Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

           Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΙΕΡΟΥΡΓΙΑ Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου Ιεράς Μονής Ιβήρων

«ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην»

Άγιος Ειρηναίος, Ρ.G. 7,1028



1. «Μη τύπος αλλά πράγμα θυσίας η τελετή»

(Αγίου Νικόλαου Καβάσιλα, Περί Θείας Λειτουργίας)

Η Θεία Λειτουργία φθάνοντας στην αγία Αναφορά γίνεται μια καθολική δοξολογία: «Άξιον και δίκαιον Σε υμνείν, Σε ευλογείν, Σε αινείν, Σοι ευχαριστείν, Σε προσκυνείν». Μέσα στον αίνο τούτο και την ευχαριστία γνωρίζομε τη θεολογία, αποκαλύπτεται η κοσμογονία.

Τίποτε δικό μας δεν έχομε. Αυτός μας δημιούργησε εκ του μη όντος. Παραπεσόντας μας ανέστησε. Έκαμε τα πάντα μέχρις ότου μας χάρισε τη μέλλουσα Βασιλεία Του.

Αυτή η αίσθηση της ευγνωμοσύνης και η δοξολογία υπέρ πάντων ων ίσμεν και ων ουκ ίσμεν, αποτελεί μια κλίμακα που μας ανάγει στον ουρανό, και μας κάνει να ακούμε τον τρισάγιο ύμνο:

«Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ...» Και ενώνονται οι φωνές μας και οι δοξολογίες μας προς το Θεό της αγάπης: «Μετά τούτων καί ημείς των μακαρίων δυνάμεων Δέσποτα φιλάνθρωπε βοώμεν και λέγομεν. Άγιος ει και Πανάγιος, Συ και ο μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σου το Άγιον. Άγιος ει και Πανάγιος και μεγαλοπρεπής η δόξα σου· ος τον κόσμον Σου ούτως ηγάπησας, ώστε τον Υιόν σου τον μονογενή δούναι, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ' έχη ζωήν αιώνιον».

Η δόξα του Θεού φανερώνεται στην αγάπη, την κένωση.

«Δι' υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητος έξω εαυτού γίνεται... και προς το εν πάσι κατάγεται κατ' εκστατικήν υπερούσιον δύναμιν ανεκφοίτητον εαυτού» (Διονύσιος Αρεοπαγίτης, P.G. 3, 712 ΑΒ).

Το φως του προσώπου του δεν θαμπώνει αλλά φωτίζει. Η μεγαλοπρεπής του δόξα δεν εξουθενώνει τη μικρότητά μας, αλλά ανακουφίζει και σώζει: Είναι θεϊκή. Δεν μπορεί να μπλεχτή μέσα μας με τίποτε το ανθρώπινο. Δεν βλέπομε τη δόξα του Θεού - δεν μας την παρουσιάζει η Θεία Λειτουργία - στη μορφή του Παντοκράτορος, αλλά μας την αποκαλύπτει όπως φαίνεται στην πράξη της πατρικής προσφοράς και της θυσίας του Υιού. Στην έσχατη ταπείνωση του Δούλου τού Θεού.

Όμοια και η αγιογραφία δεν μας παρουσιάζει το Χριστό, Βασιλέα της δόξης στην Ανάσταση, αλλά κρεμάμενο γαλήνια στο ξύλο του Σταυρού.

«Ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ' έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3, 16).

Έτσι καθένας που γνωρίζει τον Κύριο λειτουργικά, όπως πράγματι είναι, και πιστεύει σ' αυτόν -Του εμπιστεύεται τη ζωή του - έχει ζωήν αιώνιον, ανώλεθρο.
Τα πάντα αλλάζουν σ' αυτόν από τώρα. Δεν βασανίζεται από καμμιά ταραχή. Ήρεμα βαδίζει μετ' Αυτού επί των κυμάτων. Τα στοιχεία του κόσμου και οι απειλές αναβαίνουσιν έως των ουρανών και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων και αυτός μένει αμετακίνητος στην ηρεμία, όντας ταυτόχρονα ευαίσθητος στο κάθε τί. Και η Θεία Λειτουργία συνεχίζεται.

«Ος (ο Υιός) ελθών και πάσαν την υπέρ ημών οικονομίαν πληρώσας, τη νυκτί ή παρεδίδοτο, μάλλον δε εαυτόν παρεδίδου υπέρ της του κόσμου ζωής, λαβών άρτον εν ταις αγίαις αυτού καί αχράντοις καί αμωμήτοις χερσίν, ευχαριστήσας καί ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας, έδωκε τοις αγίοις αυτού μαθηταίς καί αποστόλοις ειπών:

Ο ιερεύς εκφώνως: Λάβετε φάγετε τούτό μού εστι το Σώμα το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών.

Ο λαός: Αμήν.

Ο ιερεύς μυστικώς: Ομοίως και το Ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων.

Ο ιερεύς εκφώνως: Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτό εστι το Αίμά μου το της καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.

Ο λαός:Αμήν».

Βρισκόμαστε πνιγμένοι μέσα στις φανερές και αφανείς ευεργεσίες του. Κυριολεκτικά τα χάνομε μέσα σ' αυτό τον κατακλυσμό του ελέους και της αγάπης Του: προσφέρεται κλώμενος καί εκχυνόμενος σε μας. Δεν ξέρομε τι να κάνωμε. Δεν βρίσκομε τίποτε δικό μας, να Του δώσωμε σαν ευχαριστία· «oυ γαρ εποιήσαμέν τι αγαθόν επί της γης». Γι' αυτό παίρνομε πάντα τα δικά Του και ευγνώμονα τα προσφέρομε:

«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα».

Αυτή η ολοκληρωτική λειτουργική αντιπροσφορά στον αεί σφαγιαζόμενο Κύριο - πράξη ευχαριστίας και ελευθερίας - αποτελεί το κέντρο του μυστηρίου, την πηγή του αγιασμού του ανθρώπου και των τιμίων δώρων. Αυτή η προσφορά μας απογυμνώνει απ' όλα, απολλύμεθα (Ματθ. 16,25). Παύομε να υπάρχωμε. Πεθαίνομε. Συγχρόνως είναι η στιγμή που γεννιώμαστε στή ζωή· κοινωνούμε της θείας ζωής, με το να προσφέρωμε τα πάντα, με το να γίνωμε μια ευχαριστιακή προσφορά. Έτσι η απώλεια της ζωής μας είναι ταυτόχρονα ανάδυση της υπάρξεώς μας σε κόσμο «καινό και ασύνθετο» όπου παραγενόμενοι είμαστε αληθινά άνθρωποι. (Πρβλ. άγ. Ιγνάτιος, ΒΕΙΙ 2, 276).

Μόνον όταν εξαρθρωθή τελείως ο άνθρωπος και ξανάρθη στην ύπαρξη από άλλη Δύναμη, μπορεί να νοιώση τι είναι ζωή· «oς αν απολέση ούτος ευρήσει» (Ματθ. 16, 25). Ήδη με την εμπειρία αυτή του «σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα» κοινωνούμε της καινής ζωής που είναι προσφορά, κένωση. Όλα εδώ υπάρχουν άλλως, περιχωρούμενα: Συναιρούνται οι εμπειρίες όλες. Συναιρείται ο άνθρωπος· απλώνεται μέχρι την απώλεια και συνέρχεται στο εν που είναι το παν. Βρίσκει τον Κύριο που είναι το Α και το Ω.

Μιμνησκόμεθα πάντων των γεγενημένων και των γενησομένων. Είναι όλα παρόντα, συγκεκραμένα στο φως του προσώπου Του και το γλυκασμό της αυτού ωραιότητος. Στη στιγμή χωρά η αιωνιότης. Σ'έναν Άγιο μαργαρίτη όλος ο Παράδεισος, ο Χριστός.

«Αινούμεν, ευλογούμεν και δεόμεθα». Όλες οι προσευχές γίνονται μία, τη στιγμή που πεθαίνομε πραγματικά και ζούμε ξενοτρόπως. «Tov θάνατον του Κυρίου καταγγέλλομεν και την ανάστασιν Αυτού ομολογούμεν» (Α' Κορ. 11, 26).

Ζης την εμπειρία του ψυχορραγούντος, και το σπαρτάρισμα του αρτιγέννητου. Ξεψυχάς και γεννιέσαι. Γίνεσαι άκρως ευαίσθητος και ταυτόχρονα μένεις ασάλευτος σαν απ' αιώνων κεκοιμημένος.

Είσαι ελεύθερος εαυτού, «πάντα αφελών και εκ πάντων απολυθείς». Έχεις άλλους νόμους ζωής, αιωνίου και ακαταλύτου. Είσαι νεκρός και ζωντανός. Ανύπαρκτος και παντοδύναμος. Πέφτεις στο κενό, καταποντίζεσαι, και πλημμυρίζεις ζωή, φτάνεις στην αίσθηση της αιωνίου παρουσίας Του.

Γυρίζοντας στην ανυπαρξία (διά της ολικής προσφοράς), βλέπεις να σε συγκρατούν τα χέρια που υπήρχαν πριν Αβραάμ γενέσθαι (Ιω. 8, 58).

Απεκαλύφθησαν τα θεμέλια της οικουμένης. Χάνεις τα πάντα και φανερώνεται στο βάθος της καρδιάς σου πώς ο άνθρωπος έχει δυνάμει τα πάντα μπαίνοντας εδώ, γιατί στη Λειτουργία της σωτηρίας του ο Χριστός, που ουκέτι αποθνήσκει, είναι «o προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος».

Είναι ώρα σιωπής απολύτου και λάλου. Σιγά πάσα σαρξ βροτεία, και άκούγεται ο Λόγος.
Το χώρο που κένωσε η προσφορά (ταπείνωση - ευχαριστία) κατέρχεται και πληροί το Άγιο Πνεύμα.

Η ζωή μέσα στη Θεία Λειτουργία είναι σβήσιμο ενσυνείδητο και ολοκληρωτικό, γι' αυτό είναι και αγκάλιασμα ενός μυστηρίου που μας ξεπερνά. Είναι κόπος και ανάπαυση. Είναι θάνατος και ζωή.

Πιστεύεις ότι υπάρχει ζωή γιατί γεννιέσαι, ακατάπαυστα. Έρχεσαι από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός γιατί σε κρατά στα ζωντανά Του χέρια. Σε δημιουργεί, σε πλάθει. Αυτός εκ του μη όντος εις το είναι μας παρήγαγε» και μας παράγει, γιατί η δωρεά της χάριτός Του είναι σημαντικώτερο γεγονός και μεγαλύτερη έκπληξη απ' ό,τι η αρχική εκ του μη όντος εις το είναι παραγωγή.

«Παραπεσόντας μας ανέστησεν πάλιν και την βασιλείαν του εχαρίσατο την μέλλουσαν». Και ενώ ήδη όλα μας χαρίστηκαν, και τα μέλλοντα, νοιώθει κανείς ότι ακόμη όλα τα περιμένουμε. Όλα είναι ατέλειωτα, γιατί όλα είναι αληθινά. Όλα δόθηκαν, και όλα έρχονται ακατάπαυστα καινούργια.

Όταν μιλάμε για λειτουργική θεολογία εννοούμε την ενσάρκωση της θεολογίας. Και τούτο το βλέπομε καθαρά στην ευχαριστιακή ιερουργία.

Το πόσο αληθινή είναι η Θεία Λειτονργία μας το αποκαλύπτει η ίδια η φυσιολογία της πνευματικής ζωής: «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Εγκαταλείποντας κανείς τα πάντα στο Θεό, φτάνοντας στην τελική συντριβή και ταπείνωση, δέχεται κατά φυσική λειτουργία των πνευματικών νόμων τη χάρη του Θεού.
Και στη Θεία Λειτουργία, μετά άπ' όλη την ευχαριστιακή αναφορά και την κατά πάντα και διά πάντα προσφορά στο Θεο, παρακαλούμε, δεόμεθα και ικετεύομε να έλθη το Πνεύμα το Άγιον εφ' ημάς.



Η ίδια πορεία ακολουθείται. Ο ίδιος νόμος βασιλεύει. Το ίδιο Πνεύμα ζωής διοργανώνει, πλάθει, ορίζει την ευχαριστιακή λειτουργία και τη διάρθρωση του ανθρωπίνου είναι μας. Γι' αυτό ο άνθρωπος όντας μέσα στη Λειτουργία, βρίσκεται στο κλίμα του, που μπορεί να ευδοκιμήση. Στην πατρίδα του, που τα πάντα είναι γνώριμα και οικεία. Μιλιέται η γλώσσα του η μητρική.



Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ' εικόνα ιδική Του και ομοίωση. Ο Κύριος «της λειτουργικής ταύτης και αναιμάκτου θυσίας την ιερουργίαν παρέδωκεν ημίν». Και η μία (η εσωτερική οργάνωση του ανθρώπου) και η άλλη (η λειτουργική θυσία) από το Θεό παραδίδονται. Η πορεία της θυσίας - η πολιτεία της υπακοής του Υιού του Θεού - αποκαλύπτει στη Θεία Λειτουργία την τριαδική ζωή και χάρη. Και έτσι αποκαλύπτει στον άνθρωπο ιερουργικά την αλήθεια της φύσεως του και τού δείχνει το δρομο της ελευθερίας. Τη δυνατότητα της αναλήψεως και θεώσεώς του.



*



Δεν πρόκειται περί ιερολογίας, αλλά περί ιερουργίας. Δεν μιλάμε, αλλά πράττομε. Τίποτε δεν υπάρχει χωρίς ρίζες βαθειές.



Ό,τι παρουσιάζεται ή ακούγεται εξωτερικά είναι φανέρωση μιας εσωτερικής, προσωπικής, ενσυνείδητης θυσίας.



Η εσωτερική αγάπη εκφράζεται ως ομολογία πίστεως εις την ομοούσιον και αχώριστον Τριάδα. «Αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν: Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα...».



Η αίτηση προς τον Πατέρα για την άφεση των πολλών μας προς Αυτόν οφειλημάτων γίνεται με τη συγχώρηση των μικρών οφειλών των άλλων σε μας (Κυριακή προσευχή).



Η παρακατάθεση της ζωής ημών απάσης και της ελπίδος σ' Αυτόν, αποτελεί την εσωτερική, «έργω», επίκληση της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος.



Την ώρα της επικλήσεως, η κατά πάντα και διά πάντα προσφορά μας σ'Αυτόν έλκει τη χάρη, αποτελεί την παράκληση, δέηση και ικεσία προς τον Πατέρα για να καταπέμψη το Πνεύμα το Άγιο.



Καί καταλαβαίνομε πως δεν εκφωνείται απλώς από τον ιερέα, αλλ' ιερουργείται απ' όλο το σώμα της Εκκλησίας η επίκλησις: Είναι ιερουργία επικλήσεως, πράξη αιτήσεως, για τη μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού και για τον αγιασμό των πιστών: την άφεση των αμαρτιών, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, της βασιλείας των Ουρανών το πλήρωμα, την παρρησία την προς το Θεό και την αποφυγή - εκ του αναξίως μεταλαμβάνειν - του κρίματος ή του κατακρίματος.



Έτσι το γεγονός της μεταβολής και του αγιασμού των τιμίων δώρων και των πιστών ενσυνείδητα και ολοσώματα βιούται. Με την κατά φύσιν εύχαριστιακή του στάση όλος ο άνθρωπος, όλη η λειτουργική κοινότης, και δι' αυτών όλη η δημιουργία, γίνονται μία δέηση, παράκληση, ικεσία και απολαμβάνουν την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, τη χάρη της Πεντηκοστής και «νεουργείται η σύμπασα και θεουργείται» (Κάθισμα όρθρου 8ης Σεπτεμβρίου).



Τίποτε δε γίνεται μηχανικά, μαγικά. Τίποτε δεν είναι θαμπό και σκοτεινό, αν και είναι υπέρ λόγον. Και έτσι τίποτε δεν μένει άσαρκο: τα πάντα προσφέρονται ως άρτος κλώμενος, τροφή φαγώσιμη στον άνθρωπο. Ως αίμα εκχυνόμενον, αίμα που αθόρυβα χύνεται στις φλέβες της ζωής και της ελπίδος μας.



Τα πάντα φανερώνονται εσωτερικά στους πιστούς, και τα πάντα φανερώνουν μυστικά τον Ενεργούντα τά πάντα εν πάσι.

Ήδη η πράξη της εκούσιας προσφοράς των πιστών, ως ενέργεια αντίθετη προς την εγωϊστική στάση και ροπή της πεπτωκυίας φύσεώς μας, είναι κοινωνία και μετοχή στη θεία ζωή που είναι αγάπη άπειρη.

Εδώ μαθαίνομε να ζούμε, να προσφερώμαστε. Ανατέλλει η όντως ελεύθερη ζωή, η μέλλουσα, που μας δόθηκε. Βλέπομε πως η προσφορά είναι αύξηση, η κένωση πλήρωμα, η ταπείνωση δόξα. Μαθαίνομε να ευχαριστούμε. Kαι «η ευχαριστία εκείνω μεν ουδέν προστίθησιν, ημάς δε οίκειοτέρους αυτώ κατασκευάζει» (Χρυσόστομος, P.G.57,331).


*Εκ του βιβλίου Εισοδικόν, εκδ. Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια: