Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΤΣΑΛΑΚΗ

Πάντα με συγκλόνιζαν και πάντα θα με συγκινούν τα λόγια του Αγίου Νεκταρίου: «Αγαπώ τον Ιησού Χριστό, το Θεό μου. Αγαπώ την Υπεραγία Θεοτόκο, την Παναγία μου. Αγαπώ την Αγία μου Εκκλησία». Μπροστά στον Εσταυρωμένο γονάτιζε ο άγιος Νεκτάριος και προσευχόταν με δάκρυα, στις ώρες τις πολυκύμαντης ζωής του. Μπροστά σε μια εικόνα της Παναγίας, προσευχόταν ατέλειωτες ώρες, όταν τα βέλη του πόνου, από τη ζήλεια και την κακία ορισμένων ανθρώπων, διαπερνούσαν την καρδιά του. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας, στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, ήταν πάντα δακρυσμένος, από χαρά και αγαλλίαση, για την Αγία του Εκκλησία. Για την εκκλησία που του χάριζε την πίστη και την αγάπη, την υπομονή και την ανεξικακία, τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία.
Μόνο όποιος μπορεί να καταλάβει, το θεολογικό ύμνο που έχει γράψει στην Παναγία και έχουν μελοποιήσει αγιορείτες μοναχοί, «Αγνή Παρθένε άχραντε», καταλαβαίνει τι φλόγα πίστεως και αγάπης πυρπολούσε την καρδιά του. Θα μπορούσαμε λοιπόν σαν μια πρώτη απάντηση, που αφορά όλους τους χριστιανούς, να πούμε, ότι να αγαπάς την εκκλησία, σημαίνει να αγαπάς την Παναγία.
Όταν ένας ιερέας θέλει να λειτουργήσει, παίρνει όπως λέμε «καιρό». Προσεύχεται δηλ. μπροστά στην ωραία πύλη, να του δώσει δύναμη ο Θεός, να τελέσει τη Θεία Λειτουργία.  Την ώρα που προσκυνά την εικόνα της Παναγίας, λέει ένα τροπάριο, που πάντα με συγκινεί: «ρυσθείημεν δια σου των περιστάσεων», δηλ. «με τη χάρη σου Παναγία μου, θα ελευθερωθούμε από τις περιστάσεις, που μας πολιορκούν». Και οι περιστάσεις αυτές είναι πολλές για ένα ιερέα. Αγάπη λοιπόν στην Παναγία, αλλά και σε όλους τους Αγίους της εκκλησίας μας, είναι το πρώτο σημείο, ότι αγαπάς την Εκκλησία, την ορθόδοξη Εκκλησία, την μία Εκκλησία του Χριστού.
Πιο πρώτα όμως από την αγάπη της Παναγίας, ο κάθε χριστιανός οφείλει να αγαπά το Χριστό. Ο Χριστός είναι το Α και το Ω της πίστεως μας, της ζωής μας. Είναι ο βαθύς, ο ακατανίκητος έρωτας της καρδιάς μας, που νικά όλους τους άλλους έρωτες, όλες τις αγάπες του κόσμου. Το έτος 1954 κυκλοφόρησε,  από τον τότε Αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Επίσκοπο Κισσάμου Ειρηναίο,  ένα βιβλίο με τίτλο:  «Πορείες και αλήθειες για τον Αγαπημένο μου Χριστό». Διαβάζοντάς το καταλαβαίνεις, τι σημαίνει να αγαπάς το Χριστό. Ένας κληρικός της σχολαστικής θεολογίας, τον ειρωνεύτηκε. «Σαν να είναι» είπε, «ερωτευμένος με το Χριστό!» Αν είχε διαβάσει έστω και μια σελίδα του Συμεών του Νέου Θεολόγου, από το κεφάλαιο: «Ερώτων θείων υμνωδίες», θα είχε υποψιασθεί, τι σημαίνει να αγαπάς το Χριστό.
Όποιος λοιπόν αγαπά το Χριστό, αγαπά τον τριαδικό Θεό,  αγαπά τους αγγέλους του Θεού, αγαπά το ευαγγέλιο και ολόκληρη τη διδασκαλία της εκκλησίας, αγαπά όλα τα μέλη της εκκλησίας και τους κληρικούς της, όσο κι αν είναι ανάξιοι, όσο κι αν προκαλούν σκάνδαλα στην εκκλησία, όσο κι αν την πληγώνουν.
Να αγαπάς λοιπόν την εκκλησία, σημαίνει, να ζεις όπως θέλει η εκκλησία, να κάνεις υπακοή στην εκκλησία, αφού αυτή η υπακοή, είναι στο βάθος ελευθερία, γιατί  σε ελευθερώνει από τα πάθη  και κυρίως από τον εγωισμό και την κενοδοξία και σε συνδέει με δεσμούς αγάπης με τους συνανθρώπους σου και το Θεό. Να αγαπάς την εκκλησία σημαίνει, να θεραπεύει το νου σου από την αλαζονεία και την καρδιά σου από την εμπάθεια, ένα Πνευματικός, που «εις τύπον Χριστού», θα σε αγαπά και θα σε οδηγεί στην αγκαλιά του Θεού.
Δεν θα ξεχάσω τη σπαρακτική φωνή του αγωνιστή ιεράρχη Αυγουστίνου Καντιώτη, που πέθανε, σε βαθειά γεράματα, αυτό τον καιρό. Έλεγε σε μια γυναίκα, που του ζητούσε να κάνει έκτρωση: «Χωρίς άνδρα, μπορείς να ζήσεις. Χωρίς Θεό, μπορείς να ζήσεις;» Ο Θεός είναι ο αέρας που αναπνέομε. Είναι ο ήλιος που μας θερμαίνει.  Γι’ αυτό θρηνεί ο Νίτσε,  όταν κηρύσσει με υπερηφάνεια, αλλά και τραγικότητα, το θάνατο του Θεού:  «Τι θα γίνει τώρα η γη, χωρίς τον ήλιο που τη θέρμαινε. Θα παγώσει. Κι ο άνθρωπος θα ζήσει σ’ αυτή την παγωνιά!»  Ενώ χαιρόταν για το θάνατο του Θεού, γινόταν προφήτης, της πιο τραγικής κατάστασης του ανθρώπου.
Εξομολογούμαι ενώπιον του Θεού, ότι βρέθηκα κάποτε, από δαιμονική συνεργία, σε μια ώρα μεγάλης απελπισίας, απ’ αυτές που είναι πολύ επικίνδυνες και οι άνθρωποι δεν πρέπει να μένουν μόνοι,  αλλά να τρέχουν να ζητούν βοήθεια. Έλεγα λοιπόν στον εαυτό μου: «Μπορώ να ζήσω χωρίς τα αγαπημένα μου πρόσωπα; Χωρίς τη Μάνα μου και την οικογένεια μου;» Η απάντηση ήταν δύσκολη, αλλά ήταν: Ναι. Μετά είπα: «Μπορώ να ζήσω χωρίς το Θεό, χωρίς την εκκλησία;» Θόλωσε το μυαλό μου και πάγωσε η καρδιά μου σ’ αυτή την εκδοχή. Ένιωσα σαν το έμβρυο, που όταν το βγάλεις από τη μήτρα, είναι καταδικασμένο να πεθάνει. Η  απάντηση ήταν: Όχι. Μαζί με το όχι, πέρασε και η φοβερή ώρα του πειρασμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: