Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ΠΑΞΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ

«Είμαστε ότι καταναλώνουμε». Αυτή είναι η αρχή που επικρατεί πλέον στον κόσμο μας. Ο προσανατολισμός του πολιτισμού μας είναι η αδηφαγία. Καταναλώνουμε τροφή, ενδυμασία, αγαθά, εκπαίδευση, διασκέδαση, ειδήσεις και πληροφορίες, τεχνολογία, γέλιο, δάκρυ, ηδονή. Οι ανάγκες μας έχουν πολλαπλασιασθεί, χωρίς να ανταποκρίνονται στο βαθύτερο νόημα της ύπαρξης.

Η δομή της εποχής μας οικονομοκεντρική. Η διαφήμιση μας πείθει ότι η ευτυχία μας έγκειται στη δυνατότητά μας να αγοράζουμε και να καταναλώνουμε. Φτώχεια σήμερα είναι όχι το να στερείσαι τα αναγκαία, αλλά να μην μπορείς να ξοδεύεις ελεύθερα. Και το όραμά μας είναι να μπορούμε να έχουμε περισσότερα από όσα μας χρειάζονται.

Ο καταναλωτισμός είναι μία στάση ζωής, σήμα κατατεθέν του πολιτισμού μας. Δεν μπορούμε εύκολα να τον αρνηθούμε, γιατί δεν είναι εύκολη η αντίσταση σε έναν τρόπο που θεωρείται η πραγματικότητα. Το πρόβλημα όμως έγκειται στην κατανάλωση πλέον και των αισθημάτων μας. Ο πόνος για την απώλεια του δικού μας ανθρώπου γίνεται κατανάλωση στον τηλεοπτικό φακό. Ο θυμός για κάποιο γεγονός δεν μπορεί να κρυφτεί. Η ησυχία και ο σεβασμός της προσωπικότητας, αναφαίρετα στοιχεία του ανθρώπινου βίου, πέφτουν θύματα της βουλιμικής περιέργειας των άλλων. Και η αγάπη, μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, καθίσταται σκάνδαλο, περιέργεια, χειροκρότημα, η γεγονός μιας συνάντησης.

Η Εκκλησία μιλά για την εγκράτεια ως στάση ζωής και το μήνυμα αυτό του ασκητικού τρόπου της είναι περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρο. Εγκρατεύομαι σημαίνει ότι στερούμαι εκούσια το δικαίωμά μου να καταναλώνω φαγητό, διασκέδαση, χρήματα, τον Άλλο, και ζω αγαπώντας το Θεό και τον Άλλο γνήσια, γιατί δεν αγωνιώ, αλλά χαίρομαι ο, τι μου δώσει ο Θεός.

Αυτός ο τρόπος θέλει πολλή απόφαση και αγώνα, αλλά είναι ο μόνος που μας καταξιώνει ως προσωπικότητες. Είναι ο μόνος που διαφυλάττει την ελευθερία μας και μας βοηθά να διακρίνουμε τις πραγματικές μας ανάγκες. Είναι ο μόνος που μπορεί να μας βοηθήσει να στραφούμε στο βάθος της ύπαρξής μας και να βρούμε απαντήσεις για τα νοήματα του βίου.

Ο καταναλωτισμός δημιουργεί ψευδαισθήσεις ευτυχίας. Ακόμα κι αν είναι δύσκολο να τον αποτινάξουμε ως στάση ζωής, μπορούμε να διδαχθούμε από την ασκητικότητα του βίου των Αγίων της Εκκλησίας μας και να κάνουμε μικρά βήματα. Βήματα εκούσια, που θα μας οδηγήσουν στην απεξάρτηση από ότι καταναλώνουμε και την ενασχόληση μ΄ αυτό που είμαστε πραγματικά. Γιατί αλλιώς η απληστία και η έλλειψη μέτρου θα μας κρατούν δέσμιους των παθών μας. Και η κατανάλωση θα γίνεται μία μόνιμη παγίδα εγκλεισμού στον εαυτό μας μακριά από την γνήσια ζωή.

Πηγή: Περιοδικό Ι.Μ. ΣΑΜΟΥ, ΙΚΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΣΕΩΝ "Μεταμόρφωσις", Μάιος 2007

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.

Κάποια μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησούν Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού».

Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;...

Μόλις τον βλέπουν ν' απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:

-Τι ζητείται;

-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.

-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα...

Ύστερα από λίγες μέρες καθώς τακτοποιούσαν και ετοίμαζαν τα δίχτυα ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησούν να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκυρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν' ακούση κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου.

Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στον ιερό και ύψιστον έργον του. Και αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, περιουσία και τον πατέρα που θα άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.

Από τη μέρα εκείνη ο σύνδεσμος του Ιωάννου με τον Ιησούν γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός ο αγαπημένος, ο κατ' εξοχήν αγαπημένος μαθητής του. Τον ακολουθεί καθ' όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του επί τρία χρόνια. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και είδε εκεί την Μεταμόρφωσι του Θεού Λόγου και την φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα αυτού ακούετε».

Επίσης κατά τον Μυστικόν Δείπνον εκάθισε κοντά στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν έμαθαν οι μαθηταί ότι κάποιος απ' αυτούς θα τον προδώση, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος του Ιησού και τον ερώτησε:

- Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώση;

Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι αυτός τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως σαν γνωστός του και κοντά σ' αυτόν μπήκε και ο Πέτρος.

Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος αυτός ήτο παρών κοντά στον Σταυρό εκείνες τις στιγμές, ενώ όλοι τον είχαν εγκαταλείψει, ο Διδάσκαλος αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την μητέρα του απευθυνόμενος στοργικά της λέει: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», γυρίζοντας κατόπιν προς τον Ιωάννην του λέγει: «Ιδού η μήτηρ σου». Τι άλλο μπορεί να υπάρξη πιο μεγάλη ευτυχία από τον λόγον αυτόν;

Από την ώρα εκείνη λοιπόν, επήρε, όπως ήταν άξιο και πρέπον, στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχήν Παρθένος. Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, αυτός αφού πρόλαβε τον Κορυφαίον Πέτρον και αφού έσκυψε πρώτος στον τάφο, είδε τα εντάφια και τον Χριστόν που ποθούσε. Δέχεται απ' Αυτόν το ζωογόνον φύσημα και προβάλλεται της Οικουμένης όλης Απόστολος. Αυτός είδε τον Κύριον όταν ανελήφθη.

Αυτός έπειτα εδέχθη την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους συμμαθητάς κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Αυτός τέλος και μέχρι την Κοίμησιν της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας αυτήν σ' όλες τις ανάγκες.


ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ύστερα από την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτον, έπεσε ο κλήρος ο Ιωάννης να έλθη στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ολόκληρη ήταν αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη.

Για το πράγμα αυτό λυπήθηκε ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία και δεν ήλπισε καθόλου στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθη με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορον την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στην θάλασσα για σαράντα ημέρες.

Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στην Σελεύκειαν. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια επήγε σ' έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών.

Όταν πήγε ευρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεόν που τους εγλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.


ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ - ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ
Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως την Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγαν Ιωάννην και τον μαθητήν του Πρόχορον τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ' ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σ' όσους έκαναν λουτρό.

Μέσα σ' εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέον ή μια νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνη τέτοιον φόνον ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέον και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχον το λουτρό. Απ' αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.


ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΝΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΑΥΤΩΝ
Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ' ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου.

Ο πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδησι τού θανάτου του επέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμιν για να αναστήση τον Δόμνον και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.

Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντή ότι είναι μάγος και τέλος να τον φοβερίζη ότι πρόκειται να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε μέσον για να αναστήση τον Δόμνον.

Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχήν. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλή τον Ιωάννην Θεόν και υιόν Θεού.

Ύστερα αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρησι για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα δε από τον Δόμνον ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.


ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ
Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμιν, γι' αυτό ο Απόστολος επήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σ' εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλον της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντας τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιον, αλλά το είδωλον μέχρι που το συνέτριψαν.

Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθησιν, αλλά βλέποντας τον Απόστολον να τους μιλάη για πίστι, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και κτυπούσαν τους ίδιους και τους επλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γής και χάθηκαν απ' αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άνθρωποι μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γής, γι' αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν.

Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σ' ένα τόπον που ωνομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια.

Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά εκείνος ο Δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναόν της Αρτέμιδος, και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθή απ' εκεί απ' τον Ιωάννη μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν απ' τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγη. Εξ' αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλον κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλωριά και υποσχόταν να το δώση σ' αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.

Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ' αυτόν, αν δεν παραδώση στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καή παρά να παραδώση τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθή σ' αυτούς πρόκειται πάλι να κάνη θαύματα και απ' αυτό να επιστρέψη πολλούς στην ζωή της ευσεβείας παρέδωκε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορον στους απίστους.

Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμισθή ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθη κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:

- Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.

- Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.

- Θέλω να ομολογήσης φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαόν εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.

Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέλησιν του Αγίου αποκρίθηκε.

- Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ' αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.

- Σου παραγγέλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μη κατοικήσης πια σ' αυτόν τον τόπον, είπε πάλι ο Απόστολος.

Αμέσως λοιπόν έφυγε ο Δαίμονας από την πόλι της Εφέσου. Οι Έλληνες δε βλέποντας αυτά εφοβήθηκαν και οι περισσότεροι απ' αυτούς τρόμαξαν. Απ' το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του.


ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ
Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης, και γύρισε πολύ πλήθος Ελλήνων στην πίστι του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ' αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού που εβασίλευε κατά το 82, ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγαν Ιωάννην μαζί με τον Πρόχορον.

Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε την σταθερότητα που έδειξαν για την πίστι τους τούς υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιούν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε τους έριξε σ' ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και απ' εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και εφανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεσι αυτή. Δηλαδή ότι πρόκειται να πάθη πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξορισθή σ' ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.

Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ' αυτά στην θάλασσα την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκλησιν του στρατιώτη θεράπευσε και ένα από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνη ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.

Αφού λοιπόν έφθασε ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ' αυτόν και το εξώρισε μακρυά απ' το νησί. Απ' το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ευρίσκοντο στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.


ΚΥΝΩΨ Ο ΜΑΓΟΣ
Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ωνομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ' έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ' αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την λατρεία των θεών.

Ο Κύνωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάη μόνος στη χώρα. Αφ' ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ' ετέρου δε επειδή αυτοί που βρίσκονταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ' αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι' αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλη έναν πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώση σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης.

Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:"

- Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα.

Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το Δαιμόνιον δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμι:

- Οι ιερείς το Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στην χώρα και να σε θανατώση. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας. Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω Άγγελον πονηρόν για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου και να την φέρη σ' εμένα για να την παραδώσω σε κρίσιν.

Και ο Ιωάννης του είπε:

- Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρης ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ' αυτόν;

- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπον, αλλά ψυχήν ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο Δαίμονας.

- Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.

- Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ' αυτόν. Και έχει συμφωνίαν αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους Δαίμονες, εμείς δε οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.

- Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσης άνθρωπον, ούτε να γυρίσης στον τόπο σου. Αλλά να φύγης έξω απ' αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά απ' το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ' αυτόν το πρώτο Δαιμόνιον έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο Δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπη το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθή έξω και να ιδή αυτά που γίνονται και να γυρίση να τα φανερώση στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα Δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ' το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το Δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Ωργίσθηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των Δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαόν, και κυριεύθηκε από θυμόν πολύν και είπε στον λαό.

- Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύση και σας και μένα. Αν μπορέση να κάνη εκείνο που θα πω σ' αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σ' όλα όσα λέγει.

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήτο εκεί του λέγει:

- Νέε, ζη ο πατέρας σου;

- Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.

Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:

- Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσης από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ' όλους μας ζωντανό και υγιή.

- Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλον τον λαόν.

- Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζη στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν.

Έπειτα λέγει προς τον νέον:

- Αυτός είναι ο πατέρας σου;

- Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δήτε μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».

Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε:

- Είχες υιόν;

- Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.

- Θα αναστηθή ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.

Και αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

- Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;

- Ναι, Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπος.

Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

- Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;

- Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι' αυτά.

- Όταν δης μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε θα θαυμάσης, είπε ο Κύνωψ.

- Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήση νεκρόν. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαόν. Αφήστε τον άταφον για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν απ' εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.


ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΝΩΠΟΣ
Ύστερα απ' αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαό σ' ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

- Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι' αυτό ως τώρα σε άφησα να ζης. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δης την δύναμί μου και θα ντροπιασθής.

Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις Δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.

Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότον, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθόν της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως συ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους Δαίμονες, που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν απ' την θέσι τους. Και αμέσως

Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό δε της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγή από την θάλασσα. Οι Δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ' τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.

Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγη ο Κύνωψ απ' την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ' αυτούς ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ' αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ' αυτούς πολλά για την πίστι τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στην θάλασσα, όπως παλαιά ο Φαραώ.


ΠΕΡΙ ΠΡΟΚΛΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρόν για τον υιόν της που λεγόταν Σωσίπατρος (αλλοίμονον!μέχρι που φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτα!). Επειδή δε δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε.

Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθή ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον εβοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ' ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο.

Όταν λοιπόν έπαθαν αυτήν την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.


ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Όταν εβασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, εστάλησαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν' αναχωρήση από την από την Πάτμο και να πάη στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν γι' αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολον

Δηλαδή να αφήση σ' αυτούς αντί για τον εαυτό του τους λόγους του και να γράψη σε βιβλίο το Μυστήριον όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας.

Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ' ενός, αφ' ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, ενήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχήν. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό που ήταν εκεί με τον μαθητή του Πρόχορον και ανέβασε όλη του τη σκέψι στον Θεό. Και, ώ του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.

Ο Ιωάννης όμως δεν φοβάται, αλλά στέκεται όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ' την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν. δ΄18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά «εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν.α΄1). Αυτήν την φωνή την φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε απ' το χέρι και έδιωξε απ' αυτόν λίγο τον φόβο.

Αφού τέλειωσε λοιπόν όλο το θείον Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Απ' εκεί διαδόθηκε σ' όλα τα πέρατα του κόσμου.


Ο ΝΕΟΣ ΛΗΣΤΗΣ
Αφού έφυγε από το νησί Πάτμο ο μέγας Απόστολος πήγε σ' ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε ένα τυφλόν επήγε σε μια γειτονική πόλι. Εκεί ευρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίον στο πρόσωπο και τον ωδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρεκίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι' αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήρησε όλο το ποίμνιον του Χριστού με την διδασκαλία του, και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ' αυτούς Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλι που είπαμε προηγουμένως.

Όταν ζήτησε τον νέον εκείνον που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι επήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων, (διότι είναι εύκολος και κατηφορικός ο δρόμος της κακίας). Λυπήθηκε, λοιπόν πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.

Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σ' αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών ωδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνήντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγη (διότι κατάλαβε ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης) τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια.

Κατώρθωσε να τον πάρη μαζί του με τη Χάρι του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλι. Και τόσο τον έκανε να προκόψη στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.


ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ
Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.

Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ' αυτούς από το σπίτι.

Αφού έφθασε σ' ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.

Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ' εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.

Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 26 Σεπτεμβρίου.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος β΄
Απόστολε, Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον, ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόνα τω στήθει καταδεξάμενος όν ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ Ήχος β΄Αυτόμελον
Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, τις διηγήσεται; βρύεις γαρ θαύματα και πηγάζεις ιάματα και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών, ως Θεολόγος και φίλος Χριστού.

Πηγή:Ιεραποστολικός Σύλλογος "Ο Άγιος Βαρνάβας"

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΠΑΝΑΓΙΑ, ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Η ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ - 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Κανένα πρόσωπο, κανένας άγιος, δεν έχει τόσα ονόματα, όσα έχει η Μαρία η «Κεχαριτωμένη». Ονόματα, που αναφέρονται στην αρετή της: Άσπιλη, Αμόλυντη, Αγνή, Αγία, Παναγία. Ονόματα, που αναφέρονται στη θέση, που κατέχει τώρα στον ουρανό: Βασίλισσα, Παντάνασσα, Πλατυτέρα, Ενδοξότερα των Χερουβίμ. Ονόματα, που αναφέρονται στις εικόνες της: Πορταΐτισσα, Ρόδον το Αμάραντον, Γαλακτοτροφούσα, Δεομένη, Τριχερούσα. Ονόματα, που αναφέρονται στα σημεία και τα θαύματά της: Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοος, Φανερωμένη, Ελεούσα, Γιάτρισσα. Ονόματα, που αναφέρονται στους τόπους, που τιμάται ιδιαιτέρως κάποια εικόνα της: Παναγία της Τήνου, Προυσώτιοοα, Χοζεβίτισσα, Μυρτιδιώτισσα.
Το τελευταίο όνομα έχει σχέση με τη σημερινή γιορτή. Είναι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας. Η ίδια η Παναγία είναι παντού. Αλλά κάθε τόπος της δίνει και ένα όνομα, για να θυμίσει κάποιο γεγονός, κάποιο ή  κάποια θαύματα της Παναγίας. Σήμερα λοιπόν γιορτάζει η Μυρτιδιώτισσα. Πρόκειται για γιορτή δεμένη με το νησί των Κυθήρων, αλλά που ξαπλώνεται και σ’ ολόκληρο τον ορθόδοξο χώρο. Όπως το νερό, που βγαίνει μεν από μία πηγή, αλλά μετά γίνεται ρυάκι και ποτάμι και ποτίζει όλο τον κάμπο.
Δύο τα κυριότερα στοιχεία της γιορτής: Η εικόνα και το θαύμα. Μία εικόνα της Παναγία βρέθηκε θαυματουργικά στα Κύθη­ρα, ανάμεσα σε μυρσίνες, που μοσχοβολούσαν. Γι’ αυτό και ονομάστηκε «Μυρτιδιώτισσα». Και το δεύτερο στοιχείο είναι τα θαύματα, που έκανε η εικόνα αυτή. Βεβαίως οι άπιστοι δεν τα δέχονται αυτά, όπως επίσης και οι αιρετικοί, όπως οι Χιλιοστές και οι Προτεστάντες. Αλλά και από τους λεγόμενους ορθοδόξους μερικοί θεωρούν υπερβολές ευσέβειας το να τιμάμε μία εικόνα ή τα θαύματα κάποιας εικόνας. Υπερβολή υπάρχει, όταν τιμάμε την Παναγία περισσότερο από το Χριστό, τον Υιό και Θεό της. Η Παναγία είναι άνθρωπος, θεωμένος κατά χάρη. Ο Χριστός είναι «κατ’ ουσίαν» Θεός.
Εύρεση της εικόνας
Μία εικόνα λοιπόν τιμάμε, αλλά και το θαύμα της εικόνας. Θαύμα! Να κάτι, που αμφισβητούν οι άπιστοι. Και όμως, το θαύμα είναι η φυσική κατάσταση για το Θεό. Το θαύμα είναι μπροστά μας, αρκεί να έχουμε ανοικτά τα μάτια μας. Όπου κι αν στρέψεις τα μάτια σου, θα δεις θαύματα. Όλος ο κόσμος είναι ένα θαύμα. Όλος ο άνθρωπος είναι ένα θαύμα. Όλη η ιστορία είναι ένα θαύμα. Όλη η Εκκλησία είναι ένα θαύμα. Ο κόσμος και η ιστορία είναι ένα υφαντό, που κέντησε ο Θεός με τη βελόνα, που λέγεται θαύμα! Το ένα θαύμα ακολουθεί το άλλο. Και με θαύματα συρράπτεται όλη η ζωή μας. «Και θαύμα συνάπτεται θαύματι» (Χρυσόστο­μος. Ε.Π.Ε. 9,240).
Τρία θαύματα είναι συνδεδεμένα με την εικόνα της Μυρτιδιώτισσας.
1.Το πρώτο είναι η εύρεσή της. Παράξενο πράγμα φαίνεται να βρεθεί κατά θαυματουργικό τρόπο μία εικόνα; Αλλά σας ρωτώ; Π ο ιό είναι δυσκολότερο, να κατασκευαστεί μία εικόνα ή να δοθεί από τον κατασκευαστή της αυτή η εικόνα; Ασφαλώς το πρώτο. Ε, λοιπόν, ο Θεός, που έκανε το δυσκολότερο, δεν μπορούσε να κάνει το ευκολότερο; Το δύσκολο: Ο Θεός κατασκεύασε από ανθρώπινο υλικό την εικόνα, την ύπαρξη, που λέγεται Παναγία. Αυτός που έκανε το δύσκολο, έκανε και το πολύ εύκολο. Έκανε να βρεθεί η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας.
Θαύμα γίνεται! Έχουμε την εύρεση αγίας εικόνας. Και, δόξα τω Θεώ, γίνονται τέτοια θαύματα, και είναι αυτά τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα. Αφού τέτοιες ευρέσεις γίνονται, η εύρεση της Μυρτιδιώτισσας δεν μπορούσε να γίνει;
2.Τό δεύτερο θαύμα της εικόνας της Μυρτιδιώτισσας έχει σχέση μ’ ένα παράλυτο, που θεραπεύτηκε. Δύσκολο; Όχι. Ο Χριστός ανέστησε τόσους παραλύτους και δεν θα μπορούσε να δώσει στη Μητέρα του τη χάρη να θεραπεύσει ένα παράλυτο, όταν ο ίδιος στους Μαθητές του είπε, ότι όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν «θα κάνει πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτά»; (Ιωάν. 14,12).
Θαύμα παραλύτου. Τέτοιο θαύμα ζητάει και η εποχή μας. Ο Χριστός θεράπευσε παράλυτα σώματα με το θαύματά του. Το σπουδαιότερο, θεράπευσε παράλυτες ψυχές με το λόγο του.
3. Το τρίτο θαύμα της εικόνας της Μυρτιδιώτισσας έχει σχέση με φρούριο των Κυθήρων, που το έσωσε η θαυματουργή εικόνα από σεισμό. Φρούρια πολλά σείονται σήμερα. Κινδυνεύουν να πέσουν τα φρούρια, τα οχυρά της πίστεως, της ελπίδας, της αγάπης. Αν μπορούν όλα τα πολυβόλα και όλοι οι πύραυλοι του κόσμου να γκρεμίσουν τον ήλιο από τη θέση του, άλλο τόσο μπορούν οι βλασφημίες και οι ασέβειες να γκρεμίσουν τον Ιησού Χριστό από το θρόνο της θεότητας. Αλλά ο Χριστός δεν είναι παραμύθι. Είναι το ιστορικό πρόσωπο, που λάμπει μέσα στους αιώνες με το θεϊκό του μεγαλείο.
Το σπουδαιότερο θαύμα
Είδαμε ορισμένα από τα θαύματα, που έκανε και κάνει η Υπεραγία Θεοτόκος. Οι άνθρωποι επιζητούν θαύματα, για να πιστέψουν. Μικρά είναι αυτά που ζητούν. Το μεγάλο θαύμα δυστυχώς δεν το ζητούν. Κι όμως αυτό το θαύμα έχει γίνει εκατομμύρια φορές μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας. Είναι η αλλαγή των ανθρώπων. Αν εμείς οι χριστιανοί πιστέψουμε δυνατά στον Ιησού Χριστό και με τη χάρη του καθαριστούμε, μοσχοβολήσουμε σαν τις μυρτιές, θ’ αποτελούμε την καλύτερη διαφήμιση του Ευαγγελίου.
Πηγή: Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη, «Κλήματα της Αμπέλου» -αποσπάσματα.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ - ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΖΩΗΣ

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΣΕΡΑΠΙΩΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ


«Εγνώρισάς μοι οδούς ζωής. πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου ...» (Ψαλμ. 15,11)

Ο Γέροντας αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός, κατά κόσμον Αλέξανδρος Βαφείδης, Καθηγούμενος της καθ΄ ημάς Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας από το 1973 εως το 2000, γεννήθηκε στην Νίκαια Πειραιώς το 1934 από ευσεβείς γονείς, η καταγωγή του όμως εχει μικρασιατικές ρίζες. Η εκ πατρός γιαγιά του Ευδοξία ήταν Κωνσταντινουπολίτισσα, ο δε παππούς του Αλέξανδρος κατήγετο από την Σηλυβρία της Θράκης και εφοίτησε στην περιώνυμη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το έτος 1906 μετοίκησαν στα Σήμαντρα της ευλογημένης γης της Καππαδοκίας, όπου εχρημάτισαν δημοδιδάσκαλοι για τις ανάγκες του ελληνισμού, και στην Ελλάδα ήλθαν μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έγγαμοι όντες, επολιτεύοντο ως μοναχοί, αγρυπνούντες και προσευχόμενοι. Χαρακτηριστικο είναι οτι η γιαγιά εκοιμήθη ως μοναχή με το όνομα Ευταξία, η δε μητέρα του ως μοναχή Αιμιλιανή.
01.jpg
Ο Γέροντας εκληρονόμησε από τον παππού τα πνευματικά και σωματικά χαρίσματα του και από την γιαγιά του ανεξάλειπτα πνευματικά βιώματα. Παιδιόθεν έφερε εντός του τον πόθο της αφιερώσεως και επιδιδόταν στην μελέτη του Ευαγγελίου και πολλών πατερικών βιβλίων, καθώς και στην αδιάλειπτη ευχή του Ιησού, απ΄ όπου αρυόταν αυθεντικές απαντήσεις και θείες εμπνεύσεις για την πορεία της ζωής του.
Έλαβε την πρωτοβάθμιον εγκύκλιο παιδεία στα Σήμαντρα Χαλκιδικής, όπου είχε εγκατασταθή η γιαγιά του, ενώ την δευτεροβάθμιον στην Νίκαια Πειραιώς, όπου διέμεναν οι γονείς του, με άριστη πάντοτε επίδοση. Τις σπουδές του συνέχισε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αρχικώς στην Νομική Σχολή επί δύο έτη, εν συνεχεία δε στην Θεολογική, για να λάβη ανάλογη με τις εφέσεις της ψυχής του μόρφωση.
Κατά την διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών, με ομάδα ομογνωμόνων και ομοφρονούντων φίλων του από τα γυμνασιακά χρόνια ανέπτυξε σπουδαία δράση, οργανώνοντας κατηχητικά, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις, όπου ανεδείχθησαν τα ψυχικά, πνευματικά, ηγετικά και οργανωτικά χαρίσματά του. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές, λόγω της παρεχομένης εκείνη την εποχή αγωγής και κατευθύνσεως, εσκέπτετο την ιερωσύνη, με απώτερον σκοπό την εξωτερική ιεραποστολή. Έκρινε όμως ότι θα ήταν καλύτερο να αρχίση την προετοιμασία για τον σκοπό αυτό σε ένα μοναστήρι. Απευθύνεται τότε προς τον μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο, που μόλις είχε αναλάβει τα ποιμαντικά του καθήκοντα και είχε φήμη φιλομονάχου επισκόπου.
Η κουρά του Γέροντα Αιμιλιανού ως μοναχού
Ήλθε στα Τρίκαλα το 1960 και ανέθεσε τα καθ΄ εαυτόν στον ποιμενάρχη, ο οποίος την 9η Δεκεμβρίου 1960 τον έκειρε μοναχό με το όνομα Αιμιλιανός. Ως μοναχός ενεγράφη στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου. Την 11η του ιδίου μηνός ο σεβασμιώτατος τον χειροτονεί διάκονο στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Τρικάλων και εν συνεχεία τον αποστέλλει σε διάφορες μονές των Μετεώρων, οι οποίες διήρχοντο τότε περίοδο λειψανδρίας, έως ότου τον εχειροτόνησε ιερέα στην Ιερά Μονή Βυτουμά, κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το έτος 1961.
02.jpg
Μετά την εις Πρεσβύτερον χειροτονία του εγκατεβίωσε στην Ιερά Μονή Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου, όπου και παρέμεινε επί ένα τετράμηνο, έως τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Στον έρημο και απομονωμένο εκείνον τόπο έζησε σε πλήρη μόνωση και ησυχία, εκζητώντας εμπόνως και εκτενώς τον Θεόν, «τον λυτρούμενον από καταιγίδος και ολιγοψυχίας». Ο Κύριος, εν τη προνοία του, έγινε ευήκοος εις τας μυστικός κραυγάς του, επεφάνη εις τον δούλον του και μεταμορφώνοντας την ύπαρξή του εν τω φωτί, του απεκάλυψε «οδούς ζωής».
Εστράφη πλέον με όλον του τον πόθο και τις δυνάμεις στην μοναχική ζωή και μέσα από τα εναπομείναντα λείψανά της οραματίζεται με ανυπέρβλητο θάρρος και πτεροφυά ελπίδα την αναβίωση και ανακαίνιση της.
Ηγούμενος του Μεγάλου Μετεώρου και πολύπλευρη δραστηριότητά του στην Μητρόπολη Τρίκκης
Στο τέλος του 1961, έχοντας και ο μητροπολίτης Τρίκκης τον ίδιο πόθο για την μοναχική ζωή, τον μετεκάλεσε από το Δούσικο και τον κατέστησε ηγούμενο στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου. Εκεί, μόνος κατ΄ αρχάς, παρά το πάντοτε εύθραυστον της υγείας του, ενισχύοντας τον εαυτόν του με μεγαλόθυμον υπομονή, αόκνως καλλιεργεί την ασκητική, μυστική και μυστηριακή ζωή. Αγρυπνεί, προσεύχεται αδιαλείπτως και επιδίδεται σε εμβριθέστατη και διαρκή μελέτη πατερικών, ασκητικών και εκκλησιαστικών έργων. Με ακόρεστη δίψα αναζητεί, ευρίσκει και ερευνά κάθε κείμενο που αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία του ορθοδόξου μοναχισμού και μάλιστα του κοινοβιακού, εμβαθύνοντας στους μοναχικούς θεσμούς της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και στα τυπικά διακεκριμένων αρχαίων μονών.
Ενώ η πολιτεία του ήταν καθαρώς ασκητική, την 1η Ιανουαρίου του 1962 ο μητροπολίτης του έδωσε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου και του ανέθεσε την διακονία του κηρύγματος, της εξομολογήσεως και της διαπαιδαγωγήσεως της νεότητος στην επαρχία του, ορίζοντας τον προϊστάμενο στον θεομητορικό ναό αγίας Επισκέψεως Τρικάλων. Ήρεμος, εύχαρις πάντοτε και προσηνής, ιεροπρεπής και αρχοντικός, λειτουργεί σχεδόν καθημερινώς, έκτοτε και μέχρι της ασθενείας του, ζει και ζωογονείται εκ του Άρτου της ζωής. «Θεόν φέρων εν τοις σπλάγχνοις του και θεϊκαίς αστραπαίς εξαστράπτων», εξέρχεται εκ των σπηλαίων του ως λύχνος καιόμενος και φαίνων τοις πιστοίς, σαγηνεύοντας τον λαό του Θεού με τα πνευματέμφορα κηρύγματα του και καταρτίζοντας αυτόν «εν πάση σοφία και συνέσει πνευματική».
Στα εξομολογητήρια τον περιεκύκλωνε πλήθος νέων και παιδιών, χάριν των οποίων προσέφερε αφειδώς κόπο, χρόνο, δάκρυα, προσευχή, «έτι δε και την εαυτού ψυχήν». Νέα περίοδος άρχισε από τούδε στην ζωή του σεβαστού Γέροντος. Δεν είναι πλέον μόνος. Γίνεται «πατήρ» διά πολλούς «υιούς και θυγατέρας του Θεού», ζει και αισθάνεται ως αληθής απόστολος. Η ζωή του είναι αφιερωμένη στα τέκνα του μετά πάσης ελευθερίας, χωρίς να αναμένη ποτέ, έως τέλους, ούτε την ελάχιστη ανταπόδοση και ανταπόκριση. Εκ του πλήθους αυτών αρκετοί σκέπτονται την μοναχική ζωή και, συν τω χρόνω, εδημιουργήθη ο πρώτος πυρήνας της αδελφότητος της Μονής του Μετεώρου, ενώ άλλοι στρέφονται στον κλήρο η στην οικογενειακή ζωή, όλοι πάντως ως μία ευρύτερη πνευματική οικογένεια με κέντρο το μοναστήρι.
Το 1963 εγκαταστάθηκαν στο Μεγάλο Μετέωρο οι δύο πρώτοι μοναχοί, και από το σχολικό έτος 1965-66 πλειάς μαθητών του γυμνασίου πολιτεύονται πλέον ως δόκιμοι πλησίον του. Την 6η Αυγούστου 1966 ο Γέροντας του, μητροπολίτης Διονύσιος, τον έκειρε μεγαλόσχημο μοναχό. Η ζωή του Μετεώρου και η πορεία του νεαρού, πλην όμως χαρισματούχου τέκνου του, κατευφραίνουν εμφανώς την καρδιά του σεβασμιωτάτου και την γεμίζουν με χρηστές ελπίδες. Στην άρχή της θεμελιώσεως της μοναχικής ζωής στα Μετέωρα συμβουλεύεται και συνάπτει πνευματικούς δεσμούς με σύγχρονες του οσιακές μορφές: Αθανάσιον Χαμακιώτη, παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη, Αμφιλόχιον Πάτμου, Φιλόθεον Ζερβάκο, Σίμωνα Αρβανίτη, Δαμασκηνόν Κατρακούλη. Την ίδια περίοδο συνδέεται με τους διαπρεπείς νυν Σέρβους ιεράρχας και φοιτητάς τότε του Πανεπιστημίου Αθηνών, πνευματικά τέκνα του αγίου Γέροντος και στύλου της σερβικής Εκκλησίας μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς, τον οποίον θα επισκεφθει στην Σερβία (1976), ως Καθηγούμενος πλέον της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας. Την ίδια εποχή ο Γέροντας άρχισε και τις προσκυνηματικές του πορείες στο Άγιον Όρος, για να συλλέξει πλούτον πνευματικής εμπειρίας. Γνωρίζεται τότε με τον αείμνηστο Γέροντα Παΐσιο και, φθάνοντας μέχρι την ακρώρεια του Άθωνος, συναντά τον μέγα αθλητή της υπακοής παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτη. Έκτοτε, μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύσσεται ιδιαιτέρα πνευματική σχέση, για την οποία ο οσιωθείς παπα-Εφραίμ έλεγε συχνά: «Βρήκα τον απολεσθέντα Γέροντά μου, έναν άλλο Γέρο-Ιωσήφ, τον χρυσόγλωσσο και σεβαστό Γέροντα Αιμιλιανό».
Το 1968, με την κουρά των νεαρών τότε υποτακτικών, απαρτίζει την αδελφότητά του Μετεώρου και, με βαθειά προνοητικότητα η καλύτερα προόραση, θέτει τις βάσεις της κοινοβιακής ζωής. Με το διορατικό του βλέμμα εξ αρχής εκλέγει και προκρίνει ως διάδοχό του τον μαθητή τότε Γυμνασίου Εμμανουήλ Ράπτη, τον σημερινόν Καθηγούμενον της Ιεράς Μονής μας πανοσιολογιώτατον αρχιμανδρίτην Ελισσαίον.Κατά το έτος 1972, μετά από πολυετή δοκιμασία και δυσκολίες, είναι έτοιμος ο πρώτος πυρήνας της γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, η οποία με Προεστώσα την νυν Γερόντισσα Νικοδήμη εγκατεστάθη προσωρινά στην Ιερά Μονή Αγίων Θεοδώρων, εγγύς των Μετεώρων.Ενώ η γυναικεία αδελφότης ήταν ακόμη στα σπάργανα, ο σοφός Γέροντας ετοίμαζε τον εσωτερικό Κανονισμό της -πνευματική διαθήκη και το μόνο γραπτό κείμενο του-, που σε τελική μορφή παρεδόθη στις αδελφές την 5η Μαΐου 1975, όταν πλέον είχαν εγκατασταθεί οριστικά στο σημερινό Μετόχι.
Εκλογή του ως Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας
Μετά την αδόκητη προς Κύριον εκδημία του μακαριστού μητροπολίτου Διονυσίου τον Ιανουάριο του 1970, την ανάγκη εξασφαλίσεως περισσότερον ήσυχου και καταλλήλου μοναστικού τόπου για την αδελφότητα, μακριά από τον θόρυβο και τον τουρισμό, καθώς και την επίμονη παράκληση της εν λειψανδρία τότε ευρισκομένης Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, τέλη του 1973, η αδελφότης του Μετεώρου μεταφυτεύεται στο Αγιώνυμον Όρος. Επειδή η θέση του ηγουμένου στην Ιερά Μονή ήτο κενή λόγω κοιμήσεως του μακαριστού αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους, ο Γέροντας την 25η Νοεμβρίου 1973 εκλέγεται από τους παλαιούς αδελφούς της Ιεράς Μονής, κατά τα αγιορείτικα τυπικά, Καθηγούμενος της Μονής και ακολούθως ενθρονίζεται την 17η Δεκεμβρίου από την Ιερά Κοινότητα. Την εγκατάσταση της Μετεωριτικής συνοδίας στον Ιερό Άθωνα εχαιρέτισαν οι Αγιορείται Πατέρες με πολλές ελπίδες. Και όντως ακολούθησαν και άλλες συνοδίες, ώστε να αυξηθούν κατά πολύ οι μοναχοί στο Άγιον Όρος.
Ο σεβαστός Γέροντας, συγχρόνως με την αγρυπνητική ζωή του, την Θεία Λειτουργία και τα λοιπά καθήκοντά του, επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της εσωτερικής ζωής της νέας αδελφότητος. Με σοφία και διάκριση προσλαμβάνει την αγιορείτικη παράδοση με τα υπάρχοντα τυπικά της, θέτει και την προσωπική του σφραγίδα -«στοίχων τοις θείοις Κανόσι» των αγίων Πατέρων, τους οποίους τόσο πολύ αγάπησε και με διακαή δίψα και κόπο έφερε και πάλι στο φως- και δημιουργεί το τυπικό της Μονής. Εκκεντρίζει με σεβασμό και αγάπη στην πείρα των παλαιών γερόντων τον νεανικό ενθουσιασμό, την αφοσίωση και τον ζήλο των νεωτέρων μοναχών, αυξάνοντας κατα πολύ την αδελφότητα. Με την εν γένει χρηστή διοίκησή του και την πατρική διαποίμανση ανώρθωσε το κύρος και προέβαλε την μακραίωνα παράδοση της παλαιφάτου αυτής Ιεράς Μονής.
Οργάνωση και ενίσχυση των μετοχιών της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας στην Ελλάδα και το εξωτερικό
Μετά την τακτοποίηση της συνοδίας του στο Άγιον Όρος, ενδιαφέρεται πατρικώς για την εγκαταβίωση της συμπηχθείσης γυναικείας αδελφότητος στην Ορμύλια Χαλκιδικής την 5η Ιουλίου του 1974, στο παλαιό Βατοπαιδινό μετόχι Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, το οποίο αγοράσθηκε από την Ιερά Μονή μας, και με την έγκριση του επιχωρίου επισκόπου και την συνδρομή της Ιεράς Κοινότητος κατέστη και λειτουργεί έκτοτε ως Μετόχιον αυτής.
Μύριους κόπους και πόνους κατέβαλε για την ανακαίνιση του ερειπωμένου και μικρού αυτού Μετοχίου, του οποίου κατηξιώθη να γίνη σοφός και μεγαλόφρων κτίτωρ, διότι τα πάντα έπρεπε να αρχίσει εκ του μηδενός. Εξασφαλίζοντας την απαραίτητη για την ησυχία πέριξ του Μετοχίου έκταση, άρχισε το 1980 την κτιριακή ανοικοδόμηση, «ευδοκία και χάριτι Θεού» αλλά και με την συνδρομή του πιστού λαού, ώστε σε μία περίπου δεκαπενταετία αναπτύχθηκε ένα μεγάλο Κοινόβιο. Απερίγραπτη ήταν η χαρά και η συγκίνηση του κατά την θεμελίωση του Καθολικού του Μετοχίου την 14η Σεπτεμβρίου 1980 από τον μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο, στο σεπτό πρόσωπό του οποίου συνήντησε τον διακριτικό και νουνεχή επίσκοπο. Το Μετόχι, την 25η Οκτωβρίου 1991 διά Σιγιλιώδους Πατριαρχικού Γράμματος της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, έλαβε Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή αξία.
Ακολουθώντας το παραδείγμα των Πατέρων, των βοηθούντων τους εν ανάγκαις και ασθενείαις συνανθρώπους, ιδρύει το 1982 πλησίον του Μετοχίου το Κέντρον πνευματικής και κοινωνικής συμπαραστάσεως «Παναγία η Φιλανθρωπινή» -κληροδότημα του αειμνήστου καπετάν Ιωάννου Χατζηπατέρα-, το οποίο λειτουργεί με την εποπτεία και φροντίδα της γυναικείας αδελφότητος, ως ταπεινή και ανιδιοτελής προσφορά στον λαό της περιοχής.
Ο Γέροντας θεωρούσε ως Σιμωνόπετρα και όλα τα Μετόχια της: την Ανάληψη στην Αθήνα, τον Άγιο Χαράλαμπο στην Θεσσαλονίκη, τον Όσιο Νικόδημο στον Πεντάλοφο Γουμενίσσης. Και στην Γαλλία τον Άγιο Αντώνιο, την Μεταμόρφωση και την Αγία Σκέπη. Για όλα έδειξε ενδιαφέρον, στοργή και συμπαράσταση, διότι πολλοί συγκομίζονται εκεί, βρίσκοντας την Εκκλησία τόσο κοντά τους.
Ιδιαίτερη πρόνοια και επιμέλεια έδειξε για τους προστρέχοντας εις αυτόν ετεροδόξους αλλοδαπούς, πολλούς εκ των όποιων εκατήχησε, εβάπτισε και έκειρε. Ανάμεσα τους ξεχωριστή θέση κατέχουν οι αρχιμανδρίται π. Πλακίδας Deseille και π. Ηλίας Ragot, μαζί με τις συνοδίες τους. Από αυτές, κατά το διάστημα 1979 έως 1984 και με την διαρκή καθοδήγηση και συμπαράσταση του Γέροντος, γεννήθηκαν, όπως αναφέραμε, τα τρία Μετόχια της Σιμωνόπετρας στην Γαλλία: ένα άνδρωο, του Αγίου Αντωνίου, και δύο γυναικεία, της Αγίας Σκέπης και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τα οποία αποτελούν φυτώρια του Ορθοδόξου μοναχισμού στην Δύση.
Από το 1980 μετέβη μερικές φορές στα Μετόχια της Γαλλίας, για να κατευθύνει και να ενισχύσει τις νέες αδελφότητες. Επισκέφθηκε τότε και τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Essex Αγγλίας, με τον οποίον συνδέθηκε με αμοιβαία αγάπη και βαθειά πνευματική σχέση. Το 1988 μάλιστα παρέστη στις εκεί τελετές αγιοποιήσεως του Γέροντος Σιλουανού και των εγκαινίων του ομωνύμου ναού του, ενώ το 1993, λίγο προ της κοιμήσεως του Γέροντος Σωφρονίου, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του να ευλόγηση την τελευταία κατοικία του στην νεόκτιστη κρύπτη. Ο Γέροντας συμμετείχε ως Καθηγούμενος στα κοινά του Αγίου Όρους στις συνάξεις των ανωτάτων θεσμικών οργάνων του, της Δισενιαυσίου Ιεράς Συνάξεως και της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως, με την πείρα δε και διάκριση του συνέβαλε προθύμως στην διευθέτηση πολλών αγιορείτικων υποθέσεων. Εκπροσώπησε επίσης πολλές φορές το Άγιον Όρος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Ελληνική Πολιτεία και αλλού, ως μέλος Ιεροκοινοτικών Επιτροπών και εξαρχικών αποστολών.
Εργαζόμενος κυρίως ως πνευματικός πατήρ της Μονής του και της αδελφότητος του εν Ορμυλία Ιερού Μετοχίου, τον περισσότερο χρόνο του διέθετε τόσο στην πληροφορία της διακονίας αυτής, όσο και στην εντρύφηση της μοναχικής ζωής στην φιλτάτη του μόνωση και ησυχία. Η αγάπη του όμως για τον λαό του Θεού και την Εκκλησία τον έκανε να ανταποκρίνεται ενίοτε και στις προσκλήσεις των κατά τόπους αρχιερέων η και άλλων φορέων, για ομιλίες η συμμετοχή του σε θεολογικά-μοναχικά συνέδρια στην Ελλάδα, στην Κύπρο ή άλλου, προς καταρτισμόν του χριστεπωνύμου πληρώματος.
Προορώμενος τον Κύριον ενώπιον του διά παντός, αντιπαρήρχετο με πολλήν φυσικότητα και απόλυτον ηρεμία και χαρά κάθε δυσκολία, δεχόμενος τα πάντα ως θεία ευλογία. Με την αυτή διάθεση δέχθηκε και την μεγάλη πυρκαϊά του Αυγούστου του 1990, η οποία κατέκαυσε το Άγιον Όρος και απείλησε σοβαρά την Μονή μας.
Απόσυρση του Γέροντα Αιμιλιανού στο μετόχι της Ορμύλιας
Στις αρχές του 1995 ένας μόνιμος κλονισμός της υγείας του υποχρέωσε τον σεβαστό Γέροντα να αποσυρθεί σταδιακώς από τα ηγουμενικά καθήκοντά του και να εγκατάλειψη το περιπόθητο μοναστήρι του και το πεφιλημένο του Άγιον Όρος. Το έτος 2000 ο σεπτός Πατήρ παρέδωσε την σκυτάλη της ηγουμενίας στον νύν Καθηγούμενον της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας πανοσιολογιώτατον αρχιμανδρίτην Ελισσαίον, ο οποίος με υϊικόν σεβασμό συνεχίζει το έργο του και ο ίδιος εφησυχάζει στο Μετόχι της Ορμύλιας, «ανταναπληρών τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί αυτού, υπέρ του σώματος του Χριστού, ο έστιν η Εκκλησία», με πολλή υπομονή και καρτερία.
Από τον πλούσιον πνευματικόν αμητόν του Γέροντος ελάχιστα κείμενα είδαν το φως της δημοσιότητος κατά τις ημέρες της δράσεως του, διότι ο ίδιος, έχοντας ως μόνον σκοπό τον καταρτισμό και την οικοδομή των πνευματικών του τέκνων ή του ποιμνίου της Εκκλησίας, απέφευγε ταπεινοφρόνως την έκδοσή τους.
Ο λόγος του Γέροντος Αιμιλιανού χαρακτηρίζεται από την βιωματική προσέγγιση των θεμάτων, την βαθειά ανάλυση των νοημάτων και το πηγαίον της εκφράσεως. Οι κατηχήσεις του αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά και παρακαταθήκη για τους μοναχούς του. Κρατήρ πεπληρωμένος «οίνου άκρατου», ο οποίος με την επ΄ εσχάτων σιωπή του κατέστη «περικεχρυσωμένος και περιηργυρωμένος», διαφυλάσσεται από τις δύο αδελφότητες ως τιμαλφέστατον κειμήλιο και εκχέεται στην Εκκλησία του Θεού ως διακονία αγάπης.
Την καταγραφή των πολυπληθών κατηχήσεων και ομιλιών του ανέλαβε η γυναικεία αδελφότης του Μετοχίου Όρμυλίας, η οποία και προέβη στην έκδοσή τους το έτος 1995, εγκαινιάζοντας την σειρά «Κατηχήσεις και Λόγοι». Στα πλαίσια της σειράς αυτής έχουν κυκλοφορήσει τέσσερεις τόμοι: Σφραγίς Γνήσια (1995), Ζωή εν Πνεύματι (1998), Αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω (1999), Θεία Λατρεία - Προσδοκία και όρασις Θεού (2001). Παράλληλα με την ελληνική έκδοση, οι Κατηχήσεις μεταφράζονται στην γαλλική, αγγλική, ρουμανική, ρωσική και σερβική γλώσσα.
Η δημοσίευση συνόλου του πνευματικού έργου του πολυφθόγγου Πατρός αποτελεί φροντίδα υϊικής αγάπης και αιωνίου ευγνωμοσύνης των τέκνων του, και αναμένεται να καλύψη σε πολλούς τόμους ποικιλία θεμάτων: ομιλίες και κηρύγματα, ερμηνεία ασκητικών Πατέρων (αββά Ησαΐου, Ησυχίου πρεσβυτέρου, Γρηγορίου Σιναΐτου, Μαξίμου του Ομολογητού, οσίου Θαλασσίου, οσίου Θεογνώστου), ερμηνεία μοναστικών κανόνων (Αντωνίου του Μεγάλου, αγίου Αυγουστίνου, αγίου Μακαρίου, αγίου Παχωμίου), μοναχικοί θεσμοί και πρακτική ζωή (μοναχισμός, μοναχικός κανών, η ζωή του μονάχου, σχέσεις Γέροντος και υποτακτικού), ερμηνεία βίων αγίων (οσίου Νείλου του Καλαβρού, οσίου Ρωμύλου), ερμηνείες Βιβλικών, υμνολογικών και θεολογικών κειμένων (ψαλμών, προφητειών, ύμνων, κ.ά.).
Η ηγουμενία του Γέροντος στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας αξιολογείται ήδη ως μία από τις ευλογημένες περιόδους της νεωτέρας ιστορίας της Μονής, για την οποία η ιδία σεμνύνεται, συμπίπτει δέ, θεομητορική προστασία, με την ευρύτερη αθρόα επάνδρωση και ακτινοβολία συνόλου του Αγίου Όρους. Όπως το διατυπώνει όμως ο ίδιος, «η μοναστική αδελφότης του Κοινοβίου, ζώσα με τον ίδιον αυτής ρυθμόν, ζη ουσιαστικώς εν τη Εκκλησία διά την Εκκλησίαν, ως η καρδία η μέλος τι σώματος, και δεν εκτιμάται από την ανάπτυξιν δραστηριότητος αλλά, κυρίως, από την εραστικήν αναζήτησιν του Θεού. Ούτως οι μοναχοί αποβαίνουν θεοειδείς, ελκύοντες και τους άλλους προς την θείαν ζωήν».

(Τυπικόν Ιερού Κοινοβίου Ορμυλίας).

Πηγή:www.pemptousia.com

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ, Η ΛΑΜΠΡΟΤΕΡΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΑΓΑΠΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΥ ΛΥΡΑΚΗ
Τον Σταυρό του Κυρίου προβάλλει κάθε χρόνο η αγία μας Εκκλησία την 14 Σεπτεμβρίου, σε προσκύνηση και λατρεία. Είναι το σύμβολο της υπερτάτης θυσίας του Κυρίου.
Ο απ. Παύλος μπορούσε με πειστικά και ακαταμάχητα επιχειρήματα να παρουσιάσει την πνευματική δύναμη και την ηθική αξία του Ευαγγελίου του Χριστού. Μπορούσε επίσης να καταπλήξει τους ακροατές του με το να παρουσιάσει το ανυπέρβλητο μεγαλείο της θείας δυνάμεως και εξουσίας του Ιησού. Προτιμά όμως την ατιμία και καταισχύνη του Σταυρού. Και στους Ιουδαίους, που ζητούσαν σημείο, και στους Έλληνες, που ήθελαν φιλοσοφικές αποδείξεις, ο απ. Παύλος προβάλλει τον Εσταυρωμένο. «Ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄, 23-24). Αυτή είναι και η διδασκαλία της Εκκλησίας. Εσταυρωμένο θέλει να Τον γνωρίζομε, να Τον πιστεύουμε. Έτσι γυμνό, άτιμο, πληγωμένο, νεκρό τον Κύριο της δόξης. Γιατί; Διότι:
α) Ο Σταυρός Του είναι η υψίστη απόδειξη της αγάπης Του προς εμάς. Και πράγματι. Τι Τον οδήγησε στον Σταυρό; Η αγάπη Του προς τους ανθρώπους, τους αμαρτωλούς ανθρώπους. Μπορούσε να αποφύγει τον Σταυρό. Να συντρίψει τους εχθρούς Του, τόσα θαύματα έκαμνε και δεν μπορούσε τώρα «παρακαλέσαι τον πατέρα Του και παραστήσει αυτώ πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;» (Ματθ. κστ΄ 53). Αυτό σκανδάλιζε, η αδυναμία τάχα του Σταυρού, τους Ιουδαίους. Δεν το απέφυγε όμως. Επροχώρησε «ως πρόβατον επί σφαγήν» (Πραξ. η΄ 32). Γιατί; Διότι αγαπούσε τον πεσόντα άνθρωπο, ήθελε να σώσει το απολωλός. «Ήλθεν ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Λουκ. ιθ΄ 10). Έτσι ένοχο και ακάθαρτο τον άνθρωπο, που ήταν ανάξιος κάθε αγάπης. «Συνίστησιν την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός ότι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. ε΄ 8). Η αγάπη Τον έκανε να οδηγηθεί στον Σταυρό. Η αγάπη Τον έκανε να προδοθεί, να ραπισθεί, να χλευασθεί, να μαστιγωθεί, να φορέσει το ακάνθινο στεφάνι, να χύσει το πανάγιο αίμα Του, να αποθάνει πάνω στον Σταυρό.
Αν Τον ερωτήσουμε, γιατί Κύριε, βρίσκεσαι σ’ αυτό το κατάντημα; Γιατί σε αγαπώ, θα πει στον καθένα μας. Η αγάπη Μου με έφερε σ’ αυτή τη θέση. Ήσουνα αμαρτωλός και θέλησα να σε δικαιώσω. Ήσουνα ελεεινός και έπρεπε να σε καθαρίσω. Ήσουνα ένοχος και έπρεπε να σε σώσω. Συ ήσουνα ένοχος θανάτου και αντί σου, κηρύχθηκα εγώ ένοχος. Ήσουνα αμαρτωλός και ανέλαβα το χρέος σου να το εξοφλήσω. Με βλέπεις εδώ, ενώ ο θρόνος μου είναι ο ουρανός και η γη υποπόδιο των ποδών Μου. Με βλέπεις καταραμένο και εγκαταλελειμένο, ενώ είμαι ο ευλογημένος Υιός του Θεού. Με βλέπεις ατιμασμένο, ενώ είμαι ο υπερύμνητος Κύριος, ο βασιλιάς της δόξας. Προς χάρη σου όλα τα παθήματα. Προς χάρη σου ο Σταυρός, ο θάνατος, η ταφή, η ανάσταση και η ανύψωσή Μου. Επειδή σε αγαπώ αμαρτωλέ, γι’ αυτό και τόσο σκληρά αποθνήσκω. Και έτοιμος είμαι να αποθνήσκω πάντοτε για σένα. Χιλιάδες φορές να σταυρωθώ, για να σε σώσω. Με αυτό τον θάνατο Μου σε σώζω, σου ανοίγω τις αγκάλες του Θεού. Σε εισάγω στον Παράδεισο. Διότι η αγάπη Μου είναι παντοδύναμη.
β) Πραγματικά η αγάπη του Εσταυρωμένου είναι παντοδύναμη. Αυτή έφερε την συμφιλίωση με τον Θεό Πατέρα. «Εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ. ε΄ 10). Είμασταν εχθροί με τον Θεό, διότι η αμαρτία ήταν, που μας κατέστησε εχθρούς με τον Θεό. Επήλθε λοιπόν η συμφιλίωση μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η αγάπη του Εσταυρωμένου το επέτυχε. Αν δεν υπήρχε αυτή, δεν θα υπήρχε και Σταυρός. Αυτή έστησε τον Σταυρό. Η Σταυρική θυσία του Κυρίου εξιλέωσε τον Θεό, έσχισε το χειρόγραφο των αμαρτιών «προσηλώσας αυτώ τω Σταυρώ» (Κολ. β΄ 14). Και έκανε τους αμαρτωλούς, από εχθρούς φίλους, από ξένους οικείους και παιδιά του Θεού. Αυτό το αδύνατο επέτυχε η αγάπη του Εσταυρωμένου.
Και το αποτέλεσμα; Κατέστησε τον ανάξιο άνθρωπο, ένδοξο πολίτη της βασιλείας του Θεού. Έτσι η δύναμη της αγάπης Του ελκύει τους πάντες. Όταν βρισκόταν στη γη δεν είχε πραγματικούς οπαδούς. Διότι δεν είχε εκδηλωθεί στον μέγιστο βαθμό η αγάπη Του. Από την στιγμή που η αγάπη οδηγεί στον Σταυρό, δια μέσου της καταισχύνης του Σταυρού, ελκύει τους πάντες προς Αυτόν. «Καγώ εαν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιω. ι΄ 32). Και ελκύει τον ληστή, ελκύει τον εκατόνταρχο, ελκύει τους σταυρωτές Του, ελκύει μυριάδες μαρτύρων, ομολογητών, πατέρων. Σύρει οπαδούς Του τα εκλεκτότερα πνεύματα του κόσμου. Σύρει βασιλείς και ηγεμόνες με τους στρατιώτες τους. Σύρει σοφούς και αμαθείς σε μια βασιλεία, την Εκκλησία Του. Και δίδει σε όλους την δύναμη να εξαγιάζονται, να γίνονται εργάτες και δημιουργοί μεγάλων έργων, υψηλών πολιτισμών. Ο απ. Παύλος απολογούμενος σε αρνητές διακηρύσσει: ο Εσταυρωμένος είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία των αμαρτωλών» (Α΄ Κορ. α΄ 24). Πραγματικά δύναμη αγάπης. Αλλά και σοφίας αγάπης, διότι δια του Σταυρού έλυσε η αγάπη του Θεού το πρόβλημα της σωτηρίας των αμαρτωλών.
Ιδιαίτερη χαρά δοκιμάζει ο Κύριος βρισκόμενος στο Σταυρό Του. Διότι ο Σταυρός είναι η λαμπρότερη εκδήλωση της αγάπης Του. Η τελειότερη εκδήλωση της χάριτος Του. Από το ύψος του Σταυρού μας λέγει: Για σένα αποθνήσκω και θα αποθνήσκω στο Ποτήριο της ζωής, σε κάθε Θεία Λειτουργία, για να σου μεταδίδω ζωή και αφθαρσία. Και εμείς εσταυρωμένο να Τον έχουμε και να Τον βλέπομε τον Χριστό μας. Για να ραγίζουν οι πέτρινες καρδιές μας, να θερμαίνονται οι ψυχές μας, να ελκύονται προς τον Σταυρό και την θυσία. Για τον Χριστό, για τον πλησίον να γινόμαστε άνθρωποι της αγάπης. Από την πηγή της χάριτος, να αντλούμε έλεος και χάρη, δύναμη κατά του κακού, δύναμη αγάπης προς εργασία του αγαθού.

Πηγή:www.agnikolaos.gr

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΔΙΟΚΛΕΙΑΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου»

(Λουκ. 23,42).

“Σ' όλες τις ψυχές που αγαπούν το Θεό, σ' όλους τους αληθινούς Χριστιανούς, θάρθει κάποιος πρώτος μήνας του Χρόνου, σαν τον Απρίλη, μια μέρα ανάστασης.”

(Ομιλίες του Αγ. Μακαρίου)

“Όταν ο Αββάς Ζαχαρίας επρόκειτο να πεθάνει, τον ρώτησε ο Αββάς Μωϋσής: «Τι βλέπεις;» Και ο Αββάς Ζαχαρίας απάντησε: «Πάτερ, δεν είναι καλύτερα να μην πω τίποτε;» «Ναι, παιδί μου», είπε ο Αββάς Μωϋσής, «είναι καλύτερα να μην πεις τίποτε».”

(Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου)

“Ο λόγος είναι το όργανο αυτού του κόσμου. Η σιωπή είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος.”

(Άγ. Ισαάκ ο Σύρος)

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ

«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του Μέλλοντος Αιώνος». Στραμένο προς το μέλλον, το «Πιστεύω» τελειώνει με μια νότα προσδοκίας. Αλλά, αν και τα Έσχατα πράγματα θάπρεπε ν' αποτελούν το σημείο για μια συνεχή αναφορά σ' όλη αυτή την επίγεια ζωή, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με καμιά λεπτομέρεια για την πραγματικότητα του Μέλλοντος Αιώνος. «Αγαπητοί», γράφει ο άγ. Ιωάννης, «νυν τέκνα Θεού εσμέν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα» (Α' Ιω. 3,2). Μεσ' από την πίστη μας στο Χριστό, αποκτάμε πότε-πότε μια ζωντανή, προσωπική σχέση με το Θεό· και ξέρουμε, όχι σαν υπόθεση, αλλά σαν πραγματικό γεγονός εμπειρίας, ότι αυτή η σχέση ήδη έχει μέσα της τα σπέρματα της αιωνιότητας. Αλλά σαν τι μοιάζει το να μη ζει κανείς μέσα στη ροή του χρόνου παρά μέσα στο αιώνιο Τώρα, όχι κάτω από τις συνθήκες της πτώσης αλλά μέσα σ' ένα σύμπαν όπου ο Θεός είναι «τα πάντα τοις πάσι» -απ' αυτό έχουμε μόνο μερικές λάμψεις μα όχι καθαρή αντίληψη· κι έτσι θάπρεπε πάντα να μιλάμε με προσοχή, σεβόμενοι την απαίτηση της σιωπής.

Υπάρχουν όμως τουλάχιστον τρία πράγματα που έχουμε το δικαίωμα να βεβαιώσουμε δίχως αμφιβολία· ότι ο Χριστός θα ξανάρθει μέσα σε δόξα· ότι με τον ερχομό του θ' αναστηθούμε από τους νεκρούς και θα κριθούμε· και ότι «της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος» (Λουκ. 1,33).

Πρώτα, λοιπόν, η Γραφή και η Ιερή Παράδοση μας μιλούν πολλές φορές για τη Δευτέρα Παρουσία. Δεν μας δίνουν λαβές για να υποθέσουμε ότι, μέσω μιας σταθερής προόδου μέσα «στον πολιτισμό», ο κόσμος θα καλυτερεύει, βαθμιαία, μέχρις ότου το ανθρώπινο γένος καταφέρει να εγκαταστήσει τη βασιλεία του Θεού πάνω στη γη. Η Χριστιανική άποψη για την ιστορία του κόσμου είναι τελείως αντίθετη σ' αυτό το είδος της εξελικτικής αισιοδοξίας. Αυτά που διδαχτήκαμε να περιμένουμε είναι: καταστροφές στο φυσικό κόσμο, συνεχείς πόλεμοι μεταξύ των ανθρώπων, σύγχυση και απόσταση ανάμεσα σ' αυτούς που καλούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς (βλ. ιδιαίτερα Ματθ. 24,3-27). Αυτή η περίοδος της αναταραχής θα κορυφωθεί με την εμφάνιση του «ανθρώπου της αμαρτίας» (Β' Θεσ. 2,3-4) ή Αντίχριστου, που, σύμφωνα με την παραδοσιακή ερμηνεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν θα είναι ο ίδιος ο Διάβολος, αλλά ένας άνθρωπος, ένας αληθινός άνθρωπος, στον οποίο θα είναι συγκεντρωμένες όλες οι δυνάμεις του κακού και που για ένα διάστημα θα κρατήσει ολόκληρο τον κόσμο κάτω από την εξουσία του. Η σύντομη βασιλεία του Αντιχρίστου θα τερματιστεί απότομα με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, τούτη τη φορά όχι με τρόπο κρυφό, όπως στη γέννησή του στη Βηθλεέμ, αλλά καθημένου εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχομένου επί των νεφελών του ουρανού»(Ματθ. 26,64). Έτσι η πορεία της ιστορίας θα φτάσει σ' ένα ξαφνικό και δραματικό τέλος, με μιαν άμεση παρέμβαση από το θείο χώρο.

Ο ακριβής χρόνος της Δευτέρας Παρουσίας μας είναι κρυφός: «ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πραξ. 1,7). Ο Κύριος θα έρθει «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α' Θεσ. 5,2). Αυτό σημαίνει ότι, αποφεύγοντας την καιροσκοπία για την ακριβή ημερομηνία, πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι και σε κατάσταση αναμονής. « Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω· γρηγορείτε» (Μαρκ. 13,37). Γιατί, άσχετ' αν το Τέλος έρθει αργά ή γρήγορα, στην ανθρώπινη χρονική κλίμακα είναι πάντα επικείμενο, πνευματικά πάντοτε πολύ κοντά. Πρέπει να έχουμε στις καρδιές μας μια αίσθηση ετοιμότητας. Με τα λόγια του Μεγάλου Κανόνος του Αγ. Ανδρέου Κρήτης, που διαβάζεται κάθε Τεσσαρακοστή, λέμε:

Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;

Το Τέλος εγγίζει, και μέλλεις θορυβείσθαι.

Ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός,

ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.

Η ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ

Δεύτερο, σαν Χριστιανοί πιστεύουμε όχι μόνο στην Αθανασία της ψυχής αλλά και στην Ανάσταση του σώματος. Σύμφωνα με την υπόδειξη του Θεού στην πρώτη μας δημιουργία, η ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο σώμα είναι αλληλεξαρτώμενα και κανένα δεν μπορεί να υφίσταται σωστά δίχως το άλλο. Σα συνέπεια της πτώσης, με το σωματικό θάνατο, αυτά τα δύο χωρίζονται, αλλ' αυτός ο χωρισμός δεν είναι τελικός και διαρκής. Στη Δεύτερη Έλευση του Χριστού, θα εγερθούμε απ' τους νεκρούς με την ψυχή μας και το σώμα μας· και έτσι, έχοντας ξανά ενωμένη την ψυχή με το σώμα, θα παρουσιαστούμε μπροστά στον Κύριό μας για την Τελική Κρίση.

Η Κρίση, όπως τονίζει με έμφαση το Ευαγγέλιο του Αγ. Ιωάννου, συνεχίζεται όλον τον καιρό σ' όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής μας. Όποτε, συνειδητά ή ασύνειδα διαλέγουμε το καλό, ήδη εισερχόμαστε προκαταβολικά στην αιώνια ζωή· όποτε διαλέγουμε το κακό παίρνουμε μια πρόγευση από την κόλαση. Η Τελική Κρίση κατανοείται καλύτερα σαν η στιγμή της αλήθειας, οπότε το κάθε τι έρχεται στο φως, όταν όλες οι πράξεις της εκλογής μας αποκαλύπτονται μ' όλες τους τις συνέπειες, όταν αντιλαμβανόμαστε με απόλυτη διαύγεια ποιοι είμαστε και ποιο υπήρξε το βαθύ νόημα και ο σκοπός της ζωής μας. Κι έτσι, σύμφωνα μ'αυτή την τελική διευκρίνιση, θα εισέλθουμε -με την ψυχή και το σώμα ξαναενωμένα- στον ουρανό ή στην κόλαση, στην αιώνια ζωή ή στον αιώνιο θάνατο.

Ο Χριστός είναι ο κριτής· κι όμως, από μιαν άλλη άποψη, εμείς εκφέρουμε την κρίση για τους εαυτούς μας. Αν κάποιος είναι στην κόλαση, δεν είναι γιατί ο Θεός τον φυλάκισε εκεί, αλλά γιατί εκεί είναι ο τόπος που ο ίδιος διάλεξε να βρίσκεται. Οι χαμένοι στην κόλαση είναι αυτοκαταδικασμένοι, αυτοσκλαβωμένοι· σωστά έχει ειπωθεί ότι οι πύλες της κόλασης είναι κλειδωμένες από μέσα.

Πώς μπορεί ένας Θεός αγάπης να δεχτεί ότι ακόμη κι ένα μόνο από τα πλάσματα που έχει φτιάξει θα μπορούσε να μείνει για πάντα στην κόλαση; Εδώ υπάρχει ένα μυστήριο που, από τη δική μας άποψη στην παρούσα ζωή, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βυθομετρήσουμε. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να κρατάμε σε ισορροπία δυο αλήθειες αντίθετες αλλά όχι αντιφατικές. Πρώτο, ότι ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο ελεύθερη θέληση κι έτσι αιώνια είναι στην εξουσία του ανθρώπου ν' απωθήσει το Θεό. Δεύτερο, ότι αγάπη σημαίνει συμπάθεια, συμμετοχή, κι έτσι, αν υπάρχουν κάποιοι που μένουν αιώνια στην κόλαση, κατά κάποιο τρόπο και ο Θεός βρίσκεται εκεί μαζί τους. Είναι γραμένο στους Ψαλμούς, «εάν καταβώ εις τον άδην πάρει» (Ψαλμ. 139,7)· και ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος λέει: «Είναι λάθος να φανταζόμαστε ότι οι αμαρτωλοί στην κόλαση είναι αποκομένοι από την αγάπη του Θεού». Η θεϊκή αγάπη βρίσκεται παντού και δεν αποδιώχνει κανένα. Εμείς, όμως, από τη δική μας πλευρά, είμαστ' ελεύθεροι ν' απωθήσουμε τη θεϊκή αγάπη: δεν μπορούμε ωστόσο να το κάνουμε δίχως να προξενήσουμε πόνο στους εαυτούς μας, και όσο πιο τελική είναι η απώθησή μας, τόσο πιο πικρή είναι η οδύν η μας.

«Στην ανάσταση» λένε Οι Ομιλίες του αγ. Μακαρίου, «όλα τα μέλη του σώματος θ' αναστηθούν: ούτε μια τρίχα δεν θα χαθεί» (πρβλ. Λουκ. 21,18). Ταυτόχρονα λέγεται ότι το αναστημένο σώμα θα είναι «πνευματικό σώμα» (βλ. Α' Κορ. 15,35-46). Αυτό δεν σημαίνει ότι στην ανάσταση τα σώματά μας κατά κάποιο τρόπο θα εξαϋλωθούν· αλλά θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η ύλη, όπως την ξέρουμε σ' αυτό τον πεπτωκότα κόσμο, μ' όλη της την αδράνεια και αδιαφάνεια δεν είναι η ίδια εκείνη ύλη, που ο Θεός την προόριζε να είναι. Ελευθερωμένο από την πλαδαρότητα της πεπτωκυίας σάρκας το σώμα στην ανάσταση θα μετέχει στις ιδιότητες του ανθρώπινου σώματος του Χριστού κατά τη Μεταμόρφωση κι έπειτα στην Ανάσταση. Αλλά, αν και μεταμορφωμένο, το σώμα μας στην ανάσταση θα αναγνωρίζεται ακόμη σαν το ίδιο σώμα, που έχουμε τώρα· θα υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στα δύο. Με τα λόγια του αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων:

Είναι αυτό το ίδιο σώμα που θ' αναστηθεί, αν και όχι στην τωρινή του κατάσταση της αδυναμίας· γιατί θα ενδυθεί «αφθαρσία» (Α' Κορ. 15,53) κι έτσι θα μεταμορφωθεί… Δεν θα χρειάζεται πια τις τροφές που τρώμε τώρα για να το διατηρήσουμε ζωντανό, ούτε σκάλες για να το ανεβάσουμε· γιατί θα γίνει πνευματικό και θα είναι κάτι το θαυμάσιο, τέτοιο που δεν μπορούμε να το περιγράψουμε όπως πρέπει.

Και ο άγ. Ειρηναίος μαρτυρεί:

Ούτε η δομή ούτε η ουσία της δημιουργίας καταστρέφεται. Είναι μόνο το «σχήμα του κόσμου τούτου» (Α' Κορ. 7,31) που περνάει -δηλαδή οι συνθήκες που δημιούργησε η πτώση. Και όταν αυτό το «σχήμα» θα έχει παρέλθει, ο άνθρωπος θ' ανανεωθεί και θα ανθίσει σε μια ακμή ζωής που θα είναι άφθαρτη,έτσι ώστε να μη μπορεί πια να γεράσει. Θα υπάρξει «ουρανός καινός και γη καινή» (Αποκ. 21,1)· και σ' αυτό τον καινούργιο ουρανό και την καινούργια γη ο άνθρωπος θα κατοικεί πάντα νέος και για πάντα συνομιλώντας με το Θεό.

«Ουρανός καινός και γη καινή»: ο άνθρωπος δεν σώζεται από το σώμα του αλλά μέσα σ' αυτό· δεν σώζεται από τον υλικό κόσμο αλλά μαζί μ' αυτόν. Επειδή ο άνθρωπος είναι ο μικρόκοσμος και ο σύνδεσμος της δημιουργίας, η σωτηρία του έχει σχέση επίσης με τη συμφιλίωση και τη μεταμόρφωση όλης της έμψυχης και της άψυχης δημιουργίας γύρω του -τη λύτρωσή του «από της δουλείας της φθοράς» και την είσοδο «εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21). Στην Καινή γη του Μέλλοντος Αιώνος υπάρχει σίγουρα μία θέση όχι μόνο για τον άνθρωπο αλλά και για τα ζώα: μέσα και μέσω του ανθρώπου θα μετέχουν κι αυτά στην αθανασία, όπως και οι βράχοι, τα δέντρα και τα φυτά, η φωτιά και το νερό.

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Τρίτο, αυτό το βασίλειο της ανάστασης, όπου με το έλεος του Θεού θα κατοικούμε με την ψυχή και το σώμα μας ξαναενωμένα, είναι ένα βασίλειο που «δεν θα έχει τέλος». Η αιωνιότητά του και το άπειρό του είναι πέρ' απ' τη σκοπιά της πεπτωκυίας μας φαντασίας· αλλά για δυο πράγματα οπωσδήποτε θάπρεπε νάμαστε σίγουροι. Πρώτα, η τελειότητα δεν είναι ομοιογενής αλλά διαφοροποιημένη. Δεύτερο, η τελειότητα δεν είναι στατική αλλά δυναμική.

Πρώτα, αιωνιότητα σημαίνει μία ανεξάντλητη ποικιλία. Αν είναι αλήθεια, από την εμπειρία μας σ' αυτή τη ζωή, ότι η αγιότητα δεν είναι μονότονη αλλά είναι πάντοτε διαφορετική, δεν πρέπει αυτό ν' αληθεύει, και μάλιστα σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό, για τη μέλλουσα ζωή; Ο Θεός μας υπόσχεται: «Τω νικώντι δώσω αυτώ… ψήφον λευκήν, και επί την ψήφον όνομα καινόν γεγραμμένον, ο ουδείς οίδεν ει μη ο λαμβάνων» (Αποκ. 2,17). Ακόμη και στον Μέλλοντα Αιώνα, το εσωτερικό νόημα της μοναδικής μου προσωπικότητας θα συνεχίσει να είναι αιώνια ένα μυστικό ανάμεσα στο Θεό και σε μένα. Στη βασιλεία του Θεού ο καθένας γίνεται ένα με όλους τους άλλους, αλλ' ο καθένας είναι ξεχωριστά ο εαυτός του, φέρνοντας τα ίδια χαρακτηριστικά που είχε σ' αυτή τη ζωή, αλλά με τα χαρακτηριστικά αυτά θεραπευμένα, ανανεωμένα και δοξασμένα. Με τα λόγια του αγ. Ησαΐα της Σκήτης:

Ο Κύριος Ιησούς μέσα στο έλεός του δίνει ανάπαυση στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του -στο μεγάλο σύμφωνα με το μεγαλείο του, και στο μικρό σύμφωνα με τη μικρότητά του· γιατί είπε «εν τη οικία του Πατρός μου μοναί πολλαί εισίν» (Ιω. 14,2). Αν και το βασίλειο είναι ένα, ακόμη και σ' αυτό το ένα βασίλειο ο καθένας βρίσκει τη δική του ιδιαίτερη θέση και το δικό του ιδιαίτερο έργο.

Ύστερα, αιωνιότητα σημαίνει ατέλειωτη πρόοδο, ασταμάτητη πορεία προς τα εμπρός. Όπως το είπε ο J.R.R. Tolkien, «οι δρόμοι παντα συνεχίζονται». Αυτό αληθεύει για την πνευματική Οδό, όχι μόνο σε τούτη τη ζωή, αλλά και στο Μέλλοντα Αιώνα. Συνέχεια κινούμαστε προς τα εμπρός. Ο Μέλλοντας Αιώνας δεν είναι απλώς μία επιστροφή στην αρχή, μία αποκατάσταση στην αρχική κατάσταση της τελειότητας στον Παράδεισο, αλλά είναι ένα ολοκαίνουργο ξεκίνημα. Θα υπάρξει ένας καινός ουρανός και μια καινή γη· και τα έσχατα πράγματα θα είναι μεγαλύτερα από τα πρώτα.

«Εδώ κάτω», λέει ο Newman, «το να ζης σημαίνει ν' αλλάζεις, και το να είσαι τέλειος σημαίνει να έχεις αλλάξει πολλές φορές». Αλλ' αυτό συμβαίνει μόνο εδώ κάτω; Ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης πίστευε ότι ακόμη και στον ουρανό η τελειότητα είναι ανάπτυξη. Λέει ότι σαν ένα τέλειο παράδοξο η ουσία της τελειότητας συνίσταται ακριβώς στο ότι ποτέ δεν γίνεται κανείς τέλειος, αλλά στο ότι πάντα προχωρεί μπροστά σε κάποια μεγαλύτερη τελειότητα που βρίσκεται πιο πέρα. Αφού ο Θεός είναι άπειρος, αυτή η συνεχής «προς τα πρόσω πορεία» ή «επέκτασις», όπως την ονόμασαν οι Έλληνες Πατέρες, αποδεικνύεται ότι δεν έχει όρια. Η ψυχή κατέχει το Θεό κι όμως ακόμη ψάχνει γι' αυτόν· η χαρά της είναι απόλυτη, κι όμως ολοένα γίνεται πιο έντονη. Ο Θεός όλο και μας πλησιάζει κι όμως ακόμη παραμένει ο Άλλος· τον ατενίζουμε πρόσωπο με πρόσωπο, κι όμως ακόμη συνεχίζουμε να προχωρούμε όλο και πιο βαθιά μέσα στο θείο μυστήριο. Αν και δεν είμαστε πια ξένοι, δεν παύουμε να είμαστε οδοιπόροι. Προχωρούμε «από δόξης εις δόξαν» (Β' Κορ. 3,18), κι ύστερα σε μια δόξα που είναι ακόμη μεγαλύτερη. Ποτέ, σ' όλη την αιωνιότητα, δεν θα φτάσουμε στο σημείο όπου θα έχουμε εκπληρώσει όλα όσα πρέπει να γίνουν, ή θα έχουμε ανακαλύψει όλα όσα μπορούν να γίνουν γνωστά. «Όχι μόνο στον παρόντα αιώνα αλλά και στον Μέλλοντα», λέει ο Άγ. Ειρηναίος, «ο Θεός πάντα θα έχει να διδάξει τον άνθρωπο κάτι περισσότερο, κι ο άνθρωπος πάντα θα έχει να διδαχθεί κάτι περισσότερο απ' το Θεό».

Απόσπασμα από του βιβλίου "Ο Ορθόδοξος Δρόμος"

Πηγή:www.vatopaidi.wordpress.com

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΣΠΟΡΕΑΣ, Ο ΣΠΟΡΟΣ, Ο ΑΓΡΟΣ


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ

Κάθε χρόνο ακούμε στις εκκλησίες μας την παραβολή του σπορέως (Λουκά η΄, 5-15). Μετά την σύντομη περιγραφή της σποράς και της τύχης που ε8χαν οι σπόροι, ο Κύριος, ανταποκρινό­μενος σε αίτημα των μαθητών, εξηγεί τι αντιπροσωπεύει κάθε μία από τις τέσσαρες κατηγορίες εδάφους όπου έπεσε ο σπόρος, ο λόγος του Θεού: «παρά την οδόν», «επί την πέτραν», «μέσv ακανθών» και «γη αγαθή».
Αν και γνωρίζει ο Σπορέας ότι μόνον μία από τις περιπτώσεις
–κατηγορίες εδαφών αποτελεί γη αγαθή, άνθρωποι «οίτινες εν καρδία καλη και αγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή», δεν φείδεται κόπου και σπόρου, αλλά σπέρνει «τον σπόρον αυτού» απλόχερα και πλουσιοπάροχα. Δεν κάνει διακρίσεις. Όπως «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε΄, 45).
Έτσι και οι απεσταλμένοι Του σπέρνουν τον λόγο του Ευαγγελίου αφειδώλευτα σε Ναούς, σε αίθουσες, στην ύπαιθρο, προφορικά, εγγρά­φως και με τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Και αυτοί δεν κάνουν διακρίσεις. Δεν μετρούν την αποτελεσματικότητα της προσφοράς τους. Στην αγροτική δραστηριότητα υπάρχουν μετρήσιμα στοιχεία. Μπορούμε να προσδιορίζουμε στρεμματικές αποδόσεις.
Στον χώρο της ιεραποστολής έχουμε μεγέθη πνευματικής τάξεως και τα γνωστά μας οικονομικοτεχνικά και άλλα κριτήρια μετρήσεως, αξιολογήσεως δεν ισχύουν. Όταν και στον υλικό κόσμο ανακύπτουν γεγονότα, εξελίξεις και καταστάσεις που εκφεύγουν των γνώσεων και προβλέψεών μας, τι μπορούμε να πούμε για τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο; Όχι μόνο γιατί τον γνωρίζουμε λιγώτερο, αλλά και για άλλους λόγους, που προκαλούν άπειρες διαφοροποιήσεις (κληρονομικότητα, περιβάλλον, παιδεία). Η ελευθερία της βουλήσεως αποτελεί παράγοντα διαφοροποιήσεων. Ακόμη, υπάρχουν δυνάμεις που δρουν και επιδρούν στον χώρο της πνευ­ματικής διαστάσεως της υπαρξεώς μας. Τίς γνωρίζουμε. Είναι το Άγιον Πνεύμα και ο φύλακας Άγγελος. Είναι οι “αρχές” και οι “εξουσίες”, οι «κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου» (Εφεσ. στ΄, 12).
Όπως στη γεωργία έτσι και στην ιεραποστολή η σπορά επαναλαμ­βάνεται. Στη γεωργία, επειδή είναι ο φυσιολογικός κύκλος για πολλά είδη. Στην ιεραποστολή, γιατί συνεχώς έρχονται στη ζωή νέοι άνθρωποι. Και επειδή ο λόγος του Θεού είναι τροφή της ψυχής (Ματθ. δ΄ 4), στήριγμα στον αγώνα της, φως στην πορεία της, θωράκιση στις επιθέσεις που δέχεται, σωτήρια γνώση.
Αυτά ως προς την αγαθή γη. Υπάρχουν και οι άλλες τρεις κατηγορίες αγρού όπου ο λόγος του Θεού, όταν έπεσε μία ή περισσότερες φορές δεν καρποφόρησε. Όμως η ακαταλληλότητα του εδάφους δεν είναι οριστική. Συντελούμενες ζυμώσεις (διανοητικές, ψυχικές, όργωμα με το υνί του πόνου, απογοητεύσεις κ.ά.) το καθιστούν πρόσφορο. Ο σπόρος μπορεί κάποτε να ριζώσει και καρποφορήσει.

Πηγή: «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου.

ΩΡΕΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΑΡΑΧΗΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

Η επιστολή αυτή του Χρυσοστόμου Σμύρνης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη στάλθηκε λίγες μέρες πριν από το μαρτυρικό του τέλος. Καταγράφει την αγωνία και τις άοκνες προσπάθειες του ιεράρχου για την προστασία των χριστιανών από τα επερχόμενα δεινά, αλλά και την ακατανόητη στάση των ελληνικών αρχών μπροστά στην βέβαιη καταστροφή.

Παναγιώτατε Δέσποτα,

Διερχόμεθα ημέρας και ώρας μεγάλης ταραχής και αγωνίας. Τα μέχρι της σήμερον αήττητα αναδειχθέντα Ελληνικά όπλα φαίνεται ότι εκάμφθησαν προ των κολοσσιαίων παντοίας φύσεως πολεμικών υλικών, ιδίως πυροβολικού, αεροπλάνων και αυτοκινήτων, αλλά και ανδρών, παρασκευών και προμηθειών του εχθρού. Η μία μετά την άλλην αι πρώται οχυρωματικαί μας γραμμαί έπεσαν εις χείρας του εχθρού. Μετά τας θέσεις του Αφιόν Καραχισάρ, και τα επίσης στρατηγικά σημεία Τοναλού Βουνάρ εγκατελείφθησαν υπό των ημετέρων, οι οποίοι νυν μάχονται απεγνωσμένον αγώνα εν Μπανάζ.

Σήμερον την μεσημβρίαν ακριβώς επεσκέφθην τον Επιτελάρχην της Στρατιάς Στρατηγόν κ. Βαλέτταν και ηρώτησα αν υπάρχουν ελπίδες βάσιμοι να αναχαιτισθή υπό του στρατού μας η εξαπολυθείσα εχθρική επίθεσις και προέλασις.

Ομολογώ δε ότι εκ των απαντήσεών του δεν έμεινα διόλου ικανοποιημένος και ευχαριστημένος- διότι και αι παρήγοροι λέξεις, ας μοί προσέθηκεν, ότι έχομεν και άλλας γραμμάς αμύνης εν Ουσάκ και εν Φιλαδέλφεια, διόλου δεν μας καθησύχασαν. Εν δε τη συσκέψει των Δύο Ανωτάτων Κοινοτικών Σωμάτων της πόλεως, ήτις έλαβε χώραν σήμερον περί το εσπέρας, παρά πάντων ωμολογήθη το λίαν κρίσιμον και σοβαρόν της καταστάσεως και μετά τας δηλώσεις έτι και διαβεβαιώσεις του Υπάτου Αρμοστού προς μεταβάσαν παρ' αυτώ ιδιαιτέραν Επιτροπήν, ότι τόσον αυτός όσον και ο Αρχιστράτηγος αγρυπνούσι και λαμβάνουσιν όλα τα υπό των περιστάσεων ενδεικνυόμενα μέσα και μέτρα, και πάλιν τα πνεύματα όλων είνε τεταραγμένα και εξεγηγερμένα, μετά την εις Σμύρνην μάλιστα άφιξιν των πρώτων καταφόρτων εκ δυστυχών προσφύγων εξ Ουσακίου και άλλων χωρών σιδηροδρομικών συνολκών.

Οι πάντες προαισθάνονται ότι οι μέγιστοι των κινδύνων και των συμφορών επικρέμανται επί του δυστυχούς Χριστιανικού π λ η θ υ σ μ ο ύ , όσον του εσωτερικού, άλλο τόσον και της Σμύρνης, γνωστού όντος μάλιστα ότι και αυτοί οι αστικοί και αγροτικοί Τουρκικοί πληθυσμοί όλοι, ουδενός εξαιρουμένου, είνε ωπλισμένοι μέχρις οδόντων, χάρις εις την ακατανόητον επί τριετίαν ανοχήν και μακροθυμίαν τής Υπάτης Αρμοστείας και όλων των λοιπών Στρατιωτικών και Αστυνομικών Ελληνικών Αρχών.

Νικηφόρος είσοδος του Τουρκικού στρατού εις τας πόλεις του εσωτερικού και δη και εις την πρωτεύουσαν πόλιν Σμύρνην και η συνένωσις μετ' αυτού όλων των εξωπλισμένων Τουρκικών πληθυσμών, όσοι πλήρεις ασφαλείας και ησυχίας έζων μέχρι τούδε υπό την σκέπην της Ελληνικής Διοικήσεως και την προστασίαν του Ελληνικού Στρατού, μεθ' οίων εξάψεων λύσσης και αγρίας σφαγής θέλει σημειωθή. Είνε περιττόν να σημειώσω ενταύθα, διότι όλοι έχομεν πικροτάτην αιματηράν πείραν των αλλεπαλλήλων και συνεχών και αναπόφευκτων σφαγών, δι' ων σημειούται πανταχού η διάβασις των Τούρκων είτε ως ηττημένων είτε ως νικητών. Δυστυχώς, όλος και ο υπαίθριος των χωρίων και ο αστικός των πόλεων Ελληνικός πληθυσμός διατελεί παντελώς άοπλος χάρις εις τα αυστηρά και όντως δρακόντεια μέτρα, άτινα κατ' αυτού ελήφθησαν, αφ' ου υπό της Υπάτης Αρμοστείας ουδ' εις αυτήν την επί άλλαις χρησταίς ελπίσι ιδρυθείσαν εν Σμύρνη Ελληνικήν Μικρασιατικήν Άμυναν επετράπη να αγοράση και φέρη όπλα και εξόπλιση πολιτοφυλακάς προς αναπτέρωσιν του καταπεπτωκότος φρονήματος των ημετέρων και προστασίαν της ζωής των πολιτών τουλάχιστον από τας συμμορίας και τα άτακτα Τουρκικά στίφη· και θα συμβή δια τον λόγον τούτον το πρωτάκουστον φαινόμενον να παραδοθή εις την σφαγήν και τον όλεθρον ολόκληρος εκατοντάδων χιλιάδων Ελληνικός πληθυσμός, χωρίς να δυνηθή να αντιτάξη αξιόχρεων τινά υπέρ της ζωής του έστω και πρόσκαιρον ολίγων ημερών η ωρών άμυναν, μέχρις ου τουλάχιστον παρέμβωσιν αι Ευρωπαϊκαί Δυνάμεις και σώσωσι την κατάστασιν και τούτο κατόπιν των τόσων διατυμπανισθέντων και διαλαληθέντων περί Παμμικρασιατικής Ελληνικής Οργανώσεως και Αμύνης, τα οποία χάρις εις τας ακατανοήτους και ακαταλογίστους απαγορεύσεις της Ελληνικής Διοικήσεως έμειναν γεγραμμένα μόνον εν τοις προς την Μικρασιατικήν Άμυναν υπομνήμασί μου και εν ταις ακαδημαϊκαίς και πλατωνικαίς συζητήσεσι και τοις πρακτικοίς των μελών της λεγομένης Μικρασιατικής εν Σμύρνη Αμύνης.

Των πραγμάτων επί ξυρού ακμής και εν ούτω κρισίμω σημείω ευρισκομένων, όλων τα απέλπιδα όμματα στρέφονται και πάλιν προς την Μητέρα Εκκλησίαν και ικετεύομεν πάντες την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα, όπως εν τη αξιοχρέω Αυτής μερίμνη προβή επειγόντως και αποτελεσματικώς εις τα κατάλληλα παρά τοις εν Κωνσταντινουπόλει Υπάτοις Αρμοσταίς προς σωτηρίαν των εις έσχατον κίνδυνον σφαγής και ολέθρου ευρισκομένων χιλιάδων Χριστιανών τέκνων Της σοβαρά μέτρα. Ημείς ενταύθα αποστέλλομεν αύριον Επιτροπάς εκ μελών των Δύο Σωμάτων υπό την προεδρίαν μου τόσον προς τον Ύπατον Αρμοστήν και τον Αρχιστράτηγον όσον και προς τους ενταύθα Γενικούς Προξένους Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Αμερικής, ίνα εφελκύσωμεν την προσοχήν των επί των μελλόντων γενέσθαι μεγίστων κακών,τα οποία ημείς μεν οι Χριστιανοί ορμεμφύτως διαισθανόμεθα ότι θα λάβωσι χώραν καθ' όλην την Μικρασίαν εις μεγίστην και ευρυτάτην κλίμακα, οι δε ημέτεροι Αρμοστής και Αρχιστράτηγος, καθώς και οι ξένοι Πρόξενοι, δεν θέλουσι να πιστεύσωσι ότι είνε δυνατόν εν πλήρει εικοστώ αιώνι να λάβωσιν χώραν εν αυτώ τω ομφαλώ της Ευρώπης υπό τα όμματα όλου του πεπολιτισμένου Χριστιανικού κόσμου.

Μόνον φοβούμεθα μήπως δεν μας επιτραπή υπό των Ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών του τόπου Αρχών να τηλεγραφήσωμεν και καταστήσωμεν εγκαίρως ακουστήν την φωνήν της οδύνης μας και εις τα Χριστιανικά Ανακτοβούλια και τας Κυβερνήσεις της Ευρώπης και Αμερικής. Εφ' ω και προσθέτως ικετεύομεν την Υμετέραν Παναγιότητα ίνα μη λείψη εγκαίρως να διαφώτιση την Χριστιανικήν συνείδησιν των πεπολιτισμένων λαών και ιδία του Κληρικού κόσμου της Ευρώπης και Αμερικής περί των επαπειλουμένων κατά των Χριστιανών της Μικρασίας μεγίστων κακών.

Επί τούτοις επιφυλασσόμενος να αναφέρω τακτικώς ει τι σοβαρόν οσημέραι λαμβάνει χώραν εν τω τόπω προς πλήρη διαφώτισιν και γνώσιν της Μητρός Εκκλησίας, δράττομαι της ευκαιρίας να σημειωθώ μετ' άκρου σεβασμού.

Εν Σμύρνη τη 19η Αυγούστου 1922

Ο Σμύρνης Χρυσόστομος.

Πηγή: Εκ του βιβλίου «Το αρχείον του εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου», εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης. Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που είναι αποφασισμένοι να αγωνίζονται, να θυσιάζονται, να προσφέρουν. Άνθρωποι, σαν τον Άγιο Εθνομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη, που μαρτύρησε για τη Πίστη και την Πατρίδα στην Σμύρνη το ματωμένο καλοκαίρι του 1922. Το πέρασμά του από τη Μητρόπολη Δράμας (22-7-1902 έως 10-6-1909 και τύποις μέχρι 10-3-1910) συνδέθηκε με το αποκορύφωμα του Μακεδονικού Αγώνος. Ο Χρυσόστομος ως Μητροπολίτης Δράμας, Ζιχνών και Νευροκοπίου επετέλεσε στο ακέραιο το εκκλησιαστικό και εθνικό του καθήκον και μαζι με άλλους κληρικούς και Μακεδονομάχους έσωσε την ελληνικότητα της Μακεδονίας από διπλό κίνδυνο. Η Μακεδονία τότε βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό αλλά ο βουλγαρικός εθνικισμός και ο πανσλαβισμός σχεδίαζαν να διαδεχθούν τους Οθωμανούς και να την ενσωματώσουν στη «Μεγάλη Βουλγαρία». Ο αγώνας ξεκίνησε ως εκκλησιαστικός με το Σχίσμα του 1870 και την Βουλγαρική Εξαρχία και γρήγορα έλαβε εθνικές, στρατιωτικές και πολιτικές προεκτάσεις. Ο Ελληνισμός είχε ως πνευματικό προστάτη το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως πολιτικό βραχίονα την οργάνωση του Ίωνος Δραγούμη και του Λάμπρου Κορομηλά και ως ένοπλη έκφραση τα μακεδονικά αντάρτικα σώματα αποτελούμενα από εντοπίους Έλληνες της Μακεδονίας και από στρατιωτικούς και εθελοντές που ήλθαν από την Νότιο Ελλάδα και την Κρήτη.Στις 23-5-1902, όταν εξελέγη από την Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως Μητροπολίτης Δράμας ο Χρυσόστομος απεχαιρέτησε τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ με τα εξής προφητικά λόγια:Έν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η Μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν έπι της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου.»Η εθνική δράση του στη Δράμα είχε συντονιστικό και πνευματικό περιεχόμενο. Ίδρυσε Μητροπολιτικό ναό, Μητροπολιτικό Μέγαρο, Νοσοκομείο, Σχολή Αρρένων,Σχολή Θηλέων, Γυμναστήριο, Μουσικό Όμιλο και 34 σχολεία για να μορφώνονται τα ελληνόπουλα. Η Εκκλησία, το Σχολείο και τα Μουσικοφιλολογικά σωματεία ήσαν την εποχή εκείνη οι στυλοβάτες της αμύνης του Ελληνισμού κατά των τουρκικών και βουλγαρικών προπαγανδών και διεφύλαξαν την εθνική συνείδηση. Παραλλήλως ο Χρυσόστομος με τα κηρύγματά του καλούσε τους Έλληνες να αγωνίζονται με κάθε τρόπο κατά των ενόπλων Βουλγάρων κομιτατζήδων.Στην προσπάθειά του αυτή είχε ως στενό συνεργάτη τον Ιεροδιάκονο της Μητροπόλεως Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, ο οποίος με το όνομα Χρυσόστομος υπηρέτησε σε επισκοπικες θέσεις της Μικράς Ασίας και αργότερα εξελέγη (το 1962) Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Μακαριστός Χρυσόστομος Χατζησταύρου εκοιμήθη το 1968 και διηγείτο με συγκίνηση την αγωνιστική δράση του δίπλα στον Εθνοϊερομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη. Επίσης ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος συνεργάσθηκε με την Δημογεροντία της Δράμας, η οποία απετελείτο από τους Κωνσταντίνο Δαβέλλα, Δημοσθένη Χατζηκυριάκο, Πέτρο Κωνσταντινίδη, Αθανάσιο Πέτσο, Μερκούριο Κωνσταντινίδη, Βασίλειο Γρηγοριάδη, Δημήτριο Κωνσταντίνου, Αθανάσιο Βαγιανά, Δημήτριο Ανθόπουλο, Βλάχο Αναγνωστόπουλο, Νικόλαο Χαριτάκη, Μιχαήλ Φέσσα και Αθανάσιο Παπαλούδα. Στην περιφέρεια Δράμας έντονη εθνική αγωνιστική δράση ανέπτυξε και η οικογένεια Κομπόκη, η οποία σε όλη την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνος είχε οκτώ θύματα.Ογκώδης είναι η αλληλογραφία του Χρυσοστόμου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τις Προξενικές Αρχές και την επίσημη Ελλάδα σχετικά με τα δεινά του Ελληνισμού εξ αιτίας της δράσεως των κομιτατζήδων. Σε μία επιστολή του προς το Πατριαρχείο τονίζει ότι η Μακεδονία ήταν και είναι χώρα καθαρώς ελληνική, αλλά η βουλγαρική εθνικιστική προσπάθεια αγωνίζεται να αλλοιώσει την ιστορία και την εθνογραφία, πράγμα που μας θυμίζει τις σημερινές φαιδρότητες των Σκοπίων. Σε άλλη δραματική αναφορά του προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ (Ελληνόβλαχο από τη Μακεδονία) ο Χρυσόστομος θρηνεί για τις σφαγές: Έπέπρωτο άρα οι ποιμένες του ορθοδόξου λαού ουδέν άλλο να έχωμεν ενταύθα καθήκον ει μη να θρηνώμεν καθ’ εκάστην τα …. ασπαίροντα θύματα και να θάπτωμεν τους κατά πάσαν ώραν δολοφονουμένους»!Τα όρια της Μητροπολιτικής του περιφερείας ήσαν εκτεταμένα. Από το Νέστο ως τον Στρυμώνα, από το Νευροκόπι ως το Αιγαίο. Οταν προκαλούσε την οργή των Τούρκων και των Βουλγάρων άλλαζε προσωρινώς έδρα και από την Δράμα μετεφέρετο στην Αλιστράτη, κωμόπολη σήμερα του Νομού Σερρών. Για να τονώσει το φρόνημα του ποιμνίου του πραγματοποιούσε συχνά περιοδείες στα χωριά, γεγονός το οποίο ενοχλούσε την τουρκική Διοίκηση. Σε μία έκθεσή του προς τον Έλληνα Πρόξενο των Σερρών Σαχτούρη ο Οθωμανός Γενικός Επιθεωρητής της περιοχής έγραφε: Ο Μητροπολίτης Δράμας ξέφυγε από κάθε χαλινό, ύψωσε την Ελληνική σημαία της Επαναστάσεως και της καταλύσεως του καθεστώτος και περιερχόμενος την περιφέρεια εξεγείρει τους πληθυσμούς, συνεννοείται με τους Έλληνες αντάρτες και τους ωθεί όχι μόνον εναντίον των Βουλγάρων, αλλά και εναντίον των Οθωμανών».Όλα αυτά προκάλεσαν την μήνιν των Τούρκων, οι οποίοι πίεζαν το Πατριαρχείο να τον ανακαλέσει ή να τον μεταθέσει. Τελικά στις 25-8-1907 η Οθωμανική Διοίκηση τον διέταξε να φύγει από την Δράμα και να μεταβεί στην Θεσσαλονίκη. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε λέγοντας: «Διαταγάς λαμβάνω μόνον από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως». Οι Τούρκοι τον εξεδίωξαν βιαίως. Στις 17-8-1908 με την υπογραφή του τουρκικού Συντάγματος των μεταρρυθμίσεων ο Χρυσόστομος επέστρεψε στην Δράμα, αλλά του απηγορεύθη να περιοδεύσει στα χωριά. Στις 10-6-1909 υποχρεώθηκε πάλι βιαίως να εγκαταλείψει την Δράμα και μετέβη στη Τρίγλια της Μικράς Ασίας όπου του ανεκοινώθη η εκλογή του στη Μητρόπολη Σμύρνης. Είχε ήδη προ πολλού προετοιμασθεί για το μαρτύριο.Για την εκδίωξή του από την Δράμα το 1907 και για την αγέρωχη πατριωτική στάση του Μητροπολίτου ο ποιητής Γεώργιος Σουρής έγραψε στην εφημερίδα «Ο Ρωμηός» της 8-9-1907 ένα μεγάλο ποίημα πού άρχιζε ως εξής:«Στέφανος και για τον Δράμας Τον παπά τον ηρωά μας Άφοβος, ανδρειωμένος.Για την Πίστι, για το Γένος.Δείχνει στήθος μαχητού.Μπρος στις λόγχες του στρατού»Η Μακεδονία ευγνωμονεί τον Άγιο Εθνομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη.

Πηγή: Mηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς «Πειραϊκή Εκκλησία», Σεπτέμβριος 2009