Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΙΒΗΡΩΝ

«Σήμερα, λοιπόν, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν θάνατο καὶ μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ ἡ ἀγωνία, ἂν θέλετε καὶ ἡ ἀπογοήτευση τῶν μαθητῶν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ φόβος τους. Γι᾿ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω τὴν πρὸς Ἐμμαοὺς πορεία.

Θὰ τὸ πῶ μὲ δυὸ λόγια μιᾶς καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ πορεία: Δυὸ μαθητές, τρεῖς μέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, προχωροῦν εἰς Ἐμμαούς, συζητοῦν μεταξύ τους γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀγωνιοῦν, μιλοῦν γιὰ τὰ γεγονότα. Ἔρχεται ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν, καὶ τοὺς ἑρμηνεύει τὶς γραφές. Ἐν τέλει Τὸν ἀγαποῦν αὐτὸν τὸν Συνοδοιπόρο. Τοῦ λένε «μεῖνε μαζί μας». Μένει. Φτάνουν στὸ τραπέζι καὶ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου Τὸν γνωρίζουν. Τότε Αὐτὸς γίνεται ἄφαντος, ἐκεῖνοι γεμίζουν χαρὰ καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.

Οἱ δυὸ μαθητές, λοιπόν, μιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἐκεῖνος παρουσιάστηκε δίπλα τους νὰ συμπορεύεται. «Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Τὰ μάτια τους ἦταν ἀκόμα κλειστὰ καὶ δὲν Τὸν γνώρισαν. Νομίζω ἕνα μεγάλο πρᾶγμα εἶναι τὸ ἑξῆς: ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ εἶναι καὶ ὁ ἀληθινὸς Συνοδοιπόρος μας. Κι ἂν τυχὸν ἀγωνιοῦμε, ἂν συζητᾶμε, ἂν ψάχνουμε, ἂν βαδίζουμε, ἂν τυχὸν γιὰ κάπου πᾶμε, Αὐτὸς εἶναι μαζί μας. Μά, λέει κάποιος: «δὲν Τὸν ξέρουμε». Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ἕνα πρᾶγμα: μαζὶ μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ Αὐτὸς συμπορεύεται. Καὶ ἂς μὴν Τὸν διακρίνουμε.

Ὁ Χριστός, στὴ συνέχεια, δὲν θέλει νὰ τοὺς κάνει διδασκαλία, ἀλλὰ θέλει νὰ τοὺς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ποῦν αὐτὰ ποὺ ἔχουν μέσα τους. Γι᾿ αὐτὸ προσποιεῖται ἄγνοια καὶ μάλιστα ἐπιμένει. Τότε «τοῦ ἐξηγοῦν» γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο, τὸν ὁποῖο παρέδωσαν «οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου» καὶ Τὸν σταύρωσαν. Στὴ συνέχεια λένε κι οἱ δυό τους τὸν πόνο τους: «Ἐμεῖς ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ λύτρωνε τὸ Ἰσραήλ. Ἀλλὰ ἤδη πέρασαν τρεῖς μέρες ἀφοῦ ἔγιναν αὐτά, ἀφοῦ Τὸν σταύρωσαν καὶ δὲν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε ποὺ νὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες μας. Μᾶς παραξένεψαν μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὴ δική μας συντροφιά, γιατί πῆγαν πρωὶ στὸ μνημεῖο καὶ λένε ὅτι δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα Του. Ἦλθαν καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων κι ὅτι οἱ ἄγγελοι λένε ὅτι ζεῖ. Καὶ πῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ μᾶς στὸ μνημεῖο καὶ τὸ βρῆκαν ἔτσι ὅπως εἶπαν οἱ γυναῖκες, «Αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον»».

Τοὺς δίνει, λοιπόν, τὴ δυνατότητα ὁ Χριστὸς νὰ ποῦν τὸ λογισμό τους. Αὐτοί, μὲ τετράγωνη λογική, λένε ὅτι «Ἐμεῖς ἐλπίζαμε. Τώρα δὲν ἐλπίζουμε. Τί νὰ ἐλπίζουμε; Ἐφ᾿ ὅσον Αὐτὸς σταυρώθηκε, πέθανε καὶ εἶναι τρεῖς μέρες ποὺ πέρασαν, τελείωσε ἡ ἱστορία». Ἀποδεικνύουν τετραγωνικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐλπίζει κανείς. Νομίζω ὅτι ὁ μεγάλος δάσκαλος, ὁ Χριστός, αὐτὸ ἤθελε νὰ ποῦν κι αὐτοί. Αὐτὸ ἤθελε νὰ βγάλει ἀπὸ μέσα τους: ὅτι, κοίταξε, μὲ τὴν τετράγωνη λογική, ἡ ὑπόθεση τελείωσε - καὶ νομίζω ὅτι εἶναι καλὸ νὰ τελειώνουν οἱ ὑποθέσεις.

Ὅμως ἀρχίζει Ἐκεῖνος καὶ μιλᾷ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται». Ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος ἔνιωθε ὅτι ἦταν φίλοι Του, τοὺς μιλάει αὐστηρά. Καὶ λέει τὴ φράση τὴ μεγάλη παρακάτω: «Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξα αὐτοῦ;» Δὲν ἔπρεπε νὰ πάθει αὐτὰ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ περάσει στὴ δόξα Του; Στὸ σημεῖο αὐτὸ μπαίνουμε στὸ μεγάλο μυστήριο καὶ λέμε: Ἂν τυχὸν ἔπρεπε νὰ πάθει Αὐτός, ποὺ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐμεῖς τί πρέπει νὰ πάθουμε;

Ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωυσῆ καὶ ὅλους τοὺς προφῆτες καὶ ἐξήγησε σὲ ὅλες τὶς γραφὲς αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ πρόσωπό Του. Μαζὶ μὲ τὴν πορεία προχωροῦσε καὶ ἡ ἑρμηνεία, κι ἔβλεπαν οἱ μαθητὲς ὅτι κάπου ἀλλοῦ τοὺς πηγαίνει. Μόλις ἔφτασαν στὴν πόλη ποὺ πήγαιναν, Αὐτὸς προσποιήθηκε ὅτι πάει κάπου ἀλλοῦ. Ἀλλὰ αὐτοί: «παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστι καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα». Νομίζω ὅτι οἱ μαθητὲς εἶπαν: Τώρα ποῦ πᾶς; Τελείωσε ἡ μέρα, τελειώνει ἡ πορεία. Ἔτσι ποὺ μᾶς ἔκανες δὲν μποροῦμε νὰ φύγουμε ἀπὸ κοντά Σου, οὔτε Ἐσὺ ἀπὸ μᾶς, ἔλα νὰ μείνεις μαζί μας. Καὶ ὁ Χριστὸς πέρασε μαζί τους.

Καὶ «ἐν τῷ κατακλινθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἀπέδιδον αὐτοῖς, αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν». Μετὰ ἀπὸ τὸν λόγο, τὴν ἱερολογία, φτάσαμε στὴν ἱερουργία. Ἔγιναν οἱ ἐξηγήσεις καὶ δὲν ἔμενε πιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ πράξη τῆς ἱερουργίας. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε τίποτα, ἀλλὰ τεμάχισε τὸν ἄρτο. Ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου Τὸν γνώρισαν καὶ μόλις Τὸν γνώρισαν ἔγινε ἄφαντος, χάθηκε. Φυσικά, ἐγὼ νομίζω ὅτι, ὅταν λέμε χάθηκε, ἐννοοῦμε βρέθηκε. Γιατί ἂν τυχὸν ἔμενε θὰ τὸν ἔχαναν, θὰ ἔλεγαν ὅτι «Αὐτὸς εἶναι ἐδῶ, ἐκεῖ», θὰ Τὸν ἐντόπιζαν, ἐνῷ Αὐτὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁπότε ἀφοῦ Τὸν κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ἀνοίγονται οἱ ὀφθαλμοί τους. Ἑπομένως «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί τους» σημαίνει ὅτι ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὰ ἀόρατα, νὰ καταλαβαίνουν τὰ περασμένα καὶ νὰ ἔχουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν στὰ μέλλοντα, δηλαδὴ νὰ συνεχιστεῖ ἡ πορεία.

Ὁπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στὴν Θεία Εὐχαριστία, μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου, τὶς γραφὲς ἀληθινά. Γνωρίζουν αὐτὰ ποὺ πέρασαν καὶ παίρνουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν. Ὁ Κύριος γνωρίζεται ὡς ἄρτος κλώμενος καὶ αἷμα ἐκχυνόμενον. Στὴν κλάση τοῦ ἄρτου γνωρίζεται ὁ Κύριος καὶ ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο «ἐν τῇ κλάσει τῇ ἡμετέρᾳ». Ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πονέσουμε, ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πεθάνουμε, δὲν σταυρωθοῦμε, δὲν πρόκειται νὰ γνωρίσουμε τὸν Κύριο. Ὅπως καὶ Κεῖνος ἔπρεπε νὰ πάθει γιὰ νὰ μπεῖ στὴ δόξα Του, καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πάθουμε, πρέπει νὰ ὑποφέρουμε. Ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία γιὰ νὰ ἀνοιχτοῦν τὰ μάτια μας καὶ ἔτσι νὰ Τὸν βλέπουμε διαφορετικά.

Εἴμαστε ἄνθρωποι, πονᾶμε καὶ ἔχουμε τὴ δική μας λογική. Κι ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει τὸν λογισμό μας. Δίδει τὶς ἀφορμές, στοὺς μαθητές, νὰ ἀκοῦν τὸ λογισμό τους καὶ νὰ δικαιολογήσουν τετραγωνικὰ τὴν ἀπελπισία τους. Ἀλλὰ ὅμως ὅταν ἀπελπίζεσαι, ὅταν ψάχνεις, ὅταν πορεύεσαι, Αὐτὸς εἶναι μαζί σου. Στὴ συνέχεια θὰ ἔρθει καιρός, ὅταν φτάσεις πιὰ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου, ὅταν φτάσεις στὸν πολὺ πόνο καὶ εἶσαι μαζί Του, νὰ διανοιχτοῦν οἱ ὀφθαλμοί σου. Τότε Τὸν βλέπεις, Ἐκεῖνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκῶς μαζί σου...

Ἐντάξει ἡ λογική μας, ἐντάξει ἡ ἀναζήτησή μας ἀλλὰ εἴμαστε πλασμένοι γιὰ κάτι μεγαλύτερο. Ὅ,τι κι ἂν πετύχουμε μὲ τὴ δική μας ἀναζήτηση, μὲ τὴ δική μας γνώση δὲν μᾶς ἱκανοποιεῖ. Ὁ Χριστὸς ἔχει νὰ δώσει σὲ μᾶς κάτι πολὺ μεγαλύτερο καὶ δὲν μᾶς τὸ ἔδωσε πρὶν Αὐτὸς πάθει καὶ μπεῖ στὴ δόξα Του. Δηλαδή, μποροῦμε νὰ πεθάνουμε καὶ νὰ ζήσουμε. Μποροῦμε νὰ χαθοῦμε καὶ νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας, κι ἂν κανεὶς θέλει νὰ τὴν σώσει, θὰ τὴν χάσει. Κι ἂν τὴν χάσει ἐνσυνείδητα, ὅπως λέει, «ἔνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου» αὐτὸς θὰ τὴν σώσει. Ὁπότε νομίζω ὅτι τὸ μεγάλο πρᾶγμα ποὺ ἔχουμε καὶ κουβαλᾶμε δὲν εἶναι τὸ τί ἔχουμε ἀλλὰ τὸ τί εἴμαστε. Αὐτὸ ποὺ λέει καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: τὸ μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι κοινωνοὶ τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ μποροῦμε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀναχθοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν ἄλλη λογική. Ὁπότε τὰ πάντα εἶναι εὐλογία.

Ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, καὶ ζοῦσαν σὲ αὐτὸν τὸν παράδεισο. Ὁπότε λένε: «ἂν τυχὸν μᾶς ἀφήσετε νὰ ζήσουμε, σᾶς εἴμαστε εὐγνώμονες γιατί ζοῦμε στὸν παράδεισο, μέσα σε αὐτὴν τὴν λογικὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ἄλλη λογική· ἐὰν μᾶς σκοτώσετε, σᾶς εἴμαστε χίλιες φορὲς πιὸ εὐγνώμονες, γιατί τὸ συντομότερο θὰ δοκιμάσουμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν παρέρχεται καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Κι ὁ καθένας τότε γεννιέται, ὅταν πεθαίνει καὶ τότε ἀγκαλιάζει ὅλους καὶ βρίσκει μέσ᾿ στὴν καρδιά του ὅλους.

Καὶ ταυτόχρονα ἐνῷ μιλᾶμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὑποτιμοῦμε τὸ σῶμα ἀλλὰ ἀντίθετα βλέπουμε ὅτι θεώνεται. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντίθετη κίνηση ποὺ γίνεται μέσα ἐδῶ. Δηλαδή, δὲν ἑνώνεται μόνο ἡ πορεία μὲ τὴ στάση, ἡ θεότης μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ γίνεται καὶ μία ἀντίστροφη κίνηση, ὅπως λέει τὸ Συναξάρι τῶν Ἁγίων Πάντων, «τὸ Πνεῦμα κάτεισιν καὶ ὁ Νοῦς ἄνεισιν». Τὸ πνεῦμα κατέρχεται, ὁ λόγος σαρκοῦται καὶ τὸ χῶμα, ἡ φύση μας, ἀναλαμβάνεται, θεώνεται. Καὶ τὸ πιστεύουμε αὐτὸ καὶ τὸ περιμένουμε νὰ γίνει κάποτε, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τώρα. Ἤδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντὸς ὁ πονεμένος καὶ σφαγμένος, ὁ τιμημένος μὲ τὸ νὰ δεχτεῖ πολλὲς δοκιμασίες, νιώθει σὰν ἄλλο σκαμμένο χωράφι ποὺ μπαίνει μέσα μιὰ νωτίδα οὐράνια, ἔτσι μπαίνει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μέσα στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μία ἄλλη παράκληση θεϊκὴ καὶ προχωρεῖ εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν.

Ὁπότε τὸ θέμα, νομίζω, δὲν εἶναι ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε μία ψεύτικη ἐρώτηση ἢ νὰ δώσουμε μία ψεύτικη ἀπάντηση σχετικὰ μὲ τὸν θάνατο. Τὸ θέμα εἶναι ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος, ὅτι τὸ χωράφι τὸ ἀγαθό, ἡ γῆ ἡ καλὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δέχονται τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ καρποφοροῦν ἐν ὑπομονῇ. Μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή; Κάποιος γεωργὸς ὑπάρχει ποὺ φροντίζει γιὰ μᾶς. Μποροῦμε νὰ περιμένουμε;

* * *

«Βρὲ παιδάκι μου, πεθαίνουμε»

Μὰ λέει κανείς: «βρὲ παιδάκι μου, πεθαίνουμε». Βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι τὸ ἄρρωστο παιδὶ ποὺ ἔφερε ὁ πατέρας, ἔπεσε κάτω ξερὸ σὰν νεκρὸ καὶ πολλοὶ ἄρχισαν νὰ λένε πὼς πέθανε. Νομίζω ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἂν νομίζουμε ἐμεῖς ὅτι πεθάναμε, ἂν νομίζουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅτι καὶ ἐμεῖς πεθάναμε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ μένουμε κοντὰ στὰ πόδια κάποιου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε προτοῦ τὸν κόσμον εἶναι, προτοῦ ὑπάρξει ὁ κόσμος κι ὁ ὁποῖος «τὰ πάντα διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους του ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παρήγαγε». Ὁπότε ἐὰν τυχὸν εἶσαι δίπλα σὲ Αὐτόν, ἄσχετα ἂν εἶσαι πεθαμένος ἢ ζωντανός, ἐλπίζεις καὶ περιμένεις νὰ ἔρθει ἡ ζωή. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ ζωὴ ἔρχεται διὰ τοῦ θανάτου. Ὅπως ὁ σπόρος, ἐὰν δὲν πέσει στὴ γῆ νὰ πεθάνει, μένει μόνος, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἂν δὲν πονέσουμε θὰ μείνουμε μόνοι.

Τὸ θέμα εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὅτι πολὺ πονοῦμε καὶ λίγο ζωογονούμαστε, πολὺ ὑποφέρουμε καὶ λίγο μπαίνουμε στὴ χαρά. Νομίζω ὅτι τὸ μήνυμα τὸ χαρούμενο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι μας δίνει τὴ δυνατότητα νὰ περάσουμε τὴ ζωηφόρο νέκρωση. Ὅταν ζήτησαν δυὸ μαθητὲς νὰ δοξαστοῦν καὶ νὰ καθίσει ὁ ἕνας ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνας ἐξ εὐωνύμων, Αὐτὸς εἶπε, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Τριώδιο, ὅτι ὁ Κύριος δὲν δίδει τέτοια πράγματα στοὺς δικούς Του, ὑπόσχεται ποτήριο θανάτου. Τὸ μεγάλο γεγονὸς εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε περιμένοντας. Ὅταν περνᾶμε τὴν Γεθσημανή, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε. Τώρα τὸ ὅτι μιλᾶμε σημαίνει ὅτι δὲν περνᾶμε Γεθσημανῆ. Ἀλλὰ τί γίνεται; Τὰ χάνουμε. Μπορεῖ νὰ τὰ χάσουμε, μπορεῖ νὰ πέσουμε κάτω, μπορεῖ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει κάθε δύναμη σωματική, ψυχική, πνευματική. Τὸ θέμα εἶναι ἂν μπορεῖς καὶ ξερὸς νὰ περιμένεις καὶ νὰ εὐγνωμονεῖς. Κάποιος ὑπάρχει μέσα μας καὶ δίπλα μας, ποὺ ἱερουργεῖ διαφορετικὰ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς.

Θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ μᾶς πεῖ ψεύτικα πράγματα, δὲν θέλει. Θέλει νὰ μᾶς φέρει στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ γιὰ νὰ μπεῖς στὴν αἰώνια ζωὴ πρέπει νὰ περάσεις ἀπὸ τὸν θάνατο. Θὰ μποροῦσε ὁ Χριστός, ἂν ἦταν ταχυδακτυλουργός, νὰ ἔκανε αὐτὸ ποὺ ζήτησαν οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἔλεγαν «κατέβα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ θὰ πιστέψουμε». Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει. Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει. Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ νεκρός. Νεκρὸς γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο γιὰ πάντα, γιὰ ὅλους μας.

Ὅποτε ἕνα πρᾶγμα μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι μποροῦμε νὰ πετύχουμε. Ὅτι ὑπάρχει μέσα μας ἕνας συγκεκριμένος δυναμισμὸς καὶ διὰ τοῦ θανάτου, μέσα στὴ γῆ τὴν καλὴ καὶ ἀγαθὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ὁ δυναμισμὸς ἐκρήγνυται καὶ προχωροῦμε σὲ ἄλλο τόπο, σὲ ἄλλο χῶρο, ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται καὶ τὰ πάντα λειτουργοῦν διαφορετικά. Αὐτὸς ὁ ἄλλος χῶρος καὶ ὁ ἄλλος χρόνος εἶναι αὐτὸς ἐδῶ ποὺ ζοῦμε. Ἂν θὰ πᾶμε μὲ πύραυλους στὰ ἀστέρια δὲν αὐξάνει ὁ χῶρος τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ἐλευθερία μας. Ἂν τυχὸν παρατείνουμε τὴ ζωή μας μὲ μεταμόσχευση καρδιᾶς δὲν γευόμαστε τῆς χάριτος τῆς αἰωνιότητος.

Σὲ μιὰ στιγμὴ μπορεῖ νὰ χωρέσει ἡ αἰωνιότης καὶ μέσα σὲ ἕνα μικρὸ ἅγιο μαργαρίτη νὰ χωρέσει ὅλος ὁ Χριστός. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος ἐνῷ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴ χαρά, ἐνῷ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴ ζωή, λέει: «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες καὶ οὐαὶ οἱ γελῶντες». Ἀκριβῶς γιατί θέλει νὰ μᾶς φέρει τὸν πραγματικὸ γέλωτα, τὴν πραγματικὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ ἀπὸ σήμερα...

Ἡ ψυχὴ μετὰ τὸν θάνατο

Τί γίνεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὸν θάνατο; Νομίζω δὲν μποροῦμε νὰ τὰ λύσουμε καὶ ὅλα τὰ προβλήματα. Ξέρετε, εἶναι πολὺ μεγάλο δρᾶμα νὰ νομίζεις ὅτι ἔχεις λύσει τὰ προβλήματά σου. Ἐπίσης, εἶναι ἄσχημο ἕνας δάσκαλος, ὅποιος ἀπὸ μᾶς κάνει τὸν δάσκαλο, νὰ δίδει ἀπαντήσεις καὶ νὰ κλείνει τὰ θέματα. Στὴν πορεία πρὸς Ἐμμαοὺς ὁ Κύριος κατ᾿ ἀρχὴν δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄλλον νὰ βγάλει τὰ ἀπωθημένα του. Γιὰ νὰ ἐκτονωθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ποῦν τὸ λογισμό τους, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπογοήτευσή τους, γιὰ νὰ φτάσουν στὴν ἀπόγνωση. Λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ὅπλο ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γιατί ὅταν κανεὶς ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ ἐγκόσμια, ὅπως λέει κι ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅταν φτάσουμε στὴν ἀπιστία γιὰ τὸν ἑαυτό μας τότε ἀρχίζει νὰ ἀναδύεται μία ἄλλη πίστη καὶ μία ἄλλη δύναμη νὰ ὑπάρχει μέσα μας.

Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία δὲν εἶναι ἂν θὰ ποῦμε μία κουβέντα σὰν ἀπάντηση. Μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ νὰ ἀναχθεῖ ὅλο τὸ εἶναι μας σὲ ἕνα ἄλλο χῶρο; Μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε στὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων; Αὐτὸ εἶναι ποὺ δίδει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ὄχι νὰ λύνουμε τὶς ἀπορίες μας μὲ ἕνα τρόπο ἐγκυκλοπαιδικό, μὲ τὴ λογικὴ τοῦ κομπιοῦτερ, ἀλλὰ εἰ δυνατὸν νὰ μετανοοῦμε, νὰ μπαίνουμε στὴν ἄλλη λογική, τὴ λογικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὅταν ὁ Χριστὸς φανερώνεται, κρύπτεται. Ὅταν γίνεται ἄφαντος φανερώνεται. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης: «ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ δι᾿ ὧν ἀρνεῖται νὰ ἀπαντήσει». Ἄν, λοιπόν, δὲν μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε τὴ σιωπή Του, σημαίνει ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε τὸν λόγο Του. Ἂν τυχὸν νομίζουμε ὅτι τὸν καταλαβαίνουμε, κάτι δὲν πάει καλὰ μέσα μας.

Τὸ μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία, μποροῦμε νὰ βάλουμε τὸν ἑαυτό μας μέσα ἐκεῖ, ὥστε σιγὰ-σιγὰ νὰ παίρνει αὐτὴν τὴν ἄλλη λογική. Πρέπει μὲ ταπείνωση νὰ τρεφόμαστε ἀπὸ τὴν στερεὰ τροφὴ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία καὶ τότε νομίζω ὅτι συνέχεια ἡ καρδιά μας θὰ εὐφραίνεται. Ἔχουμε ἕνα μεγάλο χρέος: διὰ τῆς ταπεινώσεως καὶ διὰ τῆς ὑπομονῆς νὰ δεχτοῦμε αὐτὰ τὰ μεγάλα, τὰ ὁποῖα τελεσιουργεῖται στὸν ὑπερῷον τόπο τὸν λειτουργικό, γιὰ νὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ καταλάβουμε τί εἶναι ἄνθρωπος, νὰ χαροῦμε τὴ ζωή μας καὶ μετὰ χωρὶς ἄλλα σχόλια νὰ δώσουμε τὴ δυνατότητα καὶ στοὺς ἄλλους νὰ χαροῦν τὴν ζωή τους.

Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ νιώσουμε ὅτι ἡ ἀγάπη «ἐκ τοῦ μὴ ὄντως εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγε» καὶ ἐὰν τυχὸν ὑπομένομε, στὸ τέλος ἀπὸ τὴ δοκιμασία βγαίνει μία χαρὰ καὶ μία ἀγαλλίαση ἡ ὁποία ξεπερνᾷ ὅλες τὶς δοκιμασίες.

Μιὰ στιγμὴ στὸν καθένα μας μπορεῖ νὰ δημιουργηθοῦν διάφορες ἀπορίες: Τί σημαίνει θάνατος, τί σημαίνει ἀνυπαρξία, μιὰ στιγμὴ νὰ νιώσουμε ὅτι ὅλα εἶναι ἄχρωμα καὶ ἄοσμα, τότε τί νὰ κάνουμε; Ἐγὼ λέω ἕνα πρᾶγμα: Νὰ περιμένομε. Νὰ περιμένομε ποῦ; Μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅπου νιώθεις ὅτι ὑπάρχει μία ζεστασιὰ καὶ μία εὐρυχωρία. Ὅπως λέμε τὸ ἔμβρυο μένει μέσα στὴ μήτρα τῆς μάνας του καὶ ἐπειδὴ μένει ἐκεῖ, συνέχεια αὐξάνει. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ μένομε μέσα στὴ μήτρα τῆς μητέρας μας Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ λέμε μετὰ ἀπὸ τὴν πορεία: «μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν», μεῖνε μαζί μας καὶ ἐμεῖς θὰ μείνουμε μαζί Σου. Ἄλλα σχόλια δὲν θέλουμε πιά. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ μείνουμε μαζί Σου. Αὐτὸ μᾶς φτάνει. Ἔχει μεγάλη σημασία νὰ μείνουμε κάπου καὶ νὰ δοῦμε αὐτὸ «τὸ κάπου», τὸ Ἕνα γιὰ τὸ ὁποῖο εἴμαστε καὶ τὸ ὁποῖο μᾶς ἐκκολάπτει. Ὁ πόνος ἔχει νόημα ἐπειδὴ βρισκόμαστε στὴ μήτρα κάποιου ποὺ μᾶς ἀγαπάει. Ἐκεῖ ὅποιος πολὺ πονάει σημαίνει ὅτι εἶναι ἠλεημένος καὶ μπορεῖ νὰ δεχτεῖ μεγάλα χαρίσματα.

Κλείνοντας, ἐγὼ λέω ἕνα πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο εἶμαι σίγουρος: Προσωπικὰ εἶμαι χαμένος, ἀλλὰ σᾶς λέω ἀδελφικὰ ὅτι ΜΠOΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠOΣ. Καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἡ ἀπεριόριστη, ἡ αἰώνια ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τώρα ἱερουργεῖται καὶ ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴν μικρὴ τὴν ἐλάχιστη καὶ περιφρονημένη ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς...

Μὴ μοῦ κάνετε ἄλλες ἐρωτήσεις, δῶστε ἄλλες ἀπαντήσεις. Ἐγὼ θὰ σας πῶ μόνο αὐτό: Κοιτάξτε, εἴμαστε χαμένοι, μπορεῖ ἐν στιγμῇ χρόνου νὰ σταματήσει ἡ καρδιά μας ἀλλὰ κάτι δὲν σταματᾷ, βρὲ παιδάκι μου, καὶ ἐγὼ θέλω ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα νὰ πᾶμε. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα πᾶμε μὲ τὸ σῶμα καὶ ἔρχεται ἡ ἀγαλλίαση καὶ ἡ χάρη τῆς θεότητας μέσα στὸ σῶμα μας καὶ ἁγιάζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε».

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΙΒΗΡΩΝ

Ο γέρων Πορφύριος είναι γεννημένος ήρωας του Πνεύματος. Τολμηρός. Σαν άλλος Κολόμβος, βγαίνει στον απέραντο ωκεανό για την αναζήτησι του νέου κόσμου που ποθεί η ψυχή του.

Δώδεκα χρόνων φεύγει μόνος του για το Άγιον Όρος εν αγνοία των γονέων του. Προχωρεί στο άγνωστο, ελκόμενος και καθοδηγούμενος από τον μυστικό έρωτα που φλογίζει την καρδιά του.

Κάνεις δεν τον στέλνει και κανείς δεν τον περιμένει. Τον καλύπτει αοράτως «ο φυλάσσων τα νήπια» Θεός. Τα φέρνει έτσι η Παναγία, και καταλήγει στα Καυσοκαλύβια, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου. Εκεί ζούν δύο γέροντες, απλοί, αδροί. Γνήσιοι αγιορείτες. Γεωργούν τον αγρό της ψυχής τους. Κάνουν τα καλογερικά τους. Αγαπούν τις ακολουθίες. Λένε την ευχή. Δεν έχουν καμία ιδέα για τον εαυτό τους. Τρέφονται από την παράδοσι του ιερού τόπου, όπως τα αιωνόβια δέντρα από το χώμα του Αγίου Όρους.

Δέχονται αυτό το δωδεκάχρονο παιδί. Δεν του κάνουν ιδιαίτερες διδασκαλίες. Το αγαπούν -και το καταλαβαίνει-, χωρίς να του λένε ποτέ μπράβο. Απλώς, το παίρνουν στις ακολουθίες. Του δίδουν ένα κομποσχοίνι, να λέη την ευχή. Αυτός βοηθιέται, τρέφεται πνευματικά, με το να ζή μαζί τους· να τους βλέπη· και να αναπνέη την ευωδία του Αγίου Όρους. […]

Για τον νέο αυτό δόκιμο όλα είναι αφορμή χαράς και γνώσεως. Σαν σφουγγάρι, ρουφά όλη τη χάρι από τις ψαλμωδίες, τις εικόνες και όλο το περιβάλλον της Σκήτης. Τα πάντα τον ενθουσιάζουν και του μιλούν· η ακολουθία στην Καλύβη, η αγρυπνία στο Κυριακό, όλη η φύσι του Αγίου Όρους: τα νερά, τα δέντρα, τα πουλιά, τα βράχια.

Πράγματι, το «περιέχον» είναι «λογικόν και φρενήρες».  Το περιβάλλον είναι άγιο και ιερό. Το νοιώθει, το ζή. Ευχαριστεί τον Θεό που τον έφερε σε τούτο τον παράδεισο. Ομολογεί ότι «η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου…».

Λέει: «Πρέπει να φύγω, να χαθώ, να μην υπάρχω». Θέλει να βρεθή με τους ανύπαρκτους, τους ταπεινούς, και τους Αγγέλους. Και επειδή είναι αληθινό και συνειδητό αυτό που ζητά, η δέησί του να χαθή δεν μένει χωρίς ανταπόκρισι. Ο Θεός που τον προστάτεψε, όταν μόνος του πήρε τον δρόμο για το Όρος, και τώρα ακούει τον πόθο της καρδιάς του. Ένα βράδυ, στον σκοτεινό νάρθηκα του Κυριακού ναού της Σκήτης, πριν αρχίση η ακολουθία, φτάνει ένας «χαμένος» ασκητής, ένας περιφρονημένος μοναχός, ο Γερο-Δημάς, που ζή σ’ ένα ξεροκάλυβο πάνω από τη Σκήτη. Μέσα στον σκοτεινό και άδειο χώρο αρχίζει ο Γέροντας τις μετάνοιες. Λέει την ευχή. Έξαφνα βγάζει μία κραυγή δοξολογίας. Πλημμυρίζει από φως. Και αμέσως παίρνει φωτιά η εύφλεκτη ύλη του μικρού μοναχού. Δέχεται τη χάρι. Συγκλονίζεται, σαν να έπεσε πάνω του κεραυνός. Αναλαμβάνεται σε άλλο κόσμο. Τρέμει σύγκορμα. Ανοίγουν οι αισθήσεις του. Βλέπει τα αόρατα. Σπαρταρά από λυγμούς. Το μέγεθος της ευλογίας ξεπερνά την αντοχή του. Πνίγεται στο κλάμα. Δεν μπορεί να μιλήση. Μόλις τελειώνει η ακολουθία, τρέχει στο δάσος. Ξεσπά σε κραυγές: Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ!

Ο ουρανός απάντησε. Τα βλέπει όλα καθαρά, τα αισθάνεται. Τα ακούει, τα οσφραίνεται από μακριά. Βλέπει τι συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου. Βλέπει τι συμβαίνει στο βάθος της γής. Χάνεται μέσα στην απέραντη αγκαλιά της αγάπης του Θεού. Μπορεί ένα τόσο μικρό παιδί να σηκώση ένα τόσο μεγάλο χάρισμα; Ναί· ο Θεός ξέρει τι κάνει. Αυτός συγκλονίζεται από την αγάπη του Θεού. Συνεχίζει την πορεία του μέσα στον παράδεισο της θείας ευφροσύνης. Κολυμπά κυριολεκτικά μέσα στην πλησμονή της χαράς. Τα βρίσκει όλα. Μας βρίσκει όλους, σαν ένα άνθρωπο.

Προσεύχεται. Μένει εκεί. Ταπεινώνεται και αναλαμβάνεται μέσα στα μυστήρια του Θεού και μας τα κοινοποιεί. Δεν παίρνει αέρα το μυαλό του. Μένει ξένος από κάθε ύβρι και οίησι. Είναι μεγάλος, δηλαδή ταπεινός, και παραμένει. Δεν εντυπωσιάζεται από τα χαρίσματα αλλ’ απ’ Αυτόν που τα δίδει. Μια ζωή έμεινε «κεκρυμμένος συν τω Χριστώ εν τω Θεώ», γεμάτος από τη Χάρι. Είπε: «Ο άνθρωπος με τον Χριστό γίνεται χαριτωμένος και ζη έτσι πάνω από το κακό. Το κακό γι’ αυτόν δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο το αγαθό, ο Θεός».

«Όταν είναι κάνεις άδειος από τον Χριστό, τότε έρχονται χιλιάδες άλλα και τον γεμίζουν: ζήλιες, μίση, ανία, μελαγχολία, αντίδρασι».

«Εκείνος που εμφορείται υπό του Αγίου Πνεύματος έχει και αυτός τη γνώσι του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Του τα φανερώνει το Άγιον Πνεύμα». Είναι θεοφόρος. Ο Θεός που του έδωσε το σθένος να έλθη δωδεκάχρονος στο Αγιον Όρος του έστειλε μία ασθένεια. Αρρωσταίνει. Δεν μπορεί να μείνη. Βγαίνει έξω από το Άγιον Όρος. Ο Αρχιεπίσκοπος του Σινά Πορφύριος, όταν τον γνώρισε στην Εύβοια, εξεπλάγη και τον χειροτόνησε ιερέα 20 ετών, δίδοντάς του το όνομα Πορφύριος.

Ο ακαδημαϊκός Αμίλκας Αλιβιζάτος, όταν τον γνώρισε τριαντατετράχρονο, εξεπλάγη και ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο να τον τοποθέτηση -αυτόν που είχε πάει μόνο στην πρώτη Δημοτικού-εφημέριο στην Πολυκλινική Αθηνών, στην Ομόνοια. Εκεί μένει 33 χρόνια (1940-1973). Γίνεται γνωστός ως μία αύρα του Πνεύματος και ένα θείο χαμόγελο για όλο τον κουρασμένο κόσμο της περιοχής. Αγαπά και φωτίζει όλους, όπως ο Θεός ανατέλλει τον ήλιο «επί πονηρούς και αγαθούς» (Ματθ. 5,45). Δεν αποπαίρνει κανένα.

Παρηγορεί και αγιάζει τους πάντες.  Φτάνει μέχρι και τον «οίκο ανοχής» -όταν αγίαζε κατά τα Φώτα. Δεν παραξενεύεται. Χαίρεται. Ψάλλει μ’ όλη του την καρδιά το «Έν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε…».  Καλεί και αυτά τα πονεμένα πλάσματα να φιλήσουν τον Σταυρό και να παρηγορηθή «η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη». Γίνεται γνωστός ως μία ευλογία για όλους.  Ένα αγγελικό πρόσωπο. Ένα θείο παιδί που παίζει. Μια ευωδία που απλώνεται και βρίσκει κάθε ψυχή. Είναι αγράμματος και πάνσοφος. Είναι ποιητής θεόπνευστος, λογοπλάστης και ανθρωποπλάστης. Λέει: Πρέπει να είσαι ποιητής, για να γίνης χριστιανός. Ο Χριστός χοντροκομμένες ψυχές δεν τις δέχεται. Λέει: Όλα τα έβλεπα, τα γνώριζα αλλά δεν μιλούσα.

Μιλούσε διακριτικά, όταν και όσο χρειαζόταν, για να δώση κουράγιο στον άλλο, τον πονεμένο και άρρωστο. Να του πή πόσο ο Θεός είναι αγάπη. Μιλούσε ελεύθερα. Και σου μετέδιδε την παιδικότητα του Παραδείσου που είχε μέσα του. Έλεγε ό,τι σκεφτόταν και ό,τι είχε κάνει: ήθελε να μάθη αρμόνιο· είχε φτιάξει ένα πρωτόγονο ραδιόφωνο που δούλευε όλο το εικοσιτετράωρο. Και σε βοηθούσε να πής και σύ ό,τι σκεφτόσουν. Η εξομολόγησι σ’ αυτόν γινόταν σαν μία φιλική συζήτησι. Ήταν ένα παιδί του Θεού μέχρι τέλους. Σου παρουσιαζόταν όπως ήταν. Δεν σου παρίστανε φτιαχτά τον άγιο και τον άψογο. Δεν φοβόταν την πραγματικότητα. Δεν ήθελε να δοξασθή από τους ανθρώπους. Ήθελε να δοξασθή το όνομα του Θεού. Του Θεού, που «βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Αυτός ήταν ο π. Πορφύριος, που εκοιμήθητο 1991 στο κελλί που εκάρη μοναχός. Ήταν μία φωτεινή παρουσία αλήθειας και παρακλήσεως, γιατί μας μετέδωσε δωρεάν τη χάρι του Θεού που είχε μέσα του. Δεν μας διαφήμισε τις αρετές και το άψογον της ζωής του. Αν ο π. Πορφύριος έμενε στα χαρίσματα και μ’ αυτά ήθελε να δοξασθή ως χαρισματούχος και να καταπλήξη τον κόσμο με τις θαυματουργίες του, θα γινόταν ίσως μια Αθανασία του Αιγάλεω ή κάποιος παρόμοιος ψευδοπροφήτης από τους πολλούς που ταλαιπωρούν τον κόσμο. Τώρα είναι ο γέρων Πορφύριος, το αχάραχτο διαμάντι, το χαμογελαστό παιδί του Θεού, που διώχνει τον ζόφο της κολάσεως και της κατήφειας· βοηθά «να αισθανθή ο κόσμος το αγκάλιασμα που κάνει ο Χριστός σε όλους μας».

Πάει πέρα από τα χαρίσματα. Είναι θεοφόρος και θεοκίνητος. Είναι σοφός και ήρεμος. Έχει τη χαρά και την απλότητα του παιδιού του Θεού. Δεν ταράζεται ατομικά. Δεν κραυγάζει ποτέ μεταδίδοντας την κρυάδα που προκαλεί ο πλανεμένος και ψευδοπροφήτης «ως ιδίαν έχων φρόνησιν» (πρβλ. απ. 2).

Είναι γαλήνιος. Μιλά «ήρεμα, απλά και απαλά». Χωρίς ανθρώπινους εκνευρισμούς· μεταφέρει τη βεβαιότητα της πίστεως. Με ένα χαμόγελο ουράνιο όλα τακτοποιούνται. Αθόρυβα και αναίμακτα καταστρέφεται ο παλαιός άνθρωπος. Τα πάθη μεταβάλλονται, μεταμορφώνονται σε δυνάμεις υπηρετικές του ανθρώπου για την πνευματική του προκοπή και σωτηρία. Ζή και ομολογεί ότι η ταπείνωσι είναι η καρδιά της ψυχής. Ο εγωισμός είναι κουταμάρα και αρρώστια που ζαλίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην πλάνη. Είπε: Όταν φύγω, θα είμαι πιο πολύ μαζί σας. Και έτσι είναι.

Από το βιβλίο: Το κάλλος θα σώση τον κόσμο, έκδ. Ι. Μ. Ιβήρων, Άγ. Όρος

Πηγή: Περιοδική Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης, «Ορθόδοξα Μηνύματα», έτος στ΄, τ. 16, σελ. 10-11, Νοέμβριος 2015 – Μάρτιος 2016.

Πηγή: www.antifono.gr

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ

Ἀκούγοντας πολλές φορές τά αἰτήματα τῶν χριστιανῶν μας καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίους προσεύχονται, διακρίνει κανείς νά κυριαρχεῖ τό αἴτημα ὑπέρ ὑγείας. Χιλιάδες χαρτάκια ἔρχονται στήν Ἁγία Πρόθεση ὅλων τῶν Ναῶν μέ δεδηλωμένο τό αἴτημα αὐτό. Ἀλλά καί στήν καθημερινότητά μας, στήν ἀποστροφή τοῦ λόγου γιά ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, συνήθης εἶναι ἡ κατακλείδα « τήν ὑγειά μας νά ’χουμε, νά μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα». Ἰσχυρό πρόταγμα τό αἴτημα τῆς ὑγείας. Καί πολλοί, ἰδίως ἀπό ὅσους ἔχουν συγκεχυμένη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας καί τήν ἀντιμετωπίζουν μέ μιά διάσταση μαγείας, τό δηλώνουν ξεκάθαρα ὅτι πάνε Ἐκκλησία γιά νά τούς ἔχει ὁ Θεός «γερούς», θεωρώντας τή Θεία Χάρη ὡς μορφή ἀσπίδας ἐναντίον τῆς ὅποιας ἀσθένειας.

Κι ἐκεῖ ἀρχίζει τό σκάνδαλο. Φαίνεται τό αἴτημα νά μήν εἰσακούεται, καθώς καί οἱ Ναοί εἶναι γεμάτοι ἀσθενεῖς, καί οἱ Χριστιανοί ἀρρωσταίνουν καί τελικά τόσες παρακλήσεις καί προσευχές ὑπέρ ὑγείας φαίνεται νά μήν εἰσακούονται, καθώς τά ἀντίστοιχα αἰτήματα δέν ἐκπληρώνονται πάντα. Γιατί λοιπόν, ἐνῶ ἀπό τή μιά ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τά πολλά θαύματα τοῦ Χριστοῦ μας, πού χάρισαν τήν ὑγεία σέ ὅσους τά ἀπόλαυσαν, ἀπό τήν ἄλλη σήμερα φαίνεται σάν νά μή γίνονται θαύματα, ἤ τουλάχιστον σάν νά μήν προστατεύει ὁ Ἅγιος Θεός τούς δικούς του ἐπαρκῶς; Ἡ ἀπάντηση θά μποροῦσε νά εἶναι πολύ εὔκολη. Πῶς ζητᾶμε τά ἴσα μέ παλαιότερες ἐποχές, τότε πού ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων, γνήσια καί ἄδολη, κόχλαζε στίς καρδίες καί τούς ὁδηγοῦσε σέ ὁμολογίες «μέχρις αἵματος»; Γιατί ζητᾶμε θαύματα ὅταν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας καί ἡ ποιότητα τῶν ἠθῶν μας, τά ἀποκλείει; Μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό θαῦμα, ἐκτός ἀπό πίστη, χρειάζεται καί ἀρετή.

Ἡ θεραπεία τῆς «συγκύπτουσας» γυναίκας

Στό σημερινό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς δίνει ἀνάγλυφα μιά διαφορετική καί πρωτότυπη ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού παραπάνω διατυπώσαμε. Περιγράφεται ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτουσας, δηλαδή τῆς γυναίκας ἐκείνης πού δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώσει τό κεφάλι της πρός τά ἐπάνω, καθώς τό κυρτωμένο ἀπό τήν ἀσθένεια σῶμα τήν ὑποχρέωνε νά εἶναι διαρκῶς σκυμμένη. Ἡ ὁποιαδήποτε τάση γιά ἀνόρθωση ἐπέφερε φοβερούς πόνους, οἱ ὁποῖοι περιόριζαν τό εὖρος τῶν δραστηριοτήτων της. Κι ὅμως, αὐτή ἡ γυναίκα δέν ντρεπόταν στήν κατάστασή της νά κυκλοφορεῖ. Δέν δίσταζε νά ταλαιπωρηθεῖ. Καί μάλιστα κυρίως πηγαίνοντας στή Συναγωγή γιά ν’ ἀκούει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἑρμηνεία του.

Πολλές φορές κάποια ἀσθένεια καί οἱ συνέπειές της δημιουργοῦν ἄσχημη ψυχολογία στόν ἀσθενῆ καί τόν ὁδηγοῦν στό νά ντρέπεται γιά τό σῶμα του ἤ τοῦ ἀποστεροῦν τήν ὄρεξη γιά τή ζωή. Ἐάν ὁ ἀσθενής δέν ἔχει ψυχικά ἀποθέματα ἀντοχῆς, τά ὁποῖα κυρίως ἐπαυξάνει ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, συνήθως ὁδηγεῖται σέ ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, ἀκόμη καί ἀκραῖες, μέ συνέπεια νά καθιστᾶ τή ζωή ἀκόμη πιό μαρτυρική καί γιά τόν ἴδιο καί γιά τούς δικούς του. Συνήθως τίς σχετικές ἀπαισιόδοξες σκέψεις τίς καλλιεργεῖ ἡ ἴδια ἡ κοινωνία ὅταν ἐμφορεῖται ἀπό ἀπαράδεκτα πιστεύματα λατρείας τοῦ νιτσεϊκοῦ ὑπερανθρώπου, ὅταν γεμάτη μικροψυχία ἀντιμετωπίζει τούς ἀσθενεῖς ὡς ὑποδεέστερους καί βάρος, ὅταν ὑποκριτικά κλείνει τά ματιά στόν πόνο ἀρνούμενη νά ἑτοιμάσει τά μέλη της γιά τήν ἀντιμετώπισή του, προπαγανδίζοντας ἀντ’ αὐτοῦ, τό μάταιο κυνήγι τῆς φρούδας ἐλπίδας τῆς ἀπόλυτης εὐτυχίας ἐπί γῆς.

Ἡ συγκυπτουσα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ὅμως δέν συμπεριφέρεται ἔτσι. Ὁμολογεῖ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα της στόν Θεό, κυρίως μέ αὐτό πού κάνει, νά πηγαίνει δηλαδή μέ κόπο καί πόνο στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, νά συμμετέχει καί νά ἀντλεῖ ἀπό ἐκεῖ δύναμη. Δέν μιλᾶ καθόλου γιά νά ξέρουμε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς της, τό εἶδος τῶν αἰτημάτων της, ἡ ἀκόμη καί τά παράπονά της. Σπάνιο πράγμα ἄρρωστος ἄνθρωπος νά σιωπᾶ. Συνήθως σημαίνει ἀποθέματα ψυχικῆς δύναμης καί ὑπομονῆς, πού τοῦ ὑπαγορεύουν νά μήν κουράζει ἄλλους, ἀλλά νά βαστάζει μόνος μέ θάρρος τόν σταυρό τῆς ὅποιας ἀσθένειας.

Ἰησοῦς Χριστός, ὁ «ἰατρός ψυχῶν καί σωμάτων»

Καί ὁ Χριστός μας ἀπό τήν ἄλλη, δρᾶ πρωτότυπα. Βλέπει τή συγκυπτουσα καί διακόπτει τό κήρυγμά του, ἀποδείξη τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Πλάστη γιά τό πλάσμα του. Χωρίς ἡ γυναίκα νά τοῦ μιλήσει ἤ νά τοῦ ζητήσει τίποτε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀκουμπώντας τό κεφάλι της ἀμέσως τῆς λέει: γυναίκα εἶσαι λυμένη καί ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. Κανείς δέν τοῦ ζήτησε τίποτε κι ὅμως ὁ Χριστός ἐνεργεῖ εὐεργετικά. Εἶναι ὁ τρόπος πού μέχρι σήμερα ἐνεργοῦν οἱ Ἅγιοί μας, ἀκόμη καί σέ ὅσους δέν τούς γνωρίζουν, ἀκόμη καί σέ ὅσους δέν τούς ἔχουν ζητήσει τίποτε.

Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Χριστός διεκδίκει νά διαπιστώσει τήν πίστη ὅποιου τοῦ ζητᾶ ἕνα θαῦμα. Ἐδῶ, δέν τό κάνει, γιατί δέν χρειάζεται νά διαπιστώσει τίποτε. Ἡ ὑπομονή στήν ἀσθένεια καί τό συνακόλουθο σμίλεμα τῆς ψυχῆς, εἶναι ὑπεραρκετά γιά νά μαρτυρήσουν τήν ὁλοκληρωτική ἐξάρτηση ἀπό τόν Ἅγιο Θεό, ὡς τόν μόνον ἱκανό ὄχι ἁπλῶς νά παραχωρήσει τήν ἴαση τοῦ σώματος, ἀλλ’ ἐπιπλέον καί τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό καί Ἐκεῖνος πού γνωρίζει καλά τά μύχια τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων καί μπορεῖ νά διαπιστώσει τή γνήσια καί ἀνιδιοτελῆ τους ἀγάπη πρός Αὐτόν, ξέρει νά διακριβώνει ὄχι μόνο τήν κάθε ἀνάγκη τοῦ πλάσματός του, ἀλλά καί νά ἐπεμβαίνει κατά τό πνευματικῶς συμφέρον καί νά ἀποδίδει στόν καθένα ὅ,τι τοῦ χρειάζεται.

Ἀδελφοί μου, πολλές φορές οἱ Ἅγιοι τῆς πίστης μας ἀντιμετώπιζαν τήν ἀσθένεια στή ζωή τους ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ, ὡς ἀφορμή ἐντονότερης καί θερμοτερης προσευχῆς, ὡς αἰτία ὑπομονῆς καί συνακόλουθα εὐλογίας. Τό παράδειγμά τους ὑπάρχει γιά νά μᾶς μάθει πῶς μποροῦμε καί ἀπό τέτοιες δύσκολες καταστάσεις, ὅπως τῆς ἀσθένειας, νά λαμβάνουμε ἀφορμές πρακτικῆς φιλοσοφίας καί θεολογίας, γιά νά πλησιάζουμε ἀκόμη περισσότερο τόν Θεό, κατανοώντας τή θεία παντοδυναμία καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, συναισθανόμενοι ὅτι πατρίδα μας εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἡ γῆ αὐτή, καί αἰώνια κληρονομιά μας ἡ ἀποκατάστασή μας στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός. Ἀμήν.

 Πηγή: www.agiazoni.gr