Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Ο Επίσκοπος εν τη Εκκλησία

(σκέψεις με αφορμή την πρώτη επίσημη λειτουργική μνήμη του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου)



Η πρώτη μου εσπερινή λατρεία στη μνήμη του οσίου ημών πατρός Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου με βρήκε – ταις αυτού εξάπαντος πρεσβείαις – συμπροσευχόμενο και συμψάλλοντα με τον Μητροπολίτη Θήρας, Αμοργού και Νήσων π. Επιφάνιο. Πριν προχωρήσω στην ουσία του παρόντος, θα ήθελα επιγραμματικά να σχολιάσω τον εν λόγω Επίσκοπο με λιτούς, πλην περιεκτικότατους για το ήθος του ανδρός, χαρακτηρισμούς, όπως αυτοί μού γεννήθηκαν αβίαστα στο συνεορταστικό μας διήμερο έν τινι ξεχασμένη αιγαιοπελαγίτικη νήσω: απλούς, ταπεινός, σοφός, διδακτικός. Δεν είναι ο φαντασμαγορικός Επίσκοπος με τις δεσποτοκρατικές αντιλήψεις και ιεροκρατικές εμμονές και συμπεριφορές, ίσως διότι προέρχεται από τους κόλπους του πραγματικού και μάχιμου μοναχισμού - και όχι του εικονικού και φαντασιώδους κακεκτύπου του, όπως αυτός υποστασιάζεται στον σύγχρονο αρχιμανδριτισμό, από τη δεξαμενή του οποίου, καθ’ υπέρβασιν της ιεράς Παράδοσης και της κοινωνικής κατακραυγής, αντλεί η Εκκλησία τους προς αρχιερατείαν υποψηφίους.
Ο όσιος Πορφύριος, ως γνωστόν, σεβόταν ιδιαίτερα τους Επισκόπους. Μάλλον τον Θεό και την Εκκλησία του εν και δι’ εκείνων. Έτσι τουλάχιστον τα συνδύασε ο ίδιος σε σχετική επί λέξει αναφορά του. Ο Άγιος μέσα από την εν γένει στάση και τα λόγια του φωτίζει πολλές πτυχές του επισκοπικού λειτουργήματος – χαρίσματος και επιλύει με τον δικό του - ξέχωρα κεχαριτωμένο - τρόπο το διαχρονικό πρόβλημα της μακραίωνης διαπάλης θεσμού και χαρίσματος, της διελκυστίνδας ανάμεσα σε ιερατική εξουσία και μοναστική πνευματικότητα. Ο άγιος πατέρας δεν ξεχώριζε το πρόσωπο από τον θεσμό, αλλά και δεν τα συνέχεε. Έβλεπε την προσευχή του να ανεβαίνει δια του Επισκόπου – ασχέτως αξιοσύνης και αγιοσύνης του τελευταίου, πράγμα που επικυρώνεται από την αμφιλεγόμενη περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα, στον οποίο ο γέρων υπήγετο διοικητικώς και με τον οποίο διατηρούσε άριστες διαπροσωπικές σχέσεις - στον ουρανό, αλλά και δεν δίσταζε την ίδια ώρα να μιλάει κατά συγκρητιστικών ενεργειών Αρχιερέων, ακόμη και Πατριαρχών – θυμόμαστε εδώ επίσης την πρόθεσή του να διακόψει τη μνημόνευση του Αθηναγόρα. Τόνιζε μεν ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε για τη στάση της Εκκλησίας στα Έσχατα, προτείνοντας να κάνουμε υπακοή στους τότε Επισκόπους – αξιομνημόνευτη εδώ η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη για την «πλάνη» των Αρχιερέων στα χρόνια εκείνα και για την υπ’ αυτών προσκύνηση του Αντιχρίστου – αλλά και έλεγε (πίστευε) πως δεν θα εγκαταλείψει ποτέ ο Θεός την Εκκλησία του και, αν χρειαστεί, θα αναστήσει νέους Μάρκους Ευγενικούς.
Ο γέροντας προτιμούσε το λάθος εν τη Εκκλησία παρά την αγιότητα εκτός αυτής. Η υπακοή στην Εκκλησία έπαιρνε συγκεκριμένη μορφή και σάρκα στην ομώνυμη στον Επίσκοπο. Στην περίπτωση του γέροντα δεν έχουμε αοριστολογίες ούτε πρόκειται για αιθεροβάμονες πτήσεις σε προτεσταντικές εκκλησιολογίες. Όταν μιλούσε για υπακοή, εννοούσε σαφώς την «χαρούμενη», όχι εκείνη που γίνεται «με αγγάρεια». Πολλά χαριτωμένα περιστατικά διασώζονται με τον όσιο γέροντα να ρωτά με πνεύμα μαθητείας και να σκύβει ταπεινά να φιλάει τα χέρια Μητροπολιτών, λέγοντας εμφατικά άλλοτε ότι «το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται» και άλλες φορές υπογραμμίζοντας, δια πολλών φραστικών παραλλαγών, την ουσία του εκκλησιοκεντρικού και λίαν ταπεινού φρονήματός του: «εγώ δεν είμαι τίποτε, ενώ ο άλλος είναι ολόκληρος Επίσκοπος». Αυτός ο μέγας εν χαρισματικοίς ασκηταίς, τούτη η σπάνια μορφή της εκκλησιαστικής ιστορίας και αγιολογίας, έκλινε σεβαστικόν γόνυ ως Ιερεύς ενώπιον της πληρότητας – τελειότητας της Αρχιερωσύνης (του Χριστού εξάπαντος).
Ωστόσο, παρά τον ρητό και εμπράγματο σεβασμό του στο Επισκοπικό αξίωμα – δεν έπραττε τίποτε χωρίς την ευλογία του οικείου Αρχιερέως – δεν το ειδωλοποιούσε, δεν το υπερύψωνε με κακότροπη μονομέρεια  ούτε το αποψίλωνε από τη λειτουργική – διακονική του διάσταση μέσα στο Σώμα του Κυρίου. Τούτο φάνηκε, πέρα από τα προαναφερθέντα, στην άρρητη και άρρηκτη σύνδεση, στην οποία το θεωρούσε αδιαλείπτως και αχωρίστως με τον Κύριο και την Εκκλησία του - δια του σεβασμού στην Παράδοση και εν τω Συνοδικώ συστήματι. Και όλο αυτό, διότι ο Όσιος δεν ατένιζε μαγικά ούτε προς τον Επισκοπικό ούτε στον Συνοδικό θεσμό, αλλά στη χαρισματική τους αγιοπνευματική λειτουργική παράμετρο. Το παράδειγμα εν προκειμένω της «υπόγειας» στήριξης στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ κατά της «ανταρσίας των 12», πέρα από όσα έχω ήδη σχολιάσει αναφορικά με τη στάση του Πατρός κατά του εισαγόμενου ευσεβισμού – στοιχείου αλλοτριωτικού της αυτοσυνειδησίας και ταυτότητος της Ορθόδοξης Εκκλησίας – δείχνει και προς την κατεύθυνση ότι ο Θεός δεν χρειάζεται τα δικά μας δεκανίκια, καθώς ο ίδιος εκλέγει τους ιερείς του και δι΄ αυτών, ει και «αναξίων» ή και αναξίων όντων, διοικεί την Εκκλησία μυστικώ τω τρόπω – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να παραδοθούμε σε μια μοιρολατρική εκκλησιολογική θεώρηση και στάση.
Ο όσιος πατήρ κατεφέρετο πάντοτε κατά της υποχονδρίας και του ψυχαναγκασμού ως επί νοσημάτων και δαιμονικών ενεργημάτων. Τόνιζε, εκλιπαρούσε και προσευχόταν για την εκκλησιαστική ενότητα μέσα από τον σεβασμό εν γένει στην (αρχ)ιερωσύνη. Προφανώς έβλεπε τα χάλια και τα ουκ ολίγα αντάρτικα των ημερών μας, κάτι που προφήτευσε με θλίψη στον π. Ακάκιο λίγο πριν κοιμηθεί. Ίσως στο σημείο αυτό θα έπρεπε πάλιν και πολλάκις να υπομνήσω ότι όσα αναφέρει ο γράφων, αποτελούν είτε καρπό μελέτης των πολλών εκδοθέντων βιβλίων για τον Άγιο είτε μαρτυρίες προφορικές ανθρώπων που τον γνώριζαν καλά. Κάποιος είπε, επιτιμώντας με αστόχως, ότι ο γέροντας είχε αναφερθεί κάποια στιγμή για τους Επισκόπους μας σαν περί ανθρωπακίων. Προσωπικά δύσκολα το αποδέχομαι, αλλά και δεν το απορρίπτω. Είναι πολύ πιθανό σε μια δεδομένη περίσταση και έχοντας κατά νουν συγκεκριμένα άτομα, να εκφράστηκε ούτως. Ποτέ όμως δεν κατεχωρήθη ούτε γραπτώς ούτε προφορικώς μια τόσο ή παρόμοια απαξιωτική στάση και φράση του, πράγμα που επιμαρτυρεί ότι πλεονάζει η ετέρα του επισκοποκεντρισμού του, την οποία καταθέτει εδώ και σε όλα σχεδόν τα σχετικά κείμενά του ο υπογράφων το παρόν.
Οι Επίσκοποι είναι άνθρωποι και αυτοί. Αλλά έχουν – και το χάρισμα να διανέμουν - πάσαν την Χάριν του Πνεύματος. Είναι οι ισχυρότεροι, οι πληρέστεροι εξεικονισμοί του Χριστού επί γης (εδώ ίσως θα έπρεπε να αναζητηθεί και η ακριβέστερη  θεολογική απάντηση για την υπό των Ορθοδόξων απόρριψη της ιερωσύνης των γυναικών, επί της θεανδρικότητας του Χριστού). Τούτο, όμως, αυξάνει και την ευθύνη και την κόλαση. Δεν είναι τυχαίο που οι μεγαλύτεροι αιρετικοί και αιρεσιάρχες ήταν Επίσκοποι και κληρικοί γενικότερα. Εκείνο, άλλωστε, που έχει οντολογική σημασία είναι ότι υπεράνω όλων είναι εξάπαντος ο Χριστός, η Αγία Τριάδα. Προς τα εκεί έβλεπε ο αγιορείτης Όσιος. Για τούτο και αγαπούσε τους Επισκόπους, διότι έτσι θέλει ο Κύριος: δι’ αυτών να οράται και να ενεργεί και να λατρεύεται. Εξάλλου, Επίσκοπος μόνος, χωρίς δηλαδή άπαν το Σώμα της Εκκλησίας, ούτε υφίσταται, ούτε καν νοείται (ο σύγχρονος επισκοπομονισμός – στον οποίο άκουσα συνέβαλε η ζηζιούλεια θεολογία – ο οποίος μετηλλάχθη σε δεσποτοκρατία, δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από στρέβλωση της ορθόδοξης αρχέγονης παράδοσης με άμεσες και πρόδηλες συνέπειες στη ζωή και στη μαρτυρία της Εκκλησίας). Ο Επίσκοπος απλά ανακεφαλαιώνει όλα τα χαρίσματα  - λειτουργήματα του Σώματος και τα αναφέρει ευχαριστιακά στον Θεό. Είναι ο έσχατος πάντων, ο διακονών, ο ακριβέστατος έκ – τυπος, εκ - πρόσωπος του Κυρίου επί γης, εξ ου και εις τύπον και τόπον Χριστού. Έτσι πρέπει να τον βλέπουμε και να τον σεβόμαστε σχεδόν (παρεκτός περιπτώσεων σχίσματος και αίρεσης) απεριόριστα, όπως το έπραξε και μάς υπέδειξε σχετικά και ο νέος Άγιος της Εκκλησίας μας Πορφύριος.
Ο σύγχρονος ζηλωτισμός δεν διδάχθηκε από τα λάθη του προγενέστερου, του διαχρονικού φονταμενταλισμού. Όπως διαφαίνεται μέσα από τα προφητικά λόγια του Καυσοκαλυβίτη και προδήλως εξάγεται από την ιστορία, ποτέ η Εκκλησία δεν είναι – ούτε θα είναι – ακέφαλη, ανεπίσκοπη. Οι κινήσεις των «καθαρών» κάθε εποχής απέδειξαν την ουτοπία, την ευσεβιστική νοοτροπία ή και τον απροκάλυπτο δαιμονισμό της όποιας επαγγελλόμενης κάθαρσης, η οποία σε τελική ανάλυση ανήκει στη μέριμνα και πραγματώνεται από τον ίδιο τον Θεό και τον λαό Του, αργά, μυστικά, διακριτικά και σταθερά.
Ο Άγιος είχε πει κάποτε σε νυν ηγούμενο ιστορικής Μονής: «θα γίνεις επίσκοπος». Τότε εκείνος ήταν απλός μοναχός. Και όντως έγινε, διότι ο κάθε ιερεύς στο ποίμνιό του επισκοπεί. Ίσως εδώ ο Όσιος φωτίζει αμυδρά την ιστορική έρευνα περί τη σταδιακή μετάβαση του πρώτου των Πρεσβυτέρων – Επισκόπων (στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε «σύγχυση», μάλλον ταύτιση ή αμοιβαία περιχώρηση των εν λόγω όρων – θεσμών) στη σημερινή τελεσίδικη διάκριση και έξαρση του Επισκοπικού λειτουργήματος. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για το αποστολικό χάρισμα, του οποίου φορέας είναι στην πραγματικότητα η όλη κοινότητα, αλλά και πιο εξειδικευμένα μπορεί να είναι και ένα απλό λαϊκό μέλος της. Εξάλλου, άνετα θα χαρακτηρίζαμε τον ίδιο τον όσιο απόστολο – υπερεπίσκοπο, χάρη στην εμβέλεια της ποιμαντικής του εργασίας, απήχησης και προσφοράς.
Η Εκκλησία είναι χώρος Χάριτος και εργαστήρι αγιότητας. Δεν είναι μονάχα κτίση και κτίριο (όπως την έχουν οι σημερινοί χριστιανοί αποκλειστικά στο μυαλό τους δυστυχέστατα), είναι και θεία, μυστική, υπερβατική. Η Εκκλησία είναι ή ίδια η Τριάδα, αυτός ο Χριστός (κατά Πορφύριον). Για τον Θεό δεν υπάρχουν οι δικές μας «διακρίσεις», οι οποίες και θα καταργηθούν εσχατολογικά (κατά τον αγιασμένο γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη). Μπορεί να είσαι Επίσκοπος και να είσαι δαίμονας, μπορεί να είσαι ο ελάχιστος των λαϊκών και να είσαι άγιος. Και αυτό είναι το ζητούμενο, το ποθούμενο, το μυστήριο, το τέλος. Τούτο είδα στον Εσπερινό σήμερα, που το «κρείττον» ευφημούσε, δοξολογούσε και εκζητούσε ταπεινά τις πρεσβείες και τις δεήσεις του «ελάσσονος». Διότι το συγκεκριμένο «έλασσον», το αγράμματο, το αγενές του κόσμου και «αλητόπαιδο του Χριστού», εκηρύχθη μέγας εν τη Εκκλησία, υπό Χριστού. Κατέστη και ανεγνωρίσθη Άγιος. Δεν θα μπορούσε, όμως, ποτέ να αγιάσει εκτός Εκκλησίας, σε διάσταση και αποξένωση από τον Επίσκοπο. Διότι η (Ορθόδοξη) Εκκλησία οράται και υφίσταται μόνον εν Επισκόπω, κατά το υπερφυές, άρρητο και τέλειο θέλημα του ίδιου του Κυρίου, του μοναδικού και μεγάλου Αρχιερέως.
Προχθές εόρτασε επισήμως για πρώτη φορά η επί γης στρατευομένη Εκκλησία τον παγκόσμιο αυτόν Άγιο. Το φαινόμενο Πορφύριος. Τον σπάνιο και μεγάλο αυτόν ασκητή. Γνώμη μου είναι ότι ανήκει στη χορεία των μεγαλύτερων Αγίων της ιστορίας της Εκκλησίας, των τελείων. Μέγας, ακριβώς διότι ήταν άκρως ταπεινός: όπως αποσυρόμενος στον Άθω αθορύβως, κρυφίως και αγνώστως εκοιμήθη, εκηδεύθη και ετάφη στο δάσος το λείψανό του, τοιουτοτρόπως βιαστικά και απρόσμενα και έξαφνα, για να μην προλάβουμε να ετοιμαστούμε κατάλληλα, να το συνειδητοποιήσουμε και να τον τιμήσουμε δεόντως, εισήλθε ο π. Πορφύριος στο ορθόδοξο αγιολόγιο. Δεν μπόρεσε, όμως, να αποφύγει τη δόξα παρά Θεού, διότι τον «πρόδωσε» το Άγιο Πνεύμα. Έτσι κάνει πάντα ο Παράκλητος με τους ταπεινούς εραστές του Χριστού, όπως σημειώνει ο έτερος μέγας της εποχής μας γέρων Παΐσιος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: