«Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος,
ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους
καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός...»
(Ἰδιόμελον τῶν Ἀποστίχων Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς)
Ἄν πάντοτε ὁ χρόνος εἶχε μιάν ἰδιαίτερη σημασία γιά τόν ἄνθρωπο, κάτω ἀπό τή χριστιανική σκοπιά ἀποκτᾶ ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀξία. Ὁ χρόνος πλέον εἶναι ἱερός. Ἁγιάστηκε, ἐπειδή στόν ἱστορικό χρόνο εἰσῆλθε μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί ἔζησε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο δηλοποιεῖ ὅτι «ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. 4,4) ὅτι «πεπλήρωται ὁ καιρός καί ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. 1,5).
Οἱ χριστιανοί ζοῦμε σέ μιά καινούργια ἐποχή, πού ἐγκαινίασε ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὁποία φτάνει μέχρι τήν ὥρα τῆς ἔνδοξης ἐπανόδου Του. Ὁ χρόνος πού τώρα ζοῦμε εἶναι ὁ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ τόν χρόνο στή διάρκεια τοῦ ὁποίου ἀγωνιζόμαστε νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση πού μᾶς ἀπηύθυνε ὁ Θεός νά πραγματοποιήσουμε τή σωτηρία μας. Ἑτοιμαζόμαστε νά ὑποδεχτοῦμε τήν Ἡμέρα Κυρίου. Νά δοῦμε τήν πλήρη φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά περάσουμε ἀπό τόν παρόντα στόν μέλλοντα αἰώνα.
Ἡ ἱερότητα τοῦ χρόνου πιστοποιεῖται καί ἀπό τήν καθημερινή ἐκκλησιαστική μας ζωή. Ἡ Ἐκκλησία ἁγιάζει τόν ἱστορικό χρόνο, τόν μεταμορφώνει. Ὁ φυσικός χρόνος γίνεται λειτουργικός χρόνος. Ἡ Ἐκκλησία ἀνά πάσα στιγμή συνδέει τόν χρόνο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μέ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Καθιστᾶ τό γεγονός τῆς σωτηρίας πάντοτε ἐπίκαιρο, παρόν στόν ἱστορικό χρόνο.
Οἱ σκέψεις αὐτές μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε πληρέστερα τά λόγια τοῦ Ἰδιόμελου τῶν Ἀποστίχων πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο:
«Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος,
ἰδού καιρός μετανοίας·
ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους
καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός...»
Βρισκόμαστε ἀπόψε στό κατώφλι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς ἱερότερης χρονικῆς περιόδου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Καί ὁ ἱ. ὑμνογράφος παίρνει τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Β' Κορ. 6,2: «Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας»· Ρωμ. 13,12: «Ἀποθώμεθα οὖν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός») καί τά ἐφαρμόζει στήν ἱερή αὐτή περίοδο, πού ἀπό αὔριο ἀνοίγει τίς πύλες της.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στήν ὁποία γιά μία ἀκόμη φορά μᾶς εἰσάγει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός καί ὁ καιρός τῆς μετανοίας. Καί κατά τήν περίοδο αὐτή οἱ χριστιανοί καλούμαστε νά «πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ντυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός».
Οἱ χριστιανοί ζοῦμε σέ μιά καινούργια ἐποχή, πού ἐγκαινίασε ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὁποία φτάνει μέχρι τήν ὥρα τῆς ἔνδοξης ἐπανόδου Του. Ὁ χρόνος πού τώρα ζοῦμε εἶναι ὁ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ τόν χρόνο στή διάρκεια τοῦ ὁποίου ἀγωνιζόμαστε νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση πού μᾶς ἀπηύθυνε ὁ Θεός νά πραγματοποιήσουμε τή σωτηρία μας. Ἑτοιμαζόμαστε νά ὑποδεχτοῦμε τήν Ἡμέρα Κυρίου. Νά δοῦμε τήν πλήρη φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά περάσουμε ἀπό τόν παρόντα στόν μέλλοντα αἰώνα.
Ἡ ἱερότητα τοῦ χρόνου πιστοποιεῖται καί ἀπό τήν καθημερινή ἐκκλησιαστική μας ζωή. Ἡ Ἐκκλησία ἁγιάζει τόν ἱστορικό χρόνο, τόν μεταμορφώνει. Ὁ φυσικός χρόνος γίνεται λειτουργικός χρόνος. Ἡ Ἐκκλησία ἀνά πάσα στιγμή συνδέει τόν χρόνο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μέ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Καθιστᾶ τό γεγονός τῆς σωτηρίας πάντοτε ἐπίκαιρο, παρόν στόν ἱστορικό χρόνο.
Οἱ σκέψεις αὐτές μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε πληρέστερα τά λόγια τοῦ Ἰδιόμελου τῶν Ἀποστίχων πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο:
«Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος,
ἰδού καιρός μετανοίας·
ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους
καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός...»
Βρισκόμαστε ἀπόψε στό κατώφλι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς ἱερότερης χρονικῆς περιόδου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Καί ὁ ἱ. ὑμνογράφος παίρνει τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Β' Κορ. 6,2: «Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας»· Ρωμ. 13,12: «Ἀποθώμεθα οὖν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός») καί τά ἐφαρμόζει στήν ἱερή αὐτή περίοδο, πού ἀπό αὔριο ἀνοίγει τίς πύλες της.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στήν ὁποία γιά μία ἀκόμη φορά μᾶς εἰσάγει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶναι ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός καί ὁ καιρός τῆς μετανοίας. Καί κατά τήν περίοδο αὐτή οἱ χριστιανοί καλούμαστε νά «πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ντυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός».
Α΄.
Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος. Εὐπρόσδεκτος σημαίνει κατάλληλος, ἐνδεδειγμένος. Καί εὐπρόσδεκτος καιρός, ὅπως τόν ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ὁ καιρός τῆς χάριτος, ὁ καιρός κατά τόν ὁποῖο μᾶς δέχεται ὁ Θεός, μᾶς εἰσακούει καί μᾶς σώζει. Εἶναι ὁ χρόνος στή διάρκεια τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα νά ἀγωνιστεῖ γιά νά ἐπιτύχει τή σωτηρία του.
Καί ὁ χρόνος αὐτός πού ἄρχισε μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μας στόν κόσμο, τήν ἀπολύτρωση τῶν ἀνθρώπων διά τοῦ σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του καί τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φτάνει μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία Του. Ἐνῶ ὁ χρόνος μετά τήν ἔνδοξη ἐπάνοδο τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ καιρός τῆς κρίσεως καί τῆς ἀνταποδόσεως.
Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «"Νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος", φησίν ὁ Ἀπόστολος, "νῦν ἡμέρα σωτηρίας". Οὗτος ὁ αἰών τῆς μετανοίας, ἐκεῖνος τῆς ἀνταποδώσεως· οὗτος τῆς ἐργασίας, ἐκεῖνος τῆς μισθαποδοσίας· οὗτος τῆς ὑπομονῆς, ἐκεῖνος τῆς παρακλήσεως. Νῦν βοηθός τῶν ἐπιστρεφόντων ἀπό ὁδοῦ κακῆς ὁ Θεός, τότε φοβερός καί ἀπαραλόγιστος τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων τε καί ρημάτων καί ἐνθυμημάτων ἐξεταστής. Νῦν τῆς μακροθυμίας ἀπολαύομεν, τότε τήν δικαιοκρισίαν γνωρίσομεν ὅταν ἀναστῶμεν, οἱ μέν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ εἰς ζωήν αἰώνιον ἀπολάβῃ ἕκαστος κατά τήν πρᾶξιν αὐτοῦ».
Ὅμως γιά κάθε ἄνθρωπο ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός εἶναι πολύ συντομώτερος. Διαρκεῖ ἀποκλειστικά καί μόνο ὅσο καί ἡ ἐπίγεια ζωή μας. Ἀρχίζει ἀπό τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεως καί φτάνει ὥς τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας· «ἕως οὗ ἔτι ἐν τῷ σκάμματι ἐσμεν, ἕως ἐν τῷ ἀμπελῶνι ἐργαζόμεθα, ἕως λείπεται ἡ ἑνδεκάτη», καθώς παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δηλαδή, «ὅσο ἀκόμη βρισκόμαστε στό σκάμμα τῆς παρούσας ζωῆς· ὅσο ἐργαζόμαστε στόν ἀμπελώνα τοῦ κόσμου τούτου· ὅσο ὑπολείπεται ἡ ἑνδεκάτη ὥρα» -ἡ ἔσχατη δυνατότητα, λίγο πρίν ἀπό τόν θάνατό μας, νά μετανοήσουμε καί νά ὑπηρετήσουμε τό θέλημα τοῦ Κυρίου.
Εὐπρόσδεκτος καιρός, λοιπόν, ὁ χρόνος μέχρι τήν ἔνδοξη ἐπάνοδο τοῦ Κυρίου μας.
Εὐπρόσδεκτος καιρός ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς κάθε ἀνθρώπου.
Εὐπρόσδεκτος καιρός, τέλος, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Ἄν ὁλόκληρο τόν χρόνο οἱ πιστοί ἀγωνιζόμαστε τόν καλόν ἀγώνα τῆς πίστεως, πολύ περισσότερο ὀφείλουμε ν᾿ ἀγωνιστοῦμε αὐτή τήν ἱερή περίοδο.
Ἄν πάντοτε ἔχουμε χρέος «μετά φόβου καί τρόμου», καθώς συνιστᾶ ὁ Ἀπόστολος (Φιλ. 2,12), νά ἐργαζόμαστε τή σωτηρία μας, ἀκόμη προσεκτικότερα, μέ μεγαλύτερο ζῆλο θά πρέπει νά τό κάνουμε τώρα τήν Τεσσαρακοστή.
Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς ἐπεσήμαναν οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι τοῦ Ὄρθρου σήμερα τό πρωί:
«Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται,
οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε,
ἀναζωσάμενοι τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα·
οἱ γάρ νομίμως ἀθλοῦντες,
δικαίως στεφανοῦνται...»
Καί ὁ χρόνος αὐτός πού ἄρχισε μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μας στόν κόσμο, τήν ἀπολύτρωση τῶν ἀνθρώπων διά τοῦ σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του καί τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φτάνει μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία Του. Ἐνῶ ὁ χρόνος μετά τήν ἔνδοξη ἐπάνοδο τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ καιρός τῆς κρίσεως καί τῆς ἀνταποδόσεως.
Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «"Νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος", φησίν ὁ Ἀπόστολος, "νῦν ἡμέρα σωτηρίας". Οὗτος ὁ αἰών τῆς μετανοίας, ἐκεῖνος τῆς ἀνταποδώσεως· οὗτος τῆς ἐργασίας, ἐκεῖνος τῆς μισθαποδοσίας· οὗτος τῆς ὑπομονῆς, ἐκεῖνος τῆς παρακλήσεως. Νῦν βοηθός τῶν ἐπιστρεφόντων ἀπό ὁδοῦ κακῆς ὁ Θεός, τότε φοβερός καί ἀπαραλόγιστος τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων τε καί ρημάτων καί ἐνθυμημάτων ἐξεταστής. Νῦν τῆς μακροθυμίας ἀπολαύομεν, τότε τήν δικαιοκρισίαν γνωρίσομεν ὅταν ἀναστῶμεν, οἱ μέν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ εἰς ζωήν αἰώνιον ἀπολάβῃ ἕκαστος κατά τήν πρᾶξιν αὐτοῦ».
Ὅμως γιά κάθε ἄνθρωπο ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός εἶναι πολύ συντομώτερος. Διαρκεῖ ἀποκλειστικά καί μόνο ὅσο καί ἡ ἐπίγεια ζωή μας. Ἀρχίζει ἀπό τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεως καί φτάνει ὥς τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας· «ἕως οὗ ἔτι ἐν τῷ σκάμματι ἐσμεν, ἕως ἐν τῷ ἀμπελῶνι ἐργαζόμεθα, ἕως λείπεται ἡ ἑνδεκάτη», καθώς παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δηλαδή, «ὅσο ἀκόμη βρισκόμαστε στό σκάμμα τῆς παρούσας ζωῆς· ὅσο ἐργαζόμαστε στόν ἀμπελώνα τοῦ κόσμου τούτου· ὅσο ὑπολείπεται ἡ ἑνδεκάτη ὥρα» -ἡ ἔσχατη δυνατότητα, λίγο πρίν ἀπό τόν θάνατό μας, νά μετανοήσουμε καί νά ὑπηρετήσουμε τό θέλημα τοῦ Κυρίου.
Εὐπρόσδεκτος καιρός, λοιπόν, ὁ χρόνος μέχρι τήν ἔνδοξη ἐπάνοδο τοῦ Κυρίου μας.
Εὐπρόσδεκτος καιρός ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς κάθε ἀνθρώπου.
Εὐπρόσδεκτος καιρός, τέλος, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Ἄν ὁλόκληρο τόν χρόνο οἱ πιστοί ἀγωνιζόμαστε τόν καλόν ἀγώνα τῆς πίστεως, πολύ περισσότερο ὀφείλουμε ν᾿ ἀγωνιστοῦμε αὐτή τήν ἱερή περίοδο.
Ἄν πάντοτε ἔχουμε χρέος «μετά φόβου καί τρόμου», καθώς συνιστᾶ ὁ Ἀπόστολος (Φιλ. 2,12), νά ἐργαζόμαστε τή σωτηρία μας, ἀκόμη προσεκτικότερα, μέ μεγαλύτερο ζῆλο θά πρέπει νά τό κάνουμε τώρα τήν Τεσσαρακοστή.
Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς ἐπεσήμαναν οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι τοῦ Ὄρθρου σήμερα τό πρωί:
«Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται,
οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε,
ἀναζωσάμενοι τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα·
οἱ γάρ νομίμως ἀθλοῦντες,
δικαίως στεφανοῦνται...»
Β΄.
Στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ὅμως ὁ ὑμνογράφος ἀποδίδει καί ἕναν ἄλλο χαρακτηρισμό. Τήν ὀνομάζει καιρόν μετανοίας, κατάλληλο δηλαδή χρόνο γιά μετάνοια. Γιά νά ἐννοήσουμε καλύτερα τόν χαρακτηρισμό αὐτό τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς περιόδου μετανοίας, εἶναι ἀνάγκη νά προσδιορίσουμε τί ἀκριβῶς σημαίνει μετάνοια.
Ὁ Θεός καλεῖ τούς ἀνθρώπους, ὅλους μας, νά ἔρθουμε σέ κοινωνία μαζί Του. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Φέρουμε μέσα μας τή ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Ἐνδίδουμε συχνά στίς προκλήσεις της. Αἰχμαλωτιζόμαστε ἑκούσια στό ζυγό τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν. Καταπατοῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀπάντησή μας, λοιπόν, στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει στήν ἀρχή μιά μεταστροφή καί στή συνέχεια, σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς μας, μιά στάση μετάνοιας.
Μετάνοια ἑπομένως σημαίνει ὅτι ἀπομακρύνεται κανείς ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι κακό καί στρέφεται πρός τόν Θεό. Αὐτό ἀκριβῶς προσδιορίζει τήν οὐσία τῆς μεταστροφῆς, ἡ ὁποία συνεπάγεται ἀλλαγή συμπεριφορᾶς, νέο προσανατολισμό ὅλης τῆς ζωῆς καί τῆς διαγωγῆς μας.
Αὐτό φαίνεται στή σημασία πού προσδίδει ἡ Ἁγία Γραφή στά ρήματα μετανοῶ καί ἐπιστρέφω, τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ συχνά. Τό ρῆμα μετανοῶ ἐκφράζει κυρίως τήν ἐσωτερική μεταστροφή, τήν ἀλλαγή τοῦ νοῦ καί φρονήματος, ἐνῶ τό ρῆμα ἐπιστρέφω δηλώνει περισσότερο μίαν ἀλλαγή στήν πρακτική συμπεριφορά.
Τί ἀκριβῶς σημαίνει μετάνοια μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐννοήσουμε κι ἕνας θαυμάσιος ὁρισμός τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος πού συναντοῦμε στόν 5ο λόγο του:
«Μετάνοια ἐστιν ἀνάκλησις Βαπτίσματος·
Μετάνοιά ἐστι συνθήκη πρός Θεόν δευτέρου βίου...
Μετάνοιά ἐστι συνειδότος καθαρισμός».
Δηλαδή: «Μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν καθαρότητα καί τή χάρη πού εἴχαμε κατά τήν ὥρα τοῦ Βαπτίσματός μας. Μετάνοια εἶναι μία νέα συνθήκη μέ τόν Θεό γιά ἕναν καινούργιο τρόπο ζωῆς. Μετάνοια εἶναι ὁ καθαρισμός τῆς συνειδήσεώς μας».
Ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Εἶναι στάση ζωῆς. Ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τόν ἐπί γῆς βίο μας. Ἀρδεύει καθημερινά τήν καρδιά μας.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα κατ᾿ ἐξοχήν δυναμικό γεγονός. Εἶναι κατάσταση καί ὄχι στιγμιαῖο φαινόμενο. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουμε νά ζοῦμε ἐν μετανοίᾳ.
Ἄν ἡ μετάνοια θά πρέπει νά σφραγίζει ὁλόκληρη τή ζωή μας, πολύ περισσότερο ὀφείλουμε νά τή βιώνουμε τήν ἱερή περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς στήν ὁποία μᾶς εἰσάγει ὁ ἀποψινός Ἑσπερινός.
Ἡ Τεσσαρακοστή εἶναι πράγματι καιρός μετανοίας. Ἀποβλέπει στό νά μᾶς προετοιμάσει πνευματικά γιά νά συμμετάσχουμε ἀξίως στόν ἑορτασμό τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Καί γιά νά γίνει αὐτό, ὀφείλουμε νά ἀκολουθήσουμε τό μονοπάτι τῆς μετανοίας, πού σημαίνει ἀλλαγή νοῦ, βαθιά ἀνακαίνιση, γνήσια μεταστροφή. Μεταβολή ἐσωτερική, ἀλλά καί ἐπιστροφή πραγματική. Στόν Θεό καί τό Εὐαγγέλιό Του. Στή ζωή πού Ἐκεῖνος ἐμπνέει καί πού μποροῦμε νά ζήσουμε μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία Του, στήν κοινωνία καί τήν ἑνότητα ὅλων τῶν λυτρωμένων τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός καλεῖ τούς ἀνθρώπους, ὅλους μας, νά ἔρθουμε σέ κοινωνία μαζί Του. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Φέρουμε μέσα μας τή ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Ἐνδίδουμε συχνά στίς προκλήσεις της. Αἰχμαλωτιζόμαστε ἑκούσια στό ζυγό τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν. Καταπατοῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀπάντησή μας, λοιπόν, στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει στήν ἀρχή μιά μεταστροφή καί στή συνέχεια, σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς μας, μιά στάση μετάνοιας.
Μετάνοια ἑπομένως σημαίνει ὅτι ἀπομακρύνεται κανείς ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι κακό καί στρέφεται πρός τόν Θεό. Αὐτό ἀκριβῶς προσδιορίζει τήν οὐσία τῆς μεταστροφῆς, ἡ ὁποία συνεπάγεται ἀλλαγή συμπεριφορᾶς, νέο προσανατολισμό ὅλης τῆς ζωῆς καί τῆς διαγωγῆς μας.
Αὐτό φαίνεται στή σημασία πού προσδίδει ἡ Ἁγία Γραφή στά ρήματα μετανοῶ καί ἐπιστρέφω, τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ συχνά. Τό ρῆμα μετανοῶ ἐκφράζει κυρίως τήν ἐσωτερική μεταστροφή, τήν ἀλλαγή τοῦ νοῦ καί φρονήματος, ἐνῶ τό ρῆμα ἐπιστρέφω δηλώνει περισσότερο μίαν ἀλλαγή στήν πρακτική συμπεριφορά.
Τί ἀκριβῶς σημαίνει μετάνοια μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐννοήσουμε κι ἕνας θαυμάσιος ὁρισμός τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος πού συναντοῦμε στόν 5ο λόγο του:
«Μετάνοια ἐστιν ἀνάκλησις Βαπτίσματος·
Μετάνοιά ἐστι συνθήκη πρός Θεόν δευτέρου βίου...
Μετάνοιά ἐστι συνειδότος καθαρισμός».
Δηλαδή: «Μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν καθαρότητα καί τή χάρη πού εἴχαμε κατά τήν ὥρα τοῦ Βαπτίσματός μας. Μετάνοια εἶναι μία νέα συνθήκη μέ τόν Θεό γιά ἕναν καινούργιο τρόπο ζωῆς. Μετάνοια εἶναι ὁ καθαρισμός τῆς συνειδήσεώς μας».
Ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Εἶναι στάση ζωῆς. Ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τόν ἐπί γῆς βίο μας. Ἀρδεύει καθημερινά τήν καρδιά μας.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα κατ᾿ ἐξοχήν δυναμικό γεγονός. Εἶναι κατάσταση καί ὄχι στιγμιαῖο φαινόμενο. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουμε νά ζοῦμε ἐν μετανοίᾳ.
Ἄν ἡ μετάνοια θά πρέπει νά σφραγίζει ὁλόκληρη τή ζωή μας, πολύ περισσότερο ὀφείλουμε νά τή βιώνουμε τήν ἱερή περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς στήν ὁποία μᾶς εἰσάγει ὁ ἀποψινός Ἑσπερινός.
Ἡ Τεσσαρακοστή εἶναι πράγματι καιρός μετανοίας. Ἀποβλέπει στό νά μᾶς προετοιμάσει πνευματικά γιά νά συμμετάσχουμε ἀξίως στόν ἑορτασμό τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Καί γιά νά γίνει αὐτό, ὀφείλουμε νά ἀκολουθήσουμε τό μονοπάτι τῆς μετανοίας, πού σημαίνει ἀλλαγή νοῦ, βαθιά ἀνακαίνιση, γνήσια μεταστροφή. Μεταβολή ἐσωτερική, ἀλλά καί ἐπιστροφή πραγματική. Στόν Θεό καί τό Εὐαγγέλιό Του. Στή ζωή πού Ἐκεῖνος ἐμπνέει καί πού μποροῦμε νά ζήσουμε μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία Του, στήν κοινωνία καί τήν ἑνότητα ὅλων τῶν λυτρωμένων τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Γ΄.
Αὐτά ὅλα δέν εἶναι μιά ὑπόθεση θεωρητική. Συνιστᾶ ἕνα πολύ συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς. Ὁ ἱ. ὑμνογράφος τό ὑπογραμμίζει μέ ἔμφαση, καταφεύγοντας καί πάλι στά λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός».
Τό βαθύτερο νόημα τῆς μετανοίας βρίσκεται σέ αὐτήν τή διπλή καί θεμελιώδη ἐπιδίωξη: Νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας ἔργα τοῦ σκότους, τά σκοτεινά ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Νά ἀποτινάξουμε τόν ζυγό τῶν ποικιλωνύμων παθῶν. Νά ξεριζώσουμε ἀπό τήν καρδιά μας κάθε ἐμπαθῆ ἐπιθυμία.
Παράλληλα, νά ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός. Ὡς στρατιῶτες Ἰησοῦ Χριστοῦ (Β΄ Τιμ. 2,3) ἔχουμε ἀνάγκη ὅπλων. Καί τά ὅπλα τῶν πιστῶν εἶναι οἱ χριστιανικές ἀρετές. Ἀποτελοῦν τήν πανοπλία μας μέ τήν ὁποία ἀντιμαχόμαστε «τίς μεθοδεῖες», τά τεχνάσματα τοῦ διαβόλου (Ἐφ. 6,11).
Διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀποδυσώμεθα τά φαντασίας, ἀπαλλαγῶμεν τῶν ὀνειράτων τοῦ παρόντος βίου, ἀποθώμεθα τόν βαθύν ὕπνον καί ἐνδυσώμεθα ἀντί ἱματίων τήν ἀρετήν· ταῦτα γάρ ἅπαντα δηλῶν ἔλεγεν, "ἀποθώμεθα γοῦν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός". Καί γάρ πρός παράταξιν καί μάχην ἡ ἡμέρα ἡμᾶς καλεῖ».
Δηλαδή: «Ν᾿ ἀπεκδυθοῦμε τίς νυχτερινές φαντασιώσεις. Ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά ἀπατηλά ὄνειρα τοῦ παρόντος βίου. Ν᾿ ἀποβάλουμε τόν βαθύ ὕπνο καί νά ντυθοῦμε ἀντί γιά ἐνδύματα τήν ἀρετή. Διότι αὐτά ὅλα δηλώνοντας (ὁ Ἀπόστολος) ἔλεγε: "Νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ντυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός". Γιατί, πράγματι, ἡ ἡμέρα μᾶς προσκαλεῖ σέ ἀγωνιστική παράταξη καί σέ μάχη».
Καί τό νά ντυθοῦμε τήν ἀρετή δέν σημαίνει καμιά ἐξωτερική συμμόρφωση σέ μερικές ἐντολές, ἀλλά μιά βαθιά ἀλλαγή τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου.
Ἔνδυμά μας, τελικά, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Τί δέ ἐστιν», ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «ὅ ἐγώ καί πάντες ὀφείλομεν ἐπενδύσασθαι, ἵνα μή γυμνοί τότε εὑρεθῶμεν;». Καί ἀπαντᾶ: «Ὁ Χριστός, ἀδελφοί καί Θεός!».
Καί ἐνδυόμαστε τόν Χριστό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ἐνοικεῖ μέσα μας. Ὅτι ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του. Ὅτι Τόν ἀκολουθοῦμε πιστά καί τηροῦμε μέ αὐταπάρνηση τίς ἅγιες ἐντολές Του.
Τό βαθύτερο νόημα τῆς μετανοίας βρίσκεται σέ αὐτήν τή διπλή καί θεμελιώδη ἐπιδίωξη: Νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας ἔργα τοῦ σκότους, τά σκοτεινά ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Νά ἀποτινάξουμε τόν ζυγό τῶν ποικιλωνύμων παθῶν. Νά ξεριζώσουμε ἀπό τήν καρδιά μας κάθε ἐμπαθῆ ἐπιθυμία.
Παράλληλα, νά ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός. Ὡς στρατιῶτες Ἰησοῦ Χριστοῦ (Β΄ Τιμ. 2,3) ἔχουμε ἀνάγκη ὅπλων. Καί τά ὅπλα τῶν πιστῶν εἶναι οἱ χριστιανικές ἀρετές. Ἀποτελοῦν τήν πανοπλία μας μέ τήν ὁποία ἀντιμαχόμαστε «τίς μεθοδεῖες», τά τεχνάσματα τοῦ διαβόλου (Ἐφ. 6,11).
Διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀποδυσώμεθα τά φαντασίας, ἀπαλλαγῶμεν τῶν ὀνειράτων τοῦ παρόντος βίου, ἀποθώμεθα τόν βαθύν ὕπνον καί ἐνδυσώμεθα ἀντί ἱματίων τήν ἀρετήν· ταῦτα γάρ ἅπαντα δηλῶν ἔλεγεν, "ἀποθώμεθα γοῦν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός". Καί γάρ πρός παράταξιν καί μάχην ἡ ἡμέρα ἡμᾶς καλεῖ».
Δηλαδή: «Ν᾿ ἀπεκδυθοῦμε τίς νυχτερινές φαντασιώσεις. Ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά ἀπατηλά ὄνειρα τοῦ παρόντος βίου. Ν᾿ ἀποβάλουμε τόν βαθύ ὕπνο καί νά ντυθοῦμε ἀντί γιά ἐνδύματα τήν ἀρετή. Διότι αὐτά ὅλα δηλώνοντας (ὁ Ἀπόστολος) ἔλεγε: "Νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ντυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός". Γιατί, πράγματι, ἡ ἡμέρα μᾶς προσκαλεῖ σέ ἀγωνιστική παράταξη καί σέ μάχη».
Καί τό νά ντυθοῦμε τήν ἀρετή δέν σημαίνει καμιά ἐξωτερική συμμόρφωση σέ μερικές ἐντολές, ἀλλά μιά βαθιά ἀλλαγή τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου.
Ἔνδυμά μας, τελικά, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Τί δέ ἐστιν», ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «ὅ ἐγώ καί πάντες ὀφείλομεν ἐπενδύσασθαι, ἵνα μή γυμνοί τότε εὑρεθῶμεν;». Καί ἀπαντᾶ: «Ὁ Χριστός, ἀδελφοί καί Θεός!».
Καί ἐνδυόμαστε τόν Χριστό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ἐνοικεῖ μέσα μας. Ὅτι ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του. Ὅτι Τόν ἀκολουθοῦμε πιστά καί τηροῦμε μέ αὐταπάρνηση τίς ἅγιες ἐντολές Του.
* * *
Ἀδελφοί μου,
«Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή...»! Εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός, ὁ καιρός μετανοίας, πού γιά μία ἀκόμη φορά μᾶς χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἄς τόν ὑποδεχτοῦμε μέ χαρά καί ἄς τόν ἀξιοποιήσουμε φιλότιμα.
Ἄς μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος μέ τίς πρεσβεῖες τῆς παναγίας Μητέρας Του καί τίς μεσιτεῖες πάντων τῶν Ἁγίων,
«τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνίσασθαι,
τόν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι,
τήν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι,
τάς κεφαλάς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλᾶσαι,
νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι
καί ἀκατακρίτως φθᾶσαι προσκυνῆσαι
καί τήν ἁγίαν Ἀνάστασιν».
«Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή...»! Εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός, ὁ καιρός μετανοίας, πού γιά μία ἀκόμη φορά μᾶς χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἄς τόν ὑποδεχτοῦμε μέ χαρά καί ἄς τόν ἀξιοποιήσουμε φιλότιμα.
Ἄς μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος μέ τίς πρεσβεῖες τῆς παναγίας Μητέρας Του καί τίς μεσιτεῖες πάντων τῶν Ἁγίων,
«τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνίσασθαι,
τόν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι,
τήν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι,
τάς κεφαλάς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλᾶσαι,
νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι
καί ἀκατακρίτως φθᾶσαι προσκυνῆσαι
καί τήν ἁγίαν Ἀνάστασιν».
Εκ του βιβλίου: Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών, Στό κατώφλι τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Λειτουργικά καί κατανυκτικά κείμενα, 2η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία, 2002).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου