Στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του έτους 518 πήγαν στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν και δυο νέοι, φίλοι αχώριστοι, από την Έδεσσα της Συρίας. Μετά την προσκύνηση του Σταυρού του Χριστού είπαν να επισκεφτούν μοναστήρια και ασκητήρια για να πάρουν ευχές και νουθεσίες από τους ασκητές. Χάρηκαν τόσο πολύ από την περιήγηση αυτή και την επαφή τους με τους μοναχούς, που ήθελαν να μείνουν εκεί. Σ' ένα μοναστήρι λοιπόν έγιναν μοναχοί κι από 'κει αναχώρησαν μόνοι για την έρημο. Κοντά στη Νεκρά θάλασσα βρήκαν σπήλαια και κατοίκησαν. Εκεί ζούσαν ασκητικά, προσευχόμενοι και διαβάζοντας τις Γραφές καθημερινά. Καθάριζαν το νου και την καρδιά τους από κάθε επιθυμία κοσμική, ώσπου έφτασαν σε κατάσταση απάθειας, δηλαδή, δεν επιθυμούσαν πια τίποτε κακό ούτε μπορούσαν να σκεφθούν κάτι αντίθετο από το θέλημα του Θεού. Πέρασαν εκεί είκοσι εννέα χρόνια. Μια μέρα λέει ο Συμεών στον Ιωάννη: «Έχω μία εσωτερική πληροφορία, που μου λέει να πάω στον κόσμο. Ίσως εκεί βοηθήσω και κάποιους άλλους να βρουν το δρόμο του Θεού». Μα ο Ιωάννης δεν ένοιωθε πως ήταν έτοιμος ή ικανός για κάτι τέτοιο. Μάλιστα προσπαθούσε να μεταπείσει το συνασκητή του ν' αλλάξει γνώμη. Ο Συμεών όμως είχε μία εσωτερική σιγουριά για την απόφαση αυτή. Έτσι μια μέρα αποχαιρέτησε το φίλο του κι έφυγε για τον κόσμο. «Πάω να περιπαίζω τον κόσμο» του είπε. Πήγε πρώτα στα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και μετά έφυγε για την πατρίδα του, την Έδεσσα. Κατά την επαφή του με τον κόσμο, συνέχεια γίνονταν θαύματα με την προσευχή του και το άγγιγμα των χεριών του. Όμως παρακάλεσε το Θεό να τον προστατεύσει, να μην γνωρίσουν οι άνθρωποι ποιος ήταν. Γι' αυτό και ο ίδιος προσποιείτο πως ήταν σαλός, δηλαδή τρελός. Άρχισε τις τρέλες του με την είσοδό του στην πόλη. Βρήκε έναν ψόφιο σκύλο, τον έδεσε με το ζωνάρι του και σέρνοντάς τον μπήκε στην πόλη. Εκεί κοντά ήταν ένα σχολείο. Μόλις τον είδαν τα παιδιά, τον πήραν για τρελό, έτρεχαν ξωπίσω του και τον γιουχάιζαν. Σαν ήρθε στη αγορά τον βρήκε κάποιος εστιάτορας και τον προσέλαβε να πουλά ξηρές τροφές. Αυτός μόλις ανάλαβε καθήκοντα πωλητή άρχισε να τρώει, (είχε μία βδομάδα να φάει). Όταν χόρτασε, άρχισε να διαμοιράζει τις υπόλοιπες τροφές στους ζητιάνους. Σαν τον πήρε είδηση ο ιδιοκτήτης, τον έδιωξε βρίζοντας και κλωτσοκοπώντας τον. Ο Όσιος Συμεών έφυγε, μα επέστρεψε πάλι το απόγευμα. Μπήκε στο εστιατόριο με αναμμένα κάρβουνα στη χούφτα του και λιβάνι. Θύμιαζε το μαγαζί και τους παρευρισκόμενους. Όταν είδε αυτό το θαύμα η γυναίκα του εστιάτορα, ευλαβήθηκε πολύ τον Άγιο και ολόκληρη η οικογένεια επέστρεψε στην Ορθοδοξία, γιατί ήσαν αιρετικοί.
Μετά απ' αυτό όλοι τον σέβονταν. Άρχισε, λοιπόν, να τρώει κρέας μπροστά τους. Για κάθε κομμάτι κρέας, που έτρωγε φανερά, νήστευε στα κρυφά για μια βδομάδα όλα τα φαγητά. Επειδή και πάλι τον τιμούσαν και ιδίως η γυναίκα του εστιάτορα, σκέφτηκε κάτι άλλο να κάνει. Ανέβηκε ένα βράδυ στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η γυναίκα μόνη της κι έκανε πως ήθελε να την αγκαλιάσει. Αυτή μόλις το αντιλήφθηκε, έβαλε τις φωνές και με κλωτσιές τον έβγαλαν έξω.
Κάποιος διάκος, ονόματι Ιωάννης, έγινε φίλος με τον Άγιο Συμεών. Τον συμπονούσε για την κακοπάθεια και τη σκληραγωγία του. Προσφέρθηκε μια μέρα να τον πάει στα κοινά λουτρά, να τον λούσει. Ο Όσιος αντί να τον ακολουθήσει στο αντρικό λουτρό όρμησε στο γυναικείο. Οι γυναίκες που λούζονταν ξαφνιάστηκαν, τον άρπαξαν και αφού τον έδειραν, τον έριξαν έξω. Αργότερα τον βρήκε ο Ιωάννης, ο διάκος, και τον ρώτησε: «Πώς αισθάνθηκες, αλήθεια, ανάμεσα σε τόσες γυμνές γυναίκες;». Κι αυτός του απάντησε: «Τίποτε δεν αισθάνθηκα, ήμουν σαν ξύλο ανάμεσα στα ξύλα». Ο διάκος Ιωάννης είχε ένα γιο, ο οποίος επισκεπτόταν κρυφά μια παντρεμένη γυναίκα. Όταν τον βρήκε ο Όσιος στην αγορά, του 'δωσε ένα σκαμπίλι και του είπε: «Πάψε να κάνεις αυτά που κάνεις, γιατί θα σε πάρει ο δαίμονας και θα σε σηκώσει». Και ο δαιμονίστηκε πάραυτα! Έπεσε χαμαί κι' άφριζε. Είδε τότε τον Άγιο να βγάζει από πάνω του ένα μαύρο ζώο και να το διώκει με ξύλινο σταυρό. Αμέσως ο νέος θεραπεύτηκε και σωφρονίστηκε, Δεν μπορούσε όμως να πει τίποτε απ' όσα είδε κι έπαθε, παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου. Ο Άγιος Συμεών συνήθως έκανε παρέα με φτωχούς, ζητιάνους και δούλους. Συχνά πήγαινε στα σπίτια των πλουσίων κι έκανε παρέα με τις υπηρέτριες, χαριεντιζόταν μαζί τους και προσποιείτο ότι τις φιλούσε. Μια φορά κάποια υπηρέτρια έμεινε έγκυος και είπε στην κυρία της ότι ο πατέρας του παιδιού είναι ο σαλός. Ο Όσιος δεν το αρνήθηκε, μάλιστα φρόντιζε κάθε τόσο να παίρνει κρέας και ψάρια στην υποτιθέμενη γυναίκα του. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, τρία μερόνυκτα κοιλοπονούσε χωρίς αποτέλεσμα. Ήρθε τότε ο Συμεών κι όλοι του έλεγαν: «Κάνε προσευχή, σαλέ, για τη γυναίκα και το παιδί σου». Αυτός κτυπούσε παλαμάκια κι έλεγε: «Αν δεν ομολογήσει τον πατέρα του παιδιού, δεν γεννιέται παιδί». Αυτή ομολόγησε την αλήθεια και παρευθύς γέννησε.
Ένας παντοπώλης Εβραίος έτυχε να δει τον Όσιο να συνομιλεί με δυο αγγέλους την ώρα που πλενόταν και ήθελε να το πει. Ο Όσιος πήγε στον ύπνο του και του είπε: «Μην πεις σε κανένα αυτό που είδες». Όταν ξημέρωσε όμως και πήγε στο παντοπωλείο του, ήθελε να το πει στους πελάτες του. Τότε πέρασε ο Άγιος, τον άγγιξε στα χείλη και βουβάθηκε. Ο Εβραίος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε με νεύματα να τον θεραπεύσει. Αυτός δεν του απάντησε, μόνο φάνηκε πάλι στον ύπνο του και του είπε: «Αν πιστέψεις και βαπτιστείς, θεραπεύεσαι, αλλιώς θα πεθάνεις άλαλος ». Ο Εβραίος δεν αποφάσισε να βαπτιστεί παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου. Και πραγματικά, μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, ήρθε η λαλιά του. Και είχε τόση ευλάβεια προς αυτόν, ώστε αυτός πρώτος τον τίμησε ως Άγιο και γιόρταζε κάθε χρόνο τη μνήμη του.
Μια μέρα πέρασε από μια συγκέντρωση, όπου χόρευαν πολλές κοπέλες. Αυτές μόλις τον είδαν, άρχισαν να τον περιπαίζουν τραγουδώντας αισχρά τραγούδια. Ενώ τραγουδούσαν διαπίστωσαν ότι τυφλώθηκαν όλες στο ένα τους μάτι. Τότε κλαίγοντας τον πήραν ξωπίσω και τον παρακαλούσαν να τις συγχωρέσει και να τις θεραπεύσει. Στάθηκε αυτός και είπε: «Όποια δεχθεί να την φιλήσω στο μάτι θα θεραπευθεί». Μερικές δέχθηκαν και θεραπεύθηκαν. Οι άλλες έμειναν μονόφθαλμες. Αργότερα κι αυτές τον έτρεχαν κατόπι φωνάζοντας: «Φίλησέ μας, φίλησέ μας». Αυτός όμως δεν δέχθηκε πια. Όταν αργότερα ο διάκος φίλος του τον ρώτησε γιατί δε θεράπευσε κι αυτές, είπε: «Εάν αυτές θεραπευθούν θα γίνουν οι πιο αμαρτωλές γυναίκες στη Συρία. Μονόφθαλμες σώζονται». Κάποτε κάποιος έμπορος από την Έδεσσα πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει και να γιορτάσει την Ανάσταση. Μετά τη γιορτή επισκεπτόταν σπήλαια και ασκητήρια της ερήμου δίνοντας ελεημοσύνη στους μοναχούς και ζητώντας την ευχή τους. Έτυχε τότε να συναντήσει και τον Άγιο Ιωάννη, το φίλο και συνασκητή του Αγίου Συμεών. «Πόθεν είσαι»; τον ερωτά. «Από την Έδεσσα» του απαντά. «Έχεις τον Αββά Συμεών, το σαλό, στη γειτονιά σου και ήρθες εδώ ζητώντας ευχή από μένα; Εγώ και όλος ο κόσμος χρειαζόμαστε την ευχή του. Να του πεις να μην ξεχνά να προσεύχεται και για τον αδελφό του τον Ιωάννη, τον ασκητή». Ο έμπορας πήρε τα χαιρετίσματα στον Άγιο Συμεών, αλλά μόνο μετά το θάνατό του μπόρεσε να πει το γεγονός. Κάποτε κάποιο κακοποιοί σκότωσαν κάποιον και τον έριξαν κρυφά στο σπίτι του διάκου Ιωάννη. Όταν βρήκαν το νεκρό, κατηγόρησαν το διάκο για φόνο και επρόκειτο να τον οδηγήσουν στην αγχόνη. Αυτός συνέχεια φώναζε: «Ο Θεός του σαλού, βοήθησέ με». Ο Συμεών ήταν στο καλυβάκι του και προσευχόταν γι' αυτόν. Τη τελευταία στιγμή συνέλαβαν τους πραγματικούς δολοφόνους κι άφησαν ελεύθερο τον διάκο. Αυτός κλαίγοντας πήγε να ευχαριστήσει τον φίλο του. Ο Άγιος Συμεών του είπε: «Ξέρεις γιατί τα έπαθες όλα αυτά; Χθες δυο φτωχοί σου ζήτησαν ελεημοσύνη και ενώ είχες δεν έδωσες, Μήπως νομίζεις ότι είναι δικά σου εκείνα που δίνεις; Λοιπόν, εάν πιστεύεις στο Θεό, δίνε όσο μπορείς. Εάν δε δίνεις είναι φανερό πως είσαι άπιστος». Ένα πρωί ο Συμεών κρατούσε σινάπι τριμμένο στο αριστερό του χέρι και στο δεξί ψωμί. Το άρτυζε με σινάπι κι έτρωγε. Όποιος τον πείραζε του έτριβε το σινάπι στο στόμα. Τον πλησίασε και κάποιος, που είχε ασθένεια στα μάτια. Του 'χρισε τα μάτια με το σινάπι και του είπε: «Πήγαινε, νίψου με σκορδόξυδο και θα γιάνεις, κουτέ». (Όλους συνήθιζε να τους αποκαλεί κουτούς ή κάτι παρόμοιο). Εκείνος δεν εμπιστεύθηκε τον Όσιο και πήγε σε γιατρούς, όπου και χειροτέρεψε. Μια μέρα αγανακτισμένος είπε: «Θα κάμω ό,τι μου πει ο σαλός κι ας βγουν και τα δύο μου μάτια». Και πλύθηκε με σκορδόξυδο κι έγιναν τα μάτια του σα μικρού παιδιού. Όταν τον συνάντησε στο δρόμο ο Όσιος, του είπε: «Βλέπεις πως έγινες καλά, κουφιοκέφαλε; Να μην ξανακλέψεις κατσίκες από το μαντρί του γείτονά σου». Ο δούλος κάποιου πλούσιου του ΄κλεψε πεντακόσια χρυσά νομίσματα. Μη μπορώντας να βρει ούτε τον κλέφτη, ούτε τα λεφτά, πήγε στο Συμεών και του λέγει: «Μπορείς, τρελέ, να μου βρεις τα νομίσματα, που 'χασα, να σου δώσω και σένα δέκα;». Του λέει ο Όσιος: «Δώσε μου υπόσχεση ότι δε θα ξαναδείρεις πια κανένα δούλο σου». Αυτός ορκίστηκε και ο Άγιος του υπέδειξε πού είναι τα χρυσά νομίσματα και τα βρήκε. Μετά από καιρό πήγε να δείρει ένα δούλο κι άρχισε να τρέμει το χέρι του. Κατάλαβε τότε πως είναι δουλειά του σαλού. Πήγε και του λέει: «Λύσε με από τον όρκο, τρελέ». Ο Άγιος δεν του απάντησε. Πήγε όμως στον ύπνο του και του είπε: «Αν λύσω τον όρκο, θα σκορπίσω όλα τα αργύρια κι όλο το βιός σου. Δε φοβάσαι και δεν ντρέπεσαι να δέρνεις αυτούς που κατευθείαν πηγαίνουν στην αιώνια ζωή, εσύ που αδίκαστος πας στην κόλαση;».
Μια γυναίκα έκανε φυλακτά για το μάτι και διάφορα άλλα μαγικά. Ο Άγιος την αγαπούσε και της έδινε φαγητά και ρούχα που του χάριζαν. Μια μέρα της λέει: «Να σου κάνω κι εγώ ένα φυλακτό να μη σε βλάπτει ποτέ κανένα μάτι». Και της έγραψε ένα φυλακτό στη συριακή διάλεκτο που αυτή δεν μπορούσε να διαβάσει. Έγραφε «Ο Θεός να σ' ελεήσει και να σε καταργήσει, να μη σ' αφήνει να απομακρύνεσαι απ' Αυτόν, ούτε τους άλλους ν' απομακρύνεις». Αυτό το σημείωμα πάνω της η γυναίκα σα φυλακτό και δεν μπορούσε πια να κάνει καμιά μαγεία. Μια μέρα καθόταν στο φούρνο ενός Εβραίου, που έψηνε γυάλινα σκεύη και παρακολουθούσε μ' ένα τσούρμο φτωχούς. Σε κάποια στιγμή λέει στους ζητιάνους: «θέλετε να σας κάνω να γελάσετε; Προσέξτε!» Πλησίασε, σταύρωσε από πάνω τα αγγεία κι έσπασαν επτά. Οι ζητιάνοι έσκασαν στα γέλια ενώ ο Εβραίος έγινε έξω φρενών και κτύπησε τον Άγιο. Αυτός του είπε: «Στ' αλήθεια, ντενεκέ, αν δεν κάνεις το σημείο του σταυρού στο μέτωπό σου, θα σπάσουν όλα τ' αγγεία σου». Και πριν τελειώσει το λόγο, έσπασαν άλλα δεκατρία. Ο Εβραίος κατανύχθηκε, έκανε σταυρό στο μέτωπό του και δεν έσπασαν άλλα αγγεία. Έτσι πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε μ' όλη την οικογένειά του. Ο Άγιος Συμεών κάθε Μεγάλη Σαρακοστή δεν έτρωγε τίποτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη. Τότε πήγαινε στον αρτοποιό, άρπαζε ένα ψωμί κι έτρωγε λαίμαργα μπροστά στον κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι σκανδαλίζονταν κι έλεγαν: «Αυτός ο καλόγερος ούτε τη Μεγάλη Πέμπτη δεν μπορεί να νηστέψει». Είχε για διαμονή του μια ξύλινη καλύβα και ξάπλωνε σ' ένα δεμάτι κληματίδες. Συχνά ξαγρυπνούσε προσευχόμενος. Όταν έβγαινε το πρωί να γυρίσει την πόλη, έκοβε κλάδους ελιάς ή άλλων φυτών κι έκανε στεφάνι, που το φορούσε στη κεφαλή. Κρατούσε κι ένα κλαδί στο χέρι και συχνά φώναζε: «Νίκα το βασιλιά και την πόλη». Πόλη εννοούσε την ψυχή και βασιλιά το νου. Δηλαδή να νικάς και να υποτάσσεις νου και ψυχή στο θέλημα του Θεού. Ο Άγιος Συμεών έκαμνε όλες τις διδασκαλίες, τις ευεργεσίες και τα θαύματα με σαλότητα. Γι' αυτό κανείς δεν τον εκτιμούσε για πολύ. Μόνο το διάκο Ιωάννη εμπιστευόταν και κάποτε του έλεγε την αλήθεια. Δυο μέρες πριν το θάνατό του φώναξε το φίλο του και του είπε: «Ήθελα να σου πω, φίλε Ιωάννη, πως σήμερα πήγα και είδα τον αδελφό μου Ιωάννη τον ασκητή, στην έρημο και ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Τον είδα να φορά τίμιο στεφάνι που έγραφε γύρω-γύρω: ''Στεφάνι υπομονής της ερήμου". Εκείνος μου είπε πως είδε τον Κύριό μας να με πλησιάζει και να μου λέγει: "Έλα, σαλέ, να πάρεις τα στεφάνια των ψυχών που μου έφερες". Όσο για σένα, θέλω να σε παρακαλέσω, φίλε Ιωάννη, να επιμελείσαι κάθε άπορο πλάσμα, να ελεείς κατά τη δύναμή σου. Διότι αυτή η αρετή βοηθά από τις άλλες περισσότερο. Όλοι αυτοί οι ταπεινοί και περιφρονημένοι θα σε πάρουν στη βασιλεία του Θεού. Ακόμα κάτι, να μη πλησιάζεις την Αγία Τράπεζα αν έχεις στην καρδιά σου κάτι εναντίον κάποιου. Λοιπόν, την Τρίτη μέρα από σήμερα, ο Κύριος θα παραλάβει το σαλό Συμεών. Την ίδια ώρα θα παραλάβει και τον αδελφό μου τον Ιωάννη, τον ασκητή». Πραγματικά, την τρίτη μέρα ο Θεός πήρε την ψυχή του. Οι πτωχοί και οι ζητιάνοι φίλοι του τον αναζήτησαν και τον βρήκαν ολομόναχο, νεκρό στην καλύβα του. Τον σήκωσαν με σκοπό να τον ενταφιάσουν στο νεκροταφείο των ξένων. Όταν περνούσαν έξω από το σπίτι του Ιουδαίου υαλοποιού, αυτός άκουσε υπερκόσμιες μελωδίες. Άνοιξε το παράθυρο και είδε τη νεκρώσιμη πομπή. ταυτόχρονα είδε πλήθος αγγέλων ν' ακολουθούν και να ψάλλουν την νεκρώσιμη ακολουθία. Δάκρυσε τότε, ο Εβραίος, και είπε: «Μακάριος είσαι συ, σαλέ Συμεών, δεν έχεις ανθρώπους να σ' ενταφιάσουν, αλλ' έχεις τάξεις θείων Αγγέλων και Αρχαγγέλων να σε συνοδεύουν». Και πήγε κι αυτός με την οικογένειά του στον ενταφιασμό. Ο διάκος Ιωάννης άργησε να πάει κι όταν έμαθε πως ήδη τον έθαψαν, κλαίγοντας πήγε στο μνήμα. Ήθελε να τον ξεθάψει για να του κάμει κανονική κηδεία, μα προς έκπληξή του δεν βρήκε το σώμα. Είχε μετατεθεί με θεία δύναμη κι είχε θαφτεί στην έρημο, κοντά στον αγαπημένο του φίλο Ιωάννη, τον ασκητή, που κι αυτός κοιμήθηκε την ίδια μέρα. Από τότε τιμάται η μνήμη τους κάθε χρόνο από την Εκκλησία μας στις 21 Ιουλίου. Ας έχουμε την ευχή και τη βοήθειά τους.
Από το βιβλίο «Για την Αγάπη του Χριστού» του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.
Πηγή:www.trelogiannis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου