Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΙΒΗΡΩΝ

«Σήμερα, λοιπόν, θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν θάνατο καὶ μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ ἡ ἀγωνία, ἂν θέλετε καὶ ἡ ἀπογοήτευση τῶν μαθητῶν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ φόβος τους. Γι᾿ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω τὴν πρὸς Ἐμμαοὺς πορεία.

Θὰ τὸ πῶ μὲ δυὸ λόγια μιᾶς καὶ εἶναι γνωστὴ ἡ πορεία: Δυὸ μαθητές, τρεῖς μέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, προχωροῦν εἰς Ἐμμαούς, συζητοῦν μεταξύ τους γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀγωνιοῦν, μιλοῦν γιὰ τὰ γεγονότα. Ἔρχεται ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν, καὶ τοὺς ἑρμηνεύει τὶς γραφές. Ἐν τέλει Τὸν ἀγαποῦν αὐτὸν τὸν Συνοδοιπόρο. Τοῦ λένε «μεῖνε μαζί μας». Μένει. Φτάνουν στὸ τραπέζι καὶ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου Τὸν γνωρίζουν. Τότε Αὐτὸς γίνεται ἄφαντος, ἐκεῖνοι γεμίζουν χαρὰ καὶ προχωροῦν πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.

Οἱ δυὸ μαθητές, λοιπόν, μιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἐκεῖνος παρουσιάστηκε δίπλα τους νὰ συμπορεύεται. «Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν». Τὰ μάτια τους ἦταν ἀκόμα κλειστὰ καὶ δὲν Τὸν γνώρισαν. Νομίζω ἕνα μεγάλο πρᾶγμα εἶναι τὸ ἑξῆς: ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ εἶναι καὶ ὁ ἀληθινὸς Συνοδοιπόρος μας. Κι ἂν τυχὸν ἀγωνιοῦμε, ἂν συζητᾶμε, ἂν ψάχνουμε, ἂν βαδίζουμε, ἂν τυχὸν γιὰ κάπου πᾶμε, Αὐτὸς εἶναι μαζί μας. Μά, λέει κάποιος: «δὲν Τὸν ξέρουμε». Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ἕνα πρᾶγμα: μαζὶ μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ Αὐτὸς συμπορεύεται. Καὶ ἂς μὴν Τὸν διακρίνουμε.

Ὁ Χριστός, στὴ συνέχεια, δὲν θέλει νὰ τοὺς κάνει διδασκαλία, ἀλλὰ θέλει νὰ τοὺς δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ποῦν αὐτὰ ποὺ ἔχουν μέσα τους. Γι᾿ αὐτὸ προσποιεῖται ἄγνοια καὶ μάλιστα ἐπιμένει. Τότε «τοῦ ἐξηγοῦν» γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο, τὸν ὁποῖο παρέδωσαν «οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου» καὶ Τὸν σταύρωσαν. Στὴ συνέχεια λένε κι οἱ δυό τους τὸν πόνο τους: «Ἐμεῖς ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς θὰ λύτρωνε τὸ Ἰσραήλ. Ἀλλὰ ἤδη πέρασαν τρεῖς μέρες ἀφοῦ ἔγιναν αὐτά, ἀφοῦ Τὸν σταύρωσαν καὶ δὲν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε ποὺ νὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες μας. Μᾶς παραξένεψαν μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὴ δική μας συντροφιά, γιατί πῆγαν πρωὶ στὸ μνημεῖο καὶ λένε ὅτι δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα Του. Ἦλθαν καὶ μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων κι ὅτι οἱ ἄγγελοι λένε ὅτι ζεῖ. Καὶ πῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ μᾶς στὸ μνημεῖο καὶ τὸ βρῆκαν ἔτσι ὅπως εἶπαν οἱ γυναῖκες, «Αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον»».

Τοὺς δίνει, λοιπόν, τὴ δυνατότητα ὁ Χριστὸς νὰ ποῦν τὸ λογισμό τους. Αὐτοί, μὲ τετράγωνη λογική, λένε ὅτι «Ἐμεῖς ἐλπίζαμε. Τώρα δὲν ἐλπίζουμε. Τί νὰ ἐλπίζουμε; Ἐφ᾿ ὅσον Αὐτὸς σταυρώθηκε, πέθανε καὶ εἶναι τρεῖς μέρες ποὺ πέρασαν, τελείωσε ἡ ἱστορία». Ἀποδεικνύουν τετραγωνικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐλπίζει κανείς. Νομίζω ὅτι ὁ μεγάλος δάσκαλος, ὁ Χριστός, αὐτὸ ἤθελε νὰ ποῦν κι αὐτοί. Αὐτὸ ἤθελε νὰ βγάλει ἀπὸ μέσα τους: ὅτι, κοίταξε, μὲ τὴν τετράγωνη λογική, ἡ ὑπόθεση τελείωσε - καὶ νομίζω ὅτι εἶναι καλὸ νὰ τελειώνουν οἱ ὑποθέσεις.

Ὅμως ἀρχίζει Ἐκεῖνος καὶ μιλᾷ: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται». Ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος ἔνιωθε ὅτι ἦταν φίλοι Του, τοὺς μιλάει αὐστηρά. Καὶ λέει τὴ φράση τὴ μεγάλη παρακάτω: «Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξα αὐτοῦ;» Δὲν ἔπρεπε νὰ πάθει αὐτὰ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ περάσει στὴ δόξα Του; Στὸ σημεῖο αὐτὸ μπαίνουμε στὸ μεγάλο μυστήριο καὶ λέμε: Ἂν τυχὸν ἔπρεπε νὰ πάθει Αὐτός, ποὺ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐμεῖς τί πρέπει νὰ πάθουμε;

Ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωυσῆ καὶ ὅλους τοὺς προφῆτες καὶ ἐξήγησε σὲ ὅλες τὶς γραφὲς αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ πρόσωπό Του. Μαζὶ μὲ τὴν πορεία προχωροῦσε καὶ ἡ ἑρμηνεία, κι ἔβλεπαν οἱ μαθητὲς ὅτι κάπου ἀλλοῦ τοὺς πηγαίνει. Μόλις ἔφτασαν στὴν πόλη ποὺ πήγαιναν, Αὐτὸς προσποιήθηκε ὅτι πάει κάπου ἀλλοῦ. Ἀλλὰ αὐτοί: «παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστι καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα». Νομίζω ὅτι οἱ μαθητὲς εἶπαν: Τώρα ποῦ πᾶς; Τελείωσε ἡ μέρα, τελειώνει ἡ πορεία. Ἔτσι ποὺ μᾶς ἔκανες δὲν μποροῦμε νὰ φύγουμε ἀπὸ κοντά Σου, οὔτε Ἐσὺ ἀπὸ μᾶς, ἔλα νὰ μείνεις μαζί μας. Καὶ ὁ Χριστὸς πέρασε μαζί τους.

Καὶ «ἐν τῷ κατακλινθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἀπέδιδον αὐτοῖς, αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν». Μετὰ ἀπὸ τὸν λόγο, τὴν ἱερολογία, φτάσαμε στὴν ἱερουργία. Ἔγιναν οἱ ἐξηγήσεις καὶ δὲν ἔμενε πιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ πράξη τῆς ἱερουργίας. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε τίποτα, ἀλλὰ τεμάχισε τὸν ἄρτο. Ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου Τὸν γνώρισαν καὶ μόλις Τὸν γνώρισαν ἔγινε ἄφαντος, χάθηκε. Φυσικά, ἐγὼ νομίζω ὅτι, ὅταν λέμε χάθηκε, ἐννοοῦμε βρέθηκε. Γιατί ἂν τυχὸν ἔμενε θὰ τὸν ἔχαναν, θὰ ἔλεγαν ὅτι «Αὐτὸς εἶναι ἐδῶ, ἐκεῖ», θὰ Τὸν ἐντόπιζαν, ἐνῷ Αὐτὸς εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁπότε ἀφοῦ Τὸν κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ἀνοίγονται οἱ ὀφθαλμοί τους. Ἑπομένως «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί τους» σημαίνει ὅτι ἄρχισαν νὰ βλέπουν τὰ ἀόρατα, νὰ καταλαβαίνουν τὰ περασμένα καὶ νὰ ἔχουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν στὰ μέλλοντα, δηλαδὴ νὰ συνεχιστεῖ ἡ πορεία.

Ὁπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στὴν Θεία Εὐχαριστία, μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου, τὶς γραφὲς ἀληθινά. Γνωρίζουν αὐτὰ ποὺ πέρασαν καὶ παίρνουν δύναμη γιὰ νὰ προχωρήσουν. Ὁ Κύριος γνωρίζεται ὡς ἄρτος κλώμενος καὶ αἷμα ἐκχυνόμενον. Στὴν κλάση τοῦ ἄρτου γνωρίζεται ὁ Κύριος καὶ ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο «ἐν τῇ κλάσει τῇ ἡμετέρᾳ». Ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πονέσουμε, ἐὰν τυχὸν καὶ ἐμεῖς δὲν πεθάνουμε, δὲν σταυρωθοῦμε, δὲν πρόκειται νὰ γνωρίσουμε τὸν Κύριο. Ὅπως καὶ Κεῖνος ἔπρεπε νὰ πάθει γιὰ νὰ μπεῖ στὴ δόξα Του, καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ πάθουμε, πρέπει νὰ ὑποφέρουμε. Ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία γιὰ νὰ ἀνοιχτοῦν τὰ μάτια μας καὶ ἔτσι νὰ Τὸν βλέπουμε διαφορετικά.

Εἴμαστε ἄνθρωποι, πονᾶμε καὶ ἔχουμε τὴ δική μας λογική. Κι ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει τὸν λογισμό μας. Δίδει τὶς ἀφορμές, στοὺς μαθητές, νὰ ἀκοῦν τὸ λογισμό τους καὶ νὰ δικαιολογήσουν τετραγωνικὰ τὴν ἀπελπισία τους. Ἀλλὰ ὅμως ὅταν ἀπελπίζεσαι, ὅταν ψάχνεις, ὅταν πορεύεσαι, Αὐτὸς εἶναι μαζί σου. Στὴ συνέχεια θὰ ἔρθει καιρός, ὅταν φτάσεις πιὰ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου, ὅταν φτάσεις στὸν πολὺ πόνο καὶ εἶσαι μαζί Του, νὰ διανοιχτοῦν οἱ ὀφθαλμοί σου. Τότε Τὸν βλέπεις, Ἐκεῖνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκῶς μαζί σου...

Ἐντάξει ἡ λογική μας, ἐντάξει ἡ ἀναζήτησή μας ἀλλὰ εἴμαστε πλασμένοι γιὰ κάτι μεγαλύτερο. Ὅ,τι κι ἂν πετύχουμε μὲ τὴ δική μας ἀναζήτηση, μὲ τὴ δική μας γνώση δὲν μᾶς ἱκανοποιεῖ. Ὁ Χριστὸς ἔχει νὰ δώσει σὲ μᾶς κάτι πολὺ μεγαλύτερο καὶ δὲν μᾶς τὸ ἔδωσε πρὶν Αὐτὸς πάθει καὶ μπεῖ στὴ δόξα Του. Δηλαδή, μποροῦμε νὰ πεθάνουμε καὶ νὰ ζήσουμε. Μποροῦμε νὰ χαθοῦμε καὶ νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας, κι ἂν κανεὶς θέλει νὰ τὴν σώσει, θὰ τὴν χάσει. Κι ἂν τὴν χάσει ἐνσυνείδητα, ὅπως λέει, «ἔνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου» αὐτὸς θὰ τὴν σώσει. Ὁπότε νομίζω ὅτι τὸ μεγάλο πρᾶγμα ποὺ ἔχουμε καὶ κουβαλᾶμε δὲν εἶναι τὸ τί ἔχουμε ἀλλὰ τὸ τί εἴμαστε. Αὐτὸ ποὺ λέει καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: τὸ μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι κοινωνοὶ τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ μποροῦμε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀναχθοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν ἄλλη λογική. Ὁπότε τὰ πάντα εἶναι εὐλογία.

Ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, καὶ ζοῦσαν σὲ αὐτὸν τὸν παράδεισο. Ὁπότε λένε: «ἂν τυχὸν μᾶς ἀφήσετε νὰ ζήσουμε, σᾶς εἴμαστε εὐγνώμονες γιατί ζοῦμε στὸν παράδεισο, μέσα σε αὐτὴν τὴν λογικὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ἄλλη λογική· ἐὰν μᾶς σκοτώσετε, σᾶς εἴμαστε χίλιες φορὲς πιὸ εὐγνώμονες, γιατί τὸ συντομότερο θὰ δοκιμάσουμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν παρέρχεται καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Κι ὁ καθένας τότε γεννιέται, ὅταν πεθαίνει καὶ τότε ἀγκαλιάζει ὅλους καὶ βρίσκει μέσ᾿ στὴν καρδιά του ὅλους.

Καὶ ταυτόχρονα ἐνῷ μιλᾶμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὑποτιμοῦμε τὸ σῶμα ἀλλὰ ἀντίθετα βλέπουμε ὅτι θεώνεται. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντίθετη κίνηση ποὺ γίνεται μέσα ἐδῶ. Δηλαδή, δὲν ἑνώνεται μόνο ἡ πορεία μὲ τὴ στάση, ἡ θεότης μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ γίνεται καὶ μία ἀντίστροφη κίνηση, ὅπως λέει τὸ Συναξάρι τῶν Ἁγίων Πάντων, «τὸ Πνεῦμα κάτεισιν καὶ ὁ Νοῦς ἄνεισιν». Τὸ πνεῦμα κατέρχεται, ὁ λόγος σαρκοῦται καὶ τὸ χῶμα, ἡ φύση μας, ἀναλαμβάνεται, θεώνεται. Καὶ τὸ πιστεύουμε αὐτὸ καὶ τὸ περιμένουμε νὰ γίνει κάποτε, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τώρα. Ἤδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντὸς ὁ πονεμένος καὶ σφαγμένος, ὁ τιμημένος μὲ τὸ νὰ δεχτεῖ πολλὲς δοκιμασίες, νιώθει σὰν ἄλλο σκαμμένο χωράφι ποὺ μπαίνει μέσα μιὰ νωτίδα οὐράνια, ἔτσι μπαίνει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μέσα στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μία ἄλλη παράκληση θεϊκὴ καὶ προχωρεῖ εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν.

Ὁπότε τὸ θέμα, νομίζω, δὲν εἶναι ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε μία ψεύτικη ἐρώτηση ἢ νὰ δώσουμε μία ψεύτικη ἀπάντηση σχετικὰ μὲ τὸν θάνατο. Τὸ θέμα εἶναι ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος, ὅτι τὸ χωράφι τὸ ἀγαθό, ἡ γῆ ἡ καλὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δέχονται τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ καρποφοροῦν ἐν ὑπομονῇ. Μποροῦμε νὰ κάνουμε ὑπομονή; Κάποιος γεωργὸς ὑπάρχει ποὺ φροντίζει γιὰ μᾶς. Μποροῦμε νὰ περιμένουμε;

* * *

«Βρὲ παιδάκι μου, πεθαίνουμε»

Μὰ λέει κανείς: «βρὲ παιδάκι μου, πεθαίνουμε». Βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι τὸ ἄρρωστο παιδὶ ποὺ ἔφερε ὁ πατέρας, ἔπεσε κάτω ξερὸ σὰν νεκρὸ καὶ πολλοὶ ἄρχισαν νὰ λένε πὼς πέθανε. Νομίζω ὅτι δὲν ἔχει σημασία ἂν νομίζουμε ἐμεῖς ὅτι πεθάναμε, ἂν νομίζουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅτι καὶ ἐμεῖς πεθάναμε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ μένουμε κοντὰ στὰ πόδια κάποιου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε προτοῦ τὸν κόσμον εἶναι, προτοῦ ὑπάρξει ὁ κόσμος κι ὁ ὁποῖος «τὰ πάντα διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους του ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παρήγαγε». Ὁπότε ἐὰν τυχὸν εἶσαι δίπλα σὲ Αὐτόν, ἄσχετα ἂν εἶσαι πεθαμένος ἢ ζωντανός, ἐλπίζεις καὶ περιμένεις νὰ ἔρθει ἡ ζωή. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ ζωὴ ἔρχεται διὰ τοῦ θανάτου. Ὅπως ὁ σπόρος, ἐὰν δὲν πέσει στὴ γῆ νὰ πεθάνει, μένει μόνος, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἂν δὲν πονέσουμε θὰ μείνουμε μόνοι.

Τὸ θέμα εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὅτι πολὺ πονοῦμε καὶ λίγο ζωογονούμαστε, πολὺ ὑποφέρουμε καὶ λίγο μπαίνουμε στὴ χαρά. Νομίζω ὅτι τὸ μήνυμα τὸ χαρούμενο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι μας δίνει τὴ δυνατότητα νὰ περάσουμε τὴ ζωηφόρο νέκρωση. Ὅταν ζήτησαν δυὸ μαθητὲς νὰ δοξαστοῦν καὶ νὰ καθίσει ὁ ἕνας ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνας ἐξ εὐωνύμων, Αὐτὸς εἶπε, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Τριώδιο, ὅτι ὁ Κύριος δὲν δίδει τέτοια πράγματα στοὺς δικούς Του, ὑπόσχεται ποτήριο θανάτου. Τὸ μεγάλο γεγονὸς εἶναι ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε περιμένοντας. Ὅταν περνᾶμε τὴν Γεθσημανή, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε. Τώρα τὸ ὅτι μιλᾶμε σημαίνει ὅτι δὲν περνᾶμε Γεθσημανῆ. Ἀλλὰ τί γίνεται; Τὰ χάνουμε. Μπορεῖ νὰ τὰ χάσουμε, μπορεῖ νὰ πέσουμε κάτω, μπορεῖ νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει κάθε δύναμη σωματική, ψυχική, πνευματική. Τὸ θέμα εἶναι ἂν μπορεῖς καὶ ξερὸς νὰ περιμένεις καὶ νὰ εὐγνωμονεῖς. Κάποιος ὑπάρχει μέσα μας καὶ δίπλα μας, ποὺ ἱερουργεῖ διαφορετικὰ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς.

Θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ μᾶς πεῖ ψεύτικα πράγματα, δὲν θέλει. Θέλει νὰ μᾶς φέρει στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ γιὰ νὰ μπεῖς στὴν αἰώνια ζωὴ πρέπει νὰ περάσεις ἀπὸ τὸν θάνατο. Θὰ μποροῦσε ὁ Χριστός, ἂν ἦταν ταχυδακτυλουργός, νὰ ἔκανε αὐτὸ ποὺ ζήτησαν οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἔλεγαν «κατέβα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ θὰ πιστέψουμε». Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει. Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει. Κατέβηκε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ νεκρός. Νεκρὸς γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο γιὰ πάντα, γιὰ ὅλους μας.

Ὅποτε ἕνα πρᾶγμα μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι μποροῦμε νὰ πετύχουμε. Ὅτι ὑπάρχει μέσα μας ἕνας συγκεκριμένος δυναμισμὸς καὶ διὰ τοῦ θανάτου, μέσα στὴ γῆ τὴν καλὴ καὶ ἀγαθὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ὁ δυναμισμὸς ἐκρήγνυται καὶ προχωροῦμε σὲ ἄλλο τόπο, σὲ ἄλλο χῶρο, ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται καὶ τὰ πάντα λειτουργοῦν διαφορετικά. Αὐτὸς ὁ ἄλλος χῶρος καὶ ὁ ἄλλος χρόνος εἶναι αὐτὸς ἐδῶ ποὺ ζοῦμε. Ἂν θὰ πᾶμε μὲ πύραυλους στὰ ἀστέρια δὲν αὐξάνει ὁ χῶρος τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ ἐλευθερία μας. Ἂν τυχὸν παρατείνουμε τὴ ζωή μας μὲ μεταμόσχευση καρδιᾶς δὲν γευόμαστε τῆς χάριτος τῆς αἰωνιότητος.

Σὲ μιὰ στιγμὴ μπορεῖ νὰ χωρέσει ἡ αἰωνιότης καὶ μέσα σὲ ἕνα μικρὸ ἅγιο μαργαρίτη νὰ χωρέσει ὅλος ὁ Χριστός. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος ἐνῷ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴ χαρά, ἐνῷ ἔρχεται νὰ μᾶς φέρει τὴ ζωή, λέει: «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες καὶ οὐαὶ οἱ γελῶντες». Ἀκριβῶς γιατί θέλει νὰ μᾶς φέρει τὸν πραγματικὸ γέλωτα, τὴν πραγματικὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ ἀπὸ σήμερα...

Ἡ ψυχὴ μετὰ τὸν θάνατο

Τί γίνεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὸν θάνατο; Νομίζω δὲν μποροῦμε νὰ τὰ λύσουμε καὶ ὅλα τὰ προβλήματα. Ξέρετε, εἶναι πολὺ μεγάλο δρᾶμα νὰ νομίζεις ὅτι ἔχεις λύσει τὰ προβλήματά σου. Ἐπίσης, εἶναι ἄσχημο ἕνας δάσκαλος, ὅποιος ἀπὸ μᾶς κάνει τὸν δάσκαλο, νὰ δίδει ἀπαντήσεις καὶ νὰ κλείνει τὰ θέματα. Στὴν πορεία πρὸς Ἐμμαοὺς ὁ Κύριος κατ᾿ ἀρχὴν δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄλλον νὰ βγάλει τὰ ἀπωθημένα του. Γιὰ νὰ ἐκτονωθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ποῦν τὸ λογισμό τους, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπογοήτευσή τους, γιὰ νὰ φτάσουν στὴν ἀπόγνωση. Λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ὅπλο ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γιατί ὅταν κανεὶς ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ ἐγκόσμια, ὅπως λέει κι ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅταν φτάσουμε στὴν ἀπιστία γιὰ τὸν ἑαυτό μας τότε ἀρχίζει νὰ ἀναδύεται μία ἄλλη πίστη καὶ μία ἄλλη δύναμη νὰ ὑπάρχει μέσα μας.

Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία δὲν εἶναι ἂν θὰ ποῦμε μία κουβέντα σὰν ἀπάντηση. Μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ νὰ ἀναχθεῖ ὅλο τὸ εἶναι μας σὲ ἕνα ἄλλο χῶρο; Μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε στὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων; Αὐτὸ εἶναι ποὺ δίδει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι ὄχι νὰ λύνουμε τὶς ἀπορίες μας μὲ ἕνα τρόπο ἐγκυκλοπαιδικό, μὲ τὴ λογικὴ τοῦ κομπιοῦτερ, ἀλλὰ εἰ δυνατὸν νὰ μετανοοῦμε, νὰ μπαίνουμε στὴν ἄλλη λογική, τὴ λογικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὅταν ὁ Χριστὸς φανερώνεται, κρύπτεται. Ὅταν γίνεται ἄφαντος φανερώνεται. Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης: «ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ δι᾿ ὧν ἀρνεῖται νὰ ἀπαντήσει». Ἄν, λοιπόν, δὲν μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε τὴ σιωπή Του, σημαίνει ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε τὸν λόγο Του. Ἂν τυχὸν νομίζουμε ὅτι τὸν καταλαβαίνουμε, κάτι δὲν πάει καλὰ μέσα μας.

Τὸ μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία, μποροῦμε νὰ βάλουμε τὸν ἑαυτό μας μέσα ἐκεῖ, ὥστε σιγὰ-σιγὰ νὰ παίρνει αὐτὴν τὴν ἄλλη λογική. Πρέπει μὲ ταπείνωση νὰ τρεφόμαστε ἀπὸ τὴν στερεὰ τροφὴ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία καὶ τότε νομίζω ὅτι συνέχεια ἡ καρδιά μας θὰ εὐφραίνεται. Ἔχουμε ἕνα μεγάλο χρέος: διὰ τῆς ταπεινώσεως καὶ διὰ τῆς ὑπομονῆς νὰ δεχτοῦμε αὐτὰ τὰ μεγάλα, τὰ ὁποῖα τελεσιουργεῖται στὸν ὑπερῷον τόπο τὸν λειτουργικό, γιὰ νὰ μπορέσουμε καὶ ἐμεῖς νὰ καταλάβουμε τί εἶναι ἄνθρωπος, νὰ χαροῦμε τὴ ζωή μας καὶ μετὰ χωρὶς ἄλλα σχόλια νὰ δώσουμε τὴ δυνατότητα καὶ στοὺς ἄλλους νὰ χαροῦν τὴν ζωή τους.

Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ νιώσουμε ὅτι ἡ ἀγάπη «ἐκ τοῦ μὴ ὄντως εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγε» καὶ ἐὰν τυχὸν ὑπομένομε, στὸ τέλος ἀπὸ τὴ δοκιμασία βγαίνει μία χαρὰ καὶ μία ἀγαλλίαση ἡ ὁποία ξεπερνᾷ ὅλες τὶς δοκιμασίες.

Μιὰ στιγμὴ στὸν καθένα μας μπορεῖ νὰ δημιουργηθοῦν διάφορες ἀπορίες: Τί σημαίνει θάνατος, τί σημαίνει ἀνυπαρξία, μιὰ στιγμὴ νὰ νιώσουμε ὅτι ὅλα εἶναι ἄχρωμα καὶ ἄοσμα, τότε τί νὰ κάνουμε; Ἐγὼ λέω ἕνα πρᾶγμα: Νὰ περιμένομε. Νὰ περιμένομε ποῦ; Μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅπου νιώθεις ὅτι ὑπάρχει μία ζεστασιὰ καὶ μία εὐρυχωρία. Ὅπως λέμε τὸ ἔμβρυο μένει μέσα στὴ μήτρα τῆς μάνας του καὶ ἐπειδὴ μένει ἐκεῖ, συνέχεια αὐξάνει. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ μένομε μέσα στὴ μήτρα τῆς μητέρας μας Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ λέμε μετὰ ἀπὸ τὴν πορεία: «μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν», μεῖνε μαζί μας καὶ ἐμεῖς θὰ μείνουμε μαζί Σου. Ἄλλα σχόλια δὲν θέλουμε πιά. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ μείνουμε μαζί Σου. Αὐτὸ μᾶς φτάνει. Ἔχει μεγάλη σημασία νὰ μείνουμε κάπου καὶ νὰ δοῦμε αὐτὸ «τὸ κάπου», τὸ Ἕνα γιὰ τὸ ὁποῖο εἴμαστε καὶ τὸ ὁποῖο μᾶς ἐκκολάπτει. Ὁ πόνος ἔχει νόημα ἐπειδὴ βρισκόμαστε στὴ μήτρα κάποιου ποὺ μᾶς ἀγαπάει. Ἐκεῖ ὅποιος πολὺ πονάει σημαίνει ὅτι εἶναι ἠλεημένος καὶ μπορεῖ νὰ δεχτεῖ μεγάλα χαρίσματα.

Κλείνοντας, ἐγὼ λέω ἕνα πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο εἶμαι σίγουρος: Προσωπικὰ εἶμαι χαμένος, ἀλλὰ σᾶς λέω ἀδελφικὰ ὅτι ΜΠOΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠOΣ. Καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἡ ἀπεριόριστη, ἡ αἰώνια ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τώρα ἱερουργεῖται καὶ ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴν μικρὴ τὴν ἐλάχιστη καὶ περιφρονημένη ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς...

Μὴ μοῦ κάνετε ἄλλες ἐρωτήσεις, δῶστε ἄλλες ἀπαντήσεις. Ἐγὼ θὰ σας πῶ μόνο αὐτό: Κοιτάξτε, εἴμαστε χαμένοι, μπορεῖ ἐν στιγμῇ χρόνου νὰ σταματήσει ἡ καρδιά μας ἀλλὰ κάτι δὲν σταματᾷ, βρὲ παιδάκι μου, καὶ ἐγὼ θέλω ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα νὰ πᾶμε. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα πᾶμε μὲ τὸ σῶμα καὶ ἔρχεται ἡ ἀγαλλίαση καὶ ἡ χάρη τῆς θεότητας μέσα στὸ σῶμα μας καὶ ἁγιάζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε».

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΙΒΗΡΩΝ

Ο γέρων Πορφύριος είναι γεννημένος ήρωας του Πνεύματος. Τολμηρός. Σαν άλλος Κολόμβος, βγαίνει στον απέραντο ωκεανό για την αναζήτησι του νέου κόσμου που ποθεί η ψυχή του.

Δώδεκα χρόνων φεύγει μόνος του για το Άγιον Όρος εν αγνοία των γονέων του. Προχωρεί στο άγνωστο, ελκόμενος και καθοδηγούμενος από τον μυστικό έρωτα που φλογίζει την καρδιά του.

Κάνεις δεν τον στέλνει και κανείς δεν τον περιμένει. Τον καλύπτει αοράτως «ο φυλάσσων τα νήπια» Θεός. Τα φέρνει έτσι η Παναγία, και καταλήγει στα Καυσοκαλύβια, στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου. Εκεί ζούν δύο γέροντες, απλοί, αδροί. Γνήσιοι αγιορείτες. Γεωργούν τον αγρό της ψυχής τους. Κάνουν τα καλογερικά τους. Αγαπούν τις ακολουθίες. Λένε την ευχή. Δεν έχουν καμία ιδέα για τον εαυτό τους. Τρέφονται από την παράδοσι του ιερού τόπου, όπως τα αιωνόβια δέντρα από το χώμα του Αγίου Όρους.

Δέχονται αυτό το δωδεκάχρονο παιδί. Δεν του κάνουν ιδιαίτερες διδασκαλίες. Το αγαπούν -και το καταλαβαίνει-, χωρίς να του λένε ποτέ μπράβο. Απλώς, το παίρνουν στις ακολουθίες. Του δίδουν ένα κομποσχοίνι, να λέη την ευχή. Αυτός βοηθιέται, τρέφεται πνευματικά, με το να ζή μαζί τους· να τους βλέπη· και να αναπνέη την ευωδία του Αγίου Όρους. […]

Για τον νέο αυτό δόκιμο όλα είναι αφορμή χαράς και γνώσεως. Σαν σφουγγάρι, ρουφά όλη τη χάρι από τις ψαλμωδίες, τις εικόνες και όλο το περιβάλλον της Σκήτης. Τα πάντα τον ενθουσιάζουν και του μιλούν· η ακολουθία στην Καλύβη, η αγρυπνία στο Κυριακό, όλη η φύσι του Αγίου Όρους: τα νερά, τα δέντρα, τα πουλιά, τα βράχια.

Πράγματι, το «περιέχον» είναι «λογικόν και φρενήρες».  Το περιβάλλον είναι άγιο και ιερό. Το νοιώθει, το ζή. Ευχαριστεί τον Θεό που τον έφερε σε τούτο τον παράδεισο. Ομολογεί ότι «η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου…».

Λέει: «Πρέπει να φύγω, να χαθώ, να μην υπάρχω». Θέλει να βρεθή με τους ανύπαρκτους, τους ταπεινούς, και τους Αγγέλους. Και επειδή είναι αληθινό και συνειδητό αυτό που ζητά, η δέησί του να χαθή δεν μένει χωρίς ανταπόκρισι. Ο Θεός που τον προστάτεψε, όταν μόνος του πήρε τον δρόμο για το Όρος, και τώρα ακούει τον πόθο της καρδιάς του. Ένα βράδυ, στον σκοτεινό νάρθηκα του Κυριακού ναού της Σκήτης, πριν αρχίση η ακολουθία, φτάνει ένας «χαμένος» ασκητής, ένας περιφρονημένος μοναχός, ο Γερο-Δημάς, που ζή σ’ ένα ξεροκάλυβο πάνω από τη Σκήτη. Μέσα στον σκοτεινό και άδειο χώρο αρχίζει ο Γέροντας τις μετάνοιες. Λέει την ευχή. Έξαφνα βγάζει μία κραυγή δοξολογίας. Πλημμυρίζει από φως. Και αμέσως παίρνει φωτιά η εύφλεκτη ύλη του μικρού μοναχού. Δέχεται τη χάρι. Συγκλονίζεται, σαν να έπεσε πάνω του κεραυνός. Αναλαμβάνεται σε άλλο κόσμο. Τρέμει σύγκορμα. Ανοίγουν οι αισθήσεις του. Βλέπει τα αόρατα. Σπαρταρά από λυγμούς. Το μέγεθος της ευλογίας ξεπερνά την αντοχή του. Πνίγεται στο κλάμα. Δεν μπορεί να μιλήση. Μόλις τελειώνει η ακολουθία, τρέχει στο δάσος. Ξεσπά σε κραυγές: Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ!

Ο ουρανός απάντησε. Τα βλέπει όλα καθαρά, τα αισθάνεται. Τα ακούει, τα οσφραίνεται από μακριά. Βλέπει τι συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου. Βλέπει τι συμβαίνει στο βάθος της γής. Χάνεται μέσα στην απέραντη αγκαλιά της αγάπης του Θεού. Μπορεί ένα τόσο μικρό παιδί να σηκώση ένα τόσο μεγάλο χάρισμα; Ναί· ο Θεός ξέρει τι κάνει. Αυτός συγκλονίζεται από την αγάπη του Θεού. Συνεχίζει την πορεία του μέσα στον παράδεισο της θείας ευφροσύνης. Κολυμπά κυριολεκτικά μέσα στην πλησμονή της χαράς. Τα βρίσκει όλα. Μας βρίσκει όλους, σαν ένα άνθρωπο.

Προσεύχεται. Μένει εκεί. Ταπεινώνεται και αναλαμβάνεται μέσα στα μυστήρια του Θεού και μας τα κοινοποιεί. Δεν παίρνει αέρα το μυαλό του. Μένει ξένος από κάθε ύβρι και οίησι. Είναι μεγάλος, δηλαδή ταπεινός, και παραμένει. Δεν εντυπωσιάζεται από τα χαρίσματα αλλ’ απ’ Αυτόν που τα δίδει. Μια ζωή έμεινε «κεκρυμμένος συν τω Χριστώ εν τω Θεώ», γεμάτος από τη Χάρι. Είπε: «Ο άνθρωπος με τον Χριστό γίνεται χαριτωμένος και ζη έτσι πάνω από το κακό. Το κακό γι’ αυτόν δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο το αγαθό, ο Θεός».

«Όταν είναι κάνεις άδειος από τον Χριστό, τότε έρχονται χιλιάδες άλλα και τον γεμίζουν: ζήλιες, μίση, ανία, μελαγχολία, αντίδρασι».

«Εκείνος που εμφορείται υπό του Αγίου Πνεύματος έχει και αυτός τη γνώσι του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Του τα φανερώνει το Άγιον Πνεύμα». Είναι θεοφόρος. Ο Θεός που του έδωσε το σθένος να έλθη δωδεκάχρονος στο Αγιον Όρος του έστειλε μία ασθένεια. Αρρωσταίνει. Δεν μπορεί να μείνη. Βγαίνει έξω από το Άγιον Όρος. Ο Αρχιεπίσκοπος του Σινά Πορφύριος, όταν τον γνώρισε στην Εύβοια, εξεπλάγη και τον χειροτόνησε ιερέα 20 ετών, δίδοντάς του το όνομα Πορφύριος.

Ο ακαδημαϊκός Αμίλκας Αλιβιζάτος, όταν τον γνώρισε τριαντατετράχρονο, εξεπλάγη και ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο να τον τοποθέτηση -αυτόν που είχε πάει μόνο στην πρώτη Δημοτικού-εφημέριο στην Πολυκλινική Αθηνών, στην Ομόνοια. Εκεί μένει 33 χρόνια (1940-1973). Γίνεται γνωστός ως μία αύρα του Πνεύματος και ένα θείο χαμόγελο για όλο τον κουρασμένο κόσμο της περιοχής. Αγαπά και φωτίζει όλους, όπως ο Θεός ανατέλλει τον ήλιο «επί πονηρούς και αγαθούς» (Ματθ. 5,45). Δεν αποπαίρνει κανένα.

Παρηγορεί και αγιάζει τους πάντες.  Φτάνει μέχρι και τον «οίκο ανοχής» -όταν αγίαζε κατά τα Φώτα. Δεν παραξενεύεται. Χαίρεται. Ψάλλει μ’ όλη του την καρδιά το «Έν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε…».  Καλεί και αυτά τα πονεμένα πλάσματα να φιλήσουν τον Σταυρό και να παρηγορηθή «η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη». Γίνεται γνωστός ως μία ευλογία για όλους.  Ένα αγγελικό πρόσωπο. Ένα θείο παιδί που παίζει. Μια ευωδία που απλώνεται και βρίσκει κάθε ψυχή. Είναι αγράμματος και πάνσοφος. Είναι ποιητής θεόπνευστος, λογοπλάστης και ανθρωποπλάστης. Λέει: Πρέπει να είσαι ποιητής, για να γίνης χριστιανός. Ο Χριστός χοντροκομμένες ψυχές δεν τις δέχεται. Λέει: Όλα τα έβλεπα, τα γνώριζα αλλά δεν μιλούσα.

Μιλούσε διακριτικά, όταν και όσο χρειαζόταν, για να δώση κουράγιο στον άλλο, τον πονεμένο και άρρωστο. Να του πή πόσο ο Θεός είναι αγάπη. Μιλούσε ελεύθερα. Και σου μετέδιδε την παιδικότητα του Παραδείσου που είχε μέσα του. Έλεγε ό,τι σκεφτόταν και ό,τι είχε κάνει: ήθελε να μάθη αρμόνιο· είχε φτιάξει ένα πρωτόγονο ραδιόφωνο που δούλευε όλο το εικοσιτετράωρο. Και σε βοηθούσε να πής και σύ ό,τι σκεφτόσουν. Η εξομολόγησι σ’ αυτόν γινόταν σαν μία φιλική συζήτησι. Ήταν ένα παιδί του Θεού μέχρι τέλους. Σου παρουσιαζόταν όπως ήταν. Δεν σου παρίστανε φτιαχτά τον άγιο και τον άψογο. Δεν φοβόταν την πραγματικότητα. Δεν ήθελε να δοξασθή από τους ανθρώπους. Ήθελε να δοξασθή το όνομα του Θεού. Του Θεού, που «βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5, 45). Αυτός ήταν ο π. Πορφύριος, που εκοιμήθητο 1991 στο κελλί που εκάρη μοναχός. Ήταν μία φωτεινή παρουσία αλήθειας και παρακλήσεως, γιατί μας μετέδωσε δωρεάν τη χάρι του Θεού που είχε μέσα του. Δεν μας διαφήμισε τις αρετές και το άψογον της ζωής του. Αν ο π. Πορφύριος έμενε στα χαρίσματα και μ’ αυτά ήθελε να δοξασθή ως χαρισματούχος και να καταπλήξη τον κόσμο με τις θαυματουργίες του, θα γινόταν ίσως μια Αθανασία του Αιγάλεω ή κάποιος παρόμοιος ψευδοπροφήτης από τους πολλούς που ταλαιπωρούν τον κόσμο. Τώρα είναι ο γέρων Πορφύριος, το αχάραχτο διαμάντι, το χαμογελαστό παιδί του Θεού, που διώχνει τον ζόφο της κολάσεως και της κατήφειας· βοηθά «να αισθανθή ο κόσμος το αγκάλιασμα που κάνει ο Χριστός σε όλους μας».

Πάει πέρα από τα χαρίσματα. Είναι θεοφόρος και θεοκίνητος. Είναι σοφός και ήρεμος. Έχει τη χαρά και την απλότητα του παιδιού του Θεού. Δεν ταράζεται ατομικά. Δεν κραυγάζει ποτέ μεταδίδοντας την κρυάδα που προκαλεί ο πλανεμένος και ψευδοπροφήτης «ως ιδίαν έχων φρόνησιν» (πρβλ. απ. 2).

Είναι γαλήνιος. Μιλά «ήρεμα, απλά και απαλά». Χωρίς ανθρώπινους εκνευρισμούς· μεταφέρει τη βεβαιότητα της πίστεως. Με ένα χαμόγελο ουράνιο όλα τακτοποιούνται. Αθόρυβα και αναίμακτα καταστρέφεται ο παλαιός άνθρωπος. Τα πάθη μεταβάλλονται, μεταμορφώνονται σε δυνάμεις υπηρετικές του ανθρώπου για την πνευματική του προκοπή και σωτηρία. Ζή και ομολογεί ότι η ταπείνωσι είναι η καρδιά της ψυχής. Ο εγωισμός είναι κουταμάρα και αρρώστια που ζαλίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην πλάνη. Είπε: Όταν φύγω, θα είμαι πιο πολύ μαζί σας. Και έτσι είναι.

Από το βιβλίο: Το κάλλος θα σώση τον κόσμο, έκδ. Ι. Μ. Ιβήρων, Άγ. Όρος

Πηγή: Περιοδική Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης, «Ορθόδοξα Μηνύματα», έτος στ΄, τ. 16, σελ. 10-11, Νοέμβριος 2015 – Μάρτιος 2016.

Πηγή: www.antifono.gr

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ

Ἀκούγοντας πολλές φορές τά αἰτήματα τῶν χριστιανῶν μας καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίους προσεύχονται, διακρίνει κανείς νά κυριαρχεῖ τό αἴτημα ὑπέρ ὑγείας. Χιλιάδες χαρτάκια ἔρχονται στήν Ἁγία Πρόθεση ὅλων τῶν Ναῶν μέ δεδηλωμένο τό αἴτημα αὐτό. Ἀλλά καί στήν καθημερινότητά μας, στήν ἀποστροφή τοῦ λόγου γιά ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, συνήθης εἶναι ἡ κατακλείδα « τήν ὑγειά μας νά ’χουμε, νά μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα». Ἰσχυρό πρόταγμα τό αἴτημα τῆς ὑγείας. Καί πολλοί, ἰδίως ἀπό ὅσους ἔχουν συγκεχυμένη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας καί τήν ἀντιμετωπίζουν μέ μιά διάσταση μαγείας, τό δηλώνουν ξεκάθαρα ὅτι πάνε Ἐκκλησία γιά νά τούς ἔχει ὁ Θεός «γερούς», θεωρώντας τή Θεία Χάρη ὡς μορφή ἀσπίδας ἐναντίον τῆς ὅποιας ἀσθένειας.

Κι ἐκεῖ ἀρχίζει τό σκάνδαλο. Φαίνεται τό αἴτημα νά μήν εἰσακούεται, καθώς καί οἱ Ναοί εἶναι γεμάτοι ἀσθενεῖς, καί οἱ Χριστιανοί ἀρρωσταίνουν καί τελικά τόσες παρακλήσεις καί προσευχές ὑπέρ ὑγείας φαίνεται νά μήν εἰσακούονται, καθώς τά ἀντίστοιχα αἰτήματα δέν ἐκπληρώνονται πάντα. Γιατί λοιπόν, ἐνῶ ἀπό τή μιά ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τά πολλά θαύματα τοῦ Χριστοῦ μας, πού χάρισαν τήν ὑγεία σέ ὅσους τά ἀπόλαυσαν, ἀπό τήν ἄλλη σήμερα φαίνεται σάν νά μή γίνονται θαύματα, ἤ τουλάχιστον σάν νά μήν προστατεύει ὁ Ἅγιος Θεός τούς δικούς του ἐπαρκῶς; Ἡ ἀπάντηση θά μποροῦσε νά εἶναι πολύ εὔκολη. Πῶς ζητᾶμε τά ἴσα μέ παλαιότερες ἐποχές, τότε πού ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων, γνήσια καί ἄδολη, κόχλαζε στίς καρδίες καί τούς ὁδηγοῦσε σέ ὁμολογίες «μέχρις αἵματος»; Γιατί ζητᾶμε θαύματα ὅταν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας καί ἡ ποιότητα τῶν ἠθῶν μας, τά ἀποκλείει; Μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό θαῦμα, ἐκτός ἀπό πίστη, χρειάζεται καί ἀρετή.

Ἡ θεραπεία τῆς «συγκύπτουσας» γυναίκας

Στό σημερινό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς δίνει ἀνάγλυφα μιά διαφορετική καί πρωτότυπη ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού παραπάνω διατυπώσαμε. Περιγράφεται ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτουσας, δηλαδή τῆς γυναίκας ἐκείνης πού δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώσει τό κεφάλι της πρός τά ἐπάνω, καθώς τό κυρτωμένο ἀπό τήν ἀσθένεια σῶμα τήν ὑποχρέωνε νά εἶναι διαρκῶς σκυμμένη. Ἡ ὁποιαδήποτε τάση γιά ἀνόρθωση ἐπέφερε φοβερούς πόνους, οἱ ὁποῖοι περιόριζαν τό εὖρος τῶν δραστηριοτήτων της. Κι ὅμως, αὐτή ἡ γυναίκα δέν ντρεπόταν στήν κατάστασή της νά κυκλοφορεῖ. Δέν δίσταζε νά ταλαιπωρηθεῖ. Καί μάλιστα κυρίως πηγαίνοντας στή Συναγωγή γιά ν’ ἀκούει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἑρμηνεία του.

Πολλές φορές κάποια ἀσθένεια καί οἱ συνέπειές της δημιουργοῦν ἄσχημη ψυχολογία στόν ἀσθενῆ καί τόν ὁδηγοῦν στό νά ντρέπεται γιά τό σῶμα του ἤ τοῦ ἀποστεροῦν τήν ὄρεξη γιά τή ζωή. Ἐάν ὁ ἀσθενής δέν ἔχει ψυχικά ἀποθέματα ἀντοχῆς, τά ὁποῖα κυρίως ἐπαυξάνει ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, συνήθως ὁδηγεῖται σέ ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, ἀκόμη καί ἀκραῖες, μέ συνέπεια νά καθιστᾶ τή ζωή ἀκόμη πιό μαρτυρική καί γιά τόν ἴδιο καί γιά τούς δικούς του. Συνήθως τίς σχετικές ἀπαισιόδοξες σκέψεις τίς καλλιεργεῖ ἡ ἴδια ἡ κοινωνία ὅταν ἐμφορεῖται ἀπό ἀπαράδεκτα πιστεύματα λατρείας τοῦ νιτσεϊκοῦ ὑπερανθρώπου, ὅταν γεμάτη μικροψυχία ἀντιμετωπίζει τούς ἀσθενεῖς ὡς ὑποδεέστερους καί βάρος, ὅταν ὑποκριτικά κλείνει τά ματιά στόν πόνο ἀρνούμενη νά ἑτοιμάσει τά μέλη της γιά τήν ἀντιμετώπισή του, προπαγανδίζοντας ἀντ’ αὐτοῦ, τό μάταιο κυνήγι τῆς φρούδας ἐλπίδας τῆς ἀπόλυτης εὐτυχίας ἐπί γῆς.

Ἡ συγκυπτουσα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ὅμως δέν συμπεριφέρεται ἔτσι. Ὁμολογεῖ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα της στόν Θεό, κυρίως μέ αὐτό πού κάνει, νά πηγαίνει δηλαδή μέ κόπο καί πόνο στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, νά συμμετέχει καί νά ἀντλεῖ ἀπό ἐκεῖ δύναμη. Δέν μιλᾶ καθόλου γιά νά ξέρουμε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς της, τό εἶδος τῶν αἰτημάτων της, ἡ ἀκόμη καί τά παράπονά της. Σπάνιο πράγμα ἄρρωστος ἄνθρωπος νά σιωπᾶ. Συνήθως σημαίνει ἀποθέματα ψυχικῆς δύναμης καί ὑπομονῆς, πού τοῦ ὑπαγορεύουν νά μήν κουράζει ἄλλους, ἀλλά νά βαστάζει μόνος μέ θάρρος τόν σταυρό τῆς ὅποιας ἀσθένειας.

Ἰησοῦς Χριστός, ὁ «ἰατρός ψυχῶν καί σωμάτων»

Καί ὁ Χριστός μας ἀπό τήν ἄλλη, δρᾶ πρωτότυπα. Βλέπει τή συγκυπτουσα καί διακόπτει τό κήρυγμά του, ἀποδείξη τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Πλάστη γιά τό πλάσμα του. Χωρίς ἡ γυναίκα νά τοῦ μιλήσει ἤ νά τοῦ ζητήσει τίποτε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀκουμπώντας τό κεφάλι της ἀμέσως τῆς λέει: γυναίκα εἶσαι λυμένη καί ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. Κανείς δέν τοῦ ζήτησε τίποτε κι ὅμως ὁ Χριστός ἐνεργεῖ εὐεργετικά. Εἶναι ὁ τρόπος πού μέχρι σήμερα ἐνεργοῦν οἱ Ἅγιοί μας, ἀκόμη καί σέ ὅσους δέν τούς γνωρίζουν, ἀκόμη καί σέ ὅσους δέν τούς ἔχουν ζητήσει τίποτε.

Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Χριστός διεκδίκει νά διαπιστώσει τήν πίστη ὅποιου τοῦ ζητᾶ ἕνα θαῦμα. Ἐδῶ, δέν τό κάνει, γιατί δέν χρειάζεται νά διαπιστώσει τίποτε. Ἡ ὑπομονή στήν ἀσθένεια καί τό συνακόλουθο σμίλεμα τῆς ψυχῆς, εἶναι ὑπεραρκετά γιά νά μαρτυρήσουν τήν ὁλοκληρωτική ἐξάρτηση ἀπό τόν Ἅγιο Θεό, ὡς τόν μόνον ἱκανό ὄχι ἁπλῶς νά παραχωρήσει τήν ἴαση τοῦ σώματος, ἀλλ’ ἐπιπλέον καί τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό καί Ἐκεῖνος πού γνωρίζει καλά τά μύχια τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων καί μπορεῖ νά διαπιστώσει τή γνήσια καί ἀνιδιοτελῆ τους ἀγάπη πρός Αὐτόν, ξέρει νά διακριβώνει ὄχι μόνο τήν κάθε ἀνάγκη τοῦ πλάσματός του, ἀλλά καί νά ἐπεμβαίνει κατά τό πνευματικῶς συμφέρον καί νά ἀποδίδει στόν καθένα ὅ,τι τοῦ χρειάζεται.

Ἀδελφοί μου, πολλές φορές οἱ Ἅγιοι τῆς πίστης μας ἀντιμετώπιζαν τήν ἀσθένεια στή ζωή τους ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ, ὡς ἀφορμή ἐντονότερης καί θερμοτερης προσευχῆς, ὡς αἰτία ὑπομονῆς καί συνακόλουθα εὐλογίας. Τό παράδειγμά τους ὑπάρχει γιά νά μᾶς μάθει πῶς μποροῦμε καί ἀπό τέτοιες δύσκολες καταστάσεις, ὅπως τῆς ἀσθένειας, νά λαμβάνουμε ἀφορμές πρακτικῆς φιλοσοφίας καί θεολογίας, γιά νά πλησιάζουμε ἀκόμη περισσότερο τόν Θεό, κατανοώντας τή θεία παντοδυναμία καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, συναισθανόμενοι ὅτι πατρίδα μας εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἡ γῆ αὐτή, καί αἰώνια κληρονομιά μας ἡ ἀποκατάστασή μας στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός. Ἀμήν.

 Πηγή: www.agiazoni.gr

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

NΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΤΥ Ο ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΤΣΑΛΑΚΗ

Στις 28 Ιανουαρίου του έτους 1881 πέθανε ο μεγάλος ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ. Η ονομασία πανάνθρωπος ανήκει στο  Σέρβο Ιερομόναχο Ιουστίνο Ποποβιτς, Καθηγητή Πανεπιστημίου και μέγιστο ορθόδοξο  θεολόγο της Σερβικής εκκλησίας. Αποσπάσματα από ένα άρθρο του, που περιέχεται στο βιβλίο «Σπουδή στο Ντοστογέφσκυ», θα δούμε στη συνέχεια, ως το ωραιότερο φιλολογικό μνημόσυνο που μπορούμε να κάνουμε στη μνήμη του:

Ο Ντοστογέφσκυ ανήκει σε όλους τους κόσμους και σε όλους τους ανθρώπους. Είναι πανάνθρωπος και συγγενής όλων.  Συγγενής των Σέρβων, των Ελλήνων, των Βουλγάρων, των Γάλλων, όλων των ανθρώπων σε όλες τις ηπείρους. Κανείς άνθρωπος δεν είναι ξένος γι’ αυτόν. Εάν ένας είναι εγκληματίας, θα βρει κατανόηση σ’ αυτόν. Εάν είναι μάρτυρας, θα βρει προστασία σ’ αυτόν. Εάν είναι απελπισμένος, θα βρει παρηγοριά σ’ αυτόν. Αν είναι φτωχός, θα βρει ανοιχτές τις αγκάλες του. Αν είναι άπιστος, θα βρει στοργικό δάσκαλο σ’ αυτόν. Αν είναι πιστός, θα βρει σ’ αυτόν, θαυμάσια ομολογία  πίστεως.

Ο Ντοστογέφσκυ παρακολούθησε τον άνθρωπο σ’ όλους τους δρόμους του, από το διάβολο ως το Θεό κι από το Θεό ως το διάβολο. Βασανίστηκε όσο λίγοι, με το μυστήριο του ανθρώπου και  το μυστήριο του Θεού και με το μυστήριο του διαβόλου.

Κατά τους νεώτερους χρόνους, κανείς δεν έδωσε τέτοια μαρτυρία για το Χριστό, όσο την έδωσε αυτός. Κανείς δεν κατέδειξε με τόση δύναμη ότι,  ο Χριστός είναι το παν για τον άνθρωπο. Αν του αποδείκνυε κανείς, ότι ο Χριστός είναι έξω από την Αλήθεια, θα προτιμούσε το Χριστό απ’ αυτού του είδους την Αλήθεια. Κανείς στον κόσμο, δεν εξύμνησε τόσο τον πόνο του ανθρώπου και τη θλίψη του , την  απελπισία του και τη χαρά του, την πίστη του και την αγάπη του, όσο αυτός.

Για τον Ντοστογέφσκυ, ο Θεός είναι η ύψιστη και η εγγύτατη πραγματικότητα. Για τους ήρωες του, μια μόνο κεντρική βάσανος υπάρχει: ο Θεός.  «Με βασανίζει μόνο ο Θεός», εξομολογούνται όλοι οι ήρωες του.  Εάν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε τα πάντα είναι διαβολικό χάος, ανοησία και τρέλα. Τότε τα πάντα εδράζονται στο παράλογο. 

Η δεύτερη μετά το Θεό μέγιστη πραγματικότητα είναι ο άνθρωπος, η αθάνατη ψυχή του ανθρώπου, το πρόσωπο του. Όταν ο Θεός είναι η πρώτη πραγματικότητα, τότε η αθανασία της ψυχής είναι η δεύτερη πραγματικότητα. Η αθανασία της ψυχής είναι λογική και φυσική, όπως και η ύπαρξη του Θεού.

Ο Ντοστογέφσκυ δεν μπορεί να φανταστεί τον άνθρωπο χωρίς ψυχή. «Ο άνθρωπος υπάρχει, γιατί υπάρχει ο Θεός». «Εάν δεν υπήρχε ο Θεός, ο άνθρωπος δεν μπορούσε να υπάρξει». «Η προσωπική αθανασία και ο Θεός, είναι μία και η αυτή ιδέα». «Αν υπάρχει Θεός, τότε εγώ είμαι αθάνατος» ισχυρίζεται. «Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε τα πάντα επιτρέπονται».  Γι’ αυτό το σπουδαιότερο πράγμα επί της γης, είναι γι’ αυτόν, να πιστεύεις στο Χριστό και στη μετά θάνατον ζωή. Όλοι οι κόσμοι του Ντοστογέφσκυ μαρτυρούν, ότι ο διάβολος υπάρχει, ο Θεός υπάρχει, η αθανασία της ψυχής υπάρχει.

Η μορφή του Χριστού γέμιζε όλη την ψυχή του Ντοστογέφσκυ κι έτσι έγινε ο πιο διορατικός προφήτης κι ο πιο εύγλωττος απόστολος  του Χριστού, κατά τους νεώτερους χρόνους. Κατόρθωσε στα έργα του, να παρουσιάσει ζωντανό το Χριστό. Θεωρούσε τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα αλλά και το ρωσικό λαό, γένος του Χριστού.

Πιστεύω ότι αυτά τα λίγα αποσπάσματα, από ένα σύγχρονο άγιο της Σερβικής εκκλησίας, σκιαγραφούν την πίστη  του Ντοστογέφσκυ στο Θεό και τον άνθρωπο, αν κι έχουν γραφεί ολόκληρα βιβλία για τα έργα του και το πρόσωπο του.

Στις 26 Ιανουαρίου είπε στη γυναίκα του, να του διαβάσει ένα απόσπασμα από το ευαγγέλιο, μετά κάλεσε τον ιερέα και εξομολογήθηκε, ύστερα κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό, που τόσο πολύ αγάπησε στη ζωή του.

Πριν  λίγα χρόνια που βρέθηκα στο μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νέφσκυ στην Αγία Πετρούπολη, πήγα στο Κοιμητήριο της Μονής κι είδα μέσα στη μαγεία ενός καταπράσινου  τοπίου, κάτω από ένα πλάτανο, τον τάφο του Ντοστογέφσκυ. Σταμάτησα εκστατικός, χωρίς σκέψεις και λογισμούς και αναρωτήθηκα πώς χώρεσε μέσα σ’ ένα τόσο απέριττο τάφο, ένας τόσο μεγάλος άνθρωπος, με τέτοιο νου και τέτοια ψυχή!  Πώς σταμάτησε να χτυπά αυτή η καρδιά, που τόσα χρόνια χτυπούσε εντατικά, για τον πόνο και τα πάθη του ανθρώπου!

Θυμήθηκα τις συναρπαστικές  ώρες που πέρασα διαβάζοντας τα βιβλία του. Πόσο πόνεσα και χάρηκα μαζί με  τους ήρωες του!  Και τέλος διέσχισα τους χρόνους και τους καιρούς με τα μάτια της ψυχής μου και «είδα» τις χιλιάδες των ανθρώπων, ιερείς και  μοναχούς, φτωχούς και καταφρονεμένους, πόρνες και εγκληματίες,  ληστές και εγκαταλειμμένους, ποιητές και συγγραφείς, εργάτες και σοφούς,  που με δάκρυα τον συνόδεψαν στον τάφο του. Σε όλους αυτούς και στον καθένα χωριστά, είχε μιλήσει με τα βιβλία του στην καρδιά τους.

Το μόνο που σκέφτομαι σήμερα είναι, να ευγνωμονώ το Θεό, που με αξίωσε να διαβάσω τα βιβλία του και να τον αγαπήσω, ως ένα αληθινό άνθρωπο της αγίας Ρωσίας, της ορθόδοξης εκκλησίας, της ανθρωπότητας. Όταν ο μεγάλος ρώσος συγγραφέας Τολστόι, έφυγε τελευταία φορά από το σπίτι του, λίγο πριν  το θάνατο του, άφησε ανοιχτό, ένα βιβλίο του Ντοστογέφσκυ που διάβαζε.  Κάποτε είχε πει: «Να πείτε στο Ντοστογέφσκυ, ότι τον αγαπώ πολύ». Αυτό θα μπορούσα να πω κι εγώ  σήμερα, στον άνθρωπο που συγκίνησε, τόσο πολύ την ψυχή μου.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΤΣΑΛΑΚΗ

Με­λε­τών­τας το βι­βλί­ο του κα­θη­γη­τή του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών Ι­ω­άν­νου Κορ­να­ρά­κη «Ψυ­χο­λο­γι­κές προ­ο­πτι­κές», θα δού­με εν συν­το­μί­α «το σύμπλεγμα της Α­λε­πούς», α­πό τους μύ­θους του Αι­σώ­που.

Ο μύ­θος «Η Α­λε­πού και τα στα­φύ­λια», εί­ναι α­σφα­λώς α­πό τους πιο γνω­στούς αι­σώ­πει­ους μύ­θους.  Γι’ αυ­τό και η φρά­ση «Ό­σα δεν φτά­νει η Α­λε­πού τα κά­νει κρε­μα­στά­ρια», εί­ναι πα­σί­γνω­στη. Ο μύ­θος θέ­λει την Α­λε­πού πει­να­σμέ­νη μπρο­στά α­πό τα κρε­μά­με­να στα­φύ­λια.  

Η πει­να­σμέ­νη Α­λε­πού, μό­λις εί­δε τα στα­φύ­λια όρ­μη­σε προς αυ­τά, προ­κει­μέ­νου να ι­κα­νο­ποι­ή­σει την πεί­να της, ό­μως δεν μπο­ρού­σε να τα φτά­σει, για­τί δεν εί­χε τις σω­μα­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες. Μέ­χρις ε­δώ η αν­τί­δρα­ση του ζώ­ου εί­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή. Κα­νείς ού­τε στην πε­ρι­ο­χή του ζω­ι­κού βα­σι­λεί­ου, ού­τε με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων, μπο­ρεί να εί­ναι παν­το­δύ­να­μος. Μια α­πο­τυ­χί­α στις πιο πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, μπο­ρεί να εί­ναι εν­τε­λώς φυ­σι­ο­λο­γι­κό γε­γο­νός.

Η Α­λε­πού με­τά την α­πο­τυ­χί­α της, εί­χε δύ­ο δυ­να­τό­τη­τες φυ­σι­ο­λο­γι­κής αν­τί­δρα­σης. Ή να ε­πα­να­λά­βει το εγ­χεί­ρη­μα, ή να δι­και­ο­λο­γή­σει την α­πο­τυ­χί­α της, (στον ε­αυ­τό της και στα ζώ­α που την έ­βλε­παν). Κά­νει το δεύ­τε­ρο. Δι­και­ο­λο­γεί την α­πο­τυ­χί­α της και λέ­ει: «Τα στα­φύ­λια εί­ναι ά­γου­ρα». Το νό­η­μα της αν­τι­δρά­σε­ως της Α­λε­πούς εί­ναι η δι­και­ο­λο­γί­α, που ε­δώ βα­σί­ζε­ται στο ψέ­μα, α­φού τα στα­φύ­λια δεν ή­ταν ά­γου­ρα κι ε­κεί­νη το ή­ξε­ρε.  Αυ­τό ή­ταν πο­νη­ριά και α­πά­τη για τον ε­αυ­τό της και τα ζώ­α που την πα­ρα­τη­ρού­σαν. Το ερ­μη­νευ­τι­κό συμ­πλή­ρω­μα του μύ­θου εί­ναι ό­τι, «έ­τσι και με­ρι­κοί άν­θρω­ποι, ό­ταν δεν μπο­ρούν να ε­πι­τύ­χουν κά­ποι­α πράγ­μα­τα στη ζω­ή τους α­πό α­δυ­να­μί­α,  κα­τη­γο­ρούν τους και­ρούς».

Οι μύ­θοι του Αι­σώ­που, ό­πως γνω­ρί­ζο­με, έ­χουν σκο­πό να σκι­α­γρα­φή­σουν τα αν­θρώ­πι­να πά­θη στα πρό­σω­πα των ζώ­ων και να καυ­τη­ριά­σουν αν­θρώ­πι­νες συμ­πε­ρι­φο­ρές. Η α­πο­τυ­χί­α της Α­λε­πούς στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση προ­σβάλ­λει την α­ξι­ο­πρέ­πεια της, μει­ώ­νει την προ­σω­πι­κό­τη­τα της  και ε­πο­μέ­νως τραυ­μα­τί­ζει την ει­κό­να της υ­παρ­ξια­κής της προ­ο­πτι­κής. Στις δι­αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις, η χρή­ση της μη α­λη­θι­νής δι­και­ο­λο­γί­ας, σκο­τει­νιά­ζει και τραυ­μα­τί­ζει την αυ­το­γνω­σί­α και την αυ­το­θε­ώ­ρη­ση.

Το σπου­δαι­ό­τε­ρο πλήγ­μα στην προ­σπά­θεια της Α­λε­πούς να φτά­σει τα στα­φύ­λια, ή­ταν ο τραυ­μα­τι­σμός του ε­γω­ι­σμού της, μπρο­στά στα άλ­λα ζώ­α που την πα­ρα­τη­ρού­σαν. Το ί­διο συμ­βαί­νει με τον άν­θρω­πο, ό­ταν πλη­γώ­νε­ται ο ε­γω­ι­σμός του και τραυ­μα­τί­ζε­ται η  πλα­σμα­τι­κή ει­κό­να του ε­αυ­τού του. Δεν εί­ναι θα­νά­σι­μο α­μάρ­τη­μα η α­πο­τυ­χί­α, για να αν­τι­δρά ό­πως η Α­λε­πού, με ψεύ­τι­κη δι­και­ο­λο­γί­α.

Δεν εί­ναι ντρο­πή να α­πο­τύ­χει κα­νείς. Εί­ναι ντρο­πή να μη θέ­λει να α­πο­δε­χτεί την α­δυ­να­μί­α του. Αυ­τό φα­νε­ρώ­νει α­λα­ζο­νι­κό ε­γω­ι­σμό, που στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, με τη χρή­ση των πλα­σμα­τι­κών δι­και­ο­λο­γι­ών, τον τα­πει­νώ­νει και τον  ξευ­τε­λί­ζει. Η ει­λι­κρί­νεια και η σω­στή αυ­το­γνω­σί­α και ό­χι η «α­πώ­θη­ση»,  δί­νει την ει­κό­να του α­λη­θι­νού αν­θρώ­που: «Προ­σπά­θη­σα αλ­λά δεν τα κα­τά­φε­ρα». Αν ό­μως ο άν­θρω­πος πά­σχει α­πό αρ­ρω­στη­μέ­νη «φι­λο­πρω­τί­α»,  θα κα­τα­λή­ξει στον εμ­παιγ­μό που υ­πέ­στη η Α­λε­πού.

Και πρέ­πει να α­να­φέ­ρο­με σ’ αυ­τό το ση­μεί­ο, πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις που συ­ναν­τού­με στους συ­ναν­θρώ­πους μας, ό­ταν δεν πε­τύ­χουν αυ­τό που θέ­λουν.  Αν­τί να ο­μο­λο­γή­σουν την  α­δυ­να­μί­α τους,  ε­παί­ρον­ται με υ­πο­κρι­τι­κό τρό­πο και λέ­νε: «κα­λύ­τε­ρα που ήρ­θαν έ­τσι τα πράγ­μα­τα». Αυ­τό εί­ναι ε­πί­πλα­στη δι­και­ο­λο­γί­α, που αλ­λοι­ώ­νει τό­σο την ε­σω­τε­ρι­κή ει­κό­να του χα­ρα­κτή­ρα τους, ό­σο και την ε­ξω­τε­ρι­κή, που θέ­λουν να δεί­χνουν στους άλ­λους αν­θρώ­πους.

Στο α­ξι­ό­λο­γο βι­βλί­ο του κα­θη­γη­τή Κορ­να­ρά­κη, η χρή­ση της δι­και­ο­λο­γί­ας μπο­ρεί να α­πο­κα­λύ­ψει νευ­ρω­τι­κές τά­σεις ή ψυ­χα­ναγ­κα­σμούς, που κα­θο­ρί­ζουν α­συ­νεί­δη­τα την αν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά. Α­κό­μη και μια «δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη» δι­και­ο­λο­γί­α μπο­ρεί να εί­ναι μια κομ­πλε­ξι­κή-νευ­ρω­τι­κή αν­τί­δρα­ση. Η δι­και­ο­λο­γί­α δεν εί­ναι πάν­το­τε α­θώ­α. Εί­ναι τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές μια «παμ­πό­νη­ρη» Α­λε­πού! Φαί­νε­ται ό­τι ο χώ­ρος του α­συ­νει­δή­του, εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη φω­λιά της. 

Προ­σο­χή λοι­πόν στη χρή­ση της δι­και­ο­λο­γί­ας, το­νί­ζει ο κα­θη­γη­τής.   Ό­σο αυ­θόρ­μη­τα κι αν ξε­πε­τά­γε­ται,  για να μας γλυ­τώ­σει α­πό κά­ποι­α υ­παρ­ξια­κή α­πει­λή (κά­ποι­ο τραυ­μα­τι­σμό του ε­γω­ι­σμού μας ή της πλα­σμα­τι­κής ει­κό­νας του ε­αυ­τού μας), ας ε­λέγ­χου­με την ταυ­τό­τη­τα της. Εί­ναι πο­λύ πι­θα­νόν να α­να­γνω­ρί­σου­με στην συμ­πε­ρι­φο­ρά της, «το πή­δη­μα» της Α­λε­πούς.

Το φως του Χρι­στού,  μπο­ρεί να φω­τί­σει τα βά­θη της συ­νεί­δη­σης μας και να μας ο­δη­γή­σει στην α­λη­θι­νή αυ­το­γνω­σί­α, στην παρ­ρη­σί­α και την ει­λι­κρί­νεια και στην α­ξι­ο­πρε­πή αν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά.  

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

ΜΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΣ, ΟΤΑΝ ΕΙΣΑΙ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΤΣΑΛΑΚΗ

Σ’ ένα χωριό- τα παλιά χρόνια- παντρεύτηκαν δυο νέοι, αλλά οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες κι αναγκάστηκε ο άνδρας να φύγει σε μια μακρινή χώρα για να βγάλει χρήματα, να μπορέσουν κάποτε να ζήσουν καλύτερα. Η γυναίκα έμεινε στο χωριό και δούλευε στη μικρή τους περιουσία. Η μόνη επικοινωνία με τον άντρα της, ήταν ένα γράμμα, που έπαιρνε σε αραιά διαστήματα.

Ο άνδρας δούλευε σκληρά όλα αυτά τα χρόνια της ξενιτιάς, χωρίς ποτέ να επιστρέψει στο σπίτι του, λόγω των μακρινών αποστάσεων. Εξάλλου ο σκοπός του ήταν να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα. Πέρασαν αρκετά χρόνια και κάποια μέρα ξεκίνησε για τη δική του Ιθάκη, τη δική του Πηνελόπη, που ήταν σίγουρος, ότι με αγάπη και αφοσίωση τον περίμενε.

Στον δρόμο σταμάτησε σε μια πηγή να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Τη νύχτα είδε εκεί κοντά ένα φως και ρώτησε την επαύριον κάποιο περαστικό να του πει, ποιος έμενε σ’ αυτό τον έρημο τόπο. Ο άνθρωπος του είπε, ότι εκεί μένει ένας σοφός άνθρωπος, που δίνει πολύτιμες συμβουλές. Πήγε και τον βρήκε.

Του είπε λοιπόν ο σοφός: «Ποτέ στη ζωή σου μην ενεργείς την ώρα που είσαι θυμωμένος. Ούτε να παίρνεις αποφάσεις εκείνη την ώρα, ούτε να μιλάς. Η ώρα του θυμού είναι επικίνδυνη και για ό,τι θα κάμεις και για ό,τι θα αποφασίσεις και για ό,τι θα πεις».

Κάποια στιγμή, ο άνθρωπος έφθασε στο σπίτι του. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισε στην αυλή του σπιτιού του, ήταν η γυναίκα του που φιλούσε ένα νέο άνδρα. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του, ζαλίστηκε από τη στενοχώρια, σκοτίστηκε το μυαλό του κι έβγαλε το πιστόλι, έτοιμος να σκοτώσει τη γυναίκα του και τον «εραστή» της. Ο θυμός έσβησε όλη τη θλιβερή παρένθεση των 20 ετών, που έζησε στην ξενιτιά και δεν τον άφησε να σκεφθεί τίποτε άλλο εκείνη την ώρα, παρά τον θάνατο της «άπιστης» γυναίκας του, που τόσο πολύ αγαπούσε.

Την ώρα που ήταν έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη, θυμήθηκε τα λόγια του σοφού και σταμάτησε. Ο «εραστής» έφυγε, η γυναίκα του επέστρεψε στο σπίτι κι αυτός φώναξε μια γειτόνισσα να του πει, ποιος ήταν ο «εραστής» της γυναίκας του. Η γειτόνισσα με φανερή έκπληξη του λέει: «Ποιος «εραστής» άνθρωπε μου; Αυτός ήταν ο γιος σου, που τον άφησες μωρό! Αυτόν φιλούσε η γυναίκα σου την ώρα που έφευγε. Το μονάκριβο παιδί της, που ήταν η μοναδική χαρά της, τον καιρό που έλειπες». Ο άνθρωπος δόξασε το Θεό, που τον διαφύλαξε από το διπλό φονικό, που θα έσβηνε και τη δική του ζωή και ευγνωμονούσε με δάκρυα το σοφό για τη συμβουλή που του έδωσε.

Στην παραπάνω ιστορία, εκείνο που έχει σημασία, είναι η συμβουλή του σοφού, για την ώρα του θυμού. Είναι η πιο ακατάλληλη ώρα, αλλά και η πιο επικίνδυνη για τον άνθρωπο, να ενεργεί και να παίρνει αποφάσεις. Υπό την επήρεια του θυμού, θα πει λόγια πικρά, ίσως αληθινά, αλλά θα κάμει άλλους να πονέσουν υπερβολικά. Και υπάρχουν δυστυχώς άνθρωποι, που δεν τα ξεχνούν εύκολα τα σκληρά λόγια που θα τους πουν, ή δεν τα ξεχνούν ποτέ.

Την ώρα που ο άνθρωπος είναι θυμωμένος, λέει λόγια ταπεινωτικά για τον άλλο, που δεν θα τα έλεγε σε καμιά άλλη περίπτωση. 

Βγάζει απωθημένα ημερών, ετών και καμιά φορά ολόκληρης της ζωής του. Κυρίως φέρνει στην επιφάνεια με τα λόγια του κακίες και ζήλιες, που έκρυβε στην ψυχή του. 

Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι την ώρα του θυμού, φανερώνει ο άνθρωπος τον αληθινό εαυτό του. Αλλά κι αυτό δεν είναι απόλυτο. Γιατί ο θυμωμένος άνθρωπος, μπορεί να πει κάποιες αλήθειες, αλλά οπωσδήποτε αλλοιωμένες και ποτισμένες από το φαρμάκι του θυμού, δηλ. από μίσος και εκδίκηση. Από ένα σκοτισμένο μυαλό, από μια ταραγμένη ψυχή, από μια καρδιά που κοχλάζει, δεν μπορείς να περιμένεις καθαρή αλήθεια.

Δεν μπορούμε να παρασυρόμαστε από το θυμό για να μιλήσομε σ’ ένα άνθρωπο, ακόμη κι αν έχομε δίκιο. Λέει μια παροιμία: «Η κόλαση είναι γεμάτη από ανθρώπους, που ήθελαν να βρουν το δίκιο τους». 

Μίσησαν για το δίκιο τους, εκδικήθηκαν για το δίκιο τους, αδίκησαν για το δίκιο τους, σκότωσαν για το δίκιο τους. Όταν παίρνεις θυμωμένος έναν άνθρωπο στο τηλέφωνο για να του μιλήσεις και φτάνεις στον τελευταίο αριθμό, κλείσε το. Δεν θα μετανιώσεις ποτέ που δεν μίλησες εκείνη την ώρα, ενώ σίγουρα θα μετανιώσεις αν μιλήσεις.

Η αναβολή αποφάσεων την ώρα του θυμού, είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Άφησε να ηρεμήσει από την τρικυμία η ψυχή σου και θα δεις με πόσο διαφορετικά μάτια, θα δεις τον άνθρωπο, που τόσο δυνατά οργίστηκες εναντίον του και με τι διαφορετικό τρόπο θα του μιλήσεις.

Πηγή: www.proskynitis.blogspot.com

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΤΙΜΙΟΣ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΠΟΥΡΝΕΛΗ, ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

1.Προλεγόμενα.

Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Σταυρός ὡς σημεῖο πού κάνουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία, ὅπλο ἀκαταμάχητο, τρόπαιο ἔναντι τοῦ ἀντικειμένου. Ταυτοχρόνως ἐγείρει πλεῖστα ὅσα ἐρωτηματικά, ὅπως τά παρακατω: Γιατί καί πῶς νά γίνεται; Τί σημαίνει; Λέγεται ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί δέν ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, γιατί ἐμεῖς νά τό κάνουμε; Μήπως ἡ πίστη μας ἀπαιτεῖ λεπτομέρειες; Ἀφοῦ ἦταν φονικό ὄργανο, γιατί νά τό προσκυνοῦμε; Μέσα ἀπό τά κείμενα πού ἀκολουθοῦν θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε κάποιες ἀπαντήσεις μέ χειραγωγούς, ὅπως πάντα τούς θεοφόρους Πατέρες.

2.Πρωτυπώσεις Σταυροῦ στήν Παλαιά Διαθήκη.

Ὑπάρχουν ἀρκετές προτυπώσεις τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ στήν Ἁγία Γραφή. Ἀπό τίς ὑπάρχουσες παραθέτουμε τίς πιό κύριες. Οἱ πρῶτες σχετίζονται μέ τόν Μωϋσῆ καί ἀφοροῦν τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης καί τή νίκη τῶν Ἰσραηλιτῶν κατά τή μάχη τους μέ τούς Ἀμαληκίτες. Τό κείμενο τῆς Ἐξόδου μᾶς λέγει ὅτι ὁ Μωϋσῆς χώρισε καί ἕνωσε τή θάλασσα μέ δύο κινήσεις, κάθετα καί ὁριζόντια1. Γνωστή εἶναι ἐπίσης ἡ Α΄ ὠδή τῶν καταβασιῶν «Σταυρόν χαράξας Μωσῆς ἐπ’εὐθείας ράβδῳ τήν Ἐρυθράν διέτεμε»2.Ἐπίσης ὁ Ἀαρών καί ὁ Ὤρ ἐστήριζαν τά χέρια τοῦ Μωϋσέως στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ σέ στάση προσευχῆς μέχρι τή δύση τοῦ ἡλίου. Ἐνῶ προσευχόταν, κέρδιζαν οἱ Ἰσραηλίτες τούς Ἀμαληκίτες. Θά μποροῦσε ὁ Μωϋσῆς νά προσευχηθεῖ μέ ἄλλο τρόπο καί ὄχι μέ τό σῶμα του νά σχηματίζει σταυρό3.

Μάλιστα ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς ὑπεραμύνεται τοῦ ἱεροῦ συμβόλου λέγοντας: «Τό δέ ἀνθρώπινον σχῆμα δέν διαφέρει ἀπό τά ἄλογα ζῶα κατά τίποτε ἄλλο, παρά κατά τό ὅτι εἶναι ὀρθόν καί ἐπιτρέπει ἔκτασιν τῶν χειρῶν καί φέρει εἰς τό πρόσωπον ἀπό τό μέτωπον ἐκτεινομένην πρός τά κάτω τήν καλουμένην μύτην, διά τῆς ὁποίας ἐξασφαλίζεται ἡ ἀναπνοή τοῦ ζῶντος ὀργανισμοῦ καί δέν δεικνύει τίποτε ἄλλο παρά τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ»4.

Μία προτύπωση γιά τόν τίμιο Σταυρό εὑρίσκεται στήν προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ. Ὁ ἐν λόγω προφήτης γράφει: «Καί εἶπε πρός αὐτόν. Δίελθε μέσην τήν Ἱερουσαλήμ καί δός τό σημεῖον ἐπί τά μέτωπα τῶν ἀνδρῶν τῶν καταστεναζόντων καί τῶν κατοδυνωμένων ἐπί πάσαις ταῖς ἀνομίαις ταῖς γινομέναις ἐν μέσῳ αὐτῆς»5.

Κατά τόν προφήτη Ἰεζεκιήλ, ὁ Θεός ἐκάλεσε ἄνδρα καί τοῦ λέγει νά διέλθει τήν Ἱερουσαλήμ καί νά σφραγίσει μέ τό σημεῖον τά μέτωπα, ὅσων παραμένουν πιστοί στό Θεό. Μέ τήν λέξη σημεῖον ἡ Γραφή ἀναφέρεται σέ ἕνα ἰδιαίτερο σημάδι σφραγίσεως, διακριτικό αὐτῶν πού ἀνήκουν στό Θεό. Στήν ἀνωτέρω προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ, ἀντί τῆς λέξεως σημεῖον, στό Ἑβραϊκό κείμενο ὑπάρχει τό σχήμα Τ (ἤ Χ, t), ὑπάρχει ἡ λέξις Τάβ. Δηλαδή λέγει ὁ Θεός στόν ἄνδρα νά σφραγίσει τούς δικούς του μέ τό σημάδι Τ πού εἶναι ὁ Σταυρός. Ἀλλά καί ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία διά τῶν Ὠριγένη, Τερτυλλιανοῦ, Κυπριανοῦ, Ἱερωνύμου ἑρμήνευσε ὅτι μέ τήν λέξη σημεῖον καί τό σημάδι Τ ἤ Χ ἤ t πού ἦταν τό 22ο γράμμα τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἀλφαβήτου, προεφητεύετο ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ6.

Στήν Καινή Διαθήκη ἔχομε ἄπειρες μαρτυρίες ἰδιαίτερα στούς τέσσερις Εὐαγγελιστές, γιά τό σταυρό πού ἐσήκωσε ὁ Ἰησοῦς καί προσηλώθη ἐπ’αὐτοῦ. Ἐπίσης γιά νά πεισθεῖ ὁ Θωμᾶς γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ζητᾶ νά θέσει τό δάκτυλό του στά σημάδια πού δημιούργησαν οἱ ἥλοι. Καταλυτικό ἐπίσης εἶναι τό χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο θά προηγηθεῖ τό σημάδι, τοῦ Σταυροῦ στόν οὐρανό καί μετά θά ἔλθει ἡ Δευτέρα Παρουσία7.

3.Ἡ ἀπόκρυψη καί ἡ εὕρεση τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ.

Μετά τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τή λαμπροφόρο ἀνάστασή του τό μένος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἱερατείου κορυφώθηκε. Ἔτσι θέλησαν νά μεταβάλλουν τή μορφή τοῦ τόπου τῆς σταυρώσεως, νά ἀφανίσουν κάθε σημάδι πού θά θύμιζε τή νίκη τοῦ Θεανθρώπου ἐπί τοῦ Ἅδου καί τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Γι’αὐτό τό λόγο ἐπιχωμάτισαν τό λεγόμενο Γολγοθᾶ καί ἔκτισαν σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς Σωκράτη, Σωζομενό καί Θεοδώρητο ἕνα ναό πρός τιμήν τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης.8

Τριακόσια περίπου χρόνια ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος δέχεται τήν ἐπίθεση τοῦ Μαξεντίου, ἄν καί εἶχε συνάψει συμφωνία εἰρήνης, εὑρίσκεται σέ πολύ δύσκολη θέση, ἀποφασίζει νά προσευχηθεῖ σέ Θεό ζῶντα ἐάν ὑπάρχει, καί ζητᾶ νά τοῦ φανερωθεῖ.Τότε ἄν καί δέν ἦταν χριστιανός, θεία χάριτι καί οἰκονομίᾳ, βλέπει στούς οὐρανούς τρόπαιο σταυροῦ καί ἐπ’αὐτοῦ ἐπιγραφή λέγουσα «Ἐν τούτῳ νίκα». Ἔκθαμβος θεωρεῖ ὅτι συμβαίνει κάτι παράδοξο, τή νύκτα διελογίζεται, τί μπορεῖ νά σημαίνει αὐτό τό σημεῖο, μέ συνέπεια, νά ἔχει δευτέρα θεοσημία. Ὁ Χριστός τοῦ παρουσιάζεται καθ’ὕπνον καί τόν προτρέπει νά δημιουργήσει ἀπομίμηση τοῦ φανέντος σημείου, διότι δι’αὐτοῦ θά νικήσει τόν ἀντίπαλο. Ὁ ἴδιος τό πρωί καλεῖ τούς ἀρμόδιους τεχνίτες καί περιγράφει τή σημαία πού εἶδε δίς τήν προηγούμενη ἡμέρα μέ τό μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ. Τό λάβαρο κατασκευάζεται, ἡ μάχη δίδεται καί ὁ Κωνσταντῖνος ἀναδεικνύεται νικητής9.

Μετά τήν περιφανή αὐτή νίκη γύρω στό 312/313 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος στρέφεται πρός τό χριστιανισμό, ἐκδίδει τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων τό 313, συγκαλεῖ, παρευρίσκεται, προεδρεύει τιμῆς ἕνεκεν στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325 μ.Χ. καί καλεῖ τή μητέρα του κοντά του. Μάνα καί γιός διηγοῦνται βιώματα θεοπτίας. Μάλιστα ἡ πρώτη τοῦ ἀποκαλύπτει τήν παρακάτω συγκλονιστική ἐμπειρία: «Μιά νύχτα λοιπόν, ἐνῶ κοιμόταν, βλέπει στόν ὕπνο της κάποια θεϊκή ὁπτασία, πού τήν παρακινοῦσε νά ἔρθει στά Ἱεροσόλυμα καί νά φέρει σέ φῶς τούς καταχωνιασμένους ἱερούς τόπους. Στήν συνέχεια νά ἀναζητήσει τόν σεπτό τάφο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν βαθιά μέσα σέ χώματα πολλά καταχωνιασμένος καί σκεπασμένος ἀπό εἰδωλολατρικό ναό, πού εἶχαν ἐπάνω του χτίσει οἱ ἐθνικοί. Νά ψάξει ἀκόμη γιά τόν ἔνδοξο καί ζωοποιό Σταυρό του»10.

Ἐκεῖνος μέ ἰδιαίτερη χαρά τήν ἀποστέλλει μέ πολλούς στρατιῶτες στά Ἱεροσόλυμα καί ὕστερα ἀπό κόπους καί θυσίες, ἄς μήν ξεχνοῦμε τήν ἡλικία της, καί τή δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος, βρίσκει ἀνάμεσα σέ ἄλλα χαλάσματα τόν τίμιο Σταυρό, μαζί μέ ἄλλους δύο. Ποιός ἄραγε εἶναι τοῦ σταυρωθέντος Κυρίου; Ἡ ἀπάντηση δίδεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο, ὁ ὁποῖος καλεῖται νά μεταβεῖ σέ μία ψυχορραγοῦσα γυναίκα. Ἀντί αὐτοῦ προτρέπει τούς καλοῦντας αὐτόν, νά φέρουν τήν ἀποθνήσκουσα ἐπί τοῦ σημείου τῆς εὑρέσεως καί νά τήν ἀκουμπήσουν ἐπί τῶν ἀνευρεθέντων σταυρῶν. Μόλις ἡ ἀσθενοῦσα ἀκούμπησε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ κατά τόν ἱστορικό Σωκράτη,«ἀνερρώσθη καί ἐν τοῖς ὑγιαίνουσιν ἦν. Τοῦτον μέν οὖν τόν τρόπον τό τοῦ σταυροῦ ξύλον ηὕρηται. Ἡ δέ τοῦ βασιλέως μήτηρ, οἶκον μέν εὐκτήριον ἐν τῷ τοῦ μνήματος τόπῳ πολυτελῆ κατεσκεύασεν»11.

4.Ἡ πρώτη ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί οἱ λοιπές ἑορτές του.

Ἀμέσως μετά τήν εὕρεση τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ, ἡ Ἁγία Ἑλένη τόν συνόδευσε μετά τοῦ Ἐπισκόπου Μακαρίου μέχρι τά Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἔγινε μέ ἰδιαίτερη χαρά δεκτός καί ὁ Ἐπίσκοπος ὕψωσε αὐτόν ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Ὁ λαός ἐπί τῇ θέᾳ του ἀναφώνησε, «Κύριε ἐλέησον». Ἡ πρώτη ὕψωση ὑπολογίζεται τό 326 μ.Χ. Ὅμως ὅταν τά Ἱεροσόλυμα κατακτήθηκαν ἀπό τούς Πέρσες, ὄχι μόνο χριστιανοί μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Πατριάρχης, ἀλλά καί το τίμιο ξύλο μεταφέρθηκε στήν Περσία. Τό 628 μ.Χ. ὁ βυζαντινός αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος κατετρόπωσε τούς Πέρσες, ἀπελευθέρωσε τούς αἰχμαλώτους καί ἐπέστρεψε τόν ζωοποιό Σταυρό στή θέση του. Τότε ὑψώθη ἐπί τοῦ ἄμβωνος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως ὑπό τοῦ ἐλευθέρου πλέον Πατριάρχου Ζαχαρίου, γεγονός τό ὁποῖον ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά τόν ὁρισμό τῆς 14ης Σεπτεμβρίου ὡς ἡμέρα ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Ξύλου.

Ἔκτοτε ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ ἑορτολογίου καθιερώθηκαν καί ἄλλες γιορτές πρός τιμήν του, τίς ὁποῖες ἀπαριθμεῖ σύγχρονος ἐρευνητής σέ σχετικό ἄρθρο του:

α) Τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ ὁποία ἑορτάζεται τήν 6ην Μαρτίου.

β) Ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἡ ὁποία ἑορτάζεται κατά τήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν.

γ) Ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τιμωμένη τήν 14ην Σεπτεμβρίου.

δ) Ἡ ἀνάμνησις τοῦ ἐν οὐρανῷ φανέντος, τό ἔτος 351, φωτεινοῦ Σταυροῦ, κατά τήν 7ην Μαΐου. Ἐφάνη εἰς τόν οὐρανόν καθ’ὅλην τήν ἔκτασιν, ἀπό τοῦ Γολγοθᾶ μέχρι τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν ἐπί Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου.

ε) Ἡ πρόοδος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τήν 1ην Αὐγούστου. Εἰς τήν Κωνσταντινούπολη ὁ Τίμιος Σταυρός μετεφέρετο ἐκ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας εἰς τό Παλάτιον καί ἐκεῖθεν τήν 1ην Αὐγούστου περιήγετο ἐπί δέκα πέντε ἡμέρας ἀνά τήν πόλιν πρός ἁγιασμόν τῆς ἀτμόσφαιρας καί ἀποτροπήν τῶν λυμαινομένων τήν πόλιν νόσων.

Ἐκτός ὅμως τῶν ἑορτῶν τούτων ὁ Σταυρός τιμᾶται καί κατά τίς δύο νηστήσιμες ἡμέρες τῆς ἐβδομάδος, ἤτοι τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή12.

5.Διάδοση σημείου τιμίου Σταυροῦ καί προσκύνησή του – Ἄρση προσωπικοῦ σταυροῦ.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπό τόν τέταρτο αἰῶνα καί ἑξῆς τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ διαδίδεται, ἀποτυπώνεται παντοῦ, γίνεται ἀπό ἄρχοντες καί ὑπηκόους, γυναῖκες καί ἄνδρες, δούλους καί ἐλεύθερους. Τό σύμβολο τῆς πιό χειρότερης τιμωρίας, μετατρέπεται σέ ποθητό καί ἀξιαγάπητο μέσο.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διασώζει στά ἔργα του αὐτή τήν παράδοση πού ἐπικρατεῖ στίς τάξεις τῶν χριστιανῶν λέγοντας: «Ὁ σταυρός ὑπάρχει στήν ἱερή Τράπεζα,αὐτός στίς χειροτονίες τῶν ἱερέων, αὐτός πάλι διαλάμπει στή θεία εὐχαριστία μαζί μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Θά μποροῦσε κανείς νά τόν δεῖ νά ὑπάρχει παντοῦ, στά σπίτια, στίς ἀγορές, στίς ἐρημίες, στούς δρόμους, στά βουνά, στίς κοιλάδες, στούς λόφους, στίς θάλασσες καί στά πλοῖα καί στά νησιά, στά κρεβάτια καί στά ἐνδύματα, στά ὅπλα, στούς γάμους, στά συμπόσια, στά ἀργυρά καί χρυσά σκεύη, στά μαργαριτάρια, στίς τοιχογραφίες, στά σώματα τῶν πολύ ἀρρώστων ζώων, στά σώματα τῶν ἐκείνων πού ἐνοχλοῦνται ἀπό δαίμονες, στούς πολέμους, στήν εἰρήνη, στή διάρκεια τῆς ἡμέρας καί τῆς νύκτας, στίς ὁμάδες ἐκείνων πού διασκεδάζουν καί στούς συλλόγους τῶν ἀθλουμένων. Τόσο περιπόθητο σ’ὅλους ἔγινε τό θαυμαστό αὐτό δῶρο, ἡ ἀνέκφραστη αὐτή χάρη. Κανείς δέν ντρέπεται, δέν νιώθει ἄσχημα, σκεπτόμενος, ὅτι ὁ σταυρός εἶναι σύμβολο τοῦ πιό καταραμένου θανάτου, ἀλλ’ὅλοι μέ αὐτόν στολιζόμαστε πολύ περισσότερο, παρά μέ τά στεφάνια καί τά στέμματα καί τίς ἄπειρες σειρές τῶν μαργαριταριῶν»13.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἰσηγεῖται νά προσκυνοῦμε ὄχι μόνο τίς ἱερές εἰκόνες τῶν Ἁγίων προσώπων, ἀλλά ἐξόχως καί τό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ, ἀποτυπώνοντας τό σημεῖο του στό σῶμα μας. Ἀπό τά κείμενά του παραθέτομε ἕνα ἀπόσπασμα: «Κι ὄχι μόνο τή θεία εἰκόνα νά προσκυνήσεις, ἀλλά καί τοῦ σταυροῦ του τόν τύπο, διότι αὐτός εἶναι σημεῖο μέγιστο καί τρόπαιο Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ Διαβόλου καί ὅλης τῆς ἀντίθετης φάλαγγος, γι’αὐτό καί φρίττουν καί τρέπονται σέ φυγή βλέποντας τόν τύπο αὐτόν. Αὐτός ὁ τύπος, καί προτοῦ γίνει τό πρωτότυπο, πολύ ἐδοξάσθηκε ἀπό τούς προφῆτες καί πολλά ἐτερατούργησε, ἀλλά καί τή δευτέρα παρουσία τοῦ κρεμασθέντος σ’αὐτόν Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού πρόκειται νά ἔλθει, γιά νά κρίνει ζωντανούς καί νεκρούς, θά προηγεῖται αὐτή ἡ μεγάλη καί φρικτή σημαία του μέ πολλή δύναμη καί δόξα. Δόξασέ τον λοιπόν τώρα, γιά νά ἀτενίζεις τότε μέ παρρησία καί νά συνδοξασθεῖς μέ αὐτόν. Ἀλλά καί τῶν ἁγίων τίς εἰκόνες, ἐπειδή ἐσταυρώθηκαν μαζί μέ τόν Κύριο, νά προσκυνήσεις, προτυπώνοντας στό πρόσωπό σου τόν σταυρό καί μνημονεύοντας τήν κοινωνία τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ πού ἐνεργήθηκε μέσα σ’ἐκείνους»14.

Ὁ ἴδιος θεοφόρος Πατήρ ὅταν ἀναφέρεται στόν τρόπο πού ἀκολουθεῖ κανείς τό Χριστό καί στό τί σημαίνει ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ, ἐπισημαίνει: «Ν’ἀκολουθεῖ κάποιος τόν Χριστό σημαίνει νά ζεῖ κατά τό εὐαγγέλιό του παρουσιάζοντας κάθε ἀρετή καί εὐσέβεια. Ν’ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του αὐτός πού θέλει ν’ἀκολουθήσει καί νά σηκώνει τόν σταυρό του, σημαίνει νά μή λυπεῖται τόν ἑαυτό του, ὅταν τό ἀπαιτεῖ ὁ καιρός, ἀλλά νά εἶναι ἕτοιμος γιά τόν ἀτιμωτικό θάνατο ὑπέρ τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀληθείας τῶν θείων δογμάτων. Τοῦτο δέ, τό ν’ἀρνηθεῖ κανείς τόν ἐαυτό του καί νά παραδοθεῖ σ’ἔσχατη ἀτιμία καί θάνατο, ἄν καί εἶναι μέγα καί ὑπερφυές, δέν εἶναι παράλογο, διότι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς δέν θά ἐδέχονταν ποτέ, ὅταν μάλιστα μεταβαίνουν σέ πόλεμο, νά τούς ἀκολουθήσουν ἄνθρωποι πού δέν εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν γι’αὐτούς. Ποῦ λοιπόν εἶναι τό ἀξιοθαύμαστο, ἐάν καί ὁ βασιλεύς τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ ἐπεδήμησε στή γῆ κατά τήν ἐπαγγελία του, τέτοιους ἀκολούθους ζητεῖ πρός ἀντιμετώπιση τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ τοῦ γένους. Ἀλλά οἱ μέν βασιλεῖς τῆς γῆς δέν μποροῦν νά ἀναζωώσουν τούς φονευθέντες στόν πόλεμο οὔτε ν’ἀνταποδώσουν κάτι ταιριαστό στούς πρωταγωνιστάς ἀπό αὐτούς, τί θά μποροῦσε τάχα νά λάβει ἀπό αὐτούς κάποιος πού δέν ζεῖ πλέον; Ἀλλά καί γι’αὐτούς, ἄν ὁ θάνατος εἶναι ὑπέρ εὐσεβῶν, ἡ ἐλπίς εἶναι στόν Κύριο, ἔτσι δέ ὁ Κύριος ἀνταποδίδει ζωή αἰώνια σ’αὐτούς πού ἐπρωτοστάτησαν στό νά τόν ἀκολουθοῦν»15.

6.Σημεῖον Σταυροῦ καί καθημερινός τρόπος ζωῆς.

Εἰς τήν Πατερική Γραμματεία συναντοῦμε πολλές προτροπές γιά τήν νοηματοδότηση τῆς καθημερινότητος. Ἀπό τίς πρῶτες κιόλας στιγμές πού θά γεννηθεῖ τό παιδί οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες συνιστοῦν νά κρεμιέται σταυρός στό κρεβατάκι του. «Τί νά ἀναφέρει κανείς δέ τά φυλακτά καί τούς κώδωνας, πού κρεμοῦν ἀπό τό χέρι καί τό κόκκινο νῆμα καί τά ἄλλα, πού εἶναι γεμάτα μέ πολλήν μωρίαν, ἐνῶ δέν πρέπει νά θέτουν τίποτε ἄλλο γύρω ἀπό τό παιδί παρά μόνον τόν σταυρόν, διά νά τό προστατεύει»16.

Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης ἀναφερόμενος στήν ἀνατροφή πού τοῦ ἔδωσε ἡ μητέρα του προβάλλει τήν ἀρετή της καί τά χρηστά ἤθη της λέγοντας: «Ὅταν γέννησε ἐμένα πρῶτο, δέν εἶπε ὅσα συνηθίζουν νά χρησιμοποιοῦν οἱ ἄλλες γυναῖκες στά νεογέννητα, σύμφωνα μέ δαιμονική παρακίνηση, κάνοντας μαντεῖες καί κρεμώντας φυλακτά καί λέγοντας διάφορα μαγικά ρητά καί στίς κούνιες τους καί στά ὑπνοδωμάτιά τους καί βάζοντας γύρω ἀπό τό λαιμό τους κομπολόγια καί φυλακτά, ἀλλά τῆς ἦταν ἀρκετό νά μέ ὀχυρώσει κάνοντας μόνον τό σημεῖο τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, προβάλλοντάς τον σάν ὅπλο καί σάν ἀσπίδα εἰρηνική»17.

Ὁ Γρηγόριος Νύσσης ἀναφερόμενος στό βίο τῆς Ὁσίας Μακρίνας λέγει ὅτι κατά τήν ἐκδημία της βρῆκαν νά κρέμεται ἀπό τό λαιμό τῆς Ἁγίας ἕνας σιδερένιος σταυρός, τόν ὁποῖο φοροῦσε πάντα18.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Κολοβός ὅταν ἀπέσπασε ἀπό τά δίκτυα τῆς ἁμαρτίας μιά γυναῖκα τράπηκαν πρός τήν ἔρημο καί λόγω τοῦ μήκους τῆς ὁδοῦ νυκτώθηκαν. Τότε τῆς ἔφτιαξε ἕνα μικρό προσκέφαλο ἀπό ἄμμο, τό σταύρωσε καί τῆς ὑπέδειξε ἐκεῖ νά πλαγιάσει προκειμένου νά διαφυλαχθεῖ ἀπό τούς πνευματικούς ἐχθρούς19.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συνιστᾶ σέ μονάζουσα γυναῖκα νά εὐλογεῖ τό ψωμί μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί νά λέγει λόγια εὐχαριστίας. Ἀπό τό λόγο του αὐτό παραθέτομε ἕνα ἀπόσπασμα: «Καί ὅταν καθίσεις στό τραπέζι καί πάρεις νά κόψεις τό ψωμί, ἀφοῦ τό σταυρώσεις τρεῖς φορές μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, νά εὐχαριστήσεις καί νά πεῖς ἔτσι, Σέ εὐχαριστοῦμε, Πατέρα μας, γιά τήν ἁγία ἀνάστασή σου, διότι διά μέσου τοῦ Υἱοῦ σου μᾶς τήν ἐγνώρισες. Καί ὅπως τό ψωμί αὐτό πού εἶναι ἐπάνω στό τραπέζι ἦταν διασκορπισμένο καί ἀφοῦ μαζεύθηκε ἔγινε ἕνα πρᾶγμα, ἔτσι ἄς συγκεντρωθεῖ ἐπί τό αὐτό ἡ Ἐκκλησία σου ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς στή βασιλεία σου, διότι ἰδική σου εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ δόξα σ’ὅλους τούς αἰῶνες, ἀμήν. Καί αὐτήν μέν τήν προσευχήν ὀφείλεις νά λέγεις, ὁσάκις πρόκειται νά κόψεις τό ψωμί σου γιά νά φάγεις, ὅταν δέ πρόκειται νά τοποθετήσεις τό ψωμί ἐπάνω στό τραπέζι καί νά καθίσεις, νά λέγεις τό ‘‘Πάτερ ἡμῶν’’ ὁλόκληρον»20.

Ὁ Ἰσαάκ ὁ Σῦρος συνιστᾶ στόν ἀγωνιζόμενο μοναχό κατά τήν ἄσκηση τοῦ κανόνος του νά σφραγίσει τά μέλη του διά τοῦ σταυροῦ, γιά νά ἀποκτᾶ τήν ἀπαραίτητη γαλήνη καί νά ὑψώνεται στήν ἐσώτερη θεωρία: «Γονάτισε κατά τή συνήθεια καί σήκω καί μήν ἀρχίσεις ἀμέσως τή λειτουργία σου, ἀλλά, ἀφοῦ πρῶτα προσευχηθεῖς καί τελειώσεις τήν προσευχή καί σφραγίσεις τό στῆθος σου καί τά μέλη σου διά τοῦ τύπου τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ, τότε μεῖνε σιωπηλός γιά λίγη ὥρα, ὡς πού ν’ἀναπαυθοῦν οἱ αἰσθήσεις σου καί νά γαληνεύσουν οἱ λογισμοί σου, ἔπειτα ἀπ’αὐτό ὕψωσε τήν ἐσωτερική θεωρία σου πρός τόν Κύριο καί ζήτησε ἀπ’αὐτόν φρόνημα λύπης, νά ἐνισχύσει τήν ἀσθένειά σου, ὥστε νά γίνουν εὐάρεστες στό ἅγιο θέλημά του καί ἡ στιχολογία σου καί οἱ σκέψεις τῆς καρδιᾶς σου»21.

Στά ἀνωτέρω θά πρέπει νά ἐπισυναφθοῦν ὅλες οἱ πράξεις προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων τῶν χρονικῶν περιόδων καί οἱ σκοποί γιά τούς ὁποίους τελοῦνται, ἀφοῦ σέ ὅλεςἀποτυπώνεται τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐμφανῶς ἤ ἀφανῶς ἀπό τό λειτουργό ἱερωμένο.

7.Ἑρμηνεία τοῦ σημείου τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί πῶς γίνεται.

Ἀναμφισβήτητα πολλοί θά ἔχουν ἀναρωτηθεῖ τί σημαίνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πού κάνουν. Εἶναι ἄραγε μία εὐσεβής συνήθεια; Εἶναι ἕνας ἀκόμα τύπος; Ἐπίσης πολλοί θά ἔχουν ἰδεῖ συνανθρώπους τους, πού ἀντί νά κάνουν σταυρό τους, νά κινοῦν ἔτσι τό χέρι τους, ὥστε νά θυμίζουν κιθαριστή. Εἶναι ἄραγε τόσο σημαντικό αὐτό; Φυσικά ναί. Ἄς προσεγγίσουμε τήν ἑρμηνεία του μέ τόν κεκαθαρμένο νοῦ τοῦ μεγάλου διδασκάλου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ. «Ἀκούσατε, χριστιανοί μου, πώς πρέπει νά γίνεται ὁ σταυρός καί τί σημαίνει. Μᾶς λέγει τό ἅγιον Εὐαγγέλιον πώς ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, δοξάζεται εἰς τόν οὐρανόν περισσότερον ἀπό τούς ἀγγέλους. Τί πρέπει νά κάμεις ἐσύ; Σμίγεις τά τρία σου δάκτυλα μέ τό δεξιόν σου χέρι καί μήν ἠμπορώντας νά ἀνέβεις εἰς τόν οὐρανόν νά προσκυνήσεις, βάνεις τό χέρι σου εἰς τό κεφάλι σου, διατί τό κεφάλι σου εἶναι στρογγυλό καί φανερώνει τόν οὐρανόν καί λέγεις μέ τό στόμα: Καθώς ἐσεῖς οἱ ἄγγελοι δοξάζετε τήν ἁγίαν Τριάδα εἰς τόν οὐρανόν ἔτσι καί ἐγώ ὡς δοῦλος ἀνάξιος δοξάζω καί προσκυνῶ τήν ἁγίαν Τριάδα. Καί καθώς αὐτά εἶναι τρία, εἶναι ξεχωριστά, εἶναι καί μαζί, ἔτσι εἶναι καί ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, τρία πρόσωπα καί ἕνας μόνος Θεός. Κατεβάζεις τό χέρι σου ἀπό τό κεφάλι σου καί τό βάνεις εἰς τήν κοιλιάν σου καί λέγεις: Σέ προσκυνῶ καί σέ λατρεύω, Κύριέ μου, ὅτι κατεδέχθης καί ἐσαρκώθης εἰς τήν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου διά τάς ἁμαρτίας μας. Τό βάζεις πάλιν εἰς τόν δεξιόν σου ὦμον καί λέγεις: Σέ παρακαλῶ, Θεέ μου, νά μέ συγχωρήσεις καί νά μέ βάλεις εἰς τά δεξιά σου μέ τούς δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εἰς τό ἀριστερόν ὦμον λέγεις: Σέ παρακαλῶ, Κύριέ μου, μή μέ βάλεις εἰς τά ἀριστερά μέ τούς ἁμαρτωλούς. Ἔπειτα κύπτοντας κάτω εἰς τήν γῆν: Σέ δοξάζω, Θεέ μου, σέ προσκυνῶ καί σέ λατρεύω, ὅτι καθώς ἐβάλθηκες εἰς τόν τάφον, ἔτσι θά βαλθῶ καί ἐγώ. Καί ὅταν σηκώνεσαι ὀρθός φανερώνεις τήν Ἀνάστασιν καί λέγεις: Σέ δοξάζω, Κύριέ μου, σέ προσκυνῶ καί σέ λατρεύω, πώς ἀναστήθηκες, ἀπό τούς νεκρούς διά νά μᾶς χαρίσεις τήν ζωήν τήν αἰώνιον. Αὐτό σημαίνει ὁ πανάγιος σταυρός»22.

Ὅσον ἀφορά τή ντροπή πού κάποιοι αἰσθάνονται καί διστάζουν νά κάνουν φανερά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ὁ θεοφόρος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ὑπογραμμίζει: «Ἄς μή ντρεπόμαστε λοιπόν γιά τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κι ἄν ἀκόμη κάποιος κάνει τόν σταυρό του κρυφά, ἐσύ νά σφραγίσεις τό μέτωπό σου μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ φανερά, ὥστε οἱ δαίμονες, βλέποντας τό βασιλικό σημεῖο, νά φεύγουν μακριά τρέμοντας. Νά κάνεις αὐτό τό σημεῖο ὅταν τρῶς καί ὅταν πίνεις, ὅταν κάθεσαι, ὅταν κοιμᾶσαι καί ὅταν σηκώνεσαι, ὅταν μιλᾶς, ὅταν περπατᾶς καί γενικά σέ κάθε περίπτωση»23.

8.Ὁ Σταυρός ὡς ὅπλο καί στήριγμα πιστῶν.

Σέ ἰδιόμελο τοῦ ὄρθρου τοῦ Μηναίου τῆς 14ης Σεπτεμβρίου ὁ ὑμνογράφος καταγράφει : «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, σταυρός ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα». Αὐτοί οἱ λιγοστοί στίχοι ἐκφράζουν κατά τόν καλύτερο τρόπο μία ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια. Πολλοί Πατέρες ἐπικέντρωσαν τήν προσοχή τους σ’αὐτό τό σημεῖο καί μᾶς κατέλιπαν βιώματα μοναδικά.

Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος ἀποτυπώνει στά ποιήματά του τόν πόλεμο τοῦ ἀντικειμένου καί τή νίκη τοῦ ἰδίου διά τοῦ θείου σημείου. «Φεύγα ἀπό τήν ψυχή, δολομήχανε, φεύγα ἀμέσως, φεύγα ἀπό τό σῶμα μου, φεύγα ἀπό τή ζωή μου. Κλέφτη, φίδι, φωτιά, Βελίαρ, κακία, θάνατε, χάσμα, θηρίο, νύχτα, ἐνέδρα, λύσσα, χάος, φθονερέ, ἀνθρωποκτόνε, πού καί τούς πρώτους προγόνους μου στό θάνατο ὁδήγησες, δίνοντάς τους νά γευτοῦν τήν κακία, ὀλέθριε, καί τό θάνατο. Ὁ βασιλιάς Χριστός προστάζει νά φύγεις στήν ἀφρισμένη θάλασσα, ἤ στούς σκοπέλους ἤ στό σκοτάδι τῶν χοίρων, ὅπως παλιά ἡ αὐθάδης λεγεῶνα. Ὑποχώρησε λοιπόν, μή σέ χτυπήσω μέ τό σταυρό, πού ὅλα τόν τρέμουν. Τό σταυρό ἔχω στά μέλη μου, τό σταυρό στήν πορεία μου, τό σταυρό στήν καρδιά μου, ὁ σταυρός εἶναι ἡ δόξα μου»24.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θεωρεῖ ὅτι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ κυριαρχεῖ σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη καί γίνεται φανερή ὄχι μόνο στούς πιστούς ἀλλά καί στούς ἄπιστους, ὄχι μόνο στούς χριστιανούς ἀλλά καί στούς χλευαστές τῆς πίστεώς μας. Ἀπό τό λόγο του ἐπιλέγομε ἕνα ἀπόσπασμα: «Μέ τό νά διαβάλλουν τόν σταυρόν δέν βλέπουν, ὅτι ἡ δύναμίς του ἔχει κυριαρχήσει εἰς ὁλόκληρον τήν οἰκουμένην καί ὅτι δι’αὐτοῦ ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ εἰς ὅλους τά ἔργα τῆς θεογνωσίας. Ἀσφαλῶς δέν θά ἐχλεύαζαν ἕνα τόσον μέγα πρᾶγμα, ἐάν ἀκριβῶς ἔστρεφον καί αὐτοί μέ εἰλικρίνειαν τόν νοῦν των εἰς τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μᾶλλον θά τόν ἀνεγνώριζον καί οἱ ἴδιοι ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου καί θά παραδέχοντο, ὅτι ὁ σταυρός ἔχει γίνει ὄχι διά νά βλάψει, ἀλλά διά νά θεραπεύσει τήν ἀνθρωπότητα. Διότι μέ τό γεγονός τοῦ σταυροῦ κατηργήθη κάθε εἰδωλολατρία καί μέ τό σημεῖον αὐτό ἐκδιώκεται κάθε δαιμονική φαντασία καί μόνον ὁ Χριστός προσκυνεῖται καί δι’αὐτοῦ ὁ Πατήρ γνωρίζεται καί οἱ ἀρνηταί καταντροπιάζονται, ὁ δέ σταυρός μεταπείθει ἡμέραν μέ τήν ἡμέραν ἀοράτως τάς ψυχάς τῶν ἀντιλεγόντων»25.

Καταλυτικός ἐπίσης εἶναι ὁ μακροσκελής λόγος τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Οἱ ὠφέλειες πού προκύπτουν γιά ὅσους τόν σέβονται, τόν προσκυνοῦν, τόν ἀποτυπώνουν στό σῶμα τους εἶναι ἀμέτρητες. Ἀπό τόν ὄντως χειμαρρώδη λόγο του, παραθέτομε λίγες σκέψεις: «Ὁ σταυρός εἶναι πρᾶγμα πολυτιμότερο ἀπό ὅλα τά πράγματα. Ὁ σταυρός εἶναι τό πιό ἀσφαλές καταφύγιο τῶν χριστιανῶν. Ὁ σταυρός εἶναι τό πιό ἐλαφρό βάρος στόν ὦμο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρός εἶναι ἡ πιό καλή παρηγοριά τῶν ψυχῶν πού βασανίζονται. Ὁ σταυρός εἶναι ὁ πιό ἀνεμπόδιστος δρόμος τῆς πορείας πρός τόν οὐρανό. Τό ὕψος καί τό πλάτος τοῦ σταυροῦ εἶναι εὐρύτερο ἀπό τό μέγεθος τοῦ οὐράνιου θόλου. Ἡ ἰσχύς καί ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ ἐπιφέρει τήν καταστροφή κάθε ἀντίθετης δύναμης. Ἡ μορφή καί τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ εἶναι ὅραμα πιό ὡραῖο ἀπό ὅλα τά σχήματα. Ἡ ἀστραπή καί ἡ λάμψη τοῦ σταυροῦ εἶναι ἀκτινοβολία λαμπρότερη ἀπό τόν ἥλιο. Ἡ χάρη καί ἡ δόξα τοῦ σταυροῦ εἶναι δῶρο πιό θελκτικό ἀπό ὅλες τίς χάρες. Ὁ σταυρός συνενώνει τόν οὐρανό καί ἡ γῆ κατά τρόπο πού ἐξασφαλίζει τήν εἰρήνη. Τό ὄνομα τοῦ σταυροῦ εἶναι ἁγιασμός, ὅταν μάλιστα ἀναφέρεται μέ τίς γλῶσσες καί ἀκούεται μέ τά αὐτιά. Μέ τόν σταυρό νεκρώθηκε ὁ θάνατος καί ὁ Ἀδάμ ζωοποιήθηκε. Ὁ σταυρός ἦταν τό καύχημα ὅλων τῶν Ἀποστόλων καί μέ αὐτόν δοξάσθηκαν οἱ μάρτυρες καί ἁγίασαν ὅλοι οἱ ὅσιοι. Μέ τό σταυρό φορέσαμε τό Χριστό καί ἀποβάλαμε τόν παλαιό ἄνθρωπο. Μέ τό σταυρό σημαδευτήκαμε ὡς πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καί συντασσόμαστε στήν οὐράνια μάνδρα. Μέ τό σταυρό πλήττουμε τούς ἐχθρούς μας καί πετυχαίνουμε νίκη σωτήρια. Μέ τόν σταυρό νικᾶμε τά πάθη καί ἀποφασίζουμε νά ζήσουμε ὑπερκόσμια. Ὅποιος φέρει στούς ὤμους του τό σταυρό γίνεται μιμητής τοῦ Χριστοῦ, καί δοξάζεται ὁλοφάνερα μαζί μέ τό Χριστό. Τόν σταυρό βλέποντάς τον ὁ ἄγγελος καμαρώνει, καί ὁ διάβολος καταντροπιάζεται. Ἀφοῦ βρῆκε τόν σταυρό ὁ ληστής, εἰσῆλθε στόν παράδεισο καί ἀντάλλαξε τίς ληστεῖες μέ τή βασιλεία. Αὐτός πού ἁπλῶς κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ διαλύει τούς φόβους καί δέχεται τήν εἰρήνη. Ὅποιος ἔχει φύλακά του τόν σταυρό παραμένει ἀπαραβίαστος καί ἀβλαβής. Καθένας πού ἀγαπᾶ τόν σταυρό, μισεῖ τόν κόσμο καί γίνεται ἐραστής τοῦ Χριστοῦ»26.

9.Ἐπιλεγόμενα.

Σεβασμιώτατε, Σεβαστοί Πατέρες, εὐσεβές πλήρωμα τῆς Ἱ.Μητροπόλεως Γορτύνης και Ἀρκαδίας. Ἡ ἀνάλυση θεμάτων πού ἀφοροῦν τό σταυρό δέν τελειώνει. Ἄς ἀρκεσθοῦμε στά ἀνωτέρω καί ἄς βιώσουμε μέσα μας περισσότερα ἀπό τά γραφόμενα. Τό λαμπρότατο κόσμημα, ὁ σταυρός ἄς γίνει συνοδοιπόρος τῆς ζωῆς μας, ἄς μᾶς θυμίζει τόν Ἐσταυρωμένο, ἄς νοηματοδοτεῖ τήν ὕπαρξή μας, γιά νά πορευθοῦμε τό δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ καί νά φθάσουμε στήν ὁδό τῆς Ἀναστάσεως.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Βλ. Ἔξοδ. ΙΔ΄, 16 – 28.

Μηναῖον Σεπτεμβρίου ΙΔ΄, ἔκδ. Φῶς, Ἀθήνα 1970, σ. 78.

Περισσότερα Βλ. Κόκορη Δημ., Ὀρθοδοξία καί Κακοδοξία, Τόμ. Γ΄, Ἀθῆναι

1993, σσ. 74 – 100.

Ἰουστίνου Φιλοσόφου, Ἀπολογία Α΄, 55 Ε.Π.Ε. 1, 173.

Ἰεζ. Θ΄, 4.

Περισσότερα Βλ. Κόκορη Δ., Ὀρθοδοξία καί Κακοδοξία, ἔνθ. ἀνωτ. σσ. 103 –

108. Βλ. Ματθ. ΚΔ΄, 30.

Σωκράτους, Ἐκκλ/κή Ἱστορία Ι, 17 PG 67, 118 – 120. Σωζομενοῦ, Ἐκκλ/κή

Ἱστορία ΙΙ, 30 PG 67, 929, 932, 933. Θεοδωρήτου Κύρρου, Ἐκκλ/κή Ἱστορία

17, PG 82, 957, 960.

Περισσότερα Βλ. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τόν βίον τοῦ Κωνσταντίνου

βασιλέως Λόγ. Α΄, Ε.Π.Ε. 4, 213, 215.

Εὐσεβίου Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου 2 PG 20, 1101 Α-1108 Β, παρ.

Τσάμη Δ., Μητερικόν Τόμ. Β΄ Θεσ/νίκη 1991, σ. 339.

Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, PG 67, 119.

Κωνσταντινίδη Ἰ., Ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, παρ. Ἐγκόλπιον Ἁγίας

καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Ἀθήνα 1996, σ. 45.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός Ἰουδαίους καί Ἕλληνας, Ε.Π.Ε. 34, 57, 59.

Γρηγ. Παλαμᾶ, Δεκάλογος τῆς κατά Χριστόν νομοθεσίας 52, Ε.Π.Ε. 8, 489, 491.

Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΑ΄, 17 Ε.Π.Ε. 9, 307.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄ Κορινθίους Ὁμιλ. ΙΒ΄, Ε.Π.Ε. 18, 349.

Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπικήδειος Λόγος στή μητέρα Β΄, παρ. Τσάμη Δ.,

Μητερικόν Τόμ. Δ΄, Ἀλεξανδρούπολη 1993, σ. 203.

Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνας, Ε.Π.Ε. 9, 377.

Ἰωάννου Κολοβοῦ, Ἀποφθέγματα 40, παρ. Τσάμη  Δ., Μητερικόν Τόμ. Β΄,

Θεσ/ίκη 1991, σ. 43.

Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί παρθενίας 13, Ε.Π.Ε. 11, 191, 193.

Ἰσαάκ Σύρου, Λόγος ΚΗ΄, 16 Ε.Π.Ε. 8β, 19.

Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ, Διδαχή Ε΄, παρ. Μενούνου Ἰ., Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Διδαχές,

Ἀθήνα 1979, σ. 210.

Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις Φωτιζομένων Δ΄, 14 Ε.Π.Ε. 1, 147.

Γρηγορίου Θεολόγου, Ποιήματα, ΝΕ΄, Ε.Π.Ε. 10, 373.

Μεγάλου Ἀθανασίου, Κατά εἰδώλων Λόγ. Α΄, 1 Ε.Π.Ε. 1, 75.

Θεοδώρου Στουδίτου, Εἰς τήν προσκύνησιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ε.Π.Ε. 18, 35.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΣ - ΑΓΙΟΤΗΣ - ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΠΟΥΡΝΕΛΗ, ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

1.Προλεγόμενα

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐποχή μας διακρίνεται γιά τήν ταχύτητα τῶν πληροφοριῶν, τήν ὑψηλή τεχνολογία,, τήν ἐργασιακή ἄνεση, τήν κατάκτηση πολλῶν δικαιωμάτων. Παρά ταῦτα, ἡ καθημερινότητα παραμένει σκληρή, φορτώνει τόν ἄνθρωπο μέ ἄγχος, ἀδιαφορία, ψευτοπαρηγοριά ὁδηγώντας τον στόν πνευματικό θάνατο. Ἡ ἁγιότης ὡς σκοπός τῆς ζωῆς, οἱ ἅγιοι ὡς πρότυπα βίου δέν προβάλλονται ὅσο πρέπει. Κι’ ὅμως, μποροῦμε νά μεταβάλλουμε τήν ἀνελέητη καθημερινότητα σέ ὁδό ἁγιότητος1. Αὐτή τήν εὐκαιρία μᾶς προσφέρει καί τό πρόγραμμα ἐκδηλώσεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ τό ὁποῖο μέ ἐπιμέλεια συντάχθηκε ἀπό τόν Σεβ/τον Μητ/την Γορτύνης κ΄ Ἀρκαδίας κ. Μακάριον καί ὑλοποιεῖται ἐπιτυχῶς μέ τήν ὁλόθυμη συμβολή πολλῶν καί ἐξ’ ἀφορμῆς τῆς ἁγιοκατατάξεως τῶν ὁσίων Παρθενίου καί Εὐμενίου.

2.Ἡ ἔννοια καί ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Ἅγιος»

Σύμφωνα μέ τούς Liddell Henry καί Scott Robert ὁ ὅρος προέρχεται ἀπό τό ἅγος ἤ ἄγος, πού σημαίνει ἐπί πραγμάτων ὁ καθιερωμένος τοῖς θεοῖς. Ἐπί προσώπων ἅγιος εἶναι ὁ εὐσεβής, ὁ ἁγνός2.

Στήν Παλαιά Διαθήκη χαρακτηρίζεται «ἅγιος» ὁ Θεός3, οἱ Ἄγγελοι4, οἱ ἱερεῖς5 , οἱ Ἰσραηλίτες6. «Ἅγιο» ὀνομάζεται τό ὄρος Χωρήβ7, ὅπου πραγματοποιεῖται ἡ πρώτη θεοφάνεια. «Ἅγιο» χαρακτηριζόταν τό θυσιαστήριο8 καί «Ἅγια τῶν Ἁγίων» ὁ χῶρος πού εὑρίσκετο ἡ κιβωτός τῆς Διαθήκης9.

Στήν Καινή Διαθήκη «Ἅγιος» εἶναι ὁ Χριστός10. «Ἅγιο» εἶναι τό Πνεῦμα11. «Ἅγιοι» εἶναι οἱ Ἄγγελοι12 . Οἱ προφῆτες13 ἀποκαλοῦνται «Ἅγιοι», οἱ Ἀπόστολοι14, οἱ χριστιανοί15, μεταξύ δέ αὐτῶν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος16. Ἐπίσης τό ὄρος Θαβώρ17 ἀποκαλεῖται «ἅγιο», ὅπως καί ὁ οὐρανός18 ὅπου κατοικεῖ ὁ Χριστός. Ἀκόμα καί οἱ γραφές εἶναι «ἅγιες»19 , διότι ὁμιλοῦν γιά τόν πανάγιο Θεό20.

Στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὅρος «ἅγιος» σημαίνει πολλά. «Ἅγιοι» κατά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι ὅσοι ὑπῆρξαν ἔμψυχες εἰκόνες θεάρεστης διαγωγῆς21, φωστῆρες ψυχῶν22 , ἄρχοντες τῆς γῆς ὡς πρότυπα ἀρετῆς23, ἀγάλματα ζωντανά καί κινούμενα24. Κατά τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο «Ἅγιοι» εἶναι οἱ φιλόθεοι καί φιλόστοργοι25 , ὅσοι παιδαγωγοῦν, ἐμπνέουν, παρηγοροῦν26, ἐκεῖνοι πού συμπάσχουν ἀλλά καί συγχαίρουν27 μέ τούς ἀνθρώπους, αὐτοί πού «ὁ βίος (τους) ἐστιν ὁ πανταχοῦ λάμπων, ὁ καί τοῦ Πνεύματος τήν χάριν ἐπισπώμενος»28.

3.Κατηγορίες Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας

Στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία πρῶτοι Ἅγιοι χαρακτηρίζονται οἱ μάρτυρες, ἐκεῖνοι δηλαδή πού πρό τῆς θανατώσεώς τους ἔδιναν «μαρτυρία Χριστοῦ». Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας29 καί τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου Σμύρνης30. Οἱ μάρτυρες διακρίνονται στίς ἀκόλουθες τάξεις: α) Οἱ Μεγαλομάρτυρες (λαϊκοί καί κληρικοί), β) οἱ Ἱερομάρτυρες (ἐπίσκοποι και ἱερεῖς), γ) οἱ ὁσιομάρτυρες (μοναχοί καί ἀσκητές), δ) οἱ Μάρτυρες (λαϊκοί), ε) οἱ Παρθενομάρτυρες, στ) οἱ Νεομάρτυρες (λαϊκοί καί κληρικοί πού μαρτύρησαν κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας)31.

Πλήν τῶν μαρτύρων ἔχομε τούς Ὁμολογητάς, σύμφωνα καί μέ τέ ῥήση τοῦ Κυρίου: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῶ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου»32. Οἱ ὁμολογητές ἄν καί ὁμολόγησαν τήν πίστη τους, δέν ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Ἡ Ἐκκλησία τούς ἐξομοίωσε μέ τούς μάρτυρες, διότι ὁ βίος τους ἦταν μία συνεχής μαρτυρία. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει: «Μάρτυρα οὐχί ὁ θάνατος ποιεῖ μόνον, ἀλλά καί ἡ πρόθεσις»33. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος εἰσηγεῖται: «Μακάρισον γνησίως τόν μαρτυρήσαντα. ἵνα φένῃ μάρτυς τῆ προαιρέσει, καί ἐκβῆς χωρίς διωγμοῦ, χωρίς πυρός, χωρίς μαστίγων, τῶν αὐτῶν ἐκεῖνοις μισθῶν ἠξιωμένος»34.

Μετά τήν παύση τῶν διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία μαζί μέ τούς μάρτυρες καί ὁμολογητές ἄρχισε νά τιμᾶ καί ἐκείνους πού ἐπέδειξαν ἀγγελικό, χρηστό καί φιλόθεο βίο. Αὐτούς πού ἔζησαν στήν ἔρημο καί προέρχονταν ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν, τῶν ἀσκητῶν καί ὀνομάζονται ὅσιοι. Μάλιστα ὁ μέγας Βασίλειος συνιστᾶ: «Γίγνεσθε μάρτυρες τῆ βουλήσει ἄνευ διωγμῶν, ἄνευ μαστίγων καί ἕξετε τήν αὐτήν ἀξίαν οἵαν καί οἱ μάρτυρες»35.

Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε καί πολλούς Ἐπισκόπους ἀναγνωρίζοντας τό ποιμαντικό, ἀντιαιρετικό, θεολογικό ἔργο τους. Πολλοί εἶναι οἱ ἐγκωμιαστικοί λόγοι πού σώζονται καί ἀναφέρονται σέ ἅγιες μορφές ἐπισκόπων36 . Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος θεωρεῖ ὅτι οἱ θεοφιλεῖς ἐπίσκοποι εἶναι ὑπεράνω τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων37 καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης τούς χαρακτηρίζει στρατηγούς38, λόγω τοῦ καθοδηγητικοῦ τους ρόλου.

Πλήν τῶν προαναφερομένων ἡ Ἐκκλησία ἐτίμησε καί τιμᾶ τούς ἁγίους δώδεκα39 Ἀποστόλους, τούς ἑβδομήκοντα40 καί ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ «ἰσαποστόλου»41 σέ ἁγίους – ἁγίες πού ἀφιέρωσαν τή ζωή τους εὐαγγελιζόμενοι τά ἔθνη. Ὑπεράνω τῶν Ἀποστόλων τοποθετεῖται ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὡς μεσίτης42 μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί προάγγελος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἁγίων εὑρίσκεται ἡ Ὑπέρ – Ἁγία, ἡ Πᾶν-Ἁγία, ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, «τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα»43.

4.Ἡ ἁγιότης ὡς κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα

τῶν Πατέρων καί διδασκάλων.

Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Δυτικοί θεολόγοι ἀρίθμησαν σέ τέσσερα τά γνωρίσματα πού πρέπει νά ὑφίστανται γιά νά ὀνομασθεῖ κάποιος «Πατήρ» ἤ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτά εἶναι: ἁγιότητα (sanctitas vitae), ἀναγνώριση (approbatio Ecclesiae), ἀρχαιότητα (antiquitas) καί ὀρθόδοξη διδασκαλία (doctrina orthodoxa). Αὐτή ὅμως ἡ διαίρεση ἀφενός μέν εἶναι σχολαστική, ἀφετέρου δέν δύναται νά διαχωρίσει ἕνα Πατέρα καί Διδάσκαλο ἀπό ἕνα Ἐκκλησιαστικό Συγγραφέα. Γι’ αὐτό καί εὐστόχως οἱ Ἕλληνες πατρολόγοι ἐπεσήμαναν ἐξαρχῆς ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἐμμονή στά προαναφερθέντα γνωρίσματα, διότι σαφῶς ἀδικοῦμε τή μεγάλη χορεία τῶν μεταγενεστέρων καί συγχρόνων Πατέρων. Ὁ Στυλιανός Παπαδόπουλος λέγει: «Ἡ ἀναγνώριση εἶναι διαδικασία πού συντελεῖται μόνον ὅταν ὑπάρχουν οἱ οὐσιαστικές προϋποθέσεις, ἀλλά συγχρόνως μπορεῖ νά εἶναι καί διαδικασία ἐξωτερική. Ἡ ἀρχαιότης εἶναι οὐτοπικό χαρακτηριστικό, διότι ἡ ἔκφραση τῆς ἀληθείας τοῦ Πατρός υἱοθετεῖται ἤ ἀπορρίπτεται στήν ἐποχή, στήν ὁποία ἐκφράζεται»44.

Ἐπιπροσθέτως ἄλλος ἐρευνητής θεωρεῖ ὅτι «τά κύρια γνωρίσματα τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δύο: ἡ πολλή ἁγιότης καί ἡ ὀρθόδοξος ἀκτινοβολία. Ἡ δευτέρα δέν συνυπονοεῖ ὁπωσδήποτε τόν γραπτόν λόγον καί μάλιστα τόν ἔντεχνον καί γενικῶς ἐκτιμητόν ἐντός τῆς παγκοσμίου φιλολογίας»45 Ἀκόμα κατά τόν Βασίλειο Δεντάκη, Πατέρες ὀνομάζονται «ὅσοι διεκρίθησαν ἐπί ἁγιότητι βίου καί ἠγωνίσθησαν διά τήν στερέωσιν, διάδοσιν καί διατήρησιν τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλ’ ἐλάχιστα καί ἄνευ ἰδιαζούσης σημασίας συνέγραψαν συγγράμματα»46 . Κατανοοῦμε λοιπόν ὅτι ἡ ἁγιότης εἶναι τό κύριο γνώρισμα τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων, τῆς Ἐκκλησίας τό ὁποῖο ταυτοχρόνως πρέπει νά ἀποτελεῖ τό σκοπό ἑκάστου ἐξ’ ἡμῶν καί τό μοναδικό στόχο τῆς ἐπιγείου βιοτῆς.

5.Ἡ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

Εἶναι γνωστό ὅτι τόν πρῶτο αἰῶνα ὁ χαρακτηρισμός «Ἅγιος» ἀποδιδόταν σέ ὅλους τούς χριστιανούς, ἀφοῦ ἐκαλοῦντο νά μιμηθοῦν τόν τρισάγιο Θεό. Ἀπό τό δεύτερο αἰῶνα ὁ χαρακτηρισμός ἀποδίδεται σέ μάρτυρες καί ὁμολογητές μέ σκοπό νά προβληθεῖ ἡ θεοφιλής πολιτεία τους καί νά γίνουν πρότυπα πρός μίμηση ἀπό τούς πιστούς. Ἡ ἀναγνώριση ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν μιά αὐθόρμητη πράξη. Ἀρχικά ἡ ἀναγνώριση τοῦ μάρτυρα καί ἡ τιμή του γινόταν στά ὅρια τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας πού ἀνῆκε. Ὅταν ἡ φήμη του ξεπερνοῦσε τά ὅρια αὐτά, γραφόταν στά Δίπτυχα ἤ τά Μαρτυρολόγια γειτονικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ μνήμη του συνέπιπτε μέ τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου ἤ τοῦ θανάτου του. Βέβαια προκειμένου νά ἐνταχθεῖ στό ἑορτολόγιο ἔπρεπε νά ληφθοῦν ὑπόψη κάποια συγκεκριμένα κριτήρια.

Τό πρῶτο ἀπό αὐτά ἦταν ὁ ἀναγνωρισθείς, νά ἔχει ἐνταχθεῖ στήν Ἐκκλησία διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Ὑπενθυμίζουμε τό χωρίο Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»47 καί τοῦ Εὐαγγελιστού Ἰωάννου. «Ἐάν μή τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»48. Ὅμως ὑπῆρξαν καί περιπτώσεις πού ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀρκοῦσε, ἐθεωρεῖτο «βάπτισμα αἵματος» καί ἀποτελοῦσε λόγο ἁγιότητος γιά τούς πιστούς. Ἔτσι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στόν μάρτυρα Λουκιανό τονίζει. «Ὥσπερ οἱ βαπτιζόμενοι τοῖς ὕδασιν, οὕτως οἱ μαρτυροῦντες τῶ ἰδίῳ λούονται αἵματι»49.

Ἕνα ἄλλο σοβαρό γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι τό ὀρθόδοξο φρόνημά του. Ἡ διαφύλαξη τῆς παρακαταθήκης ἀκεραίας καί ἀλωβήτου. Ἡ διάσωση καί μετάδοση τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως ἀναλλοιώτου. Μάλιστα ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἐπισημαίνει ὅτι κηρύττει μόνο ὅσα παρέλαβε καί διδάχθηκε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες: «Πίστιν δέ ἡμεῖς οὔτε παρ’ ἄλλων γραφομένην ἡμῖν νεωτέραν παραδεχόμεθα οὔτε αὐτοί τά τῆς ἡμετέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμῶμεν, ἵνα μή ἀνθρώπινα ποιήσωμεν τά τῆς εὐσεβείας ῥήματα, ἀλλ’ ἅπερ παρά τῶν ἁγίων Πατέρων δεδιδάγμεθα, ταῦτα τοῖς ἐρωτῶσιν ἡμᾶς διαγγέλλομεν»50.

Τρίτο κριτήριο ἁγιότητος εἶναι ἡ θεοφιλής πολιτεία, ἡ ἐνάρετη ζωή ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε κύριο παράγοντα μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν μαζί μέ τό προηγούμενο γνώρισμα. Ἡ ἐν Χριστῶ ζωή, πού προϋποθέτει κάθαρση ψυχῆς, ἀπόρριψη παθῶν καί μέθεξη τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν καί εἶναι θεμελιώδης γνώρισμα. Γι‘ αὐτό ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης βροντοφώναζε. «Οὐκ ἔστιν παίγνιον ὁ βίος»51, ἀλλά «παλαίστρα ὁ παρών βίος ἐστί, γυμνάσιον καί ἀγών, χωνευτήριον, βαφεῖον ἀρετῆς»52.

Ἕνα ἀκόμα γνώρισμα ἁγιότητος εἶναι ἡ θαυματουργία. Κατά τόν Νεκτάριο, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, «Τρία θεωροῦνται τά μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα. πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος, ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἷς ἕπεται ἡ περί τήν πίστιν μέχρις αἵματος ἀντικατάστασις καί τέλος ἡ περί Θεόν ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων»53. Τό στοιχεῖο τῆς θαυματουργίας ἔχει ἐπίσης καταγραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη ὡς χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Ἀποστόλων καί γενικότερα τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων. Ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος στούς Ἀποστόλους πρό τῆς ἀναλήψεώς του εἶπε «ἐν τῶ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήλουσι καιναῖς. ὄφεις ἀροῦσι. κἄν θανάσιμον τι πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει. ἐπί ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι καί καλῶς ἕξουσιν»54 . Μέ ἀφορμή τά προηγούμενα τίθεται τό ἐρώτημα. ἀποτελοῦν τά θαύματα κύρια προϋπόθεση γιά νά ἀναγνωρισθεῖ στή συνείδηση τῶν πιστῶν ἕνα πρόσωπο ἅγιος; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καταδεικνύει ὅτι δέν ἀποτελοῦν ἀπαραίτητο παράγοντα. Ἐξάλλου ἡ πλειονότης τῶν μαρτύρων55 ἀλλά καί μεγάλοι Πατέρες και δή οἱ τρεῖς Ἱεράρχες δέν θαυματούργησαν μέ τή στενή ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἄς μήν λησμονοῦμε ἐπίσης ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆτες ἔκαναν θαύματα ἀλλά ὁ Κύριος τούς ἀποστρέφεται56.

Ἐπιπροσθέτως τό ἀδιάφθορο καί ἄλυτο τοῦ σώματος, ἡ εὐωδία πού ἀναπέμπεται ἀπό αὐτό ἄν καί ἀποτελεῖ θεϊκό σημεῖο πού στοιχειοθετεῖ ἁγιότητα, οὐδέποτε ἐθεωρήθη ὡς ἀπαραίτητο κριτήριο. Ἀντιθέτως σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ λειτουργική πράξη ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἀφορισμοῦ ἤ κατάρας ἤ καταφρονήσεως τῶν ἱερῶν κανόνων. Γι’ αὐτό τό 1666 ἡ τρίτη λεγόμενη Σύνοδος τῆς Μόσχας στήν ὁποία μετεῖχαν πλήν τῶν Ρώσων ἐπισκόπων καί πέντε Μητροπολῖτες τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως, ὁ Πατ/χης Ἀλεξανδρείας Παΐσιος, ὁ Πατ/χης Ἀντιοχείας Μακάριος, Ἱεράρχαι τῶν Ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων, Γεωργίας καί Σερβίας ἀπεφάνθη. «Τά τῶν νεκρῶν σώματα τά εὑρισκόμενα καί ἐν καιροῖς τούτοις ἀκέραια καί ἄλυτα, μή τολμείτω τις ἀπό τοῦ νῦν, ἄνευ ἀξιοπίστου μαρτυρίας καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τιμᾶσθαι αὐτά καί σέβεσθαι ὡς ἅγια, διότι εὑρίσκονται πολλά σώματα ἀκέραια καί ἄλυτα οὐχί ἀπό ἁγιωσύνης, ἀλλ’ ὡς ὑπ’ ἀφορισμοῦ καί κατάρας ἀρχιερατικῆς ἤ ἱερατικῆς τυγχάνοντες ἐτελεύτησαν, ἤ ἐκ παραβάσεως καί καταφρονήσεως τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων ἀκέραια καί ἄλυτα εὑρίσκονται»57.

Κατά τή μακρά πορεία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν περιπτώσεις Ἁγίων πού ἐτιμῶντο πρό τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεώς τους. Παράδειγμα τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ φιλόθεος Κόκκινος Πατ/χης Κων/λεως παρατηρεῖ: «Οὐ Συνόδους μεγίστας καί κοινάς τινας ἀναμένοντας ψήφους ὥστ’ ἐκεῖνον ἀνακηρῦξαι, οἷς καί χρόνος καί ὄκνος καί μέλλησις καί πλεῖστα τινα τῶν ἀνθρωπίνων ἔστιν ὅτε προσίσταται, ἀλλά τῆ ἄνωθεν ψήφῳ τε καί ἀνακηρύξει καί τῆ λαμπρᾶ καί ἀναμφιβόλῳ τῶν πραγμάτων ὄψει καί πίστει καλῶς ἀρκεσθέντες»58. Εἴχαμε ὅμως καί περιπτώσεις προσώπων πού ἀναγνωρίσθηκαν ἐπίσημα ἀπό ἐκκλησιαστική ἀρχή, ἀλλά αὐτό δέν ἔγινε ἀποδεκτό στή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. «Ἀπόδειξις δέ τούτου τυγχάνει τό γεγονός ὅτι ἄν καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μετά πολλούς δισταγμούς καί ταλαντεύσεις ἀνεκήρυξεν ἅγιον τό 1921, τόν πατριάρχην Κων/λεως Γρηγόριον τόν Ε΄ δι’ ἐπισήμου συνοδικῆς ἀποφάσεως, οὗτος δέν ἐπεβλήθη εἰσέτι εἰς συνείδησιν τοῦ πληρώματος ὡς ἅγιος»59.

Μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Ἁγίου στή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἡ ἐκκλησιαστική ἀρχή προβαίνει στίς ἀκόλουθες πράξεις: α) καταγράφει τόν ἅγιο ἤ τήν ἁγία ἤ τούς ἁγίους στά Δίπτυχα, β) καθορίζει τήν ἐτήσια ἑορτή του, γ) ἐκθέτει τήν εἰκόνα του σέ δημόσια προσκύνηση μαζί μέ τυχόν σωζόμενα ἱερά λείψανα καί δ) συντάσσει τήν ἀσματική ἀκολουθία του τήν ὁποία ἐντάσσει στά λειτουργικά της βιβλία. Ὅσον ἀφορᾶ στό χρόνο πού πρέπει νά παρέλθει γιά τήν ἀναγνώριση ἑνός Ἁγίου, ἔχομε περιπτώσεις ἀναγνώρισης Ἁγίου ἀμέσως μετά τό θάνατο ἤ κατόπιν ἀπό ὀλίγα ἔτη. (π.χ. Πολύκαρπος Σμύρνης, Μέγας Φώτιος). Ἐσχάτως γίνεται λόγος γιά παρέλευση πενήντα ἤ ἑκατό ἐτῶν, ἄποψη πού δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν παράδοση60 , διότι «ἡ ἁγιότητα κάποιου δέν εἶναι θέμα χρόνου, ἀλλά πίστεως καί θείας χάριτος»61.

6.Ἡ ἀνακήρυξη τῶν Ἁγίων στή Δυτική Ἐκκλησία

Καταρχάς οἱ Δυτικοί χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «ἀνακήρυξη» ἤ «ἁγιοποίηση». Ἐν συνεχείᾳ ἀκολουθοῦν μιά διαφορετική δικανική διαδικασία. Ἤδη ἀπό τό ἔτος 993 παρουσιάζεται κάποια ἐκτροπή, γιά νά φθάσουμε ἀργότερα τό δικαίωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας νά περάσει στόν Πάπα ὡς ἀπόλυτο ἄρχοντα.

Συγκεκριμένα «ἡ πρώτη ‘’ἀνακήρυξη’’ ἁγίου στή ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἔγινε ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη ΙΕ΄ τό 993, ἔπειτα ἀπό εἰσήγηση τοῦ ἐπισκόπου Augsburg τῆς Γερμανίας, γιά νά προσδοθεῖ, ὅπως λέγεται, ἰδιαίτερη λαμπρότητα στό γεγονός. Πρῶτος ὁ πάπας Ἀλέξανδρος ὁ Γ΄ (1159-1181) ἰσχυρίθηκε ὅτι ἡ ‘’ἀνακήρυξη‘’ κάποιου πιστοῦ ὡς ἁγίου εἶναι ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς Ἁγίας Ἕδρας»62. Ἀκολούθως οἱ πάπες Γρηγόριος Θ΄, (1234), Σίξτος Ε΄ (1588), Οὐρβανός Η΄ (1642), Βενέδικτος ΙΔ΄ (1740-1758) μέ παπικά διατάγματα πέτυχαν αὐτό πού ὑποστήριξε ὁ προκάτοχός τους. Μάλιστα τό ἔτος 1917 ὁ Πάπας Πίος Ι΄ διαμόρφωσε τόν τελικό κώδικα ἀνακηρύξεως τῶν Ἁγίων, βάσει τοῦ ὁποίου πραγματοποιεῖται α) «ἡ ‘’ἀνακήρυξη’’ κάποιου σέ μακάριο καί β) ἡ ἀνακήρυξη κάποιου σέ ἅγιο. Ἡ πρώτη ἀναφέρεται σέ τοπική τιμή, ἐνώ ἡ δεύτερη ἀφορά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Πρέπει ἀκόμη νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ πρώτη μορφή ‘’ἀνακηρύξεως’’ εἶναι ἀνακλητή, ἐνώ ἡ δεύτερη ἔχει τελεσίδικο χαρακτήρα. Πάντως καί οἱ δύο μορφές ‘’ἀνακηρύξεως’’ γίνονται ἀπό τόν ἀρχηγό τῆς Ἁγίας Ἕδρας, τόν πάπα»63.

Δέν θέλουμε νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερο στά δικαστικά σώματα, στούς μάρτυρες, στίς μαρτυρίες, στούς τόμους, στούς φακέλλους πού συγκροτοῦνται, τίς ἐξονυχιστικές ἔρευνες πού πραγματοποιοῦνται ἀπό τήν Κεντρική Ἐπιτροπή, τίς συνεδριάσεις τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως καί τό ἀπαραίτητο κατ’ αὐτήν κριτήριο τῆς θαυματουργίας64 . Μία γνώμη μόνο θεωροῦμε καλό νά παραθέσουμε καί αὐτή ἐκφράζεται ἀπό τό διδάσκαλο τοῦ γένους καί ἱερομάρτυρα Κοσμά Αἰτωλό: «Ἐγώ ἐδιάβασα καί περί ἱερέων καί περί ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καί ἀθέων. τά βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα. ὅλαι αἱ πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ Διαβόλου. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, θεῖον, οὐράνιον, σωστόν, τέλειον καί διά λόγου μου καί διά λόγου σας, πώς μόνη ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι καλή καί Ἁγία»65.

7.Ἐπιλεγόμενα

Μετά τή σύντομη αὐτή ἀναφορά στό προκείμενο θέμα θεωροῦμε καλό ἀφενός μέν νά ἐπικαλεσθοῦμε τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Παρθενίου καί Εὐμενίου καί ἀντί ἐπιλόγου, ἀφοῦ εἴμεθα κάτω ἀπό τή σκέπη τῆς Θεοτόκου νά ἐπικαλεσθοῦμε τήν προστασία της διά τῶν λόγων τοῦ μεγάλου πατρός Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Στά πόδια σου κι ἐμεῖς σήμερα καθόμαστε, Δέσποινα, καί ξανά θά πῶ, Δέσποινα Θεοτόκε, πού γάμο δέν γνώρισες, καί δένοντας γερά τίς ψυχές μας στήν ἐλπίδα σου σάν ἀπό μιά πανίσχυρη κι’ ἀσύντριφτη ἄγκυρα, τό νοῦ καί τήν ψυχή καί τό σῶμα κι ὅλο τόν ἑαυτό μας σ’ ἐσένα ἀναθέτομε, τιμώντας μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί ὡδές πνευματικές, ὅσο μποροῦμε. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά σέ τιμήσομε ὅσο ἀξίζεις… Καί σύ, Δέσποινά μου ἀγαθή, πού γέννησες Κύριο ἀγαθό, εἴθε νά μή μᾶς χάνεις ἀπό τά μάτια σου, νά καθοδηγεῖς τή ζωή μας ὅπου θέλεις, νά σταματήσεις τίς ὁρμές τῶν αἰσχρότατων παθῶν μας, καί ὁδηγώντας μας στό ἀκύμαντο λιμάνι τοῦ θείου θελήματος, ἀξίωσέ μας καί τή μελλοντική μακαριότητα, τή γλυκιά κατάλαμψή μας ἀπό τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου πού ἔλαβε ἀπό ἐσένα τή σάρκα, μαζί μέ τόν ὁποῖο στόν Πατέρα ἀνήκει ἡ δόξα,ἡ τιμή, ἡ δύναμη, ἡ μεγαλοσύνη καί μεγαλοπρέπεια μαζί μέ το πανάγιο κι ἀγαθό καί ζωοποιό σου Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»66

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Περισσότερα βλ. Μπουρνέλη Ἀ., «Ἀναζήτηση τῆς ἁγιότητος μέσα ἀπό πτυχές τῆς καθημερινότητας» Ἄγκυρα Ἐλπίδος 26(2005)20-23

Liddell H.,-Scott R., Μέγα Λεξικόν τῆς Ἑλληνικής γλώσσης Τόμ. 1ος, ἔκδ. Ἰ. Σιδέρης Ἀθῆναι, σσ. 19, 28

Λευϊτ. ΙΑ΄, 44

Δαν. Η΄, 13

Λευϊτ. ΚΑ΄, 6 καί Ἀριθμ. ΣΤ΄, 5

Λευϊτ. ΙΑ΄, 44

Ἔξοδ. Γ΄, 5

Ἔξοδ. ΚΣΤ΄, 35

Ἔξοδ. ΚΣΤ΄, 34

Μάρκ. Α΄, 24, Ἰωάν. ΙΖ΄, 11, Πράξ. Δ΄, 27. 30

Ματθ. Α΄, 18. Γ΄, 11 Λουκ. ΙΒ΄, 12. Ἰωάν. Ε΄, 8

Ματθ. ΚΕ, 31. Ἰούδα 14. Ἀποκ. ΙΔ΄, 10

Λουκ. Α΄, 70

Ἐφεσ. Γ΄, 5

Ἐφεσ. Α΄, 4. Κολ. Α΄, 22. Πράξ. 9, 32. 41

Μάρκ. ΣΤ΄, 20

Β΄ Πέτρ. Α΄, 18

Ἑβρ. Θ΄,11-12

Ρωμ. Α΄, 2

Πρβλ. Ἀποκ. ΣΤ, 10

Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίῳ Ἑταίρῳ 3, ΒΕΠΕΣ 55, 14

Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον Ὁμιλ. ΣΤ΄, 2 ΒΕΠΕΣ 51, 234

Μεγάλου Βασιλείου, Ἑρμηνεία εἰς τόν 44ο ψαλμόν 12, ΒΕΠΕΣ 52, 105

Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίῳ Ἑταίρῳ 3, ΒΕΠΕΣ 55, 14

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ἡσαϊαν κεφ. ΣΤ΄, 4 PG 56, 74

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Μάρτυρας Ὁμιλ. Β΄, 3 PG 50, 648-649

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς ψαλμόν ΡΜΑ΄, 3 PG 55, 445

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλ. ΜΣΤ΄, 3 PG 58, 479

Συμεών Μεταφραστοῦ Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, PG 114, 1269-1288

Τῆς Σμυρναίων Ἐκκλησίας περί μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, PG 5, 1029-1045

Τσάμη Δ., Ἁγιολογία, Ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1991, σ. 56

Ματθ. Ι, 32

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Εὐστάθιον, PG 50, 601

Μεγάλου Βασιλείου, Εἰς τούς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες PG 31, 508

Αὐτόθι, σ. 508 βλ. καί Εὐδοκίμωφ Π., Ἡ πάλη μέ τό Θεό, ἔκδ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσ/νίκη 1970, σ. 133

Τσάμη Δ., Ἁγιολογία, ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νίκη 1985, σσ. 19-42

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης Λόγ. Γ΄, 6 PG 48, 639

Γρηγορίου Νύσσης, Ἐπιτάφιος εἰς Μελέτιον PG 46, 582

Ματθ. Ι΄, 2-5. Μάρκ. Γ΄, 13-19. Λουκ. ΣΤ΄, 14-17. Πράξ. Α΄, 13-14

Λουκ. Ι΄, 1

Τσολακίδη Χ., Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθήνα 2000, σ. 429. Κονταξόπουλου Κ., «Οἱ ὀκτώ ἁγίες ἰσαπόστολοι» Ἐκκλ/κή Ἀλήθεια 17(1993)3

Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΑ, 3 PG 35, 1085 Β

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Θεοτοκάριον, Βόλος 1979, σ. 107

Παπαδόπουλου Σ., Πατρολογία Τομ. Α΄, Ἀθήνα 2000, σ. 78

Μουστάκη Β., «Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας», ΘΗΕ 10, 126

Δεντάκη Β., Βυζαντινή Ἐκκλ/κή Γραμματολογία Τομ. Δ΄, ἔκδ. ΟΕΔΒ, Ἀθήνα 1996, σ. 14

Μάρκ. ΙΣΤ΄, 16, βλ. καί Κοτσώνη Ἰ., «Ἁγίων ἀνακήρυξις» ΘΗΕ 1, 272-273

Ἰωάν. Γ, 5, Βλ. καί Ἀλιβιζάτου Ἀ., «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» Θεολογία 19(1948)45

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν Ἅγιο μάρτυρα Λουκιανό PG 50, 522

Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπιστολή 140, τῆ Ἀντιοχέων Ἐκκλησίᾳ PG 32, 588C

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλ. ΚΓ, 9 PG 57, 318

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρός τούς σκανδαλισθέντας 21, PG 52, 522

Νεκταρίου Ἱεροσολύμων, πρός ταῖς προσκομισθείσας θέσεις παρά τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις φρατόρων διά Πέτρου τοῦ αὐτῶν μαΐστορος περί τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντίρρησις, ἐν Ἰασίω 1682, σ. 201 ε. Πρβλ. Παπαδόπουλου Χ., «Περί τῆς ἀνακηρύξεως τῶν ἁγίων ἐν τῆ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Ἐκκλησία 12 (1934) 331-335.

Μάρκ. ΙΣΤ΄, 18

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1961, σ. 24

Μαθ. Ζ΄, 22-23

Δεληκανῆ Κ., Πατριαρχικά ἔγγραφα Τομ. Γ΄, Κωνσταντινούπολις 1905, σ. 136-137. Γιά περισσότερα βλ. Τσέτση Γ., «Ἔνταξις», 37 (1962) 238-243, Πρβλ καί Κωνσταντίνου Μητ/του Σερρῶν, «Περί ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων ἐν τῆ ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» Θεολογία 27(1956)609-616

Φιλόθεου Κόκκινου, Λόγος εἰς Γρηγόριον Παλαμᾶ 128, PG 151, 648D 649A. Βλ. καί Τόμος κατά Προχόρου Κυδώνη, PG 151, 711C. Βλ. καί Τσέτση Γ., «Ἔνταξις», 37 (1962) 407-411

Τσέτση Γ., «Ἔνταξις» 37 (1962) 249

Αὐτόθι, σσ. 415-417

Βεργωτῆ Γ., Ἐγχειρίδιον Ἁγιολογίας, Θεσ/νίκη 1992, σ. 134

Αὐτόθι, σ. 135. Πρβλ καί Μανουήλ Γεδεών Ἁγιοποιήσεις. Τό καθεστώς τῆς ἐν ἁγίοις συναριθμήσεως, Θεσ/νίκη 1984

Βεργωτῆ Γ., Ἐγχειρίδιον…ἔνθ.ἀνωτ. σ. 136

Τσάμη Δ., Ἁγιολογία … ἔνθ. ἀνωτ. σσ. 64-65

Κοσμά Αἰτωλοῦ, Διδαχή Α1, παρ. Μενούνου Ἰ., Διδαχές καί βιογραφία, ἔκδ. Τῆνος 1979, σ. 78

Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εἰς τήν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου Ὁμιλ. Α΄, ΕΠΕ 9, 269, 271

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΤΑΥΡΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ Ι.Μ. ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ΠΑΞΩΝ & ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ, ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Στην εκκλησιαστική μας παράδοση το σημείο του σταυρού δηλώνει την χαρμολύπη. Ο Χριστός έζησε τον πόνο, την απόρριψη, το μαρτύριο, τον θάνατο, όμως μετά τον σταυρό ακολούθησε η ανάσταση. Έτσι είναι και η ζωή μας, φορτωμένη από μικρούς και μεγάλους σταυρούς. 

Μικροί είναι αυτοί που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητά μας, με τον κόπο που καλούμαστε να καταβάλουμε για να επιβιώσουμε, να κρατήσουμε τις σχέσεις μας, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, να αντέξουμε στις πιέσεις των καιρών και των ανθρώπων. Μεγάλοι είναι οι σταυροί που μάς οδηγούν στα όρια μας, που μας κάνουν να πονάμε πολύ, να αισθανόμαστε ότι δεν ελέγχουμε την ζωή μας, να βιώνουμε απώλειες, αλλά και την έξοδο από την δική μας ζωή. Διότι είναι μεγάλος σταυρός ο φόβος του θανάτου, ιδίως αν δεν υπάρχει η ελπίδα της ανάστασης.

Μικροί και μεγάλοι σταυροί όμως φέρνουν μαζί τους και χαρά. Είναι αυτή του κόπου για να κρατηθούμε όρθιοι, να μην νικηθούμε από την όποια δυσκολία. Είναι ένα αίσθημα ταπεινότητας, ότι η ζωή δεν εξαρτάται τελικά από μας, αλλά από την αγάπη του Θεού, την πρόνοιά Του για τον καθέναν μας, από την βοήθεια της προσευχής. Είναι η επίγνωση ότι οι άλλοι, που αισθανόμαστε ότι μας ταλαιπωρούν, είναι ελεύθεροι και ότι δεν είναι απαραίτητο ότι θα σκέφτονται και ότι θα δρούνε όπως εμείς επιθυμούμε, αλλά έχουν κι αυτοί το μερτικό στην εύρεση της αλήθειας και του νοήματος της ζωής τους, που κάποτε περνά μέσα και από δικούς τους σταυρούς. 

Και η ελευθερία είναι το ύψιστο δώρο που ο Θεός μας έχει δώσει. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ακόμα και στην απώλεια υπάρχει μία αδιόρατη χαρά, ότι ο Θεός ξέρει καλύτερα από μας γιατί. Ότι στον μεγάλο σταυρό δοκιμάζεται η εμπιστοσύνη μας στον Θεό, αλλά και μπορούμε να επισημάνουμε τα δικά μας λάθη και πάθη, να εξετάσουμε τις επιλογές μας και να αρχίσουμε από την αρχή.

Η εποχή μας, επειδή έχει θεοποιήσει την ευκολία και την άνεση, δεν μπορεί να δεχτεί σταυρούς. Ο άνθρωπος καταρρέει ψυχικά, όταν δοκιμάζεται. Γκρινιάζει, απογοητεύεται, κλείνεται στον εαυτό του και στην μελαγχολία του. Λυπάται, όπως οι μη έχοντες ελπίδα. Είναι γιατί του λείπει η δύναμη της πίστης σ’ Αυτόν που σήκωσε τον σταυρό όλης της ανθρωπότητας, ώστε να της χαρίσει την ανάσταση. Κι αυτό είναι το σημείο-κλειδί. Ότι υπάρχει ανάσταση, αρκεί να μη βλέπουμε τον χρόνο αποκλειστικά στην προοπτική του «εδώ και τώρα», αλλά να καλλιεργούμε την μικρή ή την μεγάλη υπομονή που χρειάζεται, ώστε ο Θεός να φανερώσει το θέλημά Του, ακόμη κι αν ο πόνος είναι βαθύς.

Μεγαλώνουμε παιδιά σήμερα, τα οποία έχουν μάθει στην άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών τους και δυσκολεύονται να αποδεχτούν τον σταυρό. Μιμούνται τον δικό μας εγωκεντρισμό που θέλει να δικαιώνεται, χωρίς να βλέπει παραπέρα. Και τα υποστηρίζουμε σ’ αυτήν την νοοτροπία. Το βλέπουμε στο σχολείο, όταν ένας δάσκαλος είναι λίγο αυστηρός ή ζητά κάτι παραπάνω. Το βλέπουμε ακόμη και στην σχέση με τον άλλο γονιό, αν τύχει να μην είναι τόσο επιεικής. Ο φόβος μας είναι να μη σηκώσουν σταυρούς τα παιδιά, όχι να μη μάθουν πώς να προχωρούν μ’ αυτούς. Ας μας βοηθήσει η πίστη να βλέπουμε διαφορετικά.

Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης 14 Σεπτεμβρίου 2022