Πρόλογος
Ἰησοῦς ὁ Αἰώνιος Κατακτητής. Ἰησοῦς ὁ Μεγάλος Πυρπολητής. Ἰησοῦς ὁ Μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν. Ἑκατοντάδες καρδιὲς συντονίζουν τοὺς παλμούς τους μ᾿ Ἐκεῖνον.
Μυριάδες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις δέχονται τὸ προσκλητήριο μήνυμα στ᾿ ἀκρογιάλι τῆς Γαλιλαίας τους.
Ἀναρίθμητοι οἱ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ. Ποικιλόμορφοι καὶ ἰδιόμορφοι κοσμοῦν τὸ πολύφωτο στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴ δρᾶσι καὶ στὴν ἀφάνεια, στὸ κήρυγμα καὶ στὴ σιωπή, γίνονται Μάρτυρες Χριστοῦ, πρακτικοὶ μεταφραστὲς τοῦ Εὐαγγελίου, φλογεροὶ ἐραστὲς τοῦ Θείου Διδασκάλου.
Μιὰ μορφὴ συνηρπασμένη ἀπὸ τὸ Θεῖο Ἔρωτα εἶναι καὶ ὁ ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ὁ ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ.
Παιδικὰ χρόνια
Ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι ἡ πατρίδα του. Εὐτρόπιος συγκλητικὸς καὶ Θεοδώρα οἱ γονεῖς του. Καὶ οἱ δυὸ ὁμόζυγοι καὶ ὁμότροποι, πλούσιοι σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρετή. Εὐσεβεῖς καὶ φιλόχρηστοι φροντίζουν καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴ σωστὴ ἀνατροφὴ τῶν τριῶν παιδιῶν, ποὺ ὁ Κύριος τοὺς χαρίζει. Τὰ δυὸ τέκνα τους ἀνέρχονται σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα κι εὐημεροῦν. Ὁ νεώτερος γιός, ὁ Ἰωάννης, ἐντρυφᾷ στὶς Ἱερὲς Γραφές, φωτίζεται, χαριτώνεται καὶ διαπιστώνει τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Πόθος σωτηρίας
Εἶναι δώδεκα χρονῶν ὅταν ὁ Κύριος χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς του. Ἡ συνάντησίς του μ᾿ ἕνα ζηλωτὴ Μοναχὸ τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων ἀνάβει πυρκαϊὰ στὰ στήθη του. Τὸ Μοναχικὸ ἰδεῶδες ποθεῖ νὰ βιώσει. Ν᾿ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριο ἐπιθυμεῖ. Καὶ ἱκετεύει τὸ Μοναχὸ νὰ τὸν πάρει μαζί του ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ὑπόσχεσις δίνεται ἐπίσημα κι ὁ Ἰωάννης περιχαρὴς συνομιλεῖ ἀδιάλλειπτα μὲ τὸν Κύριό του.
Οἱ γονεῖς καμαρώνουν τὸ ἐνάρετο παιδί τους. Κι ὁ Ἰωάννης ζητάει νὰ τοῦ δωρίσουν ἕνα Εὐαγγέλιο. Ἡ ἐπιθυμία του εὐπρόσδεκτη. Πολὺ σύντομα φθάνει στὰ χέρια του ἕνα χειρόγραφο ὁλόχρυσο Εὐαγγέλιο, δῶρο πολύτιμο. Ἡ χαρά του ἀπερίγραπτη. Ἡ δίψα του γιὰ μελέτη ἀκόρεστη. Ἡ εὐγνωμοσύνη του μεγάλη. Ἀλλὰ πάνω ἀπὸ τὴ στοργὴ τῶν γονέων του ὁ Ἰωάννης τοποθετεῖ τὴν ἀγάπη στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπόφασίς του εἶναι ἀμετάκλητη.
Ἀναχώρησις ἱερή
Ὁ Ἰωάννης ἀναμένει ἐναγώνια τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀββᾶ. Κι ἡ ὥρα τῆς συναντήσεως δὲν ἀργεῖ. Συναγάλλονται καὶ δοξολογοῦν τὸ Θεό. Ὁ Ἰωάννης γνωρίζει τὸν συναισθηματισμὸ τῶν γονέων του καὶ προβλέπει ἔντονες ἀντιδράσεις. Γι᾿ αὐτὸ θερμοπαρακαλεῖ τὸν Ἀββᾶ ν᾿ ἀναχωρήσουν κρυφά. Ἀνευρίσκουν πλοιάριο κι ἀναζητοῦν τὰ ναῦλα. Ὁ Ἰωάννης καταφεύγει στὴ μητέρα του. Ζητάει χρήματα γιὰ νὰ συμφάγει δῆθεν μὲ τοὺς φίλους του. Κι ἐξασφαλίζει ἑκατὸ νομίσματα κι ἕναν ὑπηρέτη γιὰ συνοδό.
Συναντάει τὸν Μοναχό, προπληρώνει τὸν καπετάνιο τοῦ καραβιοῦ, συνεννοεῖται γιὰ τὸν τρόπο ἀναχωρήσεως κι ἀναμένει τὴ στιγμή.
Ὁ ὑπηρέτης εἶναι ἕνα πρόβλημα, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης τὸν ἀποστέλνει νὰ εἰδοποιήσει τοὺς φίλους του, ἐνῶ ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἀββᾶ, εὐνοϊκοῦ τοῦ καιροῦ, ἀναχωροῦν κρυφά. Ὁ ὑπηρέτης ἐπανέρχεται καὶ τὸν ἀναζητάει ἐπίμονα. Ἀναγγέλλει στοὺς γονεῖς τὴν ἐξαφάνισι τοῦ Ἰωάννου. Ἄναυδοι ἐνεργοῦν ἀστραπιαία. Ἀποστέλλουν ὑπηρέτες ἀνὰ τὴν πόλι σὲ ἀναζήτησι. Οἱ κόποι μάταιοι. Ὁ Ἰωάννης ἄφαντος. Οἱ γονεῖς του θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα τὸ χαμό του. Ἡ μητρικὴ καρδιὰ σπαράζει. Τὸ πατρικὸ φίλτρο πληγώνεται. Καὶ οἱ δυὸ ὀδύρονται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ λατρευτοῦ παιδιοῦ τους.
Μοναστικὴ ζωή
Ἔχουν περάσει ἤδη τρεῖς ἡμέρες καὶ τὸ πλοῖο φθάνει στὴ Μονὴ τῶν Ἀκοίμητων. Ὁ Ἰωάννης προσκυνεῖ στὸ καθολικό, ὑποβάλλει τὰ σέβη του στὸν Ἡγούμενο, χαιρετᾶ ταπεινὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐκφράζει τὸν ἐνδόμυχο πόθο του νὰ ἐνδυθεῖ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα. Τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του καθιστὰ δύσπιστο τὸν ἔμπειρο Γέροντα. Τονίζει τὶς δυσκολίες τοῦ δρόμου τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τὴν στενότητα τῆς τεθλιμμένης ὁδοῦ. Ὅμως οἱ δακρύβρεχτες θερμὲς παρακλήσεις, ἡ ἀποφασιστικότητα καὶ ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ἐχεγγυοῦν, ἀφοπλίζουν τὸν Γέροντα καὶ ἡ εἴσοδός του γίνεται ἀποδεκτή. Ὁ Ἰωάννης κείρεται Μοναχός. Δέχεται τὴ χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὶς ὁλόθερμες εὐχὲς τοῦ Ἡγουμένου γιὰ νικηφόρες μάχες κατὰ τοῦ Διαβόλου. Ἐπὶ ἕξι χρόνια γιγαντομαχεῖ. Ἐπιδίδεται σὲ αὐστηρὲς νηστεῖες, σὲ ἀδιάλειπτες προσευχές, σὲ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, σὲ σκληρὲς ἐξουθενώσεις, σὲ ἐντατικὴ μελέτη. Ἐργάζεται διαρκῶς. Ὑπακούει ἀναντίῤῥητα. Ὑπομένει ταπεινά. Ἀγωνίζεται ἀκατάπαυστα. Φθάνει σὲ ὕψη ἀρετῆς. Ἡ νεανικὴ μορφή του γίνεται ἀσκητική.
Ἀλλὰ ὁ μισόκαλος Διάβολος φθονεῖ τὴν πρόοδό του καὶ τοῦ ἐνσπείρει λογισμοὺς ἐνθυμήσεως τῶν γονέων του, τῶν φίλων του, τῆς πρότερης ἄνετης ζωῆς του. Ἡ καρδιά του φλογίζεται. Τὸ κορμί του λιώνει. Στὰ πύρινα βέλη τοῦ Σατανᾶ ἀντιπαραθέτει ἔνθερμη κραυγὴ πρὸς τὸν Κύριον, ἔντονη καταπόνησι τοῦ σώματος. Ἡ μορφή του σκελετώνεται. Ἐξομολογεῖται στὸν Ἡγούμενο τὸν ἀμείλικτο πόλεμο τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Γέροντας λυπεῖται κατάβαθα, πονεῖ ὑπερβολικά, ὑποχωρεῖ κι ἐπιτρέπει τὴν ἀναχώρησί του. Τὸν ἀποχωρίζεται, ἀλλὰ τὸν συνοδεύει μὲ τὶς ὁλόθερμες εὐχές του.
Ἐπιστροφὴ στὸ πατρικό
Ὁ Ἰωάννης ἀναχωρεῖ μὲ τὴν σθεναρὴ ἀπόφασι νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ στοὺς γονεῖς του. Ἀπομακρύνεται καὶ χύνει καυτὰ δάκρυα. Φεύγει καὶ στέλνει θερμὲς ἱκετευτικὲς κραυγὲς στὸν Κύριο γιὰ ἀμέριστη συμπαράστασι, γιὰ διαρκῆ συμπόρευσι, γιὰ ἀδιάλλειπτη ἐνίσχυσι. Βαδίζοντας συναντᾶ ρακένδυτο Μοναχό. Ἀνταλλάσσουν τὰ ἐνδύματα, ζητάει τὶς εὐχές του, συμβαδίζουν λίγο κι ἀποχωρίζονται. Ὁ Ὅσιος μόνος πλησιάζει τὸ πατρικό του σπίτι. Γονυκλινὴς καὶ μετὰ δακρύων ἐπιζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ κατανικήσει τὸ Σατανᾶ.
Εἶναι νύκτα. Ἤδη βρίσκεται μπροστὰ στὸ ἀρχοντόσπιστο τοῦ πατέρα του. Διανυκτερεύει προσευχόμενος ἐκτενῶς. Ξημερώνει κι ἡ τελικὴ μάχη ἀρχίζει. Ἕνας ρακένδυτος, σκελετωμένος, κατάχλωμος ζητιάνος ζητάει καλύβα στὸν κῆπο τοῦ ἄρχοντα Εὐτρόπιου. Ὁ ὑπηρέτης τὸν ἀποπέμπει. Ὁ Ἰωάννης ἱκετεύει γιὰ τὴν παραμονή του. Σὲ λίγο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του. Δακρύζει, εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ καὶ στέλνει τὸ SOS. Πλησιάζει τὸν πατέρα του κι ἐπιζητεῖ τὴν εὐσπλαχνία του. «Ἄφησέ με, σὲ παρακαλῶ, νὰ μείνω στὸ προπύλαιο». Ἡ ὄψις του προκαλεῖ τὸν οἶκτο καὶ γίνεται δεκτὸ τὸ αἰτημά του κι ἐκπληρώνεται ἡ ἐπιθυμία του.
Ἡ ζωὴ στὴν καλύβα
Μιὰ καλύβα φτιάχνεται αὐθημερόν, κι αὐτὴ γίνεται ἡ ἔπαλξις, ὅπου κονταροχτυπιέται ὁ Ἰωάννης μὲ τὸ Διάβολο. Ἀγρυπνεῖ καὶ προσεύχεται. Νηστεύει αὐστηρὰ καὶ διαμοιράζει στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀτοὺς δούλους τὴν τροφή, ποὺ πλούσια του παρέχεται. Ταλαιπωρεῖ ὑπέρμετρα τὸ σῶμα καὶ θεώνει τὴν ψυχή. Ἡ μητέρα του φοβεῖται τὴν ἄγρια ὄψι του. Ὁ Διάβολος τὸν προκαλεῖ ν᾿ ἀποκαλυφθεῖ. Ὑπομένει ἀκλόνητα καὶ παραμένει γιὰ τοὺς γονεῖς του ὁ ἄγνωστος ζητιάνος. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ τὸν τριετῆ πολύμοχθο ἀγώνα του κι ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο του. Ἐπιβραβεύει τὴν παντελῆ αὐταπάρνησι, τὴν τελεία ὑπομονή, τὴ βαθειὰ ταπείνωσι, τὴν περιφανῆ νίκη κατὰ τοῦ Διαβόλου κι ἀναγγέλλει τὴν μετὰ τριήμερο ἀναχώρησί του γιὰ τὴν προσωπικὴ συνάντησι μαζί Του καὶ τὴν συναγαλλίασι μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους.
Πλησιάζει τὸ τέλος του
Ὁ Ἰωάννης ξυπνάει καὶ ὑμνολογεῖ τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἔκφρασι τῆς εὐαρέσκειας καὶ τὴν κατάταξι μὲ τοὺς Ἁγίους. Παρακαλεῖ συνάμα καὶ γιὰ τὴν ἄφεσι τῶν ἀνομιῶν τῶν γονέων του. Μετὰ καλεῖ τὸν ὑπηρέτη καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ μεταβιβάσει πρόσκλησι στὴ μητέρα του γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ἡ μητέρα του φοβᾶται τὴν ἀγριότητά του κι ἀποῤῥίπτει τὴν πρόσκλησι. Ὁ Ὅσιος ἐπιμένει καὶ ζητεῖ νὰ τὴν ἰδεῖ. Ἀναγγέλλει τὴν μετὰ τρεῖς μέρες κοίμησί του καὶ τὴν ἐξαναγκάζει ν᾿ ἀποδεχθεῖ τὸ κάλεσμα. Στέλνει ὅμως δοῦλο καὶ τὸν φέρνουν στὸ σπίτι της. Ὁ Ὅσιος ἐκφράζει τὶς εὐχαριστίες του γιὰ τὴν ἐλεήμονα φιλοξενία κι ἀναθέτει στὸ Χριστὸ τὴν ἀπόδοσι τοῦ μισθοῦ. Ζητεῖ δὲ τὴν ἐκπλήρωσι μιᾶς ὕστατης ἐπιθυμίας, ἀφοῦ παίρνει τὴν ἔνορκη διαβεβαίωσι τῆς ἐκτελέσεως. «Νὰ μὴ γίνει ἀλλαγὴ ἐνδυμάτων κατὰ τὴν ταφή του καὶ νὰ ταφεῖ στὴν καλύβα, στὸ πεδίο τῆς μάχης καὶ τῆς νίκης μὲ τὸ Διάβολο». «Ἀντιπροσφέρει δὲ ὡς δῶρο τὸ χρυσοποίκιλτο Εὐαγγέλιο κι ἐπιστρέφει στὴν καλύβα.
Ἡ μητέρα του ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο, δῶρο δικό της στὸ λατρευτὸ παιδί της. Τὸ ἀνακοινώνει ἀμέσως στὸν Εὐτρόπιο καὶ σπεύδουν νὰ πληροφορηθοῦν ὅ,τι σχετικὸ γνωρίζει ὁ Ὅσιος γιὰ τὸν γυιό τους.
Αὐτοαποκάλυψις στοὺς γονεῖς καὶ ἐκδημία
Ἡ στιγμὴ εἶναι ἀνεπανάληπτη. Μπροστά του βρίσκονται οἱ γονεῖς του κι ἀναμένουν μὲ δάκρυα τὶς πληροφορίες. Ὁ Ὅσιος συγκλονίζεται ἀπὸ τὴ συγκίνησι κι ἀποκαλύπτεται. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ γυιός σας Ἰωάννης. Τὸ Εὐαγγέλιο πιστοποιεῖ τὴν ταυτότητά μου». Καὶ διηγεῖται λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του σὰν ἀπόδειξι τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων του. Οἱ γονεῖς μένουν ἄναυδοι. Ἀντικρύζουν τὸ χαμένο παμπόθητο παιδί τους καὶ ἀγάλλονται. Θεωροῦν τὸ τέλος του καὶ θρηνοῦν γοερά. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ πληροφοροῦνται καὶ συμμετέχουν στὴ χαρὰ καὶ στὸν πόνο τῶν γονέων. Ἀναλογίζονται τὴν ἀπαράμιλλη ὑπομονή του καὶ καταπλήσσονται. Ὁ Ὅσιος δίνει τὶς τελευταῖες παρηγορητικὲς νουθεσίες στοὺς γονεῖς του, εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν λαμπρὴ νίκη κατὰ τοῦ Διαβόλου, εὔχεται γιὰ τοὺς θλιμμένους γονεῖς του καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου παραδίδει τὴν ψυχή του πάλλευκη στὰ χέρια τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ λάβει τὸ στεφάνι τῆς νίκης.
Θαυματουργικὴ παρουσία
Ἡ μητέρα του ξεχνᾶ τὴν ὑπόσχεσί της καὶ τὸν ἐνδύει περίλαμπρα. Παρευθὺς γίνεται σεισμὸς κι ἀκούεται φωνή: «Βάλε τὰ ἐνδύματά μου γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς». Ἡ μάνα μένει παράλυτη καὶ ἄφωνη. Ὁ πατέρας ἐνθυμεῖται τὴν ἐντολὴ τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν ἐνδύουν ρακένδυτα καὶ ἡ μητέρα θεραπεύεται. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος θαυματουργεῖ ποικιλότροπα. Τὸ σῶμα του ἐνταφιάζεται μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Πατριάρχου, κλήρου καὶ λαοῦ στὴν καλύβα. Ἐκεῖ ἀνεγείρεται ἀπὸ τοὺς γονεῖς του Ναὸς καὶ τὸ ὑπόλοιπό της περιουσίας διαμοιράζεται στοὺς φτωχούς. Διέρχονται τὴ λοιπὴ ζωὴ τοὺς θεάρεστα καὶ ἀπέρχονται στὰ Οὐράνια Σκηνώματα γιὰ νὰ συνευφραίνονται αἰώνια μὲ τὸν περιπόθητο γυιό τους Ἰωάννη.
Ἐπίλογος
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὑπόδειγμα μακρᾶς ὑπομονῆς, ὁλοκληρωτικῆς καταφρονήσεως τῶν πρόσκαιρων ἀπολαύσεων, καθολικῆς περιφρονήσεως τῆς ἐφήμερης δόξης, αὐστηρῆς ἐγκράτειας, ἄκρας ὑποταγῆς τῆς θελήσεώς του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τέλειας ἐχεμύθειας τῆς ταυτότητας τοῦ μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Οἱ ἀρετὲς τοῦ προκλήσεις καὶ προσκλήσεις γιὰ μίμησι.
Κι ἐμεῖς ταπεινοὶ τιμητὲς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ πρόθυμοι μιμητὲς ἂς γίνουμε.
Απολυτίκιο, ήχος δ΄
Εκ βρέφους τον Κύριον, επιποθήσας θερμώς,
τον κόσμον κατέλιπες, και τα εν κόσμω τερπνά, και ήσησας άριστα.
Επηξας την καλύβην, προ πυλών σων γονέων.
’Εθραυσας των δαιμόνων, τας ενέδρας παμμάκαρ.
Διο σε Ιωάννη Χριστός αξίως εδόξασεν.
Πηγή: www.ahdoni.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου