Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Όλοι είμαστε άνθρωποι. Το δύσκολο είναι να είμαστε συνάνθρωποι. Να νιώθομε ο ένας τον άλλο σαν κάτι δικό μας, που μας δίνει χαρά ή πόνο, η παρουσία του. Να βλέπομε στα μάτια του το νόημα και την ελπίδα της ζωής, που καταργεί τη μοναξιά μας και μας μεταβάλλει από άτομα σε πρόσωπα.
Ο αείμνηστος συμπατριώτης μας Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, που έζησε χρόνια στη Σπιναλόγκα, σταυρώθηκε από την αρρώστια, από τότε που ήταν φοιτητής κι «αγκάλιασε» τον πόνο μέχρι το τέλος της ζωής του, γράφει: «Συνάνθρωπε, αν κάποια μέρα ο δρόμος σε φέρει, στο Μεραμπέλλο της Κρήτης, πήγαινε στη Σπιναλόγκα. Περπατώντας το δρόμο που περιβάλλει το γρανιτένιο βράχο, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου.
Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου, θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόι μιας μάνας, μιας αδελφής, ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα, που οι πόνοι δεν τον άφησαν μέρα και νύχτα να κλείσει μάτι.
Άφησε δυο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουνε εκατομμύρια δάκρυα, που πότισαν αυτό το δρόμο. Είναι τα δάκρυα των χανσενικών, που αγίασαν αυτό τον αφιλόξενο βράχο και που τώρα βασιλεύει η σιωπή και η γαλήνη και μόνο ο απόηχος των κυμάτων ακούγεται».
Νομίζω ότι δεν είναι τυχαία η λέξη «συνάνθρωπε» από τον αγαπητό μας και συμπαθέστατο Ρεμουντάκη. Αυτό το σύντομο απόσπασμα, δίνει κατά τη γνώμη μου, τον πιο ακριβή ορισμό της έννοιας του συνανθρώπου. Μόνο αν είσαι συνάνθρωπος, μπορείς να δεις έτσι τη Σπιναλόγκα. Μπορείς ν’ ακούσεις τους αναστεναγμούς και να αισθανθείς τον πόνο των Λεπρών.
Μόνο αν είσαι συνάνθρωπος, μπορείς να καταλάβεις τον πόνο του ανθρώπου. Την αρρώστια του, τη μοναξιά του, την απελπισία του, την ελπίδα του, την υπομονή του. Μόνο αν είσαι συνάνθρωπος, μπορείς να νιώσεις τη χαρά του, να αισθανθείς την αγωνία του, τη φτώχεια του, να καταλάβεις τον αγώνα του, να κατανοήσεις την αμαρτία του.
Πόσο την έχει ο άνθρωπος ανάγκη αυτή τη λέξη! Πόσο αναζητά δυο μάτια, να τον κοιτάξουν με ανυπόκριτη αγάπη! Χωρίς ιδιοτέλεια και υπολογισμό. Πόση συγκίνηση νιώθει, όταν δει, γι’ αυτόν δυο μάτια να δακρύζουν!
Δεν υπάρχει πιο συγκλονιστικό θέαμα, από τα δακρυσμένα μάτια. Εκείνα που δακρύζουν από αγάπη, από χαρά, από συγκίνηση -για ό,τι βλέπουν και ακούνε- από ευγνωμοσύνη, από πόνο, από ιερό ενθουσιασμό. Σαν το σεισμό του ηφαιστείου, που συθέμελα σε ταράσσει, είναι τα δακρυσμένα μάτια. Για να το νιώσεις όμως και να το αισθανθείς, πρέπει να είσαι συνάνθρωπος.
Κάθε εποχή έχει τα καλά της και τα κακά της. Την πρόοδο της και τις μελανές της σελίδες. Είναι λάθος να εξιδανικεύουμε οι μεγαλύτεροι, την εποχή των παιδικών μας χρόνων, ή ακόμη παλιότερες εποχές. Καμιά εποχή δεν ήταν αγγελική.
Δυστυχώς όμως η εποχή μας, παρά την αλματώδη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, είναι ανθρωπομονιστική. Αυτό σημαίνει απελπιστικά ατομικιστική. Ο άνθρωπος κλείνεται στο εγώ του, στην οικογένεια του, σε ορισμένα αγαπημένα του πρόσωπα και βιώνει μια παράξενη μοναξιά, ιδίως στην ερημιά των μεγάλων πόλεων. Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, όσο είναι σήμερα στις μεγάλες πολιτείες και ποτέ δεν ήταν τόσο μακριά οι ψυχές τους.
Ζούμε σε μια ώρα, που είναι απόλυτη ανάγκη να συνυπάρξομε ως άνθρωποι, ως λαός και ως έθνος. Το απαιτούν οι καιροί, τα σημερινά μέσα επικοινωνίας, ο «τουριστικός άνθρωπος» που τόσο κυριαρχεί σήμερα. Πρέπει να πιστέψομε ότι είμαστε συνάνθρωποι.
Στο τεράστιο φιλανθρωπικό έργο που έκανε στην Αθήνα η Αγία Φιλοθέη, έδινε στοργή και αγάπη σε όλους τους ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις. Επαναλάμβανε δηλ. και συνέχιζε το έργο του Μεγάλου Βασιλείου, που αγαπούσε και βοηθούσε τους ανθρώπους και τα παιδιά, χωρίς να εξετάζει σε ποιά εθνότητα και θρησκεία ανήκαν.
Για να δεις όμως έτσι τους ανθρώπους, πρέπει να πιστεύεις, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Θεού. Όλοι είναι αδέλφια. Εικόνες ζωντανές του Χριστού. Κι όταν πληγώνεις αυτή την εικόνα, πληγώνεις τον ίδιο το Θεό!
Μ’ αυτή την έννοια, είναι συνάνθρωποι όλοι οι άνθρωποι που πονούν και υποφέρουν σ’ όλη τη γη. Είναι συνάνθρωποι, τα σκελετωμένα παιδιά της Αφρικής, που αργοπεθαίνουν από την πείνα και τις ασθένειες και κυρίως από την εγκατάλειψη των ανθρώπων. Είναι συνάνθρωποι, οι άνθρωποι που σκοτώνονται τόσο ανελέητα στους πολέμους, σ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Αλλά είναι και συνάνθρωποι, οι άνθρωποι της γειτονιάς σου, του χωριού σου, της πολιτείας σου.
Το έτος 1970 έμενα στην Αθήνα στην οδό Ιπποκράτους. Ένα απόγευμα Κυριακής, η πρεσβυτέρα μου κινδύνευε από μια κρίση βρογχικού άσθματος. Την πήρα μ’ ένα ταξί και έψαχνα να βρω ένα νοσοκομείο. Δεν τη δεχότανε, επειδή δεν εφημέρευαν. Τελικά βρήκα ένα, αλλά μου έκαμε ιδιαίτερη εντύπωση, ένας νέος γιατρός, που πάσχιζε να μας εξυπηρετήσει. Τον ευχαρίστησα δακρυσμένος και μου είπε: «Είμαι παιδί ιερέως και πιστεύω ότι έτσι ευχαριστώ την ψυχή του πατέρα μου. Όμως η χριστιανική μου συνείδηση επιβάλλει, να βλέπω όλους τους άρρωστους ανθρώπους, όπως εσάς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου