θα αναδειχθούν τα παιδιά της στελέχη πολύτιµα της Εκκλησίας. Τέτοιες µάνες ανέδειξαν τους µάρτυρας της Εκκλησίας, τέτοιες µάνες, µόρφωσαν τους Πατέρας της Ορθοδοξίας και τέτοιες µάνες στόλισαν τα µοναστήρια µε τους Οσίους.

Η µάνα, µόνον κοντά στον Χριστό βρίσκει το φως, τη θεραπεία και τη σωτη­ρία της οικογένειάς της. Ας µιµηθούµε λοιπόν όλοι τη Χαναναία, διότι η µεγάλη πίστη της έσωσε το παιδί της. Το ίδιο µπορεί να συµβεί και σε µας. Γι’ αυτό, ας παρακαλούµε τον Χριστό να µας ενδυναµώνει την πίστη µας για να βρούµε τη σωτηρία µας.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Η ΕΓΚΑΡΔΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΗΛΕΓΡΑΦΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ... - ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ

Ίσως έχεις ακούσει κάποιους να ρωτάνε: “Πώς ακούνε οι άγιοι τις προσευχές μας;”. Ίσως κι εσύ να έχεις αναρωτηθεί για το ίδιο πράγμα. Απαντήσεις και απαντήσεις έχουν δοθεί, μα το ερώτημα παραμένει ακόμη αναπάντητο.

Κατά τη γνώμη μου, αν δεχθούμε την ύπαρξη ενός στοιχείου, όπως ο αιθέρας, τότε δεν είναι δυνατό να μην ακούνε οι άγιοι τις προσευχές μας. Ξέρεις πως λειτουργεί ο ηλεκτρικός τηλέγραφος; Στην Πετρούπολη, για παράδειγμα, ενεργοποιούν έναν ειδικό μηχανισμό. Την ίδια στιγμή η ενέργεια αυτή αντανακλάται σ’ έναν όμοιο μηχανισμό, που βρίσκεται, ας πούμε, στη Μόσχα. Τότε και ο δεύτερος μηχανισμός ενεργοποιείται όπως ο πρώτος. Γιατί; Επειδή οι δύο μηχανισμοί, πρώτον, είναι του ίδιου τύπου και, δεύτερον, συνδέονται με σύρμα.

Η επικοινωνία μας με τους αγίους γίνεται με όμοιο τρόπο. Εμείς και οι άγιοι είμαστε σαν τις τηλεγραφικές συσκευές, σαν δύο μηχανισμοί του ιδίου τύπου, και ο αιθέρας, το στοιχείο δηλαδή μέσα στο οποίο κινούνται οι άγιοι και το οποίο συνάμα περιβάλλει την ψυχή μας, είναι … το σύρμα!

Όταν μέσα στην ψυχή μας ενεργεί προσευχή αληθινή, προσευχή ειλικρινής και καθαρή, η προσευχή αυτή, διαμέσου του στοιχείου που περιβάλλει την ψυχή, πετάει σαν ακτίνα φωτός προς τους αγίους και τους μεταφέρει τα αιτήματά μας. Δεν μεσολαβεί κανένα χρονικό διάστημα ανάμεσα στη στιγμή που κάνουμε στην προσευχή μας και στη στιγμή που αυτή ακούγεται από τους αγίους. Αμέσως μας ακούνε οι άγιοι, φτάνει μόνο να προσευχόμαστε εγκάρδια. Η εγκάρδια προσευχή είναι η τηλεγραφική γραμμή μας με τους ουρανούς. Η ίδια ακριβώς προσευχή, όταν δεν βγαίνει από την καρδιά μας αλλά μόνο από τον εγκέφαλο και το στόμα μας, δεν φτάνει στον ουρανό και δεν ακούγεται από τους αγίους. Αυτή, βλέπεις, δεν είναι καν προσευχή, είναι μόνο κάτι σαν προσευχή.

Νομίζω πως είχες ήδη κάποιαν εμπειρία αληθινής προσευχής, μολονότι όλα τούτα δεν τα γνώριζες. Περιγράφεις το πώς, ύστερ’ από θερμή προσευχή, γαλήνεψες, παίρνοντας την εσωτερική πληροφορία ότι θα λυτρωνόσουν από το πρόβλημα που σε βασάνιζε, όπως και πραγματικά έγινε. Φαίνεται, λοιπόν, πως είναι σωστή η παρομοίωση της εγκάρδιας προσευχής, που ανεβαίνει αόρατα προς τα ουράνια μέσω του αιθέρα, με τον τηλέγραφο. Από την καρδιά σου βγήκε μία αστραπή, μια ακτίνα, και πήγε στον ουρανό. Από κει, πάλι, ήρθε μια άλλη ακτίνα σ’ εσένα. Ήταν η ανταπόκριση στο αίτημά σου.

Αυτό συμβαίνει μόνο με την προσευχή που βγαίνει από την καρδιά. Τέτοια προσευχή δεν γίνεται πάντα μέσα σε μια στιγμή, εισακούεται όμως πάντα μέσα σε μια στιγμή. Μη φουσκώσεις από κενοδοξία γι’ αυτή την επιτυχία σου. Μακάρι, με την χάρη του Κυρίου, να προσεύχεσαι με τον ίδιο τρόπο πιο συχνά. Θυμήσου πως προσευχήθηκες τότε και προσπάθησε να προσεύχεσαι πάντα έτσι, εγκάρδια, όχι μόνο με τη γλώσσα και το νου. Αν το κάνεις, θα πάρεις μίαν ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα: Πως μπορεί να ζει κανείς πνευματικά; Γιατί η εγκάρδια προσευχή είναι η αναπνοή και η ζωή του πνεύματος. Με την εγκάρδια προσευχή το πνεύμα μένει «εν τω Θεώ», ενώνεται μαζί Του. Και με την ένωση αυτή αποκτά την πλήρη ζωτικότητά του. Μάθε, λοιπόν, πως η ψυχή ζει μόνο όταν προσεύχεται με τον τρόπο που ήδη γνώρισες. Αλλιώς, βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, αν δεν έχει ολότελα νεκρωθεί. Δεν θα σου κρύψω πως, αν και μπόρεσες να προσευχηθείς εγκάρδια μια φορά, πολύ δύσκολα θα μπορέσεις να το ξανακάνεις. Ο Θεός είναι που χαρίζει την αληθινή προσευχή και ο φύλακας άγγελος που την ενισχύει. Έρχεται και φεύγει. Εμείς, όμως, δεν επιτρέπεται να παραιτούμαστε από τον προσευχητικό αγώνα.

Η προσευχή επισκέπτεται πάντα τον άνθρωπο που αγωνίζεται για την απόκτησή της, ποτέ τον οκνηρό και ράθυμο. Οι άγιοι πατέρες κοπίασαν πολύ στην προσευχή και μ’ αυτούς ακριβώς τους κόπους άναψαν μέσα τους ένα προσευχητικό πνεύμα, που την εικόνα του μας άφησαν στα συγγράμματά τους. Όσα σχετικά έγραψαν, συνιστούν, μιαν ολόκληρη επιστήμη, την επιστήμη της προσευχής, που είναι η επιστήμη των επιστημών…… Μου γράφεις ότι έχεις στο νου ταπεινούς λογισμούς και στην καρδιά ταπεινά συναισθήματα για τον εαυτό σου. Αυτά είναι, θα έλεγα, αγγελικά.

Πόσο τέλειοι και φωτεινοί είναι οι άγγελοι! Και όμως είναι συνάμα τόσο ταπεινοί, περισσότερο κι από τον πιο ταπεινό άνθρωπο. Μια ταπεινή ψυχή είναι πάντα φωτεινή.

Σκοτεινή γίνεται όταν υψηλοφρονεί, γιατί η έπαρση προέρχεται από τα σκοτεινά πνεύματα. Ο Θεός να δώσει, ώστε, ποτέ να μη χάσεις αυτά τα ταπεινά συναισθήματα, κι έτσι να είσαι πάντα λουσμένος στο φως…

(Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ - Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, γράμματα σε μια ψυχή» ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ)

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΔΟΧΟΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΩΗΛ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΟΥ, ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΟΣ ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε και ζοῦμε, ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, το Σῶμα δηλ. τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία τῶν Μυστηρίων.

Τό πρῶτο ἀπό τά μυστήρια, τό εἰσαγωγικό μυστήριο, πού μᾶς εἰσάγει καί μᾶς κάνει ὀργανικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.

Στήν Π.Δ. ἔχουμε τύπους τοῦ πραγματικοῦ Βαπτίσματος, μέ τελευταῖο τό βάπτισμα μετανοίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κλείνει τήν Π.Δ. καί ἀνοίγει τήν Κ. Διαθήκη. «Ἰωάννης ἐβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῷ λέγων εἰς τόν ἐρχόμενον μετ’ αὐτόν ἵνα πιστεύσωσιν, τοῦτ’ ἔστιν εἰς τόν Ἰησοῦν» (Πράξ. 19,4). Ὁ Ἰωάννης βάπτισε βάπτισμα μετανοίας καί ἔλεγε στό λαό νά πιστεύουν σ’ Ἐκεῖνον πού ἔρχεται μετά ἀπό αὐτόν, δηλ. στόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τό παράδειγμά Του ἁγίασε τό Βάπτισμα, ὅταν βαπτίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή στόν Ἰορδάνη ποταμό.

Τέλος, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν ἀνάστασή Του, δίνει στους Ἀποστόλους τήν τελευταία Του ἐντολή: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 20, 18-19). Πηγαίνετε καί κάνετε ὅλο τον κόσμο μαθητές μου, βαπτίζοντες αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Αὐτή τη θεία ἐντολή τοῦ βαπτίσματος, ἡ Ἐκκλησία μας τήν τηρεῖ ἐξ ἀρχῆς καί φυσικά θα συνεχίσει νά τήν ζεῖ καί νά τήν ἐφαρμόζει μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.

Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἀναγκαῖο καί ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό καί δέν ἀμφισβητεῖται ἀπό κανέναν πιστό Χριστιανό, πού γνωρίζει ἔστω καί στοιχειωδῶς κάποια πράγματα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἐκεῖνο ὅμως γιά τό ὁποῖο χρειάζεται νά μιλήσουμε καί τό ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό ἴδιο τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, εἶναι τό θέμα «ἀνάδοχος».

Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος; πότε ἐμφανίζεται στη ζωή τῆς Ἐκκλησίας; καί ποιές εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις του;

Εἶναι ἀνάγκη νά ἐξετάσουμε τίς πτυχές τοῦ θέματος αὐτοῦ, διότι, δυστυχῶς, ἀρκετοί εἶναι οἱ Χριστιανοί πού ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη τοῦ νά γίνουν ἀνάδοχοι (νονοί), χωρίς νά γνωρίζουν τίς σοβαρές ὑποχρεώσεις καί εὐθύνες πού συνεπάγεται ἡ πράξη τους αὐτή, νομίζοντας ὅτι τό νά βαπτίσει κανείς ἕνα παιδί ἤ ἕναν μεγάλο ἄνθρωπο, αὐτό δέν εἶναι παρά μιά κοινωνική ἐκδήλωση, πού σκοπό ἔχει νά συνδέσει περισσότερο φιλικά τίς οἰκογένειες καί τούς ἀνθρώπους. Πιστεύουν δηλ. ὅτι τό μυστήριo τοῦ βαπτίσματος καί τό νά γίνει κανείς νονός, εἶναι ἁπλά μιά κοινωνική ἐκδήλωση.

Ἄς δοῦμε λοιπόν: α) Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος (ὁ νονός ἤ ἡ νονά) καί πότε ἐμφανίστηκε.

Ἀνάδοχος εἶναι τό πρόσωπο, ἄνδρας ἤ γυναίκα, πού στέκεται ἐγγυητής στήν Ἐκκλησία γιά τήν πίστη τοῦ βαπτιζομένου καί ἀναλαμβάνει τή φροντίδα μετά τό βάπτισμα νά τον στερεώνει στήν Χριστιανική πίστη.

Ὁ θεσμός αὐτός τοῦ ἀναδόχου ἐμφανίζεται στή μορφή πού γνωρίζουμε γιά πρώτη φορά τόν β΄ αἰ. Βλέπουμε τά στοιχεῖα του νά ὑπάρχουν ἐξ ἀρχῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ὅταν ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος Κορνήλιος ἔδειξε τήν ἐπιθυμία νά βαπτιστεῖ, ὁ ἀπ. Πέτρος, θεώρησε πολύ βασικό νά ρωτήσει τούς ἀπεσταλμένους τοῦ ἑκατόνταρχου γιά τό ποιόν τοῦ άνθρώπου. Φυσικά ὅλοι μαζί βεβαίωσαν ὅτι ἦταν δίκαιος, ἀξιόπιστος, «φοβούμενος τον Θεόν καί μαρτυρούμενος ἀπό ὅλον τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων» (Πράξ. 10,22).

Ὁ θεσμός λοιπόν τοῦ ἀναδόχου ξεκινᾶ ἀπό μία βασική ἐκκλησιαστική προϋπόθεση. Ὅτι ὁ ὑποψήφιος πρέπει νά εἶναι ἐχέγγυος, γνωστός, νά ἔχει δώσει καλή μαρτυρία πρός τά ἔξω, νά ἔχει δηλ. δώσει δείγματα ἀκεραιότητας καί εἰλικρινῶν διαθέσεων γιά τήν Χριστιανική πίστη καί ζωή, πού θά λάβει μέ τό βάπτισμα. Ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα δείχνει μεγάλο ἐνδιαφέρον καί θετικό προβληματισμό γιά τούς Ἐθνικούς, με καλές διαθέσεις, πού ζητοῦσαν νά ἐνταχθοῦν στήν νέα πίστη. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά στίς συζητήσεις τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων τό 49 μ.Χ. ἀλλά καί στίς ἐπιστολές τοῦ ἀπ. Παύλου.

Ἀπό τήν περιγραφή πού ἐκθέτει ὁ Λουκᾶς στό 10 κεφ. τῶν Πράξεων, βλέπουμε τήν ἀναγκαία συλλογή πειστικῶν ἀποδείξεων πρίν ἀπό τήν Κατήχηση καί τήν Βάπτιση. Ἐμφανίζεται καί ἑδραιώνεται ὁ ἀνάδοχος, πού θά καθιερωθεῖ κατά τόν β΄αἰ. Ὅπως δηλ. τό καθ’ αὐτό τελετουργικό τῆς Ἐκκλησίας μας, ξεκίνησε μέ οὐσιώδη σπερματική μορφή στίς πρῶτες Χριστιανικές κοινότητες καί κατόπιν ἁπλώθηκε σάν «δένδρον εὐσκιόφυλλον», τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν ἀνάδοχο στό θέμα τοῦ βαπτίσματος.

Ὁ πρῶτος πού κάνει εἰδική ἀναφορά γιά ἀνάδοχο εἶναι ὁ Τερτυλλιανός στό ἔργο του (De baptismo). Ἀκόμα ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης παρουσιάζει μέ ἀνεπτυγμένη μορφή τόν σημαντικώτατο ρόλο τοῦ ἀναδόχου, ὅπως αὐτός ὑπάρχει στήν ἀποστολική παράδοση πού κατέχει.

Αὐτός ὅμως πού μέ ἀπαράμιλλο ὕφος περιγράφει τή φυσιογνωμία τοῦ ἀναδόχου καί ἄρα τήν ἀναγκαιότητά του γιά τό βάπτισμα, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Ἱερό Χρυσόστομο.

Ὅπως γνωρίζουμε, στήν ἀρχή βαπτίζονταν καί σέ μεγάλη ἡλικία, διότι ὥριμοι ἄνθρωποι γνώριζαν τό Χριστό καί πίστευαν, ἀλλά καί διότι εἶχε ἐπικρατήσει μιά τάση νά ἀναβάλλουν τό βάπτισμα, ὅσοι πίστευαν στό Χριστό, γιά τό τέλος τῆς ζωῆς τους.

Τό ἐλατήριο ἦταν ὅτι, ἐπειδή τό βάπτισμα, δέν ἀπαλλάσσει μόνο ἀπό τήν ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλά καί ἀπό τίς προσωπικές ἁμαρτίες, ἀνέβαλλαν τό βάπτισμα, ὥστε καθαροί νά μεταβοῦν στήν ἄλλη ζωή. Καί αὐτός ἀκόμη ὁ Μ. Κων/νος, πού τόση πίστη εἶχε δείξει στή ζωή του, τό βάπτισμά του τό ἀνέβαλε στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Μαρτυρεῖται δε, ὅτι ἀπό τή στιγμή τῆς βαπτίσεώς του μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του δέν ἀποχωρίστηκε τόν λευκό χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος. Τήν τάση ὅμως αὐτή, τό νά βαπτίζονται δηλ. μεγάλοι, ἀκριβῶς διότι δέν εἶναι σωστή, δέν τήν υἱοθέτησε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί πάλι νωρίς ἐξέλειπε. Φυσικά ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχε καί ὁ νηπιοβαπτισμός. Ἐφ’ ὅσον δέ ἐπικρατοῦσε στήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων (μέχρι τόν δ΄αἰ.), οἱ ἀνάδοχοι πού ἐξελέγονταν, ἦταν τοῦ ἴδιου φύλου μέ αὐτόν πού θά βαπτίζονταν.

Ἤδη εἴπαμε ὅτι ἔργο τῶν ἀναδόχων ἦταν κυρίως ἡ ἐγγύησις ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, γιά τό ἠθικό ποιόν τοῦ ὑποψηφίου πρός βάπτιση, ἡ παρακολούθησις στήν πνευματική γνώση καί πρόοδο καί ἡ συμπαράστασις κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Γιά τούς σοβαρώτατους αὐτούς λόγους, ὁ ἀνάδοχος ὄφειλε νά εἶναι ὄχι μόνο βαπτισμένος Χριστιανός ὁ ἴδιος, ἀλλά καί ζωντανό καί συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νά ζῇ δηλ. συνειδητά τή μυστηριακή καί ἀγωνιστική ζωή τοῦ Εὐαγγελίου καί ὄχι νά εἶναι μόνο κατ’ ὄνομα Χριστιανός, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σέ ἀρκετές τῶν περιπτώσεων.

Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλ. Ἱστορία βλέπουμε ὅτι, κυρίως στή Δύση, μέχρι τόν ε΄αἰ. ἀνάδοχοι μποροῦσαν νά γίνουν καί οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς τοῦ τέκνου πού λάμβανε τό βάπτισμα. Ὅμως αὐτό ἀπαγορεύθηκε ἀπό τίς ἀρχές τοῦ θ΄αἰ. (Σύνοδος τοῦ Mainz 813). Ἀκόμα, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ ἀνάδοχος θεωρήθηκε ὡς πνευματικός πατέρας (ἤ μητέρα) τοῦ βαπτιζόμενου, ἀπό πολύ νωρίς, ἐξ’ αἰτίας τῆς πνευματικῆς αὐτῆς συγγένειας, ἀπαγορεύτηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ τέλεσις γάμου μεταξύ ἀναδόχου καί ἀναδεκτῆς καί μεταξύ ἀναδεξαμένης καί ἀναδεκτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δηλ., πού καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, θεώρησε τήν κατά πνεῦμα συγγένεια διά τοῦ βαπτίσματος, μεγαλύτερη καί σοβαρώτερη καί ἀπό αὐτήν τήν κατά σάρκα συγγένεια τῶν συνδεδεμένων προσώπων. Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή μάλιστα ἐπεκτάθηκε καί σέ ἄλλα μέλη τῆς οίκογένειας τοῦ ἀναδεκτοῦ ἤ τῆς ἀναδεκτῆς.

Στό Βυζάντιο, ἡ πνευματική αὐτή συγγένεια πού προέρχεται μέσῳ τοῦ βαπτίσματος, μεταξύ ἀναδόχου καί ἀναδεκτοῦ ἤ ἀναδεκτῆς μέ ὅλες τίς ἀπαγορεύσεις καί τίς εὐθῦνες πού συνεπάγεται, ἔχει ἐπικυρωθεῖ καί ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό τό 530. Ἐπίσης πολύ χαρακτηριστικός εἶναι ὁ νγ΄ κανόνας τῆς ἐν Τρούλῳ Συνόδου, ὁ ὁποῖος κάνει εἰδική ἀναφορά ἀκριβῶς στήν πνευματική συγγένεια πού προέρχεται διά τοῦ βαπτίσματος.

Καί μόνο λοιπόν ἀπ’ αὐτό, ἀπό τήν πνευματική δηλ. συγγένεια πού δημιουργεῖται διά τοῦ βαπτίσματος, διαφαίνεται καθαρά πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι τό νά ἀναλαμβάνει κανείς τόν ρόλο τοῦ ἀναδόχου.

Γιά τίς βαρύτατες εὐθῦνες τοῦ ἀναδόχου ὁ Ἅγ. Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τονίζει: Ἐκ τῶν πρώτων πρέπει νά ἀποδειχθεῖ, ὅτι ἀπέχει ἀπό κάθε «ἀθεότητα καί ἀγνωσία τοῦ ὄντως καλοῦ», «ὥστε ν’ ἀξιωθῆ διά τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ μεσιτείας» καί «τῶν θείων τυχεῖν καί Θεοῦ». Νά ἀποδειχθεῖ δηλ. ὅτι εἶναι ἀδιάβλητος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ἡ βιοτή καί πολιτεία του εἶναι ἔνθεος.

Σήμερα πού λόγῳ τῆς μετακίνησης τῶν πληθυσμῶν καί γενικῶς τῆς παγκοσμιοποίησης τά δεδομένα ἔχουν ἀλλάξει καί ὥριμοι πλέον ἄνθρωποι ἐντάσσονται καθημερινῶς στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει καί πάλι ὅσοι ἀναλαμβάνουν τό ρόλο καί τό διακόνημα τοῦ ἀναδόχου, νά μελετήσουν σοβαρά τίς προϋποθέσεις καί, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, τίς εὐθῦνες τοῦ ρόλου αὐτοῦ, καί κατόπιν, συνειδητά πλέον, νά ἀποδέχονται τήν εὐθύνη τοῦ ἀναδόχου.

Ἄς δοῦμε τώρα: β) Ποιές εἶναι αὐτές οἱ ὑποχρεώσεις τοῦ ἀναδόχου; Μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, οἱ ἀνάδοχοι ἀνεδέχοντο ν’ ἀναπληρώσουν τήν φυσική ἔλλειψη τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας στά νήπια, φροντίζοντας μαζί μέ τούς γονεῖς τοῦ νηπίου γιά τήν κατά Χριστόν μόρφωση καί ἀνατροφή του.

Πράγματι· στήν ἀρχαία Ἐκκλησία πού ὑπῆρχε γνήσιος ζῆλος, τότε καί μόνο, μετά δηλ. τήν Ὁμολογία Πίστεως, ὁ ἀρχιερέας τόν σφράγιζε μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἔδινε τήν ἔγκριση, ὥστε οἱ ἱερεῖς νά τόν καταγράψουν ὡς ἀνάδοχο στά δελτία τῆς Ἐκκλησίας, μαζί μέ τόν ὑποψήφιο γιά τήν βάπτιση ἀνάδεκτό του. Ὁποία τιμή ἀλλά καί εὐθύνη γιά τόν ἀνάδοχο.

Ἄς ἀκούσουμε τόν ἱερό Χρυσόστομο νά μᾶς περιγράφει τήν προσωπικότητα τοῦ αὐθεντικοῦ ἀναδόχου:

Θέλετε νά ἀπευθύνουμε τώρα τό λόγο στούς ἀναδόχους σας, γιά νά μάθουν καί ἐκεῖνοι ποιῶν ἀμοιβῶν ἀξιώνονται, ἐάν δείξουν γιά ἐσᾶς πολύ φροντίδα καί ἀντιθέτως ποιά τιμωρία τούς ἀναμένει ἄν ἀμελήσουν;

Γιά νά τό ἐννοήσεις σκέψου, ἀγαπητέ, ἐκείνους πού γίνονται ἐγγυητές καί ἀνάδοχοι προσώπων πού δανείζονται χρήματα, ὅτι περισσότερο ἀπό τόν ὑπεύθυνο καί δανειζόμενο ἐκεῖνοι ὑφίστανται τήν ἀγωνία καί τόν φόβο. Ἄν δηλ. αὐτός πού δανείστηκε, φανεῖ συνεπής, μέ τήν συνέπειά του κατέστησε ἐλαφρό τό φορτίο, πού ἀνέλαβε ὁ ἐγγυητής. Ἄν άντιθέτως φανεῖ ἀγνώμονας καί ἀσυνεπής, τότε τοῦ ἑτοίμασε τέλεια τήν καταστροφή. Γι’ αὐτό καί ἕνας σοφός συμβουλεύει τά ἑξῆς: «Ἐάν ἐγγυηθῆς, ἑτοιμάσου νά πληρώσης» (Σοφ. Σειράχ η΄, 13). Ἐάν λοιπόν ὅσοι ἀναδέχονται ἄλλους γιά χρήματα εἶναι ἀπολύτως ὑπεύθυνοι γιά ὁλόκληρο τό ποσό, περισσότερο εἶναι ὑπεύθυνοι ἐκεῖνοι πού ἀναδέχονται ἄλλους καί ἐγγυῶνται γιά πνευματικά θέματα καί γιά τήν ἀρετή. Ναί· πολύ ἐνδιαφέρον πρέπει νά ἐπιδεικνύουν γι’ αὐτούς πού ἀναλαμβάνουν, προτρέποντάς τους, συμβουλεύοντάς τους, διορθώνοντας τά σφάλματά τους καί δείχνοντάς τους πατρική ἀγάπη.

   [Καί συνεχίζει ὁ ἱερός πατήρ].

Ἄς μή νομίζουν αὐτοί, ὅτι τό νά εἶναι ἀνάδοχοι εἶναι τυπικό καί τυχαῖο πρᾶγμα, ἀλλά ἄς μάθουν καλά, ὅτι καί αὐτοί γίνονται συμμέτοχοι τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας τῶν ἀναδεκτῶν, ἐαν μέ τίς συμβουλές τους τούς χειραγωγήσουν στήν ὁδό τῆς ἀρετῆς, καί ἄς γνωρίζουν πάλι ὅτι ἄν δείξουν ἀμέλεια καί ἀδιαφορία, θά ἐπιφέρουν στόν ἑαυτό τους μεγάλη καταδίκη. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια καί πατέρες ἤ μητέρες πνευματικούς νά τούς ὀνομάζουν αὐτούς τούς ἀναδόχους, γιά νά μάθουν πόση ἐπιμέλεια πρέπει νά δείχνουν γιά νά μορφώνουν πνευματικά ὅσους ἀναλαμβάνουν.

Διότι, ἐάν ἐκείνους πού δέν ἔχουν καμμία ἰδιαίτερη σχέση μέ ἐμᾶς, πρέπει νά τούς κινήσουμε τόν κύριο ζῆλο τῆς ἀρετῆς, πολύ περισσότερεο ὀφείλουμε νά ἐπιτελέσουμε τό καθῆκον ἀπέναντι σ’ ἐκεῖνον, τόν ὁπιοῖο ἀναδεχόμαστε ὡς πνευματικό μας τέκνο. Γιά τόν λόγον λοιπόν αύτόν, μάθετε καί οἱ ἀνάδοχοι ὅτι δέν σᾶς ἀπειλεῖ μικρός κίνδυνος, ἐάν δείξετε στό καθῆκον αὐτό ἀμέλεια (Ἰ. Χρυσοστόμου, Β΄Κατήχησις).

Καί τίθεται τώρα τό ἐρώτημα: Οἱ ἀνάδοχοι σήμερα γνωρίζουν τήν ἀποστολή τους; Ἔχουν συνειδητοποιήσει ὅτι τό καθῆκον τους δέν ἐξαντλεῖται στό νά ἀγοράζουν ἐνδύματα καί δῶρα στά παιδιά πού ἀναλαμβάνουν, ἀλλά τό κύριο καί βασικό καθῆκον τους εἶναι νά διδάξουν τήν ὀρθή πίστη στά πνευματικά τους τέκνα; Γνωρίζουν πρῶτα οἱ ἴδιοι τήν Ὀρθόδοξη πίστη, καί ζοῦν σωστά οἱ ἴδιοι τήν Χριστιανική ζωή γιά νά μπορέσουν στήν συνέχεια νά τήν μεταδώσουν στίς ψυχές πού ἔχουν ἀναλάβει;

Ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἄν κάποιος ζεῖ μέσα σέ βαριά ἠθικά παραπτώματα, ἄν δέν μετανοήσει καί δέν ἀλλάξει τρόπο ζωῆς δέν μπορεῖ νά γίνει ἀνάδοχος;

Κατανοήσαμε ὅτι ὅσοι συζοῦν παράνομα ἤ ἔχουν τελέσει τόν λεγόμενο πολιτικό γάμο, ἔχουν ἀποκόψει τόν ἑαυτό τους ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἄρα δέν μποροῦν καί δέν ἔχουν τό δικαίωμα νά ἐγγυηθοῦν γιά τήν ψυχή τοῦ ἄλλου;

Πραγματικά πῶς εἶναι δυνατόν νά κατηχήσει μιά ψυχή καί νά τήν ὁδηγήσει στήν ἀλήθεια ἕνας πού ἔχει ξεφύγει ἀπό τήν ὁδό τῆς ἀληθείας;

Εἶναι συγκλονιστικό ἀλλά καί σωτήριο νά συνειδητοποιήσει ὁ ἀνάδοχος ὅτι θά δώσει λόγο στόν Θεό γιά τήν ψυχή ἤ τίς ψυχές πού ἔχει ἀναλάβει.

Καί ἐπειδή ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, εἶναι δηλ. τόσο σοβαρή ἡ ὑπόθεση τό νά γίνει κανείς ἀνάδοχος, γι’ αὐτό καί δέν μποροῦν ν’ ἀναλάβουν τόν ρόλο αὐτό οἱ μή Χριστιανοί. Δέν μποροῦν νά γίνουν ἀνάδοχοι οἱ ἄθεοι καί ἄπιστοι, οἱ ἀλλόθρησκοι, οἱ αἱρετικοί, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀφορισμένοι, ὅσοι ἀνήκουν σέ ἀποκρυφιστικά τάγματα καί ὀργανώσεις καί γενικῶς ὅσοι ἔχουν ἔκλυτο βίο καί ἔχουν καταδικαστεῖ γιά ἠθικά παραπτώματα. Ἀκόμα δέν μποροῦν νά ἀναλάβουν τό ρόλο τοῦ ἀναδόχου ὅσοι δέν ἔχουν συνείδηση τῶν πράξεών τους καί γενικῶς οἱ ἀκαταλόγιστοι, ὅπως τά μικρά παιδιά, ὅσοι πάσχουν διανοητικῶς κ.λπ. Ἐπίσης δέν μποροῦν νά γίνουν ἀνάδοχοι οἱ γονεῖς τοῦ τέκνου, οἱ κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν καί οἱ μοναχοί. Μόνο σέ εἰδικές καί ἔκτακτες περιπτώσεις μπορεῖ νά γίνει ἐξαίρεσις ὡς πρός τούς μοναχούς, κατόπιν ὅμως ἀδείας τοῦ Ἐπισκόπου καί γενικῶς τῆς προϊσταμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς.

Εἴπαμε στήν ἀρχή ὅτι τό θέμα μας δέν εἶναι αὐτό καθ’ ἑαυτό τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ἀλλά ὁ ἀνάδοχος. Στό σημεῖο ὅμως αὐτό καί σέ συνδυασμό μέ τόν ἀνάδοχο εἶναι ἀνάγκη νά ποῦμε κάποια πράγματα γιά τό βάπτισμα τῶν παιδιῶν. Καί τοῦτο, διότι μέσα στά τόσα πολλά καί παράδοξα τῆς ἐποχῆς μας, βλέπουμε καί τοῦτο· νά ὑπάρχουν γονεῖς πού ἀποκτοῦν ἕνα ἤ καί περισσότερα παιδιά, καί νά ἀρνοῦνται νά τά βαπτίσουν. Τά ἀφήνουν νά μεγαλώσουν ἀβάπτιστα μέ τή δικαιολογία, νά μεγαλώσουν καί ἄν μόνα τους τό ζητήσουν, τότε τά βαφτίζουμε. Ἔτσι ὑπάρχουν σήμερα παιδιά οἰκογενειῶν, κυρίως σέ μεγάλες πόλεις, πού πηγαίνουν στό σχολεῖο, καί ὅμως δέν ἔχουν δεχθεῖ τήν χάρη τοῦ ἁγίου μυστηρίου. Προχωροῦν μάλιστα οἱ γονεῖς καί δίνουν ὄνομα στό παιδί τους ἤ στά παιδιά τους, χωρίς ὅμως αὐτά νά περάσουν ἀπό τά ἁγιασμένα ὕδατα τῆς κολυμβήθρας.

Βέβαια στό «ἐπιχείρημα» τῶν γονέων ὅτι τ’ ἀφήνουν νά μεγαλώσουν καί ἐάν μόνα τους τό ζητήσουν, τότε θά τά βαφτίσουν, θά μποροῦσε κανείς νά ἀπαντήσει ὅτι ἄν θέλουν νά εἶναι συνεπεῖς μέ τή θεωρία τους, τότε δέν θά πρέπει οὔτε στόν ἰατρό, οὔτε στόν παιδικό σταθμό, οὔτε στό νηπιαγωγεῖο, οὔτε στό σχολεῖο νά τά πᾶνε, ἄν δέν μεγαλώσουν καί δέν τό ζητήσουν μόνα τους καί γενικῶς τίποτε νά μήν προσφέρουν στά τέκνα τους ἄν τά ἴδια δέν συνειδητοποιήσουν ἀπολύτως κάτι καί δέν τό ζητήσουν μόνα τους…

Ἀλήθεια, τί συμβαίνει μέ αὐτούς τούς γονεῖς; Εἶναι βέβαιο ὅτι στήν καρδιά τους ἔχει περάσει ἡ ἀπιστία. Δέν πιστεύουν στό μυστήριο καί τή μεγάλη του ὠφελιμότητα. Καί δέν εἶναι μόνο ὅσοι καλύπτουν τή σχέση τους μέ τόν πολιτικό γάμο, πού συνήθως ἐνεργοῦν μέ πράξεις πού εἶναι ἀντίθετες μέ τήν Χριστιανική ζωή, εἶναι, δυστυχῶς, καί κανονικά στεφανωμένοι σύζυγοι, πού ὅμως ἐπηρεασμένοι ἀπό ἀθεϊστικές ἰδεολογίες καί ἀπό ἕνα νέο τρόπο ζωῆς πού προβάλλεται κατά κόρον στά Μ.Μ.Ε., καταλήγουν στήν ἀπόφασή τους αὐτή μέ ἀποτέλεσμα νά ζημιώνονται τά ἴδια τους τά παιδιά καί φυσικά ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια…

Δέν ἀποκλείεται ὅμως ἡ στάση αὐτή σέ ὁρισμένες περιπτώσεις νά στηρίζεται καί σέ ἄγνοια, γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἐπισημανθοῦν κάποιες ἀλήθειες πού διαφωτίζουν ὅσους ἀγνοοῦν τά πράγματα καί διαθέτουν ἁγνή καί εἰλικρινή διάθεση.

Ὅπως τονίσαμε, ἐξ άρχῆς ὑπῆρχε, ἀλλά κυρίως ἀπό τόν δ΄αἰ. εἶχε ἐπικρατήσει σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία ὁ νηπιοβαπτισμός, δηλ. οἱ γονεῖς νά βαπτίζουν τά τέκνα τους ὅταν αὐτά βρίσκονται στήν νηπιακή ἡλικία. Βεβαίως τά νήπια δέν εἶναι σέ θέση νά ἐννοήσουν τί τούς προσφέρεται μέ τό ἅγιο βάπτισμα, ὥστε συνειδητά νά μετέχουν στό ἅγιο μυστήριο. Ὅμως εἶναι τό ἴδιο βέβαιο ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει ἀντίσταση καί ἄρνηση. Φυσικά τό νήπιο δέν προβάλλει καμμία ἄρνηση στή χάρη τοῦ μυστηρίου, καί ἑπομένως ἡ χάρις ἐνεργεῖ καί φέρνει τά θαυμαστά ἀποτελέσματα πού προσφέρει τό Βάπτισμα.

 Αὐτός πού ἐνδιέτριψε περισσότερο στό θέμα τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος ρωτάει τούς γονεῖς: «Νήπιον ἔστι σοι;» Σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός παιδάκι; Βάπτισέ το. «Μή λαβέτω καιρόν ἡ κακία». Πρόσεξε· μή τό ἀφήνεις ἀβάπτιστο. «Ἐκ βρέφους ἁγιασθήτω ἐξ ὀνύχων καθιερωθήτω τῷ Πνεύματι». Ἀπό τή βρεφική του ἡλικία ἄς ἁγιασθεῖ· ἀπό πολύ μικρό ἄς καθιερωθεῖ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στρεφόμενος δ’ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν ἀκόμα τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα, προσθέτει: «οὐδέ δεῖ σοι περιαμμάτων καί ἐπασμάτων, οἷς ὁ πονηρός συνεισέρχεται, κλέπτων εἰς ἑαυτόν ἀπό τοῦ Θεοῦ τό σέβας, ἐν τοῖς κουφοτέροις. Δός αὐτῷ τήν Τριάδα, τό μέγα καί καλόν φυλακτήριον». Δηλ. δέ σοῦ χρειάζονται τραγούδια καί ἐπωδές καί φυλαχτά (ἐννοεῖ ὁ ἅγιος, ὅσα ἀπό εἰδωλολατρικές συνήθειες εἶχαν εἰσβάλει σέ χριστιανικές οἰκογένειες), διότι μαζί μέ αὐτά μπαίνει ὁ πονηρός. Αὐτός ὁ πονηρός, κλέβει ἀπό τόν Θεό καί κάνει δικό του τό σεβασμό πού ἀνήκει στόν Κύριο. Αὐτά γίνονται ἀπό τούς ὀλιγόμυαλους καί κούφιους. Δῶσε στό παιδί σου τήν Τριάδα, πού εἶναι τό μεγάλο καί καλό φυλακτήριο.

Αὐτά τά τόσο σοφά λόγια κηρύττει σέ ὅλους τούς Χριστιανούς γονεῖς ὁ μεγάλος αὐτός Θεολόγος ἅγιος Γρηγόριος.

Ἄλλωστε στό ἔργο αὐτό τοῦ συνδέσμου τοῦ παιδιοῦ μέ τόν Θεό, ἔχουν ὁριστεῖ μαζί μέ τούς γονεῖς καί οἱ ἀνάδοχοι. Νά βοηθήσουν δηλ. τόν βαπτιζόμενο νά ἐξελιχθεῖ σ’ ἕναν καλό καί συνειδητοποιημένο Χριστιανό.

Ἐδῶ ἀκριβῶς στηρίζεται καί ὁ νηπιοβαπτισμός, στήν πίστη δηλ. τῶν γονέων καί τοῦ ἀναδόχου.

Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη νά βαπτίζονται τά νήπια τῶν γονέων πού δέν ἔχουν ἀπορρίψει συνειδητά τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική πίστη. Εἶναι ἀνάγκη, διότι μεγάλα καί θαυμαστά εἶναι τά ἀποτελέσματα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος σ’ αὐτόν πού λαμβάνει τή χάρη του μυστηρίου εἴτε συνειδητά, ὅταν εἶναι μεγάλος, εἴτε ἀσυνείδητα, ὅταν βρίσκεται στή νηπιακή του ἡλικία.

Ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη δογματική μας διδασκαλία, στό ἅγιο βάπτισμα συντελεῖται ἀναγέννησις, βαθειά καί ριζική ἀλλοίωσις καί μεταβολή τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς μας. Ἀναγέννησις, πραγματική παλιγγενεσία, τήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας χαρακτήρισε ὡς «γέννησιν ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος».

Ἐάν αὐτή δέν συντελεσθεῖ κατά τό ἅγιο βάπτισμα, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτή ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια ἐκφράζει καί ὁ ἱερός Κύριλλος Ἱεροσολύμων στήν τρίτη μυσταγωγική του κατήχηση, πού μέ πολύ πόνο διακηρύττει, ἐκφράζοντας τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι «εἴ τις μή λάβῃ βάπτισμα, σωτηρίαν οὐκ ἔχει». Ὅποιος δηλ. δέν λάβει τό ἅγιο βάπτισμα, δέν μπορεῖ νἀ σωθεῖ. Καί προσθέτει: Μπορεῖ κανένας νά εἶναι ἐκ φύσεως ἀγαθός, καλόγνωμος στίς ἐκδηλώσεις του καί τά καθημερινά του ἔργα. Ὅμως ἐάν δέν λάβει τή σφραγίδα τοῦ ὕδατος, δηλ. δέν βαπτισθεῖ, «οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

Ἀλλά νά προσθέσουμε καί τοῦτο. Πόσα νήπια κινδυνεύουν ἀρκετές φορές εἴτε ἀπό ἀσθένειες εἴτε ἀπό ἀτυχήματα, νά φύγουν ἀπό τή ζωή ἀβάπτιστα; Πόσοι κίνδυνοι παραμονεύουν καθημερινῶς μικρούς καί μεγάλους; Τόσο ὑλικοί ὅσο καί πνευματικοί. Καί πόσο προσπαθεῖ ὁ διάβολος νά προσβάλει καί νά ρίξει τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία καί μάλιστα σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα…

Ὅλα αὐτά λοιπόν θά πρέπει μαζί μέ τούς γονεῖς νά τά γνωρίζει καί ὁ ἀνάδοχος καί νά προσπαθεῖ, ἀφοῦ πρῶτα ὁ ἴδιος ζεῖ τή ζωή τῆς πίστεως, νά μεταλαμπαδεύσει αὐτή τή ζωή τῆς χάριτος στό πνευματικό του τέκνο.

Ναί· καί θά τοῦ κάνει τά δῶρα του καί θά ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν πρόοδό του στά μαθήματα καί γενικῶς στή ζωή καί θά βοηθήσει καί ὑλικῶς ἄν χρειασθεῖ καί ἄν ὑπάρχει ἐκ μέρους τοῦ ἀναδόχου καί οίκονομική δυνατότητα, ἀλλά κυρίως δέν θά πρέπει νά λησμονεῖ ποτέ μά ποτέ ὅτι ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων ὁ ἀνάδοχος εἶναι ὑπεύθυνος καί τελικῶς θά τοῦ ζητηθεῖ καί λόγος.

Νά δώσει ὁ Ἅγιος Θεός ὅσοι ἔχουν τήν εὐλογία νά εἶναι ἀνάδοχοι καί ὅσοι θά γίνουν ἀνάδοχοι νά συνειδητοποιήσουν τό μέγεθος τοῦ ἔργου τους, ὄχι βέβαια γιά νά ἀποθαρρυνθοῦν, ἀλλά γιά νά ξεκινήσουν καί νά ὁλοκληρώσουν σωστά τό μεγάλο αὐτό ἔργο τοῦ στηριγμοῦ καί τῆς χριστιανικῆς κατηχήσεως τῶν ψυχῶν πού τούς ἐμπιστεύονται οἱ γονεῖς καί ἡ Ἐκκλησία μας.