Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

NΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΤΥ Ο ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΤΣΑΛΑΚΗ

Στις 28 Ιανουαρίου του έτους 1881 πέθανε ο μεγάλος ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ. Η ονομασία πανάνθρωπος ανήκει στο  Σέρβο Ιερομόναχο Ιουστίνο Ποποβιτς, Καθηγητή Πανεπιστημίου και μέγιστο ορθόδοξο  θεολόγο της Σερβικής εκκλησίας. Αποσπάσματα από ένα άρθρο του, που περιέχεται στο βιβλίο «Σπουδή στο Ντοστογέφσκυ», θα δούμε στη συνέχεια, ως το ωραιότερο φιλολογικό μνημόσυνο που μπορούμε να κάνουμε στη μνήμη του:

Ο Ντοστογέφσκυ ανήκει σε όλους τους κόσμους και σε όλους τους ανθρώπους. Είναι πανάνθρωπος και συγγενής όλων.  Συγγενής των Σέρβων, των Ελλήνων, των Βουλγάρων, των Γάλλων, όλων των ανθρώπων σε όλες τις ηπείρους. Κανείς άνθρωπος δεν είναι ξένος γι’ αυτόν. Εάν ένας είναι εγκληματίας, θα βρει κατανόηση σ’ αυτόν. Εάν είναι μάρτυρας, θα βρει προστασία σ’ αυτόν. Εάν είναι απελπισμένος, θα βρει παρηγοριά σ’ αυτόν. Αν είναι φτωχός, θα βρει ανοιχτές τις αγκάλες του. Αν είναι άπιστος, θα βρει στοργικό δάσκαλο σ’ αυτόν. Αν είναι πιστός, θα βρει σ’ αυτόν, θαυμάσια ομολογία  πίστεως.

Ο Ντοστογέφσκυ παρακολούθησε τον άνθρωπο σ’ όλους τους δρόμους του, από το διάβολο ως το Θεό κι από το Θεό ως το διάβολο. Βασανίστηκε όσο λίγοι, με το μυστήριο του ανθρώπου και  το μυστήριο του Θεού και με το μυστήριο του διαβόλου.

Κατά τους νεώτερους χρόνους, κανείς δεν έδωσε τέτοια μαρτυρία για το Χριστό, όσο την έδωσε αυτός. Κανείς δεν κατέδειξε με τόση δύναμη ότι,  ο Χριστός είναι το παν για τον άνθρωπο. Αν του αποδείκνυε κανείς, ότι ο Χριστός είναι έξω από την Αλήθεια, θα προτιμούσε το Χριστό απ’ αυτού του είδους την Αλήθεια. Κανείς στον κόσμο, δεν εξύμνησε τόσο τον πόνο του ανθρώπου και τη θλίψη του , την  απελπισία του και τη χαρά του, την πίστη του και την αγάπη του, όσο αυτός.

Για τον Ντοστογέφσκυ, ο Θεός είναι η ύψιστη και η εγγύτατη πραγματικότητα. Για τους ήρωες του, μια μόνο κεντρική βάσανος υπάρχει: ο Θεός.  «Με βασανίζει μόνο ο Θεός», εξομολογούνται όλοι οι ήρωες του.  Εάν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε τα πάντα είναι διαβολικό χάος, ανοησία και τρέλα. Τότε τα πάντα εδράζονται στο παράλογο. 

Η δεύτερη μετά το Θεό μέγιστη πραγματικότητα είναι ο άνθρωπος, η αθάνατη ψυχή του ανθρώπου, το πρόσωπο του. Όταν ο Θεός είναι η πρώτη πραγματικότητα, τότε η αθανασία της ψυχής είναι η δεύτερη πραγματικότητα. Η αθανασία της ψυχής είναι λογική και φυσική, όπως και η ύπαρξη του Θεού.

Ο Ντοστογέφσκυ δεν μπορεί να φανταστεί τον άνθρωπο χωρίς ψυχή. «Ο άνθρωπος υπάρχει, γιατί υπάρχει ο Θεός». «Εάν δεν υπήρχε ο Θεός, ο άνθρωπος δεν μπορούσε να υπάρξει». «Η προσωπική αθανασία και ο Θεός, είναι μία και η αυτή ιδέα». «Αν υπάρχει Θεός, τότε εγώ είμαι αθάνατος» ισχυρίζεται. «Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε τα πάντα επιτρέπονται».  Γι’ αυτό το σπουδαιότερο πράγμα επί της γης, είναι γι’ αυτόν, να πιστεύεις στο Χριστό και στη μετά θάνατον ζωή. Όλοι οι κόσμοι του Ντοστογέφσκυ μαρτυρούν, ότι ο διάβολος υπάρχει, ο Θεός υπάρχει, η αθανασία της ψυχής υπάρχει.

Η μορφή του Χριστού γέμιζε όλη την ψυχή του Ντοστογέφσκυ κι έτσι έγινε ο πιο διορατικός προφήτης κι ο πιο εύγλωττος απόστολος  του Χριστού, κατά τους νεώτερους χρόνους. Κατόρθωσε στα έργα του, να παρουσιάσει ζωντανό το Χριστό. Θεωρούσε τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα αλλά και το ρωσικό λαό, γένος του Χριστού.

Πιστεύω ότι αυτά τα λίγα αποσπάσματα, από ένα σύγχρονο άγιο της Σερβικής εκκλησίας, σκιαγραφούν την πίστη  του Ντοστογέφσκυ στο Θεό και τον άνθρωπο, αν κι έχουν γραφεί ολόκληρα βιβλία για τα έργα του και το πρόσωπο του.

Στις 26 Ιανουαρίου είπε στη γυναίκα του, να του διαβάσει ένα απόσπασμα από το ευαγγέλιο, μετά κάλεσε τον ιερέα και εξομολογήθηκε, ύστερα κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό, που τόσο πολύ αγάπησε στη ζωή του.

Πριν  λίγα χρόνια που βρέθηκα στο μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νέφσκυ στην Αγία Πετρούπολη, πήγα στο Κοιμητήριο της Μονής κι είδα μέσα στη μαγεία ενός καταπράσινου  τοπίου, κάτω από ένα πλάτανο, τον τάφο του Ντοστογέφσκυ. Σταμάτησα εκστατικός, χωρίς σκέψεις και λογισμούς και αναρωτήθηκα πώς χώρεσε μέσα σ’ ένα τόσο απέριττο τάφο, ένας τόσο μεγάλος άνθρωπος, με τέτοιο νου και τέτοια ψυχή!  Πώς σταμάτησε να χτυπά αυτή η καρδιά, που τόσα χρόνια χτυπούσε εντατικά, για τον πόνο και τα πάθη του ανθρώπου!

Θυμήθηκα τις συναρπαστικές  ώρες που πέρασα διαβάζοντας τα βιβλία του. Πόσο πόνεσα και χάρηκα μαζί με  τους ήρωες του!  Και τέλος διέσχισα τους χρόνους και τους καιρούς με τα μάτια της ψυχής μου και «είδα» τις χιλιάδες των ανθρώπων, ιερείς και  μοναχούς, φτωχούς και καταφρονεμένους, πόρνες και εγκληματίες,  ληστές και εγκαταλειμμένους, ποιητές και συγγραφείς, εργάτες και σοφούς,  που με δάκρυα τον συνόδεψαν στον τάφο του. Σε όλους αυτούς και στον καθένα χωριστά, είχε μιλήσει με τα βιβλία του στην καρδιά τους.

Το μόνο που σκέφτομαι σήμερα είναι, να ευγνωμονώ το Θεό, που με αξίωσε να διαβάσω τα βιβλία του και να τον αγαπήσω, ως ένα αληθινό άνθρωπο της αγίας Ρωσίας, της ορθόδοξης εκκλησίας, της ανθρωπότητας. Όταν ο μεγάλος ρώσος συγγραφέας Τολστόι, έφυγε τελευταία φορά από το σπίτι του, λίγο πριν  το θάνατο του, άφησε ανοιχτό, ένα βιβλίο του Ντοστογέφσκυ που διάβαζε.  Κάποτε είχε πει: «Να πείτε στο Ντοστογέφσκυ, ότι τον αγαπώ πολύ». Αυτό θα μπορούσα να πω κι εγώ  σήμερα, στον άνθρωπο που συγκίνησε, τόσο πολύ την ψυχή μου.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΤΣΑΛΑΚΗ

Με­λε­τών­τας το βι­βλί­ο του κα­θη­γη­τή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών Ι­ω­άν­νου Κορ­να­ρά­κη «Ψυ­χο­λο­γι­κές προ­ο­πτι­κές», θα δού­με εν συν­το­μί­α «το σύμπλεγμα της Α­λε­πούς», α­πό τους μύ­θους του Αι­σώ­που.

Ο μύ­θος «Η Α­λε­πού και τα στα­φύ­λια», εί­ναι α­σφα­λώς α­πό τους πιο γνω­στούς αι­σώ­πει­ους μύ­θους.  Γι’ αυ­τό και η φρά­ση «Ό­σα δεν φτά­νει η Α­λε­πού τα κά­νει κρε­μα­στά­ρια», εί­ναι πα­σί­γνω­στη. Ο μύ­θος θέ­λει την Α­λε­πού πει­να­σμέ­νη μπρο­στά α­πό τα κρε­μά­με­να στα­φύ­λια.  

Η πει­να­σμέ­νη Α­λε­πού, μό­λις εί­δε τα στα­φύ­λια όρ­μη­σε προς αυ­τά, προ­κει­μέ­νου να ι­κα­νο­ποι­ή­σει την πεί­να της, ό­μως δεν μπο­ρού­σε να τα φτά­σει, για­τί δεν εί­χε τις σω­μα­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες. Μέ­χρις ε­δώ η αν­τί­δρα­ση του ζώ­ου εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή. Κα­νείς ού­τε στην πε­ρι­ο­χή του ζω­ι­κού βα­σι­λεί­ου, ού­τε με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων, μπο­ρεί να εί­ναι παν­το­δύ­να­μος. Μια α­πο­τυ­χί­α στις πιο πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, μπο­ρεί να εί­ναι εν­τε­λώς φυ­σι­ο­λο­γι­κό γε­γο­νός.

Η Α­λε­πού με­τά την α­πο­τυ­χί­α της, εί­χε δύ­ο δυ­να­τό­τη­τες φυ­σι­ο­λο­γι­κής αν­τί­δρα­σης. Ή να ε­πα­να­λά­βει το εγ­χεί­ρη­μα, ή να δι­και­ο­λο­γή­σει την α­πο­τυ­χί­α της, (στον ε­αυ­τό της και στα ζώ­α που την έ­βλε­παν). Κά­νει το δεύ­τε­ρο. Δι­και­ο­λο­γεί την α­πο­τυ­χί­α της και λέ­ει: «Τα στα­φύ­λια εί­ναι ά­γου­ρα». Το νό­η­μα της αν­τι­δρά­σε­ως της Α­λε­πούς εί­ναι η δι­και­ο­λο­γί­α, που ε­δώ βα­σί­ζε­ται στο ψέ­μα, α­φού τα στα­φύ­λια δεν ή­ταν ά­γου­ρα κι ε­κεί­νη το ή­ξε­ρε.  Αυ­τό ή­ταν πο­νη­ριά και α­πά­τη για τον ε­αυ­τό της και τα ζώ­α που την πα­ρα­τη­ρού­σαν. Το ερ­μη­νευ­τι­κό συμ­πλή­ρω­μα του μύ­θου εί­ναι ό­τι, «έ­τσι και με­ρι­κοί άν­θρω­ποι, ό­ταν δεν μπο­ρούν να ε­πι­τύ­χουν κά­ποι­α πράγ­μα­τα στη ζω­ή τους α­πό α­δυ­να­μί­α,  κα­τη­γο­ρούν τους και­ρούς».

Οι μύ­θοι του Αι­σώ­που, ό­πως γνω­ρί­ζο­με, έ­χουν σκο­πό να σκι­α­γρα­φή­σουν τα αν­θρώ­πι­να πά­θη στα πρό­σω­πα των ζώ­ων και να καυ­τη­ριά­σουν αν­θρώ­πι­νες συμ­πε­ρι­φο­ρές. Η α­πο­τυ­χί­α της Α­λε­πούς στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση προ­σβάλ­λει την α­ξι­ο­πρέ­πεια της, μει­ώ­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τα της  και ε­πο­μέ­νως τραυ­μα­τί­ζει την ει­κό­να της υ­παρ­ξια­κής της προ­ο­πτι­κής. Στις δι­αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις, η χρή­ση της μη α­λη­θι­νής δι­και­ο­λο­γί­ας, σκο­τει­νιά­ζει και τραυ­μα­τί­ζει την αυ­το­γνω­σί­α και την αυ­το­θε­ώ­ρη­ση.

Το σπου­δαι­ό­τε­ρο πλήγ­μα στην προ­σπά­θεια της Α­λε­πούς να φτά­σει τα στα­φύ­λια, ή­ταν ο τραυ­μα­τι­σμός του ε­γω­ι­σμού της, μπρο­στά στα άλ­λα ζώ­α που την πα­ρα­τη­ρού­σαν. Το ί­διο συμ­βαί­νει με τον άν­θρω­πο, ό­ταν πλη­γώ­νε­ται ο ε­γω­ι­σμός του και τραυ­μα­τί­ζε­ται η  πλα­σμα­τι­κή ει­κό­να του ε­αυ­τού του. Δεν εί­ναι θα­νά­σι­μο α­μάρ­τη­μα η α­πο­τυ­χί­α, για να αν­τι­δρά ό­πως η Α­λε­πού, με ψεύ­τι­κη δι­και­ο­λο­γί­α.

Δεν εί­ναι ντρο­πή να α­πο­τύ­χει κα­νείς. Εί­ναι ντρο­πή να μη θέ­λει να α­πο­δε­χτεί την α­δυ­να­μί­α του. Αυ­τό φα­νε­ρώ­νει α­λα­ζο­νι­κό ε­γω­ι­σμό, που στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, με τη χρή­ση των πλα­σμα­τι­κών δι­και­ο­λο­γι­ών, τον τα­πει­νώ­νει και τον  ξευ­τε­λί­ζει. Η ει­λι­κρί­νεια και η σω­στή αυ­το­γνω­σί­α και ό­χι η «α­πώ­θη­ση»,  δί­νει την ει­κό­να του α­λη­θι­νού αν­θρώ­που: «Προ­σπά­θη­σα αλ­λά δεν τα κα­τά­φε­ρα». Αν ό­μως ο άν­θρω­πος πά­σχει α­πό αρ­ρω­στη­μέ­νη «φι­λο­πρω­τί­α»,  θα κα­τα­λή­ξει στον εμ­παιγ­μό που υ­πέ­στη η Α­λε­πού.

Και πρέ­πει να α­να­φέ­ρο­με σ’ αυ­τό το ση­μεί­ο, πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις που συ­ναν­τού­με στους συ­ναν­θρώ­πους μας, ό­ταν δεν πε­τύ­χουν αυ­τό που θέ­λουν.  Αν­τί να ο­μο­λο­γή­σουν την  α­δυ­να­μί­α τους,  ε­παί­ρον­ται με υ­πο­κρι­τι­κό τρό­πο και λέ­νε: «κα­λύ­τε­ρα που ήρ­θαν έ­τσι τα πράγ­μα­τα». Αυ­τό εί­ναι ε­πί­πλα­στη δι­και­ο­λο­γί­α, που αλ­λοι­ώ­νει τό­σο την ε­σω­τε­ρι­κή ει­κό­να του χα­ρα­κτή­ρα τους, ό­σο και την ε­ξω­τε­ρι­κή, που θέ­λουν να δεί­χνουν στους άλ­λους αν­θρώ­πους.

Στο α­ξι­ό­λο­γο βι­βλί­ο του κα­θη­γη­τή Κορ­να­ρά­κη, η χρή­ση της δι­και­ο­λο­γί­ας μπο­ρεί να α­πο­κα­λύ­ψει νευ­ρω­τι­κές τά­σεις ή ψυ­χα­ναγ­κα­σμούς, που κα­θο­ρί­ζουν α­συ­νεί­δη­τα την αν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά. Α­κό­μη και μια «δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη» δι­και­ο­λο­γί­α μπο­ρεί να εί­ναι μια κομ­πλε­ξι­κή-νευ­ρω­τι­κή αν­τί­δρα­ση. Η δι­και­ο­λο­γί­α δεν εί­ναι πάν­το­τε α­θώ­α. Εί­ναι τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές μια «παμ­πό­νη­ρη» Α­λε­πού! Φαί­νε­ται ό­τι ο χώ­ρος του α­συ­νει­δή­του, εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη φω­λιά της. 

Προ­σο­χή λοι­πόν στη χρή­ση της δι­και­ο­λο­γί­ας, το­νί­ζει ο κα­θη­γη­τής.   Ό­σο αυ­θόρ­μη­τα κι αν ξε­πε­τά­γε­ται,  για να μας γλυ­τώ­σει α­πό κά­ποι­α υ­παρ­ξια­κή α­πει­λή (κά­ποι­ο τραυ­μα­τι­σμό του ε­γω­ι­σμού μας ή της πλα­σμα­τι­κής ει­κό­νας του ε­αυ­τού μας), ας ε­λέγ­χου­με την ταυ­τό­τη­τα της. Εί­ναι πο­λύ πι­θα­νόν να α­να­γνω­ρί­σου­με στην συμ­πε­ρι­φο­ρά της, «το πή­δη­μα» της Α­λε­πούς.

Το φως του Χρι­στού,  μπο­ρεί να φω­τί­σει τα βά­θη της συ­νεί­δη­σης μας και να μας ο­δη­γή­σει στην α­λη­θι­νή αυ­το­γνω­σί­α, στην παρ­ρη­σί­α και την ει­λι­κρί­νεια και στην α­ξι­ο­πρε­πή αν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά.