Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Η ΛΥΤΡΩΤΙΚΗ ΘΥΣΙΑ ΩΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

π. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΦΡΗΜΑΝ

«Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς» ( 1 Κορ. 15, 3-4). Καμιά δήλωση δεν είναι πιό ουσιώδης για τη Χριστιανική πίστη όσον η διατύπωση του Απ. Παύλου της Αποστολικής Παράδοσης. Τα λόγια ‘παρέδωκα… παρέλαβον» ιδιαιτέρως περιγράφουν αυτήν ακριβώς την παραλαβή της Παράδοσης. Αυτά τα λόγια αντιπροσωπεύουν αυτό που αποτελεί την ήδη παραληφθείσα διδασκαλία της πίστης, την κατάθεση των Αποστόλων. Η Χριστιανική πίστη δεν στηρίζεται μόνο στο ότι ο Χριστός απέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς αλλά στο ότι «απέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές». Ο θάνατος του Ιησού είναι με κάποιο τρόπο «θάνατος για τις αμαρτίες μας». Αυτή είναι η ουσία του Ευαγγελίου, η πλέον πρωτόγονη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ωστόσο σ’ αυτό το πρωτόγονο σημείο πρεπει να απαντηθούν κάποια ουσιώδη ερωτήματα. «Πώς γίνεται ο θάνατος του Χριστού να έγινε «για τις αμαρτίες μας;» «Πώς γίνεται ο θανατός Του και η Ανάστασή Του να πραγματοποιήθηκαν «σύμφωνα με τις Γραφές;» Παρόλο που ο Ιησούς δίδαξε τους μαθητές Του ξεκάθαρα ότι επρόκειτο να σταυρωθεί και ν’ αναστηθεί την τρίτη ημέρα, αυτοί δεν το κατανόησαν. Και δεν το κατανόησαν γιατί δεν αποτελούσε μέρος της παραδοθείσας προσδοκίας των Ιουδαίων για το Μεσσία. Το ότι ο Χριστός απέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές είναι ένα μέρος της πίστης μας που έγινε γνωστό μόνο ύστερα από την Ανάσταση: δεν προκύπτει από την Παράδοση αλλά αποτελεί διδασκαλία του Ίδιου του αναστημένου Κυρίου. Σ’ αυτό το σημείο τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αναφύονται διαφωνίες. Για κάποιους ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό αποτελεί την εκπλήρωση ενός χρέους προς το Θεό, το χρέος της αμαρτίας του Αδάμ. Κατ’ άλλους ο θάνατος του Χριστού στο Σταυρό είναι θυσία αίματος για να κατευνάσει την οργή του Θεού που προκλήθηκε από την αμαρτία του Αδάμ. Κι ακόμα γι’ αλλους ο θάνατος του Χριστού είναι η κατάλυση του Αδη και του ίδιου του θανάτου, η θεραπεία της φθοράς που προκάλεσε η αμαρτία. Υπάρχουν ακόμα και άλλες απόψεις, ωστόσο η διαφωνία βρίσκεται κυρίως μεταξύ των υποστηρικτών της μιάς ή της άλλης εκδοχής εκ των ανωτέρω απόψεων. Οι πρώτες δύο απόψεις καταχωρούνται γενικά στην κατηγορία του ‘εγκληματολογικού’ μοντέλου. Εδώ υπάρχει ένα χρέος ή μιά θεϊκή συνέπεια( οργή) που πρέπει είτε να ξεπληρωθεί είτε να μεταστραφεί. Υποστηρίζεται με διάφορους τρόπους ότι μόνο ένας τέλειος Ανθρωπος μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος (ή να μεταστρέψει την οργή). Και επειδή όλοι οι άνθρωποι αμαρτάνουν μόνο ο Θεός μπορεί να αναλάβει αυτό το έργο. Επομένως ο Θεός έγινε άνθρωπος, ώστε ο Θεός ως άνθρωπος να καταφέρει αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορούσε να κάνει από μόνος του. Στο δεύτερο μοντέλο, η αμαρτία και ο θάνατος είναι σχεδόν ταυτόσημες έννοιες. Αντί να έχουν εγκληματολογικό( νομικό) χαρακτήρα είναι οντολογικές (υπαρξιακές- σχετίζονται με την ύπαρξη). Η αμαρτία είναι η ασθένεια της φθοράς, η κίνηση από την αληθινή ύπαρξη στη μη-ύπαρξη. Το καταστροφικό χάος που αφήνει στο περάσμά της θεωρείται περισσότερο ως ‘σύμπτωμα’ παρά ως νομικό πρόβλημα. Ο ελεήμων Θεός ενανθρωπίζεται και ως Θεάνθρωπος εισέρχεται στα βάθη του θανάτου και του Άδη, τα βάθη της οντολογικής φθοράς και την καταργεί. Με την Ανάστασή Του ( η οποία είναι απαραίτητο μέρος αυτού του μοντέλου σε αντίθεση με τα προηγούμενα) η οντολογική μας φθορά καταργείται ή μάλλον ‘θανατώνεται’ και εμείς αναγεννόμαστε στην αιώνια ζωή της αναστάσεως ( που είναι θέμα ποιότητας και όχι μόνο μακροβιότητας). Σ’ αυτό το μοντέλο υπάρχει συμμετοχή και κοινωνία. Αυτός πεθαίνει για να ζήσουμε εμείς. Προσλαμβάνει το θάνατό μας για να μπορέσουμε να προσλάβουμε τη ζωή Του. Και στα δύο μοντέλα υπάρχει η πραγματικότητα της αντικατάστασης- ο Ιησούς Χριστός παίρνει τη θέση του ανθρώπου. Ωστόσο η φύση της αντικατάστασης και επομένως η φύση της ίδιας της σωτηρίας είναι διαφορετικές. Στην κατηγορία του εγκληματολογικού μοντέλου ο Χριστός αποδέχεται την τιμωρία που άρμοζε στον άνθρωπο: ο Χριστός τιμωρείται στη θέση του ανθρώπου. Βεβαίως αυτό αποτελεί μιά ένδειξη της αγάπης του Θεού αλλά τόσο το χρέος που οφείλεται όσο και ή οργή που μεταστρέφεται ανήκουν και πάλι στο Θεό. Η αποδοχή εκ μέρους του Χριστού των ανθρωπίνων συνεπειών στη θέση του ανθρώπου βρίσκεται στο επίκεντρο του εγκληματολικού μοντέλου- ή τουλάχιστον στο επίκεντρο αυτού που το διακρίνει από τα οντολογικά μοντέλα. Η αντικατάσταση του Χριστού στα εγκληματολογικά μοντέλα αφαιρεί τον άνθρωπο από οποιαδήποτε λυτρωτική δράση. Ο άνθρωπος δεν τιμωρείται αλλά συγχωρείται. Η οργή του Θεού μεταστρέφεται και ο άνθρωπος αποφεύγει την καταδίκη της κολάσεως. Ο Ιησούς την αποδέχεται στη θέση του ανθρώπου. Η δικαίωση είναι εξωτερική- πραγματοποιείται έξω από τον άνθρωπο και χωρίς τον άνθρωπο. Διά της πίστεως ο άνθρωπος αναγνωρίζει το δώρο αυτό του Χριστού και δέχεται το δώρο της συγχώρεσης που δεν θα του ανήκε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η αντικατάσταση στο δεύτερο (οντολογικό) μοντέλο έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Ο Χριστός μπήκε στη ζωή και την κατάσταση του ανθρώπου( του ανθρώπινου γένους), αλλά δεν αφαιρεί τον άνθρωπο από την όλη εξίσωση. Ο Σταυρός δεν είναι ξένος για τον άνθρωπο- είναι το πλήρωμα των συνεπειών της ανθρώπινης αμαρτίας. Η έννοια της αντικατάστασης του Χριστού στα οντολογικά μοντέλα δεν είναι αντικατάσταση αλλά ένωση. Ο Χριστός ενώνεται με τον άνθρωπο ( η Ενανθρώπιση) ώστε να αναλάβει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση ( εκτός αμαρτίας, που είναι ξένη προς τη φύση μας)πάνω Του και μέσα Του. Το σημαντικότερο ωστόσο, είναι ότι αφού ο Χριστός αναλαμβάνει την ανθρώπινη φύση ενώνει επίσης τον Εαυτό Του μαζί μας και εμείς αναλαμβάνουμε τη θεότητά Του. Ως Θεός και άνθρωπος ο Χριστός εισέρχεται στο θάνατο, στον Αδη, στο πλήρωμα των συνεπειών του χωρισμού μας από το Θεό. Ως Θεός και ως άνθρωπος, ο Χριστός καταργεί το θάνατο και ενώνει θριαμβευτικά τον ανθρωπο με την Ανάστασή Του. Είναι αληθινός μεσίτης, αφού μας αποκατέστησε στην κοινωνία με το Θεό για την οποία είχαμε δημιουργηθεί. Πιθανόν να λεχθεί ότι αυτό το δεύτερο μοντέλο δεν αποτελεί ορθή αντικατάσταση. Συμφωνώ αν με τον όρο αντικατάσταση εννοούμε ‘παίρνω τη θέση’ κάποιου. Ωστόσο τα προβλήματα με την έννοια της λέξης αντικατάσταση αναφύονται σε σχεση με την ιδέα του Χριστού ως κάποιου που παίρνει τη θέση κάποιου άλλου. Ο Χριστός ως κάποιος που παίρνει τη θέση κάποιου δημιουργεί τη λεγόμενη ‘θεολογία της απουσίας’. Αν ο Χριστός απλώς παίρνει τη θέση μας τότε η σωτηρία μας είναι νομικίστικη και συμβαίνει έξω από μάς. Αν ο Θεός απλώς μάς κηρύξει ‘δίκαιους’, ‘συγχωρεμένους’, ή ‘ολοκληρωμένους’ τότε η Ενανθρώπιση, η Σταύρωση και η Ανάσταση μετατρέπονται σε κάποιο είδος αφαίρεσης. Η ‘αναγκαιότητα’ τους θα υπάρχει μόνο στο Θεό, ο οποίος θα μπορούσε να μάς κηρύξει ‘δίκαιους’ χωρίς όλην αυτή τη φασαρία. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε ανάγκη για το Θεό, είτε προκειται για τη δικαιοσύνη Του είτε για οτιδήποτε άλλο. Ο Θεός είναι ελεύθερος και δεν έχει καμιά ανάγκη. Ωστόσο, υπάρχει μιά ανάγκη η οποία βρίσκεται μέσα μας. Είμαστε στ’ αλήθεια διαλυμένοι, άδικοι, αμαρτωλοί και χρειαζόμαστε θεραπεία ενώ βρισκόμαστε υπό το κράτος του θανάτου και της φθοράς. Αν η θεραπεία μας χρειαζόταν μόνο μιά λέξη, τότε γιατί δεν τη λέγαμε πολύ νωρίτερα; Η αναγκαιότητα της σωτηρίας βρίσκεται μέσα μας. Η Ενανθρώπιση του Ιησού, η Σταύρωση και η Ανάστασή του είναι πράξεις ελευθερίας. Είναι με απόλυτη ελευθερία και συνεργασία που Ενανθρωπίζεται μέσα στην Παρθένο. Ο θάνατός Του είναι ‘θεληματικός’. «οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν( ΣΗΜ: την ψυχήν ) ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ..»(Ιω. 10, 18). Ούτε και η σωτηρία μας παραβιάζει την ελευθερία μας. Πρέπει ελεύθερα να αποδεκτούμε το δώρο του Θεού δια του Ιησού Χριστού. Η συνέργεια της σωτηρίας είναι ο σεβασμός του Θεού για την ελευθερία μας ως πρόσωπα. Πρόκειται για την ίδια ελευθερία που βρίσκεται στο επίκεντρο του μυστηρίου της έννοιας ‘το πλήρωμα του χρόνου’. Ο Χριστός εισήλθε στην ιστορία στην κρίσιμη στιγμή της ελευθερίας του ανθρώπου. Η ‘αντικατάσταση’ του Χριστού δεν σημαίνει ‘παίρνω τη θέση κάποιου’. Ο Χριστός δεν αντικαθιστά την ανθρώπινη φύση αλλά την ‘προσλαμβάνει’. Για το Χριστό, κάθε άνθρωπος βρίσκεται πάνω στο Σταυρό. Ο Δεύτερος Αδάμ ‘ανακεφαλαιώνει’ τον Πρώτο Αδάμ και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Στο Σταυρό τελεσειουργείται μιά ανταλλαγή, μιά περιχώρησις. Ο όρος ‘περιχώρηση’ χρησιμοποιήθηκε από τον Αγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο κατά την περιγραφή της σχέσης μεταξύ της Θείας και της Ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Πρόκειται για την ίδια σχέση (ή μιά σχέση που μπορεί να περιγραφεί με τον ίδιο τρόπο) που φανερώνεται και στη σωτηρία μας. Ο Ιησούς πεθαίνει στο Σταυρό. Εμείς πεθαίνουμε στο Σταυρό. «Χριστῷ συνεσταύρωμαι• ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός• ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» ( Γαλ. 2, 20). Ο Απ. Παύλος δεν περιγράφει εδώ μιά ‘ηθική’ ή ‘δεοντολογική’ συναλλαγή αλλά μιά μυστική και αληθινή αντικατάσταση κατά την οποία η ζωη του Χριστου και η ζωή μας περιχωρούνται. Η ζωή, ο θάνατος και η ανάστασή Του γίνονται η ζωή ο θάνατος και η ανάστασή μας. «ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι, ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. 4συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτως καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. 5εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα• 6τοῦτο γινώσκοντες ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ• 7ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. 8εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ, 9εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. 10ὃ γὰρ ἀπέθανεν, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ• ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ θεῷ»( Ρωμ. 6, 3-10). Μιά άποψη για την έννοια της ‘αντικατάστασης’ που περιλαμβάνει την απουσία μας από το Σταυρό παρερμηνεύει παραγράφους όπως την ανωτέρω. Θα έπρεπε να προσαρμόσουμε το κείμενο του Απ. Παύλου και να εισαγάγουμε επανηλειμμένα τις λέξεις « θα ήταν όπως». Π.χ «ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι, ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ θα ήτο ως να ἐβαπτίσθημεν»κλπ. Όμως τετοια παρερμηνία διαταράσσει την πραγματικότητα της σωτηρίας και μετατρέπει την Χριστιανική ζωή σε μιά αφηρημένη ηθική. Τα μυστήρια μετατρέπονται σε κενές διανοητικές ασκήσεις. Υπάρχουν και επιπλέον αδυναμίες με τα εγκληματολογικά μοντέλα, αλλά δέν είναι του παρόντος. Το στάδιο της Μεγάλης Σαρακοστής δεν είναι μιά κοινωνική ετήσια υπενθύμηση ενός νομικού γεγονότος. Αντίθετα είναι ένας μυστικός εναγκαλισμός της αληθινής ζωής η οποία περιχωρείται μέσα σε κάθε πιστό. Εχοντας βαπτιστεί στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, οδεύουμε στον κοινό δρόμο του δικού μας Γολγοθά. Εδώ υποφέρουμε και πεθαίνουμε με το Χριστό έχοντας μοιραστεί μαζί Του τη νηστεία και την προετοιμασία Του. Πεθαίνοντας μαζί Του, χαιρόμαστε με τη νίκη Του/μας πάνω στο θάνατο και τον Αδη και συμμετέχουμε στη γιορτινή ωδή την ώρα που ο θάνατος καταργείται από αυτό που τώρα είναι και ο κοινός μας θάνατος. Αυτό είναι το μέγαλο μυστήριο της πίστης μας. Όσοι τρώνε το Σώμα και πίνουν το Αίμα του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Χριστού, μένουν μαζί Του, όπως Εκείνος μένει μαζι τους και γίνονται συμμμέτοχοι ( όσοι έχουν αληθινό μερίδιο) όλων όσων Του ανήκουν. Αυτή είναι η έννοια της μεγάλης αντικατάστασης- περιχώρησης, το ότι ο Θεός εγίνε ότι είμαστε εμείς για να μπορέσουμε να γίνουμε αυτό που είναι Αυτός. Ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες μας σύμφωνα με τις Γραφές.

Μετάφραση: Φιλοθέη

Πηγή: http://glory2godforallthings.com/2013/04/19/therapeutic-substitutionary-atonement/

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ

Τρεις αντιθέσεις συνθέτουν το Ευαγγέλιο της Κυριακής των Βαΐων (Ιώαν. 12, 1-18), οι οποίες αποτυπώνουν τη στάση του κόσμου έναντι του Χριστού. Η πρώτη έχει να κάνει με την προσφορά αγάπης και ευγνωμοσύνης από την πλευρά της Μαρίας, της αδελφής του Λαζάρου και το σχόλιο του Ιούδα του Ισκαριώτη, ο οποίος απορρίπτει τη διάθεση της ψυχής της Μαρίας και υποδεικνύει έναν άλλο δρόμο που δε γίνεται δεκτός από το Χριστό. Η δεύτερη έχει να κάνει με την απόφαση των Αρχιερέων των Ιουδαίων να σκοτώσουν, εκτός από το Χριστό, και τον Λάζαρο, διότι δεν άντεχαν να υπάρχει στα μάτια των συμπατριωτών τους ο απτός μάρτυρας της δύναμης του Χριστού πάνω στο θάνατο. Και η τρίτη έχει να κάνει με την στάση του λαού των Ιεροσολύμων, ο οποίος ζητωκραυγάζει τον ερχομό του Χριστού, όχι όμως επειδή πιστεύει στο αληθινό περιεχόμενο της αποστολής Του, αλλά διότι Τον θεωρεί βασιλιά του Ισραήλ. Και γι’ αυτό ο ίδιος ο λαός που θα αποθεώσει, ο ίδιος θα καταδικάσει χωρίς πολλή συζήτηση τον βασιλιά Του σε θάνατο. Οι αντιθέσεις αυτές αναδεικνύουν τρεις δρόμους για την Εκκλησία, οι οποίο όμως δεν μπορεί να οδηγήσουν αληθινά στο Χριστό. Υπάρχουν αυτοί οι οποίοι αναγνωρίζουν το Χριστό ως Εκείνον που τους προσφέρει την ανάσταση και τη ζωή και είναι έτοιμοι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους με απλότητα: την μετοχή τους στο δείπνο της Ευχαριστίας και την προσφορά στον Κύριό μας δώρων που πηγάζουν από την καρδιά τους. Δείχνουν έτσι στο Χριστό πως είναι η πολυτιμότερη ύπαρξη για τη ζωή τους, είτε το δώρο είναι απλό, όπως είναι το πρόσφορο, το λάδι, το κερί, το λιβάνι, η προσευχή που φέρνει μαζί του ο μετέχων στην Ευχαριστία άνθρωπος, είτε είναι το άρωμα των δακρύων της μετανοίας, είτε οτιδήποτε προσφέρεται από καρδιάς. Από την άλλη, πάντοτε θα υπάρχουν αυτοί που σαν τον Ιούδα θα ζητούν άλλες αποδείξεις για της αγάπης προς το Χριστό. Θα θέλουν ελεημοσύνες, θα θέλουν το πολύτιμο να συνδέεται με τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά η μεγαλύτερη πλάνη θα είναι η απόρριψη της προσφοράς και της διάθεσης της καρδιάς των άλλων. Μόνο ο δικός τους τρόπος είναι ο σωστός. Δε δέχονται άλλου είδους αγάπη, πλην της υλικής. Είναι όλοι αυτοί που και σήμερα απορρίπτουν την μετάνοια και την ευγνωμοσύνη του πιστού ανθρώπου και ζητούν από την Εκκλησία αποδείξεις κοινωνικού έργου, συζητούν για την περιουσία της και παρασύρουν και τους εκκλησιαστικούς ταγούς στον πειρασμό να θέλουν να αποδείξουν ότι μπορεί να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία. Ο Χριστός δε ζητά χρησιμότητα. Ο Χριστός ζητά την αγάπη προς τον Ίδιο. Αλλιώς, αν δεν απορρέει η χρησιμότητα από την αγάπη, είναι μάταιη επίδειξη και συμφέρον που καθιστά την πίστη υποκρισία, «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις». Ο δεύτερος δρόμος έγκειται στη διάθεση εκείνων που και σήμερα δεν αντέχουν το θαύμα της πίστης, το οποίο νικά τον θάνατο, αλλά επιστρατεύουν τον ορθολογισμό τους, τα επιτεύγματα, την εξουσία, την θέση τους στην κοινωνία, για να διαγράψουν το Χριστό και το μήνυμα της ζωής που κομίζει από τα μάτια των ανθρώπων. Κάνουν πως δεν βλέπουν τους Αγίους, οι οποίοι δια του Χριστού νίκησαν τον θάνατο. Κάνουν πως δεν βλέπουν ότι η Εκκλησία υπάρχει εις τους αιώνας, όχι γιατί εξουσιάζει τους ανθρώπους, όχι γιατί τους προσφέρει φαγητό ή φιλανθρωπία, ούτε γιατί λειτουργεί ως ένα ιδεολογικό ή φιλοσοφικό πρόγραμμα, αλλά γιατί εκφράζει τη νίκη κατά του εσχάτου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου. Κομίζει την Ανάσταση. Την ζει και την αποδεικνύει περίτρανα. Και οι εχθροί της πίστης αυτό δεν αντέχουν. Να βλέπουν την ανάσταση να νικά τα πάθη τους. Θέλουν λοιπόν να την σκεπάσουν με το θάνατο των υλικών αγαθών. Με το θάνατο των φιλοδοξιών και της κατεύθυνσης του πολιτισμού. Με το θάνατο της φιλοσοφικής και επιστημονικής ανωτερότητας. Και ειρωνεύονται, περιφρονούν και διώκουν, όσο μπορούν την πίστη στον Νικητή του Θανάτου και τα πρόσωπα των Αγίων Του. Ο τρίτος δρόμος έγκειται στη διάθεση εκείνων που ζητούν ηγέτες δημαγωγούς, που θα βασιλέψουν και θα τους κάνουν μετόχους μιας κοσμικής βασιλείας, που θα δώσουν το δίκιο, το δικαίωμα, την καταξίωση. Είναι όσοι ζητούν από την Εκκλησία στους αιώνες να λύσει όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Να ελέγξει τους Ισχυρούς της γης. Να μπει μπροστάρης του λαού στην επανάσταση εναντίον της όποιας τυραννίας. Δεν είναι όμως έτοιμοι να δεχτούν ότι χρειάζεται θυσία, όχι για να γκρεμιστεί το κοινωνικό μοντέλο, αλλά, πρωτίστως, για να αλλάξει ο εαυτός μας. Να μάθουμε εμείς να μην συμβιβαζόμαστε με τις αμαρτίες μας. Να λειτουργήσουμε με την ταπείνωση του Ναζωραίου, ο Οποίος διαλέγει το ονάριο και όχι το πολεμικό άλογο, για να δείξει στους ανθρώπους ότι η αποστολή Του έγκειται στην ανακαίνιση των βροτών και όχι στην πρόσκαιρη κάλυψη αναγκών κοινωνικών και προσωπικών. Τους Ισχυρούς τους γκρέμισε με την αγάπη και την ανάσταση. Γιατί δεν έχουν καμία δύναμη επάνω Του, όπως ούτε και σε όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν. Και μόνο έτσι μπορεί να αλλάξει αληθινά και όχι πρόσκαιρα ο κόσμος. Όταν βρει την ελευθερία της ταπεινοσύνης και της θυσίας και όχι όταν αλλάξει εξουσιαστές. Εισέρχεται ο Κύριος εις την αγίαν πόλιν, αφού έχει αναστήσει το Λάζαρο. Και μας καλεί να μην πιστεύουμε σ’ Αυτόν επειδή θα μας λύσει το πρόβλημα της υλικής φτώχειας ή επειδή θα μας δώσει την υγεία ή θα μας καταξιώσει σε κοινωνικό επίπεδο ή θα λύσει το πρόβλημα της αδικίας στον κόσμο. Δεν ήρθε για να μας κρατήσει στο σήμερα, αλλά για να μας συνδράμει ώστε να ανοιχτούμε στο αεί της Βασιλείας Του. Και αυτός είναι ο δρόμος της προσφοράς ως αναγνώρισης του Ίδιου ως του πολυτιμότερου στη ζωή μας. Είναι ο δρόμος της πίστης που νικά το θάνατο και δωρίζει την ανάσταση. Είναι ο δρόμος της αλλαγής του εαυτού μας, μέσα από την πνευματικότητα της Εκκλησίας. Ας Τον ακολουθήσουμε όχι ως πρόσκαιροι θαυμαστέ ή επειδή είναι χρήσιμος στην κοινωνία μας, αλλά ως οι αποφασισμένοι να μείνουμε κοντά Του μέχρι ταφής και αναστάσεως. Και Εκείνος θα μας δώσει νόημα και δύναμη.

Κέρκυρα, 28 Απριλίου 2013