Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ;

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΖΑΧΑΡΩΦ

Ὅποιος θέλει νὰ προσεύχεται μὲ καθαρὸ νοῦ, πρέπει νὰ μὴ μαθαίνει τὰ νέα τῶν ἐφημερίδων, νὰ μὴ διαβάζει βιβλία ἄσχετα πρὸς τὴν πνευματική μας ζωή, καὶ κυρίως ὅσα διεγείρουν τὰ πάθη, καὶ νὰ μὴ μαθαίνει ἀπὸ περιέργεια ὅσα σχετίζονται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.

Ὅλα αὐτὰ φέρνουν στὸ νοῦ ἀλλότριες σκέψεις, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ τὶς διευκρινίσει, αὐτὲς ἀκόμη περισσότερο συγχύζουν καὶ ἐπιβαρύνουν τὴν ψυχή.

Ὅταν ἡ ψυχὴ διδαχθεῖ τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν Κύριο, τότε θλίβεται γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ ὅλη τὴν κτίση τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται, ὥστε ὅλοι νὰ μετανοήσουν καὶ δεχθοῦν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἄν, ὅμως, ἡ ψυχὴ χάσει τὴ χάρη, φεύγει ἡ ἀγάπη ἀπὸ αὐτὴν, γιατί χωρὶς χάρη Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγαπᾶ κάποιος τοὺς ἐχθρούς, καὶ τότε βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ διαλογισμοὶ πονηροί, ὅπως λέει ὁ Κύριος (Ματθ. ιε΄19, Μάρκ. ζ΄ 21-22).

Χωρὶς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ δὲν καθαρίζεται ὁ νοῦς καὶ δὲν ἀναπαύεται ποτὲ ἡ ψυχὴ ἐν τῷ Θεῶ, ἀλλὰ ταράζεται πάντοτε ἀπὸ διάφορους λογισμούς, ποὺ παρεμποδίζουν τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ὦ, ἡ κατὰ Χριστὸν ταπείνωση! Ὅποιος σὲ δοκίμασε, ὁρμᾶ πρὸς τὸν Θεὸ ἀκόρεστα ἡμέρα καὶ νύχτα.

Ὦ, πόσο ἀσθενὴς εἶμαι! Ἔγραψα λίγο καὶ ἀμέσως κουράστηκα καὶ τὸ σῶμα θέλει ἀνάπαυση. Καὶ ὁ Κύριος ὅταν ἦταν στὴ γῆ, «ἐν τὴ σαρκὶ Αὐτοῦ», γνώρισε τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια.

Καὶ Αὐτός, ὁ Ἐλεήμων, κουραζόταν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καὶ κοιμόταν στὸ πλοῖο τὴν ὥρα τῆς τρικυμίας• καὶ ὅταν Τὸν ξύπνησαν οἱ μαθητές, τότε πρόσταξε τὴ θάλασσα καὶ τὸν ἄνεμο νὰ σιγήσουν καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη.

Ἔτσι καὶ στὴν ψυχή μας, ὅταν ἐπικαλούμαστε τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, γίνεται μεγάλη γαλήνη. Δῶσε μας, Κύριε, νὰ Σὲ δοξάζουμε ὡς τὴν τελευταία μας πνοή.


Στὴν πλάνη πέφτει κάποιος εἴτε ἀπὸ ἀπειρία εἴτε ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Καὶ ἂν εἶναι ἀπὸ ἀπειρία, ὁ Κύριος θεραπεύει γρήγορα αὐτὸν ποὺ πλανήθηκε, ἂν ὅμως εἶναι ἀπὸ ὑπερηφάνεια, τότε θὰ πάσχει γιὰ πολὺν καιρὸ ἡ ψυχή, ὡσότου μάθει τὴν ταπείνωση, καὶ τότε θὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο.

Πέφτουμε στὴν πλάνη, ὅταν νομίζουμε ὅτι εἴμαστε πιὸ φρόνιμοι καὶ ἔμπειροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν πνευματικό μας πατέρα. Ἔτσι σκέφθηκα κι ἐγὼ μὲ τὴν ἀπειρία μου καὶ γι’ αὐτὸ ὑπέφερα.

Κι εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου τὸν Θεό, γιατί μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μὲ ταπείνωσε καὶ μὲ νουθέτησε καὶ δὲν ἀπέσυρε τὸ ἔλεός Του ἀπὸ μένα. Καὶ τώρα σκέφτομαι ὅτι, χωρὶς ἐξομολόγηση στὸν πνευματικὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν πλάνη, γιατί στὸν πνευματικὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν».

Ἂν δεῖς φῶς μέσα σου ἢ γύρω σου, μὴν πιστέψεις σ’ αὐτὸ ἂν δὲν ἔχεις συγχρόνως κατάνυξη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον. Μὴ φοβηθεῖς ὅμως, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ φῶς ἐκεῖνο θὰ ἐξαφανιστεῖ.

Ἂν δεῖς κάποιο ὅραμα ἢ εἰκόνα ἢ ὄνειρο, μὴν τὸ ἐμπιστεύεσαι, γιατί ἂν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ σὲ φωτίσει γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος. Ψυχή, ποὺ δὲν γεύθηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται τὸ ὅραμα. Ὁ ἐχθρὸς δίνει στὴν ψυχὴ μιὰ «γλυκειὰ αἴσθηση» ἀνακατεμένη μὲ κενοδοξία, καὶ ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὴ ἡ πλάνη.

Οἱ Πατέρες λένε ὅτι, ὅταν ἡ ὅραση εἶναι ἐχθρική, ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται σύγχυση ἢ φόβο. Αὐτό, ὅμως, συμβαίνει μόνο στὴν ταπεινὴ ψυχὴ ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της ἀνάξιο γιὰ ὅραση. Ὁ κενόδοξος, ὅμως, μπορεῖ νὰ μὴν αἰσθανθεῖ οὔτε φόβο οὔτε σύγχυση, γιατί ἐπιθυμεῖ τὶς ὁράσεις καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἄξιο, καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἐξαπατᾶ εὔκολα ὁ ἐχθρός.

Τὰ οὐράνια γνωρίζονται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὰ ἐπίγεια μὲ τὴ φυσικὴ κατάσταση. Πλανᾶται ὅποιος ἐπιχειρήσει νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὸν φυσικὸ νοῦ, μὲ τὴν ἐπιστήμη, γιατί ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἂν βλέπεις μὲ τὸ νοῦ σου δαιμόνια, ταπεινώσου καὶ προσπάθησε νὰ μὴ βλέπεις, καὶ τρέξε ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται στὸν πνευματικό σου γέροντα, στὸν ὁποῖο παραδόθηκες. Πὲς του τα ὅλα, καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει καὶ θὰ σωθεῖς ἀπὸ τὴν πλάνη.

Ἄν, ὅμως, νομίζεις ὅτι ἐσὺ γνωρίζεις περισσότερα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ καὶ πάψεις νὰ τοῦ λὲς τί σοῦ συμβαίνει, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ὑπερηφάνειας θὰ παραχωρηθεῖ ἀναπόφευκτα κάποιος πειρασμός, γιὰ νὰ σὲ συνετίσει.

Νὰ πολεμᾶς τοὺς ἐχθροὺς μὲ τὴν ταπείνωση. Ὅταν δεῖς ὅτι κάποιος ἄλλος νοῦς παλεύει μὲ τὸ νοῦ σου, ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ παύσει ὁ πόλεμος.

Ἄν σοῦ συμβεῖ νὰ δεῖς δαιμόνια, μὴ φοβηθεῖς, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου, καὶ τὰ δαιμόνια θὰ ἐξαφανιστοῦν. Ἂν ὅμως σὲ πιάσει ὁ φόβος, δὲν θὰ ἀποφύγεις κάποια βλάβη. Νὰ εἶσαι ἀνδρεῖος. Νὰ θυμᾶσαι ὅτι ὁ Κύριος σὲ βλέπει, ἂν στηρίζεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ Αὐτόν.

Γιὰ νὰ ἀποκτήσει, ὅμως, ἡ ψυχὴ ἀνάπαυση ἀπὸ τὰ δαιμόνια, πρέπει νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ λέει: «Εἶμαι χειρότερη ἀπ’ ὅλους, εἶμαι πιὸ ἄθλια ἀπὸ κάθε κτῆνος καὶ ἀπὸ κάθε θηρίο».

Ὅπως οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν στὸ σπίτι καὶ βγαίνουν, ἔτσι καὶ οἱ λογισμοὶ ἔρχονται ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ πάλι μπορεῖ νὰ φύγουν, ἂν δὲν τοὺς δεχόμαστε.

Ἂν ὁ λογισμός σου λέει «κλέψε», καὶ σὺ ὑπακούσεις, δίνεις μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ δαιμόνιο ἐξουσία ἐπάνω σου. Ἂν ὁ λογισμός σου λέει «φάει πολύ, ὥσπου νὰ χορτάσεις», καὶ σὺ φᾶς πολύ, τότε πάλι σὲ ἐξουσιάζει τὸ δαιμόνιο.

Κι ἔτσι, ἂν ὁ λογισμὸς κάθε πάθους σὲ νικᾶ, θὰ καταντήσεις κατοικία δαιμόνων. Ἄν, ὅμως, ἀρχίσεις μὲ τὴν πρέπουσα μετάνοια, τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ τρέμουν οἱ δαίμονες καὶ θ΄ ἀναγκαστοῦν νὰ φύγουν”.

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ ΟΜΟΤΙΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΠΘ
 
«Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείω τίθεται

καὶ κλίμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται».

(Προσόμοιον Μ.Ἑσπερινοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου).

Σήμερα, ὅπως καὶ σὲ κάθε γιορτὴ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, κάνουμε κάτι πού φαίνεται παράδοξο·γιορτάζουμε τὸν θάνατο. Καὶ τὸ κάνουμε αὐτό, ὄχι γιατί χαιρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ γιατί χαιρόμαστε γιὰ τὴν δύναμη πού μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία νὰ ὑπερνικήσουμε τὸν θάνατο.

Γιορτάζουμε τὸν θάνατο ὡς πρόσκαιρη κοίμηση. Τὸν γιορτάζουμε ὄχι ὡς κάθοδο στὸν ἅδη, ἀλλὰ ὡς ἄνοδο στὸν οὐρανό. Καὶ ὅλοι μας ἔχουμε τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε ὡς κοίμηση τὸν θάνατο· δωρεὰ πού πρώτη δέχθηκε ἡ Παναγία μὲ τὴν πρόθυμη αὐτοπροσφορά της στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, νὰ δεχθεῖ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ὁ Χριστός: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1, 38). Καὶ μὲ τὴν ἀπόλυτη αὐτὴ ὑπακοή της ἡ Παναγία ἔκανε προσιτὴ σὲ ὅλους μας τὴν δωρεὰ τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, πού γεννήθηκε «ἐφάπαξ κατὰ σάρκα» ἀπὸ τὴν Παναγία, γεννιέται ἔκτοτε διαρκῶς «κατὰ πνεῦμα» ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν καθένα πού εἶναι πρόθυμος νὰ τὸν δεχθεῖ· γίνεται βρέφος καὶ μορφοποιεῖται μέσα του μὲ τὶς ἀρετὲς (βλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα 1,8, PG 90,1181AB).

Ἀντίστοιχα καὶ ὁ πιστὸς παίρνει πνευματικὰ τὴν θέση τῆς Παναγίας καὶ γίνεται μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως γίνεται καὶ ἀδελφός του καὶ μέλος τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός του μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν συμμετοχή του στὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε: «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτὸν» (Λουκ. 8,21). Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ πού ἀκούουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν.

Ὅπως γιὰ τὸν Χριστό, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν Παναγία καὶ γιὰ τὸν κάθε πιστό, ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, δὲν εἶναι ἀφανισμός του· εἶναι κοίμηση καὶ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς· ζωῆς ἀληθινῆς, ζωῆς αἰώνιας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία, ὅπως λέγεται καὶ σὲ ὕμνο της πού ψάλλεται σήμερα στὴν Ἐκκλησία, «θνήσκουσα, σὺν τῷ Υἱῷ ἐγείρεται διαιωνίζουσα»(Κοσμᾶ Μελωδοῦ, Κανών, ὠδὴ α΄). Πεθαίνοντας δηλαδή, ἀνασταίνεται καὶ ζεῖ αἰώνια μὲ τὸν Υἱό της. Ὡς μητέρα τῆς Ζωῆς ζεῖ τὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς.

Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πού ζεῖ μὲ πίστη στὸν Χριστὸ μπαίνει μὲ τὸν θάνατό του σὲ μία νέα προοπτικὴ ἀθάνατης καὶ οὐράνιας ζωῆς. Αὐτὸ λοιπὸν πού ἴσχυσε γιὰ τὴν Παναγία, αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε πιστὸ πού δέχεται καὶ ἐφαρμόζει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· ἰσχύει γιὰ κάθε πιστὸ πού σαρκώνει στὴ ζωὴ του τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μιμεῖται τὴν ταπείνωση τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ καὶ ὅπως μὲ τὴν Παναγία πραγματοποιήθηκε «ἐφάπαξ» ἡ κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει σὲ κάθε ἄνθρωπο ἡ κατὰ πνεῦμα γέννησή του, ἔτσι συντελέσθηκε μὲ αὐτὴν ἡ μετάστασή της στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει γιὰ κάθε ἄνθρωπο ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ μετάστασή του στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ της.

Ἡ θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς κοιμήσεως ἢ ὡς φαινομένου πού μεταφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν παροῦσα πραγματικότητα στὴν μέλλουσα, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ σὲ μιὰν ἄλλη ζωή, καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ζωὴ ἀνώτερη καὶ πιὸ ἀληθινή, ὅπως πιστεύει ἀκράδαντα καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, ὑπῆρχε ὡς ὑποψία στον καθημερινῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη ἐπιστολὴ του γράφει: «Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ἔχουμε περάσει ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή, γιατί ἀγαπᾶμε τοὺς ἀδελφοὺς μας·ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του παραμένει στὸν θάνατο» (Α΄ Ἰω.3, 14).

Μὲ τὴν ἀγάπη ἀνασταίνουμε τούς ἄλλους μέσα μας, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ ἔχουν ἀπὸ καιρὸ πεθάνει. Ὅπως καὶ αὐτοὶ πού μᾶς ἀγαποῦν μᾶς ἔχουν μέσα τους ζωντανοὺς ὄχι μόνο πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας.

Ἡ γιορτὴ λοιπὸν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας εἶναι γιορτὴ τῆς ἀναστάσεώς της καὶ προάγγελός τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ λαὸς μας χαρακτηρίζει τὴν σημερινὴ γιορτὴ ὡς «καλοκαιρινὸ Πάσχα». Μὲ τὸ «ἀνοιξιάτικο Πάσχα» γιορτάζουμε τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὴν νίκη του ἐναντίον τοῦ θανάτου, πού ἄνοιξε στὸν κόσμο τὴν ὁδὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

Μὲ τὸ «καλοκαιρινὸ Πάσχα» γιορτάζουμε τὴν πορεία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Παναγίας, ἐπάνω στὴν ὁδὸ πού ἄνοιξε ὁ Υἱός της, ὁ Χριστός, γι’ αὐτὴν καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Μὲ τὸ ἀνοιξιάτικο καὶ τὸ καλοκαιρινὸ Πάσχα θεμελιώνεται καὶ ὑποδηλώνεται στὸν κάθε Χριστιανὸ τὸ αἰώνιο Πάσχα, ἡ αἰώνια ἀνάσταση, πού προσφέρεται στὸν καθένα καὶ μπορεῖ νὰ βιωθεῖ ἀπὸ τὸν καθένα ὄχι μόνο ὡς προσδοκία, ἀλλὰ καὶ ὡς καθημερινὴ ἐμπειρία ζωῆς, ὡς ἐμπειρία ἀγάπης.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΖΑΧΑΡΟΥ

῾Ο Κύριος τρία μόλις χρόνια προτοῦ νά ἐκπληρώσει μέ τή σταυρική Του θυσία τόν προορισμό τῆς Σαρκώσεως καί τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του, ἄρχισε νά φανερώνει στόν κόσμο τή Δύναμή Του, κηρύττοντας καί θαυματουργώντας ποικιλοτρόπως, ἀλλά καί νά μορφώνει τούς Μαθητές Του κατά τήν ῾Εαυτοῦ εἰκόνα, μεταδίδοντάς τους Θεῖο λόγο καί πνευματικά χαρίσματα.

Κλείνοντας τόν τριετῆ αὐτό κύκλο τῆς συναναστροφῆς Του μέ τόν κόσμο, ὁ Διδάσκαλος ζήτησε νά μάθει ἀπό τούς ἴδιους τούς Μαθητές Του γι᾿ Αὐτόν, ὑποβάλλοντας τό ἐρώτημα· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου;» (Ματθ. 16, 13).

῞Οσοι Τόν περιέβαλλαν, κατανοοῦσαν βέβαια ἐν μέρει τή Θεϊκή Του προέλευση καί γι᾿ αὐτό ἔδιναν ποικίλες ἀπαντήσεις. ῾Ο ἅγιος Πέτρος, ὅμως, ἐξέφρασε ἐκ μέρους τῶν Μαθητῶν τήν τελειότερη πίστη, διατυπώνοντας τό λόγο· «Σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16, 16). Καί ὁ Κύριος —μέ τή σειρά Του— μακάρισε τόν Πέτρο, πιστοποιῶντας ὅτι ἡ ὁμολογία αὐτή δέν ἦταν ἀποκάλυψη σαρκός καί αἵματος, ἀλλά δωρεά τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Βεβαίωσε δέ ὅτι ἐπάνω σ᾿ αὐτή τήν ὁμολογία θά στηρίξει καί θά οἰκοδομήσει τήν ᾿Εκκλησία Του «καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18).

᾿Αναμφίβολα, μόνο ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλος —ὄντας ἡ ἀλήθεια— εἶχε τή δυνατότητα νά δώσει προσδιορισμό σαφῆ καί εὐκρινῆ περί ῾Εαυτοῦ. ᾿Ονόμαζε, λοιπόν, τόν ῾Εαυτό Του «Υἱόν ἀνθρώπου», λόγω τῆς ταπεινῆς μορφῆς πού ὡς Υἱός Θεοῦ προσέλαβε ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας. Ταυτόχρονα, ὅμως, εἶχε ἀπόλυτη συνείδηση τοῦ ὕψους τῆς οἰκείας δόξης, τῆς ὁποίας ἔμενε ἀδιάστατος· «οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (᾿Ιω. 3, 13)· καί ἀλλοῦ πάλι προφήτευε ὅτι οἱ ᾿Ιουδαῖοι θά ἔβλεπαν τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα «ὅπου ἦν τό πρότερον» (᾿Ιω. 6, 62).

῾Ωστόσο, ἡ θεόπνευστη αὐτή ὁμολογία τοῦ Πέτρου φανέρωνε πώς οἱ ᾿Απόστολοι εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νά κατανοοῦν τή θεία προέλευση καί, κατά συνέπεια, τήν τελειότητα τοῦ Διδασκάλου τους, καί ὁ Κύριος θέλησε νά τούς ἐνδυναμώσει τήν πίστη αὐτή μέ τή μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ Οὐρανίου Πατρός. ῎Οντως οἱ Μαθητές, ἐκφράζοντας προοδευτικά ὅλο καί μεγαλύτερη ἀφοσίωση καί ἀγάπη πρός τόν Διδάσκαλο, ἦταν φανερό ὅτι ἦταν πιά δεκτικοί μεγαλύτερης ἀποκαλύψεως. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Κύριος ἀποφάσισε νά τούς μυήσει βαθύτερα σέ ὅσα ἐπρόκειτο νά διαδραματισθοῦν στήν ῾Ιερουσαλήμ, στό μυστήριο δηλαδή τῆς ἐπί τοῦ Γολγοθᾶ θυσίας Του.

᾿Επιπλέον, εἶχε φθάσει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου νά τούς μεταδώσει τή στέρεη τροφή τῆς διδασκαλίας Του, ἐκθέτοντας τούς ὅρους τῆς πλησίον Του μαθητείας· «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». ᾿Εκεῖνος ἔμελλε νά πάθει καί νά σταυρωθεῖ στήν ῾Ιερουσαλήμ. Κατ᾿ ἀνάλογο τρόπο, καί οἱ ὀπαδοί Του ἔπρεπε νά ἀψηφίσουν τήν πρόσκαιρη ζωή τους, προκειμένου νά τήν μεταβάλουν σέ αἰώνια ζωή «ἐν τῇ Βασιλείᾳ Του» —κατά τήν ὑπόσχεσή Του— «ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός Αὐτοῦ μετά τῶν ᾿Αγγέλων Αὐτοῦ» (Ματθ. 16, 27).

Μέ τούς λόγους αὐτούς, δηλαδή, ὁ Κύριος ἀφ᾿ ἑνός μέν προεῖπε τά τῆς Σταυρώσεώς Του στήν ῾Ιερουσαλήμ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ πρότεινε ὡς ὅρο μαθητείας κοντά Του τή σταύρωση στόν παρόντα κόσμο, μέ ὑπόσχεση ἀνταποδόσεως «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῆς ἐνδόξου Παρουσίας Του». Καί ἐπειδή ὁ λόγος Του εἶναι εἰς τούς αἰῶνας ἀψευδής, ἔσπευσε νά ἐπισφραγίσει τήν ὑπόσχεσή Του λέγοντας:

«᾿Αμήν λέγω ὑμῖν, εἰσί τινες τῶν ᾧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 16, 28).

Τά προφητικά ἐπίσης αὐτά λόγια τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαίωσαν τήν ἐν δόξῃ ἔλευσή Του καί πραγματοποιήθηκαν ἕξι μέρες ἀργότερα ἐπί τοῦ ῎Ορους Θαβώρ. ῎Ετσι ἑρμηνεύεται καί ἡ λογική ἀκολουθία ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων, πού διαδοχικά περιγράφονται ἀπό τούς Εὐαγγελιστές, ξεκινῶντας ἀπό τό ἐρώτημα τοῦ ᾿Ιησοῦ.

Τό θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι παρά ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι». ᾿Επιπλέον, κατά τή Σοφία Του, ὁ Διδάσκαλος θέλησε νά προετοιμάσει καί νά ἐνισχύσει τούς Μαθητές, ἐν ὄψει τῶν φοβερῶν γεγονότων πού ἐπρόκειτο νά τελεσιουργηθοῦν στήν πόλη τοῦ Θεοῦ, τήν ῾Ιερουσαλήμ. Πράγματι, βλέποντας στό Θαβώρ τή δόξα Του, θά κατανοοῦσαν οἱ Μαθητές ὅτι τό Πάθος καί ἡ Σταύρωσή Του ἦταν ἑκούσια καί θά ἀντλοῦσαν τό ἀπαραίτητο θάρρος καί τήν πίστη ἕως τέλους, ὅτι Αὐτός εἶναι ἀληθῶς τό «ἀπαύγασμα τῆς δόξης» τοῦ Πατρός. Αὐτό εἶναι καί τό νόημα πού προβάλλεται ἀπό τούς δύο βασικούς ὕμνους τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, τό ᾿Απολυτίκιον καί τό Κοντάκιον·

«Μετεμορφώθης ἐν τῷ ῎Ορει, Χριστέ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τήν δόξαν σου, καθώς ἠδύναντο…». «… ἵνα ὅταν σέ ἴδωσι σταυρούμενον, τό μέν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δέ κόσμῳ κηρύξωσιν, ὅτι σύ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ Πατρός τό ἀπαύγασμα.»

Μελετῶντας τά σχετικά χωρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, παρατηροῦμε καί στούς τρεῖς Εὐαγγελιστές, Ματθαῖο, Μᾶρκο καί Λουκᾶ, ὅτι ἀκριβῶς πρίν ἀπό τή διήγηση τῆς Μεταμορφώσεως τοποθετεῖται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «εἰσί τινες τῶν ᾧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. 16, 28), ἤ «… ἕως ἄν ἴδωσι τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μάρκ. 9, 1), ἤ «… ἕως ἄν ἴδωσι τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 9, 27).

Δίνεται δηλαδή ἡ ὑπόσχεση ἀπό τόν ἴδιο τό Χριστό ὅτι σύντομα, κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς τῶν ᾿Αποστόλων, κάποιοι ἀπ᾿ αὐτούς θά δοῦν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῞Οσον ἀφορᾶ δέ τόν ὅρο «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ἔχουν δοθεῖ διάφορες ἑρμηνεῖες. Στήν πλεοιοψηφία τους ὅμως οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποδίδουν τό στίχο αὐτό στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου.

Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ὅσον ἀφορᾶ τό ὕφος τοῦ κειμένου πού περιγράφει τό θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι ἀξιοσημείωτο τό ἑξῆς· Παρόλο πού εἶναι ἀναμφισβήτητα μιά ἀπό τίς πιό ἀποκαλυπτικές Θεοφάνειες καθ᾿ ὅλη τήν ῾Ιερά ῾Ιστορία —πρό καί μετά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ— ἡ ἐξιστόρηση τῶν συμβάντων καί στά τρία συνοπτικά Εὐαγγέλια εἶναι ἐντυπωσιακά ἀπέριττη καί τό ὕφος ἐντελῶς ἁπλό. ᾿Ενῶ τό γεγονός εἶναι μέγα καί ὑπερφυσικό, περιγράφεται μέ ἄκρα συντομία· «… μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς».

Εἶναι ἐν γένει κοινό στοιχεῖο στίς ῞Αγιες Γραφές, ὅσο πιό μεγαλειώδη εἶναι τά ἱστορούμενα γεγονότα καί οἱ Θεῖες ἀλήθειες πού ἐμπεριέχονται σ᾿ αὐτά, τόσο πιό ἀνεπιτήδευτη εἶναι ἡ μορφή τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου πού τά διατυπώνει, μέ ἀποτέλεσμα τήν καταστολή κάθε φαντασίας ἤ εἰκασίας. ῾Ο αἰώνιος καί μυστηριακός χαρακτήρας τέτοιων ῾Ιερῶν γεγονότων εἶναι φύσει εὐγλωττότερος κάθε ρητορικοῦ σθένους, ὑπερέχοντας κάθε νοῦ καί διάνοια. ᾿Επιπλέον, ὁ θεόπνευστος χαρακτήρας τῶν Γραφῶν, μέσω τῆς Θείας Χάριτος, μεταγγίζει ἄπλετη πνευματική δύναμη σ᾿ ὅσους τίς προσεγγίζουν, γιατί εἶναι «Ρήματα Ζωῆς Αἰωνίου».

Κάνοντας μιά προσπάθεια νά προσεγγίσουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τό περιεχόμενο τοῦ κειμένου, διαπιστώνουμε τό μεγαλεῖο τῆς σοφίας, ἀλλά καί τῆς δόξης τοῦ Κυρίου. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, ὅπως σχολιάζει σχετικά ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, «ὁ Κύριος μετά τῶν μαθητῶν τελεῖ ἐν σιωπῇ τήν πορείαν ἐκ τῶν ὁρίων τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἕως τοῦ ῾Ιεροῦ Θαβώρ» (᾿Αρχιμ. Σωφρονίου, ῎Ασκησις καί Θεωρία, σ. 180).

Πολύ εὔστοχα ὁ Γέροντας παρατηρεῖ τά ἑξῆς· ῾Η προαναφερθεῖσα πορεία διήρκεσε ἕξι μέρες καί δέν ἀναφέρεται κατά τή χρονική αὐτή διάρκεια οὔτε ἕνα θαῦμα, οὔτε ἕνα συμβάν. Καί, βέβαια, τό γεγονός τῆς σιωπῆς δέν εἶναι τυχαῖο, ἀλλά ἔχει οὐσιαστική σημασία. Παρατηροῦμε στίς ῞Αγιες Γραφές -καί τήν Παλαιά καί τή Καινή- ὅτι ὅλα τά μεγάλα καί ἀποκαλυπτικά γεγονότα εἶχαν ὡς προπομπό τήν προσευχητική σιγή.

Ξεκινῶντας, ἤδη, ἀπ᾿ τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἐπώαζε ἐν σιωπῇ τήν ἄβυσσο τοῦ μηδενός καί ξαφνικά ὠοτόκησε ὅλη τή Δημιουργία.

῾Ο ᾿Ιακώβ πάλεψε ἐν σιωπῇ ὅλη τή νύχτα μπροστά στόν Θεό. Κι ᾿Εκεῖνος ἔθεσε τή σφραγῖδα τῆς προστασίας πάνω του, γιά νά μπορέσει νά συναντήσει τό θηριώδη ᾿Ησαῦ.

῾Ο Μωϋσῆς ἡσύχασε μέ τό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ γιά σαράντα ἡμέρες καί κατόπιν εἰσῆλθε στό γνόφο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ ἡσύχασε μέ τό λαό ἐπί ἑπτά ἡμέρες γύρω ἀπό τά τείχη τῆς ῾Ιεριχώ· τήν ἕβδομη ἡμέρα ἤχησε ἡ σάλπιγγα κι ἔπεσαν τά τείχη.

῾Ο ᾿Ιώβ τήρησε σιγή γιά ἑπτά ἡμέρες καί στή συνέχεια ὁ λόγος του ὁμοίαζε μέ θύελλα.

῾Ο ᾿Ηλίας ἡσύχασε γιά σαράντα ἡμέρες στό Χωρήβ καί κατέβασε ἄνεμο, σεισμό καί πῦρ ἀπό τούς οὐρανούς.

῾Η ῾Αγία Παρθένος δέχθηκε τό ὑπερφυές μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπό τόν Γαβριήλ, ἐνῶ βρισκόταν σέ νήψη καί σιωπηλή προσευχή.

Καί στή ζωή τοῦ Κυρίου βλέπουμε πάντοτε ὅτι ἐμφανίζει τή δύναμή Του μετά ἀπό ἡσυχία καί σιωπή στό ῎Ορος τῶν ᾿Ελαιῶν ἤ στήν ῎Ερημο.

῾Η ᾿Ανάσταση ἔγινε ἀφοῦ ἐσίγησε γιά τρεῖς ἡμέρες πᾶσα σάρξ βροτεία.

Τό ῞Αγιο Πνεῦμα κατῆλθε κατά τήν Πεντηκοστή, ἐνόσῳ οἱ Μαθητές ἡσύχαζαν ὁμοθυμαδόν.

᾿Ακόμα καί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι Θεοῦ Δύναμις καί Θεοῦ Σοφία, γεννήθηκε ἀπό τή σιωπή τοῦ ᾿Ανάρχου Πατρός καί ἡ ἡσυχία ἑτοιμάζει τόν τόπο τῆς Παρουσίας Του.

Στό τέλος λοιπόν τῆς σιωπηλῆς αὐτῆς πορείας. ὁ Κύριος ἐξέλεξε τούς προκρίτους τῶν Μαθητῶν Του Πέτρον, ᾿Ιάκωβον καί ᾿Ιωάννην. Τόν πρῶτο γιά τή θερμή πίστη καί τήν ἀγάπη πού εἶχε γιά τόν Χριστό, τόν δεύτερο γιά τήν αὐταπάρνηση καί τή διάθεση πού εἶχε νά πιεῖ τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ καί νά μιμηθεῖ τό θάνατό Του καί τόν τρίτο γιά τήν ἀγάπη πού ἀπολάμβανε ἀπό τόν Χριστό καί τήν ἀρετή του.

Τούς Μαθητές αὐτούς ὁδήγησε «εἰς ὄρος ὑψηλόν κατ᾿ ἰδίαν καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν καί ἔλαμψεν τό πρόσωπο αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17, 1). Τό ὄρος αὐτό τῆς θεωρίας εἶναι «ὑψηλόν», (ὅπως ὁ Γολγοθᾶς καί τό «ὑπερῶον» τῆς ῾Ιερουσαλήμ), γιατί εἶναι τόπος πού φανερώθηκε ἡ μεγαλοπρέπεια καί ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, «δόξα ἥν εἶχε παρά τῷ Πατρί πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι» (᾿Ιω. 17, 5).

῾Ο Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡ θαυμαστή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ σέ Φῶς ἔλαβε χώρα κατά τή διάρκεια τῆς προσευχῆς Του· «ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτόν» (Λουκ. 9, 29). Καί πάλι ἐδῶ ὁ Γέροντας σχολιάζει ὅτι ἡ προσευχή αὐτή τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἦταν κατά τό περιεχόμενο ὅμοια μέ ἐκείνη τῆς Γεσθημανῆ, γιατί «ἐλήλυθεν Αὐτοῦ ἡ ὥρα». Δηλαδή, μέ τήν προσευχή Του ὁ Κύριος ἀγκάλιαζε ὅλα τά πλάτη τῶν αἰώνων καί ἔπασχε γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ ᾿Αδάμ. Προσευχόταν γιά τούς ᾿Αποστόλους ἀλλά καί γιά ὅλους πού θά πίστευαν σ᾿ Αὐτόν, «ὅπως φανερωθῇ εἰς αὐτούς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί ὅπως ἡ ἀγάπη, διά τῆς ὁποίας ὁ Πατήρ ἠγάπησε τόν Υἱόν, μένῃ ἐν αὐτοῖς» (῎Ασκησις καί Θεωρία, σ. 181).

Γίνεται σαφές δηλαδή ὡς ἐδῶ ὅτι δύο ἦταν οἱ βασικοί παράγοντες πού συνετέλεσαν στό θαυμαστό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος· ἀφ᾿ ἑνός ἡ ὑπερφυής προσευχή τοῦ Κυρίου καί ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ πίστη τῶν Μαθητῶν στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἤδη εἶχε ὁμολογηθεῖ διά στόματος τοῦ κορυφαίου ἐκπρο σώπου τους, Πέτρου. Δύο προϋποθέσεις δηλαδή, ἡ Θεία ἐνέργεια καί ἡ ἀνθρώπινη συμβολή, συνήργησαν, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη ἄπειρα μεγάλη, ἡ δεύτερη πολύ μικρή ἀλλά ἀπόλυτα ἀναγκαία.

Προσεγγίζοντας τώρα τή φράση ἀκριβῶς πού περιγράφει τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καί πού αἰτιολογεῖ τήν ὀνομασία τοῦ ὑπερφυοῦς Γεγονότος· «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί ἔλαμψεν τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς», παρατηροῦμε τά ἑξῆς.

Πρῶτα παρομοιάζεται ἡ λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου μ᾿ αὐτή τοῦ ἡλίου, γιά νά δείξει τό ὑπέρμετρο, τό ὑπερφυσικό, τό ἀφόρητο στήν ὅραση. Εἶναι ἐμφανής σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας νά περιγράψει τή μορφή τοῦ Θεανθρώπου, ὅπως ἤδη προείπαμε. Καί κατόπιν, τά ἱμάτια παρομοιάζονται -κατά ὑποδεέστερο τρόπο- μέ τό φῶς, στοιχεῖο τοῦ ἥλιου. ᾿Αντανακλοῦν βέβαια τή λάμψη τοῦ Σώματος, ἐπισκιάζονται ὅμως ἀπό τό ἄρρητο φῶς τῆς δόξης τοῦ Προσώπου. Τό φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου ἔχει ὑπερφυσικό χαρακτήρα καί μαρτυρεῖ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἐληλυθυῖα ἐν δυνάμει» κατά τήν ὑπόσχεσή Του. Καί, ἐφόσον ἡ Βασιλεία Του εἶναι καθεαυτή Βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καί τό Φῶς Του εἶναι ῎Ακτιστο καί Αἰώνιο. Τό Φῶς δέ αὐτό τῆς Θεότητος, τό ἔφερε πάντοτε κρυπτόμενο στό σῶμα Του, ὄντας ταυτόχρονα ἀληθινός Θεός καί ἀληθινός ἄνθρωπος, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκαν ὑποστατικά στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου. Τό ἔκρυβε ὅμως ἐν τῷ σώματι Αὐτοῦ, εἰς τρόπον ὥστε νά εἶναι ἀόρατο σέ ὅσους δέν εἶχαν ἀκόμα πνευματικά αἰσθητήρια γιά νά τό ἀντιληφθοῦν.

Ξαφνικά, στό φωτεινό αὐτό πανηγύρι καί τήν ἐκθαμβωτική λάμψη τῆς ὄψεως τοῦ Σωτῆρος, ἥλκυσε τήν προσοχή τῶν τριῶν Μαθητῶν ἡ παρουσία τῶν δύο μεγάλων Προφητῶν, τοῦ Μωϋσέως καί τοῦ ᾿Ηλία, τῶν ἐνδόξων αὐτῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Συνδιαλέγονταν μέ τόν Χριστό καί παρίσταντο ἐνώπιόν Του, μέ τρόπο ὥστε νά εἶναι ἐμφανής ἡ διαφορά τοῦ Δεσπότου ἀπό τούς δούλους. ῾Ο Κύριος τούς συγκάλεσε στήν Παρουσία Του. Καί ἐνῶ ὁ ἕνας εἶχε πεθάνει καί ταφεῖ πρό πολλοῦ καί ὁ ἄλλος εἶχε μεταστεῖ ζωντανός στόν οὐρανό, ὁ Κύριος, ὡς ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, τῶν ἄνω καί τῶν κάτω, συνήγαγε καί τούς δύο ἐνώπιόν Του. ῾Ως ἀντιπρόσωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὑπηρέτες τῆς προετοιμασίας τοῦ μυστηρίου τῆς προαιώνιας βουλῆς Του, ἦλθαν νά παραστοῦν καί νά μαρτυρήσουν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Συνομίλουν δέ μέ τόν ᾿Ιησοῦ, ἀποδεικνύοντας ὅτι ὅλα ὅσα ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες εἶχαν προείπει γύρω ἀπό τό Πάθος καί τήν ᾿Ανάστασή Του θά ἐκπληρώνονταν στήν ῾Ιερουσαλήμ, ὅπως γράφει ὁ Λουκᾶς.

Στή θεσπέσια, μυστηριακή αὐτή ὁμήγυρη τοῦ Χριστοῦ μέ τούς δύο Προφῆτες καί τούς τρεῖς Μαθητές, τό κέντρο ἀναφορᾶς εἶναι βέβαια ὁ Χριστός, ὡς ᾿Αρχηγός τῆς καινῆς κτίσεως πού ἀποκαλύπτει καί Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τῆς Βασιλείας Του.

Κατά τήν ὑπερφυῆ αὐτή σύναξη, πάλι παίρνει τό λόγο ὁ κραταιός Πέτρος, λέγοντας· «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοί μίαν καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν ᾿Ηλίᾳ». ῾Η ὅραση τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ὄντας ἀσυνήθιστα μεγαλειώδης, προκάλεσε ἔπληξη καί ἀπορία. ῾Ο Πέτρος, σάν νά βρισκόταν σέ μακάρια, νηφάλια μέθη, εἶπε· «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». ῾Ο δέ Λουκᾶς προσθέτει ὅτι προέφερε τό λόγο αὐτό «μή εἰδώς ὅ λέγει». Αὐτή, ὡστόσο, ἡ παρέμβαση ἔχει τήν ἑρμηνεία της. ᾿Επειδή ὁ Πέτρος ἀγαποῦσε πολύ τό Διδάσκαλό του, δέν ἤθελε νά ἀπέλθει στά ῾Ιεροσόλυμα κι ἐκεῖ νά πεθάνει. Δέν τολμοῦσε βεβαίως νά ἐμποδίσει τόν Κύριο, ἴσως γιά νά μήν ἐπιτιμηθεῖ καί πάλι «ὡς σατανᾶς καί φρονῶν τά τῶν ἀνθρώπων». ῾Απλῶς, αὐτή τή φορά, ὁ Πέτρος συμβούλευσε μέ μετριοπάθεια «εἰ θέλεις», ἀνεπιτυχῶς ὅμως καί πάλι, ἐφόσον ἐξίσωσε τόν Κύριο μέ τούς δύο θεράποντές Του.

῾Η λέξη «σκηνή» πού ἀνέφερε ὁ Πέτρος, ὑπονοεῖ ἴσως τή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ἤ —κατά ἄλλη ἑρμηνεία— ἐν γένει τή σκηνή τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι πλήρης τῆς δόξης Του. Βέβαια, τήν ἀπάντηση ὁ Πέτρος δέν τήν πῆρε οὔτε ἀπό τό Μωϋσῆ, οὔτε ἀπό τόν ᾿Ηλία, ἀλλά ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Πατέρα· «νεφέλη φωτεινή ἐπεσκίασεν αὐτούς, καί ἰδού φωνή ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». ῾Ο Πατέρας εἶναι ὁ πιό Μεγάλος καί ἀξιόπιστος ἀπ᾿ ὅλους· γι᾿ αὐτό κι ᾿Εκεῖνος πῆρε τό λόγο.

῾Η Νεφέλη δεικνύει τήν πυκνή, ἔντονη παρουσία καί δύναμη τοῦ Θεοῦ, τό ἔνδυμα «τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης» τοῦ Θεοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ ᾿Απόστολος Πέτρος. ῾Η Νεφέλη αὐτή εἶναι ὄντως ἡ θεία σκηνή, σκηνή ἀχειροποίητη, ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται στή Μεταμόρφωση αὐτή, γιά νά διδάξει τούς Μαθητές τί νά γυρεύουν· τά ἄνω, τά θεῖα, τά τέλεια.

Αὐτή ἦταν καί ἡ μεγαλύτερη μακαριότητα γιά τούς ᾿Αποστόλους, τό νά βρεθοῦν δηλαδή κάτω ἀπ᾿ τήν ἴδια στέγη μέ τόν Δεσπότη Χριστό. ῞Οπως μαρτυρεῖ καί ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, πού πέτυχε τήν εἴσοδό του σ᾿ αὐτή τήν ἀχειροποίητη σκηνή καί γεύθηκε τῆς οὐράνιας μακαριότητος, ἐπιθυμοῦσε «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (Φιλ. 1, 23). Κι ἔχοντας τήν πεῖρα αὐτή ἐνεθάρρυνε τούς πιστούς νά μή λυποῦνται μπροστά στό θάνατο, γιατί αὐτός εἶναι τό μέσο μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά συναντήσουμε τόν Κύριο, «καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α´ Θεσ. 4, 17). ῾Η Νεφέλη εἶναι ἡ Παρουσία τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία ἤδη μετέχουν οἱ ᾿Απόστολοι. Εἶναι ἡ πρόγευση τῆς οὐράνιας μακαριότητος τῶν δικαίων. Καί παρόλο πού ἔφερε τή φωνή τοῦ Πατρός, ἡ ἴδια συμβολίζει τό συμπαγές καί ἀδιάρρηκτο ὅλης τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Η φωνή αὐτή ἦλθε ἀπό τή Νεφέλη, γιά νά φανεῖ ἡ θεία προέλευσή της, νά μαρτυρήσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός Μονογενής, Υἱός ἀγαπητός, καί σ᾿ Αὐτόν ἀναπαύεται ὅλη ἡ Εὐδοκία τοῦ Οὐρανίου Πατρός. «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου», δηλαδή Μονογενής καί ῾Ομοούσιος μέ τό Γεννήτορα. «῾Ο ἀγαπητός», πού ἔχει τό ἕνα καί αὐτό θέλημα μέ τόν Πατέρα. «᾿Εν ᾧ εὐδόκησα» προαιωνίως, κατά τήν ἄναρχο ὑποστατική γέννηση, ἀλλά καί ἐν χρόνῳ, κατά τήν ἐνανθρώπηση καί τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Οἱ λόγοι αὐτοί σημαίνουν, κατ᾿ ἐπέκταση, ὅτι «ὁ Υἱός εἶναι τό παντοτινό ὑποστατικό ἀπαύγασμα τῆς δόξης Μου, ἀλλά καί ἡ ἀληθινή εἰκόνα Μου, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἔκτισα τόν ἄνθρωπο· τόν ἄνθρωπο πού ἀποδέχομαι νά συμβασιλεύσει αἰώνια μαζί Μου. Αὐτός ἐκφράζει καί δικαιώνει κι ἐμένα ὡς δημιουργό, ἀλλά καί σώζει ὅλους ὅσοι ὁμοιάσουν καί ἑνωθοῦν μαζί Του».

Τέλος, ἡ φωνή συμπληρώνει· «Αὐτοῦ ἀκούετε». ῎Αν θέλετε δηλαδή Πέτρο, νά μεταμορφωθεῖτε κι ἐσεῖς, καί ὅλοι οἱ ἄλλοι πιστοί, καί νά εἰσέλθετε στήν οὐράνια καί ἀχειροποίητη σκηνή τοῦ «Πρωτοτόκου πάσης κτίσεως», ὑπάρχει μόνο μία ὁδός, «ἡ ὁδός τῶν ἐντολῶν». Αὐτός ἔδειξε τήν ὁδό καί ταυτόχρονα εἶναι ὁ ῎Ιδιος ἡ ῾Οδός πού εἰσάγει στόν Οὐρανό, πέραν τοῦ καταπετάσματος τῆς ὁρατῆς δημιουργίας. ῞Οποιος δεχθεῖ τό σταυρό Του, πού εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων τῶν ἐντολῶν, αὐτός βρίσκει τή δόξα Του. Γι᾿ αὐτό «Αὐτοῦ ἀκούετε».

᾿Εκτός ἀπ᾿ τό κοινό περιεχόμενο μέ τήν προσευχή τῆς Γεσθημανῆ, ὑπάρχει κι ἄλλο κοινό στοιχεῖο στό Θαβώρ. ῞Οπως ἐκεῖ, ἔτσι κι ἐδῶ, οἱ Μαθητές «οἱ σύν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ» (Λουκ. 9, 32). ᾿Εξαντλήθηκαν ἀπό τή συμμετοχή στήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ, καί πάλευαν μέ τόν ὕπνο. Παράλληλα, ὅμως, φαίνεται ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Διδασκάλου ἄγγιξε τήν καρδιά τους καί ἐνήργησε σ᾿ αὐτή, προκαλῶντας τους ἐσωτερικό σεισμό καί «διεγρηγορήσαντες εἶδαν τήν δόξαν αὐτοῦ καί τούς δύο ἄνδρας τούς συνεστῶτας αὐτῷ» (Λουκ. 9, 32).

Καί, βέβαια, ὅταν πραγματοποιεῖται στήν καρδιά τό γεγονός τῆς Παρουσίας τοῦ ῾Αγίου τῶν ῾Αγίων, πῶς εἶναι δυνατόν νά ὑπνώσει ὁ ἄνθρωπος; ῾Η προσευχή, δηλαδή, ὑπερνίκησε τήν ἀσθένεια τῆς σαρκός καί τούς χάρισε τή θέα τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, μέσω τοῦ Φωτός τῆς θεότητός Του. Εἶδαν ἔτσι τόν Χριστό καί τούς Προφῆτες «ἐν τῷ φωτί», ἐνῶ παράλληλα καί οἱ ἴδιοι —προσευχόμενοι— ἦσαν πλήρεις φωτός. Γι᾿ αὐτό τό λόγο καί οἱ ῞Αγιοι, κατά τρόπο φυσικό, ἀγρυπνοῦν, ἀφοῦ πρωτίστως ἀγρυπνεῖ ἡ καρδιά τους.

᾿Από τόν τρόπο τῆς περιγραφῆς, στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, διακρίνεται μία κλιμάκωση τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως. Στήν ἀρχή, οἱ ᾿Απόστολοι διατηροῦσαν τίς παραστάσεις καί τήν αἴσθηση τοῦ ὁρατοῦ κόσμου πού τούς περιέβαλλε. Στή συνέχεια, ὅμως, ὅταν ἐντάθηκε τό Φῶς κι ἑπομένως ἡ Παρουσία τοῦ Θεοῦ, μεταφέρθηκε ὁλοκληρωτικά τό πνεῦμα τους ἀπό τά ὁρατά καί πρόσκαιρα στά ἀόρατα καί αἰώνια. ῾Η νεφέλη, πού τούς κάλυψε, ἦταν τό Φῶς καί ἡ Πνοή τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Κι ἐνῶ στήν ἀρχή ἔβλεπαν τόν Μεταμορφωθέντα Κύριο, κατά σάρκα, ἔπειτα δέν Τόν ἔβλεπαν, γιατί ἔγινε Πνεῦμα, καί αὐτοί Τόν θεωροῦσαν πλέον μόνο «κατά πνεῦμα» (῎Ασκησις καί Θεωρία, σ. 182).

᾿Η Νεφέλη τῆς δυνάμεως καί παρουσίας τοῦ Θεοῦ, σέ συνδυασμό μέ τή φωνή τοῦ ἀνάρχου Γεννήτορος, ὑπῆρξε ἡ ὑπέρτατη στιγμή τῆς Θαβώρειας Θεοφάνειας. Συγκλόνισε δέ τούς ᾿Αποστόλους κι «ἔπεσαν ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα». Δέν μπόρεσαν νά χωρέσουν τό πλήρωμα καί τήν τελειότητα τοῦ Φωτός πού τούς ἐμφανίσθηκε. Προσέπεσαν στή γῆ, δείχνοντας τήν ἀδυναμία τους, ἀλλά καί τή λατρευτική τους στάση.

Σίγουρα, ἡ ὅραση τῶν ᾿Αποστόλων ὑπερεῖχε κατά πολύ τῆς ὁράσεως τοῦ Μωϋσέως στό Σινᾶ καί τοῦ ᾿Ηλία στό Χωρήβ. Παρ᾿ ὅλη τήν προπαρασκευαστική συναναστροφή πού εἶχαν οἱ ᾿Απόστολοι μέ τόν Κύριο, ἡ φύση δέν μποροῦσε ὡστόσο νά ἐναρμονισθεῖ πλήρως μέ τό Φῶς τῆς θεότητος, γιατί ὁ Κύριος δέν εἶχε ἀκόμα δοξασθεῖ· «καί οὕπω γάρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον». Μετά ὅμως τήν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου, βλέπουμε στό βιβλίο τῶν Πράξεων, ὅτι οἱ ᾿Απόστολοι ὁμιλοῦσαν μέ τόν ἀναστάντα Κύριο, πρόσωπο μέ Πρόσωπο, καί ὄρθιοι. Τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο εἶχε ἐνισχύσει καί μετασχηματίσει τή φύση τους, γιά νά μπορεῖ νά βαστάζει τή θεϊκή Παρουσία.

᾿Ενῶ βρίσκονταν κατακείμενοι οἱ Μαθητές στή γῆ, τούς πλησίασε ὁ ᾿Ιησοῦς καί τούς ἀνόρθωσε, ἀποδιώχνοντάς τους τό φόβο καί ἐνθαρρύνοντάς τους. Πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει πώς ὅσο βρισκόμαστε στή γῆ, ἡ μεσιτεία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἀνόρθωσή μας. ῏Ηταν ἀπαραίτητη ἡ κατάβαση ᾿Εκείνου πρός ἐμᾶς, γιά νά ἐπιτύχουμε κι ἐμεῖς τήν ἄνοδό μας στή Βασιλεία Του.

῞Οταν τέλος, οἱ ᾿Απόστολοι συνῆλθαν ἀπό τή μακαρία αὐτή ἔκσταση τῆς ὁράσεως «οὐδένα εἶδον εἰ μή τόν ᾿Ιησοῦν μόνον» (Ματθ. 17, 8). Παρέμεινε μόνο ὁ ᾿Ιησοῦς, γιά νά καταστεῖ ἀπόλυτα σαφές ὅτι γι᾿ Αὐτόν δόθηκε ἡ μαρτυρία τοῦ Πατρός.

῾Η Μεταμόρφωση ἦταν μιά διδαχή γιά τούς ᾿Αποστόλους. Τούς δίδαξε ὅτι ὁ Μεσσίας, μέ τό Πάθος πού θά ὑφίστατο, δέν θά ἔχανε τή δόξα τῆς Βασιλείας Του, ἀφοῦ ἔχει οὐράνια καί ὄχι γήινη προέλευση. ῎Ηξεραν πιά ὅτι, κι ἄν ἀκόμη ὁ Μεσσίας ἀτιμαζόταν ἀπό τούς ἀνθρώπους, θά παρέμενε αἰώνια ἀγαπητός καί εὐάρεστος στόν Θεό. Γιατί ὁ Υἱός εἶναι ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός.

῎Αν ἡ διδαχή αὐτή ἦταν δύσκολα κατανοητή γιά τούς τρεῖς Μαθητές πού ὑπῆρξαν οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς μεγαλοπρεποῦς Θαβώρειας δόξης, πολύ πιό ἀκατάληπτη θά ἦταν γιά ἐκείνους πού δέν μετεῖχαν καθόλου στή θεωρία αὐτή. Γι᾿ αὐτό καί πολύ σοφά ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολή, ἡ ὀπτασία νά μή λεχθεῖ σέ κανένα καί νά παραμείνει μυστική «ἕως οὗ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17, 9). ῾Η δόξα τῆς ᾿Αναστάσεως, μετά τό Πάθος, θά ἐνίσχυε καί τή δόξα τῆς Μεταμορφώσεως. ᾿Εξ ἄλλου, μετά τήν ἔλευση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, θά εἶχαν ἤδη τήν ἐσωτερική μαρτυρία ὅτι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό Πάθος καί ὁ Σταυρός Του.

῾Η Μεταμόρφωση ἀποτελεῖ ἐσχατολογική φανέρωση. ῎Ελαβε χώρα τή συγκεκριμένη στιγμή γιά νά στηρίξει τούς Μαθητές στή δοκιμασία τοῦ Πάθους τοῦ Διδασκάλου τους, ἔχει ὅμως διαχρονική σημασία καί ἀποσκοπεῖ στό νά ἐνισχύσει κι ἐμᾶς στή πίστη τοῦ Χριστοῦ. ᾿Εκεῖνος πού μεταμορφώθηκε στό Θαβώρ καί ἔδειξε τή δόξα Του στούς ἐκλεκτούς Μαθητές Του, μέλλει καί πάλι νά ἔλθει μετά δόξης «κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Καί ἀπ᾿ ὅ,τι μᾶς παραδίδουν οἱ ῞Αγιοι τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἡ ἔσχατη ᾿Επιφάνεια τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι πολύ πιό ἔνδοξη ἀπό ἐκείνη τῆς Μεταμορφώσεως.

Κατά τή Θαβώρεια Μεταμόρφωση, ὁ Κύριος ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος καί ἡ δόξα Του περιέλαβε τούς δύο προφῆτες καί τούς τρεῖς Μαθητές. Κατά τήν ἔσχατη ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, ἡ λάμψη τῆς ἀστραπῆς τοῦ Προσώπου Του θά καλύψει ὅλη τήν οἰκουμένη καί θά εἶναι «ἀπ᾿ ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν», ἤ —ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος— «ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ». ῞Οσοι μέν δέν θά ἀναμένουν τό σωτήριον τοῦ Θεοῦ «κόψονται», θά θρηνήσουν δηλαδή ἀπαράκλητα. Οἱ στρατιές δέ ὅλων τῶν ἀγγέλων καί οἱ χοροί ὅλων τῶν ῾Αγίων καί δικαίων —ἀνά τούς αἰῶνας— θά συναχθοῦν στήν Παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ᾿Ανθρώπου, μέ ἀναστημένα καί ἀφθαρτοποιημένα σώματα, καί θά λάμψουν «ὡς ὁ ἥλιος». Αὐτό πού φανέρωσε ὁ Κύριος στή Μεταμόρφωση, θά εἶναι ἡ κατάσταση τῶν σεσωσμένων στή Βασιλεία Του. ῾Η δόξα τῆς Μεταμορφώσεως δέν ἦταν παρά μέρος μόνο ἐκείνης τῆς δόξας πού θά λάβει χώρα στή Δευτέρα Παρουσία.

Τό θέμα τοῦ Θαβωρείου Φωτός εἶναι ἐν γένει πολύ οἰκεῖο καί προσφιλές στήν ᾿Ορθόδοξη ῾Ησυχαστική Παράδοση, ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ Κύριος μεταμορφώθηκε ἐνόσῳ προσευχόταν. Αὐτό εἶχε ὡς σκοπό νά δώσει σ᾿ ἐμᾶς τύπο ζωῆς. Οἱ ὀρθόδοξοι ἡσυχαστές προσκαρτεροῦν στήν προσευχή, στή μονολόγιστη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Η εὐχή αὐτή τοῦ ᾿Ιησοῦ ‒ὅπως ὀνομάζεται‒ τοποθετεῖ τόν προσευχόμενο στήν Παρουσία τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, τόν ῾Οποῖο ἐπικαλεῖται. ῞Οταν αὐξηθεῖ ἡ ἐνέργεια αὐτή τῆς προσευχῆς καί ἡ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ πυκνώσει καί κυριαρχήσει μέσα στόν ἄνθρωπο, τότε, ὅπως ἀναφέρει καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, ἡ αἰώνια ἡμέρα τοῦ Κυρίου «διαυγάζει καί φωσφόρος ἀνατέλλει» μέσα στήν καρδιά. Καί, ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός, τότε ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται ἐπί τήν ὄντως ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας. Μετά τό φωτισμό αὐτό, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει πῶς νά πορευτεῖ ἐνώπιον τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ καί νά «ἐπιτελέσει ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Του».

Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, ὁ Θεός εἶπε· «Γενηθήτω Φῶς καί ἐγένετο Φῶς». Αὐτό τό Φῶς ἦταν τό ἄκτιστο δημιουργικό Φῶς τῆς Θεότητος, πού ἅπλωσε ὁ Θεός πάνω ἀπό τήν ἄβυσσο τοῦ μηδενός καί ὠοτόκησε ὅληλη τήν ποικιλόμορφη κτίση. Τό φῶς τό αἰσθητό τοῦ ἥλιου δημιουργήθηκε τήν τέταρτη μέρα, ἀπό εὐσπλαχνία καί πρόβλεψη τοῦ Θεοῦ, γιά τή συμφορά πού θά εὕρισκε τόν ἄνθρωπο λίγο ἀργότερα, χάνοντας τό νοητό φῶς του. ᾿Αλλά καί στά τέλη τῶν αἰώνων ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καί τά ἄστρα θά σβήσουν. ῾Η μέλλουσα καί ἀεί μένουσα ἐκείνη πόλη τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό φέγγος τους, ἀφοῦ θά καταλάμπεται ἀπό τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τό λύχνο τοῦ ἐσφαγμένου —πρό καταβολῆς κόσμου— ἀρνίου.

᾿Εκείνη ἡ μέρα τοῦ Κυρίου θά εἶναι μία διαρκής Μεταμόρφωση, γι᾿ αὐτό καί λέγεται ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας. ῞Οπως λέγει τό βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ὅσοι ἀξιωθοῦν νά δοῦν τήν ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Κυρίου δέν θά ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ἥλιο. Θά λατρεύουν τόν Θεό μέ ἀνακεκαλυμμένα πρόσωπα· καί θά βλέπουν τό πρόσωπό Του· καί τό ὄνομα Του θά εἶναι γραμμένο στά μέτωπά τους· «καί νύξ οὐκ ἔσται ἔτι, καί οὐ χρεία λύχνου καί φωτός ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός φωτιεῖ αὐτούς καί βασιλεύσουσιν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (᾿Αποκ. 22, 5).

Πρῶτος μάρτυρας τῆς Μεταμορφώσεως καί τῆς ζωῆς τῶν ἐσχάτων εἶναι ὁ κραταιός καί Μέγας ᾿Απόστολος Πέτρος. Στό ᾿Αποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μαρτυρεῖ γιά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καί μᾶς παροτρύνει νά δείξουμε ἐπιμέλεια, ὥστε νά ἐπιχορηγηθεῖ καί σ᾿ ἐμᾶς πλουσίως ἡ εἴσοδος στήν αἰώνια καί ἀνέσπερη Βασιλεία.

Τέτοιοι μάρτυρες εἶναι καί οἱ ῞Αγιοι ὅλων τῶν αἰώνων. Καί στή δική μας ἐποχή, ὁ Κύριος δέν ἄφησε τή δόξα Του ἀμάρτυρο. Στό βίο τοῦ δικοῦ μας ῾Αγίου Σιλουανοῦ βλέπουμε μία παρόμοια μ᾿ αὐτή τοῦ Πέτρου ἐμπειρία. Τό πρῶτο κοινό στοιχεῖο εἶναι ὅτι μετά ἀπό θερμή καί ἀδιάλειπτη προσευχή ἀξιώθηκε καί ὁ ῞Αγιος Σιλουανός νά δεῖ τόν Ζῶντα Χριστό στόν τόπο τῆς εἰκόνας Του, μέ τή λάμψη τοῦ Φωτός τῆς Θεότητός Του. Κατόπιν, ὅπως ἁπλῆ εἶναι ἡ περιγραφή τῶν Εὐαγγελίων γιά τή Μεταμόρφωση, ἔτσι ἁπλῆ εἶναι ἡ διήγηση τῆς ὁράσεως τοῦ ῾Αγίου. Τά ἐνεργήματα ὅμως τῆς ἐνδόξου αὐτῆς θέας τοῦ Κυρίου εἶναι μεγαλειώδη καί ἀνεξάλειπτα. Καθορίζουν δηλαδή ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς ὅλη τήν ὕπαρξη αὐτοῦ πού δέχθηκε τήν ῞Οραση, ὡς «πνευματικός γενετικός κώδικας».

῾Ο ῞Αγιος, κατά τήν ὅραση αὐτή πού ἦταν σάν ἀστραπή, ἐνεπλήσθη Πνεύματος ῾Αγίου. ῎Εκτοτε καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα του ποθοῦσαν νά πάσχουν γιά τόν Χριστό, πού πρῶτος ἔπαθε γιά μᾶς. Πλατύνθηκε ἡ καρδιά του καί μέ τήν προσευχή του περιέβαλε ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς. Γνώρισε τήν ἀνεκλάλητη ταπείνωση καί ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καί γιά τούς ἐχθρούς, γεγονός πού, ὅπως ὁ κορυφαῖος Πέτρος, δέν μποροῦσε μέχρι τέλους νά λησμονήσει.

῾Ο Πέτρος στό Θαβώρ ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία νά μείνει ἐκεῖ μέ τόν Χριστό γιά πάντα. Καί ὁ ῞Αγιος Σιλουανός δέν μποροῦσε ποτέ νά λησμονήσει τήν ἄφατη ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, τό πρᾶο καί ταπεινό Του βλέμμα καί συνεχῶς ἔκραζε·

«Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριον

καί μετά δακρύων ζητῶ Αὐτόν».

Κάνοντας κι ἕναν ἄλλο παραλληλισμό μεταξύ τῶν δύο πρωτοκορυφαίων ᾿Αποστόλων, βλέπουμε τό ἑξῆς· ῾Η πείρα τῆς Μεταμορφώσεως πού εἶχε ὁ κρα ταιός Πέτρος καί ἡ πείρα τῆς οὐράνιας ἁρπαγῆς καί ὀπτασίας, τῆς ὁποίας ἀξιώθη κε ὁ ᾿Απόστολος τῶν ᾿Εθνῶν Παῦλος, ἐνεργεῖ στήν ψυχή τέτοια ἀγάπη πού νικᾶ τό θάνατο· ῾Ο μεγάλος ἀπόστολος Πέτρος μέ θεία ἔμπνευση ἑτοιμάζεται νά ἀποθέσει τό σκῆνος του ἀπό τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό, ὅπως ὁ ἴδιος περιγράφει στό ᾿Αποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς. ῾Ο ἰσοστάσιός του Παῦλος ποθεῖ «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» καί τίποτε, οὔτε ζωή οὔτε θάνατος ἤ ἄλλο τι μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

῎Αν ἐξετάσουμε καί τό δικό μας μάρτυρα ὅσιο Σιλουανό, συναντᾶμε τήν ἴδια ἀγάπη·

«῾Η ψυχή μου πλησίασε τό θάνατο καί ποθεῖ πάρα πολύ νά δεῖ τόν Κύριο καί νά μείνει αἰώνια μαζί Του».

«῾Η ψυχή ἀγαπᾶ τόν Κύριο κι ὅ,τι τήν ἐμποδίζει νά κρατᾶ τό νοῦ κοντά στόν Θεό, τήν στεναχωρεῖ. Κι ἄν τόσο εὐχαριστεῖται στή γῆ ἡ ψυχή ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα, πολύ περισσότερο θά εὐδαιμονῆ ἐκεῖ μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. ῏Ω Κύριε, πόσο ἀγάπησες τό πλάσμα Σου!»

῾Η ψυχή μου, Κύριε, εἶναι ἀπασχολημένη μαζί Σου ὅλη τή μέρα καί ὁλόκληρη τή νύχτα. Τό Πνεῦμα σου μέ ἑλκύει νά Σέ ζητῶ καί ἡ μνήμη Σου εὐφραίνει τό νοῦ μου. ῾Η ψυχή μου Σέ ἀγάπησε καί χαίρεται, γιατί Σύ εἶσαι ὁ Θεός μου καί ὁ Κύριός μου, καί Σέ ποθεῖ δακρύζοντας. Παρότι ὅλα εἶναι ὡραῖα στόν κόσμο, ἐντούτοις κανένα γήινο δέν μέ χαροποιεῖ καί ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ μόνο τόν Κύριο.

Ψυχή πού γνώρισε τόν Θεό δέν μπορεῖ νά τήν σαγηνεύσει τίποτε στή γῆ, ἀλλά ὁρμᾶ ἀκατάπαυστα στόν Κύριο καί φωνάζει σάν τό μικρό παιδάκι πού ἔχασε τή μητέρα του·

«Διψᾶ ἡ ψυχή μου γιά Σένα καί Σ᾿ ἀναζητῶ μέ δάκρυα».

῾Η ψυχή ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι σάν νά παραφρόνησε. Κάθεται, σιωπᾶ, δέν θέλει νά μιλᾶ· καί κοιτάζει σάν παράφρονη τόν κόσμο καί δέν τόν ἐπιθυμεῖ καί δέν τόν βλέπει. Καί οἱ ἄνθρωποι δέν γνωρίζουν πώς αὐτή βλέπει τόν ἀγαπημένο Κύριο καί ὁ κόσμος ἔμεινε πίσω της κι ἔπεσε στή λησμονιά, κι ἡ ψυχή δέν θέλει νά τόν προσέχει, γιατί δέν ὑπάρχει σ᾿ αὐτόν ἡ ἄφθαρτη γλυκύτητα.

῎Ετσι συμβαίνει στήν ψυχή, πού γνώρισε τή θεϊκή γλυκύτητα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.

«῏Ω Κύριε, δῶσε μας τήν ἀγάπη Σου αὐτή, σ᾿ ὅλο τόν κόσμο!

῏Ω Πνεῦμα ῞Αγιο, ζῆσε μέσα στίς ψυχές μας

Γιά νά δοξάζωμε ὅλοι μέ μιά φωνή τόν Ποιητή,

Πατέρα, Υἱό καί ῞Αγιο Πνεῦμα. ᾿Αμήν» (᾿Αρχιμ. Σωφρονίου, ῞Αγιος Σιλουανός σ. 621-623).

Αὐτός ὁ θησαυρός τῆς γνώσεως τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ φυλάττεται στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας μας.

Δόξα τῷ Κυρίῳ σύν πᾶσι τοῖς ῾Αγίοις Αὐτοῦ, ἐν ᾿Εκκλησίᾳ ἀμολύντῳ καί ἁγίᾳ Αὐτοῦ. ᾿Αμήν.