Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

ΜΗ ΛΥΠΑΣΑΙ ΚΑΙ ΜΗΝ ΠΙΚΡΑΙΝΕΣΑΙ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Νὰ γνωρίζεις ὅτι πολλὲς φορὲς θὰ αἰσθανθεῖς τὸν ἑαυτό σου νὰ ἐνοχλεῖται καὶ νὰ λείπει ἀπὸ μέσα του αὐτὴ ἡ ἁγία εἰρήνη καὶ γλυκιὰ μοναξιὰ καὶ ἀγαπητὴ ἐλευθερία, καὶ μερικὲς φορὲς μπορεῖ νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς σου μία σκόνη, ποὺ θὰ σὲ ἐνοχλήσει στὴν πορεία ποὺ πρόκειται νὰ ἐκτελέσεις.

Καὶ αὐτό σοῦ τὸ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ μεγαλύτερο καλό σου. Θυμήσου ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πόλεμος ἀπὸ τὸν ὁποῖον οἱ ἅγιοι ἔλαβαν τὰ στεφάνια τῶν μεγάλων μισθῶν. Σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σὲ συγχύζουν πρέπει νὰ πεῖς: «Κύριέ μου, βλέπεις ἐδῶ τὸν δοῦλο σου, ἂς γίνει σὲ μένα τὸ θέλημά σου. Γνωρίζω καὶ τὸ ὁμολογῶ ὅτι ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων σου παραμένει πάντοτε σταθερὴ καὶ οἱ ὑποσχέσεις σου εἶναι ἀψευδεῖς καὶ σ’ αὐτὲς ἐλπίζω. Ἐγὼ παραμένω μόνον γιὰ σένα». Εὐτυχισμένη, βέβαια, εἶναι ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ προσφέρεται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὸν Κύριό της, κάθε φορᾶ ποὺ ἐνοχληθεῖ ἢ συγχυσθεῖ. Καὶ ἂν παραμείνει ὁ πόλεμος αὐτὸς καὶ δὲν μπορέσεις ἔτσι γρήγορα, ὅπως θέλεις νὰ ἑνώσεις τὸ θέλημά σου μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὴν δειλιάσεις γι’ αὐτὸ οὔτε νὰ λυπηθεῖς.

Ἀλλὰ συνέχισε νὰ προσφέρεις τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ προσκυνᾶς καὶ θὰ νικήσεις. Ρίξε μία ματιὰ καὶ στὸν κῆπο ποὺ ἦταν ὁ Χριστός σου καὶ ποὺ τὸν ἀποστρεφόταν ἡ ἀνθρωπότητα λέγοντας: «Πατέρα, ἂν εἶναι δυνατό, ἂς παρέλθει τὸ ποτήριο αὐτὸ ἀπὸ ἐμένα». Ἀλλὰ ἀμέσως διέταξε νὰ βάλει τὴν ψυχή του σὲ μοναξιὰ καὶ μὲ ἕνα θέλημα ἁπλὸ καὶ ἐλεύθερο ἔλεγε μὲ πολὺ βαθειὰ ταπείνωση: «ἀλλὰ ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλὰ ὅπως Ἐσὺ» (Μάτθ. 26,39).

Ὅταν βρίσκεσαι σὲ κάποια δυσκολία, μὴν ὑποχωρήσεις καθόλου, ἂν δὲν ὑψώσεις πρῶτα τὰ μάτια σου στὸ Χριστό, πάνω στὸ σταυρό, καὶ θὰ δεῖς τυπωμένο ἐκεῖ μὲ μεγάλα γράμματα ὅτι κι ἐσὺ πρόκειται νὰ ὁδηγηθεῖς στὴν θλίψη ἐκείνη καὶ τὸν τύπο αὐτὸν ἀντέγραψε τὸν μὲ τὰ ἔργα στὸν ἑαυτό σου, καὶ ὅταν καμμιὰ φορᾶ ἐνοχληθεῖς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου, μὴν δειλιάσεις, οὔτε νὰ χωρισθεῖς ἀπὸ τὸ σταυρό, ἀλλὰ τρέξε σὲ προσευχὴ καὶ δεῖξε ὑπομονὴ στὴν ταπείνωση, μέχρις ὅτου νικήσεις τὴν θέλησή σου καὶ θελήσεις νὰ γίνει σὲ σένα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἀφοῦ ἀναχωρήσεις ἀπὸ τὴν προσευχή, συγκεντρώνοντας μόνον τὸν καρπὸν αὐτόν, νὰ σταθεῖς χαρούμενος. Ἀλλὰ ἂν δὲν ἔφθασε σ’ αὐτὸ ἡ ψυχή σου, ἀκόμη παραμένει νηστικὴ καὶ χωρὶς τὴν τροφή της. Ἀγωνίζου ὥστε νὰ μὴν κατοικήσει στὴν ψυχή σου κανένα ἄλλο πράγμα, οὔτε γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα, παρὰ μόνον ὁ Θεός.

Μὴ λυπᾶσαι καὶ μὴν πικραίνεσαι γιὰ κανένα πράγμα, οὔτε νὰ παρατηρεῖς τὶς πονηριὲς καὶ τὰ κακὰ παραδείγματα τῶν ἄλλων, ἀλλὰ ἂς εἶσαι σὰν ἕνα μικρὸ παιδί, ποὺ δὲν ὑποφέρει ἀπὸ καμμία ἀπὸ τὶς πικρίες αὐτές, ἀλλὰ τὰ ξεπερνᾶ ὅλα χωρὶς καμμία βλάβη.

Πηγή:www.i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.com

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

ΔΕΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΠΟΝΟ

Ο πόνος είναι ξένος προς το σχέδιο του Θεού και δεν δημιουργήθηκε από Αυτόν

Ότι ο Θεός δεν θέλει ουσιαστικά τον πόνο, τούτο φανερώνεται με σαφήνεια από το γεγονός ότι δεν τον δημιούργησε στην απαρχή της δημιουργίας και ούτε τον πρόσθεσε μεταγενέστερα σε αυτή. Είναι ξένος προς το θείο σχέδιο σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο και τα υπόλοιπα όντα της δημιουργίας, όπως αυτό εκδηλώνεται από τις απαρχές του και στους αιώνες των αιώνων.

Ο καθολικά αγαθός χαρακτήρας και η απουσία του κακού από καθετί που δημιούργησε ο Θεός υπογραμμίζονται στο βιβλίο της Γενέσεως, τόσο για κάθε στάδιο της δημιουργίας: «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν» (πρβλ. Γεν. 1, 4.8.10.12.18.21.25), όσο και στο τέλος αυτής για το σύνολό της. Με μια διατύπωση που επιμένει στο γεγονός ότι όλα όσα δημιούργησε ο Θεός ήταν πολύ καλά: «Και είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. 1, 31).

Στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι το κείμενο έχει υπόψη του μόνο το ηθικό κακό και όχι τα φυσικά κακά [στο εξής: «δεινά» (Σ.τ.Μ.)] καθώς η έννοια του ηθικού κακού δεν θα ήταν ακόμη δυνατόν να έχει αποκτήσει νόημα, δεδομένου ότι ούτε ο άνθρωπος είχε πλαστεί ακόμη ούτε και ο πονηρός ήταν παρών στον παράδεισο.

Από την πλευρά τους, οι Πατέρες, όταν αναφέρονται στο «κακό» έχουν υπόψη τους το ηθικό κακό, καθώς και τα δεινά, στα οποία ανήκει και ο πόνος ως ένα στοιχείο με βαρύνουσα σημασία. Δεν κάνουν λόγο πάντα γι’ αυτόν αφού τον εξετάζουν χωριστά. Ομιλούν όμως για τη νόσο, τη φθορά και τον θάνατο, με τα οποία συνδέεται δικαιολογημένα: καθώς συχνότατα συνοδεύει την ασθένεια, συνδέεται με τη φθορά, καθώς και με τις περισσότερες από τις διαδικασίες που οδηγούν στον θάνατο. Οι Πατέρες αναφέρονται επίσης και στο παθητό (στην παθητότητα): ο όρος υποδηλώνει ότι είναι δυνατόν να προσβληθεί κάποιος από τα φυσικά πάθη, μεταξύ των οποίων ο πόνος κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις.


Επομένως, οι Πατέρες διαβεβαιώνουν ότι όλα αυτά απουσίαζαν στην απαρχή της δημιουργίας, καθώς ο Θεός δεν τα είχε θέσει εκεί και ούτε είχε τον σκοπό να συμβεί κάτι τέτοιο. Σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «δεν δημιούργησε τίποτε με κακό σκοπό, Αυτός που οργάνωσε όλο το σύμπαν σύμφωνα με το αγαθό». Στο ερώτημα: «Κι από πού προέρχονται oι αρρώστιες; Από πού οι σωματικές βλάβες και οι αναπηρίες;», ο άγιος Βασίλειος Καισαρείας απαντά ότι δεν δημιουργήθηκαν από τον Θεό, αφού ο Θεός δημιούργησε μόνο τη φύση και όχι αυτό που εκτρέπεται από τη φύση (όπως οι ασθένειες) για να την αποστραφεί και να υπάρχει ακόμα και σε αντίθεση με τη φύση [«παρά φύση» στο εξής (Σ.τ.Μ.)]: «Γιατί ούτε αγέννητη είναι η αρρώστια ούτε βέβαια και δημιούργημα του Θεού. Οι ζωντανοί οργανισμοί πλάστηκαν με την κατασκευή που τους αρμόζει σύμφωνα με τη φύση [«κατά φύση» στο εξής (Σ.τ.Μ.)], και ήρθαν στη ζωή αρτιμελείς, αρρώστησαν όμως όταν ξέφυγαν από την κατά φύση κατασκευή τους. Γιατί την υγεία του τη χάνει κάποιος είτε γιατί ακολουθεί κακό τρόπο ζωής είτε εξαιτίας οποιουδήποτε παράγοντα που προκαλεί αρρώστιες. Επομένως ο Θεός έπλασε το σώμα, και όχι την ασθένεια». Με τον ίδιο τρόπο εκφράζεται και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «… ο Θεός […] δεν δημιούργησε… νόσους και ασθένειες»17.

Σε ό,τι αφορά τον πόνο κυριολεκτικά, ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής διαβεβαιώνει ρητά ότι «ο Θεός που δημιούργησε τη φύση των ανθρώπων, δεν συνδημιούργησε ταυτόχρονα με αυτή την ηδονή και την οδύνη σε αναφορά με την αισθητική δύναμη, αλλά προσάρμοσε σε αυτή μια νοερή δύναμη με την προοπτική της ηδονής, που να επιτρέπει στον άνθρωπο να απολαμβάνει τον Θεό με άρρητο τρόπο». Ο ίδιος συμπληρώνει: «την εσωτερική μεταβολή της φύσης προς το πάθος, τη φθορά και τον θάνατο δεν τη δέχτηκε (έλαβε) ο άνθρωπος από τον Θεό καταρχάς». Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι από τον πρώτο άνθρωπο «απούσιαζε το πάθος, επειδή ήταν αντίτυπο και πορτρέτο Αυτού που δεν γνωρίζει το πάθος». Και ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός διαβεβαιώνει ότι ο Θεός μάς ήθελε για πάντα απαθείς (επομένως, μεταξύ των άλλων, και απαλλαγμένους από τον πόνο).

Δημιουργός των δεινών είναι ο Θεός: μια αιρετική άποψη.

Οι Πατέρες ενδιαφέρονται να διαβεβαιώσουν ότι ο Θεός δεν είναι ο δημιουργός των δεινών, ειδικότερα όταν υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων να αντικρούσουν και να αναιρέσουν δόγματα που έθεταν σε κίνδυνο τη χριστιανική πίστη: για ποικίλους λόγους ο πλατωνισμός, ο γνωστικισμός, ο μανιχαϊσμός, ο νεοπλατωνισμός, ο ωριγενισμός και ο πελαγιανισμός υποστήριζαν το αντίθετο, ότι δηλαδή ο Θεός είναι ο ποιητής των κακών.

(1) Οι πλατωνικοί φιλόσοφοι επιβεβαίωναν μεν ότι ο Θεός δεν ήταν ο ποιητής των δεινών, θεωρούσαν ωστόσο ότι η απαρχή του κακού βρισκόταν στην αταξία της προϋπάρχουσας ύλης, η οποία και χρησιμοποιήθηκε από τον Δημιουργό για την κατασκευή του κόσμου, από την πλευρά τους οι νεοπλατωνικοί έβλεπαν την πηγή του κακού περισσότερο ως μια βαθμιαία κατάπτωση, μια παραμόρφωση της ύλης, μια απώλεια του είναι και του αγαθού της, που ήταν αποτέλεσμα της απομάκρυνσής της από τον Ένα από τον Οποίο και προερχόταν. Τα δύο αυτά φιλοσοφικά ρεύματα θεωρούσαν ότι το κακό οφειλόταν κατά ένα μέρος, για τον άνθρωπο, στην πτώση της ψυχής του στο σώμα. Την ίδια ιδέα, δηλαδή αυτή του στενού δεσμού ανάμεσα στο κακό και την ύλη, συναντάμε και πάλι στον ωριγενισμό που έχει δεχτεί την ισχυρή επίδραση του νεοπλατωνισμού. [Η πηγή της κεντρικής ιδέας του ωριγενισμού για το συγκεκριμένο ζήτημα εντοπίζεται εν μέρει στο έργο Περί αρχών του Ωριγένη και στα Κεφάλαια γνωστικά του Ευαγρίου του Ποντικού].

Πολλοί Πατέρες αντικρούουν τούτη την αντίληψη. Για παράδειγμα, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης (που συχνά αδικείται κατατασσόμενος στο ρεύμα του νεοπλατωνισμού, ενώ στην πραγματικότητα δίνει μεγάλη βαρύτητα στην αναίρεση του νεοπλατωνισμού εκ των έσω, χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες αυτού για να προσδώσει σε αυτές χριστιανικό νόημα) υπογραμμίζει: «Και αυτή [η ύλη] μετέχει στην τάξη, την ομορφιά και τη μορφή». Ο Θεός, όταν έπλασε τον κόσμο, χρησιμοποίησε την ύλη ως «απαραίτητη (όπως λένε) […] για την ολοκλήρωση του σύμπαντος»· επομένως, αναρωτιέται ο Αρεοπαγίτης: «Πώς λοιπόν ο Αγαθός (Θεός) θα χρησιμοποιούσε για τη δημιουργία κάτι (από το) κακό»;

(2) Κυρίως όμως, ήταν εναντίον του δόγματος των Μανιχαίων που κλήθηκαν να δώσουν μάχη οι Πατέρες (και ιδιαίτερα οι Βασίλειος Καισαρείας, Γρηγόριος Νύσσης, Κύριλλος Ιεροσολύμων και Ιωάννης ο Χρυσόστομος), εξαιτίας της επίδρασης που το συγκεκριμένο ρεύμα σκέψης ασκούσε στους κόλπους του χριστιανισμού· άλλωστε είναι γνωστή η σύνδεση του μανιχαϊσμού με τις απαρχές του γνωστικισμού και του μαζντεϊσμού [ζωροαστρισμού (Σ.τ.Μ.)]. Οι Μανιχαίοι δέχονταν την αΐδιο προΰπαρξη δύο Αρχών, μίας για το αγαθό και μίας για το κακό. Αντιμετωπίζοντας το συγκεκριμένο δόγμα, ο άγιος Βασίλειος προσδιορίζει: «Γιατί ούτε (το κακό) είναι αγέννητο, σύμφωνα με κάποιο λόγο των ασεβών, που εξισώνουν και θεωρούν ισότιμη την πονηρή φύση με την αγαθή, ωσάν να ήταν και οι δύο χωρίς αρχή, ωσάν να προηγούνταν κάθε δημιουργίας· ούτε βέβαια έχει γεννηθεί (από τον Θεό)». Οι Μανιχαίοι πρόβαλλαν την ένσταση ότι ο Θεός δεν ήταν δυνατό να μην προβλέπει τα δεινά που θα συνέβαιναν στην ανθρωπότητα και ότι Αυτός τα είχε δημιουργήσει με πλήρη επίγνωση: «Γιατί αυτά», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «τα παρουσιάζουν με έμφαση όσοι έχουν παρασυρθεί από την απάτη των μανιχαϊκών δογμάτων, ώστε να επιβάλλουν την πλάνη τους, διότι αποδεικνύουν με αυτό τον τρόπο ότι ο Δημιουργός της ανθρώπινης φύσης είναι πονηρός. Γιατί, αν πραγματικά κανένα από τα όντα δεν ξεφεύγει από τη γνώση του Θεού, και αν ο άνθρωπος είναι βυθισμένος στα δεινά, είναι αδύνατο να παραμένει ακέραιο το δόγμα για την αγαθότητα του Θεού, καθώς ο άνθρωπος θα έχει κληθεί στην ύπαρξη προορισμένος να ζει μέσα στα δεινά». Και συνοψίζει ο άγιος Γρηγόριος το μανιχαϊκό δόγμα ως εξής: «Καθώς η φύση του σώματος που είναι σύνθετη και οδεύει στη διάλυση υπόκειται αναγκαστικά σε παθήματα και ασθένειες, και καθώς τα παθήματα αυτού του είδους σε κάποιο βαθμό συνοδεύονται από αίσθηση οδύνης, θεωρούν ότι η δημιουργία του ανθρώπου είναι έργο ενός πονηρού Θεού». Ανασκευάζοντας τούτο το εσφαλμένο δόγμα, ο άγιος Γρηγόριος διακηρύσσει ότι «η ευθύνη για το κακό δεν βαρύνει τον Θεό» και ότι «δεν είναι δυνατόν, λογικά, να δηλώνει κάποιος μικρόψυχα ότι υπεύθυνος για τα δεινά είναι ο Δημιουργός της ανθρωπότητας».

(3) Μερικοί Πατέρες επίσης (και κυρίως ο ιερός Αυγουστίνος) βρέθηκαν στην ανάγκη να βεβαιώσουν, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν τους πελαγιανούς, ότι ο Θεός δεν είχε καμιά ευθύνη στην απαρχή των δεινών που επηρεάζουν την ανθρωπότητα. Οι πελαγιανοί βέβαια (Πελάγιος, Ιουλιανός Αικλάνων, Κελέστιος) δεν δήλωναν ρητά ότι ο Θεός είναι ο ποιητής των δεινών. Τούτη η θέση όμως συναγόταν έμμεσα από την παραδοχή τους ότι ο Αδάμ είχε πλαστεί με τη δυνατότητα της φθοράς, υπέκειτο στα πάθη (συνεπώς και στον πόνο) και ήταν θνητός. Η συγκεκριμένη αντίληψη αντικρούστηκε από τον ιερό Αυγουστίνο και καταδικάστηκε από Σύνοδο που συγκλήθηκε στην Καρθαγένη το 418. Επαναλήφθηκε όμως εν μέρει από ορισμένους συγγραφείς της Ανατολής στο πλαίσιο μιας υπέρμετρης αντίδρασης εναντίον του δόγματος του ιερού Αυγουστίνου, (το οποίο αντιμετώπιζε μεν τον πελαγιανισμό, εμφάνιζε δε εσφαλμένες θέσεις). Κάποια ίχνη πελαγιανισμού εντοπίζονται στον Διόδωρο Ταρσού και στον μαθητή του Θεόδωρο Μοψουεστίας. Εντούτοις, πρέπει να αναφερθεί ότι η συγκεκριμένη αντίληψη παρέμεινε τελείως στο περιθώριο.

Ο ισχυρισμός ότι τα δεινά δημιουργήθηκαν από τον Θεό αποτελεί άρνηση του αγαθού Θεού, και συνεπώς άρνηση του Θεού.

Ο αγαθός Θεός δεν θα μπορούσε να έχει εισάγει στην ανθρώπινη φύση τα δεινά που εντοπίζουμε τώρα σε αυτή. «Καθώς ο άνθρωπος αποτελεί έργο του Θεού», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ο Οποίος χάρη στην αγαθότητά Του έφερε τούτο το πλάσμα στη ζωή, δεν θα ήταν δυνατόν κάποιος, σκεπτόμενος λογικά, να υποπτευθεί, ότι αυτός που οφείλει την ύπαρξή του στην αγαθότητα, έχει βυθιστεί από τον Δημιουργό του μέσα στα δεινά· […] κάποια άλλη είναι η αιτία για την παρούσα κατάσταση της ύπαρξής μας και την αποστέρησή μας από μια πιο ευνοϊκή και ζηλευτή κατάσταση»35.

Η θεώρηση του Θεού ως αρχής και πηγής του κακού οδηγεί στην άρνηση της αγαθότητάς Του. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης γράφει ότι «δεν είναι αλήθεια ότι ο Θεός είναι πηγή του κακού. Γιατί θα έπρεπε να αρνηθεί την αγαθότητά Του, διαψεύδοντας τον λόγο Του ότι δημιουργεί και φέρνει στο φως της ημέρας μόνο αγαθά πράγματα».

Επομένως, η άρνηση της αγαθότητας του Θεού οδηγεί στην άρνηση Αυτού του ίδιου του Θεού, επειδή ο Θεός είναι Αγαθότητα. 0 Μέγας Βασίλειος τοποθετεί εκείνον που πιστεύει ότι ο Θεός είναι ο ποιητής των δεινών στην ίδια θέση με τον άθεο. «Είναι λοιπόν ανόητος και άμυαλος, πραγματικά στερημένος από νου και σύνεση, αυτός που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει Θεός. Του μοιάζει πολύ και δεν έχει τίποτε να ζηλέψει σε ανοησία και αυτός που ισχυρίζεται ότι ο Θεός είναι υπεύθυνος για τα δεινά. Γιατί τοποθετώ στο ίδιο επίπεδο την αμαρτία τους, καθώς ο καθένας από τους δύο με τον ίδιο τρόπο αρνείται τον Αγαθό. Ο μεν πρώτος λέει ότι αυτή η Ύπαρξη δεν υπάρχει καθόλου, ο δε δεύτερος αποφαίνεται ότι δεν είναι Ύπαρξη αγαθή. Πραγματικά, αν Αυτός είναι υπεύθυνος για τα δεινά, είναι φανερό ότι δεν είναι αγαθός. Έτσι και από τις δύο πλευρές προκύπτει άρνηση του Θεού».

Ο πόνος αποτελεί τμήμα μιας παρά φύση πραγματικότητας, που συνιστά απουσία του αγαθού.

Η θέση του Μεγάλου Βασιλείου συνδέεται με τη γενικότερη αντίληψη σύμφωνα με την οποία το κακό είναι μια παρά φύση πραγματικότητα. Η αντίληψη αυτή απαντά και στον Γρηγόριο Νύσσης που σημειώνει ότι το κακό «εμφυτεύθηκε στη φύση παρά φύση». Την ίδια ιδέα βρίσκουμε επίσης και στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη.

Η θέση του Μεγάλου Βασιλείου συνδέεται επιπλέον με την αντίληψη ότι το κακό, στις διάφορες διαβαθμίσεις του, συνιστά απώλεια ή απουσία του αγαθού. «Να μη θεωρείς καθόλου ότι ο Θεός είναι υπεύθυνος για την ύπαρξη του κακού», γράφει, «ούτε να φαντάζεσαι ότι το κακό έχει δική του υπόσταση. […] Γιατί το κακό αποτελεί στέρηση του αγαθού. Ο οφθαλμός έχει δημιουργηθεί, η τύφλωση όμως συνέβη με την απώλεια των ματιών». Η συγκεκριμένη αντίληψη επαναλαμβάνεται και από τους αγίους Γρηγόριο Νύσσης, Διονύσιο Αρεοπαγίτη και Μάξιμο Ομολογητή. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «κάθε κακία χαρακτηρίζεται από τη στέρηση του αγαθού, χωρίς να υπάρχει καθαυτή». Και τούτο τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν να είναι ο Θεός δημιουργός αυτής: «Επομένως το μη ον δεν έχει υπόσταση, και αυτό που δεν έχει υπόσταση δεν είναι έργο Εκείνου που δημιούργησε όσα έχουν υπόσταση. Η ευθύνη, λοιπόν, του κακού δεν πέφτει στον Θεό, τον ποιητή των όντων και όχι τον δημιουργό των μη όντων δεν πέφτει σε Αυτόν που δημιούργησε την όραση και όχι την τύφλωση». Και στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, η συγκεκριμένη αντίληψη αναπτύσσεται πιο αναλυτικά. Επισημαίνει ότι «η ύπαρξη του κακού πρέπει να θεωρηθεί απλώς τυχαία, και με ξένη, διαφορετική φύση [ως προς τον Θεό και τη φύση που Αυτός δημιούργησε (Σ.τ.Μ.)]». «Το κακό δεν είναι παρά ένα ατέλεστο αγαθό», «μια υποβάθμιση και ανεπάρκειά του». «Καταστρέφει την ύπαρξη των όντων», και ο μοναδικός ρόλος του είναι να διαφθείρει και να καταστρέφει. Προέρχεται «από πολλές και επιμέρους ανεπάρκειες», «ούτε βέβαια τα κακά παράγονται από λόγους και δυνάμεις [θετικές], αλλά μάλλον από την αδυναμία, την ανεπάρκεια και τη μη αρμονική ανάμειξη ετερογενών στοιχείων». Το κακό μέσα μας δεν αποτελεί παρά μόνο «απώλεια και ατέλεια των οικείων αγαθών».

Αναφορικά λοιπόν με τα δεινά που επηρεάζουν και προσβάλλουν τη φύση, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι το κακό «συνίσταται στη φθορά της φύσης», στην εξασθένηση και κατάπτωση των φυσικών έξεων, ενεργειών και δυνάμεων, όπως σημειώνει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο οποίος και προσδιορίζει επιπλέον: «… το κακό δεν εντοπίζεται στα σώματα […]. Ασθένεια είναι η απώλεια της μορφής και η στέρηση της τάξης».

Με άλλα λόγια, η ασθένεια και ο πόνος που συνδέεται με την ασθένεια αντιστοιχούν σε κατάρρευση και φθορά της υγείας, την οποία, σύμφωνα με τους Πατέρες, ο άνθρωπος γνώριζε τόσο στην ψυχή του όσο και στο σώμα του.

Ο άνθρωπος στην παραδείσια κατάστασή του αγνοούσε τον πόνο.

Ομόφωνα οι Πατέρες επιβεβαιώνουν ότι στην αρχέγονη κατάστασή του, στον παράδεισο, ο άνθρωπος αγνοούσε τον πόνο τόσο σε ψυχολογικό και ηθικό όσο και σε φυσικό επίπεδο.

Όλοι υπενθυμίζουν την πραότητα, τη χαρά, την τέρψη, την έντονη πνευματική μακαριότητα και το κάλλος που γευόταν ο άνθρωπος στον παράδεισο, τα οποία και τον τοποθετούσαν όχι μόνο πέρα από κάθε είδους πόνο, αλλά και από κάθε ηδονή.

Και τούτη η κατάσταση συμβάδιζε με μιαν άλλη, πνευματικής, ψυχικής και σωματικής απαρτίωσης, την οποία δεν μπορούσε τίποτε να φθάσει. Ο άγιος Δωρόθεος Γάζης παρατηρεί ότι, στην αρχή ο άνθρωπος «ζούσε στη χαρά του παραδείσου, […] έχοντας υγιές το σύνολο των δυνάμεών του [των αισθήσεών του (Σ.τ.Μ.)], στην κατά φύση κατάσταση, όπως ακριβώς είχε δημιουργηθεί». Κατά τον ίδιο τρόπο, και ο Ησαΐας ο Αναχωρητής σημειώνει ότι, στην αρχέγονη κατάστασή του, ο άνθρωπος «είχε υγιείς τις δυνάμεις [αισθήσεις] και σταθερές στην κατά φύση κατάστασή τους». Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης υπογραμμίζει ότι η υγεία (ψυχική και σωματική) του ανθρώπου στην αρχέγονη κατάστασή του ήταν συνέπεια της ενάρετης ζωής του: «Κάποτε, το ανθρώπινο γένος, όπως μπορούμε να το κατανοήσουμε, απολάμβανε την υγεία, καθώς τα στοιχεία της […] ήταν ισόρροπα μέσα μας, σύμφωνα με τους νόμους της αρετής».

Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί γενικά ότι ο άνθρωπος ζούσε «στον παράδεισο μια ζωή από την οποία απούσιαζε κάθε λύπη». Ο Μέγας Αθανάσιος κάνει λόγο για «ήσυχη, ήρεμη και πραγματικά μακάρια ζωή». Και ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός παρατηρεί ότι «ο Δημιουργός, ο Θεός μας, ήθελε να είμαστε αμέριμνοι, να μη μας απασχολούν χίλια δύο πράγματα ούτε η ζωή μας να είναι επιρρεπής στην αγωνία, αλλά να έχουμε όλα τα αγαθά που είχαν τύχει στον Αδάμ». Ορισμένοι Πατέρες ορίζουν με ακρίβεια ότι πάθη όπως η λύπη και ο φόβος (τα οποία θεωρούν με την ευρεία σημασία τους και κατά τη γνώμη τους αποτελούν σημαντικές, πηγές ψυχολογικού και ηθικού πόνου) ήταν άγνωστα στον άνθρωπο κατά την αρχέγονη κατάστασή του, καθώς «τα πάθη αυτά […] δεν ήταν πρωταρχικά συστατικά της φύσης του ανθρώπου».

Προκειμένου ειδικότερα για το σώμα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Αν θέλεις να ξέρεις πώς ήταν ο άνθρωπος όταν βγήκε από τα χέρια του Θεού, ας πάμε στον παράδεισο, κι ας δούμε ποιον άνθρωπο μόλις τοποθέτησε εκεί ο Θεός. Γιατί το σώμα εκείνο δεν ήταν φθαρτό· […] αλλά όπως κάποιος ανδριάντας που μόλις βγήκε από το καμίνι λάμπει εκτυφλωτικά, έτσι κι εκείνο το σώμα ήταν απαλλαγμένο από κάθε αδυναμία και έλλειψη εντοπίζουμε σε αυτό σήμερα…». Και ο ίδιος επιβεβαιώνει επιπλέον ότι, στην αρχική κατάστασή του, ο άνθρωπος, «μολονότι ντυμένος με σώμα δεν υπέφερε καθόλου από τα σωματικά […] ούτε είχε κάτι άλλο ανάγκη» ούτε είχε αδυναμίες και αλλοιώσεις που βιώνει σήμερα. Ο Μέγας Αθανάσιος, σκεπτόμενος ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα, σημειώνει ότι ο άνθρωπος ζούσε «στον παράδεισο ζωή χωρίς λύπη, πόνο και έγνοιες».

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης παρατηρεί ότι «στην αρχή της δημιουργίας, η φύση μας ήταν αγαθή και ζούσε σε αγαθό περιβάλλον». Ανάμεσα στα αγαθά που είχε στην αρχή ο άνθρωπος «η απουσία κάθε λύπης» (τό άλυπον) καταλάμβανε αναμφισβήτητα σημαντική θέση. Αφορούσε τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα: για την οδύνη, «για τις σωματικές δοκιμασίες […] που έχουν συνδεθεί πολύπλοκα με τη φύση μας, δεν είχε η ανθρωπότητα καμία γνώση στην αρχή της δημιουργίας». Πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού, ο άνθρωπος μετείχε κατά την ψυχή και το σώμα του όλων των θείων αγαθών. «Ενδεχομένως τούτη η διαβεβαίωση μπορεί να αντιμετωπίσει τον αντίλογο από εκείνον που βλέπει την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων και φαντάζεται ότι πείθει για την αναλήθεια τούτου του λόγου, με το επιχείρημα ότι ο σημερινός άνθρωπος βρισκόμενος μακράν από την κατοχή εκείνων των αγαθών, εμφανίζεται σε μας σε μια σχεδόν εντελώς αντίθετη κατάσταση. Αλήθεια, πού εντοπίζεται ο θείος χαρακτήρας της ψυχής; Πού είναι η απουσία του φυσικού πόνου; Και πού είναι αυτή η αιωνιότητα; Η σύντομη διάρκεια της ζωής μας, ο επώδυνος χαρακτήρας της κατάστασής μας, ο προορισμός που υπόκειται στην αλλοίωση, η προδιάθεση να υποφέρουμε όλους τους συνδυασμούς φυσικών και ηθικών νοσημάτων, τους οποιουσδήποτε, και άλλους παρόμοιους, είναι τα επιχειρήματα με τα οποία θα κατατροπώσει τη φύση μας, πεπεισμένος ότι με αυτό τον τρόπο ανατρέπει τον λόγο που ήδη εκθέσαμε σχετικά με τον άνθρωπο. Κι όμως […] ο αφύσικος και αλλόκοτος χαρακτήρας των συνθηκών της ανθρώπινης ζωής σήμερα, δεν αρκεί για να αποδείξει ότι ουδέποτε ο άνθρωπος ήταν κύριος τούτων των αγαθών». Για το άγιο Γρηγόριο, η άποψη ότι μπορούμε να έχουμε τα αγαθά της αρχέγονης φύσης δεν μπορεί παρά να μας κάνει να υπομένουμε περισσότερο τα τρέχοντα δεινά: «Κι όποιος κάνει λόγο για τις σωματικές δοκιμασίες που είναι κομμάτι της ύπαρξής μας, για τις τόσες αρρώστιες για τις οποίες στην αρχή της δημιουργίας η ανθρώπινη φύση δεν είχε γνώση, μάλλον θα χύσει ακόμη περισσότερα δάκρυα, όταν θα συγκρίνει τη μακαριότητα [πριν από την πτώση] με τη δυστυχία, τα δεινά [τα τωρινά] με τα [αλλοτινά] αγαθά».

Σε άλλο σημείο, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης εξηγεί ότι στην κατάσταση που είχε πλαστεί, ο άνθρωπος δεν είχε μέσα του ούτε τη δυνατότητα να πάσχει, δηλαδή να έχει όχι μόνο πονηρά πάθη αλλά και φυσικά, και επομένως δεν είχε τη δυνατότητα να υποφέρει: «Ο άνθρωπος, αυτό το λογικό και σκεπτόμενο ζώο, είναι έργο και αντίτυπο (μίμημα) της θείας και ανόθευτης (ακήρατης) φύσης – γιατί στη διήγηση για τη δημιουργία του κόσμου έχει γραφεί σχετικά ότι “κατ’ εικόνα Θεού έποίησεν αύτόν”. Τούτο λοιπόν το ζώο, ο άνθρωπος, δεν είχε εκ φύσεως ούτε ως ιδιότητα ενωμένη με τη φύση του την παθητότητα και τη θνητότητα κατά την πρώτη δημιουργία του. Γιατί δεν θα ήταν δυνατόν να εξασφαλίσει και να διασώσει την έννοια της εικόνας, αν η ομορφιά που αναπαράγεται βρισκόταν σε αντίθεση με το Πρωτότυπο. Αργότερα όμως, και μετά την ολοκλήρωση της πρώτης κατασκευής, εισήλθε η παθητή φύση μέσα του».

Συναντάμε και πάλι στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή την απουσία της παθητότητας (και συνεπώς της οδύνης) από τη φύση του ανθρώπου στην αρχέγονη κατάστασή της: «Την εσωτερική μεταβολή της φύσης προς το παθητό, τη φθορά και τον θάνατο, […] ο άνθρωπος δεν την είχε στην αρχή». Σε σχόλιό του σε χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, στο οποίο ο τελευταίος υπενθυμίζει τη γυμνότητα του Αδάμ πριν από την πτώση, ο Μάξιμος διακρίνει σε αυτή την κατάσταση της αρμονίας και ισορροπίας που χαρακτήριζε τότε το ανθρώπινο σώμα και η οποία απέκλειε κάθε δυσαρμονία και εσωτερική σύγκρουση που θα είχε ως συνέπεια την οδύνη: «Υποπτεύομαι, λοιπόν, ότι αυτά τα αναφέρει, θέλοντας να δώσει κάποια ένδειξη της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στη σύσταση του ανθρώπινου σώματος στον προπάτορα Αδάμ πριν από την πτώση, και σε αυτή που παρατηρούμε τώρα σε μας να μας κρατά υπό την επιρροή της. Τότε δηλαδή ο άνθρωπος δεν παρασυρόταν πότε προς τη μια πλευρά και πότε προς την άλλη, από αντίθετες μεταξύ τους ιδιότητες που κατέστρεφαν οι μεν τις δε, στο πλαίσιο της σύστασης του σώματος. Όχι, παρέμενε όπως ήταν αυτός ο ίδιος χωρίς μεταβολή και απορροή· ήταν ανεπηρέαστος από την αδιάκοπη αλλαγή και από την εναλλασσόμενη επικράτηση αυτών των ιδιοτήτων, ωσάν, διά της χάρης, να μην έπαυε να έχει μερίδιο στην αφθαρσία, χωρίς το μαστίγιο με αυτές τις αιχμές, όμως με προφανώς τελείως διαφορετική σύσταση σε αρμονία με το σώμα του και ιδιότητες απλές και ειρηνικές. Έτσι ο πρώτος άνθρωπος ήταν γυμνός, όχι γιατί δεν είχε σάρκα ή σώμα, αλλά γιατί δεν είχε αυτή την παχύτερη σύσταση του σώματος [που έχει σήμερα], και η οποία καθιστά τη σάρκα και θνητή και τραχιά».

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Jean Claude Larchet “Ο Θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων“, Εκδόσεις “Εν πλω”. Στο βιβλίο μπορεί ο αναγνώστης να βρει τις παραπομπές του παρόντος αποσπάσματος)

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΓΛΥΦΑΔΑΣ

Ὁ κόσμος συνήθως γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα, σὰν τὴ γιορτὴ  μίας βολικῆς ἀγάπης, ποὺ αἰωρεῖται μέσα στὸ φαρισαϊκὸ  καὶ ὑπὸ πτώχευση «φάντασμα-πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων».  Καθιερώθηκαν δυστυχῶς τὰ Χριστούγεννα ὡς τὸ ἐπαιτειακὸ πυροτέχνημα μίας ἀγάπης, ποὺ εἶναι ἐπιδερμικὴ καὶ ἀτελής, καρπὸς κάθε σκοτισμένης καὶ ἐγκλωβισμένης στὰ ἀνικανοποίητα πάθη ψυχῆς.

Ὁ «ἄχριστος» (χωρὶς Χριστὸ) χριστιανός, ἀγνοεῖ ὅτι ἡ γιορτὴ γίνεται μόνο ἂν δεῖ, τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ περπατήσει 365 μέρες τὸ χρόνο ὁ Χριστὸς στὰ μονοπάτια καὶ πεζοδρόμια τῆς γής, μέσα ἀπὸ τὰ δικά του πόδια. Γιορτάζει πραγματικὰ Χριστούγεννα, ὄχι αὐτὸς ποὺ δίνει καὶ παίρνει δῶρα, ἀλλὰ ὅποιος εἶναι ἀπὸ μόνος του, τὸ πιὸ ὑπέροχο δῶρο γιὰ ὅλους τους ἄλλους. Τί ἄλλο δηλαδὴ μπορεῖ νὰ ἔχει σημασία, ἀπὸ τὸ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος, ἕνας «κανονικὸς» χριστιανός, δηλαδή, «ὁ Χριστὸς» πάνω στὴ γῆ; Τότε μόνο τὰ Χριστούγεννα γίνονται μία ζωντανὴ διαρκῆς γιορτὴ καὶ ὄχι μία θεατρικὴ ἐπιθεώρηση περιορισμένη στοὺς μπιχλιμπιδάτους στολισμούς, στὰ ἐθιμοτυπικὰ δῶρα, οἰκογενειακὰ τσιμπούσια καὶ....ὀλιγοήμερη φιλανθρωπικὴ διάθεση. 

Ἡ Ἐκκλησία, μᾶς ζητάει κάτι εὔκολο: Ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε οἱ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, νὰ πᾶμε μὲ τὴ χάρη του, στὴν ἀγάπη Του.

Σὲ αὐτὴν τὴν πορεία πρὸς τὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεό, συντονιζόμαστε, μὲ τὴν προσευχή, νηστεία, μετάνοια, Θεία Κοινωνία. Ὅλα αὐτά, ἀρχίζουν μὲ προϋπόθεση τὸν κόπο καὶ διάθεση τοῦ πιστοῦ, ἀλλὰ καρποφοροῦν καὶ τελειώνονται μὲ τὴν κάθαρση/φωτισμὸ/ θέωση, ποὺ εἶναι δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. («Πᾶν δώρημα τέλειον, ἄνωθέν ἐστι κατεβαῖνον» ποὺ σημαίνει: Κάθε τέλειο, αἰώνιο καὶ πλῆρες δῶρο προέρχεται, δίνεται μόνο ἀπὸ τὸν Θεό… λόγος εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεό, μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία). Ἐμεῖς ἁπλά, ἀνοίγουμε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς, δείχνουμε τί θέλουμε καὶ λέμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ: ΝΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΜΟΙΑΣΩ, ΚΑΝΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ. ΚΑΝΕ ΜΕ «ΠΡΙΓΚΙΠΑ» ΣΤΗ «ΒΑΣΙΛΕΙΑ» ΣΟΥ.

Ὁ Θεός, μέσα στὴν ἀπέραντη ἀγάπη του, ἔγινε ἕνα μὲ τὸν ἄνθρωπο, γενόμενος κανονικός, γνήσιος ἄνθρωπος. Ἔτσι ἤθελε νὰ κάνει ἀπὸ πάντα, αὐτὴ ἦταν ἡ λαχτάρα του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἔγινε ἕνας ἀπό μας, ἀπὸ ὠφελιμιστικὸ ὑπολογισμό, γιὰ νὰ γίνει χρήσιμος στὴν κοινωνία. Ἦρθε, γιατί ἁπλά μας ἀγαποῦσε καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ γίνει ὁ συνάνθρωπός μας. Ἐπὶ τὴν εὐκαιρία, μᾶς ἔσωσε, ἀφοῦ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴ βάπτισε μέσα στὸ φῶς τῆς Θεότητας. Λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Τὸ ἀπρόσληπτο εἶναι καὶ ἀθεράπευτο». Ὅ,τι δηλαδὴ δὲν τὸ ἀκουμπήσει καὶ προσλάβει ὁ «γιατρός», αὐτὸ δὲ θεραπεύεται ἀπὸ μακριά. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ὡς θεάνθρωπος μέσα στὸ Σῶμα Του, «ἀκουμπᾶ» τὸν κάθε ἀσθενῆ, τὸν κάθε ταλαίπωρο ἀπὸ τὴν σπαστικὴ ἁμαρτία ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει.

Ἂς ἔρθουμε λοιπὸν τώρα στὸν καθένα ἀπό μας. Βλέπω κάτι γύρω μου ἀρρωστημένο; Κοινωνῶ μὲ φιλότιμο τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸν δέχομαι σὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη καὶ γίνεται ἡ νέα μου δύναμη καὶ ὄρεξη γιὰ δράση. Τότε φωτίζεται τὸ μυαλό μου καὶ λέω: Ἀντὶ νὰ διαμαρτύρομαι καὶ νὰ ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὸν κάθε «ἄρρωστο», καλύτερα δὲν εἶναι νὰ τὸν ἀκουμπήσω, ὅπως ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσω πρὸς τὴ θεραπεία; Καὶ ἐπειδὴ φοβᾶμαι πὼς δὲν ἔχω τὶς δυνάμεις νὰ τὸ κάνω, ἂς πῶ: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ: Ἐσύ μου ἔδωσες τὴν εὐθύνη νὰ εἶμαι τώρα πάνω στὴ γῆ. Ἀφοῦ εἶμαι εἰκόνα σου, μὲ τὴ δύναμή σου, ξέρω πὼς μπορῶ νὰ ἀκουμπήσω αὐτὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, νὰ τὰ γιατρέψω. Σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν ἀποκτήσω ἐγωΪσμὸ κάνοντας τό, σὲ παρακαλῶ, φώτισε μέ, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος καὶ μπορεῖ νὰ πέσω σὲ ἀδυναμία ἢ χειρότερα σὲ περηφάνια! Θέλω ὅμως νὰ κάνω, ὅ,τι κάνεις ἐσὺ σὲ μένα. Μοῦ δίνεις τὴ δύναμη; Τότε, θὰ τολμήσω νὰ ἀκουμπήσω ὅποιον «ἄρρωστο» καὶ ἁμαρτωλὸ εἶναι γύρω μου, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσω, χωρὶς καὶ ἐγὼ νὰ ἁμαρτήσω, χωρὶς κι ἐγὼ νὰ «ἀρρωστήσω». Ἐπαληθεύεται τότε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ νὰ μὴ σᾶς πειράζουν.» 

Αὐτὸ τὸ παράδοξο θαῦμα τὸ βλέπω συνεχῶς μὲ ἀνθρώπους χαμένους, πόρνες, ἀναρχικούς, φρικιά… Ἂν τοὺς πλησιάσεις καὶ δεῖς πίσω ἀπὸ τὸ βάψιμο καὶ τὰ μαλλιά, ἂν δεῖς πίσω ἀπὸ ὅ,τι κάνουν καὶ τοὺς πεῖς ἕναν καρδιακὸ λόγο, εἶναι σὰ νὰ πέφτει ἠλεκτροσὸκ πάνω τους. «Ξεσηκώνονται», ἀλλάζουν καὶ τότε λέω: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΠΗΛΑΙΟ! ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΑΤΝΗ!

Απόσπασμα από την τηλεοπτική εκπομπή «Αρχονταρίκι» της ΕΡΤ.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΒΑΡΝΑΒΑ

Ο άγιος Φιλάρετος ήταν έγγαμος και πατέρας τριών τέκνων. Ήταν αγρότης στο επάγγελμα, καλός οικογενειάρχης και άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τον Θεό και είχε πλούσια πνευματική ζωή. Επειδή ήταν φιλόθεος, γι’ αυτό ήταν και φιλάνθρωπος και πολύ ελεήμων. Είχε μεγάλη καρδιά γεμάτη από αληθινή αγάπη καί, όπως ο πατριάρχης Αβραάμ, ήταν φιλόξενος και πάντα προθυμος στην διακονία του “πλησίον”. Άλλωστε δεν μπορούσε να συμβαίνη διαφορετικά επειδή, όποιος αγαπά πολύ τον Χριστό, δεν μπορεί παρά να αγαπά αληθινά και τους αδελφούς του “τούς ελαχίστους”. 

Ακόμα και εκείνη την περίοδο της ζωής του που από κάποιες συγκυρίες επτώχευσε και “τάφερνε δύσκολα”, και τότε “έδειξε θαυμαστή καρτερία, όπως ο Ιώβ, και συνέχισε να αγαθοεργή μέχρι υπερβολής. Και ο Θεός, που είδε την ακαταγώνιστη πίστη του, οικονόμησε με την πρόνοιά Του, ώστε ο Κωνσταντίνος ο γιός της βασίλισσας Ειρήνης, να πάρη για γυναίκα του την εγγονή του Αγίου, Μαρία, τον δε Φιλάρετο να τιμήση με το αξίωμα του Υπάτου”, (Υπουργού θα λέγαμε σήμερα).

Αλλά και τότε, που απέκτησε πλούτο και δόξα, εξακολουθούσε να είναι καλόκαρδος, απλός και προσιτός. Όταν πλησίασε η ώρα της εξόδου του από τον μάταιο αυτό κόσμο, κάλεσε τους συγγενείς, τα παιδιά και τα εγγόνια του καί, αφού τους έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και νουθεσίες, κατέληξε: “Παιδιά μου, μη ξεχνάτε ποτέ την φιλοξενία, μη επιθυμείτε τα ξένα πράγματα, μη λείπετε ποτέ από τις ακολουθίες και λειτουργίες της Εκκλησίας, και γενικά όπως έζησα εγώ, έτσι να ζήτε και εσείς.”. Και αφού τα είπε αυτά, ξεψύχησε με την φράση “γενηθήτω το θέλημά Σου”.

Η ζωή και το παράδειγμα του οσίου Φιλαρέτου φανερώνουν περίτρανα ότι κανένας τρόπος ζωής, όπως και κανένα επάγγελμα δεν αποτελούν εμπόδιο για την απόκτηση της αγιότητος και της γνώσεως του Τριαδικού Θεού. Ούτε ο γάμος, ούτε η παρθενία αποτελούν σκοπό της ζωής, αλλά είναι μέσα προς επίτευξη του σκοπού που είναι η θέωση του ανθρώπου.

Το να φθάση, δηλαδή, ο άνθρωπος από το “κατ’ εικόνα” στο “καθ’ ομοίωσιν”, από το παρά φύσιν στο κατά φύσιν, δηλαδή στην φυσική του ζωή, που είναι, όχι το να ζη κανείς έξω στην ύπαιθρο και μακριά από τις πόλεις, αλλά το να μεταμορφώση τα πάθη του και να αποκτήση κοινωνία με τον Θεό.

Ο όσιος ήταν ένας οικογενειάρχης, ένας βιοπαλαιστής, που εργαζόταν και μοχθούσε καθημερινά να θρέψη την οικογένειά του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε και από την εσωτερική εργασία, την υπακοή στην Εκκλησία και την τήρηση των εντολών του Χριστού, οι οποίες είναι πηγές ακτίστου ενεργείας και μεταγγίζουν ζωή.

Προσευχόταν συνεχώς και έλαβε το χάρισμα της προσευχής. Αγαπούσε αληθινά, τον ευχαριστούσε η διακονία “τού πλησίον” και έλαβε το χάρισμα της φιλοξενίας. Εύρισκε νόημα ζωής στο δόσιμο και την προσφορά, έκανε πράξη ζωής το “μακάριον εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν” και έλαβε το χάρισμα της ελεημοσύνης.

Υπήρξε πράγματι φιλάρετος, ήτοι φίλος της αρετής, ή όπως ψάλλει ο ιερός υμνογράφος, “προσλαβών το όνομα και συμβαίνων το πράγματι”, δηλαδή το όνομά του φανέρωνε και τον τρόπο της ζωής του.

Οι αλλαγές που συνέβησαν κατά την διάρκεια της ζωής του, δηλαδή η πτώχευση και ίσως η περιφρόνηση των ανθρώπων, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, και όπως έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας “των ευτυχούντων πάντες φίλοι, των δυστυχούντων ουδέ οι γεννήτορες”, δεν επηρέασαν την εσωτερική του διάθεση και τον τρόπο της ζωής του.

Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί πάντοτε υπήρχαν και υπάρχουν αυτοί που υπολογίζουν την ανθρώπινη αξία με το χρήμα και τα υλικά και επηρεάζουν πολλές φορές ακόμα και τους πιο καλοπροαιρέτους.

Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση και θα αναφέρω ένα ποιηματάκι, που το είδα γραμμένο πάνω σε ένα χαρτονόμισμα των εκατόν δραχμών, και το οποίο μου προξένησε εντύπωση και ομολογώ ότι το βρίσκω αληθινό: “Μιλήσαμε για λουλούδια και μας είπαν ρομαντικούς, μιλήσαμε για ελευθερία και μας είπαν αλήτες, μιλήσαμε για χρήματα και μας είπαν ανθρώπους”.

Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει και σήμερα, στην φιλόϋλη εποχή μας. Ο Όσιος όμως αποδείχθηκε ανώτερος των περιστάσεων και δεν επηρεάστηκε από όλα αυτά, αντίθετα εξακολούθησε να προσφέρη από το υστέρημα των υλικών αγαθών, πρωτίστως όμως και κυρίως από το περίσσευμα της καρδιάς του. Το ίδιο ανεπηρέαστος έμεινε και όταν απέκτησε αξιώματα, χρήματα και δόξα και σίγουρα άρχισε, όπως συμβαίνει συνήθως, να περιβάλλεται από κόλακες και όλους εκείνους τους “τύπους”, που μπορεί εύκολα να σε αποπροσανατολίσουν και να σε βγάλουν έξω από τον σκοπό και την προοπτική σου, και αυτό δείχνει την σταθερότατα του χαρακτήρα του, την ζωντανή του πίστη και την προσήλωσή του στο ζωοποιό θέλημά του Θεού.

Αυτό απετέλεσε την πυξίδα της ζωής του και αυτό είχε πάντα στην καρδιά και τα χείλη μέχρι την τελευταία του πνοή, αφού, όπως είδαμε πιο πάνω, ξεψύχησε προσευχόμενος και λέγοντας στον Θεό “γενηθήτω το θέλημά Σου”.

Αξιοπρόσεκτες είναι οι τελευταίες συμβουλές και νουθεσίες προς τα συγγενικά του πρόσωπα. Αξίζει να τις μελετήσουμε και μείς και να προσπαθήσουμε να τις εφαρμόσουμε. Δεν είναι κούφια λόγια, αλλά το απόσταγμα μιας ολόκληρης ζωής, που την πέρασε ευεργετώντας τους ανθρώπους, τους “ελαχίστους αδελφούς του Χριστού”.

Η πηγή από την οποία αντλούσε δύναμη ήταν η προσευχή και η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Ο τρόπος της ζωής του αποτελεί ζωντανό παράδειγμα προς μίμηση. Η προτροπή του “όπως έζησα εγώ ετσι να ζήτε και σείς”, ομοιάζει με εκείνη του Άποστόλου Παύλου “μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού” (Α’ Κορ. 11,1).

Πηγή: Http://Www.Parembasis.Gr/1999/99_12_06.Htm

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΣΤΟΝ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ι.Μ. ΙΒΗΡΩΝ

Πᾶν μέτρον ἄριστον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μέτρο, ὁ ἅγιος ἄνθρωπος. Κι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ εἶναι ἕνα μέτρο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴν τέχνη καὶ τὴ δρᾶσι.

Ποῦ βρίσκεται! Πῶς ζῆ! Πῶς γράφει! Τί ποίησι, τί φιλοσοφία, τί ψυχολογία κάνει! Πῶς δρᾶ, ἡσυχάζει, κινεῖται καὶ ἀκινητεῖ!

Μποροῦμε δι’ αὐτοῦ νὰ κρίνωμε τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἶναι μεγάλος, μέγιστος, μοναδικός; Δὲν εἶναι ἀδικία ἢ αὐθάδεια νὰ συγκρίνωμε μὲ τέτοια μεγέθη ὅλους τοὺς ἄλλους, ἐμᾶς, τοὺς κοινούς;

Θὰ ἀπαντοῦσα ἀδίσταχτα: Ὄχι. Ἂν ἦταν κάποιος ποὺ ἀνέπτυξε μία δρᾶσι ἢ κάποιος ποὺ εἶχε μερικὰ ὅλως ἐξαιρετικὰ φυσικὰ χαρίσματα καὶ δι’ αὐτῶν κατέπληξε τὴν ἀνθρωπότητα, δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τὸν πάρωμε σὰν μέτρο κρίσεως καὶ συγκρίσεως τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ ὅμως συμβαίνει κάτι ἄλλο: τοῦτος ὁ Ἀββᾶς εἶναι μέγιστος καὶ ἀνθρωπινότατος. Εἶναι μεγάλος καὶ προσηνής. Κοντά του οἱ μεγάλοι νοιώθουν ἐλάχιστοι καὶ οἱ μικροὶ παίρνουν θάρρος, μποροῦν νὰ κινηθοῦν.

Δὲν κολακεύει τὸν ἕνα, οὔτε περιφρονεῖ τὸν ἄλλο. Δὲν ἀγνοεῖ τοὺς πόνους, τὶς κλίσεις καὶ τοὺς καημοὺς κανενός. Αὐτὸς εἶναι ἕνα ἄρτιο σύνολο. Ἕνας ὥριμος καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὴν ὡριμότητά του φανερώνει μὲ τὸ χρῶμα, τὸ ἄρωμα, τὴν ἁπαλότητα, τὴ γεῦσι.

Εἶναι ἀνθρώπινος, ταπεινός· καταλαβαίνει, γνωρίζει βαθιὰ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ταλαίπωρου κόσμου. Δὲν εἶναι κανεὶς κριτὴς ἄτεγκτος ἢ ἱεροεξεταστὴς ἀνίλεως. Εἶναι γνώστης τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῆς πτωχείας μας, μέτοχος τῆς φύσεώς μας καὶ –ταυτόχρονα– κοινωνὸς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς παρακλήσεως τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Δὲν διαπληκτίζεται μὲ κανένα. Δίδει ἀφορμὲς καὶ περιμένει. Λέει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀφήνει νὰ δράση μέσα μας.

Καὶ γιὰ τὴ λογοτεχνία καὶ ἐξομολόγησι τῶν λογοτεχνῶν: Τὶς ξέρει, τὶς καταλαβαίνει, τὶς γνωρίζει, τὶς δέχεται. Εἶναι καὶ ὁ ἴδιος λογοτέχνης. Καὶ τόσο πολὺ λογοτέχνης, ποὺ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ μὴν εἶναι. Ἔχει ξεπεράσει τὴ λογοτεχνία καὶ βρίσκεται στὸν ἐπέκεινα χῶρο, ὅπου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἀληθινὸς πόνος καὶ ὁ καημὸς τῆς λογοτεχνίας.

Ὄντας μεγάλος, σέβεται τὸν μικρό, τὸν ταπεινό. Σέβεται καὶ τοὺς λογοτέχνες, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἐξομολογήσεις τους, περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἴδιοι οἱ λογοτέχνες, ποὺ λίγο-πολὺ ὅλοι βρίσκονται στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς, τῆς ἅμιλλας, τῆς ζήλειας καὶ τῆς προσπάθειας νὰ τὰ ξεπεράσουν ὅλα αὐτά.

Τὸ μήνυμα: Μπορεῖ νὰ γίνη ὁ ἄνθρωπος λίγο σὰν τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Νὰ ἡσυχάση ἐν ὅσῳ ζῆ ἐπὶ γῆς. Καὶ νὰ ἐπιβιοῖ μέσα στοὺς πολλοὺς ἀειζώως, ἐνῷ θὰ ἔχη ἀπέλθει εἰς τὰς αἰωνίους μονάς.

Ἀκούγοντας ἕνα λογοτέχνη (παίρνουμε ὡς παράδειγμα τὸν Γιῶργο Ἰωάννου, ὅπως παρουσιάζεται στὰ «Εἰς ἑαυτόν»), βλέποντάς τον νὰ ἀγωνίζεται νὰ βρῆ μιὰ ἰσορροπία· νὰ ἀκροζυγιάση δίκαια τὴ ζωή του, τὸ ἔργο του· βλέποντάς τον νὰ θέτη προβλήματα μεγάλα τιμίως, νὰ ψάχνη γιὰ τὸ γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ στὸ περιεχόμενο καὶ στὴν ἔκφρασι τῆς δουλειᾶς του, δὲν μπορεῖς νὰ μείνης ἀσυγκίνητος. Ὅλος αὐτὸς ὁ ἀγώνας κάτι σοῦ λέει· κάτι μπορεῖ νὰ πῆ σ’ ὅποιον ἀγωνίζεται τίμια στὸν ὁποιονδήποτε δικό του τομέα. Μόνο κάτι μένει νὰ πῆς –ἐφ’ ὅσον τὸν βλέπεις νὰ βασανίζεται γιὰ τὸ γνήσιο. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ἔτι ἕν σοι λείπει» (Λουκ. 18, 22):

Ἀφοῦ τὰ δίνεις ὅλα· ἀφοῦ ἐγκαταλείπεις τὰ σχετικά· ἀφοῦ ἔφτασες στὸ σημεῖο νὰ μὴ σὲ ἐνδιαφέρει ἡ προβολή· ἀφοῦ πονᾶς, σκέπτεσαι τὸν ἀναγνώστη σου, τὸν ἄνθρωπο· τότε γιατί δὲν κάνεις ἕνα ἀκόμη βῆμα; Τὸ βῆμα αὐτὸ σοῦ τὸ δείχνει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ.

Δὲν σοῦ λέει ὁ Ἀββᾶς, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ γραπτά του, «ἐγκατάλειψε τὸν ἀγώνα σου». Δὲν ἀπορρίπτει τὴν προσπάθειά σου. Νοιώθει τὴ χαρὰ ποὺ ζῆς καὶ ἀπολαμβάνεις γράφοντας καὶ δημιουργώντας τίμια. Δὲν σοῦ τὸ ἀρνεῖται. Δὲν θέλει νὰ σὲ σταματήση. Θέλει νὰ σὲ ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν ἀνακύκλωσι τῆς φθορᾶς: νὰ σπάση τὸ φράγμα ποὺ σοῦ δεσμεύει τὴν πορεία· νὰ σὲ σπρώξη στὰ ἄπατα νερὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς.

Αὐτὸς βλέπει ὅτι ἐσὺ κλείνεις τὸν ἑαυτό σου. Φυλακίζεις τὸ εἶναι σου, ποὺ διψᾶ τὴν ἐλευθερία. Σταματᾶς τὴ λογοτεχνική σου ἐξέλιξι, περιορίζεις τὸν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς σου, στερεῖς ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ἀνοίγματα πρὸς νέες ἐπεκτάσεις –θανάτους καὶ ἀναστάσεις– ποὺ καταξιώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ καθιστοῦν ἀτέρμονη καὶ ἀέναη τὴ λογοτεχνικὴ δημιουργία καὶ τὴ χάρι της.

Ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Ἀββᾶ μπαίνεις πιὸ πολὺ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος σὲ σένα. Ὅλοι μαζὶ προχωρεῖτε ἀδελφωμένοι πρὸς τὴν καινὴ κτίσι, ἀναπνέετε στὸν ἥσυχο ἀέρα τῆς ἀδέσμευτης ἐλευθερίας. Αὐξάνεστε ἀτελείωτα καὶ διαστέλλεστε ἀσταμάτητα, ταπεινούμενοι, συστελλόμενοι, θυσιαζόμενοι γιὰ τὰ μέγιστα.

Στὴ σοβαρὴ λογοτεχνία ἀναμφίβολα βρίσκεις συμπυκνωμένη κάποια ἀνθρωπιά. Ἀναπαύεσαι, συμφωνεῖς. Παίρνεις στοιχεῖα ζωῆς. Ἡ ἀνάπαυσι ἔρχεται μέσα σου, καὶ μιὰ καινούργια δύναμι καὶ ὄρεξι ἀποκτᾶ ὁ ἑαυτός σου γιὰ τὴ συνέχισι τοῦ ἀγώνα.

Ἀλλὰ ἡ τελικὴ ἀπειλὴ μένει ἀνοιχτή. Προχωρεῖς. Καὶ φτάνεις στὸν θάνατο, στὸν τάφο. Τότε οἱ φίλοι λογοτέχνες μπορεῖ νὰ σοῦ φέρουν μὲ ἀγάπη ἕνα μπουκέτο λουλούδια ἢ μιὰ ἀνθοδέσμη καλῶν καὶ μετρημένων λόγων. Δὲν μποροῦν ὅμως νὰ σὲ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸν θάνατο· νὰ ἀκυρώσουν τὸν «ἔσχατο ἐχθρό» (Α΄ Κορ. 15, 26). Τὸ νοιώθουν –ἄσχετα ἂν πολὺ θὰ τό ’θελαν νὰ εἶναι διαφορετικά– ὅτι βρίσκονται δῶθε τοῦ θανάτου. 

Μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ μπολιαστῆ σὲ ἕνα δέντρο ἀείζωο. Μπορεῖ νὰ γίνη «κλῆμα τῆς ἀμπέλου τῆς Ζωῆς». Μπορεῖ ἡ ἄσκησί του νὰ συνδεθῆ μὲ μίαν ἄλλη. Μπορεῖ νὰ βαφτιστῆ ὁλόκληρος. Νὰ προσφερθῆ, νὰ πεθάνη, ὅπως τὸ ζητοῦν οἱ ἀληθινοὶ ἐραστὲς τῆς Ἀλήθειας. Καὶ πεθαίνοντας, συνθαπτόμενος εἰς τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ, νὰ συναναστηθῆ μαζί Του σὲ μιὰ καινὴ ζωή.

Ἔτσι, ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀνθρωπιά, τὴν ὁποία πετυχαίνουν μὲ τὸν ἀγώνα καὶ τὸν κόπο ποὺ καταβάλλουν, οἱ ἀληθινοὶ λογοτέχνες μποροῦν νὰ προχωρήσουν φυσιολογικὰ στὴ θεανθρωπία.

Ὁ λόγος καὶ ἡ ὕπαρξι τοῦ λογοτέχνη ἐγκεντρίζεται στὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Τρέφεται ἀπ’ αὐτήν. Τρέφεται ἀπὸ τὸν ἕνα Λόγο, «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν» (Πρβλ. Ἰω. 1, 3).

Τότε βρίσκουν αὐτὸ ποὺ προσδοκοῦν. Ψηλαφοῦν αὐτὸ ποὺ ὑπαινίσσονται καὶ ἐνσαρκώνουν αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν. Συνεχίζουν τὸν ἀγώνα τὸν λογοτεχνικό. Τοὺς δίδεται τὸ ἀνέφικτο, τοὺς χαρίζεται ἐκεῖνο ποὺ «ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. 2, 9).

Δὲν σταματᾶ κάπου ἡ πορεία, ἡ ἐπέκτασι, ἡ ἄνοδος. Συνέχεια προχωρεῖς. Ἀπεκδύεσαι τὴν προβολή. Ἐγκαταλείπεις τὴν ἄμυνα. Ὅλα σοῦ κάνουν καλό. Μὲ ἄλλο ἀσχολεῖσαι. Ἀποφεύγεις τὰ ἀνθρώπινα καὶ βρίσκεις τοὺς ἀνθρώπους. Φτάνεις στὴ σιωπή. Καὶ μιλᾶ μὲ ἄλλο τρόπο ὁ λόγος καὶ ἡ ζωή σου.

Ὅταν ἀνεβῆ ἡ θερμοκρασία, κολλοῦν τὰ μέταλλα. Ἂν εἶσαι ἀπαιτητικὸς στὴ ζωή σου, μπορεῖς νὰ ἔλθης σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Αὐτὸς θὰ σὲ μυσταγωγήση στὰ κεκρυμμένα. Θὰ σὲ παραλάβη ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ σταματᾶς. Θὰ σὲ πιάση ἀπὸ τὸ χέρι τότε ποὺ νοιώθεις ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ ἀνεβῆς. Θὰ σὲ βοηθήση νὰ προχωρήσης στὸν δρόμο σου. Θὰ σοῦ ἀποκαλύψη –θὰ τὸ δῆς καὶ θὰ τὸ ζήσης μόνος σου– ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ μέλλουσα χαρίζεται στοὺς ἀνθρώπους ἤδη ἀπὸ σήμερα.

Καὶ μένει ὁ Ἀββᾶς κριτήριο καὶ μέτρο· γιὰ τούτη τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄλλη· γιὰ τὴ διαγωγὴ καὶ τὸ γράψιμο· γιὰ τὴ δρᾶσι καὶ τὴ θεωρία· γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι κάθε εὐτυχίας ἢ συμφορᾶς· γιὰ τὴν ἀποκρυβὴ καὶ τὴ φανέρωσι· γιὰ τὴ σιωπὴ καὶ τὸν λόγο. […]

Ἂν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ἔχη τὸν ἀνεξιχνίαστο πλοῦτο τῆς Χάριτος· ἐὰν πολλοὶ λογοτέχνες μποροῦν πολλὰ νὰ πάρουν καὶ νὰ βοηθηθοῦν ἀπ’ αὐτόν…

Ὑπάρχει καὶ ἡ ξεχωριστὴ περίπτωσι τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὅπου ἡ πνευματικὴ συγγένεια καὶ ὁμοιότης –παρ’ ὅλη τὴν ἐμφανῆ καὶ μεγάλη διαφορά– μὲ τὸν Ἀββᾶ εἶναι ἀναμφισβήτητη. Μποροῦμε νὰ ποῦμε: κοσμικὸς Ἀββᾶς Ἰσαάκ.

Ἔτσι, μπορεῖς καὶ γι’ αὐτόν, τὸν ἱερὸ καὶ μέγιστο λογοτέχνη, νὰ μιλήσης στὸν ὑπερθετικὸ βαθμό, γιατὶ παραμένει ἐσαεὶ στὸ παγκόσμιο στερέωμα ἕνα παρήγορο φαινόμενο, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ καρπὸς τοῦ Πνεύματος.

Δὲν σοῦ παριστάνει τὸν δάσκαλο. Δὲν σοῦ λέει κάτι ἐξωτερικὰ καὶ ἀνώδυνα. Σοῦ προσφέρει αὐτὸ ποὺ ἐρρευσε ἀπὸ τὴν καρδιά του, ποὺ δὲν εἶναι δικό του, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος.

Αὐτὸς ὁ ἐπαναστάτης πίστεψε στὸν Θεάνθρωπο καὶ ὁμολόγησε: «Ἃν μοῦ ἀποδείξετε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἐγὼ θέλω τὸν Χριστό, κι ὄχι τὴν ἀλήθεια»1· τὸν Χριστὸ ποὺ εἶπε: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες» (Ἰω. 7, 38-39).

Ἀπὸ μέσα του ρέουν ποταμοὶ παρακλήσεως, ποὺ τὴν κέρδισε μετὰ ἀπὸ χίλια βάσανα, πόνους, πειρασμούς, θανατικὲς ἀπειλὲς καὶ κάτεργα. Αὐτὴ παρασύρει καὶ ζωογονεῖ τοὺς πάντας. Ἔτσι, ἔχει νὰ πῆ καὶ λέει πολλά. Καὶ δι’ ὅλων προσφέρεται τὸ ἕνα· ἡ παράκλησι, ἡ παρηγοριὰ τοῦ Πνεύματος.

Αὐτὸς σὰν νὰ κάθεται κάπου μόνος. Συζητᾶ μὲ τὸν ἑαυτό του. Διαλέγεται μὲ τὸ πολυπρόσωπο εἶναι του. (Εἶναι γνωστὸ τὸ λεγόμενο ὅτι στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας αὐτοπεριγράφεται σ’ ὅλες τὶς μορφὲς τῶν ἀδελφῶν.) Καὶ εἶναι ἀληθινός. Δημιουργεῖ κλίμα εὔκρατο γύρω του. Ἀναδίδει μαγευτικὴ μουσική. Σκορπᾶ ὑλικὸ πολύτιμο δωρεάν. Καὶ μαζεύεται ὅλος ὁ κόσμος γύρω του. Τὸν ἀκούει. Μένει μαζί του. Τὸν παίρνει μέσα του. Τὸν δέχεται σὰν δικό του. Ποτίζεται ἡ ρίζα ἡ βαθιὰ τοῦ κάθε μαραμένου μὲ τὸ νερὸ ποὺ ρέει ἀπὸ ἐδῶ. Γιατρεύονται οἱ πόνοι καὶ συσφίγγονται οἱ παράλυτοι στὰ θερμὰ νερὰ τούτης τῆς ἰαματικῆς πηγῆς.

Ὁ Ντοστογιέφσκι παρακολουθεῖ τὴν ἱστορία ἔσωθεν. Ζῆ τὴν ἐμπειρία τῶν ἡρώων του. Γνωρίζει μὲ κοινωνία ζωῆς τί συμβαίνει μέσα τους. Καὶ αὐτὴ ἡ πείρα, ἡ μέσα γνῶσις, συνέχεια φανεροῦται στὴ διήγησι. Συναρμολογεῖ τὰ γεγονότα. Πλέκει τοὺς διαλόγους. Στρώνει τὶς φράσεις. Λέει κάτι ξεκάθαρα ἢ τὸ ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ. Πάντοτε ὅμως αὐτὸς ἀπὸ μέσα ὁδηγεῖ ἀπαρασάλευτα τὰ πράγματα ἐκεῖ ποὺ θέλει. Ἤ, καλύτερα, ὁ Χριστὸς τὰ κατευθύνει μὲ τὸ πανάγιο θέλημά Του.

Εἶναι ὅλα δονήσεις σεισμοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ἐπίκεντρο βρίσκεται στὰ βάθη τῆς ζωῆς τοῦ Ντοστογιέφσκι. Ἔτσι, ὅταν κάτι φανερώνεται, κάτι κινῆται στὴν ἐπιφάνεια, σημαίνει ὅτι ταυτόχρονα, ἀπὸ τὸ βάθος μέχρι τὴν ἐπιφάνεια, ὅλο τὸ σῶμα τῆς γῆς –τὸ εἶναι τοῦ Ντοστογιέφσκι– δονεῖται καὶ μετέχει στὸ γεγονός. Αὐτὸς βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σὲ ὅλους τοὺς ἥρωές του. Ταυτίζεται μ’ αὐτοὺς ἀσυγχύτως.

Πόσο παθιασμένα καὶ πειστικὰ ὑποστηρίζει τὴν κάθε μιὰ θέσι! Πὼς καὶ οἱ δύο πλευρές, οἱ δύο ἀπόψεις τοῦ ἴδιου θέματος, ἔχουν τὰ δίκια τους! Καὶ πὼς ἡ Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι πρόσωπο θεανθρώπινο, ξεπερνᾶ τοὺς στοχασμοὺς ποὺ θέλουν νὰ ποῦν τὸ ἄρρητο ἢ τὶς ἀπόψεις ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους!

Καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι κυκλοφορεῖ ἀοράτως ἐν λευκοῖς μετὰ τοῦ Ἀναστάντος χαρίζοντας εἰρήνη καὶ χαρὰ στοὺς ἀπεγνωσμένους καὶ καταφρονημένους.

Σοῦ κάνει κριτική, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ λέη. Σοῦ προσφέρει ὑγεία ψυχῆς ἀσχολίαστα. Σοῦ μιλᾶ, χωρὶς νὰ ἀπευθύνεται σὲ σένα. Σοῦ ἀναμοχλεύει σοβαρότατα προσωπικὰ θέματα, μονολογώντας καθ’ ἑαυτόν.

Καὶ ἐπειδὴ σὲ ἀφήνει ἐλεύθερο, πᾶς κοντά του. Ἐπειδὴ δὲν σοῦ κάνει τὸν δάσκαλο, τεντώνεις τὸ αὐτί σου. Ἐπειδὴ ἔχει αὐτὸ ποὺ θέλεις, μένεις πάντα, ἄθελά σου, δίπλα του.

Ἂν ζητοῦσε νὰ τὸν ἀκούσουν, αὐτὸ καὶ μόνο θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ διώξη τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κοντά του. Θὰ ἦταν ἀπόδειξι ὅτι λέει ψέματα.

Τὸ ψεύτικο προβάλλεται καὶ ζητᾶ ὀπαδούς. Τὸ ἀληθινὸ τιμᾶται περιφρονούμενο καὶ σώζει αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ νοιώσουν τὴν ἀξία του.

Δὲν ἐπιδιώκει κάτι δικό του, ἀλλὰ φανερώνει ἐκεῖνο ποὺ λειτουργεῖ καὶ καταλήγει κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Κάνει φαινομενικὰ κάτι τὸ ἄσχετο ἢ καὶ μπλεγμένο. Οἱ ἥρωές του εἶναι συχνὰ παράφρονες, δαιμονισμένοι ἢ καὶ ἐγκληματίες. Οἱ ἱστορίες του εἶναι φορτωμένες καὶ περιπεπλεγμένες, ἀλλὰ ὁ ἄξονάς του σταθερός. Καὶ τὸ σημεῖο ὅπου ὁδηγεῖ, σαφὲς καὶ παρήγορο. Ὅλοι ἔρχονται ἑκούσια πρὸς αὐτόν, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται τὸ ἄγνωστο εἶναι τους, τὸ ἄλγος τοῦ νόστου.

«Ὅπου ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί» (Ματθ. 24, 28). Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται στὸ πτῶμα, στὸν πόνο, στὸν τάφο, ἀπ’ ὅπου ἡ ζωή.

Πόσοι πολλοὶ ἀλληλοσπαρασσόμενοι, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔχουν τὸν Ντοστογιέφσκι μέσα στὴν καρδιά τους! Ἔχουν τὴ φωτογραφία του μέσα στὸν πιὸ δικό τους χῶρο! Ἔχουν τὴ μαχαιριὰ τοῦ πόνου του νὰ αἱμορραγῆ καὶ νὰ μαλακώνη τὰ σωθικά τους!

Δὲν μπορεῖς νὰ διαβάσης τὸν Ντοστογιέφσκι, ἂν ζητᾶς τὰ τίμια, καὶ νὰ μείνης ὁ ἴδιος. Δὲν μπορεῖς νὰ τὸν διαβάσης, τὴν ὥρα ποὺ μπορεῖς νὰ πάρης τὸ μήνυμά του, καὶ νὰ τὸν ξεχάσης. Γίνεται δικός σου. Γίνεσαι δικός του. Ἀδελφωθήκατε σ’ ἕνα χῶρο βαθύ, ὑψηλό, εὐρύχωρο· σ’ ἕνα χῶρο ποὺ ἀνήκει σ’ ὅλους. Καὶ χωροῦν ὅλοι.

Ἡ φωνή του καταργεῖ τοὺς χωρισμούς. Ὁ λόγος του πάει βαθιά. Περνᾶ ὅλα τὰ γρανιτώδη πετρώματα τῆς ἀνθρώπινης σκληρότητος. Ἡ ψυχή του ἔχει ἀντοχὴ ἀτσαλιοῦ καὶ εὐαισθησία ἀγγέλου. Μπαίνει στὸν πιὸ βαθὺ χῶρο τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅπου δὲν μπῆκες ἀκόμη. Σοὺ τραγουδᾶ κάποιο τραγούδι τῶν προγόνων σου, ποὺ δὲν τὸ ἄκουσες ποτέ, ἐνῷ ὁ σκοπός του μυρμηδίζει στὸ αἷμα σου. Σὲ πάει πολὺ πίσω, στὴν ἀρχή, ἀπ’ ὅπου ὅλοι ξεκινᾶμε. Σὲ προχωρεῖ πολὺ μπροστά, στὸ μέλλον, ὅπου ὅλοι συναντιόμαστε, καὶ ἀγκαλιάζει ὁ φονιὰς τὸ θύμα καὶ ὁ σκοτωμένος τὸν φονιά.

Αὐτὸς ποὺ ἔχει μέσα του ἕνα πυράκτωμα ἀγάπης, ὡς πλοῦτο προσωπικῆς ζωῆς, καὶ μιὰ παράφορη δίψα τοῦ ἀπολύτου. Αὐτὸς ποὺ νοιώθει τὴ χάρι τῆς ταπεινώσεως καὶ τὴν ἀγγελικὴ λεπτότητα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ πληγωμένου μέθυσου ἢ ἐγκληματία. Αὐτὸς ποὺ ζῆ, αἰσθάνεται καὶ κρύβει μέσα του ὅλους τοὺς πόνους τοῦ κόσμου, τοὺς τύπους τῶν ἀνθρώπων, καὶ σὲ τίποτε δὲν θέλει νὰ βλάψη κανένα. Αὐτὸς ποὺ κράτα ὅλα τὰ θέματα ἀνοιχτά, γιατὶ δὲν ἐλέχθη ἀκόμη ὁ τελικὸς λόγος ἀπὸ τὸν Θεὸν Λόγον, ποὺ μπορεῖ καὶ ὀφείλει νὰ τὸν πῆ, ἐπειδὴ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴν εὐαισθησία, μεγαλοθυμία καὶ εὐθύνη. Αὐτὸς ποὺ κανένα δὲν ἀγνοεῖ, δὲν ἀπορρίπτει, δὲν ἀδικεῖ, καὶ μᾶς ἀφήνει μόνους νὰ τὸ καταλάβωμε. Αὐτὸς ποὺ βασανίζεται, θυσιάζεται, πεθαίνει γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων μας. Αὐτὸς ποὺ δὲν ζῆ χωρὶς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ χάριν τῶν ἄλλων.

Αὐτὸς ὅταν μιλᾶ, ὅλοι σιωποῦν, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν. Ἀκούγοντάς τον, σβήνουν οἱ θόρυβοι καὶ τὰ παράσιτα. Καθένας ἀκούει τὴ βαθύτερη φωνὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, γιατὶ ἀληθινὰ ἀκούγεται ὁ ἀπ’ ἀρχῆς καὶ ἕνας Λόγος.

Αὐτὸς ἀνέβασε τὸ ἐπίπεδο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῆς δουλειᾶς καὶ τῆς δημιουργίας του πιὸ ψηλὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους, γιατὶ κατέβηκε στὰ κατώτατα μέρη. Δοκίμασε τὸν ἀβάστακτο πόνο καὶ δὲν δυσανασχέτησε. Ἀλλὰ ἀπὸ μέσα του βγῆκε λόγος καὶ διάθεσι εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλα του τὰ βάσανα. Πῆρε βοήθεια. Βρῆκε τὸ μυστικό. Δέχτηκε τὸ προζύμι τῆς Βασιλείας. Καὶ ὅλο τὸ φύραμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς δημιουργίας του ἀνέβηκε μὲ τὴ δραστικὴ ζύμη τῆς μελλούσης Βασιλείας.

Εἶναι ὁ πολὺ βασανισμένος καὶ παρηγορημένος· στὸν πιὸ βαθὺ ἅδη κατεβασμένος καὶ σὲ ὁλοφώτεινο οὐρανὸ ἀνεβασμένος. Πέρασε τὴ ζωηφόρο νέκρωσι. Ζῆ τὴ νεκρανάστασι. Γι’ αὐτό, ἔχει τὴ δυνατότητα καὶ τὴ χάρι νὰ δώση τὸ εὐαγγέλιο τῆς χαρᾶς πρὸς ὅλους.

Αὐτὸ γίνεται, ἐπειδὴ τὸ ζῆ. Λέγεται μόνο του. Καὶ δι’ ὅλων ὅσα λέει, δι’ ὅλων ὅσα βάζει τοὺς ἥρωές του νὰ λένε, νὰ τσακώνωνται, νὰ χαριεντίζωνται, φανερώνεται καὶ προσφέρεται αὐτό, τὸ ἕνα καὶ σωτήριο. 

Νομίζει ὁ ἄλλος ὅτι, διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι, διαβάζει ἀστυνομικὰ μυθιστορήματα ἢ συγγραφέα ἀνατόμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ποὺ κάνει τὴ χαρτογράφησι τοῦ ἄγνωστου καὶ ἀπλησίαστου εἶναι μας. Ἔτσι εἶναι. Τὰ κάνει ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι, δι’ ὅλων αὐτῶν, ἐνσταλάζει μέσα μας τὴν παράκλησι τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὑπάρχει Ἐκεῖνος ποὺ συνέχει τὰ πάντα· ἀγαπᾶ καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο.

Ὁ Ντοστογιέφσκι ξέρει τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς. Εἶναι γεμάτος βαριὰ χαρά. Ξέρει τί περιμένουν οἱ ἄλλοι ἀπ’ αὐτόν. Καὶ ποὺ ὀφείλει καὶ μπορεῖ τώρα νὰ τοὺς κατευθύνη:

Νὰ μὴ βιαστοῦν νὰ ἐλπίσουν, στηριζόμενοι σὲ πράγματα πρόσκαιρα, «οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145, 3).

Νὰ μὴ βιαστοῦν νὰ ἀπελπιστοῦν, νομίζοντας ὅτι ἡ ὅποια δοκιμασία τους εἶναι ἀρρώστια πρὸς θάνατον. 

Ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους μας, ἀρκεῖ νὰ ταπεινωθοῦμε, νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ περιμένωμε.

Ἔτσι, εἴτε διαβάσεις τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, εἴτε τὸν Ντοστογιέφσκι, παίρνεις ἐν τέλει τὸ ἴδιο μήνυμα, τὴ χάρι καὶ τὴν παρηγοριά.

Αὐτὸς ὁ συγγραφέας εἶναι ἕνα βιωματικὸ καὶ ὁλοζώντανο σχόλιο στὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Καὶ «ντοστογιεφσκικά», μὲ ὅλα του τὰ ἔργα, πιστοποιεῖ καὶ ἐπικυρώνει τὴ διπλὴ βεβαιότητα τοῦ Ἀββᾶ (ποὺ εἶναι καὶ δική του):

Χωρὶς μεγάλους πειρασμούς, δὲν δίδονται μεγάλα χαρίσματα (βλ. λόγο μς΄, σ. 192). Καί: Ἡ χαρὰ ἡ ἐν τῷ Θεῷ εἶναι ἰσχυροτέρα τῆς παρούσης ζωῆς (πρβλ. λόγο λη΄, σ. 163).

Σημείωση

1. Βλ. Ἅπαντα τοῦ Ντοστογιέφσκι (στὰ ρωσικά), Ἁγ. Πετρούπολη 1985, τόμ. 28, σ. 176.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἰβήρων και από το  Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τεύχος 255 Ιανουάριος 20114 Αφιέρωμα στον Φ.Μ. Ντοστογιέφσκυ.

Πηγή: www.antifono.gr

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

ΜΙΛΩ ΚΑΙ ΠΛΗΓΩΝΩ...

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΥ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ Ι.Μ. ΚΕΡΚΥΡΑΣ, ΠΑΞΩΝ & ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ, ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

«Επειδή έχετε παρρησία μεταξύ σας, γι’ αυτό και δεν έχετε σεβασμό και μιλάτε άσχημα και πληγώνετε ο ένας τον άλλο» (Αββάς Δωρόθεος)

Οι άνθρωποι θαυμάζουμε εκείνους που τα λένε «έξω από τα δόντια», που έχουν το θάρρος να μην κρύβουν τα αισθήματά τους, τις σκέψεις τους, να μην αφήνουν να πέσει τίποτα χαμαί. Έχουμε στον νου μας ή στο βάθος της ψυχής μας την εφηβική ηλικία, της αμφιθυμίας, της αμετρίας και της αφοβίας. Αυτή που βγάζει τη γλώσσα κοροϊδευτικά σε κανόνες και όρια. Αυτή που ξεσκεπάζει το ψέμα και την υποκρισία. Αυτή που διαλύει τους τύπους στο όνομα της αλήθειας, ακόμη κι αν η αλήθεια της είναι μονόπλευρη, ανολοκλήρωτη, χωρίς αντιπρόταση. Αυτή που φτάνει να αρνείται την πραγματικότητα επειδή δεν είναι κατά το θέλημά της. Κι επειδή οι μεγαλύτεροι έχουμε συμφέροντα και φόβους ή επειδή δεν θέλουμε να έρθουμε σε ρήξη με τους άλλους, ιδίως σε όσους έχουν εξουσία επάνω μας, νοσταλγούμε ή χειροκροτούμε όσους έχουν παρρησία, χωρίς να υπολογίζουμε ότι τα λόγια πληγώνουν και δεν γιατρεύουν πάντοτε, αν δεν είναι δεμένα με την αληθινή αγάπη και έχουν ως στόχο μόνο την αυτοδικαίωση.

Στην πνευματική μας παράδοση βρίσκουμε τον όρο «παρρησία». Έχει δύο όψεις. Η μία του θάρρους και η άλλη του θράσους. Η μία είναι του παιδιού που με αγάπη απευθύνεται στον γονέα του. Η άλλη είναι του επηρμένου ανθρώπου που νομίζει ότι τα ξέρει όλα και ότι αν πει με έμφαση αυτό που πιστεύει, χωρίς να μπει στην θέση του άλλου, ότι θα  βρει το δίκιο του ή θα χειροκροτηθεί. 

Αυτή την παρρησία συναντούμε σήμερα στον κόσμο και τον τρόπο του Διαδικτύου. Ανεύθυνοι άνθρωποι υβρίζουν, απορρίπτουν, διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις ή ατεκμηρίωτες απόψεις, κάποτε και με την βεβαιότητα ότι δήθεν ξέρουν το καλό όλων, σίγουρα όμως με την έπαρση ότι δεν υπάρχει άλλη άποψη σωστή εκτός της δικής τους. Και δεν είναι μόνο αυτό. Την αυθεντοποίηση του εαυτού τους την καθιστούν μέτρο και κανόνα. Όποιος διαφωνεί μαζί τους δεν αντιμετωπίζεται αγαπητικά, αλλά περιφρονητικά. Κι όποιος υποδείξει την πλάνη τους, διαγράφεται.

Αυτό συμβαίνει και στην σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Εκείνος που νιώθει τα μέτρα του, τα όριά του, λέει «ελέησόν με». Εκείνος που νομίζει πως ο Θεός του χρωστά, απαιτεί και, κάποτε, θέλει να Τον διορθώσει. Κι αν όχι τον ίδιο, τότε την Εκκλησία, διότι δεν είναι όπως ο ίδιος πιστεύει ότι πρέπει να είναι. 

Τα λόγια πληγώνουν. Η παρρησία χρειάζεται όταν αποσκοπεί στο να μοιραστεί την αλήθεια του άλλου κι όταν εκφράζεται με την ευγένεια αυτού που αγαπά και νοιάζεται. Η παρρησία, όταν γίνεται θράσος, ταλαιπωρεί και πονά πολύ περισσότερο από την αλήθεια. Διότι η τελευταία ελευθερώνει, όταν αφήνει στον άλλο περιθώριο αυτοκριτικής. Όταν δεν διατυπώνεται με το αίσθημα του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Όταν εκφράζεται μέσα από μια αυθεντική ταπείνωση που γνωρίζει πότε να κάνει πίσω και δίνεται με διάθεση αναστοχασμού. 

Μεγαλώνουμε παιδιά, τα οποία θέλουμε να έχουν την γνώμη τους, επειδή ίσως οι μεγαλύτεροι δεν είχαμε την γνώμη μας στην δική μας παιδικότητα. Καλό είναι όμως να τα βοηθήσουμε να έχουν την συναίσθηση ότι μαζί με την ειλικρίνεια χρειάζεται η αγάπη, όπως επίσης και ο σεβασμός. Δεν κερδίζεται ο τελευταίος μόνο. Μαθαίνεται κιόλας.

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια" στο φύλλο της Τετάρτης 17 Νοεμβρίου 2021

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ...

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΙΣΙΔΙΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

Την Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας θέλει να μας υπενθυμίσει τις ευεργετικές συνέπειες, που είχε για μας η σταυρική θυσία του Κυρίου μας. Σταυρώθηκε ο Κύριος στο Γολγοθά, και πήρε επάνω Του την προπατορική αμαρτία και όλες τις προσωπικές αμαρτίες των ανθρώπων, τις κάρφωσε στο Σταυρό και τις «θανάτωσε», τις έσβησε! Ή όπως λέγει η Ευχή της 6ης Ώρας, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός «δια του τιμίου Αυτού Σταυρού το χειρόγραφον των αμαρτιών ημών διέρρηξεν»• έσχισε και πέταξε το χειρόγραφο, στο οποίο ήταν γραμμένες οι αμαρτίες όλων μας. Και κάθε άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό όταν βαπτίζεται, απαλλάσσεται απ’ όλες τις αμαρτίες του. Έτσι, βγαίνοντας ο νεοφώτιστος από τα νερά του Βαπτίσματος, ενώνεται με τον Χριστό και αρχίζει μία νέα ζωή, όπως γράφει ο Παύλος:

«Πραγματικά, με το βάπτισμά μας συμμετέχουμε στο θάνατο και στην ταφή του Χριστού. Ξέρουμε, πλέον με βεβαιότητα, ότι ο παλαιός αμαρτωλός εαυτός μας πέθανε στο σταυρό μαζί με το Χριστό. Έτσι έπαψε να ζει ο αμαρτωλός άνθρωπος και δεν είμαστε πια υπόδουλοι στο ζυγό της αμαρτίας» (Ρωμ.6,6). «Όποιος είναι με το Χριστό είναι καινούργια δημιουργία» ( Β’ Κορ.5,17). Μέσα μου πλέον ζει ο Χριστός! γράφει ο Παύλος. Δηλαδή έχω αποθέσει τον εαυτό μου στα χέρια του Χριστού. Κάνω ότι ο Χριστός θέλει• πηγαίνω όπου Εκείνος θέλει. Το τιμόνι του σκάφους της ζωής μου το έχω δώσει στα χέρια του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος ζεί με την χάρη του Χριστού που ενεργεί μέσα του. Απολαμβάνει την ενίσχυση και τους θριάμβους αυτής της χάρης. Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας τα λόγια αυτά του Αποστόλου Παύλου λέγει: Επειδή ο Παύλος έπραττε τα πάντα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, δεν είπε «ζω τω Χριστώ»αλλά κάτι πολύ περισσότερον «ζη εν εμοί Χριστός». Έτσι ο Χριστός που ζούσε μέσα στην ψυχή του Παύλου, την κατηύθυνε πάντοτε να ενεργεί κατά το θείον θέλημα.

Και η φυσική ζωή του Παύλου μεταμορφώθηκε, καθώς ζούσε πλέον κάτω από το φώς της πίστης και εμπνεόταν από την πίστη στο Χριστό. Ο Παύλος ως άνθρωπος ζούσε όπως όλοι οι άλλοι, με τις ίδιες τροφές, με τα ίδια μέσα όπως όλοι. Εσωτερικά όμως η πίστη έκανε τον Παύλο να οικειοποιείται την απύθμενη αγάπη του Χριστού προς τους αμαρτωλούς, και ο ίδιος ο Παύλος να αισθάνεται ότι ο Χριστός μόνον γι’ αυτόν σταυρώθηκε! Νά τα ίδια του τα λόγια που γράφει στους Γαλάτες: «Δεν ζω πια εγώ, αλλά ζει στο πρόσωπό μου ο Χριστός. Κι η τωρινή σωματική μου ζωή είναι βασισμένη στην πίστη μου στον Υιό του Θεού, πού με αγάπησε και πέθανε εκούσια για χάρη μου»(στίχ.20).

Αδελφοί μου, όταν βλέπουμε πόσο ψηλά έφθασε ο Απόστολος Παύλος και πόση δόξα απολαμβάνει από ανθρώπους και Αγγέλους, ακριβώς γιατί ταύτισε τη θέλησή του με το θέλημα του Χριστού, καταλαβαίνουμε ότι ο τρόπος αυτός της ζωής του χριστιανού είναι ο πιό επιτυχημένος. Όποιος αποφασίζει να εφαρμόζει στη ζωή του το θέλημα του Θεού, και να μη λέγει και να μη κάνει κάτι αντίθετο προς το θέλημα του Θεού, είναι σίγουρα απόλυτα κερδισμένος από κάθε άποψη. Απόδειξη, όχι μόνον ο Απόστολος Παύλος, αλλά και πλήθος Αγίων, όλων των εποχών και κάθε κοινωνικής τάξης που τους θυμόμαστε με θαυμασμό, εξιστορούμε τη αγία βιωτή τους, τα θαυμαστά κοτορθώματά τους και επικαλούμαστε τις πρεσβείες τους.

Όμως συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ενώ θεωρητικά μπορεί να δεχόμαστε ότι αυτό είναι λογικό και έτσι είναι, στην καθημερινή πράξη παρασυρόμαστε από το μακράν του Θεού κοσμικό περιβάλλον, από προσωπικές μας αδυναμίες, και -χωρίς αμφιβολία- από τις δελεαστικές παρεμβάσεις του πονηρού και χάνουμε τον προσανατολισμό μας! Ακούμε συχνά:

-Καλά είναι αυτά, αλλά ποιός μπορεί να τα εφαρμόσει!

– Με το Ευαγγέλιο στη σημερινή διεφθαρμένη κοινωνία δεν μπορείς να προκόψεις.

– Ένας ήταν ο Απόστολος Παύλος! Δεν μπορούμε να γίνουμε όλοι σαν Αυτόν!

– Και να θέλεις, δεν σε αφήνει η παλιοκοινωνία να αγιάσεις! λένε άλλοι.

Όλα αυτά όμως , όπως λέγει ο Ψαλμωδός είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις». Όταν λέμε να μιμηθούμε τον Απόστολο Παύλο, δεν σημαίνει ότι θα ανεβούμε κι εμείς ζωντανοί μέχρι τρίτου ουρανού, όπως εκείνος• ούτε θα κάνουμε τα θαύματα που έκανε ο Παύλος. Όμως μπορούμε να μιμηθούμε την πίστη, την αγάπη και την υπακοή του Παύλου στον Χριστό, όπως τον μιμήθηκαν εκατομμύρια χριστιανοί.

Στην προσπάθειά μας αυτή, άλλωστε, δεν είμαστε μόνοι• έχουμε συνεργό τη θεία Χάρη. Και στον Παντοδύναμο Θεό δεν είναι τίποτε αδύνατο! Αρκεί εμείς να θελήσουμε να πιαστούμε από το χέρι του Θεού και να ακολουθήσουμε την πορεία της ζωής που χάραξε ο Χριστός, με το παράδειγμά Του και τον λόγο Του. Είθε!

Πηγή: www.theomitoros.blogspot.com

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ

Ένας φιλομόναχος Επίσκοπος συνήθιζε να περιοδεύει μια φορά το χρόνο τις σκήτες και τα μοναστήρια της επαρχίας του.

Σε μια τέτοια περιοδεία, κατάκοπος από τη μακρά οδοιπορία ζήτησε ν' αναπαυθεί λίγο στο κελλί ενός Ερημίτου.

Ο αδελφός, αφού του έπλυνε τα πόδια, έστρωσε τράπεζα να τον φιλοξενήσει.

Δεν είχε όμως άλλο τίποτε να προσφέρει στον Επίσκοπο από ψωμί κι αλάτι που συνήθιζε να τρώγει ο ίδιος.

-Ας με συγχωρήσει η αγιοσύνη σου, άρχισε ν' απολογείται ο Αδελφός για το φτωχό του τραπέζι. Δεν υπάρχει άλλο καλύτερο σ' αυτό το κελλί.

Ενθουσιασμένος ο Επίσκοπος για τη μεγάλη εγκράτεια των Μοναχών, είπε στον Αδελφό:

-Είθε του χρόνου που θα ξανάρθω, ούτε αλάτι να μη βρω.

Άλλος αρχάριος Μοναχός που είχε βάλει όρο στον εαυτό του να μη τρώει ψωμί, πήγε μια μέρα να επισκεφθεί ένα μεγάλο Γέροντα.

Στο κελλί του βρήκε κι άλλους επισκέπτες. Ο Γέροντας μαγείρευε φαγητό για τους ξένους του. Σαν κάθισαν στην τράπεζα, ο αρχάριος έβγαλε τα βρεγμένα κουκιά που είχε φέρει μαζί του και τα έτρωγε.

Ο Γέροντας που τον είδε, τον πήρε ύστερα από το φαγητό παράμερα και τον συμβούλεψε:

-Όταν τρώγεις με άλλους Αδελφούς, τέκνον μου, απόφευγε όσο μπορείς να δείχνεις την εγκράτειά σου, γιατί παραμονεύει η κενοδοξία να σου αφαιρέσει το μισθό σου.

Αν πάλι είσαι αποφασισμένος να μη παραβαίνεις τους όρους σου, μένε στο κελλί σου κι απόφευγε τις επισκέψεις.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

ΟΛΑ ΕΞΑΡΤΩΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΜΑΣ

ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ

Συμβαίνει πολλές φορές νὰ σοῦ μιλάει μὲ λογισμούς ὁ σατανᾶς καὶ νὰ σοῦ λέει· "Κοίταξε πόσα κακὰ ἔργα ἔχεις κάνει. Ἡ ψυχή σου εἶναι γεμάτη ἀνομίες, βαρύνεσαι μὲ πολλές καὶ βαρύτατες ἁμαρτίες". Μή σὲ ξεγελάει μ' αὐτὰ ὁ σατανᾶς καὶ μὲ πρόφαση ταπεινώσεως σὲ σπρώχνει στὴν ἀπελπισία. Ἐσὺ λοιπὸν ἀποκρίσου του: "Ναί, ἀλλὰ ἔχω γραπτὲς τὶς διαβεβαιώσεις τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει: «Δὲν ἐπιθυμῶ τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλού, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψει μὲ τὴ μετάνοια καὶ νὰ ἔχει ζωή». Γιατὶ τότε τί ἤθελε νὰ κατεβεῖ ὁ Θεὸς στὴ γῆ, ἄν ὄχι γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ φωτίσει αὐτοὺς ποὺ ζοῦνε στὸ σκοτάδι καὶ νὰ δώσει ζωὴ στοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;".

Ὅπως ἡ σατανικὴ δύναμη, ἔτσι καὶ ἡ Θεία Χάρη προτρέπει χωρὶς νὰ ἐξαναγκάζει. Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ διαφυλάσσεται ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ αὐτεξουσιότητά μας. Γι' αὐτὸ καὶ ὅσα κακὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ σατανᾶ, δέχεται αὐτὸς καὶ ὄχι ὁ σατανᾶς τὴν τιμωρία, γιατί δὲν σύρθηκε μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὸ θέλημά του ὑπάκουσε στὴν κακία. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ἀγαθό. Οὔτε πάλι ἡ Χάρη δεσμεύει μὲ ἀναγκαστικὴ δύναμη τὴ θέληση του ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κάνει κάτι διαφορετικό. Ἀλλὰ δίνει τὸ προβάδισμα στὸ αὐτεξούσιο γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ κλίνει, στὴν ἀρετὴ ἤ στὴν κακία;

Ὅπως τὸ σῶμα μολύνεται ὅταν ἔρθει σὲ συνάφεια μὲ ἄλλο σῶμα καὶ διαπράξει τὴν ἁμαρτία, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ διαφθείρεται ὅταν δέχεται πονηροὺς καὶ ἀκάθαρτους λογισμοὺς καὶ συμφωνεῖ καὶ συγκατίθεται μὲ αὐτούς. Καὶ ὄχι μόνο τοὺς λογισμούς τῆς πονηρίας καὶ τῆς πορνείας, ἀλλὰ καὶ κάθε κακίας (π.χ. ἀπιστίας, δολιότητας, κενοδοξίας, ὀργῆς, φιλονεικίας κ.τ.ὅ). Αὐτὸ θὰ πεῖ νὰ καθαρίζουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκικὸ καὶ πνευματικό. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ διαφθείρει τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸ σῶμα, θὰ τὸν ἀφανίσει ὁ Θεός, κατὰ τὸν Ἀπόστολο, ἔτσι κι' ἐκεῖνος ποὺ διαφθείρει τὴν ψυχὴ καὶ τὸν νοῦ μὲ τὸ νὰ συμφωνεῖ στὰ ἄτοπα, εἶναι ἄξιος νὰ τιμωρηθεῖ. Πρόσεξε τί λέει καὶ ἡ Γραφή· «Μὲ κάθε προσοχὴ φύλαγε τὴν καρδιά σου, γιατί ἀπ' αὐτὸ θὰ ὁδηγηθεῖς στὴ ζωή».

Ὁ καθένας μας ὀφείλει νὰ ἐξετάσει ποιές εἶναι οἱ κλίσεις τῆς ψυχῆς μας. Ἄς διατηροῦμε λοιπὸν τὴν ψυχή μας καθαρὴ ἀπὸ πονηροὺς λογισμοὺς γιὰ νὰ ἔρθει μέσα μας ὁ καθαρὸς Θεὸς νὰ κατοικήσει. Γιατὶ αὐτὸς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἔρθει καὶ θὰ κατοικήσει μόνο στὶς καθαρὲς ψυχές, ποὺ ἀγαπᾶνε τὸ καλό.

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

ΜΟΝΟ ΟΣΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ ΚΑΡΔΙΑΚΑ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ…

ΑΓΙΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ


«Σας προσκαλώ σε υπομονή, σε προσεκτική κατάσταση προσευχής με την ακατάπαυστη αναζήτηση του θελήματος του Θεού. Είθε να μας βοηθήσει ο Κύριος με το Πνεύμα το Άγιο να παραμείνουμε στο φως των εντολών Του. Και πάλι, προσκαλώντας σας σε όλα αυτά, θα σας παρακαλέσω να θυμάστε όλα τα θαύματα της Πρόνοιας του Θεού, η οποία μακροθύμησε απέναντι μας ως τώρα.

Η εποχή μας είναι αβάσταχτη. Δεν είμαι αλάθητος, μπορεί να σφάλλω σε κάθε βήμα, και πράγματι σφάλλω. Ωστόσο, θα σας πω ότι μου έρχεται συχνά η σκέψη πως φτάσαμε σε «αποκαλυπτικούς καιρούς».

Θα ‘ρθει εποχή που θα κατασκευαστούν μηχανές οι οποίες θα ελέγχουν τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων…

Εκείνη την εποχή μόνο όσοι κατέβασαν τον νου τους στην καρδιά θα μείνουν ανεπηρέαστοι από αυτή την δικτατορία…

Στην Δύση οι άνθρωποι ζουν με τον εγκέφαλο, δηλαδή έχουν κέντρο της ζωής τους την λογική. Έτσι, αν οι επιστήμονες ανακαλύψουν ένα μηχάνημα, τότε θα μπορέσουν να διαβάσουν τις σκέψεις των ανθρώπων και να τους κατευθύνουν. Όσοι, όμως, ζουν με την καρδιά, μέσα στην οποία ενεργεί η Χάρη του Θεού, και προσεύχονται καρδιακά, αυτοί έχουν το χάραγμα του Σταυρού μέσα σε αυτήν και κανείς δεν μπορεί να τους ελέγξει πνευματικά. Αυτοί έχουν την ελευθερία του πνεύματος.

Από το πρωΐ αρχίζει ο εγκλωβισμός των ανθρώπων των πόλεων, αλλά τώρα και των χωριών, στην κοσμική ζωή, που παρασύρει τον νου και τη φαντασία μας στην εξέλιξη των γεγονότων και τα αισθήματά μας στη συμμετοχή σε αυτά.

Πώς λοιπόν με τους όρους αυτούς να αναχθούμε σ’ εκείνη την ησυχία του νου και την ηρεμία της καρδιάς, που είναι πράγματα τόσο απαραίτητα για την προσευχή; Να το ερώτημα…

Η λειτουργική προσευχή με τη συχνή Θεία Μετάληψη αποτελεί το πλήρωμα…

Μην ανησυχείς για την ανικανότητά σου να συγκεντρωθείς, όταν στέκεσαι στην προσευχή. Κράτησε πριν απ’ όλα τη μνήμη του Θεού και την ειρήνη της καρδιάς. Για να βρεις τον σωστό δρόμο, είναι καλύτερο απ’ όλα να το ζητήσεις από τον ίδιο τον Θεό στην προσευχή.

Ακόμη και στην πνευματική ξηρασία µας στέλνει ο Θεός µιά παρηγοριά, επειδή γνωρίζει τις αδυναμίες µας. Το συμφέρον µας θα ήταν αν ζούσαμε σε όλη µας την ζωή σε µιά πνευματική ξηρασία, αλλά να αγωνιζόμαστε, δηλαδή αν μπορούσαµε να φθάσουμε τον Χριστό μέσα από την τέλεια εγκατάλειψη του Θεού, την πλήρη κένωσή µας, όπως έγινε με τον Χριστό στον Σταυρό. Τότε και η δόξα του ανθρώπου θα ήταν μεγάλη. Ανάλογα με την κένωση και ανάλογα με τον πόνο που υποµένουµε, θα έχουμε δόξα.

Πηγή: www.thesvitis.blogspot.com

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Υπάρχει μόνο ένα μέσο για ν’ ανακαλύψουμε την αληθινή φύση του Χριστιανισμού. Πρέπει ν’ ανοίξουμε το βήμα σ’ αυτό το μονοπάτι, να συντονιστούμε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και μετά θ’ αρχίσουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε μόνοι μας».

Ένας από τους φημισμένους Πατέρες της Ερήμου στην Αίγυπτο του 4ου αι., ο αγ. Σεραπίων ο Σινδωνίτης, ταξίδευε μια φορά για προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί του είπαν για μια περίφημη έγκλειστη, μια γυναίκα που ζούσε πάντα σ’ ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω. Δυσπιστώντας για τον τρόπο της ζωής της -γιατί ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος περιπλανώμενος- ο Σεραπίων την επισκέφθηκε και τη ρώτησε:

«Γιατί κάθεσαι εδώ;» κι εκείνη του απάντησε:

«Δεν κάθομαι. Ταξιδεύω».

Δεν κάθομαι. Ταξιδεύω. Ο κάθε Χριστιανός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα λόγια για τον εαυτό του. Το να είσαι Χριστιανός σημαίνει να είσαι ταξιδιώτης. Η κατάστασή μας, λένε οι Έλληνες Πατέρες, είναι σαν κι’ αυτή του Ισραηλιτικού λαού μέσα στην έρημο του Σινά. Ζούμε σε σκηνές, όχι σε σπίτια γιατί πνευματικά είμαστε πάντα σε κίνηση.

Ταξιδεύουμε μέσω του εσωτερικού χώρου της καρδιάς, σ’ ένα ταξίδι που δεν μετριέται με τις ώρες του ρολογιού μας ή με τις μέρες του ημερολογίου γιατί είναι ένα ταξίδι έξω απ’ το χρόνο και μέσα στην αιωνιότητα.

Έν’ από τα’ αρχαιότερα ονόματα για τον Χριστιανισμό ήταν απλώς «η οδός». «Εγένετο δε κατά τον καιρόν εκείνον», λέγεται στις Πράξεις των Αποστόλων, «τάραχος ουκ ολίγος περί της οδού» (19,23)• ο Φήλιξ, ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Καισάρειας, αναφέρεται «ακριβέστερον ειδώς τα περί της οδού» 24,22). Είναι μια ονομασία που δίνει έμφαση στον πρακτικό χαρακτήρα της Χριστιανικής πίστης.

Ο Χριστιανισμός είναι κάτι περισσότερο από μια θεωρία για το σύμπαν, κάτι περισσότερο από διδασκαλίες γραμμένες στα χαρτιά• είναι ένα μονοπάτι που παίρνουμε ταξιδεύοντας -με τη βαθύτερη και ουσιαστικώτερη έννοια, η οδός της ζωής.

Υπάρχει μόνο ένα μέσο για ν’ ανακαλύψουμε την αληθινή φύση του Χριστιανισμού. Πρέπει ν’ ανοίξουμε το βήμα σ’ αυτό το μονοπάτι, να συντονιστούμε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και μετά θ’ αρχίσουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε μόνοι μας. Όσο παραμένουμε έξω, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε σωστά. Βέβαια είναι ανάγκη να μας δοθούν οδηγίες πριν ξεκινήσουμε• είναι ανάγκη, να μας πουν ποιους δείκτες ν’ αναζητήσουμε, και πρέπει να έχουμε και συντρόφους.

Πράγματι, χωρίς καθοδήγηση από άλλους είναι σχεδόν αδύνατο ν’ αρχίσουμε το ταξίδι. Αλλά οδηγίες που έδωσαν άλλοι ποτέ δεν μπορούν να είναι υποκατάστατο για την άμεση, την προσωπική εμπειρία.

Ο καθένας καλείται να επαληθεύσει για τον εαυτό του ό,τι έχει διδαχθεί, ο καθένας χρειάζεται να ξαναζήσει την Παράδοση που έχει λάβει.

«Το Σύμβολο της Πίστεως», είπε ο Μητροπολίτης Φιλάρετος της Μόσχας, «δεν σου ανήκει αν δε το έχεις ζήσει». Κανείς δεν μπορεί να ταξιδεύει μ’ όλη του την άνεση σ’ αυτό το ταξίδι που είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα. Κανείς δεν μπορεί να είναι Χριστιανός από δεύτερο χέρι. Ο Θεός έχει παιδιά, αλλά δεν έχει εγγόνια.

Πηγή: Εκ του βιβλίου "Ο Ορθόδοξος Δρόμος" - Μητροπολίτου Διοκλείας Κάλλιστου Ware.

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

ΟΤΑΝ ΣΟΥ ΕΛΘΕΙ ΘΥΜΟΣ ΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΔΥΝΑΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΜΙΛΗΣΕΙΣ - ΟΣΙΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ

Ο θυμός από μόνος του, είναι φυσικός. Όπως τα νεύρα στο σώμα. Είναι και αυτός νεύρο ψυχής. Και οφείλει να τον μεταχειρίζεται ο καθένας εναντίον των δαιμόνων, ανθρώπων αιρετικών, και σε όσους τον εμποδίζουν από το δρόμο του Θεού.

Εάν δε θυμώνεις κατά των ομοψύχων αδελφών ή γίνεσαι έκτος εαυτού, χαλάς τα έργα των χεριών σου, γνώριζε ότι πάσχεις από κενοδοξία και κάνεις παράχρηση του νεύρου της ψυχής. Απαλλάσσεσαι δε με την αγάπη προς όλους και την αληθινή ταπεινώση.

Γι’ αυτό, όταν σου έλθει θυμός κλείσε το στόμα δυνατά και μη μιλήσεις σ’ αυτόν που σε βρίζει ή σε ατιμάζει ή σε ελέγχει ή με πολλούς τρόπους και χωρίς λόγο σε πειράζει. Και αυτός σαν το φίδι θα στρίψει μέσα στην καρδιά, θα ανέβει μέχρι το λαιμό, και αφού δεν θα του δώσεις διέξοδο θα πνιγεί και θα σκάσει. Και, όταν αυτό επαναληφθεί λίγες φορές, θα λιγοστέψει και θα πάψει τελείως.

Επειδή ο άνθρωπος είναι πλασμένος λογικός και ήμερος, διορθώνεται ασυγκρίτως καλύτερα με την αγάπη και τον ήμερο τρόπο, παρά με το θυμό και τη αγριότητα.

Αυτό το βρήκα και εγώ μετά από πολλή και μεγάλη δοκιμασία. Με το καλό και με την αγάπη μπορείς να κάνεις πολλούς να ημερέψουν, Και αν κανείς είναι καλοπροαίρετος, τον κάνεις γρήγορα να συμμορφωθεί, να γίνει Άγγελος του Θεού».

Πηγή:www.vimaorthodoxias.gr

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ (1509 -1579)

ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

Μέσα στην ευλογημένη χορεία των πολύφωτων πνευματικών αστέρων της ορθοδόξου πίστεώς μας εξέχουσα θέση κατέχει η οσιακή μορφή του Αγίου Γερασίμου του θαυματουργού, του επονομαζομένου νέου ασκητού, του και προστάτου των απανταχού της Γης ευρισκομένων Κεφαλλήνων, ο οποίος με το ευωδιάζον και άφθαρτο διά μέσου των αιώνων ιερό του σκήνωμα αποτελεί αστείρευτη πηγή ευλογίας, αγιασμού και χάριτος για κάθε πιστό που τον ευλαβείται και επικαλείται το πάντιμο όνομά του σε κάθε αίτημα και σε κάθε βήμα της επίγειας πορείας του. Ο θεοφόρος Άγιος Γεράσιμος, ο πολύτιμος αυτός πνευματικός θησαυρός της αγιοστόλιστης νήσου Κεφαλληνίας, το μυρίπνοο άνθος του παραδείσου που με την αφθαρσία του ιερού του σκηνώματος αποδεικνύει περίτρανα ότι «ζεῖ Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν», αναδείχθηκε πιστός ακόλουθος του Ιησού Χριστού και κατέστη ο «τῶν Ὀρθοδόξων προστάτης καί ἐν σώματι ἄγγελος», όπως ψάλλει ο ιερός υμνωδός.

Το κλέισμα των απανταχού της Γης Κεφαλλήνων, ο θαυματουργός Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς, γεννήθηκε το 1509 στην Άνω Συνοικία των Τρικάλων της ορεινής Κορινθίας. Ήταν γόνος της αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων, οι οποίοι έφτασαν από την Κωνσταντινούπολη μετά την Άλωση της Πόλης και εγκαταστάθηκαν στα Τρίκαλα Κορινθίας στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο πρώτος που εγκαταστάθηκε ήταν ο Αγγελής Νοταράς, του οποίου ο αδελφός, Λουκάς Νοταράς, υπήρξε ο τελευταίος πρωθυπουργός της Βασιλεύουσας και συγγενής εκ μητρός με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων προήλθαν εξέχουσες πνευματικές φυσιογνωμίες, όπως ο Μητροπολίτης Κορίνθου και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού Άγιος Μακάριος ο Νοταράς (1731 -1805), οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1641 -1707) και Χρύσανθος (1707 -1731), ο οπλαρχηγός Παναγιώτης Νοταράς και ο Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Πανούτσος Νοταράς. Οι γονείς του Αγίου Γερασίμου ονομάζονταν Δημήτριος και Καλή και διακρίνονταν για τη βαθιά τους πίστη και ευλάβεια. Παράλληλα απολάμβαναν την ιδιαίτερη εκτίμηση και τον σεβασμό όλων των κατοίκων των Τρικάλων, αλλά και ολόκληρης της επαρχίας της Κορινθίας λόγω της ενδόξου και επιφανούς καταγωγής τους, αλλά και λόγω της οικονομικής ευμάρειάς τους. Γι’ αυτό τον λόγο και οι Τούρκοι είχαν δώσει πολλά προνόμια στην οικογένειά του Δημητρίου Νοταρά, γεγονός που έδωσε ώθηση στην οικονομική και πνευματική εξέλιξη των Τρικάλων. Άγνωστο παραμένει μέχρι σήμερα το κοσμικό όνομα του γιου του Δημητρίου και της Καλής, ο οποίος παράλληλα με τη χριστιανική αγωγή έλαβε από τους γονείς του και επιμελημένη φιλολογική και θεολογική παιδεία, ώστε να αποδειχθεί αντάξιος της αρχοντικής καταγωγής των ενδόξων προγόνων του. Είναι πολύ πιθανόν οι γονείς του να προσπαθούσαν και να εύχονταν να δουν τον γιο τους πολιτικό ηγέτη των Τρικάλων με έντονη κοσμική εξουσία και δραστηριότητα.

Αλλά η Πρόνοια του Θεού τον προετοίμαζε για άλλους δρόμους και για μία διαφορετική πορεία στην επίγεια ζωή. Ο νεαρός Νοταράς φρονούσε ευαγγελικά και ταπεινά για τον εαυτό του, και αδελφούς του θεωρούσε όλους τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και δεν ενδιαφερόταν ούτε για τα κοσμικά αγαθά ούτε για τις εφήμερες απολαύσεις και ανέσεις της ζωής. Είχε ήδη σαγηνευτεί από τη σοφία και την αγάπη του Θεού και ο ουράνιος έρωτας είχε πλημμυρίσει την πάναγνη ψυχή του. Η επιθυμία του ήταν να τελειωθεί σύμφωνα με την εντολή του Θεού «ἔσεσθε τέλειοι ὥσπερ ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ ἐν οὐρανοῖς τέλειος ἐστιν» (Ματθ. Ε΄, 48), η δε αύρα της θείας χάριτος είχε χαράξει στην ψυχή του τον δρόμο της από τα μικρά και εφηβικά χρόνια. Όταν μάλιστα έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, οι γονείς του προσπάθησαν να τον παντρέψουν με μία κοπέλα από την περιοχή των Τρικάλων. Όμως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες και τις έντονες παρακλήσεις των γονέων του, ο πυρπολούμενος από θείο έρωτα νεαρός Νοταράς έμεινε αμετακίνητος στην πρόθεση και απόφασή του να αφιερωθεί στον Θεό και να Τον υπηρετήσει. Η επιθυμία του μάλιστα να αποκτήσει ευρύτερη θεολογική μόρφωση τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει την ιστορική γη των Τρικάλων Κορινθίας, τον τόπο δηλαδή, όπου αντίκρισε το πρώτο φως και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, με την οποία συνδέθηκε συναισθηματικά, αφού μετά την ολιγόχρονη παραμονή του στο νησί, εγκαθίσταται και πάλι το 1550 και εγκαταβιώνει για πέντε χρόνια.

Στη Ζάκυνθο μαθήτευσε σ’ έναν επιφανή διδάσκαλο, στον Ζακύνθιο μοναχό Παχώμιο Ρουσάνο (1508 -1553), ο οποίος υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους μύστες της Θεολογικής Επιστήμης, αλλά παράλληλα κατείχε και δύο στοιχεία που συνδιαμόρφωσαν ως έναν βαθμό την προσωπικότητα του Αγίου Γερασίμου: τη λιτότητα του βίου και την καλλιέργεια του πνεύματος και της πίστεως. Ο Άγιος όμως αναζητώντας την πνευματική του τελείωση, ξεκινά την προσωπική του πορεία και αναζήτηση προτύπων αρετής και θεϊκής σοφίας, αλλά και τόπων, όπου θα μπορούσε να συλλέξει πολύτιμες πνευματικές εμπειρίες. Έτσι μετά την ολιγόχρονη παραμονή του στη Ζάκυνθο επισκέφθηκε τις περιώνυμες μονές του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, του Οσίου Μελετίου Κιθαιρώνος, του Οσίου Λουκά Βοιωτίας, αλλά και των Μετεώρων για να καταλήξει στη Μακεδονία και τη Θράκη και από εκεί να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη, τη Βασιλίδα των Πόλεων και τον τόπο καταγωγής της επιφανούς και αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων. Επόμενος σταθμός του πνευματικού του ανεφοδιασμού υπήρξε το Άγιον Όρος, η περιώνυμη Μοναστική Πολιτεία του Άθωνος, όπου εκεί σύμφωνα με ορισμένους βιογράφους του περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα, λαμβάνοντας το όνομα Γεράσιμος. Στο Άγιον Όρος ο θεοφόρος μοναχός Γεράσιμος αφοσιώθηκε στην αδιάλειπτη προσευχή και άσκηση και διέμεινε σε Ιερές Σκήτες. Σύμφωνα μάλιστα με τον αοίδιμο Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμο μοναχό τον Μικραγιαννανίτη ο Άγιος εγκαταβίωσε σε σπήλαιο πλησίον της Σκήτης της Αγίας Άννης. Ενδεικτικό είναι ότι οι πνευματικές του εμπειρίες στο Αγιώνυμον Όρος υπήρξαν τόσο πλούσιες, ώστε χάρη στην ασκητική του ζωή κατέστη μιμητής «Μωϋσέως τοῦ θεόπτου, Ἠλιού τοῦ ζηλωτοῦ καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ», όπως ψάλλει ο ιερός υμνωδός.

Μετά την τριετή και πλέον παραμονή του στο Άγιον Όρος, όπου έφθασε σε απαράμιλλο ύψος αρετής και ευσέβειας, θέλησε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και τα πανίερα εκεί ευρισκόμενα προσκυνήματα. Έτσι περί το 1538 έφθασε στην Ιερουσαλήμ, και εκεί ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Γερμανός διακρίνοντας τη βαθιά ευσέβεια και τις αρετές με τις οποίες ήταν κεκοσμημένος, τον έπεισε να μείνει κοντά του και τον διόρισε κανδηλανάπτη στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου. Στον πανίερο και ευλογημένο αυτόν τόπο διηκόνησε επί ένα χρόνο, επιδιδόμενος αδιάλειπτα στην προσευχή και βιώνοντας τα μοναδικά και λυτρωτικά γεγονότα της ζωής του Ιησού Χριστού. Παράλληλα εκτιμώντας ο Πατριάρχης την ανωτερότητα του πνεύματος και το ύψος της αγιότητος που είχε φθάσει, τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο. Έτσι ο ιερομόναχος πλέον Γεράσιμος Νοταράς «ἐνστολισμένος μέ τάς παγχρύσους δωρεάς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἰς ὅλα ὁδηγούμενος ἀπό τήν οὐράνιον νεῦσιν τῆς θείας Χάριτος» κατέστη ο έμπιστος και στενός συνεργάτης του Πατριάρχου Γερμανού. Κατά τη δωδεκαετή παραμονή του στην Ιερουσαλήμ επισκέφθηκε τη Συρία, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια, την έρημο της Θηβαΐδος και το Θεοβάδιστο Όρος Σινά, ενώ μιμούμενος τον ίδιο τον Κύριο αποσύρθηκε στο Σαραντάριο Όρος, όπου υπήρχε περιώνυμη μονή, για να νηστεύσει σαράντα ημέρες. Στον σκληρό αυτόν πνευματικό του αγώνα ήρθε αντιμέτωπος με άπειρους διαβολικούς πειρασμούς, αλλά μέσα από την αναμέτρηση αυτή αναδείχθηκε τροπαιούχος νικητής, αφού και στην ασματική του Ακολουθία υμνείται ως «νέος ἀθλητής τοῖς παλαίμασι τῆς συνειδήσεως ἀναδειχθείς καί ὄργανον γέγονεν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Γι’ αυτό και έλαβε πλουσιοπάροχα από τον Θεό τη θαυματουργική χάρη να θεραπεύει τις ασθένειες και να εκδιώκει τα δαιμόνια.

Μετά την καρποφόρα δωδεκαετή παραμονή του στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε την ξεχωριστή ευλογία να επισκεφθεί και να προσκυνήσει όλα τα πανάγια προσκυνήματα, αναχωρεί με τις ευλογίες του Πατριάρχου Γερμανού για την Κύπρο και μετά τη σύντομη παραμονή του στο νησί του Αποστόλου Βαρνάβα, φθάνει στην Κρήτη. Εκεί με το πύρινο κήρυγμα και την ασκητική του παρουσία ενίσχυσε το θρησκευτικό συναίσθημα και την πίστη των κατοίκων της ιστορικής Μεγαλονήσου, οι οποίοι διώκονταν από τους Λατίνους για το ορθόδοξό τους φρόνημα. Στην Κρήτη ο Άγιος Γεράσιμος αναζήτησε σπηλιές και ερημικές δυσπρόσιτες τοποθεσίες στις επαρχίες Κυδωνίας, Αποκορώνου και Κισάμου του νομού Χανίων για να μονάσει και να αφοσιωθεί πλήρως στον Θεό, αλλά και για να στηρίξει την ορθόδοξη πίστη των διωκομένων ορθοδόξων Κρητών. Γι’ αυτό και ο κρητικός λαός ευλαβείται ιδιαιτέρως τον Άγιο Γεράσιμο, θεωρώντάς τον θαυματουργό, η δε Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης τον συναριθμεί στη χορεία των τοπικών της Αγίων. Η τιμή που απολαμβάνει στην Κρήτη ο Άγιος Γεράσιμος αποδεικνύεται και από τους αφιερωμένους στο όνομά του ιερούς ναούς που κοσμούν την ευρύτερη περιφέρεια του νομού Χανίων. Νοτιοδυτικά του χωριού Νέο Χωριό Αποκορώνου υπάρχει σπήλαιο, όπου διέμεινε ο Άγιος και το 1933 διαμορφώθηκε το εσωτερικό του σε ναΐσκο επ’ ονόματί του. Ναός του Αγίου υπάρχει και στο χωριό Κάμποι Κυδωνίας, ο οποίος ανακαινίσθηκε το 1912. Ο Άγιος Γεράσιμος εγκαταβίωσε και σε σπήλαιο στην περιοχή Μοδίου Κυδωνίας, πλησίον του χωριού Βρύσες, όπου σύμφωνα με την παράδοση πολυάριθμοι άνθρωποι κατέφευγαν στον Άγιο πληροφορούμενοι την αγιότητα και την πνευματική του εμπειρία. Μάλιστα ο αριθμός των χριστιανών που κατέφθαναν για να οικοδομηθούν πνευματικά από τον Άγιο ήταν τόσο μεγάλος, ώστε αποφάσισε να εγκαταλείψει την Κρήτη και να μεταβεί στη Ζάκυνθο, αναζητώντας περισσότερη ησυχία για να επιδοθεί με μεγαλύτερο ζήλο στην προσευχή και την άσκηση. Εντός του κατανυκτικού σπηλαίου στην περιοχή του χωριού Βρύσες υπάρχει ναός του Αγίου, όπως και σε σπήλαιο νοτιοανατολικά του χωριού Περιβόλια Κυδωνίας, όπου σύμφωνα με την παράδοση ο Άγιος μόνασε, κηρύττοντας παράλληλα και τον λόγο του Θεού στους χριστιανούς της περιοχής. Μικρός ναός επ’ ονόματι του Αγίου υπάρχει και σε χαράδρα στην περιοχή του χωριού Φωτακάδου της επαρχίας Κισάμου.

Ο ασίγαστος πόθος του ιερομονάχου Γερασίμου του Νοταρά για περιπλάνηση, αλλά και για αναζήτηση τόπων, οι οποίοι να ικανοποιούν τις πνευματικές του ανησυχίες και την επιθυμία του για περισσότερη άσκηση και προσευχή, τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει την Κρήτη και να αναχωρήσει για τη Ζάκυνθο. Έτσι μετά από είκοσι χρόνια, περί το 1550, επιστρέφει στη Ζάκυνθο με πλούσια πνευματική εμπειρία και αποσύρεται σε απόκρημνη ερημική τοποθεσία πλησίον της Μονής του Αγίου Γεωργίου Κρημνών και μάλιστα σε σπήλαιο, το οποίο μέχρι σήμερα σώζεται και φέρει το όνομά του. Εκεί επιδόθηκε σε αδιάλειπτους πνευματικούς αγώνες και αξιώθηκε να βιώσει ουράνιες αποκαλύψεις. Σύντομα απόκτησε στο νησί φήμη αγιότητος, αφού σύμφωνα με την παράδοση διηκόνησε και ως εφημέριος στον ιερό ναό του Αγίου Λαζάρου στην πόλη της Ζακύνθου, όπου εξομολογούσε τους προσερχόμενους χριστιανούς. Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με τον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ο οποίος συνέγραψε βιογραφία του Αγίου Γερασίμου, ο Άγιος υπήρξε ο πνευματικός πατήρ του νεαρού Δραγανίνου Σιγούρου, του μετέπειτα πολιούχου και προστάτου της Ζακύνθου Αγίου Διονυσίου (1547 -1622). Ο Άγιος Γεράσιμος παρέμεινε στη Ζάκυνθο πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή το 1555, και οικοδόμησε πνευματικά τον λαό του νησιού. Γι’ αυτό και η πνευματική του προσφορά κατά την πενταετή παραμονή του στο νησί αυτό του Ιονίου υπήρξε καρποφόρα και ευεργετική, γεγονός που αποδεικνύεται από την πατριαρχική πράξη αναγνωρίσεως της αγιότητός του, στην οποία και αναγράφεται: «τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, τοῦ ἐν Ζακύνθῳ λάμψαντος». Αλλά και ο ζακυνθινός λαός περιβάλλει με ιδιαίτερη τιμή και ευλάβεια τον Άγιο Γεράσιμο, αφού επ’ ονόματί του τιμάται ο ενοριακός ναός στην περιοχή των Κήπων της πόλεως Ζακύνθου, ενώ παρεκκλήσια αφιερωμένα στον θαυματουργό Άγιο υπάρχουν στο Άνω Γερακάρι, όπου σύμφωνα με την παράδοση ασκήτευσε σε σπήλαιο της περιοχής που φέρει την προσωνυμία «Τ’Αγίου Γερασίμου η Κούρα», καθώς και στον οικισμό Ασκός της βόρειας Ζακύνθου.

Ο Άγιος Γεράσιμος αναζητώντας όμως περισσότερη ησυχία για να ασκητεύσει και να αφιερωθεί πλήρως στον Θεό, Τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε και υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή, αναχώρησε για την Κεφαλονιά. Έτσι μετά από μία πολυετή πνευματική οδοιπορία, η οποία διήρκησε εικοσιέξι ολόκληρα χρόνια, και εμπλουτισμένος με θεϊκή εμπειρία και ασκητική γνώση, φτάνει το 1555 στην πανέμορφη και αγιοστόλιστη Κεφαλονιά, το ευλογημένο αυτό νησί του Ιονίου, όπου ο Απόστολος των Εθνών Παύλος έφτασε ως ναυαγός στις δυτικές ακτές του νησιού κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τη Ρώμη το 59μ.Χ., ενώ τον 4ο μ.Χ. αιώνα έφτασαν στο νησί από τη Σικελία οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων, γνωστοί σήμερα με την προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», οι οποίοι διέλαμψαν ασκητικώς μέχρι της οσιακής τους κοιμήσεως στην περιοχή της Σάμης, όπου επ’ ονόματί τους ανεγέρθηκε περιώνυμη ιερά μονή μετά τη θαυματουργική ανεύρεση των ιερών τους σκηνωμάτων. Ο Άγιος Γεράσιμος φτάνει στην Κεφαλονιά με την κομβική γεωγραφική της θέση σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη χρονική στιγμή για το μέλλον της Ορθοδοξίας στο νησί, αφού οι Ενετοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να υποτάξουν τους κατοίκους του νησιού, να τους προσηλυτίσουν στον Παπισμό και έτσι να αποδυναμώσουν την ορθόδοξη πίστη. Έτσι ο πολυταξιδεμένος θεοφόρος ιερομόναχος Γεράσιμος Νοταράς με την πολυετή πνευματική του πορεία που συνοδευόταν από την άσκηση και τον πνευματικό του αγώνα, κατόρθωσε να γίνει η ελπίδα και το στήριγμα των κατοίκων του μεγαλύτερου νησιού του Ιονίου και να συγκεντρώσει γύρω του τα πλήθη των απογοητευμένων Κεφαλλήνων. Μ’αυτόν τον τρόπο ο προστάτης Άγιος του νησιού με την ασίγαστη και ζωντανή αντίδραση απέναντι στο ξένο και το ξενόδουλο στοιχείο, κατέστη η άμυνα απέναντι στην απειλητική αλλοτρίωση των Κεφαλλήνων από τους Ενετούς. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Άγιος Γεράσιμος, χαρακτηριζόμενος μάλιστα σε κεφαλλονίτικο έγγραφο του 16ου αιώνα ως «ξένος», συνδέθηκε τόσο στενά με την Κεφαλονιά και τον λαό της, ώστε Κεφαλονιά και Άγιος Γεράσιμος να είναι δύο έννοιες αχώριστες και ταυτόσημες. Γι’ αυτό και ο εκ Τρικάλων Κορινθίας θαυματουργός «προστάτης τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐν σώματι ἄγγελος» αναδείχθηκε ως ο πολύτιμος πνευματικός θησαυρός του νησιού και το σημαντικότερο στοιχείο της πνευματικής και πολιτιστικής παράδοσης της Κεφαλονιάς, η οποία καταξιώθηκε από τη χάρη του Θεού να γίνει η «πατρίδα» του Αγίου.

Φτάνοντας ο Άγιος Γεράσιμος στην Κεφαλονιά αναζήτησε κατάλληλο τόπο για να επιδοθεί με αφοσίωση στην προσευχή και την άσκηση. Ένα σπήλαιο, ευρισκόμενο νοτιοδυτικά του Αργοστολίου στη θέση Σπήλια, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να μονάσει. Για κρεβάτι πελέκησε μία πέτρα, ενώ έφτιαξε μία στέρνα για να μαζεύει τα νερά που έσταζαν από τον βράχο. Στο σωζόμενο μέχρι σήμερα σπήλαιο, το οποίο έχει ενσωματωθεί με ναό επ’ ονόματί του, διέμεινε πέντε έτη και έντεκα μήνες συνεχίζοντας με πιο ένθερμο ζήλο την άσκηση και τον πνευματικό του αγώνα, ενώ πολυάριθμοι ήταν αυτοί που κατέφευγαν στον ταπεινό και ενάρετο ιερομόναχο Γεράσιμο για να οικοδομηθούν πνευματικά και να θεραπευτούν από τις ασθένειές τους. Ο Άγιος με τη διδασκαλία του για την ορθόδοξη πίστη και με την ασκητική του παρουσία στο σπήλαιο κατέστη πρότυπο αρετής και αναδείχθηκε «σκεῦος ἐκλογῆς» και «διδάσκαλος παντοίων νοημάτων εὐσεβῶν», αλλά και «πέλεκυς ἐκκόπτων ζιζάνια πλάνης καί ἀπάτης αἱρέσεων». Σε σύντομο χρονικό διάστημα το σπήλαιο στην περιοχή του Αργοστολίου, όπου εγκαταβίωνε ο θεόληπτος ασκητής Γεράσιμος, έγινε τόσο δημοφιλές, ώστε πλήθος κόσμου κατέφθανε για να καθοδηγηθεί πνευματικά και να ακούσει τον σωτήριο λόγο του. Το γεγονός όμως αυτό τον εμπόδιζε να απολαύσει την ποθούμενη ησυχία και να επικοινωνεί αδιάλειπτα μέσω της προσευχής με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και η ψυχή του δεν ευφραινόταν και δεν αναπαυόταν όσο θα ήθελε. Έτσι έλαβε την απόφαση να μεταβεί σε μία πιο απομακρυσμένη και ερημική περιοχή, η οποία ήταν στην κοιλάδα των Ομαλών πλησίον του χωριού Βαλσαμάτα και στους πρόποδες του Αίνου, του υψηλότερου βουνού της Κεφαλονιάς. Σ’ αυτό τον τόπο ο Άγιος Γεράσιμος βρήκε επιτέλους τον απόλυτο προορισμό του και ο τόπος αυτός κατέστη το επίγειο κατοικητήριό του, αλλά και ο φωτεινός πνευματικός φάρος για το μέλλον.

Στην ερημική αυτή περιοχή υπήρχε ερειπωμένη μονή αφιερωμένη στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, γνωστή με την προσωνυμία «Αγία Ιερουσαλήμ», η οποία είχε ανεγερθεί στον χώρο, όπου είχε ευρεθεί θαυματουργικώς παλαιότατη εικόνα της Θεομήτορος, φέρουσα την επιγραφή «Santa Maria Hierusalem». Το ερειπωμένο εκκλησάκι της μονής είχε ανακαινισθεί με δαπάνη του ιερέως Νικολάου (ή σύμφωνα με άλλες πηγές Γεωργίου) Βαλσάμου και ανήκε σ’ αυτόν και στις δύο ανύπαντρες αδελφές του. Όταν έφθασε ο Άγιος Γεράσιμος στην περιοχή των Ομαλών το 1560, τον υποδέχθηκαν ο ιερέας π. Βάλσαμος και οι αδελφές του με ιδιαίτερη χαρά και ως πρόσωπο θεόσταλτο, βλέποντας το αγγελικό και σεβάσμιο πρόσωπό του και ακούγοντας τον αγιοπνευματικό του λόγο. Αμέσως του πρότειναν να μονάσει σ’ αυτόν τον τόπο και να καταστεί ο πνευματικός καθοδηγητής τους. Γι’ αυτό και του παραχώρησαν το εκκλησάκι και όλη τη γύρω περιοχή, σύμφωνα με το διασωθέν παραχωρητήριο. Ο θεόφορος ασκητής Γεράσιμος ανακαίνισε το παλαιό εκκλησάκι και άρχισε να καλλιεργεί τη γη. Η αξιοποίηση της παραχωρηθείσης γης προκάλεσε όμως τον φθόνο του ιερέως π. Βαλσάμου, ο οποίος προσπάθησε να εκδιώξει τον Άγιο με τη συμμετοχή μάλιστα και άλλων γειτόνων και κατοίκων της περιοχής. Ο Άγιος όμως έμεινε ατάραχος και έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη και αφοσίωση στον Θεό, η κατάσταση εξομαλύνθηκε, αφού μέσα από την πραότητα, τη σεμνότητα και τη φωτεινή παρουσία του θεοφόρου ασκητού Γερασίμου, κατάλαβαν οι διακείμενοι εχθρικά απέναντι στον Άγιο την αγιότητα και τη θεόσταλτη παρουσία του. Αφού μάλιστα του ζήτησαν συγνώμη, του υποσχέθηκαν ότι δεν θα ξανασταθούν εμπόδιο στο έργο του, αλλά θα είναι συμπαραστάτες και αρωγοί στην προσπάθεια του. Αξιοσημείωτο είναι ότι σύμφωνα με κάποιες ιστορικές πηγές ο Άγιος σύρθηκε ακόμη και στα δικαστήρια, τα οποία όμως τον δικαίωσαν.

Μετά από αυτή τη δοκιμασία ο Άγιος Γεράσιμος κατάλαβε ότι είναι θέλημα Θεού να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στον τόπο και να οικοδομήσει το μοναστήρι του. Έτσι ανήγειρε εκ βάθρων τον ετοιμόρροπο ναό, τον οποίο και αφιέρωσε στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, ενώ γύρω από αυτόν οικοδόμησε κελιά, αφού η φήμη του ως εναρέτου και ταπεινού ασκητού, αλλά και ως χαρισματικού διδασκάλου της ορθοδόξου πίστεως προσέλκυε καθημερινά εκατοντάδες ψυχές που έβρισκαν κοντά του την ψυχική ανάπαυση και την πνευματική καθοδήγηση. Παράλληλα βλέποντας οι Κεφαλλήνες την ενάρετη πολιτεία του και τον χριστομίμητο βίο του, του εμπιστεύτηκαν τις κόρες τους στο μοναστήρι που οικοδόμησε και το οποίο ονόμασε «Νέα Ιερουσαλήμ» για να του θυμίζει τόσο την επίγεια Ιερουσαλήμ που έζησε δώδεκα χρόνια όσο και την ουράνια Ιερουσαλήμ που βρίσκεται μέσα στην άρρητη και ανεκλάλητη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Έτσι στις δύο αδελφές του ιερέως π. Βαλσάμου προστέθηκαν και άλλες που περιεβλήθηκαν το μοναχικό σχήμα, και ο αριθμός τους έφτασε τις εικοσιπέντε. Η γυναικεία Μονή της «Νέας Ιερουσαλήμ» εδραίωσε τον γυναικείο μοναχισμό στο νησί και αναδείχθηκε ο πνευματικός φάρος της Κεφαλονιάς υπό την καθοδήγηση του Αγίου Γερασίμου, ο οποίος με την άδεια και την ευλογία του Επισκόπου Παχωμίου Μακρή ζήτησε να γίνει η Μονή Πατριαρχικό Σταυροπήγιο. Στα δεκαεννιά χρόνια της ασκητικής του ζωής στη Μονή δίδασκε και νουθετούσε στις μοναχές «τήν πνευματικήν ἰσάγγελον πολιτεία» και επαναλάμβανε συνεχώς τη φράση: «Τεκνία εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς καί μή τά ὑψηλά φρονεῖτε». Επαγρυπνούσε διαρκώς για τη μοναστική αδελφότητα, την οποία η Θεία Πρόνοια του εμπιστεύτηκε και αναδείχθηκε ο πνευματικός της καθοδηγητής, διδάσκοντας όχι μόνο με τα λόγια, αλλά κυρίως με την αγιότητα του βίου του. Διόρισε ιερέα για να τελεί καθημερινά τις ιερές ακολουθίες και να εξομολογεί, ώστε η πνευματική ζωή στο συσταθέν από τον Άγιο κοινοβιακό μοναστήρι της Νέας Ιερουσαλήμ να είναι ζωντανή και αδιάλειπτη. Αυτό δημιούργησε μία συνεχιζόμενη λειτουργική παράδοση στη Μονή, η οποία με τη χάρη του Θεού και τις πρεσβείες του θαυματουργού Αγίου Γερασίμου συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα, αφού και ο ίδιος ο Άγιος υπήρξε φορέας του κοινοβιακού ρωμαίικου πνεύματος που προϋποθέτει την ισότητα των ανθρώπων και την ενότητά τους εν Χριστῴ.

Κατά τη δεκαεννιάχρονη παραμονή του στη Μονή των Ομαλών επιδιδόταν σε σκληρούς πνευματικούς αγώνες και κατόρθωσε να προσελκύσει τη θεία χάρη, αφού όπως ψάλλει ο ιερός υμνωδός «ἔνθους ἐγένου πανόλβιε ἐν θείαις προσευχαῖς σου ἱστάμενος, Θεόν ἐνορῶν παντέλειον, ὅμματι διανοίας καθαρτικῷ». Ο Άγιος ζούσε «ἐν σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», αφού στη Μονή είχε και το ασκητήριό του, το οποίο ήταν ένα σκοτεινό υπόγειο σκαμμένο κάτω από την αυλή της Μονής. Εκεί επιδιδόταν σε ολονύχτιες προσευχές και σε σκληρές νηστείες, αλλά παράλληλα δεν σταμάτησε ποτέ να νουθετεί τόσο τις μοναχές όσο και τους προσερχόμενους προσκυνητές στη Μονή του. Έμεινε γνωστός με την προσωνυμία «Ὁ διδάσκαλος κύρ Γεράσιμος», αφού ανελλιπώς κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού. Γι’ αυτό και έγινε η ελπίδα του Γένους, αλλά και η ασπίδα απέναντι στον Παπισμό, ο οποίος αποτελούσε απειλή για το μέλλον της Ορθοδοξίας στην Κεφαλονιά. Ο Άγιος Γεράσιμος, ο οποίος υμνείται ως ο «τῆς σεπτῆς Τριάδος πιστός ἱερομύστης», ο «τῆς Χάριτος στολήν κεκοσμημένος», ο «τοῦ Δεσπότου γνήσιος δοῦλος», αξιώθηκε από τον Πανάγαθο Θεό να λάβει τη θαυματουργική χάρη και να καταστεί «πηγή ἀκένωτος ἰαμάτων παντοδαπῶν, καί βοηθός εἰς τάς θλίψεις, καί πρέσβυς θερμότατος εἰς τούς θερμῶς αὐτόν ἐπικαλουμένους, καί εἰς ὅσους μέ πίστιν εἰλικρινῆ εἰς αὐτόν προστρέχουσι». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο θεοφόρος και θαυματουργός Άγιος Γεράσιμος αξιώθηκε να επιτελέσει θαύματα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της επίγειας παρουσίας του. Έτσι κάποια στιγμή όταν η Κεφαλονιά αντιμετώπισε το οξύ πρόβλημα της ανομβρίας, οι κάτοικοι κατέφυγαν στον Θεό και με παρακλήσεις και λιτανείες Τον παρακάλεσαν να σταματήσει την ανομβρία. Όμως ο καιρός περνούσε και τίποτα απολύτως δεν είχε γίνει. Τότε κατέφυγαν όλοι στον Άγιο και με δάκρυα στα μάτια του ζήτησαν να προσευχηθεί στον Θεό. Ο Άγιος όμως από ταπεινοφροσύνη τους είπε ότι δεν είναι άξιος να ζητήσει από τον Θεό τέτοια χάρη, διότι είναι αμαρτωλός. Οι απελπισμένοι όμως κάτοικοι επέμεναν να τους βοηθήσει και τότε ο θεοφόρος ασκητής γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε τον Θεό να ευσπλαχνισθεί τον ταλαιπωρημένο από την ανομβρία λαό και να στείλει την πολυπόθητη βροχή. Μόλις ο Θεός άκουσε την ειλικρινή προσευχή του Αγίου, έδωσε επιτέλους λύση στο φοβερό πρόβλημα που είχε ενσκύψει. Έτσι η πολυπόθητη βροχή ήρθε για να ποτίσει τη διψασμένη γη και να χαρεί ο λαός του Θεού. Αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό θαύμα που επιτέλεσε ο Άγιος Γεράσιμος με τη χάρη του Θεού όσο ήταν ακόμη στη ζωή.

Έφτασε όμως και ο καιρός που ο θεοφόρος ασκητής Γεράσιμος θα αποχαιρετούσε την παρούσα ζωή και θα αναχωρούσε για να συναντήσει τον Ιησού Χριστό μέσα στην πνευματική αγαλλίαση της Βασιλείας των Ουρανών. Προαισθανόμενος την κοίμησή του κάλεσε τις μοναχές και αφού τις νουθέτησε για τελευταία φορά, επαναλαμβάνοντας τη φράση: «Τεκνία εἰρηνεύετε ἐν ἑαυτοῖς καί μή τά ὑψηλά φρονεῖτε», παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησε και υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή. Εκοιμήθη σε ηλικία 70 ετών, στις 15 Αυγούστου 1579, κατά την ημέρα της εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μετά την εκδημία του ενδύθηκε ο Άγιος με τα ιερά του άμφια, τα οποία και φέρει μέχρι σήμερα στο φυλασσόμενο εντός της περίτεχνης λάρνακας ιερό του άφθαρτο σκήνωμα. Της εξοδίου Ακολουθίας προέστη ο Επίσκοπος Κεφαλληνίας Φιλόθεος Λοβέρδος και το ιερό του σώμα ενταφιάσθηκε πλησίον του τοίχου του ναού της Μονής. Στο μεταξύ επί δύο χρόνια μετά την ταφή οι μοναχές της Μονής έβλεπαν στον ύπνο τους τον Άγιο. Το παράδοξο αυτό γεγονός σε συνδυασμό και με τα επιτελεσθέντα θαύματα, όπως η διάσωση από πνιγμό μέσα στο πηγάδι της Μονής μιας δαιμονιζόμενης χάρη στη θαυματουργική επέμβαση του Αγίου, παρακίνησαν τις μοναχές να ζητήσουν να γίνει η εκταφή του ιερού σκηνώματος. Έτσι επί των ημερών του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Β΄ (1536 – 1595), ο οποίος έδωσε και τη σχετική άδεια και ευλογία, αφού η Μονή ήταν Πατριαρχικό Σταυροπήγιο, και με την παρουσία του Πατριαρχικού Εξάρχου, Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρου (1577 -1616), έγινε η ανακομιδή του ιερού σκηνώματος στις 20 Οκτωβρίου 1581, δηλαδή δύο χρόνια και δύο μήνες από την ημέρα της ταφής του. Το εκταφέν σώμα του Αγίου βρέθηκε ακέραιο, άφθαρτο και ευωδιάζον, ενώ ανέπαφα και αναλλοίωτα βρέθηκαν και τα ιερά του άμφια, με τα οποία ενταφιάσθηκε. Όλοι έμειναν εκστατικοί από το θαύμα του αφθάρτου και ευωδιάζοντος ιερού σκηνώματος και η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Στο απροσδόκητο όμως αυτό γεγονός αντέδρασαν οι Λατίνοι, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προσηλυτίσουν τους ορθοδόξους στο δόγμα τους, αφού μία τέτοια θαυμαστή αποκάλυψη θα εμπόδιζε τα σχέδια τους, αλλά και θα τόνωνε το θρησκευτικό συναίσθημα του κεφαλληνιακού λαού απέναντι στον προστάτη του Άγιο. Γι’ αυτό και ζήτησαν από τον Πατριαρχικό Έξαρχο την επαναταφή του ιερού σκηνώματος, ώστε να συμπληρωθούν τρία χρόνια από την πρώτη ταφή. Έτσι ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ έδωσε την εντολή της άμεσης ταφής του «παράκαιρα» εκταφέντος λειψάνου, μέχρι να συμπληρωθεί ο τριετής χρόνος της παραμονής του μέσα στη γη. Κατά τη δεύτερη όμως εκταφή του μυροβόλου λειψάνου, η οποία σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες πραγματοποιήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1582, βρέθηκε και πάλι το ιερό σκήνωμα του θαυματουργού Αγίου Γερασίμου ανέπαφο από τη φθορά του χρόνου. Η δεύτερη ανακομιδή αποτέλεσε τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, αφού ο «τῶν Ὀρθοδόξων προστάτης» Άγιος Γεράσιμος επέφερε με την αφθαρσία του ευωδιάζοντος και χαριτοβρύτου σκηνώματός του δεινό πλήγμα στους Λατίνους και στη λυσσαλέα προσπάθειά τους να εξαλείψουν την ορθόδοξη πίστη στον κεφαλληνιακό λαό. Γι’ αυτό και η 20η Οκτωβρίου, κατά την οποία εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας η ανακομιδή του ιερού λειψάνου του Αγίου Γερασίμου, θεσπίσθηκε ως η κατ’ εξοχήν εορτή του προστάτου των απανταχού της Γης Κεφαλλήνων, καθώς και η ημέρα εορτασμού των ανά τον κόσμο ορθοδόξων χριστιανών που φέρουν το όνομα του Αγίου. Ο εορτασμός της μνήμης του Αγίου, η οποία συμπίπτει με την εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, καθιερώθηκε να τελείται με λαμπρές εορταστικές εκδηλώσεις στην περιώνυμη Μονή των Ομαλών στις 16 Αυγούστου.

Μετά τη δεύτερη ανακομιδή το ιερό σκήνωμα τοποθετήθηκε σε πρόχειρη λάρνακα και πλήθος λαού συνέρρεε για να το προσκυνήσει, αφού πολυάριθμα ήταν τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού: «Τά δέ ἄλλα μετά τόν θάνατον αὐτοῦ θαύματα, ἅ τό Ἱερόν αὐτοῦ Λείψανον ὅσαι ὦραι τυγχάνουν ἐκτελεῖ, ἀφίημι ταῦτα λέγειν καί ἐπεκδιηγεῖσθαι πάμπολλα ὄντα», αναφέρει χαρακτηριστικά στο συναξάριο ο ιερομόναχος Μητροφάνης ο Ναυπλίος, ο και συντάξας την πρώτη Ακολουθία του Αγίου. Ο θεοφόρος και θαυματουργός ιερομόναχος Γεράσιμος Νοταράς είχε ήδη αρχίσει να καθιερώνεται στη συνείδηση του κεφαλληνιακού λαού ως Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και ως προστάτης και έφορος της Κεφαλονιάς, αφού η Μονή του στα Ομαλά είχε γίνει το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής του νησιού, όπως άλλωστε είναι και μέχρι σήμερα. Τον Ιούλιο του 1622 το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε επισήμως την αγιότητα του Αγίου κατόπιν υπομνήματος που υπέβαλε προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Κύριλλο (1572 -1638) ο κεφαλληνιακής καταγωγής Επίσκοπος πρώην Μαΐνης Ιερεμίας Κατσαΐτης, ο οποίος επί μία πεντηκονταετία (1603 -1652) διετέλεσε ηγούμενος της Μονής της Νέας Ιερουσαλήμ, όπου ο Άγιος Γεράσιμος διέλαμψε ασκητικώς επί δεκαεννιά συναπτά έτη. Το Σιγίλλιο της Αγιοποιήσεως του Αγίου υπογράφτηκε από τρεις Πατριάρχες και επτά Επισκόπους, έκτοτε δε η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγράφει στο Αγιολόγιό της «Τῇ κ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός Ὀκτωβρίου μνήμη τοῦ Ὁσίου και Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γερασίμου τοῦ νέου ἀσκητοῦ τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Κεφαλληνίας» προς διάκριση από τον Άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη, τον τιμώμενο υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις 4 Μαρτίου.

Τρία χρόνια μετά την επίσημη αγιοποίηση του Αγίου, κατά το έτος 1625, τυπώθηκε στο Λονδίνο με επιμέλεια και δαπάνη του Επισκόπου πρώην Μαΐνης Ιερεμίου η πρώτη βιογραφία του Αγίου, βάση της οποίας ο ιερομόναχος Μητροφάνης ο Ναυπλίος εποίησε την πρώτη Ακολουθία προς τιμήν του Αγίου, η οποία τυπώθηκε στη Βενετία το 1704. Επίσης Ακολουθία στον θαυματουργό Άγιο της Κεφαλονιάς συνέταξε ο εκ Ζακύνθου ιερέας Νικόλαος Γαβριηλόπουλος, η οποία εκδόθηκε στη Βενετία το 1718, καθώς και ο διακεκριμένος Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος μοναχός ο Μικραγιαννανίτης, η οποία εκδόθηκε στο Άγιον Όρος το 1989 και περιλαμβάνει Ακολουθία, Παρακλητικό Κανόνα, Χαιρετιστηρίους Οίκους, Εγκώμια και Ακολουθία Μικρού Αγιασμού σύμφωνα με την αγιορείτικη τάξη. Η θαυματουργική φήμη του Αγίου Γερασίμου και η ευλάβεια των χριστιανών προς την οσιακή του μορφή οδήγησε στην επανέκδοση της πρώτης ακολουθίας, της ποιηθείσης υπό του ιερομονάχου Μητροφάνους του Ναυπλίου, κατά τα έτη 1759, 1768, 1778, 1789, 1819, 1854 και 1861. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στο βιβλίο του Zois Petit “Bibliographie Acolouthies greques” (Bruxelles 1926) αναφέρονται συνολικά δεκαεννιά εκδόσεις της Ακολουθίας του Αγίου. Άπειρα είναι και τα θαύματα που έχει επιτελέσει με τη χάρη του Θεού ο Άγιος Γεράσιμος μετά την οσιακή του κοίμηση, αφού χιλιάδες ασθενείς, μεταξύ δε αυτών τυφλοί, χολοί, παράλυτοι και προπαντός δαιμονιζόμενοι προσέρχονται στον θεοφόρο ασκητή και φιλόστοργο πατέρα, ο οποίος κατέστη «πηγή θαυμάτων ἀκένωτος καί πληγή δαιμόνων ἀνίατος», για να προσευχηθούν και να ζητήσουν τις πρεσβείες του προς τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Το μεγαλύτερο όμως από όλα τα θαύματα είναι η αφθαρσία διά μέσου των αιώνων του ιερού, ευωδιάζοντος και χαριτοβρύτου σκηνώματός του, το οποίο φυλάσσεται μέσα σε περίτεχνη λάρνακα με θαυμάσιες ασημένιες ανάγλυφες παραστάσεις στον παλαιό ιερό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου της περιωνύμου Ιεράς Μονής του Αγίου στην κοιλάδα των Ομαλών.

Το ιερό και θαυματουργό σκήνωμα του Αγίου Γερασίμου, ο οποίος θεωρείται ο προστάτης και θεραπευτής Άγιος των δαιμονιζομένων, αποτελεί τον πολύτιμο πνευματικό θησαυρό και την ανεκτίμητη πνευματική παρακαταθήκη της Κεφαλονιάς και των απανταχού της Γης διαβιούντων Κεφαλλήνων. Εντός της μεγάλης περίτεχνης λάρνακας υπάρχει η μικρή λάρνακα με το τίμιο λείψανο του θαυματουργού Αγίου, η οποία σηκώνεται όρθια και τοποθετείται στο νότιο βημόθυρο του νέου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού του Αγίου, ο οποίος εγκαινιάσθηκε με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα στις 19 Ιουλίου 1992 υπό του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Σεραφείμ. Ο νέος περίλαμπρος ιερός ναός του Αγίου Γερασίμου της ομωνύμου Ιεράς Μονής έχει ιστορηθεί από τον κεφαλληνιακής καταγωγής αγιογράφο κ. Ηλία Γεωργάτο, εντυπωσιάζει δε με την αρχιτεκτονική του μεγαλοπρέπεια και τις μεγάλες του διαστάσεις, αφού με συνολικό εμβαδόν 1.650τ.μ. (μήκος 50μ. και πλάτος 33μ.) είναι ο μεγαλύτερος ναός στην περιφέρεια των Ιονίων Νήσων και ο 5ος μεγαλύτερος ναός στην ελληνική επικράτεια. Η λάρνακα με το ιερό σκήνωμα του Αγίου λιτανεύεται με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη πέντε φορές το χρόνο: στις δύο μεγάλες ετήσιες πανηγύρεις προς τιμήν του Αγίου, 16 Αυγούστου και 20 Οκτωβρίου, στις Αποδόσεις των δύο εορτών, 23 Αυγούστου και 26 Οκτωβρίου αντίστοιχα, καθώς και την Κυριακή του Θωμά. Αλλά η ευλάβεια των Κεφαλλήνων στον προστάτη και πολιούχο τους Άγιο, τους οδήγησε και στην ανέγερση ιερών ναών επ’ ονόματί του και σε άλλες πόλεις και χωριά του νησιού. Έτσι το Ληξούρι σεμνύνεται με ωραιότατο ναό του Αγίου Γερασίμου, ο οποίος μάλιστα κοσμείται με επιβλητικό κωδωνοστάσιο, ενώ στον προστάτη Άγιο της Κεφαλονιάς είναι αφιερωμένος ο ενοριακός ναός της Σκάλας, αλλά και ναοί σε χωριά της περιοχής Ερύσσου –Πυλάρου (Κονιδαράτα, Πνευματικάτα, Ποταμιανάτα, Τσελεντάτα, Αγριλιάς). Η τιμή του θαυματουργού Αγίου Γερασίμου διαδόθηκε όμως και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο τόσο σε κοντινές περιοχές με την Κεφαλονιά όπως στην Ιθάκη, όπου ο Άγιος τιμάται με τέσσερις ναούς (Περαχώρι με δύο ναούς, Εξωγή, Κιόνι), τη Λευκάδα (ναοί στα Ασπρογερακάτα και τη Βασιλική, καθώς και στο Βαθύ του Μεγανησίου, όπου ο ναός κτίσθηκε κατόπιν θαύματος του Αγίου στον ιερέα π. Γεράσιμο Κονιδάρη), την Αχαΐα (ενοριακός ναός στην Πάτρα), την Αιτωλοακαρνανία (ενοριακός ναός στο χωριό Κεφαλόβρυσο) και την Τριφυλία (ενοριακός ναός στον οικισμό Μεμί της Κυπαρισσίας), όσο και σε μακρινές περιοχές από την Κεφαλονιά, όπως στη Σαντορίνη (ενοριακός ναός στο χωριό Φηροστεφάνι – ανεγερθείς το 1807), τη Ρόδο (ενοριακός ναός στο χωριό Πυλώνας) και την Ξάνθη (ενοριακός ναός στο χωριό Βαφέικα), ενώ γραφικά εξωκκλήσια –παρεκκλήσια επ’ ονόματι του Αγίου συναντά ο φιλάγιος επισκέπτης σε αρκετά νησιά της πατρίδος μας (Μύκονος, Τήνος, Πάρος, Κύθηρα, Πάτμος, Κάλυμνος, Σύμη).

Ξεχωριστή τιμή απολαμβάνει ο Άγιος Γεράσιμος στην ιστορική και ευλογημένη γενέτειρά του, τα Τρίκαλα Κορινθίας, όπου μέχρι σήμερα σώζεται ο περίφημος Πύργος των Νοταράδων. Κοντά σ’ αυτό το εγκαταλελειμμένο αρχοντικό βρίσκεται ο χώρος, όπου σύμφωνα με την παράδοση το 1509 γεννήθηκε ο Άγιος. Στον ευλογημένο αυτό χώρο υπάρχει μέχρι σήμερα ένα εκκλησάκι, το οποίο αποτελούσε τον τόπο προσευχής και άσκησης του Αγίου κατά την εφηβική του ηλικία. Πλησίον του Πύργου των Νοταράδων και του ναϋδρίου ανεγέρθηκε τη δεκαετία του 1960 με τη συνδρομή του συσταθέντος συλλόγου ανεγέρσεως και των απανταχού της Γης ευρισκομένων Ξυλοκαστρινών ο βυζαντινού ρυθμού μετά τρούλου μεγαλοπρεπής ιερός προσκυνηματικός ναός του Αγίου, ο οποίος εγκαινιάσθηκε υπό του αοιδίμου Μητροπολίτου Κορίνθου κυρού Παντελεήμονος στις 16 Αυγούστου 1967, ημέρα του πανηγυρικού εορτασμού της μνήμης του Αγίου. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι σε πολύ μικρή απόσταση από το Ξυλόκαστρο οι γονείς του Αγίου Γερασίμου διατηρούσαν κτήματα. Στον χώρο αυτό σώζεται μέχρι τις ημέρες μας ο ιερός ναός του Αγίου Γερασίμου, ο οποίος σύμφωνα με την υπάρχουσα επιγραφή στην εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα ανεγέρθηκε με τη συνδρομή της οικογένειας Νοταρά το έτος 1622, κατά το οποίο έγινε και η επίσημη ανακήρυξη του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο ιστορικός αυτός ναός ανακαινίσθηκε το 1954 με την επίβλεψη του αοιδίμου Αρχιμανδρίτου π. Νίκωνος Κοτσόβολη (+19 Ιουλίου 2011), εφημερίου του ναού και κτίτορος του μεγαλοπρεπούς ιερού ναού της Παναγίας Φανερωμένης Ξυλοκάστρου, ο οποίος ανεγέρθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Ο ιερός ναός του Αγίου Γερασίμου Ξυλοκάστρου κοσμείται με ωραιότατα ψηφιδωτά, οι δε φορητές εικόνες του μαρμάρινου τέμπλου είναι έργα του αειμνήστου ζωγράφου Φωτίου Κόντογλου. Στην ευλογημένη και αγιοτόκο κορινθιακή γη ο εκλεκτός γόνος των Τρικάλων Κορινθίας, Άγιος Γεράσιμος, τιμάται και με ομώνυμο ενοριακό ναό στο χωριό Λέχαιο, ενώ στην περιοχή του Λουτρακίου κτίσθηκε το 1968 ύστερα από θαύμα του Αγίου ένα εκκλησάκι επ’ ονόματί του. Το ναΰδριο αυτό αποτέλεσε την απαρχή για τη μετέπειτα ίδρυση γυναικείου ησυχαστηρίου με το όνομα του Αγίου, όπου το 1998 θεμελιώθηκε το νέο περικαλλές καθολικό προς τιμήν του θαυματουργού προστάτου και εφόρου του ιερού ησυχαστηρίου, Αγίου Γερασίμου, το οποίο και εγκαινιάσθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2008 υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κορίνθου κ. Διονυσίου. Επ’ ονόματι του Αγίου Γερασίμου τιμάται επίσης και το μετόχιο της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Ζαχόλης Κορινθίας, το οποίο βρίσκεται στα Μεντουριάνικα, χειμερινό οικισμό της τέως κοινότητας Χελυδορίου (Κούτου).

Στην Αττική ο Άγιος Γεράσιμος τιμάται με ομώνυμο ενοριακό ναό στην περιοχή των Άνω Ιλισίων, ο οποίος αποτελεί μία από τις πιο δραστήριες ενορίες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αλλά και με κλίτος επ’ ονόματί του στους ιερούς ναούς Αγίου Γεωργίου Κυψέλης, Κοιμήσεως Θεοτόκου Πολυγώνου και Αγίων Ισιδώρων Λυκαβηττού, ενώ προς τιμήν του είναι αφιερωμένα παρεκκλήσια στην Πολυκλινική Αθηνών (περιοχή πλατείας Ομονοίας), στο Μοσχάτο, στην περιοχή των Σπάτων, καθώς και κάτωθι του ενοριακού ναού της Αγίας Άννης Χαλανδρίου. Λαμπρός είναι και ο εορτασμός του Αγίου Γερασίμου στις 20 Οκτωβρίου από τους συλλόγους των εν Αττική διαβιούντων Κεφαλλήνων σε διάφορους ναούς της Αττικής (Άγιος Γεώργιος Νικαίας, Άγιος Σπυρίδων Πειραιώς, Άγιος Νικόλαος Χαλανδρίου, Παναγία Ελευθερώτρια Κηφισιάς), γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα την ανά τους αιώνες βαθιά πίστη και ευλάβεια του κεφαλληνιακού λαού στον προστάτη και πολιούχο του Άγιο.

Ο θαυματουργός Άγιος Γεράσιμος, η δόξα και το σέμνωμα της Εκκλησίας, το κλέισμα των απανταχού της Γης Κεφαλλήνων, ο γόνος και το βλάστημα των Τρικάλων της Κορινθίας, αναδείχθηκε με τη χάρη του Θεού το καύχημα και το κλέος των μοναζόντων, η καλλονή των ιερέων, το έμψυχο στήριγμα των ερημιτών, ο πάντερπνος και ευωδέστατος κήπος της αρετής και της χάριτος, η μάστιγα και η φυγάδευση των ακαθάρτων και παμπονήρων πνευμάτων. Ας τον πλησιάσουμε με καθαρή ψυχή και ειλικρινή ταπείνωση για να τον νοιώθουμε πάντοτε κοντά μας, σε κάθε βήμα της επίγειας ζωής μας, σε κάθε δοκιμασία, σε κάθε αίτημά μας. Άλλωστε ποτέ δεν εγκατέλειψε κανέναν, ο οποίος να του ζήτησε τη θαυματουργική του χάρη και μεσιτεία. Γι’ αυτό και πάντα βοηθούσε και προστάτευε τους πιστούς ορθοδόξους χριστιανούς, αφού η αμώμητος ημών ορθόδοξη χριστιανική πίστη μένει απαρασάλευτος, διότι είναι η μόνη που σώζει εν μέσω αναστατώσεων και θυελλών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

· Α. Μ., Βίος και Πολιτεία του Οσίου πατρός ημών Γερασίμου του Νοταρά, Τρίκαλα Κορινθίας 1970.

· Γαλανού Γερασίμου Σωτ. –Στάβερη Κωνσταντίνου Φ., Ιστορώντας τον Άγιο Γεράσιμο τον νέο ασκητή και θαυματουργό τον εν Κεφαλληνίᾳ, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας, Αργοστόλι 2009.

· Γκέλη Κωνσταντίνου Γ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Ο Άγιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας, Δ΄ Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Γερασίμου «Νέα Ιερουσαλήμ», Αθήναι 1991.

· Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Τρίκαλα Κορινθίας: Η ιστορική και ευλογημένη γενέτειρα του Αγίου Γερασίμου, Περιοδικό Οδύσσεια Κεφαλλονιάς – Ιθάκης, Τεύχος 2009.

· Κουτίβα Σταύρου, Ιστορικά του Ξυλοκάστρου, Αθήνα 1962.

· Πεντακόσια χρόνια από την γέννηση του Αγίου Γερασίμου (1509 -2009), Έκδοση Ιερού Γυναικείου Ησυχαστηρίου Αγίου Γερασίμου Λουτρακίου, 2009.

· Σταυροπούλου Σπύρου Γ., Ιστορία Τρικάλων Κορινθίας, Πάτρα 2000.

· Τσάση Σάββα, Ο Άγιος Γεράσιμος – 500 χρόνια φάρος της Ορθοδοξίας, Κεφαλονιά 2006.

Πηγή: www.syndesmosklchi.blogspot.gr