Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Η ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΓΡΑΦΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗ

Ειρήνη Αρτέμη Πτ. Θεολογίας, Μphil. Θεολογίας - πτ. Φιλολογίας

                                ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ο ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης μελέτησε την Αγία Γραφή με μεγάλη προσοχή. Μέσα από τις επιστολές του ερμηνεύει διάφορα βιβλικά χωρία η διευκρινίζει βιβλικά θέματα. Ο λόγος της Γραφής αποτελεί για τον Πατέρα αλάνθαστο οδηγό για να ξεπεράσει το σκόπελο κάθε αιρετικής διδασκαλίας, η οποία απειλεί τη σωτηρία των πιστών εν Χριστώ. Συγχρόνως με βάση τα θεόπνευστα έργα της Βίβλου μπορεί να διακηρύττει ότι υπάρχει Ένας Θεός με Τρία Πρόσωπα. Υπογραμμίζει την ενότητα της ουσίας Του και συγχρόνως μιλά για τη διάκριση των Υποστάσεών Του. Γνωρίζει φυσικά ότι ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει την ακατανόητη φρόνηση, δηλαδή τη σοφία του Θεού, αφού εκείνη υπέρκειται των ορίων της ανθρώπινης διανοίας. Τέλος με τη βοήθεια των αγιογραφικών χωρίων μπορεί να αναπτύσσει διεξοδικά στις επιστολές του θέματα εκτός από δογματικά, ηθικά, ασκητικά, παιδαγωγικά και ερμηνευτικά: « ... υπομιμνήσκων και νουθετών, και απλώς πάσι τοις αυτόν ερωτώσι τας της θείας Γραφής ρήσεις σοφώτατα ερμηνεύων».

Στις Γραφές βρίσκει ο πιστός εν Χριστώ τα εφόδια για να αγωνισθεί για την κοινωνική και ηθική προκοπή του αλλά κυρίως για να μπορέσει να κατακτήσει την πνευματική κατά Θεόν πρόοδον και τελείωσή του. Η εμβριθής μελέτη των Γραφών παρέχει στο έλλογο ον τη δυνατότητα να διατηρήσει άσβεστη τη φλόγα της πίστεως. Αποτελεί τον ασφαλή οδηγό για την πορεία του εν Χριστώ βίου σύμφωνα με όσα απεκάλυψε ο Τριαδικός Θεός στην Π.Δ. η δίδαξε ο ενανθρωπήσας Λόγος στην Κ.Δ. και κήρυξαν οι Απόστολοι. Μέσα από τις επιστολές του φαίνεται ο σεβασμός τον οποίο τρέφει ο άγιος πατήρ για την Π. και Κ. Διαθήκη, τις οποίες θεωρεί ισόκυρες πηγές της Βίβλου. Εκείνες διακηρύττουν σθεναρά και αδιαμφισβήτητα την ύπαρξη του ενός και συνάμα Τριαδικού Θεού. Ταυτόχρονα λοιδωρούν εκείνους τους αιρετικούς όπως τον Μαρκίωνα οι οποίοι διαστρέβλωναν την αλήθεια και «έχθραν ταις δυσί Διαθήκαις κατασκευάζουσι ξένον είναι του νόμου τον Χριστόν σχεδιάζοντες».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Ι. Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Η Αγία Γραφή, η Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι βιβλία, τα οποία περιέχουν την αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια. Δεν αναφέρουν απλά ιστορίες η κάποια γεγονότα τα οποία έλαβαν μέρος στο παρελθόν σε ένα λαό η σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Είναι η αποκάλυψη του ενός και συγχρόνως Τριαδικού Θεού, του μοναδικού αληθινού Θεού, και του θελήματός Του. Το Άγιο Πνεύμα κινεί και εμπνέει τους συγγραφείς στην καταγραφή του περιεχομένου της θείας αποκάλυψης. Σκοπός της φανερώσεως του Πανάγαθου Θεού και του Νόμου Του είναι να βγεί ο άνθρωπος από την αχλύ της σκιάς και της άγνοιας, στην οποία είχε βυθιστεί. Με τον τρόπο αυτό θα απολυτρωθεί από τα δεσμά της αμαρτίας και θα μπορέσει να ξανακερδίσει τη βασιλεία του Θεού και τα αγαθά της αρχέγονης καταστάσεως. Τα τελευταία τα έχασε εξαιτίας της παρακοής των Πρωτοπλάστων και της πτώσεως τους, η οποία διαδραματίστηκε στον Παράδεισο. Με αρωγό τις δύο Διαθήκες, όσοι επίπονα προσπαθούν να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Τριαδικού Θεού, πετυχαίνουν να έχουν καθαρότητα στον τρόπο ζωής τους. Γίνονται δεκτικοί του φωτισμού της καρδίας και του καταυγασμού του λογισμού τους από τον Τριαδικό Θεού. Έτσι κάνουν κτήμα τους τις αλήθειες της ορθής πίστεως. Χειραγούνται, λοιπόν, στην τριήμερη ανασταση του Κυρίου, η οποία ονομάζεται και Βασιλεία των Ουρανών.

«Στα θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής αποθησαυρίστηκε όλη η ιερή Παρακαταθήκη του Τριαδικού Θεού προς τον εκπέσοντα άνθρωπο». Στην Π.Δ. ο Θεός προετοίμασε του ανθρώπους με την περίοδο του Νόμου για το θέλημά Του και στην Κ.Δ. έχουμε την πλήρη αποκάλυψη της ευαγγελικής αλήθειας, η οποία προαναγγέλθηκε από το Νόμο και παρουσιάσθηκε με την ενανθρώπηση του θείου Λόγου. Για το λόγο αυτό η μελέτη και η ερμηνεία των θείων κειμένων πρέπει να γίνεται «μετά πολλής φιλοπονίας». Ο αναγνώστης και ο μελετητής με μεγάλη σύνεση και με τη δέουσα προσοχή οφείλει να προσεγγίζει τα βαθύτερα νοήματά τους, γιατί αποκαλύπτονται μέσω αυτών τα ανέγγιχτα και απρόσιτα μυστήρια. Τα βιβλία αυτά φέρουν τη σφραγίδα της απόλυτης αυθεντίας του Τριαδικού Θεού και το ύψιστο κύρος Του. Το ίδιο όμως επισημαίνει και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, φανερώνοντας την επίδραση, την οποία ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει ασκήσει στη διδασκαλία του πηλουσιώτη πατρός. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος υποστηρίζει ταυτόχρονα τη μεγάλη αξία, την οποία έχουν τα βιβλία της Γραφής.

Οι Γραφές εμπεριέχουν τον «αληθή θείας γνώσεως λόγον», ο οποίος σαν οίνος ευφραίνει την ψυχή και ικανοποιεί την πνευματική δίψα για την αναζήτηση της Βασιλείας των Ουρανών, την εν Χριστώ σωτηρία και την κατάκτηση της αιώνιας ζωής. Όλα αυτά έχουν άμεση σχέση με το γεγονός της προσοικειώσεως της θείας γνώσεως, η οποία παρέχεται μέσω της θείας Αποκαλύψεως που μαρτυρείται στα θεία κείμενα. Εκείνα αποτελούν τον οδηγό των επάθλων η των τιμωριών, τα οποία κάποιος θα κερδίσει στη μέλλουσα ζωή ανάλογα τους αγώνες και τις προσπάθειες τις οποίες καταβάλλει στο βίο του εναντίον των παθών. Δίκαια, λοιπόν, ο Ισίδωρος απερίφραστα διδάσκει με γλαφυρό τρόπο: «Έχεις εν τη θεία Γραφή ων σπείρεις τους καρπούς αναθάλλοντας».

Τα ιερά βιβλία των θείων Γραφών διαφέρουν από οποιαδήποτε άλλα βιβλία, τα οποία σκοπό έχουν να διδάξουν τους ανθρώπους ηθική, ευσέβεια και να τους μιλήσουν για το υπέρτατο Θείο Ον. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι τα τελευταία εκφράζουν τις απόψεις και τις σκέψεις του εκάστοτε συγγραφέα και μερικές φορές μέσα από τις όμορφες εκφράσεις τους κρύπτονται αιρετικές δοξασίες η στηρίζονται αιρετικοί μύθοι. Αντίθετα τα κείμενα των Αγίων Γραφών είναι θεόπνευστα, δε βασίζονται στην καλλιέπεια των λόγων και των διαφόρων ρητορικών σχημάτων. Η αξία τους είναι μεγάλη, γιατί αποκαλύπτουν τα του Θεού μυστήρια. Γίνονται κλίμακες οι οποίες μας ανεβάζουν στο θρόνο του Θεού και μας εισάγουν στις θείες αλήθειες. Ο λόγος τους μοιάζει με το χρυσάφι το οποίο έχει πυρώσει από τη φωτιά του θείου Πνεύματος της αληθείας. Για το λόγο αυτό τα διδάγματά και η διδασκαλία τους παραμένουν επίκαιρα σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία.

Στις Διαθήκες, στην Π. και στην Κ., σημειώνεται ότι ένας είναι ο Θεός, αν και είναι μεγάλη η διαφορά της δεύτερης από την πρώτη στον τρόπο με τον οποίο μιλά και αποκαλύπτεται ο Θεός μέσα από τις διάφορες θεοφάνειές Του. Στην πρώτη ο άνθρωπος εισάγεται στη θεία αλήθεια με τις εντολές του Θεού και μέσα από τις μορφές διαφόρων τύπων. Στην Κ.Δ. η ενανθρώπηση του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος αποτέλεσε την κρήνη της λάμψεως της αλήθειας μέσα από τη ζωή, τα θαύματα και τη διδασκαλία του Θεανθρώπου και αργότερα μέσα από το κήρυγμα και το έργο των αποστόλων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επομένως, λοιπόν, ένας είναι ο Θεός, ο νομοθέτης της Π. και Κ.Δ., «ο σοφώς και προσφόρως και καταλλήλως τοις καιροίς νομοθετήσας». Ο Θεός αποκαλύπτει στο έλλογο ον τις θείες αλήθειες σε κάθε εποχή, ανάλογα με το πόσο ώριμος είναι πνευματικά ο άνθρωπος για να τις δεχθεί και να τις κατανοήσει. Στην Π.Δ. ο Θεός μιλάει στους Ισραηλίτες μέσω του Μωυσέως και των προφητών. Στην Κ.Δ. διαχέεται ο νους των θείων συγγραφέων από το Άγιο Πνεύμα και γράφουν όσα άκουσαν η διδάχθηκαν από τον ενανθρωπήσαντα Κύριο. Για το λόγο αυτό ο Ισίδωρος υποστηρίζει ότι στην Π.Δ. κηρύσσονται με σαφήνεια όσα λέγονται στην Κ.Δ., αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο «την αμφοτέρων των Διαθηκών ενδιάθετον συμφωνίαν».

Ο ιερός Ισίδωρος παρομοιάζει τις Γραφές με δοχείο γεμάτο όχι με υλικά αγαθά όπως το μέλι, το κρασί και το γάλα αλλά «παιδείας και φιλοσοφίας πεπληρωμένον και θείοις χαρίσμασιν εστεμμένον». Αυτές εμπεριέχουν το θείο λόγο και αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες των επιφανειών του Τριαδικού Θεού στον κόσμο. Παιδαγωγούν, λοιπόν, τον αναγνώστη στην αρετή και στην ευσέβεια, και τον καθοδηγούν να διεισδύει περισσότερο στην αποκεκαλυμμένη εν Χριστώ πραγματικότητα. Ο πηλουσιώτης πατήρ σημειώνει για άλλη μία φορά ότι τα γραφόμενα των ιερών βιβλίων της Π. και Κ. Διαθήκης δεν είναι συμπεράσματα έρευνας σπουδαίων φιλοσόφων η αποκυήματα φαντασίας διαφόρων λογοτεχνών αλλά θεόπνευστα κείμενα. Μέσα από τα τελευταία ο Τριαδικός Θεός παρέχει στο έλλογο ον να κάνει κτήμα του τη θεία αλήθεια και τα υπερφυσικά διδάγματα μέσα από απλά λόγια, κοινές λέξεις και υλικά παραδείγματα. Άλλωστε εξηγεί ο Ισίδωρος δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει ο θνητός άνθρωπος με τη φτωχή και ανήμπορη λογική του όλα όσα του αποκαλύπτονται από το Θεό με άλλο τρόπο. Κατά συνέπεια, συνεχίζει, δίκαια ονομάζεται η ένωση των θείων εννοιών και των επίγειων λόγων ανάμικτο κρασί.

Ο Τριαδικός Θεός αποσκοπούσε στο να παρουσιάσει στο ανθρώπινο γένος τη σοφία Του για να ωφεληθούν όσοι θα μελετούν τις Γραφές, και όχι για να αποδείξει τη δύναμη Του και την αξία Του ως Θεός, γιατί αλλιώς θα έκανε χρήση «ουρανίοις και θείοις λόγοις τε και παραδείγματα». Νομοθετούσε όμως για ανθρώπους, οι οποίοι έχουν πεπερασμένο νού, επισφαλή διάνοια και είναι πολλές φορές είναι όχι μόνο σωματικά και νοητικά αδύναμοι αλλά και ψυχικά και συναισθηματικά. Χρήζουν βοηθείας ανθρώπινων λόγων, για να βρουν ένα στήριγμα και έναν αρωγό στον αγώνα της ζωής τους. Αν και τα ιερά βιβλία είναι έμπλεα θείων αληθειών, εκείνες εκτίθενται με πολύ απλές γλωσσικές εκφράσεις, ώστε να μπορούν να τις κατανοήσουν οι σοφοί και οι αμαθείς, οι γυναίκες και τα παιδιά. Μέσα από τα κείμενα των Γραφών φανερώνεται το ενδιαφέρον του Νομοθέτη Θεού για τη φροντίδα, την ωφέλεια και τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, προσφέροντάς τους με πλήρη σαφήνεια τα διδάγματα και την ακατάληπτη σοφία Του σε όλους είτε είναι μορφωμένοι είτε έχουν χαμηλή μόρφωση είτε είναι μεγάλοι στην ηλικία είτε παιδιά. Χαρακτηριστικά ο Ισίδωρος σημειώνει: «επειδάν δε και πάντων εφρόντισε (=ο Θεός φώτισε το νού των θείων συγγραφέων να γράφουν την αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια με απλό και κατανοητό τρόπο για όλους), δείκνυται λαμπρώς θεία ούσα και ουράνιος (= η Γραφή)». Τονίζει ότι δεν επιδιώκεται η δόξα και η υστεροφημία τόσων των συγγραφέων των ιερών βιβλίων αλλά η σωτηρία και η λύτρωση από τα δεσμά του βροτοφάγου δαίμονος όσων τα ακούνε και όσων τα διαβάζουν η τα μελετούν.

Ο Πηλουσιώτης πατήρ υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι τα κείμενα των Γραφών είναι θεόπνευστα, αφού στους παλιούς, όπως ήταν ο Αβραάμ, ο Νώε και οι απόγονοί τους, ο Θεός συνδιαλεγόταν απ̉ ευθείας μαζί τους και τους φανέρωνε το θέλημά Του. Οι άνθρωποι εκείνοι είχαν αγνή διάθεση και άξια να δεχθεί την αποκεκαλυμένη αλήθεια του Τριαδικού Θεού, οπότε δεν χρειάζονταν μεσίτη για να συνομιλήσουν με το Θεό. Μόνο όταν το πέπλο της κακίας των Ιουδαίων κάλυψε τη ζωή τους, «τότε, λοιπόν, τα γράμματα αναγκαία είναι ενομίσθη και δια τούτων υπόμνησις». Αυτό, όμως, δε συνέβηκε κατά τους καιρούς της Π.Δ. αλλά και τα χρόνια της Κ.Δ.. Μαρτυρία αδιάψευστη αποτελούν οι θεόπνευστοι απόστολοι, στους οποίους δε δόθηκε κάτι γραπτό, αλλά αντί γραμμάτων τους δόθηκε η υπόσχεση της χάριτος του αγίου Πνεύματος: «Εκείνος γαρ υμάς αναμνήσει πάντα», υποσχέθηκε ο Θεάνθρωπος στους μαθητές Του.

Τα βιβλία των ιερών Γραφών μαρτυρούν τις θείες αλήθειες, για το λόγο αυτό αποκαλούνται «κανόνας της αλήθειας». Αποτελούν το μίτο της Αριάδνης, τα οποία βοηθούν τους πλανημένους ανθρώπους να επιστρέψουν στο δρόμο που φωτίζεται από το θείο φως. Πλανημένοι θεωρούνται εκείνοι οι οποίοι έχουν αποκλίνει από τα ορθά διδασκαλία της Εκκλησίας, είτε εξαιτίας της λανθασμένης ερμηνείας την οποία έδωσαν στις δογματικές διδασκαλίες είτε εξαιτίας του τρόπου ζωής τους. Ο Τριαδικός Θεός για την ψυχική ωφέλεια και για τη σωτηρία των ανθρώπων φώτισε τους συγγραφείς των ιερών κειμένων να γράψουν το θέλημά Του, για να μπορούν τα αγαπημένα Του δημιουργήματα να επανέλθουν στο δρόμο της αρετής και κατά συνέπεια της σωτηρίας τους. Για το λόγο αυτό οι Αγίες Γραφές δε θεωρούνται παραμύθια αλλά ουράνιοι θεσμοί, οι οποίοι πρέπει να βρίσκουν εφαρμογή στη καθημερινή βιωτή.

Κατά συνέπεια το περιεχόμενο των Γραφών είναι θείο, απλώς ο Θεός έχει επιτρέψει ο κάθε συγγραφέας των θείων κειμένων να εκφράζει με το δικό του τρόπο την αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια. Κατά συνέπεια παρουσιάζεται η αρμονική συνεργία των ιερών συγγραφέων με το Θεό. Οι τελευταίοι έμπλεοι του Αγίου Πνεύματος έγραψαν τα όσα τους απεκάλυψε η Τρισήλιος Θεότητα. Μέσα από τις Γραφές ο άνθρωπος πληροφορείται για τη δημιουργία του ανθρωπίνου γένους, την πτώση του, την αναγέννησή του και τέλος για διδάσκεται τον τρόπο και το μέσο με το οποίο θα μπορέσει να πετύχει το «καθ̉ ομοίωσίν» με το Δημιουργό του και να κερδίσει τον Επουράνιο Παράδεισο.

ΙΙ. Η χάρη των θεοπνεύστων Γραφών και η ωφέλεια από αυτές

Η Π. και η Κ.Δ. αποτελούν τη γραπτή μαρτυρία του θελήματος του Τριαδικού Θεού. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να μπορέσει κάποιος να γνωρίσει το θείο Νόμο και να μπορέσει να διεισδύσει στα βαθύτερα νοήματά του. Πρέπει ο άνθρωπος να επιδιώξει ο ίδιος να γνωρίσει το θείο Νόμο. Αυτό θα το πετύχει με την προσεκτική και συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής και την εφαρμογή των όσων εκείνη λέει στον καθημερινό βίο του.

Η ανάγνωση του λόγου του Θεού πληροφορεί και εμπλουτίζει τη νοερή αίσθηση της ψυχής, γιατί πηγάζει από την ενέργεια του Θεού. Η μελέτη των κειμένων της Γραφής βοηθάει τους αναγνώστες να θεολογήσουν ορθά και να αναιρέσουν κάθε αιρετική διδασκαλία, η οποία απειλεί τη συνοχή του σώματος των πιστών της Εκκλησίας και τη σωτηρία τους. Τα βιβλικά κείμενα είναι γεμάτα από τις υψηλές αλήθειες, αφού «μάρτυς αξιόχρεως η Γραφή». Αναφέρονται στο ομοφυές και ομοούσιο των θείων Προσώπων και στη διάκριση των Υποστάσεων του Τριαδικού Θεού. Σημειώνεται ότι οι θείες Υποστάσεις δεν έχουν μόνο κοινή ουσία αλλά και κοινή θέληση και ενέργεια. Τονίζουν το ομοούσιο των θείων Προσώπων, κάνουν λόγο για την ενανθρώπηση του θείου Λόγου και το τέλειο της θείας και της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, «αληθώς μεν γενόμενος άνθρωπος, αληθώς δε ων και Θεός και προσκυνούμενος εις εξ αμφοτέρων των φύσεων». Όλα αυτά μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο με την επιδαψίλευση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος στον ανθρώπινο νού. Αυτό ως υνί οργώνει την ανθρώπινη διάνοια και την καθιστά κατάλληλη να δεχθεί τους σπόρους των κειμένων της Αγίας Γραφής σχετικά με το Θεό, για να βλαστήσουν και να καρποφορήσουν. Άλλωστε τονίζει απερίφραστα ο Ισίδωρος ότι δίχως τη συνδρομή του Θεού είναι δύσκολο να κατανοηθούν τα βαθύτερα νοήματα των Γραφών. Χαρακτηριστικά γράφει: «Επειδή το γεώδες σκήνος μόλις ευρίσκει τα εν ποσί. Τα δε εν ουρανώ απόκρυφα και την ημετέραν αίσθησιν υπερβαίνοντα, αυτός και αποκαλύπτει και επίσταται ο κατοικών τον ουρανόν».

Η μελέτη των Γραφών χαλυβδώνει την πίστη των ανθρώπων και τους βοηθάει να εντοπίσουν την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του περιεχομένου των διηγήσεων των ιερών κειμένων και των σχετικών με «τας μεν Ελλήνων θεοποιίας». Επειδή στα μεν πρώτα κυριαρχεί η αποκάλυψη της θείας αλήθειας, στα δε δεύτερα παρουσιάζονται οι διάφοροι μύθοι του Ορφέα, του Ομήρου, του Ησιόδου και πολλών άλλων, σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου και των θεών, οι γνωστές δηλαδή θεογονίες. Ο Ισίδωρος παρομοιάζει τις Γραφές με πηγές «τας πλουσίοις και αεννάοις νάμασι κομώσας, και μη τας αρδείας ετέρωθεν δεομένας» και προτρέπει εκείνους που αναζητούν τη θεία αλήθεια να μελετούν ενδελεχώς το περιεχόμενό τους.

Η εντρύφηση στις Γραφές, μοιάζει με αλίευση μαργαριταριών και πολύτιμων λίθων. Οι θείες αλήθειες αξίζουν περισσότερο από οποιοδήποτε θησαυρό της γης, γιατί είναι αιώνιες, δεν υπάρχει φόβος να τις κλέψει κανένας κλέφτης και είναι εκείνες οι οποίες αποτελούν τη φωτεινή σήμανση στο δύσκολο μονοπάτι, που οδηγεί στην Ουράνια Βασιλεία. Τα ιερά κείμενα παροτρύνουν το έλλογο ον να βγεί από τον ύπνο της ακηδίας και το βάλτο της αμαρτίας. Του σπέρνουν στην καρδιά το λόγο του Θεού και στο νού του αντηχεί η αγγελική μουσική της αιώνιας αλήθειας του Τριαδικού Θεού. Κάθε λέξη των Γραφών είναι μία σταγόνα αιώνιας αλήθειας η οποία συμβάλλει στην απονέκρωση του γεώδους φρονήματός μας και βοηθάει το νού να εισέλθει στα άρρητα μυστήρια του Θεού. Επιπλέον τον νουθετεί στο να συγκρατεί τη γλώσσας του, η οποία ευθύνεται για τη δημιουργία πολλών κακών τόσο σε εμάς όσο και στους γύρω μας. Η κακή προαίρεσή βρίσκει διέξοδο στο λόγο και η αυθάδεια έχει κύριο εκφραστή τη γλώσσα. Η κακή χρήση της τελευταίας σκληραίνει τη ζωή, «φλογίζουσα όλον το σώμα και σπιλούσα τον τροχόν της ζωής».

Ο άνθρωπος, ο οποίος δε διαβάζει τις Γραφές, δεν εισέρχεται τη θύρα της αλήθειας της γνώσεως του θείου όντος, δεν παραδειγματίζεται από τη θεία διδασκαλία, δεν μεταμελείται για τις αμαρτίες του και θα υποστεί φρικτή τιμωρία για αυτές στη μέλλουσα κρίση. Φυσικά δεν πρέπει να υπάρξει η ελάχιστη υποψία ότι η περί Θεού διδασκαλία του Χριστού και των αποστόλων διαφέρει από αυτήν των προφητών στην Π.Δ.: «Ουκ απωδά, ουδ̉ αλλότρια της του νόμου εντολής η ευαγγελική νομοθεσία παρέδωκε». Απλώς τονίζεται ότι και στις δύο Διαθήκες ένας είναι ο Θεός και μία η διδασκαλία του, «ο αποκαλύπτων εν Εαυτώ τον Θεόν εν Πνεύματι εν ταις δύο διαθήκαι είναι ο Αυτός Χριστός». Στην Π.Δ. ο Τριαδικός Θεός εμφανίζεται μέσα από τύπους, προτυπώσεις και σύμβολα, ενώ στην Κ.Δ. αποκαλύπτεται μέσα από τη θεία ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος.

Αντίθετα, όποιος μελετά με προσοχή τις Γραφές και προσπαθεί να εφαρμόζει στην καθημερινή βιωτή του τα όσα διδάσκουν τα ιερά κείμενα, παιδαγωγεί τη σάρκα και το φρόνημά του, «μαραίνει τα της σαρκός υπεκκαύματα (= τα της ροπής προς την αμαρτία)». Με τη συνεχή προσπάθειά του κληρονομεί τη βασιλεία του Θεού, αν και βρίσκεται σωματικώς στη γη. Χαρακτηριστικά ο Ισίδωρος αναφέρει τη συμβουλή η οποία δίνεται στους ανθρώπους μέσα από τα κείμενα της Γραφής για την αποφυγή της υπέρμετρης κατανάλωσης κρασιού, η οποία οδηγεί στη μέθη, στην ακολασία και στην αδιαντροπιά. Έτσι μέσα από τα θεόπνευστα κείμενα παιδαγωγούνται όχι μόνο στις θείες αλήθειες αλλά και σε συμβουλές για την καθημερινή ζωή τους, ώστε ο βίος τους να είναι αξιοπρεπής και να συνάδει με το θέλημα του Θεού. Ενώ άμα εκμετρήσουν το χρόνο της επίγειας ζωής τους, της οποίας είναι πάροικοι, θα έχουν κατορθώσει να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι της υπερκόσμιας Ιερουσαλήμ.

Η μελέτη των Γραφών βοηθάει τους ανθρώπους να μάθουν σε ένα νέο τρόπο ζωής, να απαλλαγούν από τις κακές συνήθειές τους και να αποφύγουν τα ολισθήματα και τα παραπτώματα είτε αυτά είναι σωματικά είτε πνευματικά. Αρκεί φυσικά να μετανοήσουν και να εφαρμόσουν στη ζωή τους τη θεία διδασκαλία, η οποία βρίσκεται μέσα στα κείμενα της Π. και Κ.Δ. Σε αυτό το σημείο αδιαμφισβήτητη απόδειξη αποτελούν τα παραδείγματα του Δαβίδ και του αποστόλου Παύλου. Ο ένας, αν και διέπραξε μεγάλο αμάρτημα, μετάνιωσε ειλικρινά και μετανόησε, ο άλλος από διώκτης του Χριστού αναδείχθηκε σε κήρυκά και απόστολό Του. Άλλωστε ο Ισίδωρος συμβουλεύει: «την ανάγνωσιν των ιερών Γραφών εφόδιον ηγού σωτηρίας, τρέφουσα παραδείγμασιν ευδοκίμοις το φιλόκαλον και ανδρώδες των μετά σπουδής ακροωμένων».

Τα ιερά κείμενα της Π και Κ.Δ. προβάλλουν το καλό και παρουσιάζουν τις τιμωρίες και τους επαίνους που θα λάβει κάποιος στην αιώνια ζωή, ανάλογα με το πως θα επιλέξει να ζήσει την παρούσα. Αποτελούν τον κανόνα της εν Χριστώ ζωής, τους οδοδείκτες για την αρετή και την ορθόδοξη πίστη, τις οποίες δίδαξε ο εν σάρκα φανερωθείς Υιος και Λόγος του Θεού. Κάνουν λόγο για τη θεία συγκατάβαση και τη διαχωρίζουν από το Νόμο, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τη διάκριση η οποία θα πρέπει να έχουν ως άνθρωποι στην αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων αλλά και στη συμπεριφορά των άλλων συνανθρώπων τους.

Μέσα από τη συστηματική πνευματική ενασχόληση με τις Γραφές μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι «η γαρ ένδον κυρουμένη θειοτάτη ψήφος πανταχού κρατείν πέφυκεν». Επίσης ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι η δημιουργία του σύμπαντος, των άλογων και έλλογων όντων και γενικότερα το σχέδιο σωτηρίας τους είναι ασύλληπτα για τα μέτρα της τυπικής λογικής του ανθρώπου. Του αποκαλύπτεται μέσα από τις Γραφές η ανυπέρβλητη αγάπη του Θεού, η οποία εκδηλώνεται με την κίνηση του ίδιου του Δημιουργού προς το αγαπημένο Του δημιούργημα, δηλαδή το μυστήριο της θείας Οικονομίας. «Η κίνηση αυτή σκοπό έχει να αλλάξει εκ βάθρων τη σύλληψη της ζωής να δώσει νέα κατεύθυνση στην ίδια του την ύπαρξη, προσανατολίζοντάς την στον Τριαδικό Θεό με ιδανικό τη θέωση του ανθρώπου». Η ωφέλεια, λοιπόν, την οποία αποκτά κάποιος από τη εμβριθή μελέτη των Γραφών είναι διπλή. Από τη μία πλευρά εισάγεται σε ένα σύνολο αποκεκαλυμμένων δογματικών αληθειών, όπως είναι το τριαδολογικό δόγμα, η χριστολογία, η πνευματολογία, και από την άλλη μυείται στις ανθρώπινες αξίες της αγάπης, της δικαιοσύνης, της εγκράτειας και πολλών άλλων αρετών, τις οποίες πρέπει να εφαρμόζει στο χωροχρόνο της επίγειας ζωής του. Εκείνες μαζί με την πίστη αποτελούν το μονοπάτι το οποίο οδηγεί στο θρόνο του Τριαδικού Θεού. Παράλληλα οι δογματικές αλήθειες, οι οποίες αναφέρονται μέσα σε κάποια ιερά κείμενα των Γραφών, δεν έρχονται σε αντίθεση με εκείνα που γράφονται σε κάποια άλλα κείμενα τους. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται ότι, αν και οι συγγραφείς των βιβλίων της Π και Κ.Δ. είναι διάφοροι, όλοι εκφράζουν την ίδια αλήθεια, άφού η αλήθεια για τον Τριαδικό Θεό είναι μία και αέναη, και τους αποκαλύπτεται ύστερα από θείο φωτισμό. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τη διάνοιά τους και τη γλώσσα τους, για να μπορούν να αντιληφθούν τα επέκεινα της πεπερασμένης νοήσεώς τους και να μπορέσουν να τα εκφράσουν μέσα από την ένδεια του ανθρώπινου λεξιλογίου τους.

Το φως της αλήθειας των κειμένων της Γραφής καλύπτει το σώμα και την ψυχή του έλλογου όντος και ανάβει στην ψυχή του τη δίψα για το Θεό. Έτσι ο άνθρωπος με εφαλτήριο την πίστη στον αληθινό Θεό παλεύει και γίνεται το ισχυρότερο πλάσμα στον κόσμο, γιατί εκείνο που ενεργεί μέσα του δεν είναι η δική του δύναμη, αλλά η δύναμη του Θεού. Παραδειγματίζεται από τις τιμωρίες εκείνων, οι οποίοι αναφέρονται στα ιερά κείμενα ως αγνώμονες απέναντι στη θεία αγαθότητα, και συνειδητοποιεί ότι δε θα ξεφύγει από τη θεία τιμωρία, αν δεν καταβάλλει συνεχείς και επίπονες προσπάθειες να απέχει από την κακία και να αφοσιωθεί στην αρετή. Άλλωστε «το γαρ θείον λόγιον βοά· «Αυτός (= ο Τριαδικός Θεός) γαρ αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού»».

Η ωφέλεια, η οποία προέρχεται από τα αδιάστευτα λόγια των Γραφών, θα είναι πολύ μεγαλύτερη, εάν γίνει συνείδηση όλων των πιστών ότι το περιεχόμενό τους είναι εξολοκλήρου αληθινό και αν οι ενασχολούμενοι με αυτές μπορέσουν να εισέλθουν στο βαθύτερο νόημα των γραφομένων, υποτάσσοντας τη νοητική τους ικανότητα στη θεία φώτιση. Τότε θα καταστήσουν «τον της ψυχής οφθαλμόν διορατικώτερον» και θα μπορέσουν να έχουν μεγαλύτερο κέρδος από την ανάγνωση των κειμένων της Π και Κ.Δ. Άλλωστε σκοπός τους είναι μέσα από την εφαρμογή των θείων λόγων να μπορέσουν να κατακτήσουν την αιώνια ζωή στο μέλλοντα αιώνα, αφού για τους χριστιανούς η ζωή τους δεν τελειώνει με το θάνατο αλλά υπερβαίνει τόσο το θάνατο όσο και τη φθορά που τον συνοδεύει.

Ο Πηλουσιώτης πατήρ επισημαίνει με έμφαση «ότι των θείων Γραφών η ανάγνωσις και τοις εστώσι και τοις πεσούσι και πάσιν απλώς εστιν ωφέλιμος, εκάστω χρησμωδούσα». Εξηγεί, λοιπόν, ότι οι Γραφές διδάσκουν ασάλευτη και ειλικρινή πίστη στον Τριαδικό Θεό, στον «ποιητήν και άρχοντα και έφορον και προνοητήν και κηδεμόνα αμειβόμενον μεν τους αγαθούς, αμυνόμενον δε τους πονηρούς». Γεμίζουν με θάρρος το δυστυχισμένο, δίνουν κουράγιο στον απελπισμένο, αποτελούν πνευματικό εμπόδιο για τη διάπραξη οποιασδήποτε μορφής αμαρτίας, αφού στηλιτεύουν το κακό και σημειώνουν ότι δε θα μείνει ατιμώρητο από το Θεό. Τέλος διευκρινίζουν ότι «εστι Θεός, ου το τι εστι πολυπραγμονείν». Με την ανάγνωση των ιερών κειμένων ο άνθρωπος επιτρέπει τη σπορά του λόγου του Θεού στην καρδιά του και αποκτά τη δυνατότητα της κοινωνίας με τις θείες ενέργειες. Ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους μέσα από τις Γραφές μπορεί να συλλάβει μόνο το γεγονός της υπάρξεως του Θεού αλλά συγχρόνως τονίζεται ότι η έρευνα σχετικά με την ουσία του Θεού και κάθε λόγος σχετικά με τη φύση της Αγίας Τριάδος είναι εντελώς «ανέφικτος και μηδαμώς αναλώσιμος». Γνωρίζει το Θεό μέσα από τις ενέργειες, και τις θεοφάνειές Του στην ιστορία. Το έλλογο ον έχει τη δυνατότητα να μετέχει στις άκτιστες ενέργειές Του αλλά ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει την ουσία του Δημιουργού. Εκείνη βρίσκεται επέκεινα της νοήσεως των δημιουργημάτων Του και είναι «αριθμού γαρ και χρόνων το Θείον ανώτερον».

Ο ιερός Ισίδωρος σημειώνει με έμφαση ότι σκοπός των συγγραφέων των Γραφών είναι η πνευματική ωφέλεια των αναγνωστών και η σωτηρία της ψυχής τους, αφού τους εισάγουν στην ανυπέρβλητη αλήθεια του ενός και συγχρόνως Τριαδικού Θεού. Οι θεόπνευστοι συγγραφείς δεν ενδιαφέρθηκαν για τη δική τους δόξα, όπως έκαναν οι διάφοροι εθνικοί συγγραφείς. Οι τελευταίοι προσπάθησαν «των τους διαλόγους συντιθέντων και τους διεξοδικούς λόγους συγγραψαμένων, ότι της μεν οικείας δόξης λίαν εφρόντισαν, υψηλώ και υπερσόφω χρησάμενοι λόγω», αδιαφορώντας «της δε των ακουσομένων ωφελείας».

Μέσα από τα θεόπνευστα κείμενα οι πιστοί εν Χριστώ μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη λύπη για τις αμαρτίες τους όχι για να βυθίζονται περισσότερο στο πένθος και στην απόγνωση της αμαρτίας αλλά για να οδηγηθούν στη μετάνοια και στη σωτηρία. Διδάσκονται ότι κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τα βέλη της αμαρτίας. Μακάριος, όμως, είναι εκείνος ο οποίος μετανοεί και προσπαθεί κάθε φορά που πέφτει στην παγίδα του σατανά και αμαρτάνει, να σηκώνεται και να αγωνίζεται να πλησιάσει ξανά το Θεό. Ευτυχισμένος κατά Θεό γίνεται εκείνος που δεν αφήνεται να συντριβεί από την απόγνωση της αμαρτωλότητάς του και προδίδει τη σωτηρία του όπως συνέβηκε με τον Ιούδα. Ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός δεν καταδικάζει τον άνθρωπο αμέσως κάθε φορά που ολισθαίνει στο κακό αλλά του παρέχει το χρόνο να επανορθώσει με τη μετάνοιά του και τη μεταστροφή του νού του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της φιλευσπλαχνίας του Θεού προς τον αμαρτωλό αποτελεί το παράδειγμα των Νινευϊτών, στους οποίους δόθηκε περιθώριο τρεις μέρες για να μετανοήσουν και να σωθούν. Συγκεκριμένα ο Ισίδωρος γράφει: «Και Νινευίται δε, άνθρωποι βάρβαροι, σχεδόν απόφασιν καθαράν δεξάμενοι, ουδέν βάρβαρον έπαθον, αλλ̉ εννοήσαντες το, «Έτι τρεις ημέραι, και Νινευί καταστραφήσεται», ότι εμφαίνει θείαν φιλανθρωπίαν ... και γνωσιμαχήσαντες, την μεν απώλειαν διεκρούσαντο, την δε σωτηρίαν εκαρπώσαντο».

ΙΙΙ. Οι τηρητέοι κανόνες κατά την ανάγνωση και μελέτη των Αγίων Γραφών

Οι Γραφές αποτελούν ένα μπαούλο με πολύτιμους θησαυρούς. Ερευνώντας το προσεχτικά ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας των όσων ο Τριαδικός Θεός απεκάλυψε στους ανθρώπους μέσα από την φυσική και την υπερφυσική αποκάλυψή Του η μέσα από τις διάφορες θεοφανείες Του στο πέρασμα της ιστορίας των ελλόγων δημιουργμάτων Του. Ο εξερευνητής των θείων αληθειών μέσα από τα κείμενα των Γραφών καλείται να επιδοθεί στην ανάγνωσή τους χωρίς υστεροβουλία και εγωισμό. Η κατανόηση των θείων λόγων χρειάζεται αρχικά πίστη και επενέργεια της θείας χάριτος, για να μη προχωράει ο νους σε εσκεμμένη η μη διαστρέβλωση των λόγων του Θεού. Οι θείες αλήθειες καθώς και τα θεία δόγματα, «τα και τοις λίαν ευδοκιμωτάτοις μόλις ευθήρατα», δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιπολαιότητα αλλά με σοβαρότητα, γιατί είναι να κατανοήσει κάποιος τα της απερίγραπτης και αμόλυντης φύσεως. Πάντοτε δε πρέπει ο αναγνώστης να μελετά τα των Γραφών έχοντας συνεχώς στη θύμησή του τη μέλλουσα κρίση, για να είναι προσεκτικός κατά τη μελέτη τους και να μην εκβιάζει τα θεία νοήματα τους.

Μόνο με τη θεία χάρη μπορεί ο γήινος άνθρωπος να κατανοήσει όσα του απακαλύπτει μέσα από τις Γραφές «ο κατοικών τον ουρανόν». Για το λόγο αυτό οφείλει ο μελετητής να μελετά προσεκτικά τα θεόπνευστα κείμενα, για να ικανώνεται να γίνεται αποδέκτης των θείων μυστηρίων. Αυτά τα κείμενα θα μπορεί να διαφωτίσουν τον αναγνώστη, αρκεί ο τελευταίος να ψάχνει τις Γραφές με διάθεση να μάθει. Εκεί θα βρει εξηγήσεις στις απορίες του. Η παραχάραξη της θείας διδασκαλίας, όπως έκαναν πολλοί αιρετικοί όπως ο Μάνης, ο Σίμων ο Μάγος, ο Μοντανός, ο Νοβατιανός, ο Άρειος, ο Μακεδόνιος και τόσοι άλλοι θα έχει ως συνέπεια φρικτές τιμωρίες για τον αναγνώστη των Γραφών, ο οποίος θα ερμηνεύσει το περιεχόμενό τους με βάση την εγωιστική του δοκησοφία, απορρίπτοντας τη βοήθεια του Πνεύματος. Έτσι αντί η ανάγνωση των Γραφών να είναι «εφόδιον σωτηρίας», γίνεται μέσο για να δεχθεί ο παραχαράκτης των θείων αληθειών την αιώνια τιμωρία.

Ο Ισίδωρος συμβουλεύει ότι «πάντως νουνεχώς την Παλαιάν (Διαθήκην) αναπτύσσων, πάντα τα της Νέας εν αυτή κηρυχθέντα ευρήσεις», σημειώνοντας έτσι πόσο σημαντική θεωρείται η ενδελεχής έρευνα των δύο Διαθηκών. Οι πνευματικοί κόποι, η νηστεία και οι προσευχές αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για την επαρκή προετοιμασία του μελετητή των Γραφών, ώστε να προχωρήσει «επί την θήραν των νοημάτων της ιεράς Γραφής» και να πετύχει «των την σύνεσιν εις πλείονα οξύτητα ακονώντων». Το αποτέλεσμα θα είναι με την ακριβή εξέταση των ιερών γραφομένων να γίνει κατανοητή η αλήθεια, η οποία κρύβεται στο περιεχόμενό τους. Απαραίτητη προϋπόθεση της αναγνώσεως των Γραφών θεωρείται η πίστη ότι «αληθείς είναι». Η εντρύφηση στο βαθύτερο νόημά τους θα επιτευχθεί με τη μαθητεία του μελετητή τους στους «κατά Θεόν σοφούς», δηλαδή σε εκείνους που είναι έμπλεοι της θείας χάριτος και η ζωή τους συνάδει με τη διδασκαλία του Χριστού. Μόνο αν προσηλωθεί στα ουράνια και κατανοήσει τη μηδαμινότητα των επίγειων αγαθών και φροντίδων· επικεντρωθεί στην ανάγνωση των Γραφών, τότε θα αισθάνεται συνεχώς τη θεία παρουσία και θα καταστήσει «τον της ψυχής οφθαλμόν διορατικότερον». Μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να καταλάβει τη διδασκαλία των Γραφών και να γίνει μέτοχος των όσων εκείνες αποκαλύπτουν για τον αέναο τρισήλιο φάρο, την Τριαδική Θεότητα.

Όσα μελετά κανείς στη Γραφή, «τον κανόνα της αληθείας», πρέπει να τα δέχεται σαν πολύτιμους σπόρους και πρέπει να στοχεύει στην «αναστοιχείωσιν» τους. Με τον τρόπο αυτό, σημειώνει ο πηλουσιώτης Πατήρ, «μορφούται μεν ο Χριστός εν ημίν, και ημείς κατά Χριστόν μορφούμεθα. Δια γαρ τούτο και το σπέρμα καταβάλλεται, ίνα εξομοιώση τον άνθρωπον προς εαυτό». Η προσεκτική ανάγνωση της Γραφής σπέρνει μέσα στον αναγνώστη το σπόρο της θείας αποκαλύψεως και της αιώνιας αλήθειας, αν θα ευδοκιμήσει η όχι, οφείλεται καθαρά στην προσπάθεια που θα καταβληθεί από τον καθένα προσωπικά. Ο μελετητής των θεόπνευστων βιβλίων δεν πρέπει να παρερμηνεύει το περιεχόμενό τους, προσπαθώντας να παρουσιάσει το δικό του θέλημα ως θέλημα των Γραφών. Έτσι μοιάζει με κάπηλο, ο οποίος αναμιγνύει το κρασί, δηλαδή την ανόθευτη και ειλικρινή διδασκαλία των Γραφών, με το άχρηστο και χαλασμένο νερό των δικών του θεωριών, τολμά έτσι «τα θεία καπηλεύειν». Με τον τρόπο αυτό νοθεύει τη θεία διδασκαλία, γιατί «τας γαρ ακραιφνείς και ειλικρινείς της ιεράς Γραφής εννοίας τοις εξιτήλοις εαυτών παρακιρνώντες δόγμασι».

Οι απορίες που δημιουργούνται από τη μελέτη των Γραφών, πρέπει να λύνονται μέσα από τη συστηματική εξέταση των θείων κειμένων, γιατί χωρίς ενδελεχή έρευνα οι διάφορες επιφανειακές ερμηνείες των αγιογραφικών χωρίων είναι ανυπόστατες και έωλες και γίνονται αιτία προκλήσεως «απαιδευσίας και ανοίας γέλωτα». Εξάλλου πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι η Αγία Γραφή δεν αντιφάσκει, αφού η θεία αλήθεια είναι μία, αιώνια, αμετάβλητη και στην οποία δεν υπάρχει ίχνος αντιφάσεως.

Ο Ισίδωρος επισημαίνει ότι κατά την ανάγνωση των Γραφών δεν πρέπει να επιχειρείται συσκότιση της αλήθειας του περιεχομένου των κειμένων της. Η παρερμηνεία των θείων λόγων εξαιτίας της πνευματικής ανικανότητας κάποιου δεν αποτελεί σοβαρό αμάρτημα. Αντίθετα όσοι νοθεύουν την αλήθεια από πανουργία και δόλο, «συγγνώμης αμαρτάνουσι μείζονα». Η ορθή ερμηνεία των Γραφών επιτυγχάνεται με το φωτισμό της διανοίας από το Άγιο Πνεύμα και όχι με τη νόθευσή της από αυθαίρετα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει κάποιος καθοδηγούμενος από τυχόν εγωιστική διάθεση η ημιμάθεια. Η ενασχόλησηση με τους λόγους του Κυρίου και των αποστόλων πρέπει να γίνεται με πολλή προσοχή, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος κάποιος «εις αλογίαν εκπεπτωκέναι». Αυτό συμβαίνει σε όποιον δεν ερευνά με προσοχή το βάθος της σοφίας των Γραφών. Η μελέτη των θεόπνευστων κειμένων και η ερμηνεία τους είναι βαρύνουσας σημασίας, γιατί η διαστρέβλωση του νοήματός τους θα επισείει βαρύτατες ποινές κατά τη μέλλουσα κρίση για πρόκληση ηθικής βλάβης όχι μόνο στο δικό τους ψυχικό και νοητικό κόσμο αλλά και στην αμαύρωση της ψυχής και άλλων ανθρώπων, που τυχόν θα επηρεασθούν από τις όποιες απόψεις τους. Εξάλλου: «Εντέταλται γαρ ο των όλων Θεός και Δεσπότης δια Γραφών αγίων αυτού· «Μη εκκλίνετε από της γεγραμμένης εις δεξιάν η εις ευώνυμον»».

Η ανάγνωση και η κατανόηση των βιβλικών κειμένων θα γίνεται ευκολότερη αν εξοικειωθεί ο μελετητής των Γραφών με τους διάφορους ιδιωματισμούς που υπάρχουν σε αυτές. Ο Ισίδωρος στο σημείο αυτό χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τις λέξεις «έδωκε» και «παρέδωκε» που στα θεόπνευστα κείμενα έχουν τη σημασία του «αφήκεν» και «συνεχώρησεν» καθώς και άλλες διάφορες λέξεις που έχουν μία συγκεκριμένη σημασία στις Γραφές. Αναφέρει διάφορα βιβλικά χωρία, για να δείξει ότι η λάθος σημασία των λέξεων θα δώσει άλλο νόημα στα κείμενα των Γραφών, παραποιώντας το πραγματικό τους. Για να μην καταστρέφεται το νόημα των Γραφών αλλά να εδραιώνεται εκείνο το οποίο αληθώς αναφέρεται μέσα από τα γραφόμενά τους, ο πηλουσιώτης πατήρ συμβουλεύει «τοις εντευξομένοις παραινών άνευ φιλονεικίας συνιδείν».

Τονίζει ότι η έρευνα των Γραφών είναι θεμιτή, αρκεί να μην προσπαθήσει κάποιος με τη λογική να εξηγήσει την άρρητο και άχραντο θεία φύση και τα σχετικά με εκείνη, «τα και τοις λίαν ευδοκιμωτάτοις μόλις ευθήρατα». Χρέος του αναγνώστη είναι να κοπιάζει σύμφωνα με τη διδασκαλία που υπάρχει στα θεία κείμενα, να προσπαθεί να γίνεται καλύτερος, για να απαλλάσσεται από το φορτίο των αμαρτιών του με τη μετάνοια και τη μεταστροφή του βίου του σύμφωνα με το λόγο του Θεού. Φυσικά εάν κάποιος θεωρεί τις Άγιες Γραφές παραμύθια, δεν οφελεί ούτε να τις μελετά ούτε να τις εξετάζει εξονυχιστικά αλλά πρέπει να σιωπά και να μην εκμεταλλεύεται το περιεχόμενο των λόγων τους για να παρουσιάζεται σοφός. Αντίθετα εάν τις θεωρεί ουράνιους θεσμούς, έχει υποχρέωση πρώτα να τις εφαρμόζει στην καθημερινή βιωτή του και έπειτα να δημηγορεί μπροστά στα πλήθη σχετικά με αυτές.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η μελέτη των Γραφών είναι επιτακτική ανάγκη για κάθε άνθρωπο που θέλει να μυηθεί στις αποκεκαλυμμένες θείες αλήθειες. Η ωφέλεια από τα θεόπνευστα κείμενά τους είναι μεγάλη, αρκεί να διαβάζονται με προσοχή και κατανοώντας τις πεπερασμένες νοητικές ικανότητες του ανθρώπινου νού. Αποτελούν τον ασφαλή οδηγό για ζήσει κάποιος μία επίγεια ζωή σύμφωνα με το θέλημα του Τριαδικού Θεού και να κερδίσει στην αιώνια ζωή το στεφάνι των πολιτών της Βασιλείας του Θεού.

Η Γραφή είναι πολύτιμος θησαυρός ανέκτίμητης αξίας, η οποία δεν στηρίζει την αξία της σε πολύπλοκα ρητορικά σχήματα και σε ωραία δατυπωμένα καλολογικά στοιχεία των κειμένων της. Τα κείμενά της εκφράζουν τη μία και μοναδική θεία αλήθεια και είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να τα κατανοήσει ο οποιοσδήποτε τα μελετήσει χωρίς προκαταλήψεις. Τίποτα δεν πρέπει να εμποδίζει κάποιον να εντρυφά στα θεία κείμενα, αλλά να επιζητά πάντα τη χάτη του Αγίου Πνεύματος, για να ανοίξουν τα μάτια της ψυχής του και να μπορεί να καταλάβει το περιεχόμενο των λόγων της Γραφής.

Ο Ισίδωρος τονίζει σε ολόκληρο το έργο του ότι οι Γραφές είναι θεόπνευστες, ότι ο αναγνώστης πρέπει κατά τη μελέτη τους να εντρυφεί προσεκτικά στο περιεχόμενό τους, για να μη διαστρεβλώνονται η παραποιούνται τα γραφόμενά τους κατά το δοκείν του κάθε μελετητή η του κάθε ερμηνευτή. Τέλος θα μας επιστήσει την προσοχή στο να μη χρησιμοποιούνται χωρία των θείων Γραφών χωρίς να έχουν κατανοηθεί πλήρως, γιατί εκείνος, ο οποίος τα χρησιμοποιεί, δίνει τροφή σε εχθρούς της Εκκλησίας να βάλουν τη διδασκαλία του Χριστού. Τέλος ο τρόπος ζωής των χριστιανών πρέπει να συνάδει με τα κείμενα των Γραφών, γιατί αποτελούν την πυξίδα για να μπορέσουν οι πιστοί να φτάσουν στην άνω Ιερουσαλήμ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: